ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΕΚΛΙΩΜΗΣ Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 009
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΕΚΛΙΩΜΗΣ Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 009
Στούς γονεῖς μου
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 6 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεῖα γιά τό Μ. Ἀθανάσιο 8. Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεῖα γιά τόν Ἄρειο. Ἱστορικοδογματικό πλαίσιο καί γενική θεώρηση τῆς θεολογίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου 4. Ἱστορικοδογματικό πλαίσιο καί γενική θεώρηση τῆς θεολογίας τοῦ Ἀρείου 9 5. Δομή τῆς παρούσης ἐργασίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ / ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ. Θέσεις ἀρειανῶν 5. Περί τῶν ἡγετῶν καί προστατῶν τῶν ἀρειανῶν καί ἀρειανοφίλων καί περί ἄλλων αἱρετικῶν μέ τούς ὁποίους σχετίζεται ἡ Χριστολογία τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Τρόποι ἐνεργείας τῶν ἀρειανῶν καί φιλοαρειανῶν 4. Χαρακτηρισμοί τῶν ἀρειανῶν ἀπό τό Μ. Ἀθανάσιο 5 4 45
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Τό ἄκτιστον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό ἀΐδιον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό ὁμοούσιον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ πρός τόν Πατέρα α. Τριαδολογία β. Οἱ ὅροι «οὐσία» καί «ὑπόστασις» γ. Ἰσοδύναμοι ὅροι μέ τόν ὅρο «ὁμοούσιος» δ. Ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» ε. Οἱ ὅροι «ὁμοιούσιος» καί «ὅμοιος κατ οὐσίαν» 4. Ἡ ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων 47 59 60 60 65 68 69 8 84 5. Οἱ ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ (ἀδιάβλητα πάθη) 6. Ἡ ὕπαρξη ψυχῆς στό Χριστό 94 97 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Η ΕΝΣΑΡΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ. Ἡ αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Ἡ σωτηρία 00 0 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 06
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 08 Α. ΠΗΓΕΣ Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ 08 5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ὁ Μ. Ἀθανάσιος μέ τίς ἡρωϊκές προσπάθειές του νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀλήθεια μέ εἶχε συγκινήσει στό παρελθόν. Εἶχα ἀκούσει μία φράση, πού τήν εἶπε κάποιος μελετητής τῶν πατερικῶν ἔργων ἀναφερόμενος στόν μεγάλο αὐτόν ἅγιο πατέρα: «εἶναι ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων καί ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Ἔτσι ἄρχισα ν ἀσχολοῦμαι μέ τά ἔργα τοῦ ἁγίου πατρός. Ὅταν ἀνέλαβα ὅμως τή μεταπτυχιακή ἐργασία συνέβη νά κάνω συστηματικότερη μελέτη. Εὐχαριστῶ τόν πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση γιά τό ὅτι μέ ἀνέλαβε ὡς σύμβουλος καθηγητής στόν κύκλο τῶν μεταπτυχιακῶν μου σπουδῶν καί γιά τή συγκεκριμένη ἐργασία. Εὐχαριστῶ καί τίς λέκτορες Σουλτάνα Λάμπρου καί Ἄννα Καραμανίδου γιά τή συμβολή τους. Ἐπίσης εὐχαριστῶ ὅλους ὅσους συνέβαλαν ὥστε νά ὁλοκληρώσω τήν προσπάθεια αὐτή. Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 009 Ι. Δ. 6
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ édit OCP édition(s) Orientalia Christiana Periodica PG Patrologia Graeca, Cursus Completus, ἔκδ. J. P. MIGNE, Paris 857 9. ΑΠΘ Βλ. / Πρβλ. ΕΕΘΣΠΑ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Βλέπε / Παράβαλε Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ΕΕΘΣΠΘ/Τ.Π. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας ΕΠΕ ΕΦ ΙΜΘ κἄ. ἔκδ. / ἐκδ. ΠΕΘ ΠΙΠΜ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας Ἐκκλησιαστικός Φάρος Ἱερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης καί ἄλλα ἔκδοση / ἐκδότης, ἐκδόσεις Πανελλήνιος Ἕνωσις Θεολόγων Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν σ. σελίδα σσ. ΤΕΜΑ τόμ. ΦΘΒ σελίδες Τόμος Ἑόρτιος Μεγάλου Ἀθανασίου τόμος Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεῖα γιά τό Μ. Ἀθανάσιο Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ πιό γνωστός πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ κυριώτερος ὑποστηρικτής τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στόν ἀρειανισμό. Γιά τό ζῆλο του αὐτό ἐξορίστηκε πέντε φορές διερχόμενος τά δεκαέξι περίπου ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ἀπό τά σαρανταέξι συνολικῶς, στήν ἐξορία. Γεννήθηκε τό 95 στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε φιλοσοφία καί θεολογία 4. Γιά λίγο καιρό ἔμεινε κοντά στό Μ. Ἀντώνιο στήν ἔρημο ζώντας ἀσκητική ζωή. Γύρισε ὅμως γρήγορα στήν πόλη, γιά ν ἀφιερωθεῖ ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 45 ΜΟΥΤΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, σ. 6. Ὁ ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 45, ἀναφέρει ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος «ἔμεινε γιά δεκαεπτά χρόνια μακριά ἀπό τό θρόνο του». Ὁ ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 6 γράφει γιά τό Μ. Ἀθανάσιο ὅτι «Ἠρχιηράτευσεν ἐπί 45 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων διῆλθεν τά 0 εἰς τήν ἐξορίαν, τά δέ ὑπόλοιπα ἐν συνεχεῖ περισπασμῷ». Ὁ ΙΔΙ ΟΣ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 7 λέει γιά τό ἴδιο θέμα «ἐκόσμησε τόν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπί 46 ἔτη ἐκ τῶν ὁποίων τά δεκαέξ διῆλθεν εἰς τήν ἐξορίαν». Μέ τήν τελευταία θέση συμφωνεῖ ἀκριβῶς καί ὁ ΚΡΙΚΩΝΗΣ, «Γενική παρουσίασις τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου», σ. 4. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 6. Ὁ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 6, ὑποστηρίζει τό 96. 4 ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 45. Προφανῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος δέν ἐπιδόθηκε σέ φιλοσοφικές μελέτες ἰδιαιτέρως, διότι ὁ ὅσ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς πληροφορεῖ σχετικῶς. «ὀλίγα τῶν ἐγκυκλίων ἐφιλοσόφησεν τοῦ μή δοκεῖν παντάπασιν τῶν τοιούτων ἀπείρως ἔχειν», Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΑ, Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας 6, PG 5, 088B. ΕΠΕ 6,46. 8
στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας τόν χειροτόνησε διάκονο καί τόν χρησιμοποίησε ὡς προσωπικό του γραμματέα στή Σύνοδο τῆς Νικαίας, ὅπου καί ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο. Μετά τό θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου τό 8, ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας «ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατά τόν ὕστερον νικήσαντα πονηρόν τύπον». Ἦταν μικρόσωμος 4, ἀλλά εἶχε ἀλύγιστο χαρακτήρα καί δέν ὑποχωροῦσε σέ τίποτε ὡς πρός τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Στό πρόσωπό του ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Νικαίας βρῆκε τό σημαντικότερο ὑπερασπιστή της. Πέρασε ἀπό τρομερές κρίσεις κι εἶχε πολλές φορές ἀντιπάλους τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία, τό στρατό, τίς ψευτοσυνόδους καί τούς ἐπισκόπους τους. τά ἔβγαλε πέρα ὅμως μέ ὅλους γιατί ὁ ἴδιος ἄξιζε ὅσο κι ἕνα ὁλόκληρο στράτευμα 5. Παρά τήν τεράστια δραστηριότητά του στήν Ἐκκλησία, ζοῦσε βίο ἀσκητικότατο 6. Οἱ πέντε ἐξορίες τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἦταν ἐπί τῶν ἑξῆς ἀντιστοίχων αὐτοκρατόρων καί στά ἑξῆς σημεῖα: α) ἐπί Μ. Κωνσταντίνου στά Τρέβηρα τῆς Γαλλίας β) ἐπί Κωνσταντίου στή Ρώμη ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 45. ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ.45 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος ΚΑ, Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον, 8, PG 5, 089B. ΕΠΕ 6,48. 4 ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σσ. καί 6. 5 Πρβλ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 6. 6 ΜΟΥΤΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, σ. 48. Ἡ βιογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου στό ἔργο αὐτό παρουσιάζεται μέ γλαφυρό, ἁπλό, ἱστορικό, συνοπτικό ἀλλά καί συγκεφαλαιωτικό τρόπο καί γι αὐτό εἶναι ἀξιόλογη. 9
γ) ἐπί Κωνσταντίου στήν ἒρημο δ) ἐπί Ἰουλιανοῦ στή Θηβαΐδα ε) ἐπί Οὐάλη «στήν Ἀλεξάνδρεια κοντά, ἴσως καί μέσα σ αὐτή». Οἱ ἐχθροί τοῦ ὁσίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας εἶχαν χρησιμοποι ήσει πολλές συκοφαντίες γιά τό πρόσωπό του ὅπως ὅτι προκάλεσε τό φόνο τοῦ ἐπισκόπου τῶν μελιτιανῶν Ἀρσενίου καί κόβοντας τό χέρι του ἔπραττε μαγικά, ὅτι διέφθειρε μία παρθένο 4, ὅτι θέλησε νά σταματήσει τήν ἀποστολή σιταριοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Κωνσταντινούπολη 5, ὅτι διέταξε τόν πρεσβύτερο Μακάριο νά σπάσει τό ἅγιο Ποτήριον τοῦ ἱερέως Ἰσχύρα 6 κ. ἄ. Σ ὅλες τίς περιπτώσεις ἀπεδείκνυε τό ἀνυπόστατο τῶν κατηγοριῶν τῶν ἀντιπάλων του 7. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος παρά τίς συνεχεῖς διώξεις, ἐμπνευσμένος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα 8 συνέγραφε. Τά ἔργα του διακρίνονται σέ ἀπολογητικά, δογματικά, ἑρμηνευτικά, ἀσκητικά, ὁμιλίες καί ἐπιστολές 9. Στό πρόσωπο καί στό ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου βρίσκουμε σέ αὐξημένη κι ὁλοκληρωμένη μορφή τήν αὐθεντική θεολογική παράδοση, ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 46.. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ. 8. Ἐδῶ παρατίθεται ἡ πληροφορία ἀπ τόν ἱστορικό Σωκράτη, (Ἐκκλ. Ἱστορία Δ. ) ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος κρυβόταν «ἐν πατρῴῳ μνήματι». ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 6. 4 ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 7. 5 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 65. 6 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 6. 7 ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 6. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σσ. 6 καί 65. 8 Ὁ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας» σ. 6, ἀποκαλεῖ τό Μ. Ἀθανάσιο «ὅρος ἱερόν τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 9 ΤΣΑΜΗΣ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, σσ. 6. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Γ, σσ. 57 5. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σσ. 7 4. 0
ἡ ὁποία διέρχεται μέσῳ Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, Εἰρηναίου Λουγδούνου καί Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, γιά νά συνεχιστεῖ πάντοτε αὐθεντικῶς αὐξανομένη μέ τούς Καππαδόκες Πατέρες, μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, μέ τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, Μάξιμο Ὁμολογητή, Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, Συμεών τό Νέο Θεολόγο, Γρηγόριο τόν Παλαμά, Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του ὁ ὅσιος Πατήρ ἐργάσθηκε ἀδιατάρακτος στήν ἕδρα του. συνετέλεσε στή βαθμιαία ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἀνατολή καί βοήθησε τό Μ. Βασίλειο στήν ἐπέκταση τῆς ἐπιρροῆς του στή Δύση. Ἐκοιμήθη τή α Μαΐου 7. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν α Μαΐου καί μαζί μέ τόν ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας τήν 8 η Ἰανουαρίου.. Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεῖα γιά τόν Ἄρειο Ὁ Ἄρειος καταγόταν ἀπ τή Λιβύη (65 6) καί σπούδασε στή θεολογική σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας κι Ἀντιοχείας 4. Ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἐκκλησία τῆς Βαυκάλεως. ψηλός, λεπτός, μελαγχολικός καί ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ. 6. Πολύ σωστά παρατηρεῖ ὁ ΦΙΛΙΩΤΗΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, Ἡ περί Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία, σ. 9, ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος «δέν οἰκοδομεῖ μιά καινούργια θεολογία»κι ὅτι «στηριζόμενος στήν ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια» καί «βιώνοντας βαθιά τό μυστήριο τῆς πίστεως μπόρεσε νά προβάλει τή γνήσια πίστη τῆς Ἐκκλησίας». Τά πρόσωπα, πού ἀναφέρονται, ἀπ τόν ἅγ. Ἰγνάτιο τό Θεοφόρο ὡς τόν ἅγ. Νικόδημο τόν ἁγιορείτη, εἶχαν ὡς βάση στή ζωή τους τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση. Πρβλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ. 09. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 7. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 7. 4 ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 5.
ἀσκητικός, εὐγενικός καί πειστικός, εἶχε δικό του κύκλο ἀπό ὀπαδούς κι ἀφοσιωμένες παρθένες σ αὐτόν πού ὑπηρετοῦσαν στήν Ἐκκλησία. Ἐπέδρασε στίς ἰδέες του ἡ διαλεκτική φιλοσοφία καίρια καθώς καί οἱ ἰδέες τοῦ Ἀρτεμᾶ, τοῦ Παύλου Σαμοσατέως καί ἀρνητικῆς μερίδος τῆς Ἀντιοχιανῆς θεολογίας. Στό ἐρώτημα πῶς ὁ Χριστός εἶναι δυνατό νά εἶναι Θεός ἀφοῦ δέν εἶναι ὁ Πατήρ τή στιγμή, πού ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἔδωσε ὀρθολογιστική (καί συνεπῶς ἀντιχριστιανική ἀντιεκκλησιαστική λύση). Πίστευε λοιπόν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός ἀλλά κτίσμα καί γι αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας τόν καταδίκασε ἐξαναγκαζόμενος ἀπ τούς μελιτιανούς 4 καί τόν ἀφόρισε μέ σύνοδο τό 8 9 5. Οἱ Εὐσέβιος Καισαρείας καί Εὐσέβιος Νικομηδείας βοήθησαν τόν Ἄρειο στή συνέχεια νά διασώσει τή διδασκαλία του μέσῳ ὁμιλιῶν του καί ποιημάτων κοσμικοῦ τύπου, τή γνωστή «Θαλία» 6. Ἐπειδή ὁ Ἄρειος δέν ἔπαυσε νά διασαλεύει τίς ἁπλές συνειδήσεις τῶν πιστῶν καί διέσπειρε τήν αἵρεσή του συνεχῶς, συνῆλθε τό 5 στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, κοντά στή Νικομήδεια, ἡ Α Οἰκουμενική Σύνοδος, πού καταδίκασε τόν Ἄρειο ἐκ νέου προβάλλοντας τή θέση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τό γνωστό Σύμβολο τῆς Νικαίας 7. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 54. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 54. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σσ. 54 55. 4 ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ. 0. 5 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σ. 55. 6 ΧΡΗΣΤΟΥ, «Εἰσαγωγή», Μ. Ἀθανασίου ἔργα, τόμ., σ.0. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 5. 7 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σ. 59.
Παρόλες τίς δολοπλοκίες τῶν ἀρειανῶν νά ὑποσκελίσουν τούς ὀρθοδόξους ἤ νά τούς ἐξαπατήσουν δέν κατάφεραν αὐτό, πού ὑπολόγιζαν. ἐνῶ ὁ Ἄρειος εἶχε ὁμολογήσει (ψευδῶς) Ὀρθόδοξη Πίστη στόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο, κι ἐπρόκειτο νά γίνει δεκτός στήν Ἐκκλησία, τήν παραμονή τῆς ὁρισμένης ἡμέρας πέθανε σέ δημόσιο ἀποχωρητήριο τό 6.. Ἱστορικοδογματικό πλαίσιο καί γενική θεώρηση τῆς θεολογίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος δέν ὑπῆρξε συστηματικός θεολόγος, ὡστόσο ἀποτελεῖ τό στυλοβάτη πάνω στόν ὁποῖο θεμελιώθηκε ἡ ὅλη ἀνάπτυξη τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. Κατόρθωσε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἀπαλλάξει τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ ἐξελληνισμοῦ καί τῆς ὑπέρμετρης χρήσεως τῆς λογικῆς, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε στήν ἄρνηση τῶν βασικῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Βασικό σημεῖο τῆς σωτηριολογίας καί ἀνθρωπολογίας τοῦ ὁσίου πατρός εἶναι ὅτι τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσθενές, καί γι αὐτό ἡ ζωοποίησή του πρέπει νά προέλθει ἀπό τή Ζωή τοῦ ἀκτίστου Λόγου, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καί συνάμα ζωοποιεῖ, καί ἀπολυτρώνει τόν ἄνθρωπο μαζί μέ ὅλη τή δημιουργία. Εἶναι τό κεντρικό ἐπιχείρημά του Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης 9, PG 5, 58BC. ΕΠΕ 0, 7. Βλ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Γ, σ. 85. Ἀναλυτικότερα γιά τό θάνατο τοῦ Ἀρείου βλ. ΔΕ ΛΙΚΑΝΗΣ, Ἡ πρώτη ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος, σσ. 99 0. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σ. 79.
ἀπέναντι στόν ἀρειανισμό ἀλλά καί ἡ ἀφετηρία τῆς ἀναπτύξεως τῆς διδασκαλίας γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ὁ «στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀναγκάζεται ν ἀπαντήσει, καί ἀπαντᾶ σωστά σέ διάφορα θεμελιώδη προβλήματα, πού εἶχαν σχέση μέ σπουδαῖα θέματα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως Θεός Κόσμος Ἄνθρωπος Δημιουργία, Τριαδολογία, Ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ, Σωτηρία, Χριστολογία, Οἰκουμενική Σύνοδος, Πνευματολογία. Στήν ποικίλη αὐτή ἐκκλησιαστικοθεολογική κρίση ὁ ὅσιος πατήρ ἀντιμετωπίζει καίρια τά προβλήματα τοῦ καιροῦ του. Τέτοιου εἴδους κρίση κανείς πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀντιμετώπισε. Πρῶτος στήν ἱστορία τῆς θεολογίας ὁ Μ. Ἀθανάσιος δέχεται ταυτότητα φύσεως στά δύο πρόσωπα τῆς θεότητος ξεκάθαρα. Ἐπιπροσθέτως μέ τή θεολογία τῆς «φυσικῆς γεννήσεως» θεμελι ώνει γιά πρώτη φορά στήν Ἐκκλησία τήν ἀϊδιότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόλυτη διαφορά μεταξύ τῆς ἀτρέπτου φύσεως τοῦ Υἱοῦ καί τῆς τρεπτῆς φύσεως τῶν δημιουργημάτων 4. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία κατά τό Μ. Ἀθανάσιο», σ. 9. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ.. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ.4. 4 ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ. 7. Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ διάκριση ἀκτίστουκτιστοῦ καί συνεπῶς ἡ διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Σχετικῶς μέ τήν πρωτοπορία τοῦ Μ. Ἀθανασίου στό παραπάνω σημεῖο, ὁ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ παρατηρεῖ. «Σταθμόν εἰς τήν ἱστορικοδογματικήν πορείαν τῆς διακρίσεως μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσεν ὁ Μ. Ἀθανάσιος, διότι πρῶτος ἀνέπτυξε τήν ὀντολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως αὐτῆς, εἰς τρόπον ὥστε νά διακρίνεται σαφῶς πλέον ἡ οὐσία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπό τῶν κτισμάτων καί νά διασφαλίζεται οὕτως ἡ ὁμοουσιότης τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα καί μεταξύ των. Ἀγωνιζόμενος κατά τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν τόν Υἱόν ὡς γενόμενον ἐξ οὐκ ὄντων διά τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός, ὅπως καί ὅλα τά κτιστά ὄντα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος 4
Διάκριση καί διαλλακτικότητα ἐναρμονιζόμενες μέ βάση τήν ἀλήθεια παρατηροῦνται στήν ἀποδοχή ἀντί τοῦ «ὁμοούσιος» στή Σύνοδό τῆς Ἀλεξανδρείας τό 6, τῶν ὅρων «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός» ἤ «φύσει γέννημα» ἤ «ἀληθῶς φύσει Υἱός», διότι προέχει ἡ οὐσία κι ὄχι ὁ λεκτικός τύπος. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἐξαίρει τή διάκριση τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅπως καί τήν ἑνότητα αὐτῶν. ἐπεδίωξε νά καθορίσῃ σαφῶς τήν σχέσιν Πατρός, Υἱοῦ καί κτισμάτων ἐπί τῇ βάσει τῆς διακρίσεως μεταξύ φύσεως καί βουλήσεως ἤ ἐν ἄλλαις λέξεσιν οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι Πατήρ τοῦ Υἱοῦ του κατά βούλησιν ἀλλά κατά φύσιν. Συνεπῶς ὁ Υἱός ἀποτελεῖ ἴδιον τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός γέννημα καί ὡς ἐκ τούτου δέν πρέπει νά ταυτίζεται ὀντολογικῶς πρός τά κτίσματα, τά ὁποῖα προῆλθον εἰς τό εἶναι διά τῆς βουλήσεως καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἕνεκα τούτου ἀκριβῶς δέν σχετίζεται πρός τόν κτιστόν κόσμον κατ οὐσίαν ἀλλά μόνον διά τῶν ἐνεργειῶν του. Ὡς λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Υἱός ἐκτός μέν ἐστι τοῦ παντός κατ οὐσίαν, ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι, τά πάντα διακοσμῶν, καί εἰς πάντα ἐν πᾶσι τήν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν καί ἕκαστον καί πάντα ὁμοῦ ζωοποιῶν, περιέχων τά ὅλα καί μή περιεχόμενος, Οὐσία καί ἐνέργειαι, σ.. Νά διευκρινιστεῖ ἐδῶ ὅτι κι ἄλλοι μίλησαν γιά τή διάκριση οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ πρίν τό Μ. Ἀθανάσιο, ἀλλά αὐτός εἶναι, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε αὐτή τή θεολογική βάση βλ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργεια, σ. 8 0. Σχετικῶς μέ τή σημασία τῆς διακρίσεως κτιστοῦ ἀκτίστου, βλ. ΡΩ ΣΗΣ, Σύστημα Δογματικῆς, τόμ. Α, σ. 49. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Γένεσις καί οὐσία, σσ. 85 88. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας», σσ. 50 5. Στή σ. 5 σημειώνεται ὅτι ἡ διάκριση κτιστοῦ ἀκτίστου ἀποκρούει τόν πανθεϊσμό ἐνῶ ἡ στενή σύνδεση ἀποκρούει τή δυαρχία τους. ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ, Ἡ χρήση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σσ. 48 5. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς φιλοσοφίας, σσ. 95 0. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Θεολογία, κτισιολογία, ἐκκλησιολογία, σσ. 4 6. 8 8. ΛΙΑΛΙΟΥ, «Ἡ ἐπιστολή Ἀλεξάνδρου», σσ.4 5. ΦΙΛΙ ΩΤΗΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, «Οἱ χριστολογικές προϋποθέσεις», σ. 6. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες, σσ. 59 60. Νά διευκρινιστεῖ ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι μία, ἐπειδή μία εἶναι καί ἡ οὐσία Του, ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Ἡ Τριαδική ἑνότητα, σ. 8 καί πρβλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ἀθανάσιος περί Ἁγ. Πνεύματος», σ. 4. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ. 0. Πρός Σεραπίωνα 4,6, PG 6, 645C 648A. ΕΠΕ 4,4 «Ὁ γοῦν Πατήρ οὐκ ἐκ Πατρός ἐστι. Καί ὁ Υἱός κυρίως, καί μόνος Υἱός ἐστί καί τό Πνεῦμα δέ τό ἅγιον ἀεί Πνεῦμα ἅγιόν ἐστι. Οὕτω γάρ ἡ ἁγία Τριάς ἀναλλοίωτος διαμένει, ἐν μιᾷ θεότητι γινωσκομένῃ». Πρός Σεραπίωνα 4,, PG 6,65C. EΠΕ 4,50. «Ἀδιαίρετος γάρ ἐστιν ἡ ἁγία καί μακαρία, καί τελεία Τρι άς». ΜΟΥΤΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σ. 80. ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σσ. 68 καί 6. «ἐν τῇ Τριάδι ὑπάρχει ἡ μονάς καί ἐν τῇ μονάδι ἡ Τρι άς». «ἡ θεμελιώδης βάσις ἡ διάκρισις καί ἡ κοινωνία ἥτις ὑφίσταται μεταξύ τῶν τριῶν ἀϊδίων καί ὁμοουσίων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος». 5
Ἡ θεολογική του σκέψη εἶναι βαθύτατη, ἁπλή καί βιβλική. Χρησιμοποιεῖ πληθώρα χωρίων ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τά ὁποῖα συνδυαζόμενα κατάλληλα ἀποστομώνουν το ύς αἱρετικούς. Ἡ Χριστολογία, πού μεταχειρίζεται ὁ ὅσιος πατήρ δέν εἶναι ἀπόλυτα ἤ ἀποκλειστικά τοῦ τύπου Λόγος σάρξ διότι καί ὁ ἀντιοχειανός τύπος Λόγος ἄνθρωπος ἐμφανίζει στά ἀθανασιανά χριστολογικά κείμενα τήν ἴδια συνέπεια καί συχνότητα τήν ὁποία ἔχει καί ὁ προηγούμενος ἀλεξανδρινός τύπος Λόγος σάρξ, ἤ ὁ συνώνυμος Λόγος σῶμα. Ἡ ἀθανασιανή αὐτή συνήθεια ἀντιστοιχεῖ μέ τή χριστολογική διατύπωση «σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα» τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος τόν ὅρο «Υἱός» χρησιμοποεῖ στή σχέση τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ἐνῶ τόν ὅρο «Λόγος» στή θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως καί τῆς χριστολογίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, πού τά ἰδιώματα τῆς κάθε φύσεώς Του ἀντιδίδονται καί κοινοποιοῦνται στό πρόσωπό Του σέ καθεμιά ἀπό ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος σ. 6. Ὑπόψιν ὅτι ὁ ΠΑΠΑΡΝΑΚΗΣ σέ ὀγκώδη, ἐμβριθή καί ἀξιολογότατη μελέτη του, πού ἀπετέλεσε καί τή διδακτορική διατριβή του, Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀσχολήθηκε μέ τό Μ. Ἀθανάσιο ὡς ἑρμηνευτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πρβλ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 65. DRAGAS, «Ἐγένετο ἄνθρωπος», σσ. 9 0. Μέ τή θέση αὐτή φαίνεται νά συμφωνεῖ καί ὁ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σσ. 40 4. Ὁ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, σ. 66, θεωρεῖ ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετος στό χριστολογικό τύπο «Λόγος ἄνθρωπος». ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σσ. 4 4. 6
τίς δύο φύσεις Του, ἐπειδή καί οἱ δύο φύσεις εἶναι ἀπόλυτα ἑνωμένες στό πρόσωπο Του. Ἐπειδή ὅλη ἡ θεολογία τοῦ Μ. Ἀθανασίου στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Παράδοση στοχεύοντας στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτό καί ἡ Χριστολογία μόνο σέ συνδυασμό μέ τή Σωτηριολογία μπορεῖ νά κατανοηθεῖ, καί νά μελετηθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τό Θεό «θέσει» ἤ «κατά Χάριν» καί ὄχι «φύσει». ἔτσι ἀνακαινίζεται καί νικᾶ ἡ χάρις ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ εὑρισκομένη, τή φθορά, τήν ἁμαρτία, τό θάνατο. Αὐτό συμβαίνει μέ τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τόν ἀγώνα του στήν ἀρετή, δηλαδή «διά Πνεύματος». Ἀρχή τοῦ Μ. Ἀθανασίου (καί τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι. «μία γάρ ἐστιν ἐκ τοῦ Πατρός χάρις δι Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίω πληρουμένη» 4, ὁπότε ἡ Χριστολογία καί ἡ Σωτηριολογία παίρνουν χαρακτήρα τριαδολογικό καί φυσικά συνδέονται μέ τήν ἀνθρωπολογία ἐκτός τοῦ ὅτι συνδέονται καί Πρβλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ. 49. Βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, σσ. 58 64. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική, τόμ. Β, σ. 90. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, σ. 7. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ περί Τριάδος διδασκαλία, σ.. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σ.86. Ὁ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥ ΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ., παρατηρεῖ σχετικῶς. «Ὄπισθεν παντός μορίου τῆς θεολογικῆς ἀθανασιανῆς σκέψεως εὑρίσκεται ἡ ἀνάγκη ἀσφαλίσεως τῆς σωτηρίας. Καί ἡ ἐπιμονή τοῦ ἱεροῦ ἀνδρός δέν θά ἦτο τόσον μεγάλη, ἐάν δέν ἐπίστευεν ὅτι ἡ κακοδοξία, ὡς πίστις εἰς τό μή ὄν, ἀποκλείει τήν θείαν μετοχήν, τήν σωτηρίαν. Ἐδῶ βρίσκεται τό θεμελιῶδες κίνητρον τῆς ἀθανασιανῆς θεολογίας». Σχετικῶς μέ τήν ἀναπόσπαστη σχέση Χριστολογίας Σωτηριολογίας στό Μ. Ἀθανάσιο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν παρούσα ἐργασία, κι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα αὐτό. Ἀναλυτικά βλ. στό περί Σωτηριολογίας τμήμα τῆς παρούσης ἐργασίας. Ὁ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ. 640 συγκεκριμένα ἐπί τοῦ θέματος γράφει. «Εἰδικώτερον αὕτη (ἡ σύνδεσις θεοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Λόγου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι), πραγματοποιεῖται διά τοῦ κατ ἐξοχήν... μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἥτις καί καθίσταται σημεῖον ἐπαφῆς τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Λόγου, ὡς ἐπίσης τοῦ κόσμου μετά τοῦ Θεοῦ». 4 Πρός Σεραπίωνα, 4, PG 6, 565Β. ΕΠΕ 4,4. 7
μεταξύ τους. Ὁ σύνδεσμος μεταξύ τους εἶναι τόσο στενός, ὥστε δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Χριστολογία χωρίς τή Σωτηριολογία καί τήν Ἀνθρωπολογία καί τό ἀντίστροφο. Ἡ Χριστολογία γιά τό Μ. Ἀθανάσιο εἶναι Σωτηριολογία καί ἡ Σωτηριολογία εἶναι Χριστολογία. Τελικός σκοπός καί τῶν δύο εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέ θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ παρά μόνο μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή τῆς ζωῆς ὄχι ad intra ὅπως ὁ Πατήρ ἀλλά μόνον ad extra»δηλ. «ἐν χρόνῳ». Ἐνῶ τό ἔργο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου γίνεται «διά τοῦ Λόγου», ἡ ἀνακαίνιση συντελεῖται «ἐν τῷ Λόγῳ» ὅπως καίρια παρατηρεῖται ἀπό σύγχρονο μελετητή, πηγάζει ἀπό τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ 4 καί δέν εἶναι σέ ἠθικό ἀλλά σέ ὀντολογικό ἐπίπεδο 5. Ἐπιπλέον χαρακτηριστικό τῆς δημιουργίας εἶναι ὅτι ἔχει δυναμικό καί ὄχι στατικό χαρακτήρα 6. Κατ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Λόγος καθίσταται τό κατ ἐξοχήν κέντρο ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας καί τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου 7. Ἡ σωτηρία καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἠθική ἀλλά ὀντολογική διότι ὁ Λόγος εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. ἔγινε ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σσ. 67 68. Γιά τόν ἀναπόσπαστο σύνδεσμο Χριστολογίας Σωτηριολογίας στό Μ. Ἀθανάσιο, βλ. καί ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Χριστολογία καί Σωτηριολογία», σ. 8. ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σσ. 60 6. ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ.44. 4 ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ.44. 5 ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ.44. 6 ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ.444. 7 ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ», σ.446, Πρβλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», σ. 06. 8
ἄνθρωπος λαμβάνοντας σάρκα καί λογική ψυχή ἐκτός ἁμαρτίας, στήν πραγματικότητα κι ὄχι «κατά δόκησιν», ὁπότε ἀφθαρτοποιώντας διά τῆς ἀναστάσεώς του τήν ἀνθρώπινη φύση, δίνει τή δυνατότητα τῆς πραγματικῆς σωτηρίας στόν καθένα. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐμμένει ἀπαρεγκλήτως στήν πίστη τῆς Νικαίας ὡς σέ ἀκλόνητη ἐκκλησιαστική πίστη. 4. Ἱστορικοδογματικό πλαίσιο καί γενική θεώρηση τῆς θεολογίας τοῦ Ἀρείου Ὁ Ἄρειος ἐμφανίζεται ὡς ἄκρος ἐκπρόσωπος τῆς περί ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ θεωρίας ἤ κατωτερότητος (Subordinationismus), ἡ ὁποία εἶναι καθαρά ὀρθολογιστική. Κατά τή θεωρία αὐτή τά πρόσωπα τῆς ἀδιαίρετης μίας οὐσίας βρίσκονται ὑποταγμένα στή βούληση τοῦ Πατρός. Ἑνότητα φύσεως καί ὑποταγή βουλήσεως διασφαλίζουν τήν Ἀναλυτικότερα βλ. στό τμήμα τῆς παρούσης ἐργασίας περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί στό τμήμα περί Σωτηριολογίας. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν δόγμα», σ. 05 ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν δόγμα», σσ. 8. 89. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα, τόμ. Α, σ. 54. Γιά τή θεωρία τῆς ὑποταγῆς (Subordinatio) στόν ἅγ. Ἰουστίνο καί στόν Ὠριγένη, βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Ἡ περί ὑποταγῆς θεωρία», σσ. 55 54. Γιά τήν ἴδια θεωρία στόν Ὠριγένη, βλ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία δογμάτων, τόμ. ος, σσ. 589 595. Περί διδασκαλίας Ἀρείου βλ. ΡΩΣΗΣ, Σύστημα δογματικῆς, σσ. 4. ΓΕΡΜΑ ΝΟΣ, «Ἡ περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ διδασκαλία», σσ. 88 96. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σσ. 8 98. ΚΑΡΑΚΟΛΗΣ, Ἡ Ἐκκλησιολογία, σ. (Περί τῆς βάσεως στή διδασκαλία Ἀρείου). BOULARAND, L hérésie d Arius, σσ. 7 79. (Οἱ κυριώτερες θέσεις ἀρειανῶν καί ἀρκετά ἐπαναλαμβανόμενες). ΦΕΙΔΑΣ, Ἡ Α Οἰκουμενική Σύνοδος, σσ.. MÜLLER, Glaubenzsugänge, Β., σσ. 79 8. Ἐδῶ ὁ MÜLLER δέχεται τήν ἐπίδραση τοῦ νεοπλατωνισμοῦ στόν ἀρειανισμό. ΖΗΣΗΣ, «Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς ὑπερασπιστής τῆς Νικαίας», σσ. 79 8. ΚΟΝΤΟΣΤΕΡΓΙΟΥ, «Οἱ κατά ἀρειανῶν λόγοι», σσ. 50 5. ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, σσ. 85 90. ΛΙΑΛΙΟΥ, Ἑρμηνεία τῶν δογματικῶν κειμένων, τόμ. Β, σσ. 0. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Δογματική καί Συμβολική, τόμ. Α, σσ. 5. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία δογμάτων, τόμ. ος, σσ. 4 0. (Βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου). ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Πατερική Θεολογία, σσ. 74 75. 77 86. 9
ἑνότητα τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ θεωρία αὐτή εἶναι πολύ ἐπισφαλής διότι τίθεται σέ μεγάλο κίνδυνο ἡ προσωπική αὐτοτέλεια τοῦ Λόγου, πού μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ κακοδοξίες ἀρειανικές. Ἡ κακοδοξία του τῆς ἑτερουσιότητος τοῦ Υἱοῦ σέ σχέση μέ τόν Πατέρα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας του νά συμβιβάσει τήν υἱότητα πρός τήν αἰωνία γέννηση τοῦ Λόγου καθώς καί τό ὁμοούσιον Αὐτοῦ πρός τήν ἀμέριστη γέννηση ἀπό τόν Πατέρα, θεωρώντας ὅτι εἰσάγει μερισμό αὐτή ἡ κατάσταση στή θεία οὐσία. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἀπολύτου ἑνότητος καί ὑπερβατικότητας καί τελειότητος τοῦ Θεοῦ (Πατρός). Ἐκκίνηση τοῦ Ἀρείου ἦταν ἡ ἀρχή ὅτι τό ἀγένητο καί ἄτρεπτο εἶναι ἕνα. Κοινή ὅμως ἦταν καί ἡ πλατωνική θέση ὅτι μόνο τό «ἕνα» εἶναι ἄχρονο καί ἀγένητο καί «ἀκίνητον» (καί ὡς ἀκίνητο ἄρα καί ἄτρεπτο). Ἔτσι ὑποστήριζε ὅτι ἀγένητος εἶναι μόνον ὁ Θεός, τό «ἕν», καί ὁ,τιδήποτε ἀκολουθεῖ, ἀκόμη καί ὁ Υἱός εἶναι «ἐξ οὐκ ὄντων»καί «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν». Συνεπῶς εἰσάγει τήν ἀρχή τοῦ χρόνου στή φύση τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τήν υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων περί «ἀγενήτου». ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἡ περί ὑποταγῆς θεωρία, σ. 56. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα, σ. 5. Ὁ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σσ. 85 86 παρατηρεῖ σχετικῶς ὅτι ἡ ἀριστοτελική φιλοσοφία θεωρεῖ τή γέννηση ὡς κίνηση καί μεταβολή καί ἀλλοίωση καί ἑπομένως «γένεσιν». Πρβλ. ΛΙΑΛΙ ΟΥ, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν κειμένων, τόμ. Α, σσ. 48 49. 60, ὅπου στόν Ἄρειο ὁ ὅρος «γέννησις» εἶναι ταυτόσημος μέ τόν ὅρο «γένησις» ὁπότε «ἀγέννητος» = «ἀγένητος». ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. Ἀθανάσιος, σ. 9. Βλ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σ. 85, ὅπου γίνεται ἀναφορά στήν ὀντολογική θεολογία τοῦ Ἀριστοτέλη καί ὅτι εἶχε τήν ἴδια «γραμμή» στή θεωρία περί τοῦ «ἀγενήτου». «μία πρώτη ἀρχή δέν δύναται νά ὑπόκειται σέ κίνηση καί ἀλλοίωση, ἑπομένως νά κέκτηται προαιωνίως τήν ἀγενησίαν, οἱονεί εἰς ὑψίστην κατηγορίαν κατά τήν περί κατηγοριῶν γενικωτέραν διδασκαλίαν τοῦ Ἀριστοτέλους». 0
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ Ἂρειος στήν προσπάθειά του νά λύσει τό πρόβλημα τῆς δημιουργίας καί τῆς σχέσεως Υἱοῦ καί Πατρός ἐργάσθηκε ὄχι μέ θεολογικές ἀλλά μέ κοσμολογικές καί φιλοσοφικές προϋποθέσεις τῶν Ἑλλήνων καί μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναλογίας, ἡ ὁποία εἶναι καταδικαστέα. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς βάση τή Βίβλο καί τήν Παράδοση κι ἐκφράζεται μέ τό γλωσσικό ὄργανο τῆς κάθε ἐποχῆς, ὁ Ἄρειος κάνει τό ἀντίθετο σχεδόν. σκέπτεται φιλοσοφικῶς διατηρώντας βιβλικά προσχήματα. Τά προβλήματα δέν τά λύνει μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἀλλά μέ τή φιλοσοφία. ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μεταβάλλεται σέ ἕνα γήϊνο σύστημα ὁρισμένων ἀρχῶν ἠθικῆς καί παύει ἡ πρωτοτυπία της στό νά προσφέρει διά τῆς Χάριτος Του τή λύτρωση καί τήν ἀλήθεια. Ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» ἀλλά κτιστός, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν ἀνακαινίζεται ριζικῶς. μπορεῖ μέ τίς δικές του δυνάμεις νά προκόψει στήν ἀρετή καί νά θεωρηθεῖ ἄξιος τῆς υἱοθεσίας, ὅπως ἀκριβῶς συνέβει καί στόν κτιστό Λόγο 4. Ἀκόμη, ἡ λατρεία πρός τό Χριστό ἐφόσον θεωρεῖται κτίσμα, ἀποβαίνει μία ξεκάθαρη εἰδωλολατρία 5 ἀφοῦ ὁ Υἱός δέν εἶναι οὐσιαστικά Υἱός ἀλλά μεταφορικῶς, ἠθικῶς 6. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ. 08. Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογίας εἶναι ὁ παραλληλισμός ὅσων συμβαίνουν στά κτιστά καθώς καί ἡ ἐφαρμογή τους σέ ἀναλογία μέ τά μυστήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δηλαδή ὅπως εἶναι μεταγενέστερα τά παιδιά ἀπό τούς γονεῖς, ἄρα καί ὁ Υἱός δέν εἶναι ἄναρχος. Ὑπάρχει λοιπόν σύγχυση στή διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στό Θεό, σύγχυση κτιστοῦ ἀκτίστου. βλ. ΠΑ ΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ. 09 καί σ.. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ. 08. Πρβλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», σ. 90. 4 ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», σ. 90. 5 ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος σταθμός μέγας», σ.0. 6 Πρβλ. ΡΩΣΗΣ, Σύστημα δογματικῆς, σ..
αὐτολυτρώνεται, παρά τήν ἔμφαση τῶν αἱρετικῶν στήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ κατά τή δημιουργία, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄρνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Υἱοῦ καί συνεπῶς τῆς σωτηρίας τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου ἀπ τήν ἀκτιστη χάρη τοῦ Υἱοῦ. Δεχόμενος κι ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τῆς αἱρετικῆς χριστολογίας ὁρισμένου κλάδου ἀπ τή Θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιοχείας ὁ Ἄρειος, κατά τήν ὁποία ὁ Λόγος ἐπέχει τόπον ψυχῆς στό πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί συγκεκριμένα θεωρώντας ὅτι ὁ Χριστός ἔλαβε ἄψυχο σῶμα, ὁ δέ Λόγος ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ἱστορικοῦ Χριστοῦ, ὑποστήριζε ὄχι ἐνανθρώπηση ἀλλά ἀνθρωποποίηση τοῦ Λόγου. Αὐτό ἐκτός ἄλλων σημαίνει καί τό ἑξῆς: ἀφοῦ δέν προσλαμβάνει ὅλον τόν ἄνθρωπο ὁ Λόγος, τότε δέν μπορεῖ νά μιλᾶμε γιά σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου 4». Στήν διαμόρφωση τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀρειανισμοῦ ἐκτός τοῦ Subornatinationismus συντελοῦν ἡ ἐπίδραση τῶν γνωστικῶν αἱρετικῶν καθώς καί τῶν μανιχαίων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τόν «Υἱό» κατ οὐσίαν κατώτερον τοῦ Πατρός καί ἡ υἱοθέτηση τῶν δοξασιῶν τοῦ Παύλου Σαμοσατέως περί τοῦ Λόγου θεωρώντας τον ὄχι ὡς πρόσωπο ἀλλά ὡς δύναμη 5. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σ. 00. ΛΙΑΛΙΟΥ, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν κειμένων», σ. 6. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σ. 8 καί σ. 87. 4 ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σ. 94. 5 ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σσ. 89 90.
Σχετίζεται ὅμως καί μέ τήν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου κατά τό ὅτι ὁ Θεός ὑφίσταται σέ ἕνα μόνο πρόσωπο. Ὁ Ἄρειος ὅμως δέν υἱοθέτησε τά περί ταυτότητος τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα. Ὁ ἀρειανισμός ἀποδεικνύεται ὅτι ἔχει κάποιο εἶδος ἀγνωστικισμοῦ διότι ὁ μόνος ἀληθινός καί ἄναρχος Θεός μένει στόν κόσμο ἄγνωστος, ἀφοῦ καί ὁ Λόγος ὡς κτίσμα δέν Τόν γνωρίζει. Ὁ Ἄρειος ταυτίζει οὐσία καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ δέχεται ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τή δημιουργία μέσω κτιστοῦ ὀργάνου καί κατά συνέπεια ὁδηγεῖται στήν ἄρνηση τῆς Ἁγ. Τριάδος καί τῆς διακρίσεως Αὐτῆς σέ ἀΐδιο καί οἰκονομική Τριάδα. 5. Ἡ δομή τῆς παρούσης ἐργασίας Στήν εἰσαγωγή παρουσιάζονται συνοπτικά βιογραφικά καί θεολογικά στοιχεῖα γιά τόν Μ. Ἀθανάσιο καί γιά τόν Ἄρειο. Ὁ πρῶτος ἐκφράζει καί ἐνσαρκώνει τήν Ὀρθόδοξη Πίστη ἐνῶ ὁ δεύτερος τήν ἂρνηση τῆς θεότητας τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Α Κεφάλαιο καταφαίνεται μέσα ἀπό τά κείμενα ἡ ἂρνηση τῆς θεότητας τοῦ Λόγου ἀπό τόν ἀρειανισμό θεωρώντας τον κτίσμα. Ἀναφέρονται ὁρισμένοι ἀπ τούς αἱρετικούς ἐκτός τῶν ἀρειανῶν, πού ἔπαιξαν κι αὐτοί τόν ἀρνητικό τους ρόλο καθώς καί ἡ τακτική τῶν πρώ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, «Τό Τριαδικόν Δόγμα», σ. 90. Ἐπιστολή πρός Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 565C. ΕΠΕ 0,5. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», σσ. 68 69, ὅπου καί σχετική ἀναφορά στόν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμά, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι καί οἱ λατίνοι συγχέουν οὐσία καί ἐνέργεια στό Θεό μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque.
των καί τῶν φιλοαιρειανῶν, ἡ ὁποία ἦταν ὕπουλη. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει ρεαλιστικῶς καί χωρίς φόβο τούς αἱρετικούς. Στό Β Κεφάλαιο ἀποδεικνύεται θεολογικῶς τό ἄκτιστον τοῦ Λόγου, τό ἀΐδιον καί ὁμοούσιον Αὐτοῦ πρός τόν Πατέρα. Ἀκόμη ἀναφέρεται τό πρόβλημα καθώς καί ἡ λύση του ὅταν κάποιοι ἀπό τούς Πατέρες ἔλεγαν πώς ὑποστήριζαν «τρεῖς ὑποστάσεις» στή θεότητα κι ἄλλοι «μία ὑπόστασι». Ἐδῶ σημειώνεται ἡ διαλλακτικότητα τοῦ ὁσίου πατρός στήν παραδοχή ἀντί τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος» ἄλλων ἰσοδυνάμων μ αὐτόν ὅρων προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἑνότητα στό ποίμνιο. Ἀκόμη χρησιμοποιοῦνται κείμενα στά ὁποῖα παρατηρεῖται ὅτι ὁ Υἱός δέν προ έρχεται ἀπό τή βούληση τοῦ Πατρός ἀλλά ὑφίσταται «φύσει», κι οὔτε ἐμπίπτει σέ κοσμικούς νόμους ἡ θεότητα τοῦ Λόγου. Ἐπίσης φαίνεται ἡ προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν «ὁμοιουσιανῶν». Στή συνέχεια ὁ Μ. Ἀθανάσιος τεκμηριώνει θεολογικά τή διπλή φύση τοῦ Χριστοῦ. τή θεϊκή ἡ ὁποία εἶναι καί ἀπαθής, καί τήν ἀνθρώπινη, ἡ ὁποία εἶναι κτιστή. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις, «συνημμένες». Στό Γ Κεφάλαιο ἀποδεικνύεται ἡ στενότατη σχέση θείας Ἐνανθρωπήσεως καί Σωτηριολογίας. Ὁ κτιστός ἄνθρωπος ἑνώνεται «διά Πνεύματος» μέ τό Θεό καί γίνεται υἱός Θεοῦ κατά χάριν, κι ὄχι κατά φύσιν. θεοποιεῖται, ἀφοῦ ὁ Κύριος νικᾶ τήν ἁμαρτία, προσφέροντάς του αἰώνια ζωή. 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ /ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ. Θέσεις ἀρειανῶν Ὁ Εὐσέβειος Καισαρίας διασώζει τήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, πρός τούς ἐπισκόπους «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», στήν ὁποία ἀναφέρονται ἐπακριβῶς οἱ βλασφημίες τοῦ Ἀρείου. Ἔτσι λοιπόν ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι «Οὐκ ἀεί ὁ Θεός Πατήρ ἦν, ἀλλ ἦν ὅτε ὁ Θεός Πατήρ οὐκ ἦν. Οὐκ ἀεί ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἀλλ ἐξ οὐκ ὄντων γέγονεν. Ὁ γάρ ὤν Θεός τόν μή ὄντα ἐκ τοῦ μή ὄντος πεποίηκε. Διό καί ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν. Κτίσμα γάρ ἐστι καί ποίημα ὁ Υἱός. Οὔτε δέ Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τοῦ ὅρου τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, ΕΠΕ 9, 4 6. Πρβλ. Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης 4 PG 5, 545 Β. ΕΠΕ 0,0. «κτίσμα λέγοντες εἶναι τόν Θεοῦ Λόγον, καί ὡς ἄν Ἕλληνες, λατρεύοντες τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα Θεόν;». Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 564 Β. ΕΠΕ 0,50. «ἀλλά πάντων ὄντων ἐξ οὐκ ὄντων, καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐξ οὐκ ὄντων ἐστί. καί πάντων ὄντων κτισμάτων, καί αὐτός κτίσμα καί ποίημά ἐστι». Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης 4, PG 5,565C 57A. ΕΠΕ 0,54 60. Κατά Ἀρειανῶν,5, PG 6,Α. ΕΠΕ,8. «πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων, καί πάντων ὄντων κτισμάτων καί ποιημάτων γενομένων, καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε, καί ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν. καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός». Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους 5, PG 6, 07Α. ΕΠΕ 0,. «Τῶν γάρ συνελθόντων ἐπισκόπων βουλομένων τάς μέν παρά τῶν Ἀρειανῶν ἐφευρεθείσας τῆς ἀσεβείας λέξεις ἀνελεῖν, τό «Ἐξ οὐκ ὄντων», καί τό λέγειν κτίσμα καί ποίημα τόν Υἱόν». Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους 9, PG 6, 044D 045A. ΕΠΕ 0,44. «Εἰ δέ καί μετά τοσαῦτα ἀναθεματισάτωσαν δέ, ὡς παρήγγειλεν ἡ σύνοδος, τούς λέγοντας κτίσμα, ἤ ποίημα, ἤ ἐξ οὐκ ὄντων καί οὕτω φευγέτωσαν ἀπό τῆς Ἀρειανῆς 5
ὅμοιος κατ οὐσίαν τῷ Πατρί ἐστιν, οὔτε ἀληθινός καί φύσει τοῦ Πατρός Λόγος ἐστίν, οὔτε ἀληθινή σοφία αὐτοῦ ἐστιν, ἀλλ εἷς μέν τῶν ποιημάτων καί γενητῶν ἐστι. καταχρηστικῶς δέ λέγεται Λόγος καί σοφία, γενόμενος καί αὐτός τῷ ἰδίῳ τῷ Θεοῦ Λόγῳ καί τῇ ἐν τῷ Θεῷ σοφία ἐν ᾗ καί τά πάντα καί αὐτόν πεποίηκεν ὁ Θεός. Διό καί τρεπτός ἐστι καί ἀλλοιωτός τήν φύσιν ὡς καί πάντα τά λογικά. Ξένος τε καί ἀλλότριος καί ἀπεσχοινισμένος ἐστί ὁ Λόγος τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας καί ἄρρητός ἐστιν ὁ Πατήρ τῷ Υἱῷ. Οὔτε γάρ τελείως καί ἀκριβῶς γινώσκει ὁ Λόγος τόν Πατέρα, οὔτε τελείως ὁρᾶν αὐτόν δύναται. Καί γάρ καί ἑαυτοῦ τήν οὐσίαν οὐκ οἶδεν ὁ Υἱός ὡς ἔστι, δι ἡμᾶς γάρ πεποίηται, ἵνα ἡμᾶς δι αὐτοῦ ὡς δι ὀργάνου κτίσῃ ὁ Θεός. Καί οὐκ ἄν ὑπέστη, εἰ μή ἡμᾶς ὁ Θεαἱρέσεως». Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους 4, PG 6,06C. ΕΠΕ 0,0. «Οὗτοι δέ οἱ μᾶλλον Ἀρειανοί ἤ Χριστιανοί ὄντες, ἐν ταῖς ἄλλαις ἑαυτῶν συνόδοις κτίσμα τετολμήκασιν εἰπεῖν αὐτόν, καί ἕνα τῶν ποιημάτων, ὧν αὐτός ἐστιν ὁ Λόγος δημιουργός καί ποιητής». Περί Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, PG 5,5Α. ΕΠΕ 4,64. «κατ ἐπίνοιαν δέ μόνον λέγεται Λόγος, καί οὐκ ἔστι μέν κατά φύσιν καί ἀληθινός τοῦ Θεοῦ Υἱός, κατά θέσιν δέ λέγεται καί οὗτος Υἱός ὡς κτίσμα». Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 5, PG 6, 705C.ΕΠΕ 0,8. «Ἄρειος καί οἱ σύν αὐτῷ φρονήσαντες, καί λέγοντες», Ἐξ οὐκ ὄντων πεποίηκε τόν Υἱόν ὁ Θεός, καί κέκληκεν ἑαυτῷ Υἱόν. ἕν τῶν κτισμάτων ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί «Ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν». Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, ΕΠΕ 9, 4 6. Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τοῦ ὅρου τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, PG 5, EΠΕ 9, 6. Πρβλ. Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 565Α. ΕΠΕ 0,5. «Ξένων πάντων καί ἀλλοτρίων ὄντων κατά τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός, οὕτω καί αὐτός ξένος μέν καί ἀλλότριος κατά πάντα τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας ἐστί, τῶν δέ γενητῶν καί κτισμάτων ἴδιος καί εἷς τυγχάνει κτίσμα γάρ ἐστι καί ποίημα καί ἔργον». Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τοῦ ὅρου τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, ΕΠΕ 9,6. Πρβλ. Ἐπιστολή πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, ΕΠΕ 0,5. «εἴτα θελήσας ἡμᾶς δημιουργῆσαι, τότε πεποίηκε τοῦτον, καί ἀφ οὗ γέγονεν, ὠνόμασεν αὐτόν Λόγον καί Υἱόν καί Σοφίαν, ἵνα ἡμᾶς δι αὐτοῦ δημιουργήσῃ». 6
ός ἠθέλησε ποιῆσαι». Παραθέτει ἀκόμη ὁ ἴδιος καί μία περισσότερο βλάσφημη θέση τῶν ἀρειανῶν. «ἠρώτησε γοῦν τίς αὐτούς, εἰ δύναται ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τραπῆναι ὡς ὁ διάβολος ἐτράπη, καί οὐκ ἐφοβήθησαν εἰπεῖν, ὅτι δύναται. τρεπτῆς γάρ φύσεώς ἐστι γενητός καί κτιστός ὑπάρχων». Ἀπό τά ὅσα παραπάνω ἀναφέρθηκαν συνάγεται ὅτι μόνος ἀγέννητος, ἄναρχος καί αἰώνιος εἶναι ὁ Πατήρ κατά τόν Ἄρειο. Ὁ Λόγος ἐκτίσθη ἀπό τό μηδέν καί δέν ἔχει τήν οὐσία τοῦ Πατρός καί τύποις ὀνομάζεται Λόγος καί σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης χρησιμοποιήθηκε ἀπ τόν Πατέρα ὡς ὄργανο τῆς δημιουργίας καί μπορεῖ νά φθάσει στό μή ὄν. Ὁ Ἄρειος ἀνήκει στή σχολή τῶν δυναμικῶν μοναρχιανῶν καί πρός ὑποστήριξη τῶν ἀπόψεών του περί τοῦ ἑνιαίου τοῦ Θεοῦ τονίζει, ὅτι μόνον ὁ Θεός Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ἄναρχος καί αἰώνιος. Ἡ ἀποδοχή δύο ἀγεννήτων θά σήμαινε κατά τόν ἴδιο ἄρνηση τῆς μονοθεΐ Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τοῦ ὅρου ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, ΕΠΕ 9, 6. Τοῖς συλλειτουργοῖς τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Περί τοῦ ὅρου τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου 5, ΕΠΕ 9,6. Σχετικά μέ τήν τρεπτότητα τοῦ Λόγου καί τό ἐνδεχόμενο νά μεταβληθεῖ, πρβλ. Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 564B.EΠΕ 0,50. «καί ὅτι τῇ μέν φύσει τρεπτός ἐστι, τῷ δέ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ, ὡς βούλεται, μένει καλός. ὅτε μέντοι θέλει δύναται τρέπεσθαι καί αὐτός ὥσπερ καί τά πάντα». Κατά Ἀρειανῶν, 5, PG 6,C. ΕΠΕ,40. Ἰδιαίτερης σημασίας εἶναι καί τό ἑπόμενο σημεῖο, ὅπου κατά τούς ἀρειανούς ὁ Λόγος μπορεῖ κάποτε νά ἔλθει στό «μή ὄν» ἀφοῦ προέρχεται κατ αὐτούς «ἐξ οὐκ ὄντων». «πῶς οὐ τολμηρόν καί δυσσεβές ἐπισημβέβηκε, καί δύναται πάλιν μή εἶναι ποτε;». Ἐδῶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος συλλαμβάνει τό βάθος τῆς ἀντιθεΐας τῶν αἱρετικῶν. Πρβλ. ΖΗΣΗΣ, «Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὡς ὑπερασπιστής τῆς Νικαίας», σ. 79. Ὁ BOULARAND, L hérésie d Arius, σ. 7, διακρίνει τέσσερεις θέσεις στόν ἀρειανισμό, πού εἶναι οἱ πιό σημαντικές καί ἐπαναλαμβανόμενες: ) Ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀΐδιος. ) Δημιουργήθηκε ἀπ τό μηδέν. ) Δέν εἶναι ἀληθινός Θεός καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. 4) Εἶναι ἀτελής καί τρεπτός. 7
ας. Κάθε τί ἐκτός τοῦ Θεοῦ εἶναι γέννημα ἤ κτίσμα, διότι προκειμένου γιά τό Θεό τό «γεννᾶν»εἶναι συνώνυμο τοῦ «κτίζειν». Ὁ Υἱός ἀφοῦ «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» λαμβάνει τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς του ἐν χρόνῳ ἄρα εἶναι κτίσμα καί ἀφοῦ «καταχρηστικῶς λέγεται Λόγος καί σοφία» ἄρα δέν εἶναι ἡ ἀληθινή Σοφία τοῦ Πατρός. Ὁ Ἄρειος λοιπόν διακρίνει ὄχι μόνο τόν Υἱό ἀπό τόν Πατέρα κατά τήν οὐσία, ἀλλά καί τόν Υἱό ἀπ τό Λόγο καί τή Σοφία τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὑπόσταση ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι ὁ Λόγος δημιουργήθηκε διά τοῦ ὑπάρχοντος στό Θεό Λόγου καί διά τῆς ὑπαρχούσης στό Θεό Σοφίας. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ὁ Ἄρειος δεχόταν δύο Λόγους καί δύο Σοφίες σύμφωνα μέ αὐτά, πού ἀναφέρονται 4. Λέγοντας οἱ ἀρειανοί ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δέν ἦταν πάντα Πατήρ δέχονται ὅτι κάποτε δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. ἀρνοῦνται τήν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Λόγου, καί δέχονται ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κι αὐτός μέρος τῆς δημιουργίας 5. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 8. Πρβλ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 84 Πρβλ. Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 6,564C 565A. ΕΠΕ 0,5. «οὐκ ἔστιν αὐτός ὁ ἐν τῷ Πατρί φύσει, καί ἴδιος τῆς οὐσίας αὐτοῦ Λόγος, καί ἡ ἰδία Σοφία, ἐν ἧ καί τοῦτον πεποίηκε τόν κόσμον. ἀλλ ἄλλος μέν ἐστι ὁ ἐν τῷ Πατρί ἴδιος αὐτοῦ λόγος, καί ἄλλη ἡ ἐν τῷ Πατρί ἰδία αὐτοῦ σοφία, ἐν ᾗ σοφία, καί τοῦτον τόν Λόγον πεποίηκεν. αὐτός δέ οὕτως ὁ Κύριος κατ ἐπίνοιαν λέγεται Λόγος διά τά λογικά, καί κατ ἐπίνοιαν λέγεται Σοφία διά τά σοφιζόμενα». 4 ΦΙΛΙΩΤΗΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, Ἡ περί Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία, σ.. Πρβλ. ΣΤΕΦΑ ΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σ. 7, ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 54. 5 Πρβλ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 85. 8
Ἡ περί τοῦ Θεοῦ δοξασία τοῦ Ἀρείου ἄν καί διαμορφώθηκε πρός φρούρηση τῆς θείας ἑνότητας εἶχε προχριστιανικό χαρακτήρα. Ἐπί τῆς διδασκαλίας του ὑπάρχει ἡ ἐπίδραση τοῦ Ὠριγένη ὁ ὁποῖος μιλοῦσε γιά τήν ὑποταγή τοῦ Υἱοῦ στόν Πατέρα τήν ὁποία βλέπουμε καί σέ ἄλλους ἀρχαίους θεολόγους συγγραφεῖς. Ὁ Ὠριγένης ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν πλατωνική θεωρία περί τοῦ ἐνδιαμέσου κόσμου τῶν ἰδεῶν, τήν ὁποία ὑποστήριξε καί ὁ ἰουδαῖος φιλόσοφος Φίλων, καί ὑποστήριξε τήν ἀντίληψη τοῦ Υἱοῦ ὡς μεσάζοντος ὀργάνου τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἀφοῦ ὁ Υἱός εἶναι ἐνδιάμεσος μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου, ἄρα ὁ Υἱός δέν εἶναι τέλειος Θεός, πραγματικός Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δημιούργημα, τό ὁποῖο ὕστερα δέχτηκε τήν υἱοθεσία ἀπ τόν Πατέρα. Οἱ ἀρειανοί τοποθετοῦν τή βούληση ἀνάμεσα στόν Πατέρα καί στόν Υἱό καί δέχονται τόν Υἱό ὡς κτίσμα. Ὅπως ὅλα τά δημιουργήματα ἦλθαν στήν ὕπαρξη μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ ἐνῶ δέν ὑπῆρχαν προηγουμένως, ἔτσι κι αὐτός, ἐνῶ δέν ὑπῆρχε πρίν, δημιουργήθηκε μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι λοιπόν ὁ Λόγος γνήσιος καί φυσικό γέννημα τοῦ Πατρός, ἀλλά κι αὐτός δημιουργήθηκε κατά χάριν. Διότι ὁ αἰωνίως ὑπάρχων Θεός κατασκεύασε τόν Υἱό πού δέν ὑπῆρχε μέ τή βούλησή του, μέ τήν ὁποία κατασκεύασε τά πάντα καί θέλησε ἔτσι νά γίνουν. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 85, ὅπου καί ἀναφέρεται γι αὐτό τό θέμα καί ἡ συμφωνία τοῦ Dorner. Πρβλ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία δογμάτων, τόμ. ος, σσ. 4 5. Ἐπιστολή πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 565B. ΕΠΕ 0,5. 9
Ἀκόμη, ἐντοπίζει ὁ ἱερός πατήρ στή «Θαλία» ὅτι ἄλλη θέση τῶν ἀρειανῶν εἶναι νά ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι «ἡ Δύναμις τοῦ Θεοῦ»ἀλλά μία ἐξ αὐτῶν τῶν δυνάμεων. Ὁ Υἱός λοιπόν κατ αὐτούς ἔχει διαφορετική οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Καί ὅπως τά πάντα εἶναι ξένα καί ἀνόμοια πρός τό Θεό κατά τήν οὐσία, ἔτσι καί ὁ Λόγος εἶναι ξένος καί ἀνόμοιος κατά πάντα πρός τήν οὐσία καί τήν ἰδιότητα τοῦ Πατρός καί ἀνήκει στά δημιουργήματα καί εἶναι ἕνα ἐξ αὐτῶν. Ἀκόμη καί ἀόρατος εἶναι ὁ Πατέρας στόν Υἱό καί δέν μπορεῖ ὁ Λόγος νά δεῖ οὔτε νά γνωρίσει τελείως καί ἀκριβῶς τόν Πατέρα Του, ἀλλ ὅ,τι βλέπει καί γνωρίζει τό γνωρίζει μέ τή δυνατότητα τῶν δικῶν Του δυνάμεων, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γνωρίζουν τή δική τους δύναμη. Ὁ Υἱός ὄχι μόνο τόν Πατέρα δέ γνωρίζει ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχει μειωμένη ἱκανότητα κατανοήσεως ἀλλά δέν γνωρίζει οὔτε τή δική του οὐσία. Οἱ οὐσίες τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διαφορετικές, λέει ὁ Ἄρειος, χωρισμένες καί ἀπομακρυσμένες, ξένες καί ἀμέτοχες μεταξύ τους. καί τά τρία πρόσωπα μένουν αἰωνίως τελείως ἀνόμοια μεταξύ τους, καί κατά τήν οὐσία καί κατά τίς ἰδιότητες. Σέ ἐπιστολή τους πρός τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας οἱ ἀρειανοί δίνουν μία δική τους ἑρμηνεία σέ τρία ἁγιογραφικά χωρία. Ὅταν ἡ Ἁγία Κατά Ἀρειανῶν, 5, PG 6,BC.ΕΠΕ,40. «πολλαί δυνάμεις εἰσί, καί ἡ μέν μία τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἰδία φύσει καί ἀίδιος, ὁ δέ Χριστός πάλιν οὐκ ἐστιν ἀληθινή δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μία τῶν λεγομένων δυνάμεών ἐστι καί αὐτός, ὧν μία καί ἡ ἀκρίς καί ἡ κάμπη οὐ δύναμις μόνον, ἀλλά καί μεγάλη προσαγορεύεται. αἱ δ ἄλλαι πολλαί καί ὅμοιαί εἰσι τῷ Υἱῷ, περί ὧν καί Δαβίδ ψάλλει λέγων. Κύριος τῶν δυνάμεων...». Κατά Ἀρειανῶν, 6, PG 6, 4AB. ΕΠΕ,4. 0
Γραφή λέει «ἐξ αὐτοῦ» καί «ἐκ γαστρός» καί «ἐκ τοῦ Πατρός ἐξῆλθον καί ἥκω» συμπεραίνουν ὅτι εἶναι «διαιρετός καί τρεπτός καί σῶμα» ὁ Πατήρ, καθώς καί σύνθετη ἡ οὐσία Του. Δηλαδή θεωροῦν τήν ἀγεννησία ταυτόσημη μέ τή θεότητα. Θεωροῦν τή γέννηση ὡς «γένεσι», ἰδιότητα μόνον τῶν κτιστῶν ἀφοῦ νοοῦν κατά ἀνθρώπινο τρόπο τά τοῦ Θεοῦ. Συγχέουν κτιστό καί ἄκτιστο καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί ἐνέργειες. Τό δόγμα τοῦ ὁμοουσίου ὁ Ἄρειος καί οἱ ὁμόδοξοί του τό πολέμησαν μέ εὐθεῖς ἀλλά καί μέ διπλωματικούς τρόπους. Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκει ἡ δικαιολογία τους ὅτι ἐπειδή δέν βρίσκεται ὁ ὅρος αὐτός στήν Ἁγία Γραφή πρέπει νά ἀφαιρεθεῖ. Λένε οἱ ἀρειανοί ὅτι δέν πρέπει νά ἀναφέρεται ὑπόσταση περί Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος ἀλλά. «Ὅμοιον δέ λέγομεν τῷ Πατρί τόν Υἱόν, ὡς λέγουσιν, αἱ θεῖαι Γραφαί καί διδάσκουσι». Ἀπό τά γραφόμενα τους ὅμως ἀποκαλύπτεται ἡ δολιότητά τους, καθώς ἐνῶ ὑποστηρίζουν τό «ὅμοιον» τοῦ Υἱοῦ καί Πατρός δέν διευκρινίζουν ὡς πρός τί. πάντως ὄχι ὡς πρός τήν «οὐσίαν», ἀφοῦ τούς «ἄρεσε νά Βλ., Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 6, PG 6,709 7A. ΕΠΕ 0,90. Μέ τή φράση «ὡς μέρος αὐτοῦ ὁμοουσίου» εἶναι ἔκδηλες ἡ λογοκρατία, ἡ ἔλλειψη ὑγιοῦς θεολογίας, ἡ ἀπιστία καί ἡ βλασφημία τους. Βλέπουν ἀπόρροιες καί κατατμήσεις ἐκεῖ, πού δέ χωροῦν οὔτε ὡς ἁπλοί ὑποθετικοί λογισμοί. Πρβλ. Κατά Ἀρειανῶν, 5 PG 6,44A. ΕΠΕ,7. «Ὥρα γάρ αὐτούς, μή νοοῦντας καί πῶς ἐστιν ὁ Θεός, ἤ ποταπός ἐστιν ὁ Πατήρ, ἀρνεῖσθαι καί αὐτόν, ἐπεί καί τό γέννημα τοῦ Πατρός ἐξ ἑαυτῶν μετροῦσιν οἱ ἄφρονες». Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 0, PG 6, 748B. ΕΠΕ 0,8. Πρβλ. Πρός τούς ἐν Ἀφρικῇ ἐπισκόπους 4, PG 6,06Α. ΕΠΕ 0,8. «καί τρίτον ἐν αὐτῇ τῇ Ἀριμίνῳ, γράφειν ἐτόλμησαν, μή χρῆναι λέγειν οὐσίαν ἤ ὑπόστασιν ἔχειν τόν Θεόν». Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκεία Συνόδων 0, PG 6, 748C. ΕΠΕ 0,8. «Καί γάρ οὐδέ ὀφείλει ὑπόστασις περί Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος ὀνομάζεσθαι». Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 0, PG 6, 748C. ΕΠΕ 0,8.
ἀφαιρεθεῖ καί νά μή γίνεται κανένας λόγος», γι αὐτήν τή λέξη, ὡς πρός τήν ἔννοια, καί ὡς πρός τό δόγμα. Ἡ δολιότητα τῶν ἀρειανῶν καταφαίνεται στό σημεῖο, ὅπου θέλοντας νά ἐπιδείξουν τήν πίστη τους καταδικάζουν τή διδασκαλία τοῦ «ἀνομοίου»τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί ἀμυνόμενοι ὑπέρ τῆς ὁμοιότητος αὐτοῦ καί ταυτοχρόνως καταδικάζουν τό ὁμοούσιο ὡς μή ἀναφερόμενο στήν Ἁγία Γραφή. Τή διαγραφή τοῦ ὁμοουσίου τή δικαιολογοῦν καί γιά κάποιον ἄλλο λόγο. «ἐπειδή πολλούς ἐθορύβησε τό ὁμοούσιον καί τό ὁμοιούσιον ἐν τοῖς παρεληλυθόσι χρόνοις καί μέχρι νῦν». Ἄλλη μιά δόλια τακτική τῶν αἱρετικῶν ἦταν ἡ θέση ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ἐκ τοῦ Θεοῦ» ἑρμηνευόμενη πρός δική τους ἀπώλεια καθώς καί τῶν ἀκροατῶν τους. Χρησιμοποιοῦσαν ὁρολογίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἀλλά ὂχι τό πνεῦμα της. Τέλος μία ἄλλη περίπτωση πονηροῦ ἑλιγμοῦ τους ἦταν ὅτι παραδέχονταν λεκτικά, «ὀνόματι», τόν Υἱόν ἀλλά στήν οὐσία ἀρνοῦνταν ὅτι εἶναι ἀληθινός Θεός 4 διότι θεωροῦσαν, ὅπως ἐλέχθη, τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ σύμφωνα μέ ἀνθρώπινα κριτήρια καί δεδομένα συγχέοντας τίς ἐνδοτριαδικές σχέσεις μέ τά κτιστά. Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 0, PG 6, 748C. ΕΠΕ 0,8. Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 9, PG 6, 744Β. ΕΠΕ 0,4. Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 7, PG 6, 7Α. ΕΠΕ 0,9. 4 Βλ. Κατά Ἀρειανῶν, 5, PG 6, 44A. ΕΠΕ,70.
Παρεμφερής μέ τή θέση τῶν ἀρειανῶν γιά τήν τρεπτότητα τοῦ Λόγου ἦταν καί ἡ θέση τους γιά τήν ἠθική του τελείωση. Ὑποστήριζαν ὅτι μόνο μέ τήν ἀρετή του ἔφθασε στήν ἠθική του τελειότητα. Ἡ ἠθική τελείωση τοῦ Υἱοῦ ἤ θεοποίηση ἦταν κατ αὐτούς ἡ ἀμοιβή γιά τόν ἠθικό του βίο. Ἡ ἕνωση μέ τό Θεό ἐθεωρεῖτο ἠθικῶς καί ὄχι πραγματικῶς. Αὐτό θυμίζει καί τή φράση τοῦ Παύλου Σαμοσατέως «ἐκ προκοπῆς τεθεοποιῆθαι. Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Υἱοῦ δέν ἦταν ἀπόλυτη ἀγαθότητα. Μία ἄλλη θέση τῶν ἀρειανῶν ἦταν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μέ ἀνθρώπινο μόνο σῶμα κατά τήν ἐνσάρκωσή του. Ὁ Ἄρειος ἐπηρεάστηκε ἀπ τόν Ὠριγένη μέ τήν περί ὑποταγῆς τοῦ Υἱοῦ δοξασία του καί ἀπό τόν Παῦλο Σαμοσατέα μέ τή διδασκαλία του περί υἱοθεσίας τοῦ Ἰησοῦ. Στή θεωρία τῆς πρώτης δοξασίας ὑπάρχει ἡ βάση τῆς ἀποδοχῆς μιᾶς ἀρχικῆς μονάδος, ἡ ὁποία κατά τή σκέψη τῶν Ἀλεξανδρινῶν πλατύνεται σέ πολλά θεῖα ὄντα ἐνῶ στή θεωρία τῆς δεύτερης ἡ βιβλική μονοθεΐα τῶν ἄκρων Ἀντιοχειανῶν 4. Ὡς ἄκρος μονοθεϊστής ἐπιθυμεῖ νά διασφαλίσει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὑπερβατικός. Ἄρση τῆς μοναδικότητάς του θά ἦταν ἡ δημιουργία ἀπ αὐτόν ἑνός κόσμου ἐν πολλοῖς κακοῦ 5. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλή καί κάθε διαίρεσή του θά σήμαινε διαίρεση καί τῆς οὐσίας του. Αὐ Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης, PG 5, 564C. ΕΠΕ 0,50. Πρβλ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 87. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία δογμάτων, σ. 0. 4 ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 54. 5 ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 54.
τό ὅμως θά ὁδηγοῦσε στήν πολυθεΐα. ἄρα ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα καί δέν ἔχει τήν οὐσία, πού ἔχει καί ὁ Θεός Πατήρ. Οἱ ἐρευνητές ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Ἄρειος δέχτηκε ἐπίδραση καί ἀπό τόν Πλάτωνα καθώς παρουσιάζει μεσάζοντα τόν Λόγο μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης. Δέχτηκε ἐπίσης ἐπίδραση ἀπό τό Φίλωνα ὅσον ἀφορᾶ τό σύστημα διδασκαλίας του, ἀπό τό νεοπλατωνισμό 4 καί ἀπό τήν ἀριστοτελική διαλεκτική 5. Ἀκόμη ἀπό τούς Ἐβιωναίους ἀπό τόν Ἀρτεμά 6 καί ἀπό τό Λουκιανό τόν Ἀντιοχέα 7. Οἱ συνέπειες τῶν θεωριῶν τοῦ Ἀρείου ἦταν ἡ διάλυση τῆς πίστεως στήν Ἁγία Τριάδα καί ὁ ἀποκλεισμός τῆς ριζικῆς μεταβολῆς στόν ἄνθρωπο καί τῆς θεώσεώς του ἀπό τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀφοῦ ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ 8. Βλ. ΚΑΡΑΚΟΛΗΣ, Ἡ Ἐκκλησιολογία, σ.. Ἐνδεικτικῶς βλ. ΡΩΣΗΣ, Σύστημα δογματικῆς, σ.. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 96. Βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, «Οἱ ὅροι οὐσία καί ὑπόστασις» σ. 57. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες, σ.. 4 Βλ. MÜLLER, Glaubenzugänge, σ. 80, ὅπου ὁ Πλωτίνος καί ὁ Πορφύριος μιλοῦν γιά τό «Ὑπέρ Ἕνα», πού εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀρχή, τό ἀπόλυτο Ἕνα καί ἡ ἀρχή τῶν πάντων. Ἀπ τόν Ἕνα ἀκολουθεῖ ὁ Λόγος, πού εἶναι ἡ δημιουργημένη Ἀρχή καί τό τρίτο στή συνέχεια εἶναι ἡ Ψυχή. Ὁ Λόγος βρίσκεται στό φῶς τῆς Ἀγέννητης Ὑπέρ Ἀρχῆς καί ὡς τέτοιος εἶναι θεϊκός καί ἀπό μόνος του ἀλλά ὡς γεννητή Ἀρχή ὁ Λόγος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνα μέ τό ὑπέρτατο θεϊκό Ὄν. Πρβλ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 96. ΜΑΡ ΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργεια, σ.. 5 Βλ. ΔΕΛΙΚΑΝΗΣ, Ἡ Πρώτη ἐν Νικαίᾳ Σύνοδος, σσ. 44 48. 6 Βλ., ΓΕΡΜΑΝΟΣ, «Ἡ περί τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ διδασκαλία», σ. 565. 7 Πρβλ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ, Χριστολογία, σ. 8. 8 ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, τόμ. Α, σ. 55. 4
. Περί τῶν ἡγετῶν καί προστατῶν τῶν ἀρειανῶν καί ἀρειανοφίλων καί περί ἄλλων αἱρετικῶν μέ τούς ὁποίους σχετίζεται ἡ Χριστολογία τοῦ Μ. Ἀθανασίου Οἱ ἡγέτες καί προστάτες τῶν ἀρειανῶν ἦταν ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τούς λόγους τους νά ὑποστηρίζουν τόν Ἄρειο καί τίς ἰδέες του εἴτε ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τόν ἀρχικό κύκλο τοῦ Ἀρείου εἴτε φοβούμενοι διώξεις ἀπό τήν φιλοαρειανική ἐξουσία τοῦ Κωνσταντίου τοῦ βασιλέως εἴτε γιά διάφορους ἄλλους λόγους. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος μᾶς ἀναφέρει πάρα πολλούς ἀλλά ἐδῶ ἀναφέρουμε ὁρισμένους: Νάρκισσος, Πατρόφιλος, Μάρις, Παυλίνος, Θεόδοτος, Ἀθανάσιος Ναζαρβῶν, Εὐσέβιος Νικομηδε ίας, Εὐσέβιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, Γεώργιος Λαοδικείας, Ἀστέριος σοφιστής, Αὔγαρος, Βασιλικός, Φοῖβος, Φιδήλιος, Εὐστάθιος, Εὐτύχιος, Μάγνος 4, Ἀκάκιος 5, Οὐράνιος ὁ ἀπό Τύρου, Εὐδόξιος «ὁ Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 7, PG 6, 7B. ΕΠΕ 0,90. «Ἀθανάσιος ὁ ἀπό Ναζαρβῶν ἔτι γυμνότερον ἀπεκάλυπτε τήν αἵρεσιν ἕνα τῶν ἑκατό προβάτων λέγων εἶναι τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ». Στίς πληροφορίες, πού μᾶς παραθέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρεται ὅτι ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἀλεξάνδρεια ἀλλά «διέτριβε ἐν Ἀντιοχείᾳ» καί εἶχε καθαιρεθεῖ ἀπό τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας. Ὁμολογοῦσε ἀπερίφραστα τή βλασφημία τῆς κτιστότητος τοῦ Υἱοῦ κι ὅτι ἦταν ἕνα ἀπό τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ εἶχε γράψει: «Μή μέμφου τοῖς περί Ἄρειον, εἰ λέγουσι ἦν ποτέ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί γάρ ὁ Ἠσαΐας υἱός γέγονεν Ἀμώς, καί ὅμως ὁ μέν Ἀμώς ἦν πρό τοῦ γενέσθαι τόν Ἠσαΐαν, ὁ δέ Ἠσαΐας οὐκ ἦν πρότερον, ἀλλά μετά ταῦτα γέγονε». Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 7, PG 6,7C. ΕΠΕ 0,9. Ὀνομάζεται «πολυκέφαλος σοφιστής» καί εἶχε θυσιάσει σέ διωγμό. Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων 8, PG 6, 7AB. ΕΠΕ 0,9 94. 4 Περί τῶν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων, PG 6,704A. ΕΠΕ 0,78. Αὐτοί οἱ ἀρειανόφιλοι ἐπίσκοποι συμμετεῖχαν στή Σύνοδο ἐν Τραχείᾳ Σελευκείᾳ. Περί τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καί Σελευκείᾳ Συνόδων, PG 6,70A. ΕΠΕ 0,76. 5 Ἦταν μονόφθαλμος. διαδέχτηκε τόν Εὐσέβιο στό θρόνο τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης (40 85). Ἄνθρωπος δίβουλος ὑποκρινόταν μερικές φορές τόν ὀρθόδοξο, οὐσιαστικῶς ὅμως ἦταν στήν Ἀνατολή ὁ ἀρχηγός τῆς ἀρειανικῆς ὁμάδος τῶν λεγομέ 5