Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης ΚΡΑΥΓΕΣ [ ποίηση ] 5
Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης 6
Περιεχόμενα 9... Κατωφέρεια 10... Ακούω 11...Θεότρελη 12... Χωρικός 13...Τα σίδερα 14...Ο δεσμοφύλακας 15...24 Μάρτη 16...Η καμπάνα 17... Το πρώτο Φως 18... Η Ανακωχή 19...Η ασυμφωνία 20... Η φυγή 21...Το ξέφωτο 22...Ο συρμός 23... Το αμπάρι 24...Κυνήγι 25... Γραφή 26... Η πέτρα 27... Αμαρτία Αφού...28 Η ματιά...29 Schopenhauer...30 Νεομαρξισμός...31 Η λίμνη...32 Σκοτάδι...33 Πράξη...34 Διαχείριση...35 Τα τρένα...36 Αλκαίος...37 Τα περιστέρια...38 Κραυγές...39 Πήρα...40 Το φύλλο...41 Το χέρι...42 Ο κόσμος...43 Ώρες...44 Αυγά του σκότους...45 Ψαλμωδίες...46 7
Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης 8
Κατωφέρεια Πήρα την κατηφόρα δίπλα στα μεγάλα λιβάδια Ο σκύλος έπαιζε με τ αρνάκια Και δεν με γάβγισε Το πρωινό ξεδίπλωνε μια απατηλή αισιοδοξία Ο ήλιος ανηφόριζε νωχελικά και τα λουλούδια θάρρεψαν Τα ρυάκια της σταματημένης βροχής τέλειωσαν το τραγούδι Οι λάσπες μάς περικύκλωσαν Οι λάσπες και οι κατωφέρειες Ας βγήκαν και οι μεθυσμένες πεταλούδες Εμείς πάμε κάτω, παρακάτω Έπρεπε να είχα σταθεί στα πρόβατα Να τα αρμέξω Δεν τόλμησα. Φοβήθηκα εκείνο το σκυλί 9
Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης Ακούω Δεν ακούω το φως που σφυρίζει και παραξενεύομαι πώς σιωπά αυτός ο κόσμος μες στη φωτοθύελλα Ύστερα κλείνεις τα παράθυρα και το σκότος ησυχάζει απέξω το φως σαν δαιμονισμένος βρικόλακας ουρλιάζει για μια χαραμάδα Πέρασε ένας τυφλός μες στη σκοτεινή ησυχία του αυτός ακούει το φως έξω απ τα μάτια του και δεν ξέρει τι είναι, το χει συνηθίσει εγώ κοντοστάθηκα Γύρισα ξαφνικά κι άρχισα να ακούω τη φωσική. Έκλεισα τα μάτια τώρα ξέρω, ακούω το φως 10
Θεότρελη Δεν σας μοιάζει λίγο σαν βλάκας αυτός ο ακούνητος κόσμος; Είναι ένας κουτοπόνηρος που κάνει τη δουλειά του Είναι και τεμπέλης Αυτό ξέρει, αυτό κάνει Εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια Αργός, αδυσώπητος, δεν ρωτάει κανέναν Οι ποιητές θαμπώθηκαν απ τα λουλούδια τα νερά και τα χρώματα που σκόρπισε Αυτός τα στρωσε μπροστά μας και λαγοκοιμάται Σχεδιάζει αργά ένα νέο λουλούδι κι εμείς στο κλουβί μας γινόμαστε κάθε μέρα αργά-αργά, όπως εκείνος, κάποιο άλλο τέρας Είμαστε στα χέρια μιας τρελής, θεότρελης Σταματήστε, επιτέλους, να ανησυχείτε να προσεύχεστε και να δοξάζετε 11
Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης Χωρικός Είμαι χωρικός. Αγαπάω τη χωματερή γη. Το χώμα της και το χρώμα του με τον αναμενόμενο καρπό. Το δουλεμένο με το χέρι και τη δύναμή του. «Δος μοι πα στω και ταν γαν» σκαλίσω. Η πρώτη μου τέχνη. Αναγνωρίζω όλους τους ήχους της ξεραμένης γης. Όλα τα τραντάγματα στις ροζιασμένες παλάμες. Η μηχανή της καρδιάς μου χτυπούσε στους ρυθμούς της τσάπας. Είδα όλες τις ώρες του ήλιου μέχρι τη μακρινή δύση. Το μεσημέρι σταματούσε και δίκαζε. Έχω το μάτι του χωρικού. Αργό και καχύποπτο στου καιρού τα παιχνίδια. Υπομονετικό από τη σπορά μέχρι τον καρπό. Μέχρι εκεί. Ύστερα η οργή. Το σκαληνό κομμάτι του αγρού ήταν ατελείωτο. Μπροστά η νεαρή μάνα θρυμμάτιζε παθιασμένα τους σβόλους. Ο κάμπος είχε την εφιαλτική προοπτική της ερήμου. Κι όμως, έφτανε το τέλος. Ο σιωπηλός θρίαμβος. Η νίκη επί της γης. Και η επιστροφή. Σαν χωρικός άντεξα αργότερα στις λεωφόρους των τεχνολογιών των αστών. Είχα πάντα μαζί μου εκείνο το ραβδί για τα άγρια σκυλιά και τη ματιά που έριχνα στα ανθισμένα φυτά, που χαίρονταν λίγο πριν μπει το καλοκαίρι. 12
Τα σίδερα Κάτι φύλαγα. Εκεί σταθερά, λυπημένα, γενναία. Κάτι φύλαγα. Ένα αόρατο κάτι που ήθελε να φύγει. Να δραπετεύσει, να σπάσει τη φυλακή. Δεν μιλούσα, δεν έλεγα τίποτα. Καθόμουν. Εκείνο λύγισε τα σίδερα και με μεγάλη προσπάθεια πέρασε από μέσα με θυελλώδη μαλλιά. Έβγαλε μια κρυφή φωνή λευτεριάς. Το λυπήθηκα πάνω στη λύπη μου. Το κεφάλι μου ήταν κάτω και κουρεμένο. Στη γωνιά μου αμίλητος. Το κάτι στάθηκε μπροστά μου με τον μακρύ του ίσκιο Αμίλητο. Ύστερα γύρισε πίσω μπήκε μέσα και ξαναλύγισε τα σίδερα. Κάτι φύλαγα. Κάτι με φύλαγε. 13
Δημήτρης Π. Βαρτζιώτης Ο δεσμοφύλακας Είμαι ο τελευταίος φυλακισμένος, του είπα. Είσαι ο τελευταίος δεσμοφύλακας. Σε λίγο τελειώνει η ποινή μου και μαζί η δουλειά σου. Μπαίνεις στην ανεργία. Εγώ δεν έχω κανέναν. Εσύ έχεις μια μεγάλη οικογένεια. Άσε με να δραπετεύσω προσωρινά, να με συλλάβεις και να με βάλουν ξανά μέσα. Δεν έχω πού να πάω. Δεν αποκρίθηκε. Μόνο πήρε το κλειδί κι άνοιξε την πόρτα της φυλακής. Ύστερα έβγαλε τη στολή και το καπέλο και φόρεσε τα φθαρμένα ρούχα του. Εγώ έφυγα από δω κι εκείνος από κει. 14
24 Μάρτη Καθόμασταν στο τραπέζι. Ήταν Μάρτης. Θυμηθήκαμε τους Εβραίους των Ιωαννίνων. Ο πατέρας μου είπε: Ωχ, ωρέ παιδιά. Έκανε πολύ κρύο εκείνη τη μέρα. Τους φόρτωσαν σε ανοιχτά φορτηγά. Του πλημμύρισαν τα γαλαζοπράσινα μάτια και του στράβωσε το κάτω χείλι. Ήταν δεκαεννιά χρονών, τώρα ογδόντα έξι. Σηκώθηκε απ το τραπέζι. Σαν να ντράπηκε μπροστά στις μικρές κόρες μου με τα μεγάλα, πράσινα, ακούνητα μάτια. Η μάνα τους είναι μια αθώα Γερμανίδα. Ο παππούς ξαναγύρισε στο τραπέζι. Αλλάξαμε θέμα. 15