ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ 9 Απριλίου 2013 ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. Κ. ΧΡΗΣΤΟ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟ Είναι γνωστό σε όλους μας ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας εκφράζουν την σύγκλιση εξειδικευμένων συλλογικών συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, όπως αυτά διαμορφώνονται από τις επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Τα νομοθετήματα της τελευταίας τριετίας με την εφαρμογή των όρων των Μνημονίων επέφεραν δραστικές μεταβολές στην εργατική νομοθεσία και στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ανέτρεψαν βίαια τα στοιχεία διαπραγματευτικής ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και απαξίωσαν τον απαραίτητο συντονισμό στον καθορισμό μισθολογικών και μη όρων εργασίας, που απέκλειε συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ως προς το κόστος εργασίας. Η κατάργηση της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ο περιορισμός της μετενέργειας από τους έξι στους τρεις μήνες, η έμφαση στις επιχειρησιακές συμβάσεις που μπορεί να υπογράφονται και από τις «περίφημες ενώσεις προσώπων» μορφώματα που στερούνται οποιασδήποτε νομιμότητας, η προσφυγή στην διαιτησία μόνο μετά από 1
κοινό αίτημα των δύο πλευρών που ουσιαστικά καταργεί τις υπηρεσίες μεσολάβησης που παρέχονται από τον ΟΜΕΔ, ο περιορισμός της δεσμευτικότητας των συλλογικών συμβάσεων ακόμα και αυτής της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μόνο στα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων, ο νομοθετικός καθορισμός του κατώτατου μισθού ήταν οι «περίφημες» μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας πάνω στις οποίες επιχειρείται να βασισθεί η «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας. Σε όλα τα προαναφερόμενα χρησιμοποιείται η πραγματική οικονομική κρίση και η κρίση χρέους της χώρας για την επιβολή τους που οδηγεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων της εργασίας και της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός που απαντάται στο σύνολο των νέων ρυθμίσεων πλήττει καίρια την συλλογική αυτονομία και οδηγεί στην απορρύθμιση του εργατικού δικαίου ως δικαίου προστασίας του εργαζομένου ως του ασθενέστερου μέρους της σχέσης εργασίας. Παρ όλη όμως την ανατροπή των συλλογικών διαπραγματεύσεων η κρίση παραμένει. Οι εξελίξεις στο κεφάλαιο της ανταγωνιστικότητας εξακολουθούν να κινούνται αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, δείχνει ότι δεν επηρεάζεται από τις συνεχείς μειώσεις των μισθών και την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ η θέση της Ελλάδας σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας έχει υποχωρήσει κατά 6 θέσεις κατά την τελευταία διετία. Από την άλλη πλευρά συνεχίζεται το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, η φυγή μεγάλων επιχειρήσεων στο εξωτερικό, η κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων, η συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης εξαιτίας της ραγδαίας ονομαστικής μείωσης των μισθών σε συνδυασμό με τον σοβαρότατο περιορισμό και των δημοσίων επενδύσεων, δαπανών και κατανάλωσης που έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία σε ύφεση και έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση την ανεργία. Οι άνεργοι έχουν τετραπλασιαστεί την τελευταία πενταετία ξεπερνώντας τα 1,200 εκατ. άτομα. Από το 7,3% τον Μάιο 2008 έφθασε το 27% το Νοέμβριο 2012 και αναμένεται να φθάσει σύμφωνα με τις προβλέψεις στο 29% την άνοιξη του 2013. Το υψηλότερο 2
ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15 24 ετών (57,8%), ενώ ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (65,3%). Θέση της ΟΚΕ είναι ότι απέναντι στην βαθειά διαρθρωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται μία αναπτυξιακή πολιτική με επιλογές που διαμορφώνουν ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, στηρίζουν την εισαγωγή της καινοτομίας στις επιχειρήσεις και δίνουν τις αναγκαίες κατευθύνσεις και την αναγκαία στήριξη για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Από αυτήν την οπτική και με αυτές τις παραμέτρους πρέπει να αντιμετωπισθεί και το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας και όχι με πολιτικές απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Με βάση τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις και γνωρίζοντας τι συνεπάγεται για τους χιλιάδες εργαζομένους η τυπική λήξη της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στο προσεχές διάστημα η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδας προχώρησε στην εκπόνηση Γνώμης Πρωτοβουλίας με θέμα: «Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και οι Συλλογικές Διαπραγματεύσεις ως παράγοντες κοινωνικής συνοχής». Στη συγκεκριμένη γνώμη διερευνώνται τα οικονομικά δεδομένα της χώρας και προσεγγίζονται αναλυτικά οι μεταβολές στην εργατική νομοθεσία και οι επιπτώσεις τους στο εργασιακό περιβάλλον. Βασική διαπίστωση της Γνώμης είναι ότι: «η μακροχρόνια σώρευση προβλημάτων και ενίοτε στρεβλώσεων που αναδείχθηκε από την παρούσα οικονομική κρίση δεν δικαιολογεί τις δραματικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα είναι έννοιες εξ ορισμού αντίθετες με αντεργατικές ρυθμίσεις και βίαιες ανατροπές του εργασιακού νομοθετικού πλαισίου. Σε κάθε περίπτωση συνιστώσες όπως κοινωνική συνοχή μέσα από τον κοινωνικό διάλογο, συλλογική διαπραγμάτευση και κοινωνικές συμφωνίες πρέπει να αποτελούν τον πυρήνα των ακολουθούμενων πολιτικών για την ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία». Είναι αναμενόμενο ότι εφόσον λήξει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση θα επέλθουν μειώσεις μισθών κατά 10% λόγω (δυνατότητας) περικοπής του επιδόματος γάμου, ενώ οι πιέσεις της Τρόϊκας για κατάργηση «αυτομάτων 3
μισθολογικών αυξήσεων», δηλαδή των προσαυξήσεων λόγω υπηρεσιακής ωρίμανσης, που σήμερα διατηρούνται "παγωμένες", απειλούν με πρόσθετες μειώσεις σχεδόν το σύνολο των μισθωτών. Με μειώσεις απειλούνται και οι κατώτατες αποδοχές που σήμερα αντιστοιχούν στα 586 ευρώ μεικτά, καθώς η Τρόϊκα και κατ επέκταση οι ρυθμίσεις της ΠΥΣ6/2012 και ο Ν.4093/2012 συναρτά το επίπεδο του κατώτατου μισθού με την πορεία της ανεργίας και της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, αν αυτές οι νέες παρεμβάσεις προοιωνίζουν μειώσεις τους επόμενους μήνες, καταλυτικό ρόλο στις περικοπές προωθεί η λήξη της συντριπτικής πλειονότητας των κλαδικών συμβάσεων (14 Φεβρουαρίου 13), που αναμένεται να οδηγήσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην υπογραφή ατομικών συμβάσεων εργασίας. Ήδη υπολογίζεται ότι, συνολικά, η λήξη των κλαδικών συμβάσεων που έχει συντελεστεί το τελευταίο έτος έχει οδηγήσει τουλάχιστον 1.200.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περίπου το 60%, στην πλήρη απομάκρυνση τους από την προστασία των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που έληξαν και στην υπογραφή ατομικών συμβάσεων με δυσμενέστερους όρους. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας διαπιστώνει στην Ετήσια Έκθεση του για το 2012 μετατροπή όλο και περισσότερων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη. Απέναντι σε όλες αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις οι προτάσεις της ΟΚΕ αναδεικνύουν τη σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής στην λειτουργία της αγοράς εργασίας και για την αποφυγή φαινόμενων αθέμιτου ανταγωνισμού στο κόστος εργασίας. Σε κάθε περίπτωση συνιστώσες όπως κοινωνική συνοχή μέσα από τον κοινωνικό διάλογο, συλλογική διαπραγμάτευση και κοινωνικές συμφωνίες πρέπει να αποτελούν τον πυρήνα των ακολουθούμενων πολιτικών για την ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Επιβάλλεται επομένως η ενίσχυση και όχι η υποβάθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ώστε τα μέρη να αναζητήσουν και να βρούν νέα σημεία σύγκλισης, στα πλαίσια του καλόπιστου διαλόγου. Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ως η κορυφαία συλλογική σύμβαση εργασίας 4
θα πρέπει να ανακτήσει τη γενική εφαρμογή της για όλους τους εργαζόμενους στη χώρα και να συνεχίσει τον ιστορικό ρόλο της ως το οικονομικό υπόβαθρο όλων των συλλογικών ρυθμίσεων και ως το νομοθετικό επιστέγασμα του αποτελέσματος του διαλόγου και της συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων. Η προστασία δε των χιλιάδων εργαζομένων την παρούσα στιγμή και ως έσχατο μέσο επιβάλλει τη νομοθετική κύρωση όσων διατάξεων των ΕΓΣΣΕ δεν έχουν ήδη νομοθετηθεί. 5