1 ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων ΣΤ Τάξη Πέτρινα Τοξωτά Γεφύρια ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ (1748, ΚΗΠΟΙ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ) Μάιος 2012 1
ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ Ν. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΓΕΝΙΚΑ Επιτεύγματα μιας ολόκληρης εποχής, κατασκευασμένα κάτω από δύσκολες συνθήκες για να υπερνικήσουν πολλά εμπόδια όπως ορμητικούς ποταμούς, αδιαπέραστα δάση και βαθιές χαράδρες που εμπόδιζαν την επικοινωνία των ορεινών χωριών με τα αστικά κέντρα και τις αγροτικές περιοχές, τα γεφύρια, δημιουργήματα κυρίως στην εποχή της Τουρκοκρατίας, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσης του κάθε τόπου. Μεγάλη η αξία τους στα παλιά χρόνια, γιατί, αντίθετα με ότι συμβαίνει σήμερα, τότε πρώτα χτιζόταν το γεφύρι -όπου τούτο ήταν μπορετό- κι ύστερα χαραζόταν η πορεία του δρόμου! Στην ηπειρωτική κυρίως και λιγότερο στη νησιωτική Ελλάδα υπάρχουν μερικές χιλιάδες πέτρινα τοξωτά γεφύρια από τα οποία μερικά χρησιμοποιούνται με διαφορετικό τρόπο (π.χ. διαπλατύνθηκαν για να επιτρέπουν τη διέλευση τροχοφόρων). Δυστυχώς, μερικά από αυτά τα γεφύρια έχουν καταστραφεί μερικώς ή ολοσχερώς από φυσικά αίτια, όπως σεισμικές δονήσεις, καταρρεύσεις από πλημμύρες και από ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως ανατινάξεις στη διάρκεια πολεμικών συρράξεων, καταβυθίσεις σε τεχνητές λίμνες ποταμών, παράνομες ανασκαφές από κυνηγούς θησαυρών. Η εξέλιξη της γεφυροποιίας ακολούθησε την εξέλιξη της οδοποιίας και των συγκοινωνιών. Παρά το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή ήταν συνεχής, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ξεχωριστές φάσεις θέτοντας ως διαχωριστικό σημείο την εισαγωγή της επεξεργασμένης πέτρας από τους Ρωμαίους γύρω στο 200 π.χ. και του χυτοσιδήρου στα τέλη του 18 ου μ.χ. Φάση 1 η : 4000 π.χ. -200 π.χ.: Χρήση ακατέργαστων ή ελαφρώς κατεργασμένων υλικών, όπως μεγάλες πλάκες, ογκόλιθοι, κορμοί και μεγάλα κλαδιά δέντρων κ.ά. Φάση 2 η : 200 π.χ. 1780 μ.χ.: Χρήση μερικώς κατεργασμένων υλικών όπως λαξευμένες πέτρες και ξύλινα δοκάρια διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Φάση 3 η : 1780 μ.χ. σήμερα: Χρήση πλήρως κατεργασμένων υλικών όπως σίδηρο, ατσάλι και οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα πρώτα γεφύρια κατασκευάστηκαν από υλικά που παρείχε η φύση με ελάχιστη ανθρώπινη επεξεργασία. Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν είτε κορμούς δέντρων είτε μεγάλες πλάκες για να γεφυρώσουν ρυάκια και μικρά ποταμάκια. Κατά το 18 ο και 19 ο αιώνα η λαϊκή τέχνη της κατασκευής πέτρινων τοξωτών γεφυριών φτάνει στο απόγειό της με αξεπέραστη αντοχή και υψηλή αισθητική καθώς αποτέλεσαν το μόνο εφικτό, αλλά λειτουργικό τεχνικό έργο, που μπορούσε να κατασκευάσει ο ασπούδαστος μάστορας της εποχής εκείνης για να δώσει λύση στο συγκοινωνιακό πρόβλημα που τον απασχολούσε. ΓΙΑΤΙ ΧΤΙΣΤΗΚΑΝ ΠΟΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΣΑΝ Είναι γεγονός πώς τα περισσότερα γεφύρια της Ελλάδας έχουν χτιστεί στην περιοχή της Ηπείρου. Δυο φόβους είχε πάντα ο ηπειρώτης. Από τη μια τους ληστές και από την άλλη τα αδιάβατα ποτάμια. Και αν για τους πρώτους δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για τα δεύτερα, ονειρευόταν γεφύρια πέτρινα, που έπρεπε βέβαια να στήσει μόνος του. Στην Ήπειρο κυριαρχεί η στιβαρή και χιονοσκεπής οροσειρά της Πίνδου με δεκάδες κορφές που ξεπερνούν τα 2000 μέτρα. Ο δυσκολοπρόσιτος αυτός ορεινός όγκος μπορεί να πρόσφερε ασφάλεια στους κατοίκους στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, ταυτόχρονα όμως περιόριζε τις μετακινήσεις τους. Σύμφωνα με το Αρχείο Ηπειρώτικων Γεφυριών, στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου έχουν καταγραφεί 431 γεφύρια, από τα οποία τα 295 βρίσκονται στο νομό Ιωαννίνων. Πολλά τα εμπόδια που έπρεπε να υπερνικηθούν για να μπορούν να επικοινωνούν τα ορεινά χωριά με τα εμπορικά αστικά κέντρα και τις αγροτικές περιοχές. Κατασκεύαζαν μονοπάτια, χιλιάδες στον αριθμό τους, διαπερνώντας δύσβατα δάση ή δίπλα σ ένα ποτάμι, για την ακρίβεια χρησιμοποιούσαν την κοίτη του, κάθε τόσο όμως ένα άλλο ποτάμι, 2
ή και το ίδιο, πρόβαλε μπροστά τους απαγορευτικό, που έπρεπε οπωσδήποτε να υπερπηδήσουν. Χωρίς γεφύρι η καθυστέρηση ήταν μεγάλη, η απόπειρα δε διάβασης μέσα απ το νερό σήμαινε κίνδυνο συχνά μοιραίο. Τα γεφύρια λοιπόν έδωσαν τη δυνατότητα στους κατοίκους των περιοχών να επικοινωνούν με άλλους οικισμούς, γειτονικούς ή μακρινούς, αλλά και να έχουν εύκολη πρόσβαση στα χωράφια τους, στα αμπέλια και τα βοσκοτόπια τους. Όταν οι Ηπειρώτες άρχισαν να ταξιδεύουν και να μεταφέρουν εμπορεύματα με τα καραβάνια σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, τα γεφύρια ήταν πλέον απαραίτητα, για τη διάβαση των ποταμών. Η κάλυψη, εδώ, της συγκεκριμένης ανάγκης -της γεφύρωσης των ποταμών- υπήρξε κάτι παραπάνω από επιτακτική. Πολλά τα ποτάμια, πολλοί οι χείμαρροι, αμέτρητοι οι λάκκοι, ενώ, απ την άλλη, μεγάλη, παροιμιώδης η φτώχεια του τόπου. Κι όμως, παρά την τεράστια διάσταση ανάγκης και μέσων κάλυψης, ο αριθμός των γεφυριών που χτίστηκαν στην Ήπειρο πραγματικά εκπλήσσει. Όσο για την τεχνική και την αισθητική τους, δίκαια κέρδισαν τον τίτλο του μνημείου..! Το χτίσιμο ενός γεφυριού ήταν δύσκολο έργο και συχνά πολλά γεφύρια καταστρέφονταν (από τη δύναμη του νερού, από κατασκευαστικά λάθη) και τα έφτιαχναν από την αρχή. Τις περισσότερες φορές δίπλα σε κάθε γεφύρι υπήρχε και κάποιο κτίσμα (μύλος ή χάνι). Τότε η ωφελιμότητά του ήταν ανυπολόγιστη αφού εξυπηρετούσε την καθημερινή ζωή των κατοίκων ή των ταξιδιωτών. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ- ΟΝΟΜΑΣΙΑ Την απόφαση για το χτίσιμο του γεφυριού την έπαιρναν οι προύχοντες της περιοχής ή και άτομα που, έχοντας την ανάλογη οικονομική επιφάνεια, αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή. Η ονομασία που δινόταν στο γεφύρι ήταν, τιμής ένεκεν, αυτής του χορηγού, ή, αν δεν υπήρχε χορηγός, το γεφύρι έπαιρνε το όνομα του από το ποτάμι ή το πλησιέστερο χωριό. Αυτό γινόταν μετά από πάροδο αρκετού χρόνου και χρήσης από τα γύρω χωριά. Άλλες φορές, όταν χτιζόταν σε ιδιόκτητη γη, έπαιρνε το όνομα του ιδιοκτήτη ή και το όνομα από κάποιο θρύλο που το περιέβαλλε. Καμιά φορά του έδιναν και το όνομα του μυλωνά που είχε το μύλο του κοντά στο γεφύρι. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Πρωταρχικό μέλημα για την κατασκευή του γεφυριού ήταν η σωστή επιλογή της θέσης που θα ήταν προσφορότερη για τη ζεύξη των δύο πλευρών. Στις ορεινές και βραχώδεις περιοχές, το στενότερο μέρος του ποταμού και οι βραχώδεις όχθες, για την καλή θεμελίωση, ήταν αυτές που καθόριζαν τη θέση του γεφυριού. Έτσι, πρώτα επιλεγόταν συνήθως η θέση και μετά κατασκευαζόταν οι προσβάσεις προς το γεφύρι. Αντίθετα, στις πεδινές περιοχές, οι δρόμοι και τα μονοπάτια ήταν αυτά που καθόριζαν τη θέση. Γενικά, το πλάτος και το βάθος της κοίτης του ποταμού καθώς και η μορφολογία του γύρω εδάφους ήταν τα στοιχεία που καθόριζαν τη μορφή του γεφυριού, τον 3
αριθμό δηλαδή των τόξων, το άνοιγμά τους, την καμπυλότητά τους και τις άλλες λεπτομέριες. Αυτή τη μορφή την αποφάσιζε ο πρωτομάστορας (κάλφας), που αναλάμβανε την κατασκευή του έργου. Κάτω από την άγρυπνη καθοδήγησή του ( που στηριζόταν μόνο στην εμπειρία), εργαζόταν το μπουλούκι. Αυτό αποτελείτο από κάθε λογής μαστόρους, χτίστες, μαραγκούς, λασπητζήδες, νταμαριτζήδες και πολλά «τσιράκια», που ήταν κυρίως μικρά παιδιά που μάθαιναν την τέχνη. Αναφέρεται ακόμα ότι χρησιμοποιούσαν και συνθηματική γλώσσα για να μην καταλαβαίνουν οι εργοδότες τι έλεγαν μεταξύ τους. Επίσης, μετρούσαν, έχοντας ως μέτρο το μέγεθος της παλάμης. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα ζώα, κυρίως μουλάρια, που ήταν ανθεκτικότερα και εξυπηρετούσαν στις μεταφορές των υλικών. Το έργο των μπουλουκιών* ήταν επίπονο και επικίνδυνο, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις καιρικές συνθήκες ( που στους ορεινούς όγκους της Ελλάδος είναι κατά κανόνα αντίξοες), αλλά και τις καταρρεύσεις, που συνέβαιναν συχνά από λάθη στη στατικότητα των κτισμάτων, τα οποία τα κατασκεύαζαν εντελώς εμπειρικά. Η κατασκευή ξεκινούσε από τη θεμελίωση του γεφυριού. Στην περίπτωση που οι όχθες ήταν βραχώδεις, η θεμελίωση γινόταν εύκολα και γρήγορα πάνω στους βράχους. Στην περίπτωση που το άνοιγμα του ποταμού ήταν μεγάλο και δεν υπήρχαν βραχώδεις όχθες, η θεμελίωση ( ακροβάθρων και μεσοβάθρων ) γινόταν μέσα στην κοίτη του ποταμού, με εκτροπή της κοίτης τους καλοκαιρινούς μήνες, χρησιμοποιώντας ειδικές πασσαλώσεις, που εξασφάλιζαν τη σταθερότητα. Η αρχή γινόταν με έναν ξύλινο σκελετό, που λειτουργούσε ως υπόβαθρο για να στηριχτεί το κυρίως ξύλινο καλούπι της καμάρας. Στη συνέχεια μετρούσαν και πελεκούσαν τις απαραίτητες πέτρες. Ξεκινούσε το χτίσιμο ταυτόχρονα και από τους δύο πλευρές και πάντα από κάτω προς τα πάνω. Η τελευταία κεντρική πέτρα, που έμπαινε στο κέντρο της κάμαρας, ονομαζόταν «κλειδί» και είχε ιδιαίτερη στατική σημασία. Όταν το χτίσιμο τελείωνε, αφαιρούσαν το καλούπι από τη βάση του, τάζοντας στο Θεό για να στεριώσει το γεφύρι. Αναπόσπαστο τμήμα των γεφυριών είναι τα λιθόστρωτα μονοπάτια και οι τοίχοι αντιστήριξης, που χτίζονταν για να εξασφαλίσουν την ασφαλή πρόσβαση προς το γεφύρι. Έργα που ήταν επίπονα και χρονοβόρα, με ατελείωτες ώρες δουλειάς, αλλά και με πολύ μεγάλη σημασία. Σε γεφύρια με πολύ υψηλές καμάρες (τόξα), συνήθιζαν να κρεμούν στο κέντρο της μεσαίας η και μοναδικής κάμαρας ένα καμπανάκι, το ονομαζόμενο «κυπρί». Αυτό χτυπούσε προειδοποιητικά όταν ο άνεμος φυσούσε δυνατά και το πέρασμα του γεφυριού γινόταν πολύ επικίνδυνο για τους διαβάτες ΥΛΙΚΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Δομικό υλικό είναι η πέτρα, η οποία πρέπει να είναι ομοιογενής, συμπαγής και ανθεκτική, να μην έχει ρωγμές και να μην αποσαθρώνεται με το νερό ή τον αέρα. Στην Ήπειρο χρησιμοποιείται κυρίως σχιστόλιθος, πέτρωμα που αφθονεί στην περιοχή. Ως συνδετικό κονίαμα χρησιμοποιείται το κουρασάνι, - ασπράδια από πολλά αυγά -, το οποίο διαφοροποιείται ανά περιοχή και ανά γεφύρι. Βασικά επίσης συστατικά του είναι ο σβησμένος ασβέστης, το νερό, το χώμα και το κεραμίδι. Συχνά στο μίγμα προστίθεται και ελαφρόπετρα, ξερά χόρτα και τρίχες ζώων, τα οποία λειτουργούν ως ενισχυτικές ίνες. 4
ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΕΣ Όλη τους η τέχνη ήταν μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μάστοροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μη βιάζονται. Γλεντούσαν την αργάδα τους. Οι μάστοροι εκτός από τα εργαλεία τους έριχναν στο δερμάτινο σάκο τους το τσόκι, το σφυρί, που στα διαλείμματα της δουλειάς το περνούσαν στο ζωνάρι. Το τσόκι ήταν το πρώτο εργαλείο που κληροδοτείται από πατέρα σε παιδί, συμβολίζοντας τη μετάβαση της τέχνης από τη μια γενιά στην άλλη. Οι μάστοροι, οι «Φίλοι του Θεού όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι, απολάμβαναν το σεβασμό του λαού και των Τούρκων κατακτητών. Κινιόντουσαν ελεύθερα και την ευθύνη της ζωής τους την είχαν οι τοπικοί άρχοντες. Ήταν σκληραγωγημένοι, διακρίνονταν από οξύ πνεύμα και εργατικότητα. Ασκούσαν την «Τέχνη των τεχνών», την αρχιτεκτονική, με απόλυτο σεβασμό στην παράδοση και στο φυσικό περιβάλλον. Τα μπουλούκια συντεχνία (=οικοδομικό μετακινούμενο συνεργείο) που κατασκεύαζαν γεφύρια ονομάζονταν κιοπρουλήδες (=γεφυράδες, από την τούρκικη λέξη «köprü») Γι αυτούς το χτίσιμο του γεφυριού αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση. Τα έργα τους δεν προέρχονταν από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονταν επί τόπου με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Τα μπουλούκια των μαστόρων - οι συντεχνίες - στηρίζονταν λειτουργικά στο εθιμικό δίκαιο, σε άγραφους, αυστηρούς κανόνες και σε μια απαράβατη ιεραρχία: μαθητούδια, τσιράκια, καλφάδες, αρχικαλφάδες, μάστοροι. Στην κορυφή επικεφαλής του μπουλουκιού βρισκόταν ο πρωτομάστορας (αρχιμάστορας) ο οποίος έπρεπε να συγκεντρώνει συγκεκριμένες ικανότητες και δεξιότητες. Να είναι ευρηματικός, οργανωτικός, σχεδιαστής με καλλιτεχνικό ένστικτο και δημιουργική εικαστική εκφραστικότητα, να έχει τολμηρή φαντασία, να είναι καπάτσος στην εκτέλεση δύσκολων εργασιών, αλλά και στο παζάρεμα της δουλειάς.ο ίδιος φρόντιζε για την εξεύρεση εργασίας, την πληρωμή των μαστόρων και επιστατούσε γενικά στο μπουλούκι. Εργαζόταν και αυτός συχνά στα θεμέλια της οικοδομής, στις προσόψεις και στις γωνιές που "κλείδωναν" τα αγκωνάρια. Οι ανειδίκευτοι εργάτες, τα τσιράκια του μπουλουκιού, έφτιαχναν τη λάσπη και κουβαλούσαν με το πηλοφόρι την ειδική ξύλινη σκάφη που λεγόταν γκοβάτ, γι' αυτό και λέγονταν γκοβατζήδες. Δούλευαν στους διατεταγμένους χώρους της εργασίας από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση, πότε χωρίς φαΐ, που ήταν πάντα υπολογισμένο στο μεροκάματό τους. Δούλευαν με τα υλικά που είχε κάθε τόπος και το αυτοσχέδιο λατομείο. Δούλευαν περιοδικά από τις αποκριές μέχρι το Νοέμβρη, οπότε και γύριζαν στο "μεμλεκέτι", την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Οι περισσότεροι ήταν τελείως αγράμματοι, χωρίς την παραμικρή μηχανική γνώση. Και όμως ο πρωτομάστορας ήταν ο αρχιτέκτονας του έργου. Κατά τις απανωτές εξορμήσεις τους για δουλειά χρησιμοποιούσαν τη συνθηματική γλώσσα, τα κουδαρίτικα, για να μην τους καταλαβαίνουν οι εκάστοτε εργοδότες και γενικά οι τρίτοι. ΤΑ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ Η από πατέρα σε παιδί διαδοχή της τέχνης έκανε να μεταδοθεί αυτή σε χωριά και ευρύτερες περιφέρειες χωριών που φημίστηκαν ως Μαστοροχώρια. Τέτοια ήταν στην περιοχή των Τζουμέρκων και της Κόνιτσας. Τα ξακουστά Μαστοροχώρια ήταν της Κόνιτσας με τη Βούρμπιανη, την Πυρσόγιαννη, τη Στράτσανη, την Καστάνιανη, το Κεράσοβο, το Κάντσικο, τα Ζέρμα, τη Μόλιστα και τα τόσα άλλα χωριά με τους φημισμένους μαστόρους του που ξεσυνερίζονταν πως χτίσανε τον κόσμο όλο.. 5
ΤΟΞΩΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ Είναι ο πιο παλιός τύπος γέφυρας ο οποίος, χάρις στο κυκλικό σχέδιο, όλο το βάρος της γέφυρας και το φορτίο μεταφέρονται στις δυο βάσεις δεξιά και αριστερά. Αν θέλουμε να γεφυρώσουμε μεγαλύτερες αποστάσεις πρέπει να σχεδιάσουμε περισσότερα τόξα. Τα γεφύρια διαφέρουν ως προς τη μορφή τους. Διαφέρουν σε μέγεθος και σε αριθμό τόξων. Τα τόξα μπορεί να είναι ένα, δύο τρία ή περισσότερα, ημικυκλικά ή οξυκόρυφα και χαρακτηρίζουν κάθε γεφύρι. Η κατασκευή ενός γεφυριού στις τότε κοινωνίες γίνονταν σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες κάθε περιοχής και τις επιταγές ενός δύσκολου τοπίου. Σημειώνεται πως ο αριθμός των μονότοξων γεφυριών υπερτερεί εκείνου των πολύτοξων. Η αιτία; Το κόστος βέβαια, αλλά και το εδαφικό ανάγλυφο που επιτάσσει έτσι. Πολύτοξα γεφύρια συναντάμε κυρίως στα πεδινά. Να πούμε πως, σε τούτα, όσο ο αριθμός των τόξων τους αυξάνει -δίτοξα, τρίτοξα, τετράτοξα κ.ο.κ.-, τόσο λιγότερα καταγράφονται. Έτσι μεγάλο αριθμό τόξων συναντάμε όλο και σε λιγότερα γεφύρια. Αναπόφευκτο, γιατί στα πεδινά, όπου οι κοίτες πλαταίνουν, η γεφύρωση, τεχνικά και από άποψη κόστους, δυσκολεύει. Άλλωστε, οι μεγάλες κατασκευές αποτελούσαν, ή έπρεπε να αποτελούν, στόχο των αρχών που όμως κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονταν. Πάντως, αν και δεν προϋπήρξαν εδώ ξένα πρότυπα πειρασμός για μίμηση, ούτε τεχνικά μέσα ικανά να επιβάλουν οποιαδήποτε εγκεφαλική έμπνευση, το αποτέλεσμα της πολυμορφίας με έντονο το στοιχείο της πλαστικότητας, εκπλήσσει. 6
ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ Τα γεφύρι του Μύλου χτίστηκε το 1748. Βρίσκεται μόλις εκατό μέτρα από την κεντρική πλατεία του γραφικού χωριού Κήποι του Κεντρικού Ζαγορίου. Από κάτω τρέχει το Μπαγιώτικο ποτάμι να συναντήσει τον Βικάκη μαζί να γεννήσουν το Βίκο. Πήρε το όνομά του από τον εκκλησιαστικό μύλο που στέκει απομονωμένος στην απέναντι όχθη του ποταμού, ξεχασμένος από το χρόνο. Γύρω από το δίτοξο αυτό γεφύρι μπορεί κανείς να θαυμάσει την ηρεμία του υπέροχου φυσικού τοπίου, να αισθανθεί λίγο σαν τους παλιούς κατοίκους του χωριού που το χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους προς την πόλη των Ιωαννίνων. Να θαυμάσει το γεφύρι αυτό, που είναι στενά συνδεδεμένο με την παράδοση ακόμη και στις μέρες μας, μιας και από την κορυφή του ρίχνει ο παπάς το σταυρό την ημέρα των Θεοφανίων. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων του χωριού, το γεφύρι αυτό χτίστηκε με πολύ κόπο και προσωπική εργασία από τους ίδιους το έτος 1748. Η τοποθεσία όπου χτίστηκε ήταν βακούφικο, ανήκε στην εκκλησία. Τα περισσότερα χρήματα διέθεσε ο μυλωνάς του μύλου, τον οποίο εξυπηρετούσε η κατασκευή του. Έτσι προέκυψε και η ονομασία του. Χρήματα από το υστέρημά τους βεβαίως διέθεσαν και οι χωρικοί, καθώς δεν έφταναν τα χρήματα για την ολοκλήρωσή του. Ο μύλος που σήμερα υπάρχει, χτίστηκε το 1828, σύμφωνα με την κτητορική πέτρα (επιγραφή) που υπάρχει στην πρόσοψή του. Παλιότερα όμως ήταν μακρύτερα. Η χρήση του γινόταν κυρίως από γυναίκες, αφού οι άνδρες του χωριού αναγκάζονταν να αναζητήσουν εργασία μακριά από τον τόπο τους. Το πέρασμα προς το μύλο ήταν επικίνδυνο και κουραστικό. Ύστερα από αίτημά τους, ο μύλος χτίστηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Ο μυλωνάς κατοικούσε εκεί. Μπαίνοντας αριστερά υπάρχει ακόμα η κάμαρή του, ο χώρος που ξεκουραζόταν κοντά στο τζάκι, κατάμαυρο από τη χρήση, και συλλογιζόταν όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όπως συνηθιζόταν, έπρεπε να πληρώνει ενοίκιο στην εκκλησία για την κατοχή του μύλου. Αντ αυτού, πλήρωνε τα δίδακτρα στο δάσκαλο του χωριού. Ο μύλος, πέρα από τη χρησιμότητά του στο άλεσμα της σοδειάς, αποτελούσε σημείο συνάντησης των χωρικών, τόπος «κοινωνικού σχολιασμού». Τα περισσότερα συνοικέσιαπροξενιά γίνονταν εκεί. Οι ερωτευμένοι έβρισκαν την ευκαιρία να ιδωθούν. Ακόμη εκεί κλείνονταν οι περισσότερες συμφωνίες οικονομικών συναλλαγών, ενώ ο μυλωνάς έδινε τη συμβουλή του μιας και ο ίδιος, ένας από τους πλουσιότερους του χωριού, απολάμβανε το σεβασμό των κατοίκων. Στην αυλή υπήρχε ένα εικόνισμα που άναβε κάθε βράδυ, σημάδι της επίκλησης του Θεού για συμπόρευση. Το γεφύρι λοιπόν του Μύλου εξυπηρετούσε τόσο τους κατοίκους όσο και τον εκάστοτε μυλωνά για το άλεσμα των σιτηρών. Δεν ήταν όμως απαραίτητη η ύπαρξή του μόνο γι αυτό το λόγο. 7
Στην απέναντι όχθη, πέρα από το χωριό, είχαν πολλοί χωρικοί τα χωράφια, τα αμπέλια, τα βοσκοτόπια τους. Το γεφύρι βοηθούσε στο να φτάσουν γρηγορότερα και ασφαλέστερα. Ακόμη διασχίζοντάς το, μπορούσαν να κερδίσουν χρόνο και κόπο στο πηγαιμό τους προς την πόλη, τα Γιάννενα, απ το δρόμο της Γκασιούρας. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Ενώ τα περισσότερα γεφύρια της περιοχής είναι μονότοξα το γεφύρι του Μύλου αποτελείται από δύο μεγάλα τόξα, σχεδόν ισομεγέθη, και ένα μικρότερο στα αριστερά, που λειτουργεί ως βοηθητικό (ανακουφιστικό τόξο). Είναι χτισμένο από πέτρα (σχιστόλιθο) που αφθονεί στην περιοχή. Ως συνδετικό κονίαμα χρησιμοποιήθηκε το κουρασάνι, ασπράδια πολλών αυγών, που οι χωρικοί πρόσφεραν με χαρά για να «στεριώσει». Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μικρή επιγραφή - δυσανάγνωστη σήμερα- εντοιχισμένη ανάμεσα στα δύο μεγάλα τόξα, προς την ανατολική πλευρά, η οποία αναφέρει ότι το γεφύρι κατασκευάστηκε τον Ιούνιο του 1748. Είναι γραμμένη με το σύστημα βουστροφηδόν, ακριβώς όπως είναι γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Τα γράμματά της ξεκινώντας από τα δεξιά καταλήγουν αριστερά, για να συνεχίσουν στη δεύτερη σειρά, κανονικά τούτη τη φορά, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Είναι η διαδρομή που κάνουν τα βόδια οργώνοντας τα χωράφια, εξ ου και τ όνομα! Το ύψος του γεφυριού, στο ψηλότερο σημείο του, φτάνει τα 5,5μ. Μειώνοντας διαδοχικά το άνοιγμα των τριών τόξων του, επομένως και το ύψος τους, το γεφύρι απορροφά έξυπνα τη διαφορά ύψους στις όχθες. Έτσι το πέρασμα συντελείται ομαλά, ξεκούραστα. Το μήκος του είναι 37,5μ. και το πλάτος του είναι περίπου δύο μέτρα. Το μονοπάτι που διαγράφεται στο πάνω μέρος του γεφυριού αποτελείται από κοντές, αλλά καλά διατηρημένες αρκάδες (πλαϊνές όρθιες πέτρες) που προφυλάσσουν τους διερχόμενους περισσότερο ψυχολογικά. ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ Πέρα στο θολό ποτάμι Έσκυψε η νύχτα να λουστεί Έτσι και η όμορφη Μπελίτσα Μ ένα φιλί θα δροσιστεί. Πάνω στο πέτρινο γεφύρι Κάθεται η νύχτα δροσερή. Έτσι κι η όμορφη Μπελίτσα Στον κήπο θα τον καρτερεί. Το νερό αποτέλεσε για τον άνθρωπο σύμβολο της γονιμότητας. Ήταν αυτό που γέννησε τη ζωή κι αυτό που τη συντηρούσε. Φίλος του ανθρώπου, σύμμαχος σε ό,τι επιδίωκε να δημιουργήσει. Οι χωρικοί θυμούνται πως όταν το ποτάμι στέρευε, κατά τους θερινούς μήνες, προτιμούσαν να τρατάρουν τον περαστικό κρασί παρά νερό. Τόσο πολύτιμο ήταν γι αυτούς! Άλλοτε στάθηκε αντίπαλός του, του έκλεισε το δρόμο, αναγκάστηκε να τα βάλει μαζί του. Χωρίς να αυθαδιάζει, έξυπνα για να καλύψει μια ανάγκη του, προέκτεινε τη φύση. Το αποτέλεσμα, πέτρινα τοξωτά γεφύρια, συνέχεια των μονοπατιών που δημιούργησε για να ταξιδέψει! Καμάρωνε για το έργο του, ένιωθε υπερήφανος. Για να δώσει μεγαλύτερη αξία στο κατόρθωμά του ή ανίκανος να ερμηνεύσει φαινόμενα, έπλασε ιστορίες και μύθους. Πίστευαν λοιπόν ότι κάτω απ το γεφύρι, μέσα στο νερό, κατοικούσε το στοιχειό της γονιμότητας. Οι διαβάτες των γεφυριών έπρεπε να κρατούν με ευλάβεια τη σιωπή τους για να μην ξυπνήσει. 8
Αν ξυπνούσε, θύμωνε, ορθώνονταν απειλητικό αναδεύοντας τα νερά του ποταμού και ταρακουνούσε το γεφύρι. Οι κάτοικοι του χωριού θυμούνται από εξιστορήσεις των παππούδων τους ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε όταν περνούσε πάνω απ το γεφύρι το «φίκι», μια γαμήλια πομπή δηλαδή. Οι οργανοπαίχτες σταματούσαν το τραγούδι, ο γαμπρός, η νύφη και οι συγγενείς κατέβαιναν απ τ άλογά τους και πολύ σιωπηλοί περνούσαν στην απέναντι όχθη. Πίστευαν πως αν δεν τηρούσαν αυτό το έθιμο, η στοιχειωμένη, το πνεύμα που συγκρατούσε το γεφύρι, συνειδητοποιώντας τη διαφορά του πάνω και του κάτω κόσμου θα παράταγε το κράτημα και το γεφύρι θα σωριαζόταν στο νερό. Δεν ήθελαν, λοιπόν, να την προκαλέσουν. Πολύτιμη η ύπαρξη του γεφυριού για το χωριό, ευεργετική. Μερικές φορές οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν ακόμα και για να αποδώσουν δικαιοσύνη ή να αποδειχθεί η αθωότητα κάποιου. Όταν λοιπόν ένας χωρικός ήταν ύποπτος για κάτι και ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν αθώος, του έλεγαν να πάρει μια κατσίκα στους ώμους του και να περάσει το πλημμυρισμένο γεφύρι ως την άλλη άκρη. Αν κατάφερνε να περάσει ήταν αθώος, αν όμως κόντευε να πνιγεί τον τιμωρούσαν γιατί θεωρούνταν ένοχος. Άλλες φορές οι γυναίκες του χωριού έχαναν την εμπιστοσύνη τους στον ποταμό, το θεό της ευγονίας όπως πίστευαν. Τότε θύμωναν μαζί του και τον λιθοβολούσαν. Όταν μια έγκυος έχανε το μωρό της ή γεννούσε νεκρό το παιδί της, ανέβαινε πάνω στο γεφύρι αφαιρούσε μια αρκάδαπέτρα και πετώντας την χτυπούσε το νερό. Τιμωρούσε το ποτάμι, το στοιχειό της γονιμότητας και ξόρκιζε το κακό, να μη ξανασυμβεί! Ο μυλωνάς βέβαια ήταν πάντα εκεί, ακούραστος φύλακας του γεφυριού και του μύλου του. Ήταν ότι είχε και δεν είχε. Πότε - πότε αποτελούσε εύκολο στόχο ληστών αφού είχε πάντα χρήματα και διέθετε πολύτιμα αγαθά. Ο ίδιος όμως πίστευε, όπως και οι κάτοικοι, ότι την επιδρομή στο μύλο του κάνουν οι καλικάντζαροι. Μόλις λοιπόν άκουγε κάποιο θόρυβο τη νύχτα, έριχνε όσα περισσότερα ξύλα μπορούσε στη φωτιά, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να τα διώξει. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τα πέτρινα γεφύρια συνέβαλαν στη διαμόρφωση του πολιτισμού μας, στην έκφραση της αυθεντικής λαϊκής αισθητικής που δείχνει το σεβασμό της στο φυσικό περιβάλλον. Συνεχίζουν να μας θυμίζουν τη χαμένη κοινωνική μας συνοχή εγκαταλελειμμένα στην ύπαιθρο της πατρίδας μας, σιωπηλά στη μοναξιά και την αδιαφορία καθώς δε χρησιμεύουν σε κανέναν πια. Μα ο σεβασμός στον πολιτισμό μας και στο όραμα μας δεσμεύουν να κρατήσουμε ζωντανούς τους δίαυλους επικοινωνίας με το παρελθόν, τα πέτρινα γεφύρια για να βρουν τα όνειρα του κάθε πρωτομάστορα δικαίωση! 9
Ευχαριστούμε θερμά όσους συνέβαλαν στην ολοκλήρωση αυτής της εργασίας με την πολύτιμη βοήθειά τους: Τον κ. Μάριο Δούβλη, Γυμναστή του σχολείου μας Τους υπεύθυνους στο «Πάρκο Ενημέρωσης για τη χλωρίδα και πανίδα του Ανατολικού Ζαγορίου» που βρίσκεται στους Ασπραγγέλους Ιωαννίνων Τους κατοίκους των Κήπων Ανατολικού Ζαγορίου για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες τους. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: Οι μαθητές της ΣΤ τάξης: Βάββα Μαρία, Βρόσγος Νίκος, Γεωργιάδη Μαργαρίτα, Γκανιάτσα Ιωάννα, Γκαραμέτση Αθηνά, Δημακοπούλου Αγάθη, Ευθυμίου Χάρης, Ευσταθιάδης Βύρωνας, Καβαλιέρης Θεόδωρος, Καξιρή Άρτεμις, Καραμήτρου Κατερίνα, Καραντζά Μαρία, Κιούσης Μαρίνος, Κουτσαβέλη Λένα, Μακρή Μαρίνα, Μητρογιάννης Αλέξανδρος, Μπάτσος Βασίλης, Μπράφας Δημήτρης, Οικονόμου Μαρία, Παπαγεωργίου Στεφανία, Ράπτης Κωνσταντίνος, Σταύρου Νικόλας, Τόλης Κωνσταντίνος, Φαϊτάς Μιχάλης Χουλιάρα Αντωνία. Η δασκάλα της τάξης Χατζηζαφειρίου Σμαρώ Σας παραθέτουμε το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε κατά την επίσκεψή μας στους Κήπους Ανατολικού Ζαγορίου 10
ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ Ερωτηματολόγιο Πού βρίσκεται ; Πότε χτίστηκε; Ποιοι το έχτισαν; Ποιοι χρηματοδότησαν την κατασκευή του; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; (ύψος, μήκος, αριθμός τόξων, υλικά) 11
Ποια ήταν η χρησιμότητά του; Ιστορικά στοιχεία Μύθοι - Παράδοση 12