Το δικαίωµα ενώσεως ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Το δικαίωµα ενώσεως γενικά (12παρ.1)

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Μου ζητήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. να γνωμοδοτήσω επί των κάτωθι ερωτημάτων:

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

«ΑΠΕΡΓΙΑ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ»

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Προς το Συµβούλιο της Επικρατείας ΑΙΤΗΣΗ. για την ακύρωση

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΕΘΝΙΚΟΝ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

για τα 30 χρόνια από την ίδρυση της Ένωσης των Ευρωπαίων ικαστών για τη ηµοκρατία και Ελευθερίες [MEDEL].

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2814-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 88/2015

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

43η ιδακτική Ενότητα ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Σχετ: Το από ηλεκτρονικό μήνυμά σας (αρ. πρωτ. εισερχ. 1399/ ). Θέμα: Σ/Ν περί ενσωμάτωσης Οδηγίας 2004/113/ΕΚ.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (Σχηµατισµός Ολοµελείας) ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Transcript:

Το δικαίωµα ενώσεως ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το δικαίωµα ενώσεως γενικά (12παρ.1) Έννοια Στο άρθρο 12 του Συντάγµατος κατοχυρώνεται το δικαίωµα ενώσεως ως ένα ατοµικό δικαίωµα αλλά και µια θεσµική εγγύηση 1. Αναγνωρίζει δηλαδή ο συντακτικός νοµοθέτης το δικαίωµα των ανθρώπων να δρουν όχι µόνο ατοµικά αλλά και συλλογικά µε συστηµατικούς και διαρκείς δεσµούς. Ένωση προσώπων µε την ευρύτερη έννοια του όρου, προστατευόµενη από το άρθρο 12 του Συντάγµατος είναι κάθε τυπική(σωµατείο) ή άτυπη µη πρόσκαιρη ένωση η οποία επιδιώκει σκοπό µη κερδοσκοπικό 2. Ειδικότερα, σωµατείο είναι ένωση προσώπων που αποκτά νοµική προσωπικότητα µε εγγραφή της στο βιβλίο σωµατείων του πρωτοδικείου της έδρας του, ενώ άτυπη είναι η απλή ένωση χωρίς νοµική προσωπικότητα. Προστατεύεται δηλαδή κάθε ένωση προσώπων, ως συντονιστική µονάδα των ατόµων που την αποτελούν, ανεξάρτητα από το αν έχει περιβληθεί νοµική προσωπικότητα. Η ελευθερία ένωσης αφορά κάθε ένωση προσώπων που δεν επιδιώκει κέρδος. Κατά συνέπεια δεν υπάγονται στο άρθρο 12 οι αστικές, οι εµπορικές, προσωπικές ή κεφαλαιουχικές εταιρίες. Αφορά εποµένως κάθε ένωση που επιδιώκει πολιτικούς, επιστηµονικούς, φιλολογικούς, ψυχαγωγικούς, κοινωνικούς, φιλανθρωπικούς,,εκπαιδευτικούς, επαγγελµατικούς και γενικά οποιουσδήποτε σκοπούς, εκτός από την επιδίωξη κέρδους 3.Ειδικότερες δε διατάξεις του συντάγµατος καλύπτουν ενώσεις όπως τα πολιτικά κόµµατα (άρ.29σ), τους φοιτητικούς συλλόγους (άρ.16παρ.5σ.), τις ενώσεις αθλητικών σωµατείων (άρ.16παρ.9σ.) τις θρησκευτικές ενώσεις (άρ.13σ.), τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (άρ.23σ.). Περιεχόµενο Η ελευθερία ενώσεως περιλαµβάνει την ελευθερία συστάσεως, διατηρήσεως και λειτουργίας, καθώς και διαλύσεως µιας ενώσεως ή σωµατείου, επιλογής µεταξύ σωµατείου ή απλής ενώσεως, καθορισµού και αλλαγής του σκοπού της, αποφάσεως 1 Βλ. Π.. αγτόγλου Ατοµικά ικαιώµατα, τόµος β, σελ 762 2 Βλ. Ανδρ. ηµητρόπουλου, Ζητήµατα Συνταγµατικού ικαίου, 1996. 3 Βλ. Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα, Τόµος Β, σελ. 763.

περί εισδοχής και αποβολής µελών. Επίσης περιλαµβάνει την ελευθερία προσχωρήσεως ή µη σε µια ένωση (θετικό και αρνητικό περιεχόµενο του δικαιώµατος), καθώς και αποχωρήσεως από αυτή. B) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Ι. ικαστικές Ενώσεις Ειδική ρύθµιση επιφυλάσσει ο συντακτικός νοµοθέτης στον χώρο των δικαστικών λειτουργών, όσον αφορά το δικαίωµα ενώσεως. Συγκεκριµένα το άρ.89 παρ.5 Σ. ορίζει ότι: «Επιτρέπεται η ένωση δικαστικών λειτουργών, όπως νόµος ορίζει.» Για πρώτη λοιπόν φορά το Σύνταγµα του 1975 αφενός επιτρέπει ρητά την σύσταση ενώσεως δικαστικών λειτουργών και αφετέρου υπάγει την συγκρότηση της ένωσης αυτής στην επιφύλαξη του νόµου. Η διάταξη αυτή βρίσκεται στο κεφάλαιο για τους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους, εποµένως µπορεί να ειπωθεί ότι δεν περιορίζεται µόνο στο γενικό δικαίωµα ενώσεως, αλλά περιλαµβάνει και την συνδικαλιστική δραστηριότητα, η οποία µόνο στο πλαίσιο της ενώσεως δικαστικών λειτουργών είναι συνταγµατικά θεµιτή 4. Ο νόµος τον οποίο εξουσιοδοτεί το άρθρο 89 παρ.5 Σ. δεν υπόκειται στους φραγµούς του άρ. 12 παρ.1, εποµένως µπορεί να προβλέπει την κατόπιν άδειας ή δια νόµου σύσταση, λειτουργία και διάλυση της ενώσεως αυτής 5. Εξάλλου, οι ρυθµίσεις και οι περιορισµοί της ελευθερίας ενώσεως και της συνδικαλιστικής ελευθερίας που εξουσιοδοτεί το άρ. 89 παρ. 5 καλύπτονται από αυτό, µόνο στο µέτρο που είναι συναφείς µε το κύρος του δικαστικού λειτουργήµατος και τη διασφάλισή του µέσα σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Ο νόµος που προβλέπει το άρθρο 89 παρ. 5 είναι ο 1756/1988 «Κώδικας οργανισµού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών», όπως τροποποιήθηκε µε το νόµο 1868/1989. Ο νόµος αυτός στην παράγραφο 7 του άρθρου 40 απαγορεύει τη συµµετοχή δικαστικού λειτουργού σε ιδρύµατα ή ενώσεις και γενικά σε οργανώσεις µε κρυφούς σκοπούς ή δραστηριότητες που επιβάλλουν στα µέλη τους µυστικότητα. Ο νόµος δηλαδή εξαρτά την απαγόρευση από τη φύση του σκοπού, των δραστηριοτήτων και το βαθµό διαφάνειας της ένωσης. 4 Βλ. Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα, τόµος Β, σελ. 796. 5 Βλ. Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα, τόµος Β, σελ. 795 επ.

ΙΙ. Απαγόρευση απεργίας κατά το άρ. 23 παρ. 2 Σ. Το εν λόγω άρθρο κατοχυρώνει για πρώτη φορά το 1975 το δικαίωµα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ενώ η παράγραφος 2 διακηρύσσει και ρυθµίζει το δικαίωµα της απεργίας ως δραστηριότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ωστόσο, το δεύτερο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου απαγορεύει την απεργία µε οποιαδήποτε µορφή στους υπηρετούντες στα σώµατα ασφαλείας και στους δικαστικούς λειτουργούς, που εδώ µας ενδιαφέρει. Εξάλλου η ίδια απαγόρευση επαναλαµβάνεται και στην παράγραφο 5 του άρθρου 40 του νόµου 1756/1988 που κύρωσε τον Κώδικα οργανισµού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στη νοµολογία και τη θεωρία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το εύρος και τα όρια αυτής της απαγόρευσης που θα παρατεθούν σε µεταγενέστερο σηµείο της παρούσας εργασίας. Η προαναφερθείσα απαγόρευση δικαιολογείται από το γεγονός ότι, οι δικαστικοί λειτουργοί τελούν έναντι του κράτους σε ειδική κυριαρχική σχέση, δηλαδή σε ειδική σχέση εξουσίασης, ένεκα της οποίας έχουν αυξηµένες υποχρεώσεις και τυχόν περιορισµοί είναι δυνατοί. Σε εφαρµογή αυτού, το ίδιο το Σύνταγµα προβλέπει ιδιαίτερους περιορισµούς όταν απαγορεύει την απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς( ή όταν απαγορεύει οποιαδήποτε εκδήλωση υπέρ ή κατά πολιτικού κόµµατος).ειδικότερα η έννοµη τάξη διέπεται από την αρχή της βασικής ισχύος των δικαιωµάτων. Όλα δηλαδή τα συνταγµατικά δικαιώµατα εφαρµόζονται καταρχήν σε όλες τις έννοµες σχέσεις και θεσµούς και ως προς όλο τους το περιεχόµενο. Ωστόσο η είσοδος του ανθρώπου σε θεσµούς και έννοµες σχέσεις επιβάλλει τη θεσµική εφαρµογή του δικαιώµατος στη µερικότερη έννοµη σχέση ή θεσµό, δηλαδή τον περιορισµό του δικαιώµατος βάσει της αιτιώδους συνάφειας.

Γ) ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝ ΙΚΑΛΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. ΙΙΙ. Οι δικαστικές ενώσεις έως σήµερα Πρώτη φορά που οι έλληνες δικαστές οργανώνονται σε σωµατείο είναι το 1926,όταν συνεστήθη ο «Σύλλογος Ελλήνων ικαστών» µε την υπ αριθ. 5345/1926 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. 6 Οι δύο κεντρικές ιδέες που έδωσαν αφορµή στη γέννηση του Συλλόγου ήταν η βελτίωση των όρων της απονοµής της δικαιοσύνης και η βελτίωση της θέσης των δικαστών έναντι της πολιτείας και της κοινωνίας. Μεταξύ των άλλων αναφερόταν ότι αποκλειόταν κάθε ανάµειξη του Συλλόγου στην πολιτική ή σε ζητήµατα ξένα προς τους σκοπούς του. Τα ίχνη αυτού του Συλλόγου χάνονται ύστερα από αυτές τις πρώτες εκδηλώσεις, λόγω των περιστάσεων που δεν ευνοούσαν τη συνδικαλιστική δραστηριότητα (δικτατορία, ξενική κατοχή κλπ.). Το 1958 εµφανίζεται η «Ένωσις Ελλήνων ικαστών και Εισαγγελέων» στο καταστατικό της οποίας υπάρχει ρητή δήλωση ότι η Ενωσις δεν έχει πολιτικόν ή συνδικαλιστικόν χαρακτήρα. Αξιοσηµείωτο είναι δε ότι ο πρώτος πρόεδρος της Ένωσης, αρεοπαγίτης Αντώνιος Φλώρος, εξέφρασε την άποψη ότι οι σκοποί της Ενώσεως δεν είναι ποσώς συνδικαλιστικοί, είναι δε όλως αυτονόητον ότι δεν έχουσιν χροιάν πολιτικήν. 7 Η Ένωση προέβη σε διαπιστώσεις σχετικά µε τη θέση, τη µισθολογική κατάσταση των δικαστών σε σύγκριση µε τους άλλους κρατικούς λειτουργούς καθώς και για την κατάσταση των δικαστικών καταστηµάτων, αποκηρύσσοντας ωστόσο κάθε συνδικαλιστική τάση. Παρ όλα αυτά,και αυτή η χωρίς συνδικαλιστικό χρώµα δράση προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά της Κυβέρνησης και του Αρείου Πάγου, µε την αιτιολογία ότι η Ένωση πρέπει να περιοριστεί στην ανάπτυξη καθαρώς επιστηµονικών θεµάτων 8. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύτηκε η σύσταση και συµµετοχή σε σωµατεία, συνεταιρισµούς και ενώσεις επαγγελµατικές ή ενώσεις που επιδιώκουν πολιτικούς σκοπούς 9. Με το Σύνταγµα του 1975 κατοχυρώνεται το δικαίωµα για σύσταση µη κερδοσκοπικών ενώσεων και σωµατείων, τηρώντας τους νόµους (άρ.12 παρ.1). Στο 6 Σύλλογος Ελλήνων ικαστών,θέµις 1927,τόµος ΛΗ 7 Φλώρου Α. «Ένωσης Ελλήνων ικαστών και Εισαγγελέων» Ελλ. ικ. 1960 σελ.1 επ. 8 Συγκεκριµένα επακολούθησαν η πειθαρχική δίωξη του προέδρου και δυσµενείς µεταθέσεις µελών του διοικητικού συµβουλίου της Ενώσεως. 9 Βλ.ν.δ. 962/1971 άρ.19 παρ. 2.

άρθρο 23 παρ. 1 διασφαλίζεται η συνδικαλιστική ελευθερία και στην παρ. 2 το δικαίωµα της απεργίας, που όµως απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς. Τέλος, µε το άρθρο 89 παρ. 5 δίνεται το δικαίωµα στους δικαστικούς λειτουργούς να συγκροτούν ενώσεις. Βάσει αυτής της διάταξης ιδρύθηκε και πάλι η Ένωση ικαστών και Εισαγγελέων που µε το νέο της καταστατικό έχει ως σκοπούς της: α) τη διασφάλιση και ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών στα πλαίσια του Συντάγµατος και των νόµων, β) τη βελτίωση των όρων απονοµής της δικαιοσύνης, γ) τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των δικαστικών λειτουργών, δ) την προώθηση των συµφερόντων των µελών της και την ανάπτυξη του πνεύµατος αλληλεγγύης µεταξύ αυτών, ε) την προαγωγή της νοµικής επιστήµης, την συµβολή στη βελτίωση της νοµοθεσίας και την ανύψωση του µορφωτικού και επιστηµονικού επιπέδου των µελών της και στ) την επικοινωνία και συνεργασία της ενώσεως µε οµοειδείς ενώσεις του εσωτερικού και άλλων χωρών. Παράλληλα ιδρύθηκαν και λειτουργούν η Ένωση ικαστικών Λειτουργών του Συµβουλίου της Επικρατείας, η Ένωση ιοικητικών ικαστών και η Ένωση ικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Μεταξύ των ενώσεων αυτών υπάρχει στενή συνεργασία. ΙΙ. Ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας των δικαστικών ενώσεων. Όταν ψηφίστηκε από την Ε αναθεωρητική βουλή το Σύνταγµα του 1975, εκφράστηκαν πολλές γνώµες 10 ως προς τη διάταξη του άρθρου 89 παρ. 5 Σ. Έτσι υποστηρίχτηκε η άποψη ότι επιβαλλόταν η ανασυγκρότηση της Ένωσης ικαστών και Εισαγγελέων για λόγους καθαρού συµφέροντος της ικαιοσύνης. Περαιτέρω υποστηρίχτηκε ότι είναι απόλυτα σωστό να έχουν οι δικαστές την ένωσή τους που θα λειτουργεί σαν ένα επιστηµονικό σωµατείο για την επιδίωξη της βελτίωσης του κλάδου, αύξησης του κύρους και εξύψωσης των πνευµατικών και επιστηµονικών του ενδιαφερόντων. Ο βουλευτής Κ. Κάππος υποστήριξε ότι, σύµφωνα µε τη σύµβαση 87 της ιεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περιορισµοί επιτρέπονται µόνο ως προς το συνδικαλισµό των στρατιωτικών και των αστυνοµικών. Άρα πρέπει να επιτραπεί ο συνδικαλισµός στους δικαστές. Με βάση τα προαναφερθέντα αλλά και την αναδροµή που προηγήθηκε είναι δυνατό να προκύψει το ερώτηµα αν σήµερα είναι επιτρεπτή η ίδρυση ενώσεως δικαστικών λειτουργών µε συνδικαλιστικούς σκοπούς. Και αυτό γιατί 10 βλ. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής επί του Συντάγµατος του 1975 σελ. 653 επ.

υποστηρίζεται πως ο ικαστής που είναι άµεσο όργανο του κράτους και φορέας µιας από τις τρεις εξουσίες δεν µπορεί να συνδικαλίζεται, µε την έννοια της διεκδίκησης και της άσκησης πίεσης κατά της εκτελεστικής εξουσίας που να φτάνει ως το σηµείο µαζικών κινητοποιήσεων. Σύµφωνα µε το άρθρο 89 παρ. 5 Σ. δεν µπορεί να αµφισβητηθεί πια το δικαίωµα των δικαστικών λειτουργών να έχουν τις ενώσεις τους, όπως ορίζει βέβαια ο νόµος. Άλλωστε, σύµφωνα µε το γενικότερο του άρ. 89 παρ. 5 Σ. άρθρο 12 του Συντάγµατος είναι αυτονόητο αυτό το δικαίωµα για τους δικαστές, αφού αναγνωρίζεται σε όλους τους πολίτες. Από τον συνδυασµό αυτών των διατάξεων και του άρ. 23 παρ. 1 Σ. (που διασφαλίζει την συνδικαλιστική ελευθερία) προκύπτει, σύµφωνα µε µέρος της θεωρίας 11, η ελευθερία των δικαστικών λειτουργών να συνιστούν ενώσεις που να επιδιώκουν και συνδικαλιστικούς σκοπούς. Σε αυτό αντιτάσσεται το ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι άµεσα όργανα του κράτους και ότι δε νοούνται συνδικαλιστικές διεκδικήσεις τους. Ωστόσο, από διατάξεις του Συντάγµατος προκύπτει ότι η δικαστική εξουσία δεν είναι ούτε εντελώς ανεξάρτητη, ούτε όµως απόλυτα εξαρτηµένη (23 παρ.2, 63 παρ.1, 88 παρ.2,89, 90 παρ.5) 12. Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει ότι πολλές φορές η δικαστική εξουσία υπόκειται στις αποφάσεις άλλων οργάνων της Πολιτείας, όπως στα θέµατα των αποδοχών, προαγωγών, διορισµού. Παραδείγµατος χάριν, επειδή οι δικαστικοί λειτουργοί παρέχουν στο κράτος έµµισθη υπηρεσία, η εκτελεστική εξουσία µονοµερώς καθορίζει την αµοιβή των δικαστικών λειτουργών για την υπηρεσία που παρέχουν. Χωρίς λοιπόν συνδικαλιστική εκπροσώπηση οι δικαστικοί λειτουργοί θα έµεναν κατά κάποιον τρόπο εκτεθειµένοι έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, παρόλο που καλούνται να φέρουν εις πέρας ένα πολύ σηµαντικό λειτούργηµα, πάντα µακριά από συµφέροντα και σκοπιµότητες. Οι δικαστές εποµένως έχουν από το Σύνταγµα το δικαίωµα να συνδικαλίζονται. Είναι αναπόφευκτο ο ικαστής να έχει τις πεποιθήσεις του, εφόσον ζει σε οργανωµένη κοινωνία, µέσα στην οποία καλείται να φέρει εις πέρας ένα δύσκολο έργο. Συνεπώς, καθήκον του είναι να συνδικαλίζεται στο µέτρο που επιδιώκει την επίλυση των προβληµάτων που απασχολούν αυτόν και τον κλάδο του. Η θέσπιση όµως του δικαιώµατος αυτού συνοδεύεται από έναν σαφή περιορισµό, κατά τον οποίο απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η απεργία 13. 11 Κρουσταλλάκη Ε. Η συνδικαλιστική ελευθερία στο χώρο της δικαιοσύνης, Ελλ. ικ. 1983. 12 Καλογήρου Ν. Αρχείο Νοµολογίας 1985, σελ 191 επ. 13 Τσάτσου. Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β σελ. 564.

ΙΙΙ. Όρια της απαγόρευσης του δικαιώµατος απεργίας των δικαστικών λειτουργών. Η απεργία σήµερα,αναγνωρίζεται στη χώρα µας σαν αυτοτελές ατοµικό δικαίωµα, ασκούµενο µόνο από νόµιµα συνεστηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις και µόνο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών γενικά συµφερόντων των εργαζοµένων. Εξάλλου το Ελληνικό Σύνταγµα του 1975 ήταν από τα πρώτα στον κόσµο που κατοχύρωσε ρητά το δικαίωµα απεργίας των ηµοσίων Υπαλλήλων, µε κάποιους περιορισµούς. Ωστόσο, σύµφωνα µε το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. β του Συντάγµατος 1975/2001 «Απαγορεύεται η απεργία µε οποιαδήποτε µορφή στους δικαστικού λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώµατα ασφαλείας». Εννοείται ότι δεν επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς η απεργία και σε όλες τις περιπτώσεις που απαγορεύεται σε αυτούς που έχουν έτσι και αλλιώς το σχετικό δικαίωµα, όπως όταν αυτή είναι αδέσποτη, πολιτική, καταχρηστική. Επίσης δεν επιτρέπεται απεργία αλληλεγγύης υπέρ των δικαστικών λειτουργών 14. Κατά µια άποψη πρόκειται για µια πρωτογενή στέρηση, δεν τους αναγνωρίζεται δηλαδή το συγκεκριµένο δικαίωµα. Στη θεωρία όµως έχει τεθεί το ζήτηµα για τα όρια αυτής της απαγόρευσης και την έννοια της απεργίας εν προκειµένω. Υποστηρίζεται η άποψη 15 ότι η απαγόρευση απεργίας δεν είναι απόλυτη, διότι κάτι τέτοιο παραγνωρίζει το σκοπό του άρθρου αυτού και αγνοεί άλλες κρίσιµες διατάξεις που οριοθετούν την απαγόρευση αυτή. Συγκεκριµένα ο συνδυασµός του εδαφίου α και β του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγµατος κάνει σαφές ότι η απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται, όταν αυτή γίνεται για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και εργασιακών συµφερόντων, χάριν των οποίων θεσπίστηκε για τους άλλους εργαζοµένους. Αυτό είναι εύλογο, διότι ως φορείς της δικαστικής εξουσίας δεν πρέπει να προτάσσουν τα παραπάνω συµφέροντα από το χρέος της απονοµής δικαιοσύνης. Αντίθετα δεν απαγορεύεται όταν η απεργία γίνεται για την προάσπιση του κύρους της δικαιοσύνης ή για την εξασφάλιση της ορθής και γρήγορης απονοµής της και κυρίως για την προάσπιση της αυτοτέλειας και 14 Π.. αγτόγλου Ατοµικά ικαιώµατα Β σελ. 879 15 Πρωτονοτάριου Β. Το δικαίωµα απεργίας των δικαστικών λειτουργών Αρχ.Νοµολ. ΛΖ 1986 σελ.97 επ.

ανεξαρτησίας της. εν είναι δυνατό δηλαδή, σύµφωνα µε αυτή την άποψη, να θέλησε ο συνταγµατικός νοµοθέτης τους δικαστικούς λειτουργούς να µένουν απαθείς ενόψει µιας τέτοιας κατάστασης, τη στιγµή που η απόλυτη και ουσιαστική ανεξαρτησία της ικαιοσύνης συνδέεται άρρηκτα µε την κανονική λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Εξάλλου αυτή η ερµηνεία δεν εµποδίζεται από το γράµµα της διάταξης, αφού αυτή απαγορεύει την απεργία µε οποιαδήποτε µορφή, όχι όµως και για οποιοδήποτε σκοπό. Αλλά και αν υποτεθεί ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει την απεργία και για τους παραπάνω σκοπούς, δεν πρέπει να εφαρµοστεί, καθώς έρχεται σε αντίθεση µε τους θεµελιώδεις συνταγµατικούς κανόνες που καθιερώνουν την αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, αλλά και γιατί η εκπλήρωση αυτού του σκοπού έχει µεγαλύτερη αξία από τον σκοπό της µη στέρησης των κοινωνών από την δικαστική προστασία. Και µάλιστα, οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν όχι απλώς δικαίωµα αλλά και υποχρέωση απεργίας, κάθε φορά που απειλείται έντονα η ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της δικαιοσύνης, αλλά και όταν απειλείται η κοινοβουλευτική δηµοκρατία. Για την άσκηση δε του δικαιώµατος θα πρέπει να προηγείται σχετική απόφαση του διοικητικού συµβουλίου της Ένωσης δικαστών και Εισαγγελέων, για να είναι νόµιµη η απεργία, σύµφωνα µε το άρ. 23 παρ.2 εδ. α Σ. Εξάλλου θα πρέπει πριν από την κήρυξή της να έχουν εξαντληθεί όλες οι διαπραγµατευτικές προσπάθειες µε την Κυβέρνηση και να είναι φανερή η έλλειψη καλής θέλησης, κάτι που προκύπτει από την πάροδο αρκετού χρόνου για την πραγµατοποίηση των υποσχέσεων εκ µέρους αυτής. 16 Τέλος, σε περίπτωση απεργίας θα πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να εξασφαλίζουν την άµεση αντιµετώπιση των επειγουσών υποθέσεων, κρατώντας σε υπηρεσία εύλογο αριθµό δικαστικών λειτουργών. Σύµφωνα µε άλλη άποψη 17,το Σύνταγµα αναγνωρίζει το ατοµικό δικαίωµα της απεργίας και στους δικαστικούς λειτουργούς, απαγορεύει όµως την άσκησή του µε οποιαδήποτε µορφή. Κι αυτό διότι η Πολιτεία µεριµνά για την προαγωγή του θεσµού της ικαιοσύνης, όπως το Σύνταγµα επιτάσσει. Οι σκέψεις που οδηγούν σε αυτό το συµπέρασµα έχουν αφετηρία στη γενική συνταγµατική αρχή ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόµου και στο διφυή χαρακτήρα της θέσεως του δικαστικού λειτουργού στη σύγχρονη κοινωνία. 18 Συγκεκριµένα το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος 1975/2001 καθιερώνει πέρα από την ισότητα των πολιτών έναντι του νόµου και 16 Παπανικολάου Ι. Ελλ. /νη 24 σελ. 1369 17 Παπανικολάου Ι Ελλ /νη 1983 σελ.1364 επ. 18 Μάνεση Αριστ. «Συνταγµατική Θεωρία και Πράξη» 1980 σελ. 318 επ.

ισότητα του νόµου έναντι των πολιτών. Αυτή η ισότητα νοείται σαν αναλογική, µε την έννοια ότι ίση ρύθµιση υπάρχει όταν ενεργείται όµοια µεταχείριση οµοίων και ανόµοια µεταχείριση ανοµοίων. Περαιτέρω η διφυής θέση του δικαστικού λειτουργού στη σύγχρονη κοινωνία συνίσταται στο ότι, µέχρι ένα σηµείο θεωρείται ηµόσιος Υπάλληλος, αφού και αυτός µισθοδοτείται από το ηµόσιο Ταµείο. Κατά την άσκηση όµως των δικαιοδοτικών του καθηκόντων αποτελεί άµεσο όργανο του Κράτους που εκφράζει την κρατική βούληση, κάτι που τον διακρίνει από τους άλλους δηµόσιους λειτουργούς. Κατά το τµήµα λοιπόν που ο ικαστικός Λειτουργός µπορεί να θεωρηθεί δηµόσιος υπάλληλος σε ευρεία έννοια, πρέπει να τυγχάνει όµοιας µεταχείρισης µε αυτούς, άρα να είναι δικαιούχος του δικαιώµατος απεργίας. Αναφορικά όµως τη θέση του σαν άµεσο όργανο του κράτους ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να θεωρηθεί δικαιούχος ανόµοιας µεταχείρισης(π.χ ευµενέστερη µισθολογική µεταχείριση). ) Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ. Ι. Η ερµηνεία του όρου «ένωσης» στη συνταγµατική διάταξη 89 παρ.5 (καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος, αρχή της πολλαπλότητας ) Στη νοµολογία αλλά και τη θεωρία είχε τεθεί το ζήτηµα, κατά πόσο επιτρέπεται η δηµιουργία περισσότερων ενώσεων δικαστικών λειτουργών, από τη στιγµή που στη συνταγµατική διάταξη χρησιµοποιείται ενικός αριθµός. Έτσι αναφέρεται 19 ότι κατά την ορθότερη άποψη, ο συντακτικός νοµοθέτης απέβλεψε, όπως προκύπτει και από το γράµµα της διάταξης, στη δηµιουργία µίας και µόνο ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπου όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί θα µπορούσαν να εγγραφούν ως µέλη. Στη νοµολογία τέθηκε το ζήτηµα µε αφορµή την αίτηση προς το Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών για αναγνώριση σωµατείου µε την επωνυµία «Ένωση Εισαγγελέων».Η απόφαση 20 απέρριψε την αίτηση λόγω αντίθεσής της µε το άπ.89 παρ.5 Σ. και λόγω καταχρηστικής άσκησής της, σύµφωνα µε τους όρους των άρθρων 19 Α.Γ.Ραικου, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Α,τεύχος Γ,σελ136 20 βλ. Πολυµ. Πρωτοδ. Αθηνών 3297/1984 Ελλ. ικ 25 (1984)

25 παρ. 3 Σ και 281 ΑΚ. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι από τη γραµµατική, λογική-συστηµατική και τελολογική ερµηνεία συνάγεται ότι το αληθινό νόηµα αυτής της διατάξεως είναι ότι επιτρέπεται να συσταθεί µία και µοναδική ένωση δικαστικών λειτουργών δηλαδή δικαστών και εισαγγελέων της τακτικής δικαιοσύνης. Η ερµηνευτική αυτή θέση ενισχύεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που οδήγησαν στη θέσπιση αυτής της διατάξεως και περιέχονται στα πρακτικά των σχετικών συζητήσεων στη βουλή. Εξάλλου κατά την κρίση του ικαστηρίου είναι καταχρηστική η ύπαρξη και δεύτερου σωµατείου,καθώς λειτουργεί ήδη η «Ένωση ικαστών και Εισαγγελέων» µε παρεµφερή επωνυµία, στην ίδια πόλη, µε τον ίδιο σκοπό, µε ορισµένα κοινά µέλη. Αυτό δηµιουργεί σύγχυση στο µέσο συνετό άνθρωπο, κάτι που θα οδηγήσει σε διατάραξη της λειτουργίας και των δύο σωµατείων. Κατά αυτής της απόφασης ασκήθηκε έφεση 21 που έγινε δεκτή και που σαν περιεχόµενο είχε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγµα η σύσταση σωµατείου εισαγγελέων ούτε ασκείται καταχρηστικά το σχετικό δικαίωµα. Συγκεκριµένα αντιτάσσει στο αιτιολογικό της απόφασης ότι για την ερµηνεία µιας συνταγµατικής διάταξης, σηµασία έχει η αντικειµενική θέληση του συντακτικού νοµοθέτη, όπως αυτή προκύπτει από το γράµµα της διάταξης και τον λογικό της συνδυασµό µε τις λοιπές συνταγµατικές διατάξεις. Από τις διατάξεις δηλαδή των άρθρων 12 και 23 παρ. 1 του Συντάγµατος προκύπτει η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και η συνδικαλιστική ελευθερία που πραγµατώνεται µε την τήρηση της αρχής της πολλαπλότητας των σωµατείων. Αυτή η αρχή, µολονότι ενέχει κινδύνους, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να διασπάται ως προς µόνο την σωµατειακή οργάνωση των δικαστικών λειτουργών. Τουναντίον, λογικό είναι να υποθέσει κανείς ότι οι κίνδυνοι αυτοί είναι µικρότεροι για τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς οι τελευταίοι, λόγω και της κοινωνικής πείρας, µπορούν καλύτερα να αντιληφθούν τα µειονεκτήµατα της διάσπασής τους σε πολλά µικρά σωµατεία. Όρια αυτής της αρχής αποτελούν τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγµατος και 281 του ΑΚ που θεσπίζουν την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωµάτων. Όµως κατά την κρίση του δικαστηρίου, ούτε η οµοιότητα που παρουσιάζουν τα δύο σωµατεία, ούτε η πρόβλεψη ότι το υπό ίδρυση σωµατείο θα αναπτύξει παράλληλη ή και αντιπολιτευτική δράση,δυσχεραίνοντας έτσι την λειτουργία του προϋπάρχοντος σωµατείου οδηγούν σε καταχρηστική άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώµατος. Το γεγονός επίσης, ότι κάποια µέλη του υπό ίδρυση σωµατείου εξακολουθούν να είναι µέλη και άλλου µε τους ίδιους σκοπούς, δεν 21 βλ. Εφ.Αθηνών 612/1985 Ελλ. ικ 36 (1985)

καθιστά καταχρηστική την ίδρυση του νέου, διότι και τα δύο σωµατεία µπορούν να διαγράψουν αυτά τα µέλη, ασκώντας τα δικαιώµατά τους από το νόµο ή το καταστατικό. Εξάλλου, δε µπορεί να αµφισβητηθεί η πραγµατικότητα, καθόσον υπάρχουν ήδη στην Επικράτεια τέσσερις ανεξάρτητες κατηγορίες δικαστικών λειτουργών µε ιδιαίτερα δικαιοδοτικά έργα και προβλήµατα και χωρίς την ίδια πάντοτε ιεραρχική οργάνωση. Συνεπώς δε µπορεί να υποστηριχθεί ότι ο νοµοθέτης θέλησε την ενσωµάτωση όλων σε ένα και µοναδικό σωµατείο, διότι η λειτουργία του θα ήταν δυσχερής και δε θα οδηγούσε σε επίτευξη των σκοπών του. Ι. ιακοπές συνεδρίασης κ.λ.π. ενόψει του άρ.23 παρ. 2β Σ.- Περιορισµοί συνδικαλιστικής δράσης Με αφορµή κάποιες διακοπές εργασίας που πραγµατοποιήθηκαν από δικαστικούς λειτουργούς, τέθηκε το ζήτηµα εάν η στάση εργασίας αποτελεί µορφή απεργίας που απαγορεύεται,αλλά και ποια είναι τα όρια αυτής της απαγόρευσης. Συγκεκριµένα, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητούσε µε έγγραφό του προς τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου να αποφανθεί επί του συγκεκριµένου ζητήµατος, ενόψει του ότι η διοίκηση της «Ένωσης ικαστών Εισαγγελέων» έχει προγραµµατίσει και άλλες δύο τέτοιες διακοπές, και µε το δηµοσιογραφικό της όργανο «ικαστικά Νέα» υποστηρίζει ότι οι διακοπές αυτές δεν προσκρούουν στις παραπάνω διατάξεις και ότι η απόφαση 1100/1986 της ολοµέλειας του Α.Π, µε την οποία νοµολογήθηκε ότι και η στάση εργασίας αποτελεί απεργία, δεν έχει εφαρµογή στους δικαστικούς λειτουργούς. Σε απάντηση στο ζήτηµα που έθεσε ο Εισαγγελέας, η Ολοµέλεια του Αρείου πάγου εξέδωσε γνωµοδότηση 22 ότι, οι δικαστικοί λειτουργοί που µετέχουν σε προσδιορισµένες από την υπηρεσία τους συνεδριάσεις(πρωινές και απογευµατινές) πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων ή άλλες δικαστικές ενέργειες στα γραφεία των δικαστικών καταστηµάτων(ανάκριση, προανάκριση, διεξαγωγές µαρτυρικών αποδείξεων κλπ.) δεν έχουν δικαίωµα να διακόπτουν έστω και για λίγο τις συνεδριάσεις και υπηρεσίες αυτές για συνδικαλιστικό σκοπό, ήτοι για να συγκεντρωθούν ή διαµαρτυρηθούν, µετά από σχετική απόφαση της συνδικαλιστικής 22 βλ. Πρακτικό διοικητικής Ολοµέλειας Αρείου Πάγου 4/1987

τους οργάνωσης, ή ανεξάρτητα από τέτοια απόφαση, για την ικανοποίηση συνδικαλιστικών αιτηµάτων ή για τη διατύπωση τέτοιων αιτηµάτων και άσκηση µε τον τρόπο αυτό πιέσεως στη ιοίκηση για ικανοποίηση των αιτηµάτων τους αυτών. Και τούτο γιατί η ολιγόωρη αυτή διακοπή ή αποχή από την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων των αποτελεί απεργία, που απαγορεύεται σε αυτούς, η απαγόρευση δε αυτή σκοπόν έχει να µη δηµιουργείται αναστάτωση στην οµαλή λειτουργία των δικαστηρίων, προς ανεπανόρθωτη βλάβη του κύρους και του γοήτρου της ικαιοσύνης που είναι απαραίτητο και βασικό στοιχείο µιας δηµοκρατικής και ευνοµούµενης Πολιτείας. Στο αιτιολογικό της γνωµοδότησης αυτής αναφέρεται ότι από το συνδυασµό των 23 παρ. 2 Σ, 20 Ν. 1578/1985 και 89 παρ. 5 προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί επιτρέπεται να συγκροτούν συνδικαλιστική οργάνωση, όµως η τελευταία δε µπορεί να χρησιµοποιήσει την απεργία για την επίτευξη των συνδικαλιστικών της σκοπών, αλλά όλα τα άλλα πρόσφορα και νόµιµα µέσα πίεσης. Σύµφωνα δε µε την επιστήµη και τη νοµολογία,απεργία είναι η συλλογική αποχή των µισθωτών από την εργασία, που αποφασίζεται και κηρύσσεται από τις νόµιµα συγκροτηµένες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους, για διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συµφερόντων τους και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους ίδιους σκοπούς. Γι αυτό το λόγο, ως απεργία θεωρείται και η ολιγόωρη στάση εργασίας, που πραγµατοποιείται για ορισµένο συλλογικό αγωνιστικό σκοπό 23.Εποµένως όταν απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η απεργία µε οποιαδήποτε µορφή, νοείται και η στάση εργασίας ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζεται η ολιγόωρη διακοπή εργασίας ή αποχή από τα δικαστικά τους καθήκοντα. Το τελευταίο, σύµφωνα µε το αιτιολογικό της γνωµοδότησης, προκύπτει και από τα Πρακτικά των Υποεπιτροπών του Συντάγµατος 1975, όταν γινόταν συζήτηση της σχετικής διάταξης του σχεδίου του Συντάγµατος. Εξάλλου, ένδεκα µέλη του δικαστηρίου έχουν τη γνώµη, ότι οι δικαστές έχουν το δικαίωµα να συνιστούν ενώσεις (άρθρα 11, 12, 89 παρ. 5 Σ ) και να εξετάζουν τα ζητήµατα του κλάδου τους προς βελτίωση της οικονοµικοκοινωνικής τους θέσης και της ικαιοσύνης γενικότερα, πάντοτε όµως εντός των ορίων του νόµου. Έτσι εκτός της απεργίας που απαγορεύεται µε οποιαδήποτε µορφή, οι δικαστές, ενόψει και του περιστατικού ότι γι αυτούς δεν υπάρχει νόµιµο ωράριο απασχόλησης, έχουν υποχρέωση να µη διακόπτουν τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων ή άλλες δικαστικές εργασίες (τηρουµένου του άρθρου 251 του Οργανισµού 23 βλ. Ολ. Α.Π. 1100/1986

ικαστηρίων) πριν περάσουν τέσσερις ώρες από την έναρξή τους, αλλά και µετά την πάροδο του τετραώρου οι τυχόν διακοπές δεν πρέπει να επιφέρουν µαταίωση της νόµιµα προσδιορισµένης εργασίας για την ηµέρα που γίνεται η διακοπή, γιατί το αντίθετο αποτελεί µορφή απεργίας που απαγορεύεται. Ακριβώς το ίδιο περιεχόµενο είχε και άλλη µία γνωµοδότηση της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου 24,σύµφωνα µε την οποία, κάθε διακοπή ή αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών αποτελεί απεργία, που απαγορεύεται από το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. β του Συντάγµατος. Ο Εισηγητής κ. Στέφανος Ματθίας, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, παρατηρεί ότι οι απεργιακές εκδηλώσεις µε οποιαδήποτε µορφή παραβιάζουν τη συνταγµατική απαγόρευση. Συνεχίζει λέγοντας ότι η διάταξη αυτή είναι καίριας σηµασίας, διότι η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων σηµαίνει αναστολή της νοµιµότητας και του κράτους δικαίου. Γι αυτό η συνδικαλιστική δράση πρέπει να περιοριστεί στα επιβαλλόµενα όρια, καθώς µε τις υπερβολές υπονοµεύεται όχι µόνο το κύρος αλλά και η αξιοπιστία της ικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό των γνωµών 25 που ακούστηκαν ήταν πως κριτήριο για να χαρακτηριστεί µια διακοπή εργασίας απεργία, αποτελεί η πρόκληση προβλήµατος στη λειτουργία των δικαστηρίων. Ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Χαράλαµπος Μυρσινιάς υποστήριξε πως, το αν οι διακοπές των συνεδριάσεων αποτελούν µορφή απεργίας, πρέπει να κρίνεται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση (in concreto ), ενόψει των κατ ιδίαν περιστατικών. Παρεµφερές είναι το περιεχόµενο των λόγων του Αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Λυµπερόπουλου που εξέφρασε την άποψη ότι στην προκειµένη περίπτωση επρόκειτο για διακοπή και όχι απεργία, και µάλιστα σε ώρα που όλα τα πολιτικά και µονοµελή ποινικά είχαν τελειώσει. Για τα πολυµελή ποινικά τµήµατα απλώς παρατάθηκε ο χρόνος συνεδριάσεως την ίδια ή επόµενη ηµέρα και καµία αναβολή ή µαταίωση εκδικάσεως υποθέσεως έγινε συνεπεία της διακοπής. Πάντως η πλειοψηφία καταλήγει στο συµπέρασµα ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δε δικαιούνται να διακόπτουν τις συνεδριάσεις και υπηρεσίες τους για συνδικαλιστικό σκοπό, για τη διατύπωση ή ικανοποίηση συνδικαλιστικών αιτηµάτων και άσκηση µε τον τρόπο αυτό πίεσης. Κάθε διακοπή ή αποχή από την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων τους αποτελεί απεργία, που απαγορεύεται από το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. β του Συντάγµατος. 24 βλ Ολ. Αρ.Π. 8/2002 25 Αξιοσηµείωτο είναι δε ότι πέντε µέλη της Ολοµέλειας διευκρίνισαν ότι, εφόσον η συνδικαλιστική εκδήλωση γίνεται χωρίς αναβολή ή µαταίωση της συζήτησης υποθέσεων, δεν αποτελεί απεργία.

Βιβλιογραφία Θ.Κ. Γαροφαλλίδης, Το δικαίωµα απεργίας των δηµοσίων Υπαλλήλων(Συγκριτική µελέτη) 1983 Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα, Αθήνα- Κοµοτηνή 1991 Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος, Ζητήµατα Συνταγµατικού ικαίου, Γ. Λ εβέντης, Συλλογικό Εργατικό ίκαιο, Αθήνα 1996 Αριστ. Μάνεσης, Συνταγµατική Θεωρία και Πράξη,1980 Α. Γ.Ράικος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Α (Εισαγωγή-Οργανωτικό µέρος), Αθήνα- Κοµοτηνή 1989.Θ. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, τόµος Β, Οργάνωση &Λειτουργία της Πολιτείας, Αθήνα-Κοµοτηνή 1993 Ένωση Ελλήνων Συνταγµατολόγων, Οι συνταγµατικές ελευθερίες στην πράξη, Αθήνα-Κοµοτηνή 1986 Πρακτικά Α και Β Υποεπιτροπών του Συντάγµατος 1975 Αρθρογραφία Καλογήρου Ν. Αρχείο Νοµολογίας 1985 Ευ.Σ.Κρουσταλλάκης, Η συνδικαλιστική ελευθερία στο χώρο της δικαιοσύνης, Ελλ νη(42)1983 Ι.Γ. Παπανικολάου, Το ατοµικό δικαίωµα απεργίας δηµόσιων υπαλλήλωνδικαστικών λειτουργών, Ελλ νη(24)1983 Β.Πρωτονοτάριος, Το δικαίωµα απεργίας των δικαστικών λειτουργών, Αρχείο Νοµολογίας (ΛΖ) 1986 Α. Φλώρου, Ένωσις Ελλήνων ικαστών και Εισαγγελέων, Ελλ νη 1960

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή Το δικαίωµα ενώσεως (έννοια-περιεχόµενο) 1 Α. Συνταγµατική και νοµοθετική ρύθµιση του δικαιώµατος ενώσεως και απεργίας των δικαστικών λειτουργών Ι. Συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών..2 ΙΙ. Απαγόρευση απεργίας των δικαστικών λειτουργών 3 Β. Θεωρητική προσέγγιση του συνδικαλισµού στο χώρο της δικαιοσύνης Ι. Η εξέλιξη των δικαστικών ενώσεων έως σήµερα.4 ΙΙ. Ο συνδικαλιστικός χαρακτήρας των δικαστικών ενώσεων.5 ΙΙΙ. Όρια της απαγόρευσης του δικαιώµατος της απεργίας των δικαστικών λειτουργών.7 Γ. Η αντιµετώπιση του ζητήµατος από τη Νοµολογία Ι. Η ερµηνεία του όρου «ένωσης» στο άρ. 89 παρ. 5 Σ..9 ΙΙ. ιακοπές συνεδρίασης ενόψει του 23 παρ. 2β Σ-Περιορισµοί της συνδικαλιστικής δράσης.11 Συµπεράσµατα.14 Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία..15

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Εργασία στα πλαίσια του µαθήµατος «Εφαρµογές ηµοσίου ικαίου» Εποπτεύων καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ΟΙ ΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ-ΣΥΝ ΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ- 12 παρ1. Αρ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΜ 1340199608104 Email:ppkoustenis@yahoo.com ΑΘΗΝΑ 2008

Συµπεράσµατα Η ύπαρξη των ενώσεων των δικαστικών λειτουργών είναι αναγκαία σε µία εποχή όπως η σηµερινή, που όλοι εκφράζουν τις απόψεις τους για τα ζητήµατα που τους αφορούν. Οµοίως οι δικαστικοί λειτουργοί που είναι επιφορτισµένοι µε το καθήκον της απονοµής της ικαιοσύνης δικαιούνται να δρουν συλλογικά συγκροτώντας ενώσεις ώστε να εκφράζονται για τα ζητήµατα του κλάδου τους. Συνηθέστεροι δε σκοποί που περιλαµβάνονται στα καταστατικά τους είναι η διασφάλιση και ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, η βελτίωση των όρων και συνθηκών απονοµής της ικαιοσύνης, η προώθηση των συµφερόντων των µελών, η προαγωγή της Νοµικής Επιστήµης. Το συνδικαλιστικό χρώµα των ενώσεων αυτών, αν και στο παρελθόν αποκηρυσσόταν, δεν αποκλείεται από το Σύνταγµα, καθώς η διεκδίκηση των δικαιωµάτων των δικαστικών λειτουργών ενισχύει τη συνταγµατική επιταγή για λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία. Σηµαντικός περιορισµός στη συνδικαλιστική δράση των δικαστικών λειτουργών αποτελεί η συνταγµατική απαγόρευση της απεργίας, ώστε να µη δηµιουργείται αναστάτωση στην απονοµή της δικαιοσύνης, απαραίτητης σε µια δηµοκρατική Πολιτεία. Ωστόσο εκφράζονται διάφορες απόψεις για τα όρια και την φύση της απαγόρευσης αυτής, µε σηµαντικότερη εκείνη που θεωρεί επιτρεπτή την απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς, προκειµένου να προασπίσουν το κύρος της δικαιοσύνης ή για να εξασφαλίσουν την ορθή και γρήγορη απονοµή της ή κυρίως για να προασπίσουν την αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της. Μία τέτοια ερµηνεία φαίνεται να συµφωνεί µε το πνεύµα των υπόλοιπων συνταγµατικών διατάξεων που προτάσσουν τα προαναφερόµενα χαρακτηριστικά της δικαστικής εξουσίας, ωστόσο θα πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση αφού εξαντληθούν όλες οι διαπραγµατευτικές προσπάθειες και να αντιµετωπίζονται οι επείγουσες υποθέσεις. Γενικά όµως,όπως διαφαίνεται και στη νοµολογία, κάθε διακοπή ή αποχή από τα δικαστικά καθήκοντα αποτελεί απεργία και απαγορεύεται, προκειµένου να προστατευθεί η οµαλή λειτουργία των δικαστηρίων. Αποτελεί χρέος αλλά και συµφέρον του Κράτους να µεριµνά για την εξασφάλιση στους δικαστικούς λειτουργούς των συνθηκών για ορθή απονοµή της δικαιοσύνης και διατήρηση αλώβητου του κύρους της δικαστικής εξουσίας, διότι η ουσιαστική της ανεξαρτησία συνεπάγεται και την κανονική λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος.