H Πηνελόπη Δέλτα (τότε Πηνελόπη Μπενάκη), το 1887, σε ηλικία δεκατριών ετών. β ι β λ ι ο θ η κ η. π η ν ε λ ο π η ς δ ε λ τ α

Σχετικά έγγραφα
Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤ ΑΓΚΥΡΑ

Εικονογράφηση εξωφύλλου: Σπύρος Γούσης Τυπογραφική διόρθωση: Αθηνά Λυρώνη Προσαρμογή εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Το παραμύθι της αγάπης

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»


Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Copyright Φεβρουάριος 2016

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Π.Σ. ΔΕΛΤΑ ΜΑΓΚΑΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Ο Φώτης και η Φωτεινή

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΑΣΤΙΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ ΕΛΕΝΗ ΣΑΝΙΚΟΥ. εκδόσεις CaptainBook.gr. μυθιστόρημα

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

«Μάγκας» Πηνελόπη Δέλτα schooltime.gr: Λογοτεχνία

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Μπερνάρ Φριό. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΦΥΛΑΚΗ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

ΑΒΑ ΡΟΖΟΥ. Εμμανουέλα Κακαβιά ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Transcript:

Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, σε μια πλούσια πολυμελή ελληνική οικογένεια (που ανακαλεί την οικογένεια του Εμμανουήλ Μπενάκη), ζει ο αφηγητής του μυθιστορήματος: ο Μάγκας, ένα πανέξυπνο, άτακτο και ατίθασο σκυλάκι ράτσας. Ο Μάγκας παρακολουθεί όλα όσα διαδραματίζονται στο σπίτι και δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο: τα αφεντικά του, τα παιδιά, το φιλικό περιβάλλον τους εξιστορεί την καθημερινή ζωή της πόλης μιλά και νιώθει αγαπάει τους ανθρώπους και συμπάσχει μαζί τους εναντιώνεται στην αδικία, διεκδικεί και αγωνίζεται. Και αφότου διδαχτεί την αξιοπρέπεια της ελευθερίας από έναν αδέσποτο σκυλάκο, θα συνοδεύσει τον νεαρό κύριό του στην Ελλάδα και θα λάβει μαζί του μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Μάγκας, από τα πρώτα βιβλία παγκοσμίως με αφηγητή ένα τετράποδο, πρωτο κυκλοφόρησε το 1935 και λατρεύτηκε από τους αναγνώστες κάθε ηλικίας, καθώς συνδυάζει αριστοτεχνικά την αυθεντική συγκίνηση με το πηγαίο χιούμορ. Επιβεβαιώνει την άποψη της Π. Σ. Δέλτα ότι «το ηθικά ωφέλιμο πρέπει να παραμένει διασκεδαστικό και να μην καταντήσει βαρετό σαν μάθημα».

H Πηνελόπη Δέλτα (τότε Πηνελόπη Μπενάκη), το 1887, σε ηλικία δεκατριών ετών. β ι β λ ι ο θ η κ η δ π η ν ε λ ο π η ς δ ε λ τ α

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ Σ. ΔΕΛΤΑ μία από τις προσωπικότητες που σημάδεψαν την πνευματική ζωή του 20ού αιώνα γεννήθηκε το 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Πέρασε την παιδική και εφηβική ηλικία της στην Αλεξάνδρεια, και τα καλοκαίρια ταξίδευε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. To μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για πνευματική καλλιέργεια, ενώ τον χαρακτήρα της σημάδεψε η αυστηρή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της. Το 1882, η οικογένεια μετοίκησε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Το 1895, η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον Στέφανο Δέλτα, με τον οποίο επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια μετά το τέλος του Πολέμου του 1897 και απέκτησε τρεις κόρες. Εκεί, γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τον σφοδρό πλατωνικό έρωτα της ζωής της. Από το 1906 έως το 1913 έζησε με την οικογένειά της στη Φρανκφούρτη, όπου γνώρισε τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και, μέσω αυτού, τον κύκλο των δημοτικιστών του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το 1916 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν δή μαρχος της πόλης ήταν ο πατέρας της, και έκτοτε απέκτησε στενή φιλική σχέση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι δραματικές πολιτικές εξελίξεις έως τη Μικρασιατική Καταστροφή τραυμάτισαν την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή της και, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της (προϊούσα παράλυση των άκρων), ανέλαβε πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Το 1941, την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αθήνα, αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Τάφηκε, κατά την επιθυμία της, στον κήπο του σπιτιού της στον τάφο της χαράχτηκε η λέξη «ΣΙΩΠΗ». δ

ΠΗΝΕΛΟΠΗ Σ. ΔΕΛΤΑ MAΓΚΑΣ

επιμελεια σειρασ Ελένη Κεχαγιόγλου καλλιτεχνικη διευθυνση Γιάννης Καρλόπουλος εικονογραφηση εξωφυλλου Ben Satchel / benpics.com σχεδιασmοσ εξωφυλλου Εύη Καλογεροπούλου ψηφιακη στοιχειοθεσια Βασίλης Γεωργίου διορθωση Δέσποινα Ζηλφίδου Στην παρούσα έκδοση έχει αναπαραχθεί σε μονοτονικό η πρώτη έκδοση του βιβλίου: Π. Σ. Δέλτα, Μάγκας, Κασταλία, Αθήναι 1935, με διακριτικές επεμβάσεις ως προς τον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας και τη στίξη. ISBN: 978-960-503-199-2 2012 για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. Το παρόν ψηφιακό βιβλίο αποτελεί προσφορά του Εκδότη, η οποία διατίθεται μέσω ειδικής εφαρμογής προς τους χρήστες ηλεκτρονικών μέσων, ήτοι ηλεκτρονικών υπολογιστών, laptops, notebooks, e-readers, ταμπλετών (π.χ. ipad), smartphones, smart TV και τυχόν άλλων μέσων που θα προκύψουν στο μέλλον. Απαγορεύεται η καθ οιονδήποτε άλλον τρόπο διάθεση του παρόντος. Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας, απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι κατά τον Ν. 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε βάση δεδομένων, και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

Περιεχόμενα Α Πρώτες μου απορίες... 11 Β Άσπρα κουρέλια και μαύρα ποδάρια... 16 Γ Ο φίλος μου ο Μπόμπης... 25 Δ Χιώτικο νοικοκυριό... 34 Ε Άδοξο κυνήγι... 41 ΣΤ Το σπίτι μας... 51 Ζ Πρώτη νίκη... 73 Η Αστέρω και Κεχαγιάς... 79 Θ Βασίλης... 86 Ι Η Γιαγιά... 101

ΙΑ Η ποντικοφωλιά... 119 ΙΒ Οι κουρμάδες... 128 ΙΓ Η πολυθρόνα... 144 ΙΔ Ο καπετάν Μανόλης... 164 ΙΕ Μεσολόγγι... 173 ΙΣΤ Ψαρά... 188 ΙΖ Η φυγή... 200 ΙΗ Αιχμαλωσία... 219 ΙΘ Αφράτος... 229 Κ Ελευθερία και απογοήτευση... 242 ΚΑ Η επιστροφή... 256 ΚΒ Οι γνώσεις του Αφράτου... 273 ΚΓ Σωκράτης... 288 ΚΔ Αναποδιές... 298 ΚΕ Το μυστικό του Βασίλη... 324 ΚΣΤ Μίκης Ζέζας... 345

ΚΖ Ο πρωτομάρτυρας... 357 ΚΗ Προς τον αγώνα... 380 σημειωμα για την έκδοση... 393

Στους εγγονούς μου, Απόστολο Παπαδόπουλο και Παύλο Ζάννα

Α Πρώτες μου απορίες Κοίταζα τ αγόρια και σκέπτουμουν. Ο Λουκάς έγραφε σιωπηλά, τα φρύδια του σουφρωμένα, θυμωμένος ακόμα, ενώ ο Βρασίδας με τα χέρια στις τσέπες πήγαινε κι έρχουνταν, κάθουνταν και σηκώνουνταν, σφύριζε και τραγουδούσε, φασάρευε, γύρευε να δείξει πως διασκέδαζε ωραία. Αλλά βαριούνταν φοβερά. Νυσταγμένος τον ακολουθούσα με το βλέμμα, κλείοντας πότε το ένα μάτι, πότε το άλλο, και συλλογίζουμουν. Γιατί άραγε αντιπαθούσα τόσο το Βρασίδα; Τι ήταν που δε μ άρεζε σ αυτόν; Τα πεταχτά του χείλια; Το βάδισμά του το νωθρό; Ή μήπως η ματιά του, που δε σε κοίταζε ποτέ κατά πρόσωπο; Ήταν οι γραβάτες του οι σφανταχτερές; Τα μαλλιά του τα πομαδιασμένα και κολλημένα στο 11

μέτωπο; Ή απλώς η αντίθεσή του με τον εξάδελφό του, το Λουκά; Γιατί ήταν μεγάλη η αντίθεση αυτή. Ο Λουκάς, λιγνός, λεπτός, λίγο σκεπτικός πάντα, με τα γαλανά ορθάνοιχτα μάτια του, που σε κοίταζαν ώς μέσα στην καρδιά, τα σγουρά του κοντοκομμένα μαλλιά, βουρτσισμένα πίσω, ξεσκεπάζοντας το μέτωπο. Ο Βρασίδας, ένα χρόνο μεγαλύτερος, παχύς, μαλθακός, σάψαλος, πολυλογάς, κυράτσα. Τι μ ένοιαζαν όμως εμένα όλα αυτά, και τι με πείραζαν; Γιατί μου έκανε τόσο κακό η παρουσία του, που δεν μπορούσα να βγάλω το μάτι μου από πάνω του; Περνούσε η ώρα και ο Λουκάς όλο έγραφε. Στο τέλος βαρέθηκε στα σωστά του ο Βρασίδας, πήγε κοντά του και του είπε με αέρα: «Έλα, ξεμπέρδευε το μάθημά σου και πάμε κάτω στο περιβόλι». «Να πας μονάχος σου», του αποκρίθηκε ο Λουκάς. «Εγώ δεν παίζω μαζί σου». «Καλέ τι μου λες, καλέ;» έκανε κοροϊδευτικά ο Βρασίδας. Ο Λουκάς πετάχθηκε πάνω. «Τώρα θα πέσει ξύλο», είπα μέσα μου, και χάρηκα λιγάκι, γιατί ήξερα πως, αν κι ένα χρόνο μικρότερος, ο Λουκάς θα του τις έβρεχε. 12

Μα βαστάχθηκε και κάθισε πάλι στο τετράδιό του. «Δεν παίζω με ανθρώπους που βρίζουν», είπε. Ο Βρασίδας γέλασε. «Τι σε νοιάζει εσένα τι λέγω εγώ για το Βασίλη;» έκανε. «Τον αγαπώ το Βασίλη. Και δεν παραδέχομαι να τον λες εσύ ζώο». Με πόνεσαν τα λόγια αυτά του Λουκά, σαν να με είχε δείρει. «Μα δεν το είπα μπροστά του», δικαιολογήθηκε ο Βρασίδας. «Ακόμα χειρότερο. Φοβάσαι να το πεις μπροστά του και το λες πίσω του». «Πφφφ...» έκανε ο Βρασίδας, «ένας παλιοδούλος...» Αυτή τη φορά δεν κρατήθηκε ο Λουκάς και του ρίχθηκε. Μ αυτός, που κάτι ήξερε από τις γροθιές του Λουκά, δεν τον περίμενε. Μ έναν πήδο βρέθηκε στην πόρτα, κατέβηκε κουτρουβαλιστά κι έφυγε, χωρίς καν να πάρει το καπέλο του. Κάθε άλλη ώρα θ αρπούσα το καπέλο αυτό στα δόντια μου και θα το έκανα κουρέλι. Μα όλη αυτή η κουβέντα με είχε μελαγχολήσει τόσο, που ούτε κούνησα. Ενώ ο Λουκάς εξακολουθούσε να γράφει, εγώ ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια μου και αφέθηκα στη συλλογή. 13

Όσο και αν αγαπούσα το Λουκά και αν αντιπαθούσα το Βρασίδα, αυτή τη φορά δεν μπορούσα να δώσω δίκαιο στον αγαπημένο μου. Ακούσετε την ιστορία του καβγά. Ο Βρασίδας ήθελε να κόψει ένα μεγάλο τσαμπί άγουρες μπανάνες που κρέμουνταν σε μια μπανανιά. Ο Βασίλης ο περιβολάρης τον εμπόδισε. Είπε πως ήταν πολύ πράσινες ακόμα, πως έπρεπε πρώτα να κιτρινίσουν οι μπανάνες της απάνω σειράς, και τότε μόνο να κοπεί το τσαμπί και να μπει στην ψάθα, για να ωριμάσουν και οι άλλες. Τίποτα ο Βρασίδας. Επέμεινε και θύμωσε. Και μόλις γύρισε ο Βασίλης τη ράχη, τον είπε «ζώο». Τότε θύμωσε και ο Λουκάς και τα δυο εξαδέλφια μάλωσαν. Με όλη την αντιπάθεια που είχα για το Βρασίδα, αυτή τη φορά βρήκα πως ο Λουκάς είχε άδικο. Ήταν πρώτη φορά που με πλήγωναν και με πρόσβαλλαν οι ανθρώπινες προλήψεις. Έκτοτε άκουσα πολλές αδικίες στη ζωή μου. Μ αυτή η πρώτη με πόνεσε, με πλήγωσε πολύ. Συνηθίζουν οι άνθρωποι να λεν άλλους ανθρώπους «ζώα», «κτήνη», «τετράποδα», για να βρίσουν και να τους πουν περιφρονητικά πως δε σκέπτονται, δεν αισθάνονται, δεν κρίνουν, δε νιώθουν. Το άκουσα και το ακούω. Μα δεν το συνήθισα ποτέ. Γιατί άραγε είναι περιφρονητικό να σε πουν «ζώο»; Γιατί 14

είναι προσβολή να είσαι τετράποδο; Ή μήπως ο αριθμός των ποδαριών κάνει την αξία των ζωντανών; Ή μήπως εμείς δεν αισθανόμαστε; Δεν κρίνομε; Δεν αγαπούμε; Δεν πονούμε το ίδιο, αν όχι και περισσότερο από τους ανθρώπους; Αυτές ήταν οι σκέψεις, που κείνη τη μέρα τόσο με τυράννησαν, ώστε από τότε αποφάσισα να σας πω μερικές ιστορίες της ζωής μου, για να δείτε, όχι μόνο πόσο άδικοι είστε, σεις οι άνθρωποι, αλλά και να πειστείτε πως εσείς είστε υποδεέστερα όντα από μας, αφού εσείς δεν έχετε την ικανότητα να μας καταλαβαίνετε, ενώ εμείς σας εννοούμε πάντα μ ένα σας μονάχα βλέμμα, με μια σας κίνηση, ακόμα και από τον τόνο μόνο της φωνής σας, αδιάφορο τι γλώσσα μιλάτε. 15

Β Άσπρα κουρέλια και μαύρα ποδάρια Πρώτη μου ζωντανή ενθύμηση είναι το πρώτο μου ταξίδι. Είχα περάσει το καλοκαίρι στην Κηφισιά, μια εξοχή κοντά στην πόλη που τη λεν Αθήνα, και πήγαινα πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, όπου κατοικούσε ο αφέντης μου. Την Αίγυπτο δεν τη γνώριζα καθόλου. Πριν απ αυτό το ταξίδι θυμούμαι μονάχα το μεγάλο περιβόλι της Κηφισιάς, με δέντρα πολλά και λουλούδια, λουλούδια και πάλι λουλούδια. Ήμουν μικρός ακόμα, όταν, δεν ξέρω ποιος, με χάρισε στ αφεντικά μου. Και καθώς ξέρετε, για μας όσο και για σας, οι εντυπώσεις αυτής της ηλικίας περνούν χωρίς ν αφήσουν σημάδι. 16

Πρώτη φορά βρίσκουμουν σε βαπόρι. Η θάλασσα μύριζε δυνατά, ο άνεμος φυσούσε, και στο αμπάρι ήταν ποντίκια μπόλικα. Τι χαρά για ένα σκυλάκι να χώνεται ανάμεσα σε σεντούκια και κάσες, και μ ένα τίναγμα να πνίγει ποντικούς μεγάλους σαν κουνέλια. Μαζί ταξίδευε όλη η οικογένεια. Μα ιδιαίτερη γνωριμία και φιλία είχα με το Λουκά και τις δίδυμες Άννα και Λίζα, τα τρία μικρότερα παιδιά του αφέντη μου. Αυτά έρχουνταν κι έπαιζαν τακτικά μαζί μου, στην άκρη του περιβολιού της Κηφισιάς, όπου κάθουνταν ο Σωτήρης ο υπηρέτης, και όπου ήταν και το δικό μου σπιτάκι. Τον αφέντη μου δεν τον πολυήξερα. Είχε φθάσει από ταξίδι την παραμονή που φύγαμε από την Κηφισιά, με το μεγάλο του γιο, το Μήτσο. Ως προς τις δύο κυρίες, την κυρία Βασιωτάκη και την Εύα, τη μεγάλη της κόρη, που ήταν δεκαπέντε χρονών και δεν καταδέχουνταν πια παιχνίδια, σχεδόν δεν τις γνώριζα. Σπάνιες ήταν οι επισκέψεις τους στη δική μου γωνιά του κήπου και μετρημένα τα χάδια τους. Το βαπόρι ήταν πανηγύρι. Πολλοί ήταν οι επιβάτες και με όλους ήμουν φίλος. Μόνο με μια κοπέλα, νόστιμη γαλανομάτα Εγγλεζίτσα, τα χάλασα από την πρώτη μέρα. Μα μήπως έφταιγα εγώ; 17

Κάθουνταν σε μια πάνινη καρέκλα κοντά στο Μήτσο και κουβέντιαζε μαζί του. Στο χέρι της, που τ άφηνε και κρέμουνταν απέξω από την καρέκλα, βαστούσε ένα άσπρο κουρελάκι, και ενόσω μιλούσε του Μήτσου, το κουνούσε μια εμπρός και μια πίσω, αργά αργά, με τρόπο που μου ερέθιζε τις κυνηγετικές μου διαθέσεις. Ανασηκώθηκα και όρτσωσα τ αυτιά μου. Το κουρελάκι εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται, σαν να μου λέγει: «Και αμέ δε θα με πιάσεις ποτέ... και αμέ δε... και αμέ δε... και αμέ δε...» «Α, έτσι είναι;» του φώναξα. Μ έναν πήδο όρμησα στο χέρι της Εγγλεζίτσας, άρπαξα το κουρέλι, το τίναξα δυο-τρεις φορές, έτσι που να βγάλω από μέσα του κάθε πνοή, και πιάνοντάς το ανάμεσα στα πόδια μου, του τράβηξα δυο δαγκωματιές και το έκανα τρία κομμάτια. Πού να φανταστώ εγώ πως θα σηκώνουνταν τέτοια επανάσταση για ένα κουρελάκι που σκότωσα! Η κοπέλα έβγαλε τις φωνές σαν να την είχα προσβάλει, φώναζε πως της «έσχισα το νταντελένιο της μαντίλι». Ο Μήτσος, ο Λουκάς, ο κύριος Βασιωτάκης, οι δίδυμες, όλοι σηκώθηκαν ξεφωνίζοντας: «Μάγκα! Μάγκα!» Δεν ήξερα ποιον να πρωτακούσω, σε ποιον να πρωτο- 18

τρέξω. Η κυρία Βασιωτάκη έλεγε και ξανάλεγε πως τα σκυλιά δεν είναι για συντροφιές. Μόνη η Εύα δεν είχε κουνήσει από την πλαγιαστή της καρέκλα και γελούσε με την καρδιά της. Σταμάτησα να συλλογιστώ πώς να ευχαριστήσω όλους, πώς να πάγω διά μιας σε όλους, και τότε μ έπιασε ο Μήτσος και μ έδειρε. Δεν πόνεσα πολύ. Ένα-δυο μπατσιές στη ράχη δεν είναι πράμα να γίνει λόγος. Μα το φιλότιμό μου πειράχθηκε πολύ, γιατί το Μήτσο δεν τον γνώριζα ακόμα αρκετά, ώστε να παραδεχθώ από κείνον τέτοιες ελευθερίες απέναντί μου. Θύμωσα κι εγώ. Κακιωμένος με όλους, αρνήθηκα να πάγω στη γαλανομάτα Εγγλεζίτσα, που μετανιωμένη τώρα με ξαναφώναζε κοντά της. Δε μ αρέσουν οι άνθρωποι που ανακατώνουνται στις δουλειές των άλλων, κι εννοούσα να της το αποδείξω. Με την ουρά μου χαμηλή έφυγα και κατέβηκα στο αμπάρι, όπου ξέσπασα στα ποντίκια. Όσα παρουσιάστηκαν, όλα τα έπνιξα. Κι εκδικήθηκα έτσι την ανόητη κοπέλα που στάθηκε αιτία να γίνει τόση περιττή φασαρία. Τη νύχτα σταματήσαμε σ ένα λιμένα. Βάρκες σίμωσαν με φωνές και φασαρία, κόσμος ανέβηκε, άλλος κατέβηκε, μα τ αφεντικά μου δεν παρουσιάστηκαν. Μόνος ο Μήτσος ανέβηκε στο κατάστρωμα κι έπιασε κουβέντα μ ένα βαρκάρη, 19

μπαρμπα-λάμπρο. Ζητούσε νέα για κάποιον, λέει, μπάρμπα του, τον καπετάν Μανόλη, και για έναν εξάδελφό του Περικλή, που κάθουνταν με τον καπετάν Μανόλη. Καλά ήταν όλοι στο Ηράκλειο, αποκρίθηκε ο μπαρμπα- Λάμπρος, καλά ήταν και η Γιαγιά, και τον έστειλαν να πει χαιρετίσματα, γιατί ήταν γέροι πολύ και μικρός ο Περικλής, και δεν μπορούσαν να έλθουν νύχτα να δουν τ αφεντικά μου. Δε μ ενδιέφερε η κουβέντα, δεν ήξερα κανέναν απ αυτούς που ανέφεραν, κι έτσι κοίταζα και άκουα άλλες κουβέντες γύρω μου. Ο λιμένας λέγουνταν Σούδα, και ο τόπος εκείνος Κρήτη. Ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του αφέντη μου. Είναι, λέει, νησί, δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι γης τριγυρισμένο από νερό. Επειδή όμως δεν έκανα το γύρο, δε σας το βεβαιώνω. Μ αρέσει να λέγω μόνον ό,τι είδα ο ίδιος. Φύγαμε προτού χαράξει, και την αυριανή, πάλι τα χαράματα, είδαμε μια ξερή λουρίδα κίτρινη, όπου μεγάλες πέτρες ήταν ριχμένες μαζωχτές. Όσο πλησιάζαμε, ξεχώριζα πως η λουρίδα ήταν γη και οι πέτρες ήταν σπίτια και ανεμόμυλοι. Ύστερα είδα κατάρτια και πλοία πολλά, ύστερα μαύρα βουνά από κάρβουνα, άσπρα βουνά από σακιά, κίτρινα βουνά από ξύλα, όλα στοιβαγμένα στην προκυμαία. Ύστερα ξεχώρισα ανθρώπους που πηγαινοέρχουνταν. 20

Μα κανένα δέντρο δεν είδα. Αυτή ήταν η Αλεξάνδρεια. Είχαμε φθάσει. Ήταν όμως γραφτό πως δε θα τελείωνε καλά το ταξίδι μου. Πλησίασε το πλοίο και αράξαμε στην προκυμαία. Με μεγάλη μου απορία είδα ένα κύμα από ασπρουλιάρικα ρούχα με μαύρα κεφάλια να ρίχνεται στην ξύλινη σκάλα και να χύνεται στο πλοίο. Δε μου είχε τύχει ακόμα να δω μαύρους ανθρώπους, ούτε να τους ακούσω. Τους έβλεπα πρώτη φορά και όλους μαζί, που ανέβαιναν μαλώνοντας και φωνάζοντας. Φορούσαν κάτι παράξενα μακριά ποκάμισα, βρόμικα και μπαλωμένα, άλλα άσπρα, άλλα μπλου ξεβαμμένα, και άλλα μαύρα, που τα λεν «γκαλαμπίες». Για να μην τους εμποδίζουν στο βιαστικό τους ανέβασμα, τις είχαν πιάσει στα δόντια τους, ξεσκεπάζοντας τις φαρδιές τους βράκες και τις μακριές μαύρες τους γυμνές γάμπες. Πρέπει να ξέρετε πως από κουτάβι έχω αντιπάθεια απεριόριστη και ανίκητη για τις γυμνές γάμπες. Πρώτη φορά έβλεπα τόσες πολλές μαζί και όλες μαύρες. Μ έπιασε κακό που δε λέγεται, και άρχισα να πηδώ και να γαβγίζω, έτσι, από νευρικάδα. Εκείνη τη στιγμή, ένας γυμνοπόδαρος μονομάτης έφθασε τρεχάτος, σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους άλλους. 21

Άρπαξε τη βαλίτσα της Εύας, το σάκο της κυρίας Βασιωτάκη κι έσκυψε να πιάσει και άλλα δέματα. Το ποτήρι ξεχείλισε πια, το είχαν παραξηλώσει! Πέταξα ένα γάβγισμα και ρίχτηκα στα γυμνά πόδια του μαύρου που έβγαλε μια φωνή και πήδησε σ έναν πάγκο. Πίσω του κι εγώ. Αρπώ την γκαλαμπία του, τραβώ, γρυλίζω. Τι γίνηκε τότε δεν πολυξέρω. Πάταγος μεγάλος ακούστηκε, έκανα μια κουτρουβάλα στον αέρα και βρέθηκα χάμω, ανάμεσα σε βαλίτσες, χέρια και πόδια που αλληλοχτυπιούνταν και αλληλοπολεμιούνταν. Ήμουν κάπως ζαλισμένος, μα την γκαλαμπία δεν την άφηνα από τα δόντια μου. Γύρω μου με ξεκούφαιναν οι φωνές. Κάποιος με τραβούσε, άλλος με χτυπούσε... Έξαφνα ο μαύρος μού ξέφυγε, αφήνοντας ένα κομμάτι πανί στα δόντια μου, κι έτρεξε κατά τη σκάλα. Όρμησα πίσω του. Γύρευα τα γυμνά του πόδια. «Να φορέσεις παπούτσια! Να φορέσεις παπούτσια!» του γάβγιζα έξω φρενών, αρπάζοντας πάλι το ρούχο του. Σε μια στιγμή η γκαλαμπία του έγινε κουρέλι, σαν καλή ώρα το νταντελένιο μαντίλι της γαλανομάτας, και ρίχτηκα στη φαρδιά του βράκα. Αυτός, με το τρομαγμένο του μοναχικό μάτι απάνω μου και τα χέρια σηκωμένα, ξεφώνιζε: «Αφρίτ! Αφρίτ!» που θα 22

πει: «Ο διάβολος! Ο διάβολος!». Και φοβούνταν να με πιάσει, αυτός κοτζάμ άντρας, εμένα τον τόσο δα. Θα πάθαινε και η βράκα του τα ίδια της γκαλαμπίας, αν δεν πρόφθαινε ο Μήτσος. Με μια κοφτή στη μύτη, με ανάγκασε ν ανοίξω το στόμα. Κι έτσι γλίτωσε ο μονομάτης μαύρος που ακόμα τρέχει. Μ έπιασε από το κολάρο ο Μήτσος και μ έσυρε πίσω. Μου έδωσε μια-δυο στη ράχη και μ έδεσε με το λουρί. Η μητέρα του δυσαρεστημένη αργοκουνούσε το κεφάλι. «Μα τι πράμα είναι αυτό το σκυλί! Καλέ, αυτός είναι άγριος! Πρόσεχε, Χρήστο, μη σου ριχθεί και σένα», είπε σ έναν νέο που στέκουνταν χαμογελώντας πλάγι της. «Α μπα, μη φοβάσαι», αποκρίθηκε ο νέος, «με ξέρει εμένα, είμαστε παλιοί φίλοι. Δεν είναι έτσι, Σκαμπ;» Του έριξα μια ματιά, μα δεν κατάλαβα. Ποιανού μιλούσε άραγε; Με κοίταζε μένα, και όμως δεν τον ήξερα καθόλου. «Είναι καλής ράτσας σκυλάκι, καλά τον διάλεξες, Χρήστο», είπε ο Μήτσος. «Πήρε το χαμάλη για κλέφτη και του ρίχτηκε. Αυτό πρέπει να σ ευχαριστεί, Μητέρα, και να σε καθησυχάζει πως θα έχομε στο σπίτι καλό φύλακα». Πολύ με κολάκεψαν τα λόγια του Μήτσου, τόσο που δε σκοτίστηκα ν ακούσω τα παρακάτω, ούτε ν ακολουθήσω τον αφέντη μου, που κατέβηκε στην προκυμαία με την κυρά μου, την Εύα και τον ξένο Χρήστο. 23

Όλοι μαζί μπήκαν σ ένα ωραίο αμάξι, με ασπροντυμένο αμαξά και δύο μεγάλα άλογα, κι έφυγαν. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πως είμαι από καλή ράτσα. Μα το είχε πει ο Μήτσος, και ο Μήτσος βέβαια ήξερε, αφού είχε μουστάκι και αφού ήταν τόσο όμορφο παλικάρι. Φουσκωμένος από υπερηφάνεια τον άφησα να με κατεβάσει και μένα στην προκυμαία, να με βάλει σε άλλο αμάξι, όπου μπήκε με τα μικρότερα αδέλφια του, και να με πάρει όπου ήθελε. Φθάνει που με βαστούσε ο Μήτσος και ήμουν ευχαριστημένος. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την κοινωνία. Και δε γνώριζα ακόμα τις ματαιότητες του κόσμου. 24