Γ. Β ι ζ υ η ν ό ς, Τ ο α μ ά ρ τ η μ α τ η ς μ η τ ρ ό ς μ ο υ : Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ



Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Βασικά σημεία στο Αμάρτημα της μητρός μου

Γ. Β ι ζ υ η ν ό ς, Τ ο α μ ά ρ τ η μ α τ η ς μ η τ ρ ό ς μ ο υ : Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ 1 ο Λ ύ κ ε ι ο Κ α ι σ α ρ ι α ν ή ς


Τηλ./Fax: , Τηλ: Λεωφόρος Μαραθώνος &Χρυσοστόµου Σµύρνης 3,

Αφηγηματικές τεχνικές -αφηγηματικοί τρόποι

15/9/ ποίηση & πεζογραφία στρέφονται προς νέες κατευθύνσεις Νέα εκφραστικά μέσα

2 - µεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό επίπεδο = δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στη κύρια αφήγηση, π.χ η αφήγηση του Οδυσσέα στους Φαίακες για τις π

Βασικά στοιχεία Αφηγηματολογίας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2014

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Παν. Μουλλά για τη θεατρικότητα στο έργο του Γ. Βιζυηνού: «Ο θεατρικός χαρακτήρας των διηγημάτων του Βιζυηνού

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ- ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

κινά όταν ο αφηγητής ακούει την παράκληση της μητέρας προς το Θεό και τότε αρχίζει να αισθάνεται όχι απλά παραμελημένος, αλλά ανεπιθύμητος. Φράση-κλει

Νεοελληνική Λογοτεχνία. Β Λυκείου

Β.1. σύγχρονο Πατρόκλου 75 & Αίαντος Κεντρική Πλατεία Ιλίου


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΦΗΓΗΣΗ 1. Ποιος αφηγείται; 2. Τι αφηγείται; 3. Πώς αφηγείται;

Δεκατέσσερις ιστορίες ζητούν συγγραφέα

Κριτική για το βιβλίο της Άννας Γαλανού Όταν φεύγουν τα σύννεφα εκδ. Διόπτρα, από τη Βιργινία Αυγερινού

«To Aμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού. Περιεκτικές απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ Ο χρόνος σε μια λογοτεχνική αφήγηση μπορεί να διακριθεί στο χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης:

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. 22/5/2012 INTERNATIONAL SCHOOL OF ATHENS Κεφαλληνού Λουκία

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: 1 η σκηνή: στίχοι 1-82

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. σύγχρονο. Α.1. Το. τα σε ένα. σύγχρονο θεατρικό. την. εμφάνισης. μπορεί διαλόγου, χρήση του. εντοπίζουμε

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 04 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

ΣΜΑΡΑΓΔΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ της Άννας Γαλανού - Book review

Ερωτήσεις ( ΣΤΙΧΟΙ 1-13) 1.Να χαρακτηρίσετε τον Οδυσσέα με βάση τους στίχους 1-13, αιτιολογώντας σύντομα κάθε χαρακτηρισμό σας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. β)ποια στοιχεία αντλούμε από το απόσπασμα για το εθιμικό της υιοθεσίας στη

Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Προτεινόμενο θέμα για το Αμάρτημα της μητρός μου & απαντήσεις

Η ΤΑΞΗ ΩΣ «ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ»

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

«Πώς υφαίνεται ο χρόνος»: Ένα μυθιστόρημα για το παρελθόν που επιστρέφει και...

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

β. έχει κατοχυρωμένο το απόρρητο και από την Εκκλησία και από την Πολιτεία

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Η Λένα Μαντά στο Outnow: Το πιο δύσκολο είναι όταν πρέπει να γράψω το «τέλος»!

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού)

Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου "Το κορίτσι με τα τριαντάφυλλα" του Θάνου Κονδύλη. Κριτική: Χριστίνα Μιχελάκη

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Η συγγραφέας Φανή Πανταζή μιλάει στο Infowoman.gr για το μεγαλείο της μητρικής αγάπης

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. συγγραφέας ΓΙΑΝΝΑ ΦΙΛΑΟΥ

Scenario How-To ~ Επιμέλεια: Filming.gr Σελ. 1. Το σενάριο, είναι μια ιστορία, ειπωμένη σε κινηματογραφικές εικόνες.

Κ. Θεοτόκη: «Ο Κατάδικος» (Κ.Ν.Λ. Β Λυκείου, σσ )

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Σκέψεις για το μυθιστόρημα του Σωτήρη Σαμπάνη «Σκανταλόπετρα» από την Ιουλία Ιωάννου

Η κριτική για το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού

Η νηστεία των Χριστουγέννων

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η-Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Δέησις ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Από το 0 μέχρι τη συγγραφή ενός σεναρίου μυθοπλασίας. (βιωματικό εργαστήρι) Βασισμένο σε μια ιδέα του Γιώργου Αποστολίδη

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

Φροντιστήρια Εν-τάξη Σελίδα 1 από 5

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ)

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

Τίτλος Η αγάπη άργησε μια μέρα. Εργασία της μαθήτριας Ισμήνης-Σωτηρίας Βαλμά

ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Page 1

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Transcript:

Γ. Β ι ζ υ η ν ό ς, Τ ο α μ ά ρ τ η μ α τ η ς μ η τ ρ ό ς μ ο υ : Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ΗΘΟΓΡΑΦΙ Α: η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού Στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της κυριαρχίας του επιστημονισμού και του θετικισμού, εμφανίστηκε το κίνημα του ρεαλισμού, πρόδρομου του νατουραλισμού, ως αντίδραση στις ρομαντικές υπερβολές της φαντασίας. Σε χώρες με καθυστερημένη βιομηχανική ανάπτυξη, όπως η Ελλάδα, δημιουργήθηκε ένας ξεχωριστός κλάδος του ευρωπαϊκού ρεαλισμού, που επικεντρώθηκε στη ζωή των μικρών, αγροτικών κοινωνιών. Η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού ονομάζεται «ηθογραφία» και αρχίζει να αναπτύσσεται στο τέλος της δεκαετίας του 1870 και συνεχίζεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Εμφανίζεται ως αντίδραση στη μέτρια πεζογραφία του ρομαντισμού, που ήδη πριν από το 1880 βρίσκεται σε παρακμή, και έχει επηρεαστεί τόσο από το θετικιστικό πνεύμα της εποχής όσο και από την επιστήμη της λαογραφίας, που χάρη στον Νικόλαο Πολίτη έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ελλάδα από το 1870. Η ηθογραφική πεζογραφία καταλήγει σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) ειδυλλιακή ωραιοποίηση της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο και β) ενασχόληση και με τις σκοτεινές, σκληρές όψεις της καθημερινής ζωής στον ίδιο πάλι φυσικό χώρο. Χ ΑΡ ΑΚ ΤΗΡΙ Σ ΤΙΚ Α ΤΟΥ Η ΘΟΓΡ ΑΦΙΚΟΥ ΔΙΗΓ ΗΜ ΑΤ ΟΣ Οι ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα. Κύριος στόχος τους ήταν η όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, δηλαδή η καταγραφή των τοπικών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, των καθημερινών συνηθειών, του χαρακτήρα και της νοοτροπίας των Ελλήνων της εποχής. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι ήρωες των ηθογραφικών διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι της ελληνικής υπαίθρου. Όλα σχεδόν τα έργα της ηθογραφίας χαρακτηρίζονται από έντονο λυρισμό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η επιμονή στη λαογραφία λειτουργεί αρνητικά για τη λογοτεχνική τους αξία. Οι ηθογράφοι εμπνέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα προσωπικά τους βιώματα και πολύ συχνά χρησιμοποιούν ως πλαίσιο για τα έργα τους την ιδιαίτερη πατρίδα τους (π.χ. ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο). Ο αφηγηματικός λόγος των ηθογράφων λειτουργεί απομνημονευτικά περισσότερο παρά αυτοβιογραφικά, ιδίως όταν κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ένα πρόσωπο διαφορετικό από τον ίδιο τον συγγραφέα. προσγείωση της αφήγησης στο παρόν και σε χώρους λίγο ή πολύ γνωστούς και οικείους. απεικόνιση χαρακτηριστικών ανθρώπινων τύπων. σκηνοθετημένη αληθοφάνεια της αφήγησης, η οποία στηρίζεται συνήθως στη συστηματική χρήση του πρώτου αφηγηματικού προσώπου (τεχνική που σκοπεύει στην εξίσωση της αφήγησης με τη μαρτυρική κατάθεση) και στην εκτεταμένη χρήση των διαλόγων στους οποίους αποτυπώνεται η ιδιωματική έκφραση των ηρώων (τεχνική που σκοπεύει στη δημιουργία εντύπωσης φωνογραφικής πιστότητας). ΒΙΖΥΗΝΟΣ και ΗΘΟΓΡΑΦΙ Α Ο Γ. Βιζυηνός ως μοντερνιστής ηθογράφος: Χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του ρεαλισμού, αλλά ακραία με σκοπό να τις ανατρέψει. Από τη μια μεριά χρησιμοποιεί τους νόμους του ρεαλισμού, κατά το πρότυπο του Balzac, την εξονυχιστική δηλαδή παρατήρηση και την φροντίδα για τεκμηρίωση, έτσι ώστε να επιτυγχάνει την πειστική αναπαράσταση των πράξεων των ηρώων του, την επιτυχημένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την επιτυχημένη ερμηνεία της συμπεριφοράς τους. Από την άλλη όμως, χρησιμοποιεί και τους νόμους της αγωνίας και της πλάνης που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη μιας και μοναδικής πραγματικότητας, την οποία υποτίθεται ότι αποδίδει ο ρεαλισμός. O Λίνος Πολίτης χαρακτηρίζει το Γεώργιο Βιζυηνό ως τον πραγματικό εισηγητή του ηθογραφικού διηγήματος και το Αμάρτημα της Μητρός μου ως το πρώτο καθαυτό ελληνικό διήγημα. Βλέπει πως τα διηγήματά του αναφέρονται στις αναμνήσεις του συγγραφέα και αποδίδουν το περιβάλλον του θρακιώτικου χωριού. Θεωρεί πως έξοχη είναι στα περισσότερα η ψυχολογική διαγραφή των προσώπων, ισχυρότατη η συνθετική ικανότητα και η αφηγηματική χάρη. Και σχετικά με τη γλώσσα, μένει πάντα η καθιερωμένη ακόμη για την πεζογραφία καθαρεύουσα, αλλά ο δημοτικός διάλογος, διανθισμένος μάλιστα με πολλά στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, δίνει μια ιδιαίτερη ζωντάνια. Λαογραφικά στοιχεία στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου»: από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες, λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.. Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου. Ο Mario Vitti δίνει ως πρώτο χαρακτηριστικό των διηγημάτων του Βιζυηνού το γεγονός ότι εμπλουτίζει την αφήγησή του με την ίδια εκείνη λαϊκότροπη εμπειρία, αντλώντας από τον κόσμο των παιδικών του χρόνων στο χωριό. Προσθέτει πως παραθέτει θρύλους ή αφελείς δεισιδαιμονίες, μνήμες [...] προσώπων που γνώρισε στη νεότητά του. Αυτές τις μνήμες, κατά το Vitti, δεν τις παραθέτει ακατέργαστες. Κάτι που τον βασανίζει εσωτερικά, που άλλοτε βγαίνει στην επιφάνεια και άλλοτε υποβόσκει σε λανθάνουσα κατάσταση, προσδίδει στον τόνο της εξομολόγησης μια χροιά μελαγχολίας ή, ανάλογα με τη στιγμή, μια επιφάνεια τρυφερής ειρωνείας. Παρόλο που αφηγείται γεγονότα αληθοφανή, που μπορεί και να έχουν συμβεί στην οικογένειά του, συχνά εκτείνει τη διήγηση και πέρα από τη μυθοποίηση της διήγησης, φορτίζοντας τα γεγονότα με μια συγκινητική ένταση που πλησιάζει πολύ το ρίγος. 1

Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του διηγήματος Γενικά: στο αυτοβιογραφικό αφήγηµα το ίδιο πρόσωπο, εκπληρώνει δύο διαφορετικές λειτουργίες. Από τη µια ως αφηγητής είναι υπεύθυνος για την αφήγηση και από την άλλη ως ήρωας κατέχει κεντρικό ρόλο στην ιστορία. Οι τεχνικές που υποστηρίζουν την αυτοβιογραφικότητα είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η εσωτερική εστίαση, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, ο οµοδιηγητικός και ενδοδιηγητικός αφηγητής. Το Αμάρτημα της μητρός μου: Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του διηγήματος γίνεται εμφανής ήδη από τον τίτλο του, όπου η κτητική αντωνυμία «μου» υποδηλώνει την άμεση εμπλοκή του αφηγητή με τα διαδραματιζόμενα. Η ταύτιση, άλλωστε, των ονομάτων τόσο του ήρωα όσο και των μελών της οικογένειάς του με τα πραγματικά ονόματα της οικογένειας του Βιζυηνού ενισχύσει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια πραγματική ιστορία: Δεσποινιώ Μηχαλιέσα, Αννιώ, Γιωργής, Μιχαλιός, Χρηστάκης. Στο αυτοβιογραφικό υλικό επίσης εντάσσονται: ο θάνατος του πατέρα και της Αννιώς, η παραμονή του αφηγητή στην Πόλη, το ταξίδι του στην Κύπρο, η δεύτερη μετάβασή του στην Πόλη. Η αφήγηση επιπλέον γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που δημιουργεί, σε κάθε αφήγηση, την εντύπωση ότι διαβάζουμε μια προσωπική ιστορία του αφηγητή. Ο αφηγητής του διηγήματος είναι ομοδιηγητικός, καθώς όχι μόνο μας αφηγείται την κεντρική ιστορία αλλά πρωταγωνιστεί σε αυτή, και μάλιστα τα γεγονότα της ιστορίας μας δίνονται με εσωτερική εστίαση, υπό την έννοια ότι εμείς μαθαίνουμε την πορεία της ιστορίας με βάση το τι γνώριζε και το τι έζησε ο αφηγητής σε κάθε φάση της ζωής του. Αρχικά μαθαίνουμε τα γεγονότα από την πλευρά του αφηγητή παιδιού και στην πορεία βλέπουμε τα γεγονότα από την πλευρά του αφηγητή ενήλικα. Παράλληλα, ακόμη και σε εκείνο το τμήμα του διηγήματος που η αφήγηση γίνεται από έναν ενδοδιηγητικό αφηγητή, τη μητέρα, παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της μητέρας του αφηγητή, στοιχείο που διατηρεί ακέραιο τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της διήγησης. Ο αυτοβιογραφικός και ψυχογραφικός άξονας στο έργο του Βιζυηνού Ο Βιζυηνός εμπλουτίζει το ηθογραφικό διήγημα δίνοντάς του αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα. Στέκει στην πρώτη γραμμή μιας νέας πεζογραφικής γενιάς που οικοδόμησε τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου, το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα. Οι ήρωες που ζωγραφίζει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, η μητέρα του, ο παππούς του, ο στενός του γνώριμος. Μα όλα αυτά με την τέχνη του τα διευρύνει, τους δίνει την καθολικότητα του συμβόλου. Αυτός ο έντονος ηθογραφικός και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του έργου του κατά τον Κ. Μητσάκη " οφείλεται πιο πολύ σε μια εσωτερική παρόρμηση του συγγραφέα να δεθεί με τον ομφάλιο λώρο που τον έθρεψε, τη Θράκη, και να ξαναζήσει αναδρομικά τα μυθικά εκείνα παιδικά του χρόνια κοντά στους δικούς του". Έτσι, ο κόσμος του Βιζυηνού, σύμφωνα με τον Παν. Μουλλά, "λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομετρικά. Το ανθρώπινο δράμα είναι ο μόνος σκοπός που αγιάζει τα αφηγηματικά του μέσα" " Ό,τι κάνει στέρεα τα αφηγήματα του Βιζυηνού είναι ο άνθρωπος και ο τόπος. Ακόμη πιο πολύ, η ψυχή του ανθρώπου και η ψυχή του τόπου. Οι χαρακτήρες του Βιζυηνού είναι αληθινοί, γιατί δεν είναι απλά γραφικά ενεργούμενα μέσα σε ένα ειδυλλιακό ντεκόρ. Είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν, δικαιώνονται και αγιάζουν μέσα στο σωματικό και ψυχικό πόνο. Βρίσκονται σε στενή επαφή και οργανική σχέση με τον περίγυρό τους, τόσο τον ανθρώπινο όσο και τον ευρύτερα φυσικό. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια αξεδιάλυτη ενότητα του ανθρώπου με τον τόπο του μέσα στο χρόνο". (Κ. Μητσάκης) Η ιδιαίτερη προσφορά του συγγραφέα στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα είναι το ψυχογραφικό στοιχείο με το οποίο εμπλουτίζει την ηθογραφία. " Ό,τι κινεί αμέσως την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη στα διηγήματα του Βιζυηνού είναι το ψυχικό πρόβλημα, η δοκιμασία της συνείδησης, η αγωνία της ψυχής. Τα κύρια πρόσωπα έχουν πλούσια εσωτερική ζωή. Όχι όμως στατική, αλλά κυμαινόμενη, μεταβαλλόμενη, ουσιαστική, με δραματικές συνέπειες στην εξωτερική συμπεριφορά τους και στη στάση τους αντίκρυ στην αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι η πρώτη φορά που για την ελληνική διηγηματογραφία ανοίγει ο δρόμος της ψυχής. Ένας νέος κόσμος αποκαλύπτεται εδώ: ο κόσμος της συνείδησης, ο κόσμος του εσωτερικού προβληματισμού. Άσχετα βέβαια με την κατεύθυνση αυτή της πεζογραφίας του Βιζυηνού δεν μπορεί να είναι τα χρόνια της μαθητείας του στη φιλοσοφία και την ψυχολογία, η φιλοσοφική κατάρτιση και η παιδεία του." (Απ. Σαχίνης) Σκοπός του «δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και ν αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου» (Κ. Στεργιόπουλος). Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, Το έργο του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό. Και αφορά μνημονικές καταγραφές της παιδικής κυρίως ηλικίας του, πυκνές και έκδηλες εμπειρίες και επιρροές - όλες μεγάλες και πολλές λόγω της μεγεθυντικής ευαισθησίας του - τόσο που δε χρειάστηκε να επιστρατευτεί πολλή από τη φαντασία του για να τις καταγράψει. (..) Τα μεγάλα, τα αριστουργηματικά του αφηγήματα προέρχονται από τον οικογενειακό ή από τον συναφή μ' αυτόν χώρο, όπου τα πρόσωπα των "μύθων" αντιστοιχούν απόλυτα στα πρόσωπα της πραγματικής του οικογενείας, διατηρώντας μάλιστα και το πραγματικό τους όνομα. Τώρα, ως προς τις καταγραφές που γίνονται για πρότυπα γονεϊκά, αχνά και πού δηλώνεται ο πατέρας πραματευτής - ταξιδευτής, ανεύθυνος και χαροκόπος στο "Αμάρτημα", που όμως αφήνει ορφανό το Γεωργή γύρω στα πέντε του χρόνια. Έτσι, δεσπόζει μια αγράμματη μα και πρακτική, μα και δεισιδαιμονική μητέρα, γεμάτη εμμονές σε όλο το "Αμάρτημα"( ) Τις οίδε ποια αμφίσημα συναισθήματα αυτή η μητέρα αποτύπωσε στο ασυνείδητο του μικρού Γιωργή που αντανακλώνται όλα στις ευγνωμοσύνες του και στις ενοχές, που διατρέχουν όλο το "Αμάρτημα", μα και στις υποσχέσεις του για παροχή ισόβιας προστασίας. 2

Στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού φαίνεται πως υπάρχει μία πρωτογενής, αυτόματη διάθεση για ιχνηλασία της ανθρώπινης ψυχής και είναι, ίσως, μία όψη του ταλέντου του που οδηγεί στην αυτοπαρατήρηση και στην ετεροπαρατήρηση, μια ικανότητα άσχετη από τη μεθοδευμένη γνώση που απόκτησε σπουδάζοντας ψυχολογία. Διότι, για το είδος του πεζογραφικού λόγου που ο Βιζυηνός επέλεξε, ήτοι το ψυχολογικό αφήγημα, οι ψυχολογικές σπουδές δε θα 'ταν ικανές να υπαγορεύσουν άλλο τι από μια ξερή γραφή που εδώ την προλαβαίνει το ταλέντο, όπου εκμεταλλεύεται όχι πλέον τη γνώση, αλλά την παρατήρηση πάνω στο βίωμα ημών αυτών και άλλων. Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας Δεσποινιώς στο "Αμάρτημα" είναι μοναδική. Για τα παιδιά της, που είναι ο ομφαλός του κόσμου, είναι μία μάνα παθιασμένη, ακόρεστη, πληθωρική, μαχητική κι εντέλει φορτική. Σε όλο το "Αμάρτημα" ζητά να επιβάλλει την προέκταση της μητρογραμμικά καθορισμένης ύπαρξής της στο θηλυκό παιδί, που βάζει πάνω απ' όλα τα υπόλοιπα κι αρσενικά παιδιά της. Το ίδιο απόλυτη και πρωτεϊκή είναι και στις ενοχές της. Η εξομολόγησή της, έτσι όπως δίνεται μέσ' από μιαν ανυπέρβλητη θρησκευτική ενοχικότητα κι από την τέλεια σύζευξη της ψυχολογίας και του λόγου, που ο συγγραφέας πραγματοποιεί, παίρνει το απύθμενό της βάθος. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινή από την άποψη του λόγου, ούτε πιο πλήρης απ' την ψυχολογική πλευρά. Ο Βιζυηνός μάς κάνει φανερό ότι οι έννοιες του φόνου εξ αμελείας ή του ακούσιου εγκλήματος είναι πολύπλοκες για την πρωτεϊκή αυτή γυναίκα, που τις κατανοεί χωρίς τα επίθετα και τα επιρρήματά τους στην ενιαία τους σημασία, φόνος - έγκλημα. Κάτι που ο άνθρωπος εξομολογείται κανονικά μόνο στο θεό και τώρα εδώ αυτή, καταταπεινωμένη, το εξομολογείται στο παιδί της. Τι σημασία μπορεί να' χει ύστερα από αυτά η εξομολόγηση στον Πατριάρχη που "είναι καλόγερος Δεν μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του". Άρα, ούτε η θρησκευτική παραμυθία της αρκεί. [ ]. (Παντελής Κρανιδιώτης, περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 278, 1992, σσ. 58-62). Οι προσωπικοί μύθοι του Βιζυηνού Στην περίπτωση του Βιζυηνού η αναζήτηση των προσωπικών μύθων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί αντανακλούν τις ψυχολογικές συγκρούσεις του συγγραφέα. Οι συγκρούσεις αυτές υφίστανται ανάμεσα σ' αυτόν και στην κοινωνική ή όποια άλλη περιβάλλουσα πραγματικότητα κυρίως, αλλά κι ανάμεσα σ' αυτόν και στον εαυτό του κατά δεύτερο λόγο. Ακόμη, μέσα από τους προσωπικούς μύθους διαφαίνονται οι ιδανικές ή δυνατές λύσεις που ο συγγραφέας θα ήθελε, ή που αυτός κατορθώνει να δώσει σ' αυτές τις ψυχολογικές συγκρούσεις. Οι προσωπικοί μύθοι, λοιπόν, με τη λειτουργία τους αυτή γίνονται πολύ διαφωτιστικοί σε ό,τι αφορά τις αιτίες ή τις συνθήκες δημιουργίας του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, καθώς και τις αιτίες ή τις συνθήκες της διακοπής αυτής της δημιουργίας. Έχει γίνει, βέβαια, σαφές πως οι μύθοι που εμψυχώνουν το έργο του Βιζυηνού δεν είναι αποκλειστικός καρπός της δημιουργικής φαντασίας του. Ο Βιζυηνός δεν κατεσκεύασε με το έργο του μύθους αντίθετα, διαπιστώνουμε πως κατά τη συγκρότηση του πεζογραφικού έργου του κατά βάση καταφεύγει σ' έναν προσωπικά υπαρκτό κόσμο -έστω κι αν αυτό γίνεται μέσα από την ανάμνηση. Αυτό είναι απόρροια της προσπάθειάς του να υλοποιήσει μέσα στη ζωή του κάποιους μύθους, καθώς και του συνακόλουθου γεγονότος πως η λογοτεχνία ουσιαστικά υπήρξε ένα μέσο υπηρέτησης αυτών των μύθων της ζωής του. Αυτός είναι και ο λόγος που το πεζογραφικό έργο του διαθέτει μια τόσο έντονη πραγματολογική διάσταση που ξεκινώντας από την περισσότερο ή λιγότερο μακρινή ανάμνηση, συχνά επεκτείνεται προς την περιοχή της επιστήμης (της ψυχολογίας κυρίως) και των λαϊκών παραδόσεων. (Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού). Ο Βιζυηνός και η γλώσσα Στην κατηγορία των λογοτεχνών που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς ανήκει και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο Βιζυηνός υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας «επαμφοτερίζων». Με το νου και με την καρδιά είναι ένας δημοτικιστής, [ ], αλλά στην πράξη προτιμά την καθαρεύουσα. Σε αυτή την αμφίρροπη στάση ίσως βασικά να επηρεαζόταν και από τη διπλή του ιδιότητα, του λογοτέχνη αλλά και του επιστήμονα. Η θέση λοιπόν και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θεωρητικά θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος. Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και -πράγμα παράξενο- σχετικά θερμή καθαρεύουσα. Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν το μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης-αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής του καρδιάς και του δικού του περιβάλλοντος. Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στις περιγραφικές τους δυνατότητες, αλλ' απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους. Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα το Ροΐδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου. Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο χρόνο. Επιδράσεις στο αφηγηματικό έργο του Γ. Βιζυηνού α) το γλωσσικό ιδίωμα στα διαλογικά μέρη και η περιγραφή τοπικών εθίμων και αντιλήψεων: Στο διήγημα διακρίνουμε τη χρήση της απλής δημοτικής γλώσσας στα διαλογικά μέρη, την οποία ο συγγραφέας εμπλουτίζει με στοιχεία του βορειοελλαδίτικου ιδιώματος, μεταφέροντας έτσι τη γνήσια γλωσσική αίσθηση της γενέτειράς του. Η καθαρότητα της δημοτικής γλώσσας συνδυάζεται με την απλότητα των ηρώων. Μαθαίνουμε 3

παράλληλα τις αντιλήψεις που διέπουν την καθημερινότητά τους και μαθαίνουμε να αντικρίζουμε τον κόσμο μέσα από τη δική τους απλοϊκή αλλά στέρεη οπτική. Επιπλέον, μέσα στο διήγημα αυτό αναβιώνουν μια σειρά εθίμων τα οποία είτε αφορούν τον τρόπο που είχαν οι κάτοικοι του χωριού να γιορτάζουν τις χαρές τους, όπως το γάμο, ή να εκφράζουν τη λύπη του, όπως το πένθος, είτε λειτουργούσαν ως συμπληρωματικό μέσο εκεί που απουσίαζε το νομικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα η διαδικασία της υιοθεσίας. Η θρησκευτική διάσταση των εθίμων συνδυάζεται με την κυριαρχία λαϊκών αντιλήψεων που σχετίζονται με τις απόψεις των ανθρώπων για το τι είναι σωστό και τι οφείλουν να πράττουν σε κάθε περίσταση. β) η λόγια γλώσσα, η αίσθηση του μέτρου και η θρησκευτικότητα: Ο Βιζυηνός έχει δεχτεί και την ιδιαίτερη επίδραση των σπουδών αλλά και της παραμονής του σε σημαντικά αστικά κέντρα. Η παραμονή του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης θα φέρει το Βιζυηνό σ επαφή με τον κόσμο του Φαναριού και παράλληλα θα ενισχύσει την επαφή του με τη θρησκεία, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από την παραμονή του στην Κύπρο υπό την προστασία του εκεί Αρχιεπισκόπου. Η επίδραση που του ασκεί η Κωνσταντινούπολη και η Φαναριώτικη παιδεία είναι εμφανής στην επιλογή της βασικής αφηγηματικής του γλώσσας, της καθαρεύουσας. Ο Βιζυηνός θα εντάξει βέβαια στα διαλογικά μέρη του κειμένου τη δημοτική, αλλά θα παραμείνει πιστός στην καθιερωμένη γλώσσα της αφήγησης, φροντίζοντας πάντως να αποφύγει τους αρχαϊσμούς που δημιουργούν ψυχρότητα και δίνοντάς μας μια πιο προσιτή μορφή της καθαρεύουσας. Επιπλέον, η επίδραση του Φαναριού γίνεται αισθητή στην έντονη παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου στο έργο του, η οποία άλλωστε είναι συνεπής και με την αδιάσπαστη επαφή του λαϊκού αισθήματος με το χριστιανισμό. Σημαντική, επίσης, είναι η συγκράτηση που διακρίνουμε στην εξέλιξη της αφήγησης του Βιζυηνού, ο οποίος παρά το γεγονός ότι αφηγείται επίπονες εμπειρίες από το παρελθόν του δεν καταφεύγει ποτέ σε έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα και φροντίζει να διατηρεί τους ήρωές του σ ένα μετρημένο πλαίσιο συμπεριφοράς. Ο Βιζυηνός έχει επηρεαστεί εδώ σε μεγάλο βαθμό από το λόγιο περιβάλλον του Φαναριού, όπου οι ακρότητες και οι συναισθηματικές εντάσεις δεν είχαν λόγο ύπαρξης και φροντίζει να αποδώσει την ιστορία του διατηρώντας, όπου είναι απαραίτητο, την αποστασιοποίηση που θα του επιτρέψει να ξεφύγει από περιττούς μελοδραματισμούς που δεν έχουν, άλλωστε, τίποτε να προσφέρουν στην αφήγησή του. γ) οι σπουδές του Βιζυηνού στην ψυχολογία: Ο Βιζυηνός πέρασε αρκετά χρόνια εντρυφώντας στην επιστήμη της ψυχολογίας και αυτό γίνεται έντονα αισθητό σε όλο του το αφηγηματικό έργο. Ειδικότερα στο αμάρτημα της μητρός μου μπορούμε να διακρίνουμε την φροντίδα του συγγραφέα να αποδώσει τις λεπτές συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων του, την καταγραφή των κινήτρων τους και τις συναισθηματικές τους ανάγκες που κάποτε μένουν χωρίς ανταπόκριση. Ο Βιζυηνός δεν μένει στην επιφάνεια των γεγονότων αλλά επιχειρεί να ερμηνεύσει τους λόγους που ωθούν τα πρόσωπα της ιστορίας τους σε διάφορες πράξεις αλλά και τον αντίκτυπο που έχουν ορισμένα γεγονότα στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά τους. δ) η ενασχόληση του Βιζυηνού με τις ευρωπαϊκές μπαλάντες: Οι μπαλάντες αποτελούν αφηγηματικά ποιήματα στα οποία παρουσιάζονται δραματικές ιστορίες με τραγικό χαρακτήρα και έντονες συγκρούσεις. Ο Βιζυηνός εμπνέεται από την ένταση που κυριαρχεί στις μπαλάντες και από τις τραγικές εναλλαγές στη μοίρα των ηρώων και αναζητά να αναδείξει αντίστοιχα στοιχεία στις δικές του ιστορίες. Η τραγικότητα της μητέρας, ο συγκλονισμός που της προκαλείται από το πλάκωμα του παιδιού της, οι συγκρούσεις με το συγγραφέα παιδί, η ανατροπή της τελικής εξομολόγησης, είναι στοιχεία που τονίζουν τη δραματικότητα του αφηγήματος αυτού και δείχνουν την άμεση σχέση της αφήγησης του Βιζυηνού με τις μπαλάντες. (Κ. Μάντης, Σημειώσεις). Να μελετήσετε στο σχολικό βιβλίο τα συνοδευτικά κείμενα των σελίδων 334-335 και 337-338 Αφηγηματικές τεχνικές στο Αμάρτημα της μητρός μου Οι αφηγητές της ιστορίας. Ο Γιωργής: Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής πρώτου βαθμού είναι εκείνος που κατέχει το κύριο λόγο της αφήγησης και διηγείται συνολικά την ιστορία.] Είναι δραματοποιημένος. Συμμετέχει στην αναπαράσταση των γεγονότων, εμφανίζεται δηλαδή ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται. Στο πρώτο μέρος της ιστορίας είναι «περιορισμένος», καθώς δεν έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται. ή. Η μητέρα: Είναι ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή δευτέρου βαθμού, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του. [Αφηγητής δεύτερου βαθμού είναι εκείνος που αφηγείται την ιστορία του μέσα στα πλαίσια της κεντρικής ιστορίας.] Είναι δραματοποιημένος, εφόσον εμφανίζεται ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται. Είναι «προνομιακός» αφηγητής, καθώς έχει βαθιά γνώση των γεγονότων που αφηγείται. Είναι «αξιόπιστος» αφηγητή, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τα λεγόμενα και τις κρίσεις που διατυπώνει. Οπτική γωνία Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο (δυαδική αφηγηματική δομή / δυαδική οπτική γωνία αφηγητή). Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει την πλοκή είναι πρωτότυπος. Παρουσιάζει στην ουσία μια ιστορία, της οποίας το νήμα ξετυλίγεται από δύο διαφορετικά χρονικά σημεία και από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Στο τέλος όμως τα δύο νήματα συνυφαίνονται. Είναι η ιστορία της οικογένειας του αφηγητή, που την παρακολουθούμε στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος από την οπτική γωνία του Γιωργή, ενώ το τελευταίο τμήμα παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της μητέρας (σ αυτή τη φάση η οπτική γωνία του αφηγητή είναι περιορισμένη). Οι δύο αφηγητές έχουν διαφορετική χρονική αφετηρία. Ο Γιωργής ξεκινά από την ασθένεια της αδελφής του και φτάνει στην εξομολόγηση της μητέρας και η μητέρα αρχίζει 4

την ιστορία της λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Γιωργή και καταλήγει στο ίδιο σημείο, παρακάμπτοντας όσα ήδη ειπώθηκαν. Η ιδιότυπη εστίαση Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, καθώς η θέαση των γεγονότων είναι περιορισμένη και ανήκει στον Γιωργή. Τα γεγονότα, δηλαδή, μας παρουσιάζονται όπως τα είδε και τα κατανόησε ο Γιωργής. Η εστίαση είναι όμως μεταβλητή, καθώς το σύνολο της αφηγηματικής πληροφορίας δεν περνά από ένα μόνο ήρωα. Ένα σημαντικό μέρος των γεγονότων θα το πληροφορηθούμε από τη μητέρα. Στην αφήγηση του κεντρικού αφηγητή έχουμε «εναλλαγές στην εστίαση», καθώς σε ορισμένα σημεία έχουμε περισσότερες πληροφορίες από όσες επιτρέπει ο κυρίαρχος τύπος εστίασης. Κάποιες στιγμές π.χ. ο αφηγητής-παιδί φαίνεται να γνωρίζει τα συναισθήματα και τα κίνητρα των υπολοίπων προσώπων. Κι ενώ η εσωτερική εστίαση επιβάλλει περιορισμένη γνώση, σε σχέση με το λαογραφικό υλικό ο αφηγητής έχει στάση παντογνώστη, αφού επεμβαίνει για να επεξηγήσει και να σχολιάσει έθιμα και λαϊκές δοξασίες, δηλώνοντας ότι γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλο αφηγηματικό πρόσωπο. Επίσης, σε κάποια σημεία της αφήγησης έχουμε παρέμβαση της ενήλικης φωνής, που σχολιάζει γεγονότα που κανονικά θα περνούσαν απαρατήρητα από το μικρό παιδί. Αφηγηματικά επίπεδα Στο αμάρτημα της μητρός μου, έχουμε δύο επίπεδα: 1. το διηγητικό επίπεδο, το οποίο συγκροτείται από τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση. 2. το μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό που περιλαμβάνει τη δευτερεύουσα αφήγηση της μητέρας: Η μητέρα αφηγείται τη δραματική της ιστορία, που αποτελεί μια μακροσκελή ανάληψη (αναδρομική αφήγηση) και μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εγκιβωτισμένη αφήγηση), με χρονική αφετηρία την περίοδο πριν από τη γέννηση της Αννιώς. Αφηγηματικά μοτίβα 1. Η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς(Το μοτίβο της επιδείνωσης): Η συνεχής επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς αποτελεί σταθερό αφηγηματικό μοτίβο μέσω του οποίου εξελίσσεται η πλοκή και περιγράφεται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της μητέρας. Η φράση επαναλαμβάνεται με διάφορες παραλλαγές. Το μοτίβο είναι σημαντικό: α) από άποψη τεχνικής γιατί συντελεί στη χρονική μετάβαση στην επόμενη φάση της ασθένειας β) από πλευράς περιεχομένου τονίζει την εντατικοποίηση των φροντίδων της μητέρας και την αυξανόμενη αδιαφορία της προς τα αγόρια. 2. Η αυξανόμενη αφοσίωση της μητέρας σ αυτήν: Η τραγική και πονεμένη μητέρα, «που χτυπήθηκε άγρια από τη μοίρα», αφοσιώνεται απόλυτα στην ασθένεια της κόρης της αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Είναι τόσο μεγάλο το ψυχικό της δράμα και το πάθος της να σώσει την Αννιώ, ώστε κλονίζει μέσα στην ψυχή του αφηγητή τη «βεβαιότητα» της ίσης προς όλα τα παιδιά μητρικής στοργής και τον κάνει ακούσια να υποφέρει από την αδιαφορία της απέναντί του. Η μητέρα αντιλαμβάνεται τον πόνο του αγοριού μόνο μετά την πανικόβλητη φυγή του από την εκκλησία, γι αυτό και του δείχνει τρυφερότητα στο σπίτι. 3. Η κλιμακούμενη αδιαφορία της μητέρας προς τα αγόρια: Ο αφηγητής σημειώνει με πίκρα την κλιμακούμενη - με την ασθένεια της Αννιώς - «θλιβεράν» αδιαφορία της μητέρας του, όχι μόνο προς αυτόν αλλά και προς κάθε τι που δεν είχε σχέση με αυτήν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν άκουσε τη μητέρα στην προσευχή της να κάνει μια πρώτη νύξη της αμαρτίας της, εξαιτίας της οποίας πίστευε ότι την τιμωρούσε ο Κύριος και με άφθονα δάκρυα και αναστεναγμούς να ξεστομίζει τον απελπισμένο λόγο: «- Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου χάρισέ μου το κορίτσι!». 4. Το μοτίβο της στέρησης της μητρικής στοργής: Σύμφωνα με την ψυχολογία είναι τραυματική εμπειρία για ένα παιδί ο πρόωρος ή απότομος απογαλακτισμός και μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί σύνδρομο αποστέρησης. Ίσως, πράγματι, ο αφηγητής να μην μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από το σύνδρομο αυτό. Η αγάπη της μητέρας για όλα τα παιδιά της ήταν βέβαια δεδομένη, άσχετα με το αν την ένιωθε ο Γιωργής ή όχι. Η ίδια η μητέρα τονίζει την αγάπη της στο Γιωργή (την απέδειξε άλλωστε και με την πράξη αυτοθυσίας της) και αναφέρει ότι ράγιζε η καρδιά της που τον έβλεπε να μαραίνεται από τη ζήλια. Αφηγηματικοί Τρόποι 1. Η αφήγηση αποτελεί την κύρια αφηγηματική πράξη και γίνεται με μίμηση, μιας και ο αφηγητής, που είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, μας διηγείται τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο. 2. Στα πλαίσια της αφήγησης παρουσιάζονται διάφορα πρόσωπα, τα λόγια των οποίων ο αφηγητής παρουσιάζει είτε με ευθύ λόγο, σ έναν διάλογο, είτε με πλάγιο λόγο, είτε με ελεύθερο πλάγιο λόγο (μεικτός τρόπος αφήγησης). α) Ο ευθύς λόγος διακρίνεται και τυπογραφικά με τη χρήση παύλας κάθε φορά που μεταφέρονται αυτούσια τα λόγια κάποιου προσώπου, π.χ. - Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής. - Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου. - Ναί! μέ είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι!... β) Με τον πλάγιο λόγο ο αφηγητής μεταφέρει τα λόγια των προσώπων, δηλώνοντας όμως με τα ρήματα εξάρτησης πως καταγράφει τα λόγια ενός άλλου προσώπου, π.χ. [ ] παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επήκοον πάντων, ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό, ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της. γ) Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί μια συγκεκριμένη τεχνική, η οποία δίνει στον αφηγητή τη δυνατότητα να μεταφέρει τα λόγια, τις σκέψεις, τις διαθέσεις ή τα συναισθήματα των άλλων, π.χ. «Τούτο μεν, δια να μην τον δυσαρεστήση, τούτο δε...» 5

3. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποια σημεία μετατρέπεται σε εσωτερικό μονόλογο. Με τον εσωτερικό μονόλογο επιχειρείται να δοθεί παραστατικότερα η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή, (σκέψεις, εικόνες, αναμνήσεις, συνειρμοί, εντυπώσεις), π.χ.: «Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθη. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; πού δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;» 4. Οι περιγραφές είναι περιορισμένες και οργανικά ενταγμένες στην αφήγηση, δηλαδή λειτουργούν συμπληρωματικά προς το αφηγηματικό υλικό, π.χ., όταν ο αφηγητής περιγράφει το πρόσωπο της Αννιώς, μας δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πως έμοιαζε η μικρή του αδερφή, αλλά και να αντιληφθούμε την άμεση συμπάθεια που προκαλούσε σ όποιον την αντίκριζε. 5. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σχόλια για τα ήθη και έθιμα της εποχής ή σχόλια του ενήλικα αφηγητή που παρεμβαίνει στην αφήγηση του παιδιού αφηγητή, π.χ. «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ εσυγχώρεσεν.» Η αφηγηματική προοπτική Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η δομή είναι κυκλική, όπως και σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού: αναπτύσσεται γύρω από ένα αίνιγμα που προτείνεται στον τίτλο και το οποίο λύνεται στο τέλος (π.χ. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου) κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι τέλους. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ολοκληρώνεται η ιστορία και λύνεται το αίνιγμα του τίτλου με την εξομολόγηση της μητέρας. Συναισθηματικά, η μητέρα εξιλεώνεται στην ψυχή του αναγνώστη. Αφηγηματική οργάνωση του χρόνου α) ως προς την τάξη ή σειρά (=αφορά τη σχέση ανάμεσα στη χρονική διαδοχή των γεγονότων στην ιστορία και στη σειρά με την οποία αυτά αναδιατάσσονται μέσα στο αφηγηματικό κείμενο). Η αφήγηση των γεγονότων στο διήγημα δε γίνεται ευθύγραμμα, καθώς αυτό θα αναιρούσε την απορία που επιχειρεί να δημιουργήσει ο αφηγητής σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας του και θα καθιστούσε την αφήγηση λιγότερο ενδιαφέρουσα. Έτσι, ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση έχουμε χρονικές ασυμφωνίες τις οποίες ονομάζουμε αναχρονίες. Οι αναχρονίες διακρίνονται σε αναλήψεις (αναδρομές) και προλήψεις. Η σημαντικότερη ανάληψη είναι η τελευταία, όπου η μητέρα αποκαλύπτει στον Γιωργή το αμάρτημά της. Η απόσταση αυτής της ανάληψης είναι εξαιρετικά διευρυμένη καθώς γυρνά την αφήγηση 28 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται το 1875 και η μητέρα αρχίζει να αφηγείται γεγονότα από το 1847, τη χρονιά δηλαδή που έγινε το αμάρτημα. Η ανάληψη αυτή ενώνεται με την κύρια αφήγηση χωρίς να αφήνει κανένα κενό και θεωρείται συμπληρωματική μιας και καλύπτει ένα σημαντικό κενό της κύριας αφήγησης σχετικά με το ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας, και ως ένα βαθμό είναι επαναληπτική εφόσον αναφέρεται σε γεγονότα, όπως είναι η ασθένεια της Αννιώς, που έχουν ήδη αναφερθεί στην κύρια αφήγηση. β) ως προς τη διάρκεια (=η σχέση ανάμεσα στη χρονική διάρκεια των γεγονότων και στην έκταση που καταλαμβάνει η αφήγησή τους μέσα στο κείμενο). Διακρίνουμε τέσσερις κατηγορίες αφηγηματικού ρυθμού (ή ταχύτητας): τη σκηνή, την έλλειψη, την περίληψη ή σύνοψη και την παύση. 1. Η σκηνή χαρακτηρίζεται από την ισοχρονία ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση. Ο χρόνος της αφήγησης συμπίπτει με το χρόνο της ιστορίας, όταν έχουμε διάλογο μεταξύ προσώπων και όταν έχουμε εσωτερικό μονόλογο. 2. Η έλλειψη συνιστά μορφή ανισοχρονίας που χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση: ένα τμήμα της ιστορίας, που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια, αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αφηγητή-γιωργή στο εξωτερικό, ο αφηγητής αγνοεί τι συμβαίνει στην οικογένειά του, οπότε πολλά γεγονότα αποσιωπώνται. «Εγώ έλειπον, μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας.» 3. Η περίληψη ή σύνοψη αποτελεί μορφή ανισοχρονίας που και αυτή χαρακτηρίζεται από ρυθμούς επιτάχυνσης, λιγότερου γοργούς όμως από αυτούς της έλλειψης. Περίληψη έχουμε όταν ο αφηγητής, που απουσιάζει στο εξωτερικό, αποδίδει με 4 ρήματα την πορεία του πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού. «Πρίν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογένειάς μας.» 4. Στην παύση ένα τμήμα της αφήγησης, που οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια (έστω και ως αναγνωστικός χρόνος), δεν έχει αντίστοιχό του στην ιστορία. Η αφήγηση, δηλαδή, συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί απ τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης μπορεί να πάρει τη μορφή παρεκβάσεων, σκέψεων ή σχολίων του αφηγητή ή, πολύ συχνά, περιγραφών. Στο διήγημα αυτό δεν υπάρχουν εκτενείς περιγραφές που να μπορούν να θεωρηθούν ως παύσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Όνειρο στο κύμα, υπάρχουν όμως παρεκβάσεις κατά τις οποίες ο αφηγητής καταγράφει τις λαϊκές αντιλήψεις σχετικά με τις ασθένειες, όπου έχουμε εμφανείς παύσεις, καθώς ο χρόνος της αφήγησης συνεχίζεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας σταματά προσωρινά. Για παράδειγμα: «Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου... Σώζουν την ψυχήν των.» γ) ως προς τη συχνότητα (= η σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται στην αφήγηση). Στο αμάρτημα της μητρός μου έχουμε κυρίως μοναδική αφήγηση, καθώς έχουμε μία αφήγηση αυτών που στην ιστορία συνέβησαν μία φορά. Εντούτοις, όταν η αφήγηση γίνεται από τη μητέρα έχουμε σημεία επαναληπτικής αφήγησης, μιας και επαναλαμβάνονται, έστω και με συνοπτικό τρόπο, η ασθένεια, ο 6

θάνατος της Αννιώς, το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιωργή τον αποκαλούσε «το αδικημένο του». Υπάρχει, επίσης, η ανασκευαστική επανάληψη σχετικά με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Γιωργή απέναντι στην προφανή προσήλωση της μητέρας στη φιλάσθενη Αννιώ. Στην πρώτη ενότητα του διηγήματος η αφήγηση με τη χρήση του Παρατατικού είναι θαμιστική (αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε Χ φορές). Προοικονομία Προϊδεασμός (προσήμανση) Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην προοικονομία και τον προϊδεασμό είναι η εξής: η προοικονομία σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το δεχτεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα εξέλιξη του μύθου. Στο Αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής οφείλει να προετοιμάσει τον αναγνώστη για δύο βασικά γεγονότα: το θάνατο της Αννιώς και την αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στο γιο της. 1. Η προοικονομία του θανάτου της Αννιώς, η προετοιμασία δηλαδή του αναγνώστη, ώστε να δεχτεί το θάνατο του μικρού παιδιού ως κάτι το λογικό και αναμενόμενο, γίνεται από την αρχή κιόλας του διηγήματος με την αναφορά στη φιλάσθενη και καχεκτική φύση της. Επίσης, μέσα από το μοτίβο για την επιδείνωση της ασθένειας, ο αφηγητής κατορθώνει να συμφιλιώσει από νωρίς τον αναγνώστη με την ιδέα ότι το μικρό κορίτσι δε θα καταφέρει να επιβιώσει. 2. Η προοικονομία για την αποκάλυψη του αμαρτήματος γίνεται μέσα από δύο συγκρούσεις. Οι δυο αδερφοί του αφηγητή συγκρούονται με τη μητέρα τους, όταν αρνούνται να βοηθήσουν τη μητέρα στο μεγάλωμα του δεύτερου κοριτσιού, καθιστώντας σαφή την αδυναμία τους να κατανοήσουν την ενδόμυχη ανάγκη της μητέρας και τονίζοντας την απόστασή τους από τη μητέρα. Η δεύτερη σύγκρουση είναι με τον ίδιο τον αφηγητή, όταν εκφράζεται κι αυτός αρνητικά για το δεύτερο κορίτσι, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη στη μητέρα, που θεωρούσε ότι τουλάχιστον ο Γιωργής θα αγαπούσε το Κατερινιώ και θα της συμπαραστεκόταν στην απόφασή της να το υιοθετήσει. Προοικονομίες έχουμε και για επιμέρους γεγονότα. Η επιστροφή του Γιωργή από την ξενιτιά προοικονομείται μέσα από την υπόσχεσή του να κάνει λεφτά κι επιστρέφοντας να συντηρεί τη μητέρα του και το υιοθετημένο κορίτσι. Υπόσχεση που επαναλαμβάνεται από τη μητέρα, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις έντονες αντιρρήσεις των άλλων της γιων. Ο μεγάλος σπαραγμός της μητέρας για το θάνατο της Αννιώς και η αναφορά του αφηγητή πως η μητέρα του στην πορεία συγκάλυψε απλώς το πένθος της, χωρίς να κατορθώσει να το μετριάσει, μας προετοιμάζουν για τις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει τον πόνο της μέσα από τις υιοθεσίες. Το πλάκωμα του βρέφους προοικονομείται με τις συχνές αναφορές της μητέρας στο πόσο κουραστική υπήρξε η μέρα του γάμου και το γλέντι που ακολούθησε καθώς και με την αναφορά της ότι πρέπει να θηλάσει το μωρό. Προϊδεασμοί: Η προσευχή της μητέρας στην εκκλησία, όπου αναφέρεται στην αμαρτία της, και την ακούει ο Γιωργής, αποτελεί προϊδεασμό για τη στιγμή της αποκάλυψης του αμαρτήματος στο γιο της. Το γεγονός ότι η μητέρα ψάλει το μοιρολόγι, που είχε συντεθεί για τον άντρα της, για πρώτη φορά από τότε που ασθένησε η Αννιώ, αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού. Η αναφορά του αφηγητή για τους ρουμπιέδες: «Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς.», αποτελεί προϊδεασμό για τα μελλοντικά οικονομικά προβλήματα της οικογένειας. Όταν ο Γιωργής αισθάνεται την ευωδία του θυμιάματος και αναφωνεί: «Ω!, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!», αποτελεί προϊδεασμό για το θάνατο του παιδιού. Το σχόλιο του ενήλικα αφηγητή, σχετικά με τη δική του προσευχή να έρθει ο πατέρας να πάρει εκείνον για να γίνει καλά το Αννιώ, που άθελά του πληγώνει τη μητέρα του: «Πιστεύω να μ εσυγχώρησεν», αποτελεί προϊδεασμό για τη μετέπειτα σκηνή, όπου ενήλικας πλέον, θα ζητήσει συγνώμη από τη μητέρα του, για την ασπλαχνία του απέναντι στην ανάγκη της μητέρας να κρατήσει το υιοθετημένο κορίτσι. [Τα σχόλια αυτά του ενήλικα αφηγητή, που εκ των υστέρων κατανοεί τον πραγματικό πόνο της μητέρας του, προοικονομούν τις μελλοντικές του προσπάθειες να παρηγορήσει τη μητέρα του και να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις ενοχές της.] Η προετοιμασία που κάνει η μητέρα, τοποθετώντας τα ρούχα του πεθαμένου άντρα της στο κρεβάτι και παρακαλώντας τον να έρθει να «γιατρέψει» την Αννιώ, αποτελούν προϊδεασμό για το θάνατο του κοριτσιού. Η ιδιοτυπία της πλοκής Στο συγκεκριμένο διήγημα δεν έχουμε μονοκεντρισμό της πλοκής, αλλά έκταση της αφήγησης σε περισσότερα του ενός επεισόδια. Με την επιλογή της τεχνικής της απόκρυψης, η δέση-κορύφωση-λύση συμπυκνώνονται στην εξομολόγηση της μάνας. Το πρώτο εμφανές στοιχείο πλοκής στο αμάρτημα της μητρός μου, είναι η ασθένεια της Αννιώς που προωθεί το μύθο κατά το πρώτο μέρος της ιστορίας. Παράλληλα, υπάρχει ως διαρκέστερο στοιχείο πλοκής η ασίγαστη ενοχή της μητέρας, που διατρέχει την ιστορία μέχρι το τέλος της και ωθεί τη μητέρα διαρκώς σε νέες απόπειρες εξιλέωσης. Επίσης, υπάρχει το ανομολόγητο αμάρτημα της μητέρας, που διατηρεί την απορία του αναγνώστη και οδηγεί σε πλάνη τον αφηγητή. Οι αντιθέσεις στο "Αμάρτημα της μητρός μου" Οι αντιθέσεις στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οροθετούν την αναζήτηση του νοήματος, προσδιορίζουν συμπεριφορές, διαφωτίζουν αιτίες και σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής.[ ]. ενικού και πληθυντικού («ή Άννιώ» - «ημείς», «ημάς» / «ήθελεν», «επήγαινεν» - «ήμεθα», «είχομεν»). θανάτου και ζωής (ο νεκρός πατέρας, «μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας» - 7

«Αφ' ότου απέθανεν ο πατήρ μας» - «εχήρευσε» -- η παρουσία της ζωντανής μητέρας και των παιδιών της), κοριτσιού (Αννιώς) και αγοριών (ο πρωτότοκος Χρηστάκης, ο αφηγητής Γιωργής, ο υστερότοκος Μιχαήλος,) γνώσης και πλάνης (παρότι γράφει το διήγημα σε μια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, κατά την οποία γνωρίζει την αλήθεια για την ύπαρξη και άλλης αδερφής εκτός της Αννιώς, εντούτοις προτιμά την παράθεση των γεγονότων υπό το πρίσμα της πλάνης του. Πρόκειται για σκόπιμη πλάνη «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ»). συναισθήματος και αγαθών προθέσεων από τη μια και πράξεων διάκρισης από την άλλη (ο συγγραφέας εξαρχής σπεύδει να απενοχοποιήσει τη μητέρα του για τη συμπεριφορά της: «Αλλ' ημείς εγνωρίζαμεν, διότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα» - «Άλλ' απ' όλους περισσότερον την ήγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε το καλύτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, δια την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα. Ως και εις τα γράμματα δεν την εβίαζεν. Αν ήθελεν, επήγαινεν εις το σχολειον, αν δεν ήθελεν, έμενεν εις την οικίαν. Πράγμα το οποίον εις ημάς δια κανένα λόγον δεν θα επετρέπετο». ευσέβειας και δεισιδαιμονιών («Η μήτηρ μου ήτο μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» - «πότε μετέβαινεν εις τας πλησιοχώρους εκκλησίας, των οποίων κατά τύχην ετελείτο η μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κιτρίνου κηρού, χυμένην ιδίοις αυτής χερσί, και ίσην ακριβώς προς της ασθενούς το ανάστημα». «Πλησίον εις τον σταυρόν, επί του στήθους της Αννιώς, εκρέμασεν εν χαμαγλί, με μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις. Τα αγιάσματα διεδέχθησαν αι γοητείαι, και μετά τα ευχολόγια των ιερέων ήλθον τα "σαλαβάτια" των μαγισσών»). αγάπης και ενοχής: η συμπεριφορά της μητέρας είναι μια συμπεριφορά προκλητικής αγάπης προς την κόρη, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της προς τα αγόρια της, πηγάζει όμως (γεγονός που δε γίνεται από την πρώτη ακόμη ενότητα γνωστό) από τα συναισθήματα ενοχής για τη διάπραξη του ακουσίου κατά το παρελθόν αμαρτήματος της. αγωνίας και εξιλέωσης (η μητέρα μέσα από ψυχικές συγκρούσεις και με μια διαρκή αγωνία προσπαθεί να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της και ο Γιωργής βρίσκεται σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλύψει τη μητρική αγάπη και όταν πληροφορείται το τραγικό μυστικό της μητέρας να εξιλεωθεί για τον πόνο που της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του). ζευγαριών ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στη ζωή. Γι' αυτή την αντίθεση είναι χαρακτηριστικά όσα γράφονται από τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο: «[...] Τελικώς, τη νύχτα εκείνη αντί να έρθει με το πνεύμα του ο πεθαμένος πατέρας για να γιατρέψει την Αννιώ, αυτή πεθαίνει και πάει να συναντήσει τον πατέρα της. Με τον τρόπο αυτόν οι πρωταγωνιστές αυτού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε "οικογενειακό μυθιστόρημα νευρωτικών "χωρίζονται σε δύο ζευγάρια -ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας με την κόρη του στον τάφο, και η μητέρα με το γιο της στην ενοχοποιημένη ζωή. ήθος/ έθος- ορθός λόγος ( ο ορθολογισμός του ενήλικα Γιωργή-αφηγητή αντικατοπτρίζεται στην ειρωνεία, στη διακριτική απόσταση που κρατάει απέναντι στις λαϊκές δοξασίες) στο τέλος του διηγήματος: «οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα»: Ό,τι διαδραματίζεται στο "Αμάρτημα" είναι ένα βίωμα τόσο ριζικό, τόσο βαθιά εσωτερικευμένο και αμετάδοτο, που δικαιολογεί απόλυτα γιατί, σε ένα αφήγημα που κατακλύζεται από «φωνές», ενδόμυχες και μη, τον τελικό λόγο, κυριολεκτικά, έχει η σιωπή, η βουβή ερημία των προσώπων. Ερημιά και σιωπή τις οποίες επιβάλλει, εδώ, η αγιάτρευτη πληγή ενός ψυχολογικού τραύματος διαμπερούς με διπλή όψη, που τραυμάτισε και τη μάνα και το παιδί της και εσαεί παρόντος στον ψυχολογικό χρόνο των προσώπων: του «αμαρτήματος της μητρός μου» (Π. Μοίρα, από το Φωτόδεντρο). Μία πρόταση ερμηνείας του διηγήματος Το αμάρτημα της μητρός μου: σχολικό βιβλίο σσ. 335-337 Η τραγικότητα στο Αμάρτημα της μητρός μου Το στοιχείο της τραγικότητας είναι εντονότατο στο διήγημα, ένα διήγημα το οποίο χαρακτηρίζεται για το ψυχογραφικό του χαρακτήρα, την έντονη δραματικότητα την σχεδόν επιστημονική διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Ο ακούσιος φόνος του μωρού της Δεσποινιώς(το πρώτο αμάρτημα στον ιστορικό χρόνο ) είναι το γεγονός το οποίο θα την καταστήσει εξ αρχής τραγικό πρόσωπο, μιας που η μοίρα την πλήττει με ένα οδυνηρότατο πλήγμα, το οποίο εκείνη ποτέ δε θα μπορέσει να ξεπεράσει. Το γεγονός του θανάτου του παιδιού της είναι τραγικό, αφού φέρνει τη μητέρα αντιμέτωπη με συμβάν αναπότρεπτο και δραματικό, το οποίο οι ψυχικές της δυνάμεις φαίνονται ανεπαρκείς να το αντιμετωπίσουν. Η ύβρις και η τίσις ορθώνονται μπροστά στα μάτια της, μιας που πιστεύει ότι η θεϊκή δικαιοσύνη λειτουργεί εκδικητικά : Ύβρις, αφού ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια σαν μητέρα και ήπιε, χόρεψε, μέθυσε και η Τίσις, ως τιμωρία, με τον ακούσιο φόνο. Το συναίσθημα της οδύνης και της ενοχής κυριεύει μετά από αυτό για πάντα τη ψυχή της, μέσα της παλεύει με διλήμματα που την οδηγούν σε τρομερές εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες θα φανούν όταν αρρωστήσει και το δεύτερο κοριτσάκι, η Αννιώ, που γέννησε μετά το θάνατο του πρώτου παιδιού. Οι ενοχές της είναι πάνω από οποιαδήποτε άλλη λογική ή συναίσθημα. Το τραγικό παιχνίδι της μοίρας, με την οποία συγκρούεται για άλλη μια φορά, την φέρνει μπροστά στη προοπτική της απώλειας, και του δεύτερου κοριτσιού της, την οποία η μητέρα θεωρεί θεϊκή τιμωρία. Αδιαφορεί εντελώς για τα άλλα παιδιά της, πληγώνοντάς τα με τη στέρηση της μητρικής στοργής που εκείνα χρειάζονται. Διχάζεται τραγικά ανάμεσα σ αυτό που ξέρει πως έχει χρέος να κάνει (αγάπη και φροντίδα για τα άλλα παιδιά) και σ αυτό από το οποίο ακούσια, δεν μπορεί να ξεφύγει: την επιλεκτική, σχεδόν ψυχωτική, εμμονή, στη φροντίδα της άρρωστης Αννιώς. Μέσα από αυτή τη στάση της διαβλέπουμε την τραγική 8

αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, που πάντα παλεύει με δυνάμεις υπέρτερές της, με επιλογές και στάσεις ζωής που δεν μπορεί να αξιολογήσει ή να ιεραρχήσει εδώ η μητέρα ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον της, όμως είναι πάνω από τις δυνάμεις της να το επιτελέσει. Ο εσωτερικός αυτός διχασμός εντείνει την τραγικότητά της. Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μητέρας, ενοχή διπλή και για τον ακούσιο φόνο του πρώτου μωρού και για την παραμέληση των άλλων παιδιών, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα δεύτερο «Αμάρτημα» μετά το πρώτο. Αυτή η τραγική σύγκρουση και η πάλη της μητέρας προς τη μοίρα και τη θεία δικαιοσύνη έρχεται να μεταδώσει την τραγικότητα και στο μικρό Γιωργή. Ο μικρός γίνεται και αυτός τραγικό πρόσωπο αφού ταλαντεύεται ανάμεσα σε συγκρούσεις και διλήμματα: βλέπει τη μητέρα του να του στερεί την φροντίδα της, όταν αρρωσταίνει η Αννιώ, ζηλεύει, αλλά νιώθει ενοχές γι αυτό -ξέρει πως πρέπει να δέχεται αγόγγυστα την ιδιαίτερη αγάπη της μητέρας του προς την άρρωστη μικρή αδελφή του- αυτό όμως δεν τον εμποδίζει από το να ζηλεύει, κάτι απόλυτα φυσικό για ένα μικρό παιδί. Οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής προς την άρρωστη αδελφή του (που είναι δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού), δεν τον εμποδίζουν να δηλώσει απερίφραστα το παράπονό του. Ο μικρός Γιώργης τραυματίζεται θανάσιμα από την προσευχή της μητέρας του ("χάρισέ μου το κορίτσι") και βεβαιώνεται ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά! Συγχρόνως νιώθει τον θάνατο να τον καταδιώκει, «οι οδόντες του συνεκρούοντο υπό του τρόμου». Και η κορύφωση της τραγικότητας και των δυο προσώπων, στις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατο της Αννιώς: ο μικρός Γιωργής με μια προσευχή εκδίκηση, αναιρεί την προσευχή της στην εκκλησιά «παρακαλεί το θεό να πάρει εκείνον αντί για την Αννιώ κορυφώνοντας και τη δική του οδύνη και αυτήν της μητέρας του. Η Δεσποινιώ στο «Αμάρτημα της μητρός μου» [ ] Ο Βιζυηνός, σ αυτό το αυτοβιογραφικό διήγημα ψυχόδραμα, παρουσιάζει τη μητέρα του σαν ένα τυπικό δείγμα γυναίκας της εποχής του. Η ίδια φαίνεται να έχει αποδεχτεί το ρόλο της, είναι υποταγμένη στις δεσμεύσεις της εποχής της, αλλά μετά το θάνατο του άνδρα της θα αποδείξει το δυναμικό της χαρακτήρα [ ]. Όταν θα αρρωστήσει βαριά η μικρή της Αννιώ (που της έχει δώσει το όνομα του μωρού που αθέλητα σκότωσε), θα επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της για να τη σώσει. Αν και θρησκόληπτη, δέχεται τη συνδρομή και της μαγείας για την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς. Απέναντι στα παιδιά της η συμπεριφορά της φαίνεται εξαρχής προκλητική: από τη μια δείχνει μια μονοδιάστατη εμμονή απέναντι στο άρρωστο κορίτσι και από την άλλη μια διαρκώς εντεινόμενη αδιαφορία απέναντι στα αγόρια. Όταν η κατάσταση της Αννιώς επιδεινωθεί θα βρεθεί μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον αφηγητή μας, το μικρό Γιωργή, στην εκκλησία που θα αποτελέσει το τελευταίο της καταφύγιο. Στη προσευχή της,ο αναγνώστης υποψιάζεται πως κάτι κρύβεται στο παρελθόν της αλλά ο μικρός Γιωργής το μόνο που καταλαβαίνει είναι η αδιαφορία της μητέρας του γι αυτόν.o Γιωργής ακούει «απαρατήρητος» την προσευχή της η ίδια αγνοεί ότι ο γιος της την άκουσε (έχουμε εδώ μια χαρακτηριστική περίπτωση απάλειψης μιας κρίσιμης πληροφορίας, μιας «παράλειψης» όπως την ορίζει ο Genette, της πληροφορίας που αφορά στο αμάρτημα της καταπλάκωσης του μωρού της στο παρελθόν). Η μητέρα το Θεό που πριν έβλεπε ως σωτήρα- αφού ήρθε στην εκκλησία ζητώντας τη βοήθειά του- τώρα τον βλέπει ως τιμωρό, γεγονός που δείχνει τον ενοχοποιημένο ψυχισμό της. Αυτό το αίτημά της προς το Θεό είναι ένα νέο αμάρτημα, αφού διασαλεύει την ηθική τάξη και αντιτίθεται πλήρως προς το μητρικό πρότυπο της ισόμετρης και αδέκαστης αγάπης προς όλα τα παιδιά. Άλλωστε σ αυτό το αμάρτημα εμπεριέχεται και το συστατικό στοιχείο της επιθυμίας που το καθιστά σημαντικότερο από το πρώτο, τον ακούσιο φόνο του μωρού της. Αυτή η ακατονόμαστη μητρική επιθυμία που γίνεται ακόμη πιο τρομερή καθώς εκφέρεται υπό τύπον προσευχής με άλλα λόγια η εθελούσια από τη μάνα προσφορά του ανήλικου αγοριού ως «ανθρωποθυσία» στον Θεό - αν ιδωθεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, επιχειρεί να καταστήσει το μικρό Γιωργή «εξιλαστήριο θύμα» για το παλιό της αμάρτημα η προσφορά του Γιωργή στο Θεό θα «αναστήσει» κυριολεκτικά και μεταφορικά την Αννιώ (μια που η δεύτερη κόρη έχει πάρει, επίτηδες, το ίδιο όνομα με την πρώτη Αννιώ) ό, τι άκουσε όμως ο μικρός από τα χείλη της μητέρας του ισοδυναμεί γι αυτόν με ένα σοκ βίαιου απογαλακτισμού, του βιαιότερου που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, καθώς εισάγει στην ψυχή του παιδιού όχι απλώς την υποψία αλλά τη βεβαιότητα ότι η μάνα του δεν τον αγαπά, αφού επιθυμεί τον αφανισμό του. [ ]. «Ω! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!» Δεν ξέρω αν πρέπει να δούμε με κατανόηση αυτήν την απίστευτη «προσευχή ανθρωποθυσία» της μητέρας, σίγουρα θα πρέπει να την κρίνουμε κάτω από το βάρος της ισόβιας ενοχής που νιώθει για τον αβούλητο θάνατο του πρώτου της παιδιού,και να δούμε στη πράξη της τη απελπισία και την ανάγκη για τιμωρία και εξιλέωση που την συντρίβουν. «Έλα πατέρα να με πάρης εμένα για να γιάνη το Αννιώ! ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου» Η μητέρα σιωπά, δεν αντιδρά καθόλου τη στιγμή που εκφέρεται αυτός ο λόγος, ο σπαρακτικός, από τα χείλη του παιδιού.κι αν η σιωπή, καθώς λένε, ισοδυναμεί με συναίνεση, τότε αυτή η «απάθεια» της μάνας στα μάτια ενός ευαίσθητου αναγνώστη είναι μια τρομακτική αδιαφορία. Πόσο μάλλον πιο τρομακτική φαντάζει στα μάτια του ίδιου του ανήλικου Γιωργή. Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως η στερητική συμπεριφορά της μάνας επιφέρει μια επιθετικότητα, εκ μέρους του μικρού Γιωργή, με στόχο την ίδια. [ ]. Μόνο που ο μικρός Γιωργής δεν "αντέχει" να μην την αγαπά! Ακόμη και το πλήθος των αναφορών του στη καλή πλευρά της μάνας του είναι μια απορροή της 9

ενοχής του αφηγητή εξ' αιτίας των αρνητικών συναισθημάτων και των ενδοψυχικών συγκρούσεων που τον συνέχουν.[ ]. Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος μαθαίνουμε για τις συνθήκες γένεσης του τραύματος της μάνας (σκηνή της εξομολόγησής της του ακούσιου φόνου) στον ενήλικα πλέον Γιωργή, αλλά ως αναγνώστες δεν μαθαίνουμε τίποτε σχετικά με το αν η εξομολόγηση αυτή υπήρξε λυτρωτική για τον ίδιο τον Γιωργή, αν δηλαδή ξεπεράστηκε το παιδικό του τραύμα πράγμα αναμενόμενο, αφού η εξομολόγηση της μάνας λογικά θα έπρεπε να άρει τις υποψίες του γιου για την έλλειψη αγάπης από μέρους της. Αντίθετα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι όλες οι σκέψεις του ενήλικα Γιωργή (του αφηγητή, ουσιαστικά), μετά τη σπαρακτική ομολογία της μητέρας του, αφορούν αποκλειστικά τον δικό της πόνο, το δικό της βάρος ενοχής και δεν μας λένε τίποτα απολύτως για τη δική του «επούλωση» ή όχι. Έχουμε δηλαδή και πάλι εδώ μια χαρακτηριστική «παράλειψη». [ ]. Όταν στο τέλος ο Γιωργής έχοντας πια μάθει το μυστικό της μητέρας του-θα την οδηγήσει στον Πατριάρχη, σε μια προσπάθεια ύστατη για ανακούφιση της ενοχοποιημένης της συνείδησης, βλέπουμε το αδιέξοδο που ορθώνεται μπροστά της. Ανακουφίζεται γιατί ο Θεός τη συγχωρεί, όμως δεν έχει τη δύναμη ψυχής που απαιτείται για να συγχωρέσει η ίδια τον εαυτό της. [ ]. Το αμάρτημά της μητέρας δεν εξαγοράζεται ούτε με κοσμικές ποινές ούτε με θρησκευτικά επιτίμια και ούτε παραγράφεται όσος καιρός κι αν περάσει. [ ].Η μητέρα του Βιζυηνού στο «Αμάρτημα της μητρός μου» μας θυμίζει ηρωίδα της Αττικής δραματουργίας αφού έχει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των τραγικών ηρώων: 1. Καταστρατηγεί την αξία κάποιου ηθικού κώδικα και «υβρίζει», χωρίς να έχει άμεση επίγνωση της ενοχής της. Είναι ένοχη χωρίς δική της ευθύνη αμάρτησε στα τυφλά, άβουλο όργανο στα χέρια μιας άγνωστης και πανίσχυρης θέλησης. 2. Όταν συνειδητοποιεί το μέγεθος της παραβάσεως καταρρέει ψυχικά και το πρώτο που συλλογιέται είναι να χαριστεί στις αδυσώπητες μυλόπετρες της αυτοτιμωρίας. Ίαση δεν υπάρχει, ούτε καν επούλωση. Κουβαλά το αμάρτημα ως το θάνατο. Είναι η μοίρα της. Ένα αμετάδοτο βίωμα,γεμάτο ερημιά, που δεν θα προσπερασθεί ποτέ «φρικτή και αμείλικτη κόλαση», που καταλήγει σε δάκρυα και σιωπή: «οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων κι εγώ εσιώπησα». (Π. Μοίρα, από το Φωτόδεντρο) Π Α Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Α Ε Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ω Ν ( από Κ Ε Ε ) Σ τ ο ι χ ε ί α π ο υ α φ ο ρ ο ύ ν σ τ ο σ υ γ γ ρ α φέ α, λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ό π ε ρ ι β ά λ λ ο ν κ α ι λ ο ι π ά γ ρ α μμα τ ο λ ο γ ι κ ά σ τ ο ι χ ε ί α : 1. Στο αφηγηματικό έργο του Γ. Βιζυηνού είναι έντονη η επίδραση τόσο της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου όσο και της φαναριώτικης και ευρωπαϊκής παιδείας του. Μπορεί να επιβεβαιωθεί αυτό το δεδομένο μέσα από το συγκεκριμένο διήγημα; 2. Ο Γ. Βιζυηνός έχει χαρακτηρισθεί «ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος». Ενισχύει αυτήν την άποψη το εξεταζόμενο διήγημα; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. 3. Όπως επισημαίνουν οι μελετητές του είδους, κυρίαρχο δομικό στοιχείο του διηγήματος είναι η αφηγηματική έκθεση ενός γεγονότος με συντομία και λιτότητα, ώστε να μεταδοθεί αμέσως μια εντύπωση. Επιβεβαιώνεται πλήρως αυτή η αρχή στο διήγημά μας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. 4. Ο Παλαμάς, αναφερόμενος στα διηγήματα του Βιζυηνού, σημειώνει ότι ο συγγραφέας «ρέπει προς την μυθιστοριογραφίαν». Συζητήστε αυτό το σχόλιο σε συσχετισμό με την προηγούμενη ερώτηση. 5. Μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη του διηγήματος γύρω στα 1880, αναφέρεται και η επιρροή της λαογραφίας. Τεκμηριώνεται αυτή η άποψη στο παρόν διήγημα; 6. Τα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν ανθρωποκεντρική λειτουργία. Αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να προβάλει τον άνθρωπο μέσα από τις πράξεις και τα συναισθήματά του. Επαληθεύεται αυτή η κρίση στο συγκεκριμένο διήγημα; 7. Στα διηγήματα του Βιζυηνού οι λιγοστές περιγραφές αποτελούν «οργανικά μέρη της αφήγησης». Οι περιγραφές του συγκεκριμένου διηγήματος επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή; 8. Ποια στοιχεία του περιεχομένου και της αφήγησης δίνουν στο κείμενο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα; Α Διδακτική ενότητα («Άλλην αδελφήν δεν είχομεν... και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της») Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευσης μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 1. Τι εντύπωση σας δημιουργεί ο τίτλος του διηγήματος; 2. Πώς περιγράφει ο αφηγητής την ιδιαίτερη στοργή της μητέρας προς την Αννιώ και πώς δικαιολογεί αυτή την αδυναμία; 3. Ποιο είναι το βασικό αφηγηματικό μοτίβο (leitmotiv) μέσω του οποίου προωθείται η δράση στο πρώτο μέρος του διηγήματος; Τι συναισθήματα προκαλεί στον αναγνώστη; 4. Πώς διαγράφεται ο χαρακτήρας της Αννιώς και σε ποια κυρίως σημεία του κειμένου φαίνεται η αγάπη της για τα αδέρφια της; 5. Να αναφερθείτε στη γλώσσα του διηγήματος. Ποιες είναι οι επιλογές του συγγραφέα στα μέρη που διηγείται και στα διαλογικά μέρη; Ποιο αισθητικό αποτέλεσμα προκύπτει από αυτή τη γλωσσική ποικιλία; 6. Ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης και πώς λειτουργεί στην πρόσληψη του έργου από τον αναγνώστη; Σ χ ο λ ι α σ μ ό ς ή σ ύ ν τ ο μ η α ν ά π τ υ ξ η χ ω ρ ί ω ν τ ο υ κ ε ι μ έ ν ο υ : 1. Ποιες πληροφορίες δίνει ο αφηγητής για τα οικογενειακά του πρόσωπα καθώς και για τις μεταξύ τους σχέσεις στην πρώτη παράγραφο του διηγήματος; 2. Πώς προβάλλεται σ' αυτήν την ενότητα ο οικογενειακός και κοινωνικός ρόλος της γυναίκας; Να απαντήσετε σε αναφορά με συγκεκριμένα χωρία. 3. «Η μητρική στοργή ενίκησε τον φόβον της αμαρτίας. Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθεί με την δεισιδαιμονίαν». Να 10

σχολιάσετε το χωρίο: α) ποιες δυνάμεις συγκρούονται, β) ποια θέση παίρνει ο αφηγητής, γ) ποια είναι η προσωπική σας άποψη στο θέμα αυτό. 4. Όταν η μητέρα ρώτησε την Αννιώ ποιο από τα δυο αδέρφια της θέλει να μείνει μαζί της στην εκκλησία, εκείνη απάντησε: «Ποίον από τους δύο θέλω; Κανένα δεν θέλω χωρίς τον άλλο. Τα θέλω όλα τα αδέρφια μου, όσα και αν έχω». Να χαρακτηρίσετε τη στάση της Αννιώς απέναντι στα αδέρφια της, συγκρίνοντάς την με εκείνη της μητέρας της. 5. Με ποιες διαδοχικά ενέργειες προσπαθεί η μητέρα να βοηθήσει στη θεραπεία της Αννιώς; 6. Ποιες λαϊκές αντιλήψεις σχετικές με τις μακροχρόνιες αρρώστιες ανιχνεύονται στην ενότητα; Β Διδακτική ενότητα («Ενθυμούμαι ακόμη... εγλύτωσεν από τα βάσανά του») Δομή του κειμένου, κ.λπ.: 1. Στα διηγήματα του Βιζυηνού ο κλειστός χώρος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα Ισχύει αυτή η άποψη και για «Το Αμάρτημα της μητρός μου»; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. 2. Ο Βιζυηνός ξέρει «να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σημασία τους θα φανεί αργότερα». Επιβεβαιώνεται αυτή η άποψη στο κείμενό μας; 3. Στην ενότητα αυτή ο αφηγητής αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο: Με ποια επιχειρήματα μπορεί να υποστηριχθεί αυτή η άποψη; 4. Ο αφηγητής αισθάνεται ενοχή καθώς βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη για την άρρωστη αδελφή του και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής. Σε ποια σημεία του κειμένου φαίνεται αυτή η σύγκρουση; 5. Με ποιους αφηγηματικούς τρόπους «υφαίνει» ο συγγραφέας την κορύφωση του δράματος που σχετίζεται με την αρρώστια της Αννιώς; 6. Να εντοπιστούν οι αναδρομές (ή αναλήψεις = αναφορές σε προτερόχρονα) που διακόπτουν την ευθύγραμμη ροή του αφηγημένου χρόνου. 7. Στο Αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν φράσεις που «αποβλέπουν στο να υπογραμμίσουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα». Ποιες φράσεις μέσα στο κείμενο επιβεβαιώνουν αυτή την επισήμανση; Σ χ ο λ ι α σ μ ό ς ή σ ύ ν τ ο μ η α ν ά π τ υ ξ η χ ω ρ ί ω ν τ ο υ κ ε ι μ έ ν ο υ : 1. Πώς επηρεάζει ψυχολογικά τον αφηγητή ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας; 2. Ποια είναι η άμεση αντίδραση του αφηγητή όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του; Πώς τη δικαιολογείτε; 3. Ποια εξωπραγματικά και μαγικά στοιχεία ενσωματώνονται στη διήγηση και τι ρόλο παίζουν στην πλοκή του έργου; 4. Με ποια επίθετα χαρακτηρίζεται ο συνθέτης του μοιρολογιού; Να σχολιάσετε το περιεχόμενό τους. 5. Να συγκρίνετε τα συναισθήματα του αφηγητή όπως αυτά παρουσιάζονται τη νύκτα στην εκκλησία και τη νύκτα στο σπίτι. Ποια διαφορά παρατηρείτε; Πώς δικαιολογείτε αυτήν την διαφοροποίηση; 6. Ποια χωρία σ' αυτή την ενότητα προοικονομούν το θάνατο της Αννιώς; 7. «Το καημένο μας το Αννιώ! εγλύτωσεν από τα βάσανά του!» Τι συναισθήματα εκφράζει ο αφηγητής και πώς τα ερμηνεύετε; Γ Διδακτική ενότητα («Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... και απηρχόμην εις τα ξένα») Δομή του κειμένου, κ.λπ.: 1. Με ποιες τεχνικές ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη σύντμηση του πραγματικού χρόνου της διάρκειας των γεγονότων; 2. Πώς λειτουργεί ο αφηγητής στις δυο υιοθεσίες; 3. Πώς λειτουργεί ο ανοικτός χώρος στα συναισθήματα του αφηγητή; 4. «Μη μου φέρετε τίποτε, έλεγεν η μήτηρ μου,... Ο Γιωργής ήμην εγώ. Και την υπόσχεσιν ταύτην την είχον δώσει αληθώς, αλλά πολύ προτύτερα. Ήτο καθ' ήν εποχήν...». Μπορείτε να διακρίνετε τα τρία επίπεδα του χρόνου; 5. Ποιο επεισόδιο μέσα σ' αυτήν την ενότητα απαλλάσσει τον αφηγητή από την αγωνία αν τον αγαπά η μητέρα του, και πως το αξιολογείτε; Σ χ ο λ ι α σ μ ό ς ή σ ύ ν τ ο μ η α ν ά π τ υ ξ η χ ω ρ ί ω ν τ ο υ κ ε ι μ έ ν ο υ : 1. Ποια στάση παίρνουν οι αδερφοί του αφηγητή απέναντι στις δυο υιοθεσίες; Να βρείτε τα σχετικά χωρία. 2. Πώς σχολιάζει ο αφηγητής τη δυσφορία των αδερφών του για την τακτική της μητέρας να υιοθετεί κορίτσια; 3. Ποια στοιχεία αντλούμε απ' αυτήν την ενότητα για το εθιμικό της υιοθεσίας στη Θράκη; 4. Να συγκρίνετε αυτήν την ενότητα με την προηγούμενη. Ποιες διαφορές παρατηρείτε ως προς το ψυχολογικό κλίμα της αφήγησης; 5. Ο αφηγητής δε γνωρίζει για ποιο λόγο η μητέρα του υιοθετεί κορίτσια. Βρίσκεται «σε πλάνη» ως προς τα κίνητρα αυτής της πράξης. Τι συναισθήματα γεννά στον αναγνώστη αυτή η άγνοια του αφηγητή; Δ' Διδακτική ενότητα («Η μήτηρ βεβαίως... αλλ' ισχυρού τινος φόβου») Δομή του κειμένου, κ.λπ. 1. Πώς λειτουργεί στο κείμενο η εμπλοκή του αφηγητή στα γεγονότα; 2. Ποιες αναδρομικές και πρόδρομες αναχρονίες υπάρχουν στην ενότητα και πώς λειτουργούν αισθητικά; 3. Με ποιες εικόνες αισθητοποιούνται «αι πικρίαι» της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο; 4. Να επισημάνετε τις εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας των προσώπων καθώς και τη λειτουργία τους στο κείμενο. 5. Σε ποια σημεία της ενότητας διακρίνετε αισθήματα ενοχής του αφηγητή απέναντι στη μητέρα του; 11

6. Μπορείτε να εντοπίσετε το δραματικό στοιχείο που υπάρχει στο περιεχόμενο και στον τρόπο αφήγησης; 7. Πώς υπηρετεί την εξέλιξη του μύθου η σύγκρουση μητέρας και γιου για την υιοθετημένη κόρη; Σ χ ο λ ι α σ μ ό ς ή σ ύ ν τ ο μ η α ν ά π τ υ ξ η χ ω ρ ί ω ν τ ο υ κ ε ι μ έ ν ο υ : 1. «Παραμόνευεν εις τους δρόμους, ερωτώσα τους διαβάτας μη με είδον πουθενά». Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρισκόταν η μητέρα; 2. Ποια είναι η αντίδραση της μητέρας στις διαδόσεις εις βάρος του γιου της και πώς την ερμηνεύετε; 3. Ποια συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή ανιχνεύεται στη φράση: «Δόσ' του πίσου αν μ' αγαπάς»; 4. «Όχι δεν είναι ξένο το παιδί είναι δικό μου»: Τι είναι αυτό που κάνει τη μητέρα να θεωρεί «δικό της παιδί» την Κατερινιώ, αν και είναι υιοθετημένο; 5. Ποιο είναι το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας για τον αφηγητή, όπως αναδύεται μέσα από την περιγραφή της ιδανικής αδελφής; 6. Να περιγράψετε τις ψυχικές διακυμάνσεις της μητέρας, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής της με τον αφηγητή για το Κατερινιώ. 7. «Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, δια να δοκιμάση την υπομονή μου, και να με σχωρέση»: Πώς δικαιολογεί η μητέρα την υποχρέωσή της να αναθρέψει ένα «ανάξιο» παιδί; Ε Διδακτική ενότητα («Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν... και εγώ εσιώπησα») Δομή του κειμένου, κ.λπ.): 1. Ποιος είναι ο ρόλος της εγκιβωτισμένης αφήγησης στην εξέλιξη του μύθου; 2. Με ποια εκφραστικά μέσα αισθητοποιεί ο συγγραφέας τα αισθήματα ενοχής της μητέρας; 3. Πώς λειτουργούν τα θαυμαστικά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στη σκηνή της συνειδητοποίησης του θανάτου του βρέφους; 4. Το ρήμα «κουράζομαι» επαναλαμβάνεται, σε διάφορους τύπους, τέσσερις,φορές. Ποια είναι η λειτουργία του; 5. Τα συναισθήματα του αφηγητή - παιδιού προς την Αννιώ αλλά και η συμπεριφορά των γονέων του προς αυτόν δίνονται μέσα από την οπτική γωνία της μητέρας. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας επέλεξε αυτήν την τεχνική; 6. Τι δηλώνει η σιωπή του αφηγητή στο τέλος του διηγήματος; 7. Πώς συνδέεται το τέλος του διηγήματος με τον τίτλο του; Σ χ ο λ ι α σ μ ό ς ή σ ύ ν τ ο μ η α ν ά π τ υ ξ η χ ω ρ ί ω ν τ ο υ κ ε ι μ έ ν ο υ : 1. «Τι φωνάζεις έτσι βρε βώδι;»: Ποιοι λόγοι υπαγορεύουν αυτήν την αντίδραση του πατέρα; 2. «Η αμαρτία είναι αμαρτία»: Πώς αντιλαμβάνεται η μητέρα την αμαρτία; 3. Γιατί η μητέρα θεωρεί την «παίδεψι» από την Κατερινιώ «παρηγοριά κι ελαφροσύνη»; 4. Πώς ερμηνεύεται τελικά η ανάγκη της μητέρας να υιοθετεί κορίτσια; 5. Ο αφηγητής πιστεύει στο «απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος της μητρός». Ποια είναι η δική σας άποψη; 6. Λυτρώνεται τελικά η μητέρα από τις ενοχές; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. 7. Θα θεωρούσατε τη μητέρα τραγικό πρόσωπο; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 1. Να σκιαγραφήσετε το πορτρέτο της μητέρας κρίνοντας από τη συμπεριφορά της και τα σχόλια του αφηγητή. 2. Σε ποιες χρονικές βαθμίδες διαδραματίζονται τα γεγονότα και σε τι εξυπηρετεί η εναλλαγή τους; 3. Πώς νομίζετε ότι υπηρετεί την αφήγηση η παρουσίαση των γεγονότων από διπλή οπτική γωνία; Γιατί η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, ενώ της μητέρας παραμένει αμετάβλητη; 4. «Την παιδική ηλικία του Βιζυηνού σημαδεύουν ο θάνατος, η μιζέρια, η ταπείνωση». Ποια στοιχεία του κειμένου παραπέμπουν σε βιώματα του συγγραφέα; 5. Ποια στοιχεία του αστυνομικού πεζογραφήματος ανιχνεύονται σ' αυτό το διήγημα; (Ο τίτλος αποτελεί αίνιγμα που βρίσκει σταδιακά τη λύση του). 6. Σε ποια σημεία κάθε ενότητας διακρίνετε συναισθηματική κορύφωση; 7. Ποια συναισθήματα σας δημιούργησε το τέλος του διηγήματος; Ενδεικτικές απαντήσεις στη διεύθυνση: http://latistor.blogspot.gr/ Π Α Ρ Α Λ Λ Η Λ Α Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α Μ. Καραγάτση «Η μεγάλη Χίμαιρα (Η Μαρίνα Ρεΐζη ζει στη Σύρο, στο αρχοντικό της πεθεράς της, μαζί με την πεντάχρονη κόρη της Αννούλα, ενώ ο άντρας της ταξιδεύει. Ένα βράδυ φεύγει κρυφά από το αρχοντικό και επιστρέφει τα ξημερώματα, αναζητώντας ερωτική συντροφιά. Το ίδιο βράδυ η Αννούλα θα αρρωστήσει από πνευμονία και θα πεθάνει. Η πεθερά της Μαρίνας και γιαγιά της μικρής, η Ρεΐζαινα αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή τιμητή για τη νύφη της) Γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα. Τα ανήσυχα χέρια της έψαξαν το μικρό κορμί. Φλεγόταν στον πυρετό. -Αννούλα! Είπε ξανά. Η φωνή της είχε κάτι απ τον ρόγχο της αγωνίας. Τράνταξε νευρικά τη μικρή, θέλοντας να την ξυπνήσει. Μα το παιδί ήταν πεσμένο σε βύθος. Ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα με μάτια αλαλιασμένα, σα να μην ήξερε τι να κάνη σα να γύρευε βοήθεια από τα άψυχα και τα ανύπαρχτα. Και με μιας, έτρεξε στην πόρτα την άνοιξε και φώναξε: -Μητέρα! Μητέρα! Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε μια άλλη πόρτα. Η φωνή της Ρεΐζαινας αντήχησε ανήσυχη! -Τι τρέχει; -Ελάτε γρήγορε. Η Αννούλα δεν είναι καλά! Η γριά πρόστρεξε όπως είχε σηκωθεί απ το κρεβάτι, με τη μακριά μαύρη της πουκαμίσα. 12

-Τι τρέχει; Τι έχει το παιδί; Έκανε να πάει κατά την πολυθρόνα, όπου η Αννούλα κειτόταν βουλιαγμένη στο λήθαργο του πυρετού. Κι άξαφνα κοντοστάθηκε. Το σκληρό, το μαύρο μάτι της έφερε ένα γύρο την κάμαρα. Είδε, πάνω στο ανακατεμένο κρεβάτι, το αδιάβροχο και το μπερέ. Είδε τη Μαρίνα ντυμένη με ρούχα τσαλακωμένα, με μορφή ξαγρυπνισμένη και στραπατσαρισμένη. Είδε την εγγονούλα της με τα μασκαράτικα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στ ανοιχτό παράθυρο. Δεν ξεστόμισε λόγο. Η μορφή της ήταν τώρα παγωμένη, σκληρή, λες και χοντροπελεκημένη σε γρανίτη. Έσκυψε και με χέρια που έτρεμαν από λαχτάρα έπιασε το κοιμισμένο παιδί, το ανασήκωσε, το σφίξε στο ξερό της στέρνο. Και δίχως να ρίξει μια ματιά στη νύφη της, βγήκε απ την κάμαρα.η Μαρίνα απόμεινε ακίνητη, παγωμένη. Με μάτι λαφιασμένο είδε τη μαύρη σκιά να χάνεται στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με την Αννούλα στην αγκαλιά. Και κατάλαβε πως το παιδί της έφυγε για πάντα Το παιδί μου! Στριγγλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου! Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψη. Δεν μπορεί -Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου! Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κοιτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα. -Φτού σου! Άτιμε! Αναστήλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ την κάμαρα. (...) Τη θάψανε το απόγευμα. Ήταν μια μέρα χλιαρή κι ηλιόλουστη. Ο Σορόκος, αφού μάνιασε κοντά ως το μεσημέρι, γύρισε σε Απηλιώτη μαλακό και γλυκό, που δίωξε τα σύννεφα. Η θάλασσα ξαπλωνόνταν βαθυγάλανη και μόλις ανήσυχη Νικηφόρος Βρεττάκος «Δυο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες στον κόσμο» Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της, είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις, έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος. Το βράδυ, το ίδιο: Σπρώχνει την πόρτα σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει, τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς, θα της πέσει το βρέφος της. Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη μαντίλα της παίζει. Θέλει να την βοηθήσει, αλλά το σπίτι είναι έρημο. Δεν έχει σε ποιον ν αφήσει σ αυτόν τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της. Πώς καταγράφεται το πένθος στα δύο κείμενα και ποια είναι η συμμετοχή του θεϊκού στοιχείου; Γιώργος Ιωάννου «Το Μέντιουμ» «Άρχισαν να γυρίζουν στις γειτονιές, στα επιταγμένα σχολεία και στα υπόγεια κι όπου έβρισκαν πρώην φαντάρους να τους ρωτούν. Έπιαναν φιλίες με αγνώστους, ανακάλυψαν ένα σωρό γνωστούς, αλλά για το παιδί τους δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτε το βέβαιο. Δεν ξέραμε πώς να τους συμμαζέψουμε και πώς να τους δώσουμε να καταλάβουν την αλήθεια. Σηκώνονταν τα πρωινά και πήγαιναν για πληροφορίες έξω απ τους φούρνους, όπου οι χθεσινοί πολεμιστές με απλωμένο χέρι ζητιάνευαν. Φυσικά, πήγε άδικα κι αυτός ο κόπος τους. Οι κρητικοί όχι μόνο για το γιο τους δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν για τα μακεδονικά οχυρά... Ο καιρός περνούσε, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, μα ο καημός του παιδιού ολοένα και τους κυρίευε. Δεν εννοούσαν να το αποφασίσουν. Άλλωστε, φήμες και διαδόσεις, μηνύματα που κατάφθαναν ξαφνικά από ανθρώπους που τους είχαν όλοι για χαμένους, φούντωναν κάθε τόσο τις ελπίδες τους... Πρώτα το ριξαν στα αγιωτικά. Έκαμναν παρακλήσεις, ευχέλαια, ακόμα και λειτουργίες σε ξωκλήσια. Έφερναν απ το χωριό κάτι αφράτα και μοσκοβολιστά πρόσφορα, που τα έκλαιγε η καρδιά μας, και τα πήγαιναν στην Παναγία Δεξιά, μη παραλείποντας να ρίχνουν στο ειδικό κουτί της εκκλησίας ένα χαρτάκι με το ίδιο πάντα αίτημα: «Παναγία μου, να γυρίσει γρήγορα και γερό το παιδί μας». Σιγά σιγά, χωρίς ν αφήσουν τ αγιωτικά, ξανοίχτηκαν στις χαρτούδες και τις φλυτζανούδες. Κάθε φορά 13

που κατέβαιναν, πήγαιναν τουλάχιστο σε μιά απ αυτές. Οι μαγίστρες απ τα πολλά που τους έλεγαν πετούσαν πότε πότε και κάτι το πετυχημένο, οπότε η καρδιά των δικών μας αναγάλλιαζε απ την ελπίδα πως θα μάθουν.» Γιάννης Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου» Όμως εγώ, Φοβόμουν αδελφή μου, αγρυπνώ μήπως μιαν ώρα χαθείς μετρώντας τους παλμούς όμοια με ρόδινο φως και την ανάσα σου. μέσα στη δύση. Στυλώνομαι, πύργος νυχτός, Μάζευα τότε Μες την ακατανόητη βοή όστρακα στιλπνά των διασταυρουμένων κεραυνών και πολύχρωμα βότσαλα κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη. απ τ ακρογιάλι του νησιού μας Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν για να δω τα μάτια σου κάτω απ τα βλέφαρα σου. να χαμογελούν Τίποτ άλλο δε ζει και να μαγέψω την καρδιά σου έξω απ τον πένθιμο κύκλο που διαλυόταν αθόρυβα που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου. στη θλίψη του κόσμου. Θυμάσαι; Μα δεν ήξερες να γελάς. Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα Έκανα φτερά τα δάκρυά σου ένα ρόδινο φόρεμα κ έφευγα μακριά για να σου φέρω και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα. τη γύρη του αιθέρα Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά να ραντίσω τη σιωπή σου. το εαρινό πρωινό Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι. ανάλαφρη και διάφανη Χάριζες. - ένα ρόδινο νέφος φωτός. Μόνο χάριζες. Κοιτούσες τον ουρανό Όλα τα δώρα σου σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε. τα μοίρασες Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες κ έμειναν άδειες των μαύρων μαλλιών σου οι παλάμες σου. βάραιναν τη λεπτή σου ράχη. Π Α Ν Ε Λ Λ Α Δ Ι Κ Ε Σ Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ ΗΜΕΡ 2003: Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της,(σ. 147).. Ύστερα όμως άρχισε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος. (σ. 150) 1. Από πού αντλεί το αφηγηματικό υλικό του ο Γεώργιος Βιζυηνός και πώς το αξιοποιεί; (Μον. 9) Να αναφέρετε τρία σημεία του παραπάνω κειμένου, τα οποία τεκμηριώνουν τη θέση σας (Μον. 6). Μονάδες 15 2. Να αναφέρετε, με παραδείγματα μέσα από το παραπάνω κείμενο, πέντε από τα βασικά χαρακτηριστικά της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού. Μονάδες 20 3. «Ο Βιζυηνός έχει την ικανότητα να διαγράφει αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους, επιμένοντας πολύ στη λεπτομερειακή απόδοση των ψυχικών καταστάσεων. Οι ήρωές του, ιδωμένοι με αγάπη, έχουν μια ειδική ευαισθησία, είναι ήρωες παθητικοί». (Γιώργος Παγανός, Η Νεοελληνική Πεζογραφία, τ. Α, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1999). Να επαληθεύσετε την παραπάνω άποψη με στοιχεία από το απόσπασμα του Γ. Βιζυηνού. Μονάδες 20 4. «Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ εκείνη τη στιγμή με το είπε. Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πως εμέθυσες κ επλάκωσες το παιδί σου;». Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (130-150 λέξεις) τη στάση του πατέρα, όπως αυτή προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα. Μονάδες 25 5. Να γίνει συγκριτικός σχολιασμός του αποσπάσματος από «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το παρακάτω απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη όσον αφορά στη θέση της γυναίκας.. Μονάδες 20 Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ ένα χωριό, στη Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση. Οπόταν, άξαφνα, σφοδρή νεροποντή ξέσπασε, γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης, κι αυτή κακάριζε, άνοιγε και δέχουνταν τ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της. Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες του χωριού, με τις γυναίκες τους και τις κόρες, στο μεγάλον οντά του κουμπάρου, η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα, τα κρασιά, τα ρακιά κι οι μεζέδες, πήρε να βραδιάζει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρες ήρθαν στο κέφι, οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός, πλήθαιναν οι βροντές, τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν, είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε, 14

πότιζε, κάρπιζε τη γης. Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου, πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα, κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει: Μαργή, της είπε, τραγούδηξε. Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος. δεν ξέρω γιατί, είχα θυμώσει έκαμα να τρέξω στη μάνα μου, σα να θελα να την προστατέψω μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη, γυάλιζε το πρόσωπό της, σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές, σήκωσε το λαιμό, και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά, της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της. Κι άρχισε... τι φωνή ήταν εκείνη, βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή, όλο πάθος μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε, για ποιον την είπε αργότερα, σα μεγάλωσα, κατάλαβα. Τραγουδούσε με τη γλυκιά, γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα: Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες! Γύρισα πέρα τα μάτια, να μη βλέπω τον κύρη, να μη βλέπω τη μάνα, πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα. ΕΣΠΕΡΙΝΑ 2004 Από της στιγμής ταύτης η μήτηρ μας ήρχισε να επιδαψιλεύῃ (σ. 140) Ας έχῃ την ευχή μου! (σ. 144) 1. Σε ποιο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο εντάσσεται το έργο Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με πέντε συγκεκριμένα παραδείγματα από το απόσπασμα. Μονάδες 15 2. «Αφηγηματικοί τρόποι ονομάζονται τα συστατικά στοιχεία που συναποτελούν μιαν αφήγηση: α) Έκθεση είναι η αφήγηση γεγονότων και πράξεων. β) Διάλογος το μέρος της αφήγησης, στο οποίο δύο ή περισσότερα πρόσωπα της αφήγησης παρουσιάζονται συνδιαλεγόμενα σε ευθύ λόγο γ) Περιγραφή είναι η αναπαράσταση (του εξωτερικού) προσώπων, τόπων και αντικειμένων εκ μέρους του αφηγητή σε τρίτο πρόσωπο δ) Σχόλιο είναι η μετά από μια διακοπή της αφήγησης (έκθεσης, περιγραφής, διαλόγου) παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών ή και ολόκληρων μικρών διατριβών του αφηγητή...» (Γεώργιος Βελουδής, Γραμματολογία-Θεωρία της Λογοτεχνίας, "Δωδώνη", Αθήνα 1994, σελ. 146-147). Να εντοπίσετε στο απόσπασμα από Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου τους παραπάνω αφηγηματικούς τρόπους (δηλαδή: Έκθεση, Διάλογο, Περιγραφή, Σχόλιο). Να δώσετε ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση. Μονάδες 20 3. Το σύνολο σχεδόν των μελετητών του έργου Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου χαρακτηρίζει την "ψυχογραφική δύναμη" του Βιζυηνού "απαράμιλλη". Να τεκμηριώσετε την εν λόγω θέση με δύο συγκεκριμένες αναφορές στο απόσπασμα. Μονάδες 20 4. "Ὁ γάμος αὐτῆς, ὅστις φαίνεται ἐπίτηδες ἐπεσπεύθη, ὑπῆρξεν ἀληθής "χαρά" τῶν ἀδελφῶν μου. Οἱ δυστυχεῖς ἀνεπνευσαν, ἀπαλλαγεντες ἀπό τό πρόσθετον φορτίον. Καί εἶχον δίκαιον. Διότι ἡ κόρη ἐκείνη, ἐκτός ὅτι ποτε δεν ᾐσθάνθη πρός αὐτούς ἀδελφικήν τινα στοργήν, ἐπί τελους ἀπεδείχθη ἀχάριστος πρός τήν γυναῖκα, ἥτις περιεποιήθη τήν ζωήν αὐτῆς με τοσαύτην φιλοστοργίαν, ὅσην ὀλίγα γνήσια τεκνα ἐγνώρισαν." Να σχολιάσετε σε δύο παραγράφους (140-160 λέξεις συνολικά) τη στάση της υιοθετημένης κόρης απέναντι στη θετή μητέρα της, καθώς και τα συναισθήματα που προκάλεσε στα αδέλφια του αφηγητή ο γάμος της κόρης. Μονάδες 25 5. Το ποίημα "Μισσεμός" που ακολουθεί είναι του Ιωάννη Πολέμη. Να σχολιάσετε τα λόγια της μητέρας στους δύο τελευταίους στίχους. Ο σχολιασμός να γίνει σε σχέση με όσα η μητέρα λέει στο υπόλοιπο τμήμα του ποιήματος. Μονάδες 20 Ιωάννη Πολεμη, Μισσεμός Μισσεύεις γιά τήν ξενιτειά καί μενω μοναχή μου σῦρε, παιδί μου, στό καλό καί σῦρε στήν εὐχή μου... Τριανταφυλλενια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμενοι οἱ δρόμοι, για χάρι σου ν' ἀνθοβολοῦν καί τά λιθάρι' ἀκόμη τά δάκρυά μου νά γενοῦν διαμάντια σ' ὅ,τι ἀγγίσῃς, καί τό ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτε νά μή στραγγίσῃς νά πίνῃς καί νά ξεδιψᾷς καί νά 'ναι αὐτό γεμᾶτο σάν νά 'ν' ἡ βρύση ἀπό ψηλά κι αὐτό νά 'ν' ἀπό κάτω. Ἐκεῖ, παιδί μου, πού θά πάς, στά μακρυνά τά ξενα, δίχτυα πολλά κι ὀξόβεργες θά στήσουνε γιά σενα ἡ ἐλπίδα με τούς πόθους της, τό βιός με τά παλάτια κ' ἡ ξεγελάστρα ἡ ὀμορφιά με τά γλυκά της μάτια. Ἡ ἐλπίδα ἡ ἀχαλίνωτη ξεχνᾷ τά περασμενα, καί θά ξεχάσῃς κάποτε μαζί μ' αὐτά καί μενα τό βιός μεσ' στά παλάτια του τήν περηφάνεια κρύβει καί θά ντραπῇς γιά τό φτωχό τό πατρικό καλύβι. Παιδί μου, ἄν τή μητερα σου πάψῃς νά τήν θυμᾶσαι, με δίχως βαρυγκόμησι συχωρεμενος νά 'σαι κι ἄν τό φτωχό καλύβι μας ντροπή σοῦ φερνει, ὡς τόσο, καί πάλι θά 'μαι πρόθυμη συχώρεσι νά δώσω. Μ' ἄν τήν Πατρίδα ἀπαρνηθῇς, πού τήν λατρεύομ' ὅλοι, νά 'ν' ἡ ζωή σου, ὅπου κι ἄν πάς, ἀγκάθια καί τριβόλοι. 1. μισσεμός ξενιτεμός. / 2. μισσεύω απομακρύνομαι από την πατρίδα μου, ξενιτεύομαι./ 3. τριβόλοι ζιζάνια των αγρών. ΗΜΕΡΗΣΙΑ 2006 (επαναληπτική εξέταση) Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν (σ. 131) πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος. (σ. 134). Α. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός προωθεί την ηθογραφία προς την κατεύθυνση της ψυχογραφίας. Το «Αμάρτημα της μητρός μου», μάλιστα, είναι κατεξοχήν ψυχογραφικό διήγημα. Επαληθεύεται ο χαρακτηρισμός αυτός από το πιο πάνω απόσπασμα; Να δώσετε τρία παραδείγματα, σχολιάζοντάς τα. Μονάδες 15 Β 1. Βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι, μεταξύ άλλων, η 15

περιγραφή, οι αναδρομές, η προσήμανση και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Να επισημάνετε (με ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση) την ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών στο συγκεκριμένο απόσπασμα και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. Μονάδες 20 Β 2. «Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιος της [...]». (Παν. Μουλλάς, «Εισαγωγή» [στο:] Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1998, σ. ρδ ). Συμφωνείτε με την άποψη αυτή; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Μονάδες 20 Γ. «[...] Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι! [...] Κανείς δέν μ ἐκυνήγει». Με βάση το πιο πάνω χωρίο, να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων την απήχηση λόγων της μητέρας στο μικρό Γιωργή. Μονάδες 25 Δ. Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του. Μονάδες 20 Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά, κ εγώ σ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι παιδί την έχω αδράξει μ ελαφρά φτερά, σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει 7. Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ εκάλει, χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά αισθήματα από την καρδιά που πάλλει κι αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά, αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη. Του βίου μ εγονάτισεν η πάλη λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά, μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη, απ της ζωής μ εσύραν τα ρηχά νερά και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη η ευτυχία, μ είπαν, θα προβάλη. Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά, και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι 8 στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη, δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά. Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη, στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. 7 Ανθίζει, ανθοφορεί. 8 Περιγιάλι, ακρογιάλι, ακροθαλασσιά. Η Μ Ε Ρ Η Σ Ι Α 2 0 0 8 (επαναλ. εξετ.) Ἄλλην ἀδελφήν δέν εἴχομεν παρά μόνον τήν Ἀννιώ. (σ. 125). Ἡ ἀσθένεια τῆς πτωχῆς μας ἀδελφῆς ἦτον ἀνίατος. (σ. 129) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α. Κύριο χαρακτηριστικό της διηγηματογραφίας του Γ. Βιζυηνού είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Να γράψετε τρία παραδείγματα από το απόσπασμα που σας δόθηκε, στα οποία εντοπίζονται προσωπικές και οικογενειακές μνήμες του συγγραφέα. Μονάδες 15 Β1. Ο Κ. Μπαλάσκας, αναφερόμενος στο έργο του Βιζυηνού, γράφει: «Το έργο του Γ. Βιζυηνού προκάλεσε ζωηρές εντυπώσεις και η κριτική το υποδέχτηκε πολύ θετικά. Ιδιαίτερα τονίστηκε [...] το ψυχολογικό ψυχογραφικό στοιχείο, του οποίου μπορούμε να πούμε ότι ο Βιζυηνός είναι ο εισηγητής [...]. Κυρίως εντυπωσίασε η ικανότητά του να πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες...». Επαληθεύεται η παραπάνω άποψη για την ψυχογραφική δύναμη του Γ. Βιζυηνού στο απόσπασμα που σας δόθηκε; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. Μονάδες 20 Β2. Ποια χαρακτηριστικά της γλώσσας του Γ. Βιζυηνού εντοπίζετε στο συγκεκριμένο απόσπασμα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο. Μονάδες 20 Γ. «Αφ ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατήρ μας δέν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολύ νέα καί ἐντρέπετο νά κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καί ἐν αὐτῇ τῇ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ ἀφ ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιώ σπουδαίως εἰς τό στρῶμα, ἔβαλε τήν ἐντροπήν κατά μέρος.» Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων. Μονάδες 25 Δ. Να σχολιάσετε ως προς το περιεχόμενο το παρακάτω απόσπασμα από τη «Φαρμακολύτρια» του Α. Παπαδιαμάντη συγκρίνοντάς το με το κείμενο του Γ. Βιζυηνού. Μονάδες 20 [...] Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τά μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καί μεθοδείαν πονηράν ὑπ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην ἐκεῖ, τό πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητήν τῆς γ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τό μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν. Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τόν εἶχε. Καί εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαέξ χρόνων. Καί ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τό εἰκοστόν ἔτος. Καί ἤδη ἔχανε τόν νοῦν του κ ἐζητοῦσε νά νυμφευθῇ. Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπό τόν Πέρα Μαχαλᾶν. Καί τοῦ εἶχαν σηκώσει τά μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καί τί τοῦ ἔδωκαν νά πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπό μαγείας... Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ αὐτόν στά χρόνια, καί ἤθελε νά τήν λάβῃ σύζυγον. «Ἤ θά τήν πάρω, μάνα, ἤ θά σκοτωθῶ». Τό εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νά κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν ἀφήσῃ τόν υἱόν της νά ἐμβῇ στά βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτή νά ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νά τάς καμαρώνῃ; Καί ποιός γονιός τό δέχεται αὐτό; Λοιπόν ἔπεσε στά θεωτικά πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καί ἁγιασμούς, καί παρακλήσεις. Ἐπῆρε τά ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καί τά ἔβαλε νά λειτουργηθοῦν ὑπό τήν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τόν ἑαυτόν της μέ πολλάς νηστείας, 16

ἀγρυπνίας, καί γονυκλισίας. Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τήν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρά Θεοῦ τό χάρισμα νά διαλύῃ τάς μαγείας καί γοητείας. Ἐπῆγε, τήν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τόν ναόν της ἑπτά φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μέ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τό ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μέ τάς χεῖράς της, καί παρεκάλει τήν Ἁγίαν νά χαλάσῃ τά μάγια, νά ἔλθῃ στόν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καί ποτισμένος ἀπό κακάς μαγγανείας, καί νά μή χάνῃ τά μυαλά του ἄδικα. ΕΣΠΕΡ 2010 (επαναλ. εξετ.) Σάν ἐγεννήθηκες ἐσύ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, (σ. 150) αἱ προσπάθειαί μου δέν ἔμειναν ἀνεπιτυχεῖς. (σ. 152) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α1. Ο Βιζυηνός αντλεί μέρος του αφηγηματικού υλικού του από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Να εντοπίσετε και να καταγράψετε τρία στοιχεία μέσα από το κείμενο που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Μονάδες 15 Β1. α. Ποια βασική διαφορά παρουσιάζει η γλώσσα του κειμένου στα αφηγηματικά και στα διαλογικά μέρη; (μονάδες 10) β. Να καταγράψετε δύο γλωσσικά παραδείγματα από τα αφηγηματικά και δύο από τα διαλογικά μέρη του κειμένου, τα οποία πιστοποιούν αυτή τη διαφορά. (μονάδες 10) Μονάδες 20 Β2. α. Να χωρίσετε το απόσπασμα σε δύο βασικές ενότητες και να δώσετε έναν ενδεικτικό τίτλο για την καθεμιά. (μονάδες 10) β. Η εξομολόγηση της μητέρας παρατίθεται από τον αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο. Ποιες αρετές προσδίδει στην αφήγηση η επιλογή αυτή; (μονάδες 10) Μονάδες 20 Γ1. «Τό φοβερόν ἐκεῖνο δυστύχημα ἐπηρέασε τόσον πολύ τόν βίον της ὅλον, ὅσῳ μᾶλλον ἁπλῆ καί ἐνάρετος καί θεοφοβουμένη ἦτον ἡ μήτηρ μου. Ἡ συναίσθησις τοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἠθική ἀνάγκη τῆς ἐξαγνίσεως καί τό ἀδύνατον τῆς ἐξαγνίσεως αὐτοῦ τί φρικτή καί ἀμείλικτος Κόλασις!» Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο 100-120 λέξεων το περιεχόμενο του παραπάνω αποσπάσματος. Μονάδες 25 Δ1. Τόσο στο κείμενο του Γεωργίου Βιζυηνού όσο και στο κείμενο του Στρατή Μυριβήλη, που σας δίνεται πιο κάτω, περιγράφεται ένα πλαίσιο οικογενειακών σχέσεων, μέσα στο οποίο ιδιαίτερη σημασία έχει η συμπεριφορά της μάνας. Ποια είναι τα κυρίαρχα στοιχεία αυτής της συμπεριφοράς και ποιες οι συνέπειες για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας; Στην απάντησή σας να λάβετε υπόψη και τα δύο κείμενα. Στρατῆ Μυριβήλη, «Ὁ Βασίλης ὁ Αρβανίτης» (απόσπασμα) Κείνη τὴ χρονιὰ ἦταν ποὺ γεννήθηκε τὸ Λενάκι μας. Τὸ στερνοπαίδι ἦταν, ἕχτο στὴ σειρά. Λιανό, μὲ ἀδύνατα ποδαράκια, μαλακά, κάτι σταχτιὰ ματάκια, λυπημένα ἀπὸ τώρα. Ἡ μητέρα, ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες φοβήθηκε πὼς δὲ θὰ τὴ στεριώσῃ. Δὲν εἶχε καὶ γάλα στὸ βυζί πρώτη φορὰ μέσα σὲ τόσες γέννες! Γιατί δὲν τὸ βυζαίνεις τὸ Λενάκι μας;... ρωτοῦσε αὐστηρὰ ἡ Φανή, ποὺ ἦταν τεσσάρω χρονῶ καὶ σούφρωνε κιόλας τὰ ψιλὰ φρύδια της. Γιατὶ προφτάσατε καὶ μοῦ τὸ ἤπιατε ὅλο τὸ γάλα. Δὲν ἀφήσατε τίποτα γιὰ τὸ Λενάκι μας. Κ ἡ Φανή, ποὺ τὴν πότιζαν μὲ τὸ ζόρι τὸ γάλα της, ἔκλαιγε γιὰ τ ἄδικο ποὺ τῆς ρίχναν καὶ χτύπαγε τὸ πόδι: Δὲν τόπια ἐγώ, μανούλα, δὲν τόπια ἐγώ! Ὁ πατέρας, λοιπόν, ἀγόρασε μιὰ κατσίκα γιὰ τὸ Λενάκι. Ἦταν ἄσπρη καὶ κανελλιά, πρωτόγεννη. Ὄμορφη σὰ ζωγραφιά. Εἶχε καὶ κάτι βελούδινα σκουλαρίκια κάτω ἀπό τὸ σαγόνι, καὶ τὴ λέγαμε: «ἡ Ντουντού». Ἤταν ἥμερη, ἄκουγε στ ὄνομά της. Ἔβγαζε καὶ πολύ γάλα. Ὅμως τὸ Λενάκι μας, πάλι δὲν ἔλεγε να σαρκώσῃ. Μαζευόμαστε γύρω στὴν κούνια του ὅλα τὰ παιδιά, τοῦ κάναμε παιχνίδια καὶ κανάκια, μὰ κεῖνο ποτὲς δὲ χάραζε τὸ χειλάκι του. Μήτε νὰ πῇς κ ἔκλαιγε σὰν τ ἄλλα τα μωρά. Μᾶς ἔβλεπε μονάχα μὲ τὰ λυπημένα ματάκια του καὶ βύζαινε ἥσυχα τὸ δάχτυλο. Καὶ μεῖς κοιταζόμασταν καὶ φεύγαμε ἕνας-ἕνας ἀπό κοντά του. Ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ τοῦ λεγε με τὴ γλυκιά της φωνὴ παραπονιάρικα νανουρίσματα. Τόλεγε «τ ἀποξυστάρι μου». Ἀποξυστάρι ἦταν τὸ λειψὸ ψωμάκι. Τόπλαθε στὸ τέλος ὅπως-ὅπως, μὲ τ ἀπομεινάρια ποὺ ξεκολνοῦσε ἀπὸ τὴν ξυλόσκαφη, σὰν τέλειωνε ἡ ζυμωσιά. Μονάδες 20 ΠΗΓΕΣ: 1) Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου, Θεωρητική Κατεύθυνση, βιβλίο του καθηγητή, Αθήνα 1999, σσ. 217-243, 2) Αγάθη Γεωργιάδου, σεμινάριο Φιλολόγων στη Πάτρα, Δεκέμβριος 2006, 3) Π. Μοίρα, Φωτόδεντρο, (διαδίκτυο), 4) Λογοτεχνία Κατεύθυνσης (διαδίκτυο), 5) Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (διαδίκτυο), 6) Α. Αθανασοπούλου : «Παράλλαξη και αποσιώπηση στο «Αμάρτημα της μητρός μου», Νέα Εστία, 1834 (Ιούνιος 2010), σσ. 1151-1186, 7) Παραδείγματα ερωτήσεων από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας. 8) Θέματα Πανελλαδικών Εξετάσεων. 17