Η γεωθερμική ενέργεια είναι η ενέργεια που προέρχεται από το εσωτερικό της Γης. Η θερμότητα αυτή προέρχεται από δύο πηγές: από την θερμότητα του αρχικού σχηματισμού της Γης και από την ραδιενεργό διάσπαση ασταθών στοιχείων που υπάρχουν στον φλοιό. Κάθε 100 μέτρα προς το εσωτερικό της Γης η θερμοκρασία των πετρωμάτων αυξάνεται κατά 3 ο Κελσίου. Το νερό που κυκλοφορεί στο εσωτερικό της Γης θερμαίνεται (ή ατμοποιείται όταν φτάσει σε θερμοκρασίες βρασμού, 100 ο C ) από τα ζεστά πετρώματα.
Όταν το ζεστό νερό ή ο ατμός βρει διέξοδο μέσα από κάποιο άνοιγμα του φλοιού της Γης προς την επιφάνεια της γης έχουμε τις θερμές πηγές ή τους θερμούς πίδακες. Το ζεστό αυτό νερό χρησιμοποιείται για ιαματικούς σκοπούς, για την θέρμανση πισινών, σπιτιών, θερμοκηπίων, υδατοκαλλιεργειών κλπ., αλλά και για ψύξη κτηρίων. Στην Ισλανδία, χώρα πλούσια σε θερμές πηγές, το ζεστό νερό μεταφέρεται μεγάλες αποστάσεις και θερμαίνει πόλεις κατά την διάρκεια του χειμώνα.
Ενα παλιό όνειρο του ανθρώπου είναι η εκμετάλλευση της μεγάλης θερμοκρασίας που επικρατεί στο εσωτερικό της Γης. Η ιδέα προήλθε από την ανάβλυση μεγάλης ποσότητας θερμού νερού ή/και ατμών ή, απλώς, θερμού αέρα (τα ονομαζόμενα γεωθερμικά ρευστά) σε πολλές περιοχές της Γης. Σε άλλες πάλι περιοχές, που δεν έχουν αυτό το προνόμιο, γίνονται γεωτρήσεις σε μεγάλα βάθη, για να βρεθούν τα γεωθερμικά αυτά ρευστά.
Η γεωθερμία είναι μια ήπια και ανανεώσιμη ενεργειακή πηγή, που μπορεί, με τις σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες, να καλύψει ενεργειακές ανάγκες θέρμανσης, αλλά και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε ορισμένες περιπτώσεις. Η θερμοκρασία του γεωθερμικού ρευστού ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και μπορεί να έχει τιμές από 25 ο C μέχρι 350 ο C.
Στις περιπτώσεις που τα γεωθερμικά ρευστά έχουν υψηλή θερμοκρασία (πάνω από 150 ο C), η γεωθερμική ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Οταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη, η γεωθερμική ενέργεια αξιοποιείται για τη θέρμανση κατοικιών και άλλων κτιρίων ή κτιριακών εγκαταστάσεων, θερμοκηπίων, κτηνοτροφικών μονάδων, ιχθυοκαλλιεργειών κ.λπ.
Κι όμως αρχή του γεωθερμικού κλιματισμού είναι εξαιρετικά απλή: βασίζεται στο γεγονός ότι λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης η θερμοκρασία του εδάφους είναι σταθερή στους 18-20 βαθμούς Κελσίου. Αν συνεπώς εκμεταλλευτούμε τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ υπεδάφους και επιφάνειας, μπορούμε να θερμάνουμε χώρους το χειμώνα και να τους ψύξουμε αντίστοιχα το καλοκαίρι.
Το δε καλοκαίρι, λειτουργώντας αντίστροφα απομακρύνει τη θερμότητα από το κτίριο και μέσω του γεωεναλλάκτη την αποδίδει στο πιο δροσερό έδαφος, εξασφαλίζοντας ομοιόμορφη θέρμανση ή δροσισμό, χωρίς να χρειάζεται να αυξομειωθεί δραματικά η θερμοκρασία του νερού που κυκλοφορεί μέσα στους σωλήνες. Αυτό γίνεται με τη χρήση μιας γεωθερμικής αντλίας, η δε θερμότητα μεταδίδεται μέσω ενός δικτύου σωληνώσεων που είτε βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη και χαμηλό βάθος, είτε σε κατακόρυφη διάταξη εκμεταλλευόμενοι μία γεώτρηση που γίνεται γι αυτό το λόγο.
Η χώρα μας λόγω της διαμόρφωσης του υπεδάφους της, είναι πλούσια σε γεωθερμική ενέργεια, όπως φαίνεται στο χάρτη. Η ενέργεια αυτή αξιοποιείται σήμερα με αυξανόμενους ρυθμούς. Στην περιοχή του Νότιου Αιγαίου οι θερμοκρασίες των γεωθερμικών ρευστών είναι πολύ ψηλές, ενώ περιοχές πλούσιες σε γεωθερμία, με ρευστά χαμηλότερων θερμοκρασιών, είναι διάσπαρτες σε ολόκληρη τη χώρα.
Βέβαια, όπως συμβαίνει με κάθε πράσινη τεχνολογία, έτσι και με τη γεωθερμία, δεν λείπουν όσοι εκφράζουν φόβους ότι θα επιβαρυνθεί το περιβάλλον. Μειονέκτημα της αποτελεί η έξοδος στην επιφάνεια μαζί με τους ατμούς ρύπων ( υδροξείδιο του θείου, τοξικά αέρια, διαλυμένα άλατα) που διοχετεύονται στα ποτάμια και τις λίμνες επηρεάζοντας τους υγροβιότοπους. Επίσης οι γεωθερμικές εγκαταστάσεις προκαλούν καθιζήσεις γύρω από το πηγάδι εξόρυξης και παράγουν διοξείδιο του άνθρακα ( κύρια υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου) αλλά σε ελάχιστες ποσότητες σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα ( αναλογικά περίπου το ένα χιλιοστό ).
Οι ειδικοί καθησυχάζουν λέγοντας ότι η νέα τεχνολογία του κλειστού κύκλου ελαχιστοποιεί τα προβλήματα, καθώς δεν απελευθερώνεται ατμός στην ατμόσφαιρα, δεν απαιτούνται μεγάλες μονάδες και το ζεστό νερό επιστρέφει πάλι στη γη.
Θετικά αντιμετωπίζεται επίσης η επέκταση της χρήσης της γεωθερμίας σε αγροτικές εγκαταστάσεις (θερμοκήπια), ο καθορισμός μιας τυποποιημένης και ενιαίας άδειας και το γεγονός ότι επιτρέπεται πλέον η χρήση κλειστών συστημάτων σε περιοχές όπου απαγορεύονται οι γεωτρήσεις. Το μέσο κόστος μιας τέτοιας εγκατάστασης για ένα σπίτι 100 τ.μ. ανέρχεται σε 13.500 ευρώ έναντι 4.600 ευρώ ενός συμβατικού συστήματος θέρμανσης- και εκτιμάται ότι αποσβένεται σε 6 έως 8 χρόνια.
Συμπερασματικά η εκμετάλλευση της γεωθερμίας δεν δημιουργεί μεγάλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις γι αυτό θεωρείται μια καθαρή ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Εκείνο που την κάνει ιδιαίτερα ελκυστική είναι η μεγάλη της τοπική συγκέντρωση αντίθετα με τις υπόλοιπες ΑΠΕ και μπορεί να εξαχθεί οικονομικά από ένα μόνο σημείο.