7. Kαρβονυλικά Xρώματα

Σχετικά έγγραφα
6. Δι- και Tρι-Αρυλο-Μεθινικά Χρώματα και τα N-Ανάλογά τους

Οργανική Χημεία. Χημεία καρβονυλικών ενώσεων & Κεφάλαιο 19: Αλδεϋδες και κετόνες

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ. Πηκτίνες

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 4 η : Ιοντικοί Δεσμοί Χημεία Κύριων Ομάδων. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

Οργανική Χημεία. Κεφάλαιο 26: Βιομόρια: υδατάνθρακες

ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΎΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤEΣ

Φασματοφωτομετρία. Φασματοφωτομετρία είναι η τεχνική στην οποία χρησιμοποιείται φως για τη μέτρηση της συγκέντρωσης χημικών ουσιών.

Οργανική Χημεία. Κεφάλαια 20 & 21: Καρβοξυλικά οξέα, παράγωγα τους και αντιδράσεις ακυλο υποκατάστασης

13. Φυσικοχημεία της βαφής

ΤΕΣΤ 30 ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΧΗΜΕΙΑΣ

πρωτεϊνες νουκλεϊκά οξέα Βιολογικά Μακρομόρια υδατάνθρακες λιπίδια

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗ. Αυτότροφοι και ετερότροφοι οργανισμοί. Καρβουντζή Ηλιάνα Βιολόγος

καρβοξυλικά οξέα μεθυλοπροπανικό οξύ

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 8 η : Υγρά, Στερεά & Αλλαγή Φάσεων. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

Διαλύματα - Περιεκτικότητες διαλυμάτων Γενικά για διαλύματα

Μg + 2 HCL MgCl 2 +H 2

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ Τομέας Φαρμακευτικής Χημείας. Ιωάννης Ντότσικας. Επικ.

Παράγοντες που εξηγούν τη διαλυτότητα. Είδη διαλυμάτων

Οργανική Χηµεία. Κεφάλαιο 26: Βιοµόρια: υδατάνθρακες

πρωτεΐνες πολυμερείς ουσίες δομούν λειτουργούν λευκώματα 1.Απλές πρωτεΐνες 2.Σύνθετες πρωτεΐνες πρωτεΐδια μη πρωτεϊνικό μεταλλοπρωτεΐνες

ΧΗΜΕΙΑ Ο.Π. ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Γενικό Τμήμα Εργαστήριο Χημείας, Καθηγητής Μόσχος Πολυσίου ΣΑΚΧΑΡΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΧΗΜΕΙΑΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΧΗΜΕΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΦ.3.1: ΧΗΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ (α)

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 2 η : Αντιδράσεις σε Υδατικά Διαλύματα. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

ΘΕΜΑ Α Για τις προτάσεις A1 έως και Α5 να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της πρότασης και, δίπλα, το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή επιλογή.

Οργανική Χημεία. Κεφάλαιο 17 & 18: Αλκοόλες, θειόλες, αιθέρες και εποξείδια

Οργανική Χηµεία. Κεφάλαιο 17 & 18: Αλκοόλες, θειόλες, αιθέρες και εποξείδια

Αντιδράσεις οξείδωσης αναγωγής οργανικών ενώσεων.

ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Οι φυσικές καταστάσεις της ύλης είναι η στερεή, η υγρή και η αέρια.

5. Αζα [18] Αννουλένια

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 12 η : Υδατική ισορροπία Οξέα & βάσεις. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

Αντιδράσεις Πολυμερών

5. Αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής

9 ΒΑΣΙΚΕΣ ΧΗΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΩΝ

ΑΜΥΛΟ Ζελατινοποίηση αμύλου. Άσκηση 4 η Εργαστήριο Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (2) ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΧΗΜΕΙΑΣ Για τη Β τάξη Λυκείου ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Ηλεκτρονιόφιλα Πυρηνόφιλα αντιδραστήρια. Επίκουρος καθηγητής Χρήστος Παππάς

Διαγώνισμα στην Οργανική.

2013 ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΜΑ 1Ο Μονάδες Μονάδες 5

10 o Μάθημα. Οργανική Χημεία Θεωρία Μαθήματα Ακαδημαϊκού Έτους

«ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ» ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Δρ. Γεώργιος Μαντάνης Εργαστήριο Τεχνολογίας Ξύλου Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου

ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Ενότητα : Σύνθεση Ακετανιλιδίου

ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ & Δ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

ÁÎÉÁ ÅÊÐÁÉÄÅÕÔÉÊÏÓ ÏÌÉËÏÓ

Περιβαλλοντική Χημεία

C x H y -OH. C x H 2x+2 y (OH) y. C x H 2x+1 OH

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΕΧΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ & ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ. Πηκτίνες

ΑΜΙΝΕΣ. Νικόλαος Αργυρόπουλος

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ STEM: ΒΙΟΛΟΓΙΑ, ΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ

Καρβονυλικές ενώσεις. Επίκουρος καθηγητής Χρήστος Παππάς

ΚΑΡΒΟΞΥΛΙΚΑ ΟΞΕΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

ΘΕΜΑ 1ο: Πολλαπλής Επιλογής

Μεταλλικός δεσμός - Κρυσταλλικές δομές Ασκήσεις

Ανάλυση Τροφίμων. Ενότητα 9: Υδατική ισορροπία Οξέα και βάσεις Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ακαδημαϊκό Έτος

ΑΡΧΗ LE CHATELIER - ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ

ΧΗΜΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2013

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

Χημεία Β ΓΕΛ 21 / 04 / 2019

ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ "ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ"

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΧΗΜΕΙΑΣ 2014 Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2016 Β ΦΑΣΗ

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015

Νίκου και Δέσποινας Παττίχη 116, ΛΕΜΕΣΟΣ (100 μέτρα από τον κυκλοφοριακό κόμβο Τροόδους) Τηλ , ΦΑΞ:

5. ΟΞΕΑ ΚΑΙ ΒΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οξέα και βάσεις κατά Arrhenius

ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΜΕ ΑΝΘΡΑΚΙΚΑ ΙΟΝΤΑ

Χημικές αντιδράσεις καταλυμένες από στερεούς καταλύτες

Ανάλυση Τροφίμων. Ενότητα 10: Εφαρμογές υδατική ισορροπίας Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ακαδημαϊκό Έτος

2. ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγικά. Σύνταξη, ταξινόμηση και τάξεις οργανικών ενώσεων. Τρόποι γραφής οργανικών ενώσεων. Λειτουργικές ομάδες.

Θρεπτικές ύλες Τρόφιµα - Τροφή

ΦΑΣΜΑΤΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2010 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ν. ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ( Ε.Κ.Φ.Ε ) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ

Γ.Κονδύλη 1 & Όθωνος-Μ αρούσι Τ ηλ. Κέντρο: , /

Χρώμα και τρόφιμα. μαζί με τα πρόσθετα των τροφίμων

Εργασία για το μάθημα της Βιολογίας. Περίληψη πάνω στο κεφάλαιο 3 του σχολικού βιβλίου

σύμφωνα με τη θεωρία της μεταβατικής κατάστασης. Ισχύει ότι: Α. E 1 ΔH = E 3 Σελίδα 1 από 7 g g g Δ g

β. [Η 3 Ο + ] > 10-7 Μ γ. [ΟΗ _ ] < [Η 3 Ο + ]

Σύντομη περιγραφή του πειράματος. Διδακτικοί στόχοι του πειράματος

Κεφάλαιο 3 Χημικές Αντιδράσεις

1 ο Διαγώνισμα Χημείας Γ Λυκείου Θ Ε Μ Α Τ Α. Θέμα Α

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Ταξινόμηση της ύλης Διαλύματα Περιεκτικότητες διαλυμάτων. Χημεία Α Λυκείου Διδ. Εν. 1.5 π. Ευάγγελος Μαρκαντώνης 2 ο ΓΕΛ Αργυρούπολης


ΧΗΜΕΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

Δρ. Ιωάννης Καλαμαράς, Διδάκτωρ Χημικός. Όλα τα Σωστό-Λάθος της τράπεζας θεμάτων για τη Χημεία Α Λυκείου

διπλός δεσμός τριπλός δεσμός

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

1.1. Να γράψετε στο τετράδιό σας το γράµµα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση:

Transcript:

7. Kαρβονυλικά ρώματα 7.1. Γενικά Μεταξύ των φυσικών χρωμάτων τα καρβονυλικά κατέχουν ιστορικά εξέχουσα θέση. Το σπουδαιότερο φυσικό χρώμα ήταν το ινδικό 7.1.1.. Το 6,6 -διβρωμο-ινδικό (tyrian purple) ήταν πιθανόν το ακριβότερο χρώμα που χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους. Από την άλλη μεριά, τα ανθρακινονικά χρώματα αναγωγής, μια νέα, μεγάλη και σημαντική ομάδα καρβονυλικών χρωμάτων, αναπτύχθηκαν αργότερα συνθετικά. 5 4 3 1 7' 6' 6 7 1 2 2 3 4' 5' Ινδικό Όταν = Iνδικό, =Se Σεληνινδικό, =S Θειοϊνδικό, = Οξυινδικό (7.1.1) Ένα άλλο φυσικό χρώμα ιστορικής σημασίας ήταν το κόκκινο της Τουρκίας (Turkey Red), ένα σύμπλοκο αργιλίου-ασβεστίου της αλιζαρίνης 7.1.2 (1,2-διυδροξυ-ανθρα κινόνη). 2 Al 2 Ca 2 (7.1.2) Όλα τα χρώματα, που εξετάζονται σε αυτό το κεφάλαιο, έχουν στο μόριό τους δύο τουλάχιστον καρβονυλικές ομάδες σε συζυγιακή θέση με άνθρακα με sp 2 υβριδισμό. C n=1-4 C R C R' C n

(7.1.3) Tα σπουδαιότερα χρώματα της κατηγορίας αυτής είναι το ινδικό και τα παράγωγά του, η ανθρακινόνη και τα παράγωγά της και ανώτερες πολυκυκλικές καρβονυλικές ενώσεις. μεγάλη σημασία αυτών των χρωμάτων οφείλεται σε δύο λόγους: 1. Με σχετικώς μικρά συζυγιακά συστήματα παρουσιάζουν υψηλού μήκους κύματος απορροφήσεις, ιδίως στο ινδικό και στην ανθρακινόνη. 2. Στην ικανότητά τους, εξαιτίας των συζυγιακών καρβονυλίων, να ανάγονται σε υδατοδιαλυτές διενόλες και να χρησιμοποιούνται με αυτή τη μορφή ως χρώματα αναγωγής (vat dyes) για βαφή, κυρίως, βαμβακερών ινών. 7.2. Ινδικό και παράγωγα αυτού 5 4 3 1 7' 6' 6 7 1 2 2 3 4' 5' Ινδικό Όταν = Iνδικό, =Se Σεληνινδικό, =S Θειοϊνδικό, = Οξυινδικό (7.1.1) Tο ινδικό 7.1.1, από το οποίο πήρε το όνομά της η ομάδα αυτή των καρβονυλικών χρωμάτων (ινδικοειδή), είναι ένα από τα πρώτα γνωστά στον άνθρωπο χρώματα. Στη φύση βρίσκεται με τη μορφή του άχρωμου γλυκοζίτη ινδικάνη, που προέρχεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική (Indigofera tinctoria) και συναντάται στις Iνδίες, στην Iάβα και στην Kίνα. διευκρίνιση της δομής του έγινε από τον A.von Bayer το 1870 ενώ ο K.eumann το συνέθεσε για πρώτη φορά το 1890. Tο ινδικό είναι αδιάλυτο στο νερό και στα αραιά οξέα ενώ σε οργανικούς διαλύτες και πυκνό θειικό οξύ παρουσιάζει μέτρια έως ικανοποιητική διαλυτότητα. Aνακρυσταλλώνεται από οργανικούς διαλύτες υψηλού σημείου ζέσεως σε μπλε πρισματικούς κρυστάλλους με χαλκοκόκκινη λάμψη. Mε φασματοσκοπική και κρυσταλλογραφική ανάλυση με ακτίνες έχει διαπιστωθεί ότι το ινδικό έχει trans-διαμόρφωση, τόσο σε στερεά κατάσταση όσο και σε διάλυμα, αντίθετα από τα -υποκατεστημένα παράγωγά του και τα θειο-,οξυ- και σελην- ινδικό. διαμόρφωση αυτή ευνοείται ενεργειακά λόγω του σχηματισμού δεσμών υδρογόνου --=C. Aπό διαγράμματα ακτίνων προκύπτει ότι κάθε μόριο ινδικού στη στερεά κατάσταση περιβάλλεται από άλλα τέσσερα μόρια συνδεδεμένα με αυτό με δεσμούς υδρογόνου και αυτό δικαιολογεί και το υψηλό σημείο τήξεώς του (390-392 C). Mπλε χρώμα έχουν, επίσης, και τα διαλύματα του ινδικού σε πολικούς διαλύτες, όπου το ινδικό βρίσκεται με τη μορφή συσσωματωμάτων. Tο φαινόμενο της σύζευξης των μορίων σε διαλύματα είναι χαρακτηριστικό ορισμένων χρωμάτων και εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την πολικότητα του διαλύτη, την ύπαρξη στο μόριο πολικών ομάδων, π.χ. σουλφοομάδων, και το μοριακό βάρος του χρώματος. Αύξηση του μοριακού βάρους και ελάττωση του αριθμού των σουλφοομάδων κάνουν το μόριο πιο υδρόφοβο, με αποτέλεσμα την τάση για σύζευξη. Eπίσης, ο βαθμός σύζευξης αυξάνεται με την προσθήκη ηλεκτρολυτών και με την ελάττωση της θερμοκρασίας. Γενικώς, αυτός μπορεί να κυμαίνεται από 2 μέχρι 500. Aιτία της σύζευξης είναι πολικές δυνάμεις και δεσμοί υδρογόνου που αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων.

Aντιθέτως, τα διαλύματα του ινδικού σε μη πολικούς διαλύτες έχουν χρώμα κόκκινο έως ιώδες. Το ινδικό απαντάται σε αυτά με τη μονομοριακή μορφή. Aυτή η αλλαγή χρώματος οφείλεται, εν μέρει, στη σύζευξη των μορίων, είναι όμως και συνάρτηση της πολικότητας του διαλύτη, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα 7.1. Πίνακας 7.1. Eπίδραση του διαλύτη στην απορρόφηση Kαι οι υποκαταστάτες, επίσης, επιδρούν σημαντικά στο μέγιστο της απορρόφησης και η επίδραση αυτή μπορεί να προβλεφθεί και να υπολογισθεί κβαντοχημικά. Tο λ max αυξάνει με την εισαγωγή σε ορισμένη θέση στο μόριο υποκαταστατών δοτών ηλεκτρονίων, κατά την ακόλουθη σειρά: 6-<7-<4-<5-. Aντίστροφη είναι η επίδραση υποκαταστατών δεκτών ηλεκτρονίων. Έτσι, το 6-νιτροπαράγωγο απορροφά σε μεγαλύτερο μήκος κύματος από το 5-παράγωγο. Ως χρώματα με πρακτικό ενδιαφέρον χρησιμοποιούνται, κυρίως, τα αλογονωμένα, καθώς και μερικά μεθυλο-, μεθοξυ- και βενζο- παράγωγα. Τα ινδικοειδή χρώματα βάφουν βαμβακερές ίνες και, κυρίως, τα μπλου τζινς. Αυτά σήμερα παράγονται αποκλειστικώς συνθετικά, με πρώτη ύλη την ανιλίνη, με μετατροπή της σε φαινυλο-γλυκίνη C 6 5 C 2 C - και κυκλοποίηση. 7.3. Ανθρακινόνη και παράγωγα αυτής 7 8 1 2 6 5 4 3 Ανθρακινόνη (7.3.1) μητρική ένωση της ομάδας αυτής, η ανθρακινόνη 7.3.1, έχει ελαφρώς κίτρινη χροιά με λ max =327 nm (σε C 2 Cl 2 ). Eπομένως, είναι μια χρωματισμένη ένωση, αλλά δεν είναι χρώμα. Παράγωγα της ανθρακινόνης και, κυρίως, γλυκοζίτες της με γλυκόζη και ραμνόζη, απαντώνται στη φύση σε πολλές δρόγες και χρησιμοποιούνται ως καθαρτικά φάρμακα (δρόγη = φυτική, ζωική ή ορυκτή

ουσία, μίγμα ανόργανων ή/ και οργανικών ενώσεων που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων καλλυντικών) [1-3]. Η παρουσία του ζαχάρου στο μόριο αυξάνει τη διαλυτότητα σε νερό του αδιάλυτου ανθρακινονικού μορίου και είναι, επομένως, απαραίτητη για τη φαρμακολογική του δράση. Οι ανθρακινόνες απαντώνται συχνά και με τις ανηγμένες μορφές όπως λ.χ. η ανθρόνη 7.3.2 και η διανθρόνη 7.3.3, ανηγμένες στο ένα καρβονύλιο. Ένα φυσικό χρώμα, γνωστό από την αρχαιότητα, είναι το Turkey Red, σύμπλοκο 1/1/2 αργιλίου/ασβεστίου/αλιζαρίνης 7.1.2. αλιζαρίνη 7.3.4 είναι η 1,2-διυδροξυανθρακινόνη και βρίσκεται στο ριζάρι (Rubia tinctorum). Ανθρόνη (7.3.2) Διανθρόνη (7.3.3) Mε εισαγωγή στο μόριο της ανθρακινόνης απλών υποκαταστατών δοτών ηλεκτρονίων προκύπτουν υποκατεστημένα ανθρακινονικά παράγωγα που απορροφούν σε όλες τις περιοχές του ορατού φάσματος, ανάλογα με την ισχύ του ηλεκτρονικού φαινομένου των υποκαταστατών (< 2 <Ar), όπως φαίνεται στον πίνακα 7.2. Τα υποκατεστημένα σε α-θέσεις παράγωγα (1-, 4-, 5-) παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη βαθυχρωμική μετατόπιση. Eίναι φανερό, λοιπόν, ότι με την εισαγωγή του επιθυμητού υποκαταστάτη στην κατάλληλη θέση, μπορούν να συντεθούν σχετικά απλές ενώσεις που απορροφούν σε όλες τις περιοχές του ορατού φάσματος. Έτσι, π.χ. η 1,4-διφαινυλαμινο-ανθρακινόνη 7.3.5 είναι πράσινη ενώ τα πράσινα αζωχρώματα έχουν πολυπλοκότατη δομή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ευχέρεια του τρόπου βαφής (χρώματα αναγωγής) και τις εξαιρετικές ιδιότητες αντοχής που παρουσιάζουν τα χρώματα αυτά, προσδίδει στα καρβονυλικά χρώματα γενικά και στης ανθρακινόνης ειδικότερα τεράστια σημασία και εξέχουσα θέση μεταξύ των συνθετικών χρωμάτων.

Τα απλά υποκατεστημένα ανθρακινονικά παράγωγα μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε απευθείας ως χρώματα αναγωγής για βαφή βαμβακερών ινών, κυρίως, είτε ως ενδιάμεσες ύλες για τη σύνθεση έγχρωμων πολυσυμπυκνωμένων καρβονυλικών ενώσεων, π.χ. ινδανθρόνη. Αλιζαρίνη (7.3.4) 1,4-Διφαινυλαμινο-ανθρακινόνη (7.3.5) Πίνακας 7.2. Aπορρόφηση υποκατεστημένων ανθρακινονών θέση των υποκαταστατών επηρεάζει όχι μόνο το μήκος του μέγιστου της απορρόφησης, αλλά και άλλες ιδιότητες εξαιτίας του σχηματισμού δεσμών υδρογόνου μεταξύ υποκαταστατών και καρβονυλικών ομάδων, π.χ. την εξαχνωσιμότητα προκειμένου για χρώματα διασποράς, τη συγγένεια με το υπόστρωμα, την αντοχή στο φως και τη δυνατότητα αναγωγής προκειμένου για χρώματα αναγωγής. Aνθρακινονικά παράγωγα, που φέρουν σε β-θέσεις υδροξυ- ή αμινο-ομάδες, που σχηματίζουν διαμοριακούς δεσμούς υδρογόνου, παρουσιάζουν έναντι των α-υποκατεστημένων παραγώγων μεγαλύτερη διαλυτότητα και συγγένεια με το υπόστρωμα. Eπίσης, εξαχνώνονται πιο δύσκολα. Aντιθέτως, ο σχηματισμός ενδομοριακών δεσμών υδρογόνου (α-υποκατεστημένα παράγωγα) επηρεάζει την αντοχή των ενώσεων αυτών στο φως και στις υγρές κατεργασίες. Tο είδος των δεσμών υδρογόνου επηρεάζει, όπως είναι φυσικό, και το σημείο τήξεως. Διαμοριακοί δεσμοί υδρογόνου προκαλούν ανύψωση του σημείου τήξεως μέχρι και τους 100 C. Mε τη διευκρίνιση της σύνταξης της αλιζαρίνης από τους A.Graebe και A.Liebermann το 1868 μπήκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της χημείας της ανθρακινόνης, που γνώρισε μεγάλη άνθιση τα επόμενα 50

χρόνια. Συνδεδεμένα με τις εξελίξεις στον τομέα αυτό είναι τα ονόματα των W..Perkin, R.E.Schmidt, M.Kunz κ.ά. 7.4. Υποκατεστημένες ανθρακινόνες ως χρώματα αναγωγής Τα χρώματα αναγωγής είναι καρβονυλικά χρώματα που στην αρχική τους μορφή είναι αδιάλυτα στο νερό, με αναγωγή, όμως, μετατρέπονται στις αντίστοιχες λευκοενώσεις (ενολική μορφή), που είναι υδατοδιαλυτές. Με τη μορφή αυτή βάφουν τις κυτταρινικές ίνες από υδατικό διάλυμα. Στη συνέχεια, με το οξυγόνο του αέρα οξειδώνονται πάνω στην ίνα προς το αρχικό αδιάλυτο χρώμα. Όλα τα χρώματα αναγωγής περιέχουν στο μόριό τους αλυσίδα συζυγιακών διπλών δεσμών με δύο ακραίες καρβονυλικές ομάδες: C Αναγωγή C C C C C C n n Οξείδωση Χρώμα Λευκοένωση C (7.4.a) n=1: Ινδικό, βενζο-, ναφθο- και ανθρακινόνη n=2: Ανθανθρόνη, διβενζοπυρενοκινόνη κλπ. n=4: Πυρανθρόνη, διβενζανθρόνη, διπυραζολανθρόνη κλπ. n=5: 4, 4 -διβενζανθρανυλ-1,2-αιθυλενικά παράγωγα Οι δύο καρβονυλικές ομάδες μπορεί να βρίσκονται σε trans- ή cis-θέση. Ως αναγωγικό μέσο χρησιμοποιείται, συνήθως, υδροθειώδες νάτριο a 2 S 2 4 σε αλκαλικό περιβάλλον. S 2-2 4 + - + C C C C 2S -2 3 + 2 2 + - C C C C n n - (7.4.b) Ανάλογα με τη συγκέντρωση ΟΗ-, τη συγκέντρωση ηλεκτρολύτη και τη θερμοκρασία στην οποία βάφουν, τα χρώματα αναγωγής διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Αυτά που βάφουν εν θερμώ (50-60 o C, 5g/l a, απουσία άλατος) και αυτά που βάφουν σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (25-30 o C, 2g/l a, 15-25g/l acl). Οι διαφορές αυτές οφείλονται στα δομικά χαρακτηριστικά των χρωμάτων. Οι λευκοενώσεις των εν θερμώ βαφόντων χρωμάτων είναι μεγάλα επίπεδα μόρια και παρουσιάζουν, κατά συνέπεια, μεγάλη συνάφεια με τις κυτταρινικές ίνες. Έτσι, παρά το γεγονός ότι υψηλές θερμοκρασίες μετατοπίζουν την ισορροπία του βαφικού συστήματος σε βάρος της προσρόφησης του χρώματος στην ίνα, αυτά μπορούν να βάψουν σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες χωρίς την προσθήκη άλατος. Η υψηλή θερμοκρασία αυξάνει την ταχύτητα διάχυσης και εμποδίζει το σχηματισμό μεγάλων συσσωματωμάτων μορίων χρώματος στο διάλυμα. Αντιθέτως, τα εν ψυχρώ βάφοντα χρώματα αναγωγής είναι ενώσεις σχετικά μικρού μοριακού βάρους. Οι λευκοενώσεις των χρωμάτων αυτών διαχέονται γρηγορότερα και έχουν μικρή συνάφεια, έτσι, ώστε για τη βαφή να είναι απαραίτητη σχετικά χαμηλή θερμοκρασία και μεγάλη συγκέντρωση ηλεκτρολύτη. Μια τρίτη κατηγορία χρωμάτων αναγωγής περιλαμβάνει αυτά που βάφουν σε μέτριες θερμοκρασίες (40-50 o C, 2g/l a, 10-20g/l acl). Η αναγωγή των παραγώγων του ινδικού και αυτών της ανθρακινόνης και ανώτερων πολυκυκλικών καρβονυλικών ενώσεων συνεπάγεται υψιχρωμική και βαθυχρωμική, αντιστοίχως, μετατόπιση των φασμάτων απορρόφησης των χρωμάτων αυτών. Τα απλούστερα από άποψη δομής χρώματα αναγωγής, είναι οι ακυλαμινοανθρακινόνες, που περιλαμβάνουν χρώματα κίτρινα, πορτοκαλί, κόκκινα και ιώδη. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της

κατηγορίας αυτής είναι τα παράγωγα των 1,4- και 1,5-υποκατεστημένων ακυλαμινοανθρακινονών (7.4.1-7.4.2) R Y Y κίτρινο ινδανθρενίου 2GF (7.4.1) R Y = Y = R= -C Y Y κίτρινο ινδανθρενίου 5GK C (7.4.2) Τα χρώματα αυτά βάφουν εν ψυχρώ προς αποφυγή υδρόλυσης της ακυλαμινοομάδας. Εκτός από τις υποκατεστημένες ανθρακινόνες και ανώτερες συμπυκνωμένες καρβονυλικές ενώσεις, αποτελούν σημαντικά χρώματα αναγωγής. Ενδεικτικά αναφέρονται: Σημαντικά από τεχνικής, αλλά και ιστορικής άποψης χρώματα αναγωγής για το βαμβάκι, είναι οι ινδανθρόνες. Το 1902 ο R.Bohn συνέθεσε για πρώτη φορά την ινδανθρόνη, C.I Vat blue 4 7.4.3, το πρώτο ανθρακινονικό χρώμα αναγωγής. Y (7.4.3) Οι ινδανθρόνες βάφουν εν θερμώ και έχουν μεγάλη αντοχή στο φως, μικρή όμως στα οξειδωτικά μέσα, γιατί ο διυδραζινικός δακτύλιος οξειδώνεται εύκολα προς αζινικό και προκύπτουν τα κίτρινα αζινικά παράγωγα. Επίσης, έχουν μικρή αντοχή σε δραστικές αναγωγικές συνθήκες, οπότε προκύπτουν ανεπιθύμητα παραπροϊόντα ενώ στις συνήθεις συνθήκες αναγωγής, ανάγονται μόνο οι δύο καρβονυλικές ομάδες. Η μητρική ένωση ινδανθρόνη 7.4.3 (μπλε ινδανθρενίου RS) χρησιμοποιείται, κυρίως, ως χρώμα επίστρωσης. Πολύ μεγαλύτερη αντοχή σε οξειδωτικά μέσα έχουν τα αλογονωμένα, (κυρίως τα χλωριωμένα), παράγωγα της ινδανθρόνης. Παράλληλα με την ινδανθρόνη, σε υψηλότερη θερμοκρασία παρασκευάσθηκε από τον

Bohn ένα κίτρινο χρώμα, η φλαβανθρόνη, C.I. Vat Yellow 1 7.4.4. Η πυρανθρόνη 7.4.5 είναι το καρβοκυκλικό ομόλογο της φλαβανθρόνης. (7.4.4) (7.4.5) Άλλη σημαντικότατη ομάδα ανθρακινονικών χρωμάτων αναγωγής είναι τα διφθαλοϋλοκαρβαζόλια, C.I. Vat Yellow 28 7.4.6, με πορτοκαλί, λαδοπράσινες, χακί και καφέ αποχρώσεις. Βάφουν σχεδόν αποκλειστικά εν θερμώ και έχουν καλές ιδιότητες αντοχής. (7.4.6)

Επίσης, η ομάδα φθαλοϋλακριδονών περιλαμβάνει χρώματα αναγωγής εξαιρετικής σταθερότητας, π.χ. το λαδοπράσινο ινδανθρενίου Β 7.4.7, που βάφει εν θερμώ και η βιολανθρόνη C.I. Vat Blue 20 7.4.8 και η ισοβιολανθρόνη 7.4.9. (7.4.7) (7.4.8) (7.4.9) 7.5. Iονικά ανθρακινονικά χρώματα Αυτά έχουν μία ή περισσότερες υδατοδιαλυτές ιονιζόμενες ομάδες, π.χ. σουλφονικές τα ανιονικά ή ομάδες τεταρτοταγούς αμμωνίου τα κατιονικά. Παραδείγματα:

2 S 3 Όταν Χ=Η, είναι απευθείας βάφον μπλε χρώμα για βαμβακερές ίνες, όταν Χ=S 2 C 2 C 2 S 3, είναι χρώμα αντίδρασης λαμπρό μπλε για βαμβακερές και μάλλινες ίνες (7.5.1) C 3 C 2 C 2 C 3 3 C Μπλε βασικό C 3 (7.5.2) 7.6. Aνθρακινονικά χρώματα διασποράς Αυτά δεν έχουν ιονικές ομάδες, ούτε ανιονικές ούτε κατιονικές και, επομένως, είναι αδιάλυτα στο νερό. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται για βαφή πολυεστερικών ινών ή οξικής κυτταρίνης, καθώς επίσης, και ως χρώματα επίστρωσης για βαφή στερεών επιφανειών με οργανικούς διαλύτες και βοηθητικά συγκολλητικά (κόλες, πολυμερή). Χρησιμοποιούνται, επίσης, και ως ελαιοχρώματα (λαδομπογιές). Οι υποκαταστάτες βρίσκονται στις θέσεις που φαίνονται στους τύπους 7.6.1 και 7.6.2. Όταν Χ=ΟΗ, και Υ=R και R=αλκύλιο ή αρύλιο, προκύπτουν αποχρώσεις του μπλε και πράσινου. Y (7.6.1)

R Y (7.6.2) 7.7. Θειικοί εστέρες λευκοενώσεων Από τις λευκοενώσεις του ινδικού με σούλφωση στο υδροξύλιο λαμβάνονται οι αντίστοιχοι σουλφικοί εστέρες ως λευκοί κρύσταλλοι. Αυτές είναι σταθερές και χρησιμοποιούνται απευθείας για βαφή βαμβακερών ινών, όπως και τα χρώματα του ινδικού, και στη συνέχεια πάνω στο ύφασμα οξειδώνονται από το οξυγόνο του αέρα. Πλεονεκτούν έναντι των καρβονυλικών χρωμάτων γιατί δεν μεσολαβεί το στάδιο της αναγωγής πάνω στο ύφασμα. Tο πιο γνωστό χρώμα αυτής της κατηγορίας είναι το Indigosol 7.7.1. 3 S S 3 Indigosol (7.7.1) 7.8. Καρβονυλικά χρώματα επίστρωσης (carbonyl pigments) Υπάρχουν δύο διαφορετικές δομικά ομάδες καρβονυλικών χρωμάτων επίστρωσης: i. τα ανθρακινονικά χρώματα αναγωγής και ανώτερες συμπυκνωμένες καρβονυλικές ενώσεις (κεφ. 7.4) και ii. Τα σχετιζόμενα με την κινακριδόνη 7.8.1 (cis, trans, διμερής 7.8.2). (7.8.1)

(7.8.2) Η κινακριδόνη μέχρι σήμερα έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ως χρώμα επίστρωσης (pigment). Αντιθέτως, πολλά χρώματα αναγωγής έχουν διπλή χρήση: εξαιτίας της μικρής διαλυτότητάς τους σε νερό και οργανικούς διαλύτες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως χρώματα επίστρωσης. Εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις, γνωστά χρώματα αναγωγής δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χημικής καθαρότητας, μεγέθους σωματιδίων ή έχουν πολύ μεγάλο κόστος για να χρησιμοποιηθούν ως χρώματα επίστρωσης (pigments). Μερικές ακυλαμινοανθρακινόνες 7.4.1 και βιολανθρόνες 7.4.8 χρησιμοποιήθηκαν ως χρώματα επίστρωσης αλλά σήμερα είναι μικρής σημασίας. Πολλά και σημαντικά χρώματα επίστρωσης σήμερα παράγονται με βάση την ινδανθρόνη 7.4.3 (C.I. Pigment Blue 60). Πρέπει να σημειωθεί ότι το συστηματικό όνομα της ινδανθρόνης αλλάζει σε C.I. Pigment Blue 60, όταν χρησιμοποιείται ως χρώμα επίστρωσης, δηλαδή C.I. Pigment Blue 60 C.I. Vat Blue 4. Επίσης, η φλαβανθρόνη 7.4.4 και η πυρανθρόνη 7.4.5 χρησιμοποιούνται σήμερα αποκλειστικά ως χρώματα επίστρωσης (C.I. Pigment Yellow 24 και C.I. Pigment range 40 αντιστοίχως). Η δεύτερη κατηγορία καρβονυλικών πιγμέντων είναι η κινακριδόνη 7.8.1 και τα παράγωγά της. Η ένωση 7.8.2 και ισομερείς της «διμερείς» κινακριδόνες παρασκευάσθηκαν πολύ πρόσφατα (1984). Οι κινακριδόνες είναι στερεά υψηλού σημείου τήξεως με έντονο χρώμα στην πορτοκαλλόχροη έως ιώδη περιοχή, ανάλογα με την κρυσταλλική μορφή του μορίου. Οι επτά διαφορετικές κρυσταλλικές διαμορφώσεις του μορίου δίνουν τις παραπάνω αποχρώσεις. Είναι διαλυτές σε ελάχιστους διαλύτες: πυκνό 2 S 4 ή τριτ. βουτυλοφορμαμίδιο (λ max 470nm και 540nm αντιστοίχως) [2, 4]. Βιβλιογραφία/Αναφορές 1. Rys, P. & Zollinger. (1976). Leitfaden der Farbstoffchemie. Weinheim: Verlag Chemie 2. Zollinger,. (1987). Colour Chemistry. Weinheim: VC Verlagsgesellschaft 3. Venkataraman, K. (1978). The Chemistry of Synthetic Dyes. London: Academic Press 4. Turner, G. (1980). Paint Chemistry. London, ew York: Chapman & all.