«Όροι και όρια της ανακριτικής διείσδυσης ως ειδικής ανακριτικής πράξης»

Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

Προλογικό σημείωμα.. Θέση του ερωτήματος της μελέτης. 1. Οριοθέτηση εννοιών ανακριτικής διείσδυσης και αστυνομικής παγίδευσης. 3

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Διπλωματική Εργασία ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 253 Α ΚΠΔ. Επιμέλεια:

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες & Εργασιακές Σχέσεις. Ιωάννα Αργυράκη Δικηγόρος LLM, MSc, DPO Ελληνική Εταιρ εία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Αριθ. Πρωτ. Τηλ. : Fax : ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

(2015) 1 PRO JUSTITIA. Η ανακριτική διείσδυση για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Α Π Ο Φ Α Σ Η 43/2017

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ (άρθρο 371 ΠΚ παρ. 1)

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

5455/02 ZAC/as DG H II EL

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΣΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και προστασία των θυμάτων αυτής ΑΡΘΡΟ 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 116/2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Π Ρ Ο Σ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΛΗΨΗΣ DNA

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ µε θέµα: «Όροι και όρια της ανακριτικής διείσδυσης ως ειδικής ανακριτικής πράξης» Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Τσόλκα Όλγα Τριµελής Επιτροπή: Επίκουρος Καθηγητής Παπανεοφύτου Αγάπιος Επίκουρος Καθηγητής Τζωρτζής Γεώργιος Επίκουρη Καθηγήτρια Τσόλκα Όλγα Επιµέλεια εργασίας : Κωνσταντίνα Π. Λινάρδου (Α.Μ. 0910Μ038) Αθήνα, 2013

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. Πίνακας Συντοµογραφιών...σελ.1 ΙΙ. English summary of the paper.. σελ.2 IIΙ. Εισαγωγή...σελ. 4 ΙV.Κανονιστικό πλαίσιο για τη διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης.. σελ. 7 Α. Η ανακριτική διείσδυση ως ειδική ανακριτική πράξη..σελ.7 Β. Προϋποθέσεις διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης..σελ. 9 1. Οι γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 253 Α ΚΠ σελ. 9 1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις σελ. 9 1.2. Η προϋπόθεση συνδροµής σοβαρών ενδείξεων...σελ. 10 1.3. Η προϋπόθεση κατάφασης της αναγκαιότητας για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων...σελ. 14 1.4. Η προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογηµένου βουλεύµατος του αρµόδιου δικαστικού συµβουλίου σελ. 15 2. Οι ειδικές προϋποθέσεις για τη διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης σελ. 17 2.1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σελ. 17 2.2. Το άρθρο 25 Β παρ. 1 του Ν. 1729/1987.σελ. 18 2.3. Το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2713/1999...σελ. 19 2.4. Ο όρος των απολύτων αναγκαίων πράξεων και η ειληµµένη απόφαση των µελών της οργάνωσης...σελ. 21 Γ. Η νοµική φύση της ανακριτικής διείσδυσης του άρθρου 253 Α παρ. 1 ΚΠ και η διάκρισή της µε τον agent provocateur των άρθρων 25 Β παρ. 1 Ν. 1729/1987 και 5 παρ. 1 Ν. 2713/1999.....σελ. 21 V. Όρια της ανακριτικής διείσδυσης υπό το πρίσµα της προστασίας θεµελιωδών δικαιωµάτων του θιγόµενου προσώπου και της αρχής της δίκαιης δίκης...σελ. 26 Α. ικαιώµατα που πλήττονται από την διενέργεια της ειδικής ανακριτικής πράξης της ανακριτικής διείσδυσης... σελ. 26 1. Η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής...σελ. 26 2. Το άσυλο της κατοικίας.. σελ. 28 3. Το δικαίωµα τηρήσεως του επαγγελµατικού απορρήτου σελ. 29 4. Το δικαίωµα στη µη αυτοενοχοποίηση και το δικαίωµα σιωπής...σελ. 31 Β. Επισκόπηση της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου.σελ. 33

1. Η απόφαση Texeira de Castro κατά Πορτογαλίας της 9.6.1998..σελ. 33 2. Η απόφαση Allan κατά Ηνωµένου Βασιλείου της 5.11.2002...σελ. 35 3. Η απόφαση Vanyan κατά Ρωσίας της 15.12.2005...σελ. 37 4. Η απόφαση Ramanauskas κατά Λιθουανίας της 5.2.2008...σελ. 39 5. Η απόφαση Πυργιωτάκης κατά Ελλάδας της 21.2.2008..σελ. 41 6. Η απόφαση Sequeira κατά Πορτογαλίας της 20.10.2009 σελ. 43 7. Η απόφαση Bulfinski κατά Ρουµανίας της 1.6.2010 σελ. 44 8. Η απόφαση Bannikova κατά Ρωσίας της 4.11.2010 σελ. 47 9. Η απόφαση Veselov και άλλοι κατά Ρωσίας της 2.10.2012 σελ. 48 10. Η απόφαση Baltins κατά Λετονίας, της 8 Ιανουαρίου 2013 σελ. 50 Γ. Επισκόπηση της νοµολογίας των ελληνικών δικαστηρίων..σελ. 52 1. Η υπ αριθµ. 537/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου. σελ. 53 2. Η υπ αριθµ. 1896/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου..σελ. 54 3. Η υπ αριθµ. 1427/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου..σελ. 55 4. Η υπ αριθµ. 1000/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου..σελ. 57 5. Η υπ αριθµ. 1742/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου..σελ. 59. Αξιολόγηση- Συµπεράσµατα από τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των εθνικών δικαστηρίων σελ. 60 1. Επί της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου σελ. 61 2. Επί της νοµολογίας των εθνικών δικαστηρίων...σελ. 63 VI. ικονοµικές ακυρότητες της ανακριτικής διείσδυσης.σελ. 66 Α. Η αρχή της ηθικής απόδειξης και οι περιορισµοί της..σελ. 66 B. Η ειδικότερη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠ.σελ. 67 Γ. Η αποδεικτική αξιοποίηση των ευρηµάτων της ανακριτικής διείσδυσης σελ. 69 VII. Αντί Επιλόγου. σελ. 73 ΙX. Βιβλιογραφία.σελ. 75 Χ. Αρθρογραφία..... σελ. 77 ΧΙ. ιαδικτυακοί Τόποι...σελ. 79 ΧΙΙ. Παράρτηµα Ι σελ. 80 XIII. Παράρτηµα ΙΙ.σελ. 81

I. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ Άρειος Πάγος βλ. βλέπε Ε Α Ευρωπαϊκό ικαστήριο ικαιωµάτων του Ανθρώπου εδ. εδάφιο Ε.Ε.Π.. Ελληνική Εταιρεία Ποινικού ικαίου εκδ. εκδόσεις Ελλ νη Ελληνική ικαιοσύνη επ. επόµενα ΕΣ Α Ευρωπαϊκή Σύµβαση ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΚΠ Κώδικας Ποινικής ικονοµίας κτλ. και τα λοιπά Ν. νόµος ν. νόµος Νο. νούµερο ΝοΒ Νοµικό Βήµα ΟΗΕ Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών ό.π. όπου παραπάνω παρ. παράγραφος περ. περίπτωση Ποιν ικ Ποινική ικαιοσύνη ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά π.δ. Προεδρικό ιάταγµα ΠΚ Ποινικός Κώδικας π.χ παραδείγµατος χάριν Σ Σύνταγµα Σ..Ο.Ε. Σώµα ίωξης Οικονοµικού Εγκλήµατος σελ. σελίδα σηµ. σηµείωση υπ αριθµ. υπ αριθµόν ΦΕΚ Φύλλο Εφηµερίδος της Κυβέρνησης

ΙΙ. English summary of the paper In this paper the author analyzes the: Conditions and limits of investigative entrapment as a special investigative technique. Upon the signing, on December 2000, of the United Nations Convention against Transnational Organized Crime, Greece was obliged to adopt in its domestic legal system the use of special investigative techniques that were provided by art.20 of said Convention. The abovementioned obligation was fulfilled, by virtue of Law 2928/2001, and especially art. 6, which entered into the Greek Penal Code the provision of art. 253 A, regarding the investigative entrapment, which is the topic of this paper, and other investigative techniques. These investigative techniques were not unknown to the domestic legal system, at the contrary they were in use but only for a limited number of crimes. The necessity to use this technique should be harmonized with the principle of fair trial of art.6 of the European Convention on Human Rights among with other essential human rights and principles, such as the right to silence and the principle against self-incrimination. However, the main issue in the use of this technique is the conditions under which the investigative entrapment should be permitted and, consequently, the necessary delimitation between this special investigative technique and tolerated police action. In the present paper there is a detailed presentation of investigative entrapment. In the first chapter a thorough presentation is being made for the legal frame under which this special investigative technique can take place. More specifically, it is examined the use of investigative entrapment as a special investigative technique, the conditions under which its use is permitted and, in addition, there has been made a reference between its distinction with the role of agent provocateur in Greek legal system. Moreover, the second chapter of this paper includes a thorough presentation of the human rights that are being violated by the use of this technique, among with the principle of the fair trial, and the limits that are set by the protection of human rights and basic principles. In addition, in the same chapter, there is a presentation of the recent jurisprudence concerning both investigative entrapment and police entrapment

and the right to a fair trial, showing the importance of the Strasbourg Court Jurisprudence for the Greek legal order. Finally, on the third chapter, it is examined how the nullity, that comes from the non- obedience of the rules in the penal procedure, affects the progress of the procedure and the rights of the person accused, and, more specifically, it is examined the luck of the findings of this technique and in which way they can be used during the penal procedure.

III. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η µελέτη και η έρευνα της ανακριτικής διείσδυσης, της ειδικής αυτής ανακριτικής πράξης, επιλέχθηκε να παρουσιαστεί υπό το πλαίσιο των όρων και των ορίων διενέργειας της. Η εν λόγω ανακριτική ή και αστυνοµική µέθοδος θέτει σοβαρούς προβληµατισµούς, κυρίως σε ότι αφορά τον σεβασµό των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, αλλά και στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες λαµβάνει χώρα. Με την υπογραφή της ιεθνούς Συµβάσεως του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών για το Οργανωµένο Έγκληµα στο Παλέρµο της Ιταλίας τον εκέµβριο του 2000, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εισάγει στο ποινικό δικονοµικό της δίκαιο τις ειδικές ανακριτικές τεχνικές (special investigative techniques), στο πλαίσιο των µεθόδων καταπολέµησης του οργανωµένου εγκλήµατος. Πράγµατι, µε την εισαγωγή του άρθρου 253 Α 1, ο ελληνικός νοµοθέτης ανταποκρίθηκε στην δέσµευση αυτή, εισάγοντας βέβαια παράλληλα και άλλες ανακριτικές µεθόδους πέραν αυτών που µνηµονεύονται στο άρθρο 20 παρ. 1 της ανωτέρω Συµβάσεως, όπως την άρση του απορρήτου και την συσχέτιση ή τον συνδυασµό δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα 2. Με την νοµοτεχνική του αυτή επιλογή ο νοµοθέτης επέλεξε να µην εισάγει νέες ανακριτικές πράξεις, αλλά να συµπεριλάβει στο συγκεκριµένο άρθρο µια σειρά ανακριτικών τεχνικών, οι οποίες έχουν ήδη συµπεριληφθεί στην ειδική ποινική δικονοµική νοµοθεσία, µε σκοπό να δηµιουργήσει ένα πλέγµα διατάξεων, η εφαρµογή των οποίων θα µπορούσε να οδηγήσει στο επιθυµητό αποτέλεσµα 3. Αυτό συµβαίνει και µε την ανακριτική διείσδυση, στον βαθµό που, για την διακρίβωση των εγκληµάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ΠΚ και των αξιοποίνων πράξεων του άρθρου 187 Α ΠΚ, ο νοµοθέτης επιτρέπει την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης «µε την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόµενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 25 Β του Ν. 1729/1987 «Καταπολέµηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις» όπως ισχύει, και στην παρ. 1 του Ν. 2713/1999 «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας και άλλες διατάξεις»». 1 Το οποίο προστέθηκε µε το άρθρο 6 του Ν. 2928/2001 (ΦΕΚ Α 141/27.6.2001) «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληµατικών οργανώσεων». 2 Σάµιος Θ., Ανακριτικές πράξεις επί εγκληµατικών οργανώσεων, Ποιν. Χρον. ΝΑ, σελ. 1034. 3 ό.π., σελ. 1035.

Πράγµατι, οι περισσότερες από αυτές τις ειδικές ανακριτικές πράξεις αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια δοκιµασµένες µεθόδους εξάρθρωσης του οργανωµένου εγκλήµατος και µε την σηµαντική συµβολή της νοµολογίας του Ε Α έχουν ενσωµατωθεί στην ανακριτική πρακτική των περισσότερων δυτικοευρωπαϊκών χωρών µε τον δικαιοκρατικά βέλτιστο τρόπο. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν εν τοις πράγµασι την αποτελεσµατικότητά τους έναντι άλλων, λιγότερο επαχθών ανακριτικών ερευνών 4. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι συγκεκριµένες ανακριτικές πράξεις διακρίνονται από τις υπόλοιπες µεθόδους ερευνών, το οφείλουν στον ιδιαίτερα επαχθή χαρακτήρα τους, αφού η διενέργειά τους συνιστά επέµβαση που θίγει µε ιδιαίτερα έντονο τρόπο βασικά συνταγµατικά δικαιώµατα και ελευθερίες. Ειδικότερα, δύο ακόµα στοιχεία που τις διακρίνουν είναι αφενός ο προσδιορισµός τους ως ειδικές, αφού διενεργούνται µόνο για συγκεκριµένα εγκλήµατα, και, αφετέρου, ο µυστικός χαρακτήρας αυτών, αφού διενεργούνται χωρίς γνώση του καθ ου, ο οποίος ενδέχεται µάλιστα να µην πληροφορηθεί ποτέ τον τρόπο µε τον οποίο σχηµατίσθηκε η εις βάρος του κατηγορία και ως εκ τούτου να µην είναι ποτέ σε θέση να ελέγξει την νοµιµότητα απόκτησης του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού 5. Όπως έχει ήδη αναφερθεί και ανωτέρω, η παρούσα εργασία πραγµατεύεται µία από τις ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253 Α ΚΠ και συγκεκριµένα την ειδική ανακριτική πράξη της ανακριτικής διείσδυσης, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο α της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Η εργασία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται το κανονιστικό πλαίσιο για την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά στον χαρακτηρισµό της ανακριτικής διείσδυσης ως ειδικής ανακριτικής πράξης, στις προϋποθέσεις διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης, όπως αυτές προβλέπονται στο νόµο, ενώ γίνεται ειδικότερη αναφορά στην διάκριση της ειδικής αυτής ανακριτικής πράξης από τον θεσµό του agent provocateur. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναπτύσσονται τα όρια της ανακριτικής διείσδυσης υπό το πρίσµα της προστασίας θεµελιωδών δικαιωµάτων του θιγοµένου προσώπου και της αρχής της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα, εξετάζονται τα δικαιώµατα, τα οποία πλήττονται από την διενέργεια της ειδικής ανακριτικής πράξης της ανακριτικής 4 Λίβος Ν., «Οργανωµένο Έγκληµα: Έννοια και δικονοµικοί τρόποι αντιµετώπισής του», Πρακτικά του Ζ Πανελληνίου Συνεδρίου Ε.Ε.Π.., σελ. 59. 5 ό.π., σελ. 58.

διείσδυσης, ήτοι η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το άσυλο της κατοικίας, το δικαίωµα τηρήσεως του επαγγελµατικού απορρήτου, καθώς και το δικαίωµα στη µη αυτοενοχοποίηση και το δικαίωµα σιωπής. Παράλληλα, στο ίδιο κεφάλαιο, εκτίθεται µια επισκόπηση της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου καθώς και της νοµολογίας των εθνικών δικαστηρίων. Σχετικά, πρέπει ήδη στο σηµείο αυτό ν αναφερθεί ότι ορισµένες αποφάσεις αναφέρονται στον θεσµό του agent provocateur, καθώς στο πλαίσιο διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης είναι δυνατό, το κεκαλυµµένα δρών όργανο να µεταβληθεί και σε προβοκάτορα ηθικό αυτουργό, όταν ξεπερνά την επιτρεπόµενη δράση του και συµµετέχει στην τέλεση της αξιόποινης πράξης. Την επισκόπηση της νοµολογίας ακολουθεί η αξιολόγηση και τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από τις µνηµονευθείσες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των εθνικών δικαστηρίων. Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται οι δικονοµικές ακυρότητες που συνεπάγεται η µη τήρηση των προϋποθέσεων και η υπέρβαση των ορίων διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης, όσον αφορά κυρίως την αξιοποίηση των αποδεικτικών ευρηµάτων που προκύπτουν από τη διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης.

ΙV. Κανονιστικό πλαίσιο για την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης Α. Η ανακριτική διείσδυση ως ειδική ανακριτική πράξη Με το άρθρο 6 του Ν. 2928/2001 προστέθηκε το άρθρο 253 ΑΚΠ, στην παρ. 1 εδ. α του οποίου αναφέρεται η ειδική ανακριτική πράξη της ανακριτικής διείσδυσης. Το άρθρο αυτό, κατά την αρχική του διατύπωση στο Ν. 2928/2001, είχε ως εξής: «Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 η έρευνα µπορεί να συµπεριλάβει και τη διενέργεια ανακριτικής διείσδυσης, µε την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόµενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25Β Ν. 1729/1987 «Καταπολέµηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις» όπως ισχύει, και στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 Ν. 2713/1999 «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας και άλλες διατάξεις», εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση των εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει». Ακολούθως, µε το άρθρο 42 του Ν. 3251/2004 η ανωτέρω διάταξη τροποποιήθηκε και η δυνατότητα διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης επεκτάθηκε και στις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187Α ΠΚ. Συγκεκριµένα η διάταξη είχε ως εξής: «Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187 Α ΠΚ η έρευνα µπορεί να συµπεριλάβει και τη διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης» Στην εισηγητική έκθεση του Ν. 2928/2001 αναφέρεται ότι: «Με το άρθρο 6 η Ελληνική Πολιτεία ανταποκρίνεται προς τα οριζόµενα στο άρθρο 20 της Σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών 6 για το οργανωµένο έγκληµα, προτείνονται δηλαδή σε αυτό ορισµένες ανακριτικές έρευνες, οι οποίες, όπως έχει στην πράξη αποδειχθεί, προσφέρονται για την εξάρθρωση των εγκληµατικών οργανώσεων. Πρέπει να τονισθεί ότι όλες οι προβλεπόµενες ανακριτικές έρευνες αποτελούν ήδη ισχύον δίκαιο στη χώρα µας. Στην προκειµένη περίπτωση απλώς εντάχθηκαν στον Κώδικα Ποινικής 6 Πράγµατι, στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 της Σύµβασης των Ηνωµένων Εθνών για το οργανωµένο έγκληµα, υπό τον τίτλο «Special investigative techniques» αναφέρεται ότι «If permitted by the basic principles of its domestic legal system, each State Party shall, within its possibilities and under the conditions prescribed by its domestic law, take the necessary measures to allow for the appropriate use of controlled delivery and, where it deems appropriate, for the use of other special investigative techniques, such as electronic or other forms of surveillance and undercover operations, by its competent authorities in its territory for the purpose of effectively combating organized crime».

ικονοµίας στο οικείο κεφάλαιο περί ερευνών (άρθρο 253Α) και ενιαιοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις διενέργειάς τους που σήµερα είναι ετερόκλητες και ασυστηµατοποίητες». Η ανακριτική διείσδυση είχε εισαχθεί ήδη στο ποινικό δίκαιο µε τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 25Β του Ν. 1729/1987 «Καταπολέµηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις» και της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 «Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας και άλλες διατάξεις». Με βάση λοιπόν τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται ρητά στο άρθρο 253 Α παρ. 1 εδ. Α ΚΠ, θεσπίζεται η συγκεκριµένη ανακριτική πράξη, µε την τήρηση των εγγυήσεων και των διαδικασιών που ορίζονται στην ίδια διάταξη καθώς και όσων προβλέπονται στις αναφερθείσες παράλληλες νοµοθετικές ρυθµίσεις και επιπλέον υπό την προϋπόθεση ότι η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για την διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει 7. Όπως δε αναφέρεται και στην Αιτιολογική έκθεση του Ν. 2928/2001, αλλά και όπως θα αναλυθεί κατωτέρω, το σχέδιο του νόµου δεν αρκείται στην απλή αναφορά της πράξης της ανακριτικής διείσδυσης, αλλά κάνει περαιτέρω µνεία των συγκεκριµένων προϋποθέσεων υπό τις οποίες η πράξη αυτή είναι νόµιµη. Έτσι, η ανακριτική διείσδυση δεν επιτρέπεται γενικώς, αλλά µόνο εφόσον έχει «παθητικό» χαρακτήρα, περιορίζεται δηλαδή στις πράξεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη µιας εγκληµατικής οργάνωσης είχαν αποφασίσει πριν από την έναρξη της διείσδυσης. εν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι η ανακριτική αυτή πράξη από τη φύση της συνιστά ιδιαίτερα προβληµατική δράση των ανακριτικών οργάνων, αφού τα όριά της µε την αξιόποινη καταρχάς πρόβλεψη του άρθρου 46 παρ. 2 ΠΚ είναι ελάχιστα διακριτά, µε αποτέλεσµα η τυχόν κατά παράβαση των εγγυήσεων και διαδικασιών που ορίζονται στη σχετική διάταξη αφενός να καθιστά άκυρη την ανακριτική πράξη και αφετέρου να θεµελιώνει και ποινική ευθύνη εκείνου που ενήργησε 8. 7 Καρράς Α., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 529. 8 Καρράς Α., Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 529, Μανωλεδάκης Ι. Ασφάλεια και Ελευθερία (Ερµηνεία του ν. 2928/2001 για το οργανωµένο έγκληµα και σχετικά κείµενα), εκδ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 168.

Β. Προϋποθέσεις διενέργειας της ανακριτικής διείσδυσης 1. Οι γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 253Α ΚΠ 1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η ανακριτική διείσδυση, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί ειδική ανακριτική πράξη προβλεπόµενη στο άρθρο 253 Α ΚΠ, µαζί µε τις υπόλοιπες περιοριστικά απαριθµούµενες δικονοµικές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται µε απόλυτη µυστικότητα για συγκεκριµένα µόνο εγκλήµατα, υλοποιώντας δικονοµικούς και κυρίως εγκληµατοπροληπτικούς σκοπούς 9. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, µε το οποίο εισήχθη στον ΚΠ το άρθρο 253 Α, καθορίζονται οι προϋποθέσεις διεξαγωγής των ανακριτικών πράξεων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α-ε του ίδιου άρθρου. Αναφέρεται συγκεκριµένα ότι οι ανακριτικές αυτές πράξεις (της παραγράφου 1) διεξάγονται µόνον: α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και β) αν η εξάρθρωση της εγκληµατικής οργάνωσης είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. Με τον Ν. 3251/2004, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 2928/2001, προκειµένου οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001 να διενεργούνται και για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187Α ΠΚ («Τροµοκρατικές πράξεις»), η διενέργεια των ανακριτικών αυτών πράξεων επιτρέπεται µόνον: α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 ή η αξιόποινη πράξη του άρθρου 187Α του ΠΚ και β) αν η εξάρθρωση της εγκληµατικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τροµοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Α είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. Επιπρόσθετα, πέρα των υπό ανωτέρω δύο αναφερόµενων προϋποθέσεων τίθεται και µια τρίτη: η έκδοση ειδικά αιτιολογηµένου βουλεύµατος από το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο. Ο νόµος προβλέπει ωστόσο ότι σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα µπορεί να την διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής, οι οποίοι όµως υποχρεούνται µέσα σε προθεσµία τριών ηµερών να εισαγάγουν το ζήτηµα στο αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο. ιαφορετικά η ισχύς της διάταξης παύει αυτοδικαίως µε την πάροδο της τριήµερης προθεσµίας. 9 αλακούρας Θ., «Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρ. 6 Ν.2928/2001», ΠοινΧρον. ΝΑ, σελ. 1022.

1.2. Η προϋπόθεση συνδροµής σοβαρών ενδείξεων Η εξάρτηση της διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων από την προϋπόθεση συνδροµής σοβαρών ενδείξεων τέλεσης συγκεκριµένης αξιόποινης πράξης των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ή της αξιόποινης πράξης του άρθρου 187 Α του Ποινικού Κώδικα συνιστά µια πρώτη εγγύηση προστασίας του ατόµου και αυτό γιατί οι σοβαρές ενδείξεις αποτελούν τον υψηλότερο βαθµό πιθανότητας της ενοχής, ισχυρότερο από τις επαρκείς ή αποχρώσες ενδείξεις που απαιτούνται για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο 10. Έτσι, η βάσιµη καταγγελία ή οι ισχυρές υπόνοιες ή οι βάσιµες υπόνοιες ή τα συγκεκριµένα περιστατικά που αναφέρονται αντίστοιχα στα άρθρα 25Β παρ. 2 Ν. 1729/1987, 5 παρ. 2 Ν. 2713/1999 και 5 παρ. 1 Ν. 2331/1995 και 4 παρ. 3 Ν. 2225/1994 εξυπακούεται ότι δεν αρκούν πλέον για την λήψη των σχετικών µέτρων, αφού σαφώς απαιτείται πλέον από τον νοµοθέτη στην παρ. 2 του άρθρου 253 Α ΚΠ η συνδροµή σοβαρών ενδείξεων, ενώ εξίσου σαφώς ορίζεται ότι οι απαριθµούµενες στην παρ. 1 ανακριτικές πράξεις διενεργούνται «µε την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόµενων παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά προβλέπεται» 11. Κατά τον αλακούρα 12 «ως νοµική έννοια οι υπόνοιες ή ενδείξεις ενοχής συνθέτουν µια περίπλοκη κρίση, στην οποία προβαίνει το κατά περίπτωση αρµόδιο ανακριτικό όργανο ή δικαστήριο ενόψει µιας συγκεκριµένης αξιόποινης πράξης και σε σχέση µε ένα ή περισσότερα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεσή της. Πρόκειται κατά κυριολεξία για µια βασιζόµενης σε συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά πιθανολόγηση αναφορικά µε τη συνδροµή των στοιχείων της ποινικής υπόστασης του εγκλήµατος που αποδίδεται στον κατηγορούµενο. Πιθανολόγηση που ακολουθεί το ίδιο λογικό σχήµα µε την πρόγνωση και υπόκειται στους ίδιους κινδύνους µε αυτή, αφού και στις δύο περιπτώσεις «από ένα γνωστό γεγονός συνάγεται ένα άγνωστο»». Ως προς την έννοια των ενδείξεων υπάρχει η τριµερής διάκριση σε απλές, επαρκείς και σοβαρές. Οι απλές ή αρχικές ενδείξεις χαρακτηρίζονται ως η minimum πιθανότητα ενοχής που αρκεί για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, οι επαρκείς ενδείξεις θεωρούνται ότι αποτυπώνουν µια βάσιµη πιθανολόγηση ως προς την ενοχή 10 αλακούρας Θ., Ποινική ικονοµία, Βασικές έννοιες και θεσµοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 241. 11 Κονταξής Α., Κώδικας Ποινικής ικονοµίας, Συνδυασµός Θεωρίας και Πράξης, Τόµος Ι, Έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2006, σ. 1619. 12 αλακούρας Θ., Αρχή της αναλογικότητας και µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού, Ποιν. Χρον. ΝΕ, σελ. 966, του ιδίου, Αρχή της αναλογικότητας και µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1993, σελ. 227 επ.

του κατηγορουµένου, ενώ, τέλος, οι σοβαρές ενδείξεις σηµαίνουν έναν υψηλό βαθµό πιθανότητας ενοχής του κατηγορουµένου 13. Ωστόσο σαφώς θα πρέπει να διακρίνεται και να διαφοροποιείται ο υψηλότερος αυτός βαθµός πιθανότητας της ενοχής από τις επαρκείς ή τις αποχρώσες ή αρκούσες ενδείξεις που αξιώνονται για την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο. Για την κατάφασή τους απαιτείται µια ποιοτικά και χρονικά διαφέρουσα πιθανολόγηση που ερείδεται και αφορά αποκλειστικά σε πραγµατικά περιστατικά του παρελθόντος, από την ισχύ και την αξιοπιστία των οποίων προκύπτει µε λογική ακολουθία (και άρα όχι διαισθητικά) η ζητούµενη προσωρινή διαγνωστική κρίση για την ενοχή του θιγόµενου προσώπου 14. Κατά άλλους 15 ο όρος «σοβαρές» ενδείξεις ταυτίζεται µε τον όρο «επαρκείς» ενδείξεις του άρθρου 313 ΚΠ και πρέπει να στηρίζεται σε πραγµατικά περιστατικά που υπάρχουν ήδη και οδηγούν µε λογική ακολουθία στην απαιτούµενη κρίση περί της ενοχής. Ωστόσο σύµφωνα και µε τον αλακούρα 16, είναι σαφής η διαφοροποίηση των δύο όρων και αυτό προκύπτει άνευ ετέρου από το γεγονός ότι η συνδροµή των σοβαρών ενδείξεων απαιτείτο µέχρι τώρα για την λήψη των επαχθέστερων στερητικών της προσωπικής ελευθερίας µέτρων της σύλληψης και της προσωρινής κράτησης, για την δικαιολόγηση δηλαδή βαρύτατων επεµβάσεων εξαιρετικού χαρακτήρα, µε την επίκληση του οποίου αντισταθµίζεται άλλωστε και υποχωρεί εντέλει η απαίτηση προστασία του ατοµικού έναντι του κοινωνικού συµφέροντος 17. Επίσης και στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2928/2001 αναφέρεται ότι η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων επιτρέπεται «µόνο εφόσον οι ενδείξεις ότι έχουν τελεσθεί αξιόποινες πράξεις, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 187 Π.Κ., είναι σοβαρές (εποµένως απλή καταγγελία φυσικά δεν αρκεί)». 13 αλακούρας Θ., Αρχή της αναλογικότητας και µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού, εκδ. Αντ Ν. Σάκκουλα, 1993, σελ. 242. 14 αλακούρας Θ., Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του Ν. 2928/2001, ό.π., σελ. 1024. 15 Κονταξής Α., ό.π., σελ. 1619, έτσι και Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής ικονοµίας, Ερµηνεία κατ άρθρο, Τόµος Ι, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 910. 16 αλακούρας Θ., Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του Ν. 2928/2001, ό.π., σελ. 1024, βλ. και τις εκεί παραποµπές. 17 ό.π., υποσ. 9, «..για το ότι ο όρος «σοβαρές ενδείξεις», που αναφέρεται από προφανή παραδροµή στο άρθρο 310 παρ. 1 ΚΠ αντί του ορθού όρου «αποχρώσες ενδείξεις» (τον οποίο διαλάµβανε το αρχικό κείµενο του εν λόγω άρθρου πριν από τη µεταγλώττιση του ΚΠ ), είναι ταυτόσηµος στην προκειµένη περίπτωση µε τις «επαρκείς ενδείξεις» του άρθρου 313 ΚΠ και οφείλει να χρησιµοποιείται µε το ίδιο εννοιολογικό περιεχόµενο των ενδείξεων που απαιτεί ο νοµοθέτης για την παραποµπή του κατηγορουµένου, βλ. ΑΠ 184/2000, ΠοινΧρ Ν (2000), 586».

Εν προκειµένω εµφαίνεται η άµεση σύνδεση της διενέργειας των ανακριτικών πράξεων µε την συνταγµατική επιταγή της αρχής της αναλογικότητας, καθώς ο βαθµός των σοβαρών ενδείξεων που απαιτείται για την διενέργεια των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων τελεί σε αρµονία µε την ειδικότερη έκφανση της αρχής αυτής αναφορικά µε τον προσήκοντα βαθµό υπονοιών σε βάρος του κατηγορουµένου, σύµφωνα µε την οποία : «Όσο δυσµενέστερη καθίσταται η θέση του κατηγορουµένου ή όσο σοβαρότερο είναι το µέτρο που λαµβάνεται σε βάρος του, τόσο περισσότερες υπόνοιες ή ενδείξεις θα πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί στη συγκεκριµένη περίπτωση» 18. Αναγκαίο είναι σε κάθε περίπτωση να καθορίζεται επαρκώς και µε σαφήνεια τι οφείλει να εξετάζεται και να αιτιολογείται ειδικά σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση προς δικαιολόγηση του εκάστοτε αποτελέσµατος του ελέγχου αναλογικότητας, δηλαδή η ένταση προσβολής (είδος- τρόπος- διάρκεια προσβολής) σε συνδυασµό µε την απαίτηση προστασίας καθενός από τα προδιαγραφόµενα συµφέροντα 19. Και όταν µιλάµε για συµφέροντα εννοούµε αφενός το δηµόσιο έννοµο συµφέρον, που απαιτεί την υλοποίηση της επέµβασης, και αφετέρου το ατοµικό έννοµο συµφέρον που θίγεται από αυτήν. Για το δε πρώτο η ένταση των ενδείξεων ενοχής που εξετάζεται στο παρόν κεφάλαιο αποτελεί και έναν από τους ειδικότερους ενδείκτες που υποδηλώνουν τον βαθµό της in concreto προστασίας του 20. Η Καϊάφα- Γκµπάντι ωστόσο κάνει λόγο για την εγγυητική εντύπωση που δίνει η προϋπόθεση αυτή, λέγοντας ότι παρ όλο που ο νοµοθέτης απαιτεί σοβαρές και όχι απλές ενδείξεις που πρέπει να απευθύνονται σε βάρος του προσώπου, κατά του οποίου ενεργείται η µυστική ανακριτική πράξη, η εικόνα απατά 21. Και αυτό γιατί, σύµφωνα µε την ίδια, «όχι µόνο ενόψει των προβληµάτων που σχετίζονται ιδίως µε την ταυτότητα του αξιοποίνου το οποίο στηρίζεται σε πράξεις συµµετοχής σε µια εγκληµατική οργάνωση, δηλ. σε πράξεις πολύ προωθηµένων σταδίων σε σχέση µε επιµέρους προσβολές εννόµων αγαθών, αλλά κυρίως ενόψει του γεγονότος ότι η δικονοµική ρύθµιση δεν αναφέρεται ρητά σε συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά που πρέπει να δικαιολογούν για την εκάστοτε περίπτωση τόσο τη συνδροµή ενδείξεων 18 αλακούρας Θ., Αρχή της αναλογικότητας και µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1993, σελ. 231. 19 αλακούρας Θ., Αρχή της αναλογικότητας και µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού, Ποιν. Χρον. ΝΕ, σελ. 961. 20 ό.π. 21 Καϊάφα- Γκµπάντι Μ., Μοντέλα επιτήρησης στο κράτος ασφάλειας και δίκαιη ποινική δίκη, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 76 επ.

τέλεσης της αξιόποινης πράξης όσο και την ταυτότητα αυτών ως σοβαρών, καθώς και της επικρατούσας στη δικαστηριακή πρακτική εξαιρετικά περιορισµένης, αν όχι ανύπαρκτης, αιτιολογίας και σύστοιχου ελέγχου των σχετικών βουλευµάτων». Οι σοβαρές ενδείξεις δεν απαιτείται, πάντως, να αναφέρονται στη σωρευτική τέλεση αξιόποινων πράξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 ή του άρθρου 187 Α ΠΚ. Αρκεί και µία µόνο εκ των περισσοτέρων πράξεων του καταλόγου της παρ. 1 ή της παρ. 2 του άρθρου 187 ΠΚ. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι στον νόµο αξιώνεται να έχει τελεσθεί (κάποια, οποιαδήποτε, εν τέλει: έστω και µία) «αξιόποινη πράξη» 22. Ζήτηµα ανέκυψε κατά την συζήτηση του νοµοσχεδίου στη Βουλή 23 για το αν οι «σοβαρές ενδείξεις» αρκεί να υφίστανται αναφορικά µε την τέλεση της συγκεκριµένης πράξης ή αν αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η ανακριτική πράξη. Στον προβληµατισµό που αναπτύχθηκε, τέθηκε το ακόλουθο ερώτηµα: «το ζήτηµα είναι όχι αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την αξιόποινη πράξη, αλλά εφόσον οι ανακριτικές πράξεις θα στρέφονται κατά προσώπων να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των προσώπων κατά των οι ανακριτικές πράξεις. Όχι µε αφορµή ότι υπάρχει σοβαρή ένδειξη για τη διάπραξη- για τη διάπραξη είµαστε βέβαιοι ή περίπου βέβαιοι- αλλά κατά των προσώπων που στρέφονται οι ανακριτικές πράξεις θέλουµε να συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις». Ο τότε Υπουργός ικαιοσύνης απάντησε κατηγορηµατικά ότι «στο α που γίνεται λόγος για σοβαρές ενδείξεις εννοείται σοβαρές ενδείξεις σε βάρος κάποιων προσώπων. Αυτό είναι το νόηµα. Μπορεί και να προστεθεί ότι έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη «σε βάρος κάποιου προσώπου». Αυτό είναι το νόηµα, το λέω και για τα Πρακτικά ότι οι σοβαρές ενδείξεις πρέπει να απευθύνονται σε βάρος του προσώπου». Εν προκειµένω διαφαίνεται η βούληση του νοµοθέτη να οριοθετήσει το ασαφές και εξαιρετικά ευρύ γράµµα της συγκεκριµένης ρύθµισης, η οποία αν δεν αποσαφηνιστεί, γίνεται δεκτό ότι θίγει και µάλιστα µε κατάφωρο τρόπο τις ατοµικές ελευθερίες του συνόλου των πολιτών 24. 22 Σάµιος Θ., Ανακριτικές πράξεις επί εγκληµατικών οργανώσεων, Ποιν. Χρον. ΝΑ, σελ. 1037. 23 Βλ. Σάµιο, ό.π., µετά από ερώτηση του βουλευτή. Γκρούσκου προς τον Υπουργό ικαιοσύνης, Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής, Συνεδρίαση ΡΞΒ, 7.6.2001. 24 Συµεωνίδου- Καστανίδου Ε., Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού ικαίου, εκδ. Νοµική Βιβλιοθήκη, 2003, σελ. 300.

1.3. Η προϋπόθεση κατάφασης της αναγκαιότητας για την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων Σύµφωνα µε το γράµµα της διάταξης του εδ. β του άρθρου 253 Α ΚΠ, ως δεύτερη προϋπόθεση διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων, και της ανακριτικής διείσδυσης εποµένως, αναφέρεται ότι αυτές διεξάγονται µόνο «αν η εξάρθρωση της εγκληµατικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τροµοκρατικών πράξεων του άρθρου 187 Α είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής». Η ανωτέρω προϋπόθεση σηµαίνει ότι για την δικαιολόγηση της διενέργειας των ειδικών αυτών ανακριτικών πράξεων δεν απαιτείται απλώς αδυναµία ή δυσκολία εξάρθρωσης της τροµοκρατικής οργάνωσης. Ωστόσο, η αφηρηµένη και άστοχη διατύπωση του νόµου «εξάρθρωση της εγκληµατικής οργάνωσης» παραπέµπει σε δηµοσιογραφικό ή αστυνοµικό λεξιλόγιο, σε κάθε δε περίπτωση δεν συνάδει µε την γλώσσα του ποινικού δικονοµικού δικαίου, το οποίο ενδιαφέρεται για συγκεκριµένες πράξεις και συγκεκριµένους δράστες 25. Κατά την Καϊάφα- Γκµπάντι 26, και αυτή η προϋπόθεση, µε την οποία εισάγεται µια ρήτρα επικουρικότητας για τη διενέργεια µυστικών ανακριτικών πράξεων, είναι φαινοµενικά αλλά όχι ουσιαστικά επαρκής αφού, από την πρόβλεψη αυτή, λείπει η ίδια η stricto sensu αναλογικότητα που πρέπει να κρίνεται σε σχέση µε τη συγκεκριµένη κάθε φορά περίπτωση. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αναφορά και µόνο στην «διαφορετικά αδύνατη» ή «ιδιαιτέρως δυσχερή» εξάρθρωση µιας εγκληµατικής οργάνωσης δεν νοµιµοποιεί αυτόµατα τη διενέργεια των επίµαχων µέτρων, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στον παραγκωνισµό ή την υποβάθµιση των υπόλοιπων προϋποθέσεων που θέτει ο νόµος 27. Με δεδοµένο εξάλλου ότι οι ειδικές αυτές ανακριτικές πράξεις εισήχθησαν για την καταστολή και την πρόληψη συγκεκριµένων εγκληµάτων, αφού οι γενικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 251 ΚΠ δεν επαρκούσαν, θα πρέπει η κατάφαση της αναγκαιότητάς τους να είναι εµφανής και να δικαιολογείται επαρκώς, έτσι ώστε να µην παραβιαστούν θεµελιώδη δικαιώµατα και αρχές του ποινικού δικονοµικού µας συστήµατος. 25 Μανωλεδάκης Ι., Ασφάλεια και Ελευθερία (Ερµηνεία του ν. 2928/2001 για το οργανωµένο έγκληµα και σχετικά κείµενα), εκδ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 163. 26 Καϊάφα- Γκµπάντι Μ., ό.π., σελ. 81. 27 αλακούρας Θ., Ποινική ικονοµία, Βασικές έννοιες και θεσµοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 242.

Εποµένως, η διάταξη αυτή θα πρέπει να θεωρείται και να αντιµετωπίζεται αποκλειστικά ως αρνητική περιοριστική προϋπόθεση διεξαγωγής των ειδικών ανακριτικών πράξεων 28. Προκύπτει έτσι ότι σύµφωνα µε την αρχή της αναγκαιότητας η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων θα πρέπει να διατάσσεται «µόνο εφόσον η συγκεκριµένη επέµβαση µε κάποια από αυτές εµφανίζεται είτε ως το µοναδικό πρόσφορο και άρα και µοναδικό αναγκαίο µέσο, είτε ως το λιγότερο επαχθές µέσο για την υλοποίηση του επιδιωκόµενου σκοπού της εξάρθρωσης της εγκληµατικής οργάνωσης 29». Οι ανωτέρω τιθέµενοι περιορισµοί ως προς την εξεταζόµενη εδώ προϋπόθεση, οι οποίοι τίθενται από τις απαιτήσεις της αρχής της αναγκαιότητας, θα πρέπει να διαφυλάσσουν την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων µόνο στις περιοριστικά αναφερόµενες περιπτώσεις του νόµου και να µην επιτρέπουν την εν γένει επίκληση της αναγκαιότητας διενέργειάς τους εκ µόνου του γεγονότος ότι από την διενέργεια αυτή αναµένεται αποτελεσµατική αντιµετώπιση των εγκληµάτων. 1.4. H προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογηµένου βουλεύµατος του αρµόδιου δικαστικού συµβουλίου Τρίτη στη σειρά γενική προϋπόθεση της διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων και της ανακριτικής διείσδυσης αποτελεί η έκδοση ειδικά αιτιολογηµένου βουλεύµατος από το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο. Το δικαστικό συµβούλιο µε τον τρόπο αυτό συµβάλλει στην προστασία του ατόµου από ενδεχόµενες αυθαιρεσίες που δύνανται να προκύψουν κατά την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Συγκεκριµένα, κατά το γράµµα της παρ. 3 του άρθρου 253 Α ΚΠ, το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο, µετά από πρόταση του εισαγγελέα, αποφαίνεται για την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων καθώς και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστηµα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, σύµφωνα µε την ίδια παράγραφο, προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί η διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή, οι οποίοι όµως θα πρέπει να εισάγουν, το αργότερο εντός τριών ηµερών, το ζήτηµα στο αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο, ώστε 28 αλακούρας Θ., Ποινική ικονοµία, Βασικές έννοιες και θεσµοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 242, του ιδίου, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρ. 6 του Ν. 2928/2001, Ποιν.Χρον. ΝΑ, σελ. 1025. 29 ό.π.

να εκδοθεί το σχετικό βούλευµα. Σε αντίθετη περίπτωση, η ισχύς της σχετικής διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή παύει αυτοδικαίως να ισχύει µετά τη λήξη του τριηµέρου. Αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο είναι εκείνο των πληµµελειοδικών, αν την ανάκριση διεξάγει πρωτοδίκης ανακριτής ή το συµβούλιο εφετών, αν ο ανακριτής είναι εφέτης. Το ειδικά αιτιολογηµένο βούλευµα θα πρέπει να πρέπει να πληροί τις βασικές απαιτήσεις ελεγξιµότητας που τίθενται από τα άρθρα 93 παρ. 3 Σ και 139 ΚΠ αντίστοιχα 30. Θα πρέπει δηλαδή υποχρεωτικά να περιλαµβάνει 31 : την αξιόποινη πράξη για την εξιχνίαση της οποίας διατάσσεται η επέµβαση τις σοβαρές ενδείξεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης τον σκοπό της επέµβασης την αδυναµία εξάρθρωσης της οργάνωσης, κατ εφαρµογή της αρχής της αναγκαιότητας την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια του µέτρου το πρόσωπο ή τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται το µέτρο και για τα οποία υφίστανται σοβαρές ενδείξεις συµµετοχής τους στη δράση της εγκληµατικής οργάνωσης. Παρόλο που η ρύθµιση αυτή δείχνει να προσφέρει ικανό επίπεδο προστασίας των δικαιωµάτων των θιγόµενων προσώπων, παρουσιάζει ωστόσο σηµαντικά ερµηνευτικά προβλήµατα. Συγκεκριµένα, η πρόβλεψη ότι «σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις» η έρευνα µπορεί να διαταχθεί µόνο από τον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, υπό την προϋπόθεση της εισαγωγής της υπόθεσης στο δικαστικό συµβούλιο εντός τριών ηµερών, αποτελεί ένδειξη των ερµηνευτικών προβληµάτων της ρύθµισης. Κατά την Καϊάφα- Γκµπάντι 32, «Η προβλεπόµενη εξαίρεση θα έπρεπε µάλιστα να καταργηθεί, γιατί αυτό που επιζητά κανείς εδώ είναι η κρίση ενός αντικειµενικού τρίτου αλλά και γιατί- όπως δείχνουν εµπειρικές έρευνες από άλλες χώρες- στο πεδίο της εφαρµογής οι συγκεκριµένες εξαιρετικές προβλέψεις µετατρέπονται σε κανόνα. Οι επείγουσες 30 αλακούρας Θ., Ποινική ικονοµία, Βασικές έννοιες και θεσµοί της ποινικής δίκης για νυν και «εν τω γεννάσθαι» ανακριτικούς υπαλλήλους, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, σελ. 243. 31 αλακούρας Θ., ό.π., και Μανωλεδάκης Ι., Ασφάλεια και Ελευθερία (Ερµηνεία του ν. 2928/2001 για το οργανωµένο έγκληµα και σχετικά κείµενα), εκδ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 164. 32 Καϊάφα- Γκµπάντι Μ., ό.π., σελ. 82.

περιπτώσεις ορθό θα ήταν να καλυφθούν µε µια πρόβλεψη για τη λειτουργία «δικαστικών συµβουλίων υπηρεσίας» ή πάντως για αναγκαία σύµφωνη γνώµη και του Προέδρου Εφετών. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η πραγµατική εγγύηση µιας δικαστικής κρίσης συναρτάται και µε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις στις οποίες αυτή στηρίζεται. Όσο οι τελευταίες παραµένουν χαλαρές ή ελλειµµατικές, το κέρδος είναι εξαιρετικά περιορισµένο αν όχι µηδαµινό». Επιπρόσθετα, ζήτηµα γεννάται επίσης και µε την καθεαυτή έννοια του εξαιρετικώς επείγοντος καθώς ο όρος αυτός είναι αξιολογικός, περιέχων εξ ορισµού έναν δεδοµένο βαθµό ασάφειας και αοριστίας 33. Έτσι εναπόκειται στον κάθε φορά αρµόδιο ανακριτή ή εισαγγελέα να εκτιµήσει τις εκάστοτε περιστάσεις και να προβεί στις παρεχόµενες εκ του νόµου δυνατότητες. Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται ο προβληµατισµός για την τύχη των προϊόντων των ειδικών ανακριτικών πράξεων στην περίπτωση που, ενώ ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής έχουν διατάξει την διενέργεια µιας ειδική ανακριτικής πράξης λόγω εξαιρετικώς επείγουσας περίπτωσης, στη συνέχεια το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο απαγορεύει την διενέργειά της. Θεωρώ ότι στην περίπτωση αυτή τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί θα πρέπει να µην αξιοποιηθούν κατά την ποινική διαδικασία 34. Σε κάθε δε περίπτωση, οι µη έγκυρες ειδικές ανακριτικές πράξεις παρέχουν το δικαίωµα στον πολίτη που τις υπέστη να ζητήσει από το κράτος αστική αποζηµίωση για την προσβολή της προσωπικότητάς του ή και για υλική ζηµία που ενδεχοµένως του προκάλεσαν 35. 2. Οι ειδικές προϋποθέσεις για την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης 2.1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις Όπως προκύπτει από το άρθρο 253 Α ΚΠ, για την διενέργεια της ειδικής ανακριτικής πράξης της ανακριτικής διείσδυσης απαιτείται, πέραν των γενικών προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και η συνδροµή επιπλέον προϋποθέσεων 33 Σάµιος Θ., ό.π., σελ. 1038. 34 Βλ. και Μανωλεδάκη Ι., Ασφάλεια και Ελευθερία (Ερµηνεία του ν. 2928/2001 για το οργανωµένο έγκληµα και σχετικά κείµενα), εκδ. Σάκκουλα, 2002, σελ. 164, «ή αν δεν εγκρίνει το δικαστικό συµβούλιο την ειδική ανακριτική πράξη που διέταξαν, επικαλούµενοι εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής οι σχετικές ειδικές ανακριτικές πράξεις που τελέστηκαν δεν είναι έγκυρες». 35 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., σελ. 166.

και εγγυήσεων. Σύµφωνα µε την ανωτέρω διάταξη και ειδικότερα το εδ. α της παρ. 1 αυτής, η ανακριτική διείσδυση διενεργείται «και όπως κατά τα λοιπά προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25Β του ν. 1729/1987 Καταπολέµηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις όπως ισχύει, και στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 2713/1999 Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας και άλλες διατάξεις, εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει». Εκτός λοιπόν από τις γενικές εγγυήσεις των παρ. 2-4 του άρθρου 253 Α ΚΠ, οι οποίες αναλύθηκαν ανωτέρω, θα εξετασθούν εν προκειµένω η έννοια της ανακριτικής διείσδυσης όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25Β του ν. 1729/1987 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 2713/1999. Ακολούθως θα εξετασθεί και η συνδροµή της τελευταίας ειδικής προϋπόθεσης της ανακριτικής διείσδυσης που είναι ο περιορισµός αυτής στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει. 2.2. Το άρθρο 25Β παρ. 1 του Ν. 1729/1987 Η συγκεκριµένη αυτή διάταξη ορίζει ότι: «εν είναι άδικη η πράξη αστυνοµικού, τελωνειακού υπαλλήλου, υπαλλήλου Σ..Ο.Ε. και λιµενικού υπαλλήλου που µε εντολή του αρµόδιου για τη δίωξη ναρκωτικών προϊσταµένου του και µε σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου, που διαπράττει έγκληµα από τα αναφερόµενα στα άρθρα 5 και 8 του παρόντος νόµου, εµφανίζεται ως υποψήφιος αγοραστής ή µεταφορέας ή εν γένει ενδιαφερόµενος για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που µε αυτό το σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση των αρµοδίων, για τη δίωξη ναρκωτικών, υπηρεσιών. Οφείλει όµως στην περίπτωση αυτή, ο επικεφαλής της υπηρεσίας αυτής να ειδοποιήσει προηγουµένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρµόδιο εισαγγελέα πληµµελειοδικών». Η παραπάνω διάταξη τυποποιεί την ανακριτική διείσδυση όχι ως ανακριτική πράξη, αλλά ως λόγο άρσης του αδίκου. Η εν λόγω δράση µπορεί να αναληφθεί από συγκεκριµένους υπαλλήλους (αστυνοµικούς, τελωνειακούς, υπαλλήλους Σ..Ο.Ε., λιµενικούς), αλλά και από ιδιώτες, µε σκοπό την ανακάλυψη ή τη σύλληψη προσώπου που διαπράττει έγκληµα από τα αναφερόµενα στα άρθρα 5 (εισαγωγή στην

Επικράτεια, πώληση, αγορά, προσφορά, διάθεση κλπ. Ναρκωτικών) και 8 (επιβαρυντικές περιπτώσεις) του Ν. 1729/1987. Στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2121/1993, µε το άρθρο 23 του οποίου προστέθηκε στον Ν. 1729/1987 το ερευνώµενο εν προκειµένω άρθρο, αναφέρεται ότι «η νέα αυτή διάταξη έχει ως σκοπό την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων για αδικήµατα του νόµου περί ναρκωτικών και την επιτυχή πραγµατοποίηση επιχειρήσεως αυτού του είδους, υπό την έγκριση του αρµόδιου εισαγγελέα, ώστε να ενισχύεται το αδιάβλητο των ενεργειών των διωκτικών Αρχών». Στην περίπτωση που την ανακριτική διείσδυση διενεργούν οι υπάλληλοι που αναφέρθηκαν ανωτέρω, θα πρέπει να τους έχει χορηγηθεί σχετική εντολή από τον αρµόδιο για την δίωξη ναρκωτικών προϊστάµενο τους, ενώ στην περίπτωση που την ανακριτική διείσδυση διενεργεί ιδιώτης, ο επικεφαλής της αρµόδιας υπηρεσίας για την δίωξη ναρκωτικών οφείλει να ειδοποιήσει προηγουµένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρµόδιο εισαγγελέα πληµµελειοδικών. Συνοψίζοντας λοιπόν, ως προϋποθέσεις αναφέρονται : α) ο σκοπός της ανακάλυψης ή σύλληψης προσώπου που διαπράττει ένα από τα αναφερόµενα στα άρθρα 5 και 8 του Ν. 1729/1987 εγκλήµατα, β) η ανακριτική διείσδυση να διενεργείται από αστυνοµικό, τελωνειακό υπάλληλο, υπάλληλο Σ..Ο.Ε. ή λιµενικό υπάλληλο, κατόπιν σχετικής εντολής του αρµόδιου για τη δίωξη ναρκωτικών προϊσταµένου τους, γ) στην περίπτωση που η ανακριτική διείσδυση διενεργείται από ιδιώτη θα πρέπει ο επικεφαλής της οµάδας για την δίωξη ναρκωτικών να έχει ειδοποιήσει προηγουµένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρµόδιο εισαγγελέα πληµµελειοδικών και δ) τα πρόσωπα που νοµιµοποιούνται να διενεργήσουν την ανακριτική διείσδυση να εµφανίζονται ως υποψήφιοι αγοραστές ή µεταφορείς ή εν γένει ενδιαφερόµενοι για την διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών. 2.3. Το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 2713/1999 Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2713/1999 ορίζει ότι: «εν είναι άδικη η πράξη αστυνοµικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, µε εντολή του προϊσταµένου της και µε σκοπό την ανακάλυψη ή τη σύλληψη προσώπου εµπλεκόµενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στο νόµο αυτόν, εµφανίζεται ως συµµέτοχος της πράξης. Το ίδιο ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που µε αυτόν το σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση του προϊσταµένου της Υπηρεσίας. Και στις

δύο περιπτώσεις απαιτείται η σύµφωνη γνώµη του κατά το άρθρο 3 εισαγγελικού λειτουργού». Όµοια µε την προηγουµένως εξετασθείσα περίπτωση του άρθρου 25Β του ν. 1729/1987, έτσι και εδώ η «ανακριτική διείσδυση» τυποποιείται ως λόγος που αίρει το άδικο. Την ανωτέρω πράξη µπορούν να διενεργήσουν κατ αρχήν αστυνοµικοί της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας αλλά και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Σκοπός της σχετικής νοµοθετικής ρύθµισης είναι η ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου εµπλεκόµενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ν. 2713/1999, ήτοι των αδικηµάτων που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα και συγκεκριµένα στα άρθρα 134-137, 216-222, 235-246, 252-262 Α, 322-324, 336-353, 372-399 και 402-406, και στους ειδικούς ποινικούς νόµους για τα ναρκωτικά, τα παίγνια, τα όπλα, τις αρχαιότητες, τη λαθρεµπορία και τους αλλοδαπούς. Ως προϋποθέσεις για την διενέργεια της εν λόγω «ανακριτικής διείσδυσης» από αστυνοµικούς της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων προβλέπονται η σχετική εντολή του προϊσταµένου της Υπηρεσίας και η σύµφωνη γνώµη του αρµόδιου εισαγγελικού λειτουργού. Στην περίπτωση που την «ανακριτική διείσδυση» διενεργήσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, απαιτείται σχετική πρόταση του προϊσταµένου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και σύµφωνη γνώµη του αρµόδιου Εισαγγελέα Εφετών. Στη διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης, τα ανωτέρω αναφερόµενα πρόσωπα εµφανίζονται υπό την ιδιότητα του συµµέτοχου της αξιόποινης πράξης. Εν κατακλείδι, ως προϋποθέσεις για την διενέργεια της -στην περίπτωση αυτή αναφερόµενης- «ανακριτικής διείσδυσης» ορίζονται : α) η ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου εµπλεκόµενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στο Ν. 2713/1999, β) στην περίπτωση που η ανακριτική διείσδυση ενεργείται από αστυνοµικό της Υπηρεσίας, η σχετική εντολή του προϊσταµένου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας και η σύµφωνη γνώµη του αρµόδιου Εισαγγελέα Εφετών, γ) όταν η ανακριτική διείσδυση ενεργείται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, η σχετική πρόταση του προϊσταµένου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνοµίας, και δ) τα πρόσωπα που διενεργούν την ανακριτική διείσδυση να εµφανίζονται ως συµµέτοχοι στην αξιόποινη πράξη.

2.4. Ο όρος των απολύτων αναγκαίων πράξεων και η ειληµµένη απόφαση των µελών της οργάνωσης Η προϋπόθεση των απολύτως αναγκαίων πράξεων και της ήδη ειληµµένης απόφασης των µελών της οργάνωσης για την τέλεση αξιόποινων πράξεων ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 253 Α ΚΠ, η οποία ορίζει: «εφόσον η ανακριτική διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει». Στην Εισηγητική Έκθεση του ν. 2928/2001 αναφέρεται για την παρούσα ρύθµιση ότι: «Έτσι, η ανακριτική διείσδυση δεν επιτρέπεται γενικώς, αλλά µόνον εφόσον έχει «παθητικό» χαρακτήρα, περιορίζεται δηλαδή στις πράξεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την διακρίβωση εγκληµάτων, την τέλεση των οποίων τα µέλη µιας εγκληµατικής οργάνωσης είχαν αποφασίσει πριν από την έναρξη της διείσδυσης». Εν προκειµένω ο νοµοθέτης θέλησε να περιορίσει την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης µόνο σε πράξεις παθητικού χαρακτήρα. Τούτο δε είναι απολύτως εύλογο καθώς µε την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης, που εκ του όρου της παραπέµπει σε µια ενεργητική συµπεριφορά, θα πρέπει να γίνει µια στάθµιση ανάµεσα στα προσβαλλόµενα έννοµα αγαθά του καθ ου υφίσταται την ανακριτική διείσδυση, αφενός, και στο συµφέρον της εννόµου τάξεως για αποτελεσµατική εξάρθρωση ακόµη και αυτής τούτης της οργανωµένης εγκληµατικής δραστηριότητας, αφετέρου 36. Ο διενεργών δηλαδή την ανακριτική διείσδυση δεν νοµιµοποιείται να προτρέπει τα µέλη µιας εγκληµατικής οργάνωσης να τελέσουν αξιόποινες πράξεις πέραν αυτών που είχαν προαποφασίσει. Ο ρόλος του εναπόκειται µόνο στην τέλεση «παθητικού» χαρακτήρα πράξεων, προκειµένου να διεισδύσει στην εγκληµατική οργάνωση. Γ. Η νοµική φύση της ανακριτικής διείσδυσης του άρθρου 253 Α παρ. 1 ΚΠ και η διάκρισή της µε τον agent provocateur των άρθρων 25 Β παρ. 1 Ν. 1729/1987 και 5 παρ. 1 Ν. 2713/1999 Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αλλά και από το γράµµα της διάταξης του εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 253 Α ΚΠ, ο νοµοθέτης εκτός από τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο για την διενέργεια των ειδικών ανακριτικών 36 Σάµιος Θ., ό.π., σελ. 1041.

πράξεων, θέλησε ειδικά για την διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης να παραπέµψει στους ειδικούς ποινικούς νόµους 1729/1987 και 2713/1999 αντίστοιχα. Με την πρόβλεψή του αυτή ωστόσο εµφαίνεται µια σηµαντική διαφορά στην νοµική φύση της ειδικής αυτής ανακριτικής πράξης αφού στους δύο αναφερόµενους ανωτέρω νόµους η ανακριτική διείσδυση καταστρώνεται ως λόγος άρσεως του αδίκου και όχι ως θεσµοθετηµένο δικαίωµα επεµβάσεως των αστυνοµικών υπαλλήλων, οι οποίοι διεισδύουν στην εγκληµατική οργάνωση για να την εξαρθρώσουν και όχι για να προκαλέσουν ένα µέλος της στη διάπραξη κάποιου εγκλήµατος 37. Συγκεκριµένα, στον Ν. 1729/1987 προβλέπεται ότι ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση «εµφανίζεται ως υποψήφιος αγοραστής ή µεταφορέας ή εν γένει ενδιαφερόµενος για την διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών», ενώ στον Ν. 2713/1999 προβλέπεται ότι ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση «εµφανίζεται ως συµµέτοχος της πράξης». Σύµφωνα µε την εισηγητική έκθεση του Ν. 1729/1987, σκοπός της διάταξης του άρθρου 25Β παρ. 1 είναι η άρση του άδικου χαρακτήρα της αναµίξεως αστυνοµικών οργάνων ή ιδιωτών σε αγορά, µεταφορά, διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση ναρκωτικών, µε απώτερο σκοπό την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων 38. Το ίδιο ισχύει και για την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2713/1999, όπως µε σαφήνεια συνάγεται από την διατύπωσή της. Πρόκειται εποµένως για κανόνες του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, οι οποίοι εντάσσονται στο δίκαιο των ειδικών ποινικών νόµων 39, αφού µε αυτούς εκφράζεται η βούληση της Πολιτείας να θεσπίσει ειδικούς ρυθµιστικούς κανόνες µε τους οποίους αίρεται το άδικο της ανωτέρω πράξης του αστυνοµικού ή του ιδιώτη, αξιολογώντας ότι η πράξη αυτή αποσκοπεί στην προστασία άλλων υπέρτερων αγαθών 40. Σύµφωνα µε το άρθρο 253 Α ΚΠ, περιεχόµενο της ανακριτικής διείσδυσης συνιστούν όλες εκείνες οι αναγκαίες ενέργειες που απαιτούνται για την ανακάλυψη ή τη σύλληψη του προσώπου το οποίο διαπράττει αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 και του άρθρου 187Α ΠΚ. Αυτό προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2928/2001, όπου αναφέρεται ότι οι διαλαµβανόµενες στο άρθρο 253 Α 37 Λίβος Ν., ό.π., σελ. 56 επ. 38 Βαθρακοκοίλης Α., Η νοµική υπόσταση της ανακριτικής διείσδυσης και οι συνέπειες αυτής, Ποιν. ικ. 8-9/2006, σελ. 1052. 39 ό.π. 40 Βλ. σχετικά µε τους λόγους άρσης του αδίκου, Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό ίκαιο, Επιτοµή γενικού µέρους, εκδ. Σάκκουλα, 1996, σελ. 487 επ.