Ελένη Όλγα Δεληγιάννη Αρχιτέκτων Μηχανικός ΕΜΠ MSc Προστασία Μνημείων ΕΜΠ eldel@polytroponarchitects.gr Η ενετική μονή Santa Maria dei Miracoli Χανίων Τεκμηρίωση, ιστορικές φάσεις και μελέτη ανάδειξης Εισαγωγή Η ενετική μονή Santa Maria dei Miracoli βρίσκεται, στο ΒΔ τμήμα του λόφου του Καστελίου στα Χανιά. Η ανατολική πλευρά του μνημείου θεμελιώνεται πάνω στο βυζαντινό τείχος και γίνεται άμεσα αντιληπτή στον επισκέπτη από το λιμάνι. Έχει κηρυχτεί διατηρητέο μνημείο με ΦΕΚ του 1941 1. Η εισήγηση αποτελεί τμήμα διπλωματικής εργασίας που εκπονήθηκε το 2013 στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών "Προστασία Μνημείων" του ΕΜΠ, υπό την επίβλεψη της Αναπληρώτριας καθηγήτριας ΕΜΠ Γεωργίας Μαρίνου. Στόχος είναι η διατύπωση των καταλληλότερων επεμβάσεων για τη διατήρηση και την ανάδειξή του μνημείου μέσα στο αστικό περιβάλλον, που θα έχουν προκύψει μέσα από την ιστορική μελέτη και την οικοδομική του εξέλιξη. Περιγραφή υφιστάμενης κατάστασης Τo μνημείο βρίσκεται σήμερα σε κακή κατάσταση, καθώς η χρόνια εγκατάλειψη, η απώλεια των στεγάσεων, η διαρκής έκθεση του μνημείου στις καιρικές συνθήκες και το διαβρωτικό θαλάσσιο περιβάλλον, η ευπαθής ποιότητα του οικοδομικού υλικού και η έντονη σεισμικότητα της περιοχής έχουν συμβάλλει στα δομικά προβλήματα που παρατηρούνται στο μνημείο. Η ασφυκτική γειτνίαση με νεότερα κτίσματα, οι ατυχείς επεμβάσεις του 20 ου αιώνα και η απουσία ολοκληρωμένης μελέτης ανάδειξης, καθιστούν δυσδιάκριτο το μνημείο μέσα στον αστικό ιστό και την ιστορία του δυσανάγνωστη. Η μελέτη των κτισμάτων που υπήρχαν στο χώρο πριν την ίδρυση της μονής της Santa Maria dei Miracoli τον 17ο αιώνα και η αναζήτηση της συγκρότησης του μοναστηριού 1 ΦΕΚ 227/Β/31-12-41
διευκρίνισαν τις πολύπλοκες ιστορικές φάσεις και έφεραν στο φως ένα μεγαλύτερο και πολύ πιο σημαντικό μνημείο. Πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική των μέσων χρόνων της Ενετοκρατίας, που στη συνέχεια αποτέλεσε τμήμα του μοναστηριακού συνόλου και για την οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά από παλαιότερους ή σύγχρονους ερευνητές. Η πρώτη επιστημονική προσέγγιση του μνημείου έγινε από τον Giuseppe Gerola, που επισκέφτηκε την Κρήτη τα πρώτα χρόνια του 20 ου αιώνα και βρήκε τη μονή κατεστραμμένη, με τα κτίσματά της να αποτελούν τμήματα μικρότερων ιδιοκτησιών. (Gerola 1908, 141 και Gerola 1917, 155). Στη σύντομη περιγραφή του παραθέτει τα λόγια του Προβλεπτή του 1620, αναφέροντας ότι η μονή serato l anno 1615 et fatto clausura del 1616 da monsignor vescovo Garzoni (Gerola 1917, 155). Η μονή βρίσκεται σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση, καθώς έχει καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος της μονόχωρης εκκλησίας, εκτός από το νότιο τοίχο και τμήμα της οξυκόρυφης καμάρας, σε ύψος λίγο πάνω από τη γένεση. Σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία της αψίδας του ιερού και τμήμα του σταυροθολίου που στέγαζε το χώρο. Στα νότια του ναού διασώζεται η μοναστηριακή αυλή και μέρος των κτισμάτων που την πλαισίωναν, όπως το σκευοφυλάκιο και δύο περιμετρικές στοές με τις τοξοστοιχίες τους Επιπλέον, σημαντικό πρόβλημα είναι ότι το μνημείο δεν έχει κηρυχτεί διατηρητέο στο σύνολό του, καθώς η μοναστηριακή αυλή και η στοά αποτελούν δημόσιο κοινόχρηστο χώρο 2, ενώ η νότια πτέρυγα ανήκει σε ιδιώτες, με το μεγαλύτερο τμήμα της να έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Ως αποτέλεσμα, το εν λόγω τμήμα δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά και έχει δεχτεί επεμβάσεις, που αγνοούν και αποκρύπτουν σημαντικά στοιχεία της ιστορίας του μνημείου. Τεκμηρίωση και ιστορική εξέλιξη Η μονή της Santa Maria dei Miracoli θεμελιώθηκε το 17 ο αιώνα πάνω στο βυζαντινό τείχος, καθώς και σε τμήματα προϋπάρχουσας βασιλικής. Όσον αφορά στην τρίκλιτη βασιλική, το ιερό της θεμελιώθηκε υπό γωνία πάνω στο βυζαντινό πύργο, που είχε χάσει την αμυντική του λειτουργία. Η ιδιότυπη αυτή οικοδομική λύση οφείλεται στην κατασκευή της εκκλησίας μέσα στον πυκνό ιστό του Καστελίου και στην ανάγκη επίτευξης του σωστού προσανατολισμού προς την Ανατολή. Πιθανώς κατασκευάστηκε στις αρχές του 14 ου αιώνα, οπότε και κατασκευάζονται οι μεγάλοι ναοί των Χανίων Duomo, San Nicolo και San Francesco. 2 Χάρτες της «Αποτύπωσης παλιάς πόλης Χανίων (1946)», από το Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών Δ. Χανίων.
Η ύπαρξη της τρίκλιτης εκκλησίας των μέσων χρόνων της Ενετοκρατίας συμπεραίνεται από ελάχιστα σωζόμενα τεκμήρια και πιο συγκεκριμένα, δύο από τα οξυκόρυφα τόξα της τοξοστοιχίας του νότιου κλίτους, η εξωτερική αντηρίδα του πλευρικού σκευοφυλακίου και οι δύο καμάρες θεμελίωσης του ιερού στο βυζαντινό πύργο. Μέσα από τη συγκριτική μελέτη κατόψεων ναών της Φραγκοκρατίας, συμπεραίνεται ότι οι τεχνίτες των ταγμάτων εφάρμοσαν τα πρότυπα σχέδια της Δύσης μετά τις απαραίτητες προσαρμογές στον διαθέσιμο χώρο. Τυπολογικά, η τρίκλιτη βασιλική ακολούθησε το πρότυπο κάτοψης που είχε εφαρμοστεί στην Αγία Σοφία Ανδραβίδας, με αναλογία 1:2 για τον κυρίως ναό, παρόμοιες εξωτερικές διαστάσεις και κοινή αναλογία του κεντρικού προς τα πλαϊνά κλίτη. Η βασιλική είχε εξωτερικές διαστάσεις 45x19 μ., ορθογωνική αψίδα και τοξοστοιχία εννέα ανοιγμάτων οξυκόρυφης μορφής στο εσωτερικό, παρουσιάζοντας παρόμοιο μέγεθος και διαστάσεις συγκριτικά με τις προαναφερθείσες τρίκλιτες βασιλικές των Χανίων. Ίσως επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 16 ου αιώνα, οπότε ο μεγάλος σεισμός του 1508 (Πλατάκης 1950, 477-488) πιθανώς οδήγησε στην καταστροφή μεγάλου μέρους της. Κατά τον 16 ο αιώνα το μνημείο φαίνεται ότι περνά σε μια μεταβατική φάση, όπου στα ΒΔ κτίζεται ιδιωτικό ενετικό μέγαρο, πιθανώς ιδιοκτησία της οικογένειας Mengano, που συγκαταλέγεται στις 27 οικογένειες Ενετικών Ευγενών που κατοικούσαν στην πόλη των Χανίων (Μανούσακας 1949, 45). Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι η πρώτη ηγουμένη της γυναικείας μονής που ιδρύεται στη συνέχεια στο σημείο αυτό είναι η Marussa Mengano. Το ενετικό μέγαρο είχε μέτριες διαστάσεις και στοά με τέσσερα τόξα ημικυκλικής χάραξης στο ισόγειο. Στις αρχές του 17 ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1615, ιδρύθηκε η γυναικεία μονή της Santa Maria dei Miracoli, που ακολουθούσε τον κανόνα των Δομινικανών. Η μονή περιλάμβανε την εκκλησία, την εσωτερική αυλή στο νότο, με περιμετρική στοά από τις δύο πλευρές και βοηθητικά κτίσματα. Η λειτουργία της μονής επέφερε μετατροπές σε πολλά από τα κοντινά κτίσματα, τα οποία ενσωματώθηκαν στο μοναστηριακό σύνολο. Ο ναός ήταν μονόχωρος, συνολικών διαστάσεων 19,5 x 8 μ. και ύψος περί τα 11 μ. Στεγαζόταν με οξυκόρυφη καμάρα με γλυπτά σφενδόνια, που στηρίζονται σε παραστάδες, ενσωματωμένες στην τοιχοποιία. Σε γενικές γραμμές, οι διαστάσεις του καθολικού ακολουθούσαν το πρότυπο των αντίστοιχων μονόχωρων ναών, με εξαίρεση το αυξημένο ύψος, καθώς η γένεση της οξυκόρυφης καμάρας βρίσκεται σε μεγάλο ύψος. Η αψίδα του ιερού ήταν ορθογωνική και στεγαζόταν από οξυκόρυφο σταυροθόλιο με νευρώσεις. Οι τοίχοι στο εσωτερικό της εκκλησίας διαρθρωνόταν με τρία τυφλά, άνισα αψιδώματα.
Το κατασκευαστικό σύστημα της μονής ακολουθούσε την πρακτική που συνηθιζόταν στην Κρήτη από τα πρώιμα χρόνια της Ενετοκρατίας (Γκράτζιου 2010, 38-53). Οι γωνίες του κτηρίου, η κύρια όψη και το ιερό του καθολικού είχαν κατασκευαστεί από καλολαξευμένους παρελληλεπίπεδους πωρόλιθους, με ενδιάμεση λεπτή στρώση κονιάματος. Στα σημεία σύνδεσης, οι γωνιόλιθοι τοποθετούνται εναλλάξ, ώστε οι κύριες όψεις να συνδέονται επαρκώς με τους πλευρικούς τοίχους, που είναι από αργολιθοδομή με ισχυρό κονίαμα. Λίθινα δομικά και μορφολογικά στοιχεία όπως τα πλαίσια των ανοιγμάτων, οι θολίτες και ο ρόδακας αποτελούνταν από προλαξευμένους λίθους που συναρμολογούνται επί τόπου. Η τοιχοποιία επικαλύπτονταν από λεπτή στρώση επιχρίσματος, παρόμοιας απόχρωσης με αυτή των λίθων. Η οργάνωση της μονής γίνεται γύρω από την εσωτερική αυλή, ακολουθώντας το κιστερκιανό πρότυπο οργάνωσης. Η είσοδος στο συγκρότημα γινόταν από τη δυτική πλευρά, μέσω διαβατικού. Στην νότια πλευρά του καθολικού υπήρχε πλευρικό σκευοφυλάκιο σε άμεση επικοινωνία με το ιερό. Το κατεστραμμένο κτίσμα της μεγάλης βασιλικής μετασκευάστηκε σε τραπεζαρία, ενώ στο ιερό της κατά πάσα πιθανότητα στεγάστηκε η κύρια αίθουσα της μονής. Σύμφωνα με την περιγραφή του Προβλεπτή Giorgio Perpignano το 1620, την οποία παραθέτει ο Giuseppe Gerola (Gerola 1917, 155), στο ισόγειο της δυτικής πτέρυγας λειτουργούσε χώρος υποδοχής επισκεπτών, αποθήκες και βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο των περιμετρικών πτερύγων τοποθετήθηκαν οι κοιτώνες. Τα δεδομένα από την παρούσα τεκμηρίωση συγκλίνουν ότι στον όροφο της νότιας πτέρυγας οι κοιτώνες ανοίγονταν σε υπαίθριο χώρο πάνω από την τοξοστοιχία, ενώ η άνοδος γινόταν από εξωτερική κλίμακα. Βάσει των ενετικών χαρτών του Corner και του Coronelli, η εξωτερική μορφή της εκκλησίας φαίνεται ότι αποτελούνταν από δίρριχτη στέγη, με αέτωμα στην πρόσοψη. Η δυτική όψη διέθετε οξυκόρυφο θύρωμα, τμήμα του οποίου εντοιχίστηκε στην καθ ύψος επέκταση της ΝΑ πλευράς του τείχους. Στη μονή φαίνεται ότι υπήρχε κωδωνοστάσιο, που δε σώζεται σήμερα, αν και πιθανολογείται η ενσωμάτωσή του σε μεταγενέστερη κατοικία ΒΔ του ναού. Μετά την πτώση των Χανίων, τα κτίσματα της μονής μετατράπηκαν σε κατοικίες, οπότε πραγματοποιήθηκαν αρκετές επεμβάσεις, που σε γενικές γραμμές, αρκούνται στο κλείσιμο ανοιγμάτων, προσθήκη νέων και στην αύξηση του ύψους του τείχους. Κατά την περίοδο αυτή χρονολογείται επίσης η μετατροπή του ανοιχτού εξώστη πάνω από τη νότια τοξοστοιχία σε κλειστό χώρο. Κατά την επίσκεψη του Gerola το 1903 τεκμηριώνεται ότι έχει καταρρεύσει το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησίας και στη θέση της έχει κατασκευαστεί διώροφη κατοικία κάθετα στο νότιο τοίχο του ναού. Ο Gerola αναφέρει ότι το συγκρότημα είχε διασπαστεί σε
διάφορες ιδιοκτησίες, που εξηγεί τη διακοπή επικοινωνίας μεταξύ των δύο περιμετρικών τοξοστοιχιών. Αντιθέτως, δεν αναφέρει τίποτα για το χρονικό πλαίσιο της κατάρρευσης του καθολικού, οπότε μπορεί να γίνει η υπόθεση ότι η καταστροφή οφείλεται σε κάποιον από τους μεγάλους σεισμούς του τέλους του 18 ου και των αρχών του 19 ου αιώνα, που προκάλεσαν αρκετές ζημιές στις πόλεις των Χανίων και του Ηρακλείου. (Ελευθέριος Πλατάκης 1950, 491-492, 496). Στην τελευταία φάση του συγκροτήματος που αντιστοιχεί και στη σημερινή του εικόνα, σημειώθηκαν μετατροπές μορφολογικών στοιχείων, κλείσιμο ή διάνοιξη ανοιγμάτων και προσθήκη νέων μεσότοίχων. Το 2000 κατεδαφίστηκε τμήμα της δυτικής πτέρυγας που είχε μετατραπεί σε κατοικία, εξ αιτίας αυξημένου κίνδυνου κατάρρευσης. Προτάσεις ανάδειξης Σύμφωνα λοιπόν με όσα αναφέρθηκαν, διαπιστώνεται η ανάγκη ανάδειξης και αξιοποίησης του σημαντικού αυτού μνημείου. Οι επεμβάσεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο την ανάγνωση και προβολή των ιστορικών φάσεων του μνημείου και τη διατήρηση και ανάδειξη του μνημειακού συνόλου μέσα στο ιστορικό σύνολο της παλιάς πόλης Χανίων. Η μονή της Santa Maria de Miracoli προτείνεται να λειτουργήσει ως ανοιχτός χώρος ενημέρωσης και επαφής με τη δυτική μοναστηριακή παράδοση κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, ανακτώντας εν μέρει το ρόλο του πολιτιστικού κέντρου που διαδραμάτιζαν οι μονές κατά το μεσαίωνα. Βασική αρχή για την επίτευξη των ανωτέρω είναι να υπάρξει ουσιαστική μέριμνα για την συντήρηση και την προστασία του μνημείου, μέσω και της ένταξής του μνημείου σε πρόγραμμα ανάπλασης της ευρύτερης περιοχής. Η κατεδάφιση ασύμβατων γειτονικών κτισμάτων θα δώσει στο μνημείο τον απαραίτητο ζωτικό χώρο για τον τονισμό της ιστορικής αξίας του. Η παράλληλη διενέργεια ανασκαφικών εργασιών κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να βρεθούν πρόσθετα ίχνη θεμελίωσης και στοιχεία τόσο για την τρίκλιτη βασιλική, όσο και για το μονόχωρο ναό και τη συγκρότηση του μοναστηριού. Πρωταρχικής σημασίας είναι η ανάδειξη της μεγάλης βασιλικής μέσα στον πολεοδομικό ιστό, καθώς η σημερινή κατάσταση καθιστά δυσανάγνωστη την αρχική της μορφή. Σημαντικό στοιχείο προς την κατεύθυνση αυτή αποτελούν οι επεμβάσεις στην όψη του μνημείου από το λιμάνι, το μοναδικό σημείο από όπου γίνεται πλέον αντιληπτή. Παράλληλα, προτείνεται να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις ώστε να ξεχωρίσει ό όγκος του μονόχωρου ναού του 17 ου αιώνα. Ο βυζαντινός περίβολος, τοπόσημο και διαχρονικό όριο της πόλης, θα αποτελέσει τη βάση ανάδειξης των δύο αντιδιαμετρικών όγκων.
Βασικός άξονας για την ανάδειξη των ιστορικών φάσεων του συγκροτήματος είναι η εφαρμογή υλικών με διαφορετικό χρώμα, υφή και ιδιότητες. Για τους χώρους του μνημείου προτείνεται η επίστρωση με σταθεροποιημένο χωμάτινο δάπεδο, σκούρου χρώματος για την τρίκλιτη βασιλική και ανοιχτής ώχρας για τους χώρους της ενετικής μονής. Περιμετρικά του μνημείου, το έδαφος υποβαθμίζεται ώστε να ξεχωρίσουν οι άλλοτε κλειστοί χώροι του συγκροτήματος. Σε περίπτωση που δεν βρεθούν ενδείξεις της θεμελίωσης των δύο εκκλησιών, προτείνεται η προσθήκη προκατασκευασμένων στοιχείων σκυροδέματος, στις θέσεις των πεσσών της τοξοστοιχίας της τρίκλιτης βασιλικής και προσθήκη χαμηλών τοίχων από λαξευμένους λίθους ψαμμίτη σε υπόμνηση της κάτοψης του μονόχωρου ναού. Η πρόταση στοχεύει στην διατήρηση του κομβικού ρόλου της κλειστής αυλής, που αποτελούσε το κέντρο της εκάστοτε μονής. Οι κινήσεις θα γίνονται περιμετρικά, μέσω διαδρόμων που θα επιστρωθούν με πωρόλιθο, ενώ η κλειστή αυλή διαχωρίζεται σε δύο τμήματα διαφορετικού χαρακτήρα. Το τμήμα προς το καθολικό διαμορφώνεται με χαμηλή φύτευση σε καθορισμένα σχήματα, ακολουθώντας τα πρότυπα οργάνωσης δυτικών μοναστηριών, ενώ το τμήμα που βρίσκεται προς τα τείχη διαμορφώνεται προκειμένου να φιλοξενεί εκδηλώσεις συμβατές με το χώρο. Παράλληλα, η προσθήκη ενός νέου εξωτερικού διαδρόμου θα κατευθύνει τον επισκέπτη στη δεύτερη στάθμη του επισκοπικού, που θα αποτελέσει ένα «παρατηρητήριο» για την οπτική και νοηματική σύνδεση της μονής με την πόλη των Χανίων. Ο διάδρομος επαναφέρει την κύρια περιμετρική κίνηση σε δεύτερο επίπεδο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν και συμπληρώνει οπτικά το κατεστραμμένο δάπεδο του ορόφου πάνω από τη νότια στοά. Η μεταλλική κατασκευή θα στηρίζεται στους τοίχους, ώστε να λειτουργεί διαφραγματικά, για τη συγκράτηση των τοίχων των δύο τοξοστοιχιών. Οι τοιχοποιίες του μνημείου θα δεχτούν επεμβάσεις με σκοπό την αναίρεση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και την ανάδειξη των ιστορικών φάσεων, ενώ για τις ανάγκες της περιμετρικής κυκλοφορίας, θα απομακρυνθούν οι μεταγενέστερες τοιχοποιίες, επαναφέροντας τη διάρθρωση των χώρων κατά την περίοδο λειτουργίας της ενετικής μονής. Συμπεράσματα Η μονή Santa Maria dei Miracoli είναι ένα από τα μοναδικά μνημεία της ενετικής περιόδου που ενσωματώνει δομές που σχετίζονται άμεσα με την ιστορική εξέλιξη της πόλης των Χανίων και αποτελεί μάρτυρα της συνεχούς κατοίκησης στο λόφο του Καστελίου από τα βυζαντινά χρόνια και μετά. Ωστόσο, η σημερινή ερειπιώδης εικόνα του μνημείου, το
καθεστώς προστασία και η απαξίωση του μνημείου υποβαθμίζουν την πολιτιστική και αρχιτεκτονική του σημασία. Οι προτεινόμενες επεμβάσεις στοχεύουν στη σωστή ανάγνωση της ιστορικής εξέλιξης του σημαντικού μνημείου της Santa Maria dei Miracoli, στην προστασία και ανάδειξή του μέσα στο ιστορικό περιβάλλον και στη συμπλήρωση του ιστορικού ψηφιδωτού της πόλης. Η αναζωογόνηση του μνημείου, δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες της οικονομικής βιωσιμότητας, μέσω της αξιοποίησης του συγκροτήματος με σύγχρονες δράσεις, καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Ενδεικτική βιβλιογραφία Curuni S.A. Donati, L., Creta Veneziana: L istituto Veneto e le missione cretese di Giuseppe Gerola. Collezione fotografica1900-1902, Βενετία 1988 Georgopoulou, M., Venice s Mediterranean colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 2001 Gerola G., Monumenti Veneti nell isola di Creta,τόμοι 1-3, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 1905-1917 GothicMed, Μεσογειακή γοτθική αρχιτεκτονική, Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟ, Αθήνα 2007 Kitsiki-Panagopoulos, B., Cistercian and Mendicant Monasteries in Medieval Greece, The University of Chicago Press, Σικάγο 1979 Krüger, K., Ordres et monasteries, Christianisme: 2000 ans d art et de culture, Ullmann publishing, 2012 Tsougarakis N., The latin religious orders in medieval Greece 1204-1500, Brepols, Τούρναουτ 2012 Ανδριανάκης Μ., «Η ανάκτηση και ανάδειξη των οχυρώσεων των Χανίων Κρήτης», στο Δ. Πηλείδου Ε. Άλφα (επιμ.), Οχυρωμένες Πόλεις. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου Σύλλογος Κυπρίων αρχαιολόγων, 2006, 39-55 Η παλιά πόλη των Χανίων, ΑΔΑΜ, Αθήνα 1997 «Οι οχυρώσεις των Χανίων: Παρελθόν, παρόν, και μέλλον», Έρεισμα: Περιοδική έκθεση λόγου και τέχνης, 38-39 (2006), 14-33. Γκράτζιου O., Η Κρήτη στην ύστερη μεσαιωνική εποχή: η μαρτυρία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010
Καλλιγάς Α. Ρωμανός Α., Η μεσαιωνική πόλη Χανίων, Χωροταξική μελέτη, Αθήνα 1977 Μανουσάκας Μανούσος (1945), «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν κατάλογος Κρητικών οίκων Κέρκυρας», Κρητικά Χρονικά, τ. Γ (1945), 35-59 Πλατάκης Ελευθέριος (1950), «Οι σεισμοί της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ ημάς χρόνων», Κρητικά Χρονικά, τ. Δ (1950), 463-524 Τριμανδήλη-Μαγκάν, Π., «Ενετικές μονές Χανίων», Ζ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 1995 Τσουγκαράκης Δ., (2008), «Μοναστήρια της Ανατολικής Κρήτης κατά τη βενετική περίοδο», Ιωαν, Βάσσης - Στεφ. Κακλαμάνης Μαρίνα Λουκάκη (επιμ.), Παιδεία και πολιτισμός στην Κρήτη. Βυζάντιο Βενετοκρατία, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 289-308