ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Σχετικά έγγραφα
Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Απολυτήριες εξετάσεις Γ Τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου Αρχαία Ελληνικά 27/5/2013

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ AΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2013 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Διδαγμένο κείμενο. Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Δευτέρα, 27 Μαΐου 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Αρχαία Θεωρητικής Κατεύθυνσης

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ Ο Μ Η Ρ Ο Σ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Α1. Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και κάθε

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Α1. ΕΝΟΤΗΤΑ 11 ΚΕΙΜΕΝΟ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑΣ -- ΤΗΛ , ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 27 ΜΑΪΟΥ 2013

ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΣΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΕΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΕΤΘΤΝΗ 2013

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ & ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β )

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΤΗΡΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2013 ΓΝΩΣΤΟ -ΠΟΛΙΤΙΚΑ Α1.

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤA ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013

Β1. Ποια είναι η δομή του συλλογισμού, με τον οποίο ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη ως την τελειότερη μορφή κοινωνίας;

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12)

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Αρχαία Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Ημ/νία: 27 Μαΐου 2013

συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.

Διδαγμένο κείμενο. Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ 1,2/ Γ1,3-4/6/12)

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Αρχαία Ελληνικά Γ λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Αριστοτέλη «Πολιτικά»

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ. ΤΡΙΤΗ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κο ΜΠΙΚΑΚΗ ΜΙΧΑΛΗ

ΠΑΝΕΛΛΑ ΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

Πανελλήνιες Εξετάσεις Ημερήσιων Γενικών Λυκείων. Εξεταζόμενο Μάθημα: Αρχαία Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Ημ/νία: 27 Μαΐου 2013

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ηθική ανά τους λαούς

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΟΜΟΓΕΝΩΝ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/9/2017

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

Γ Λυκείου Αρχαία θεωρητικής κατεύθυνσης. Αριστοτέλης

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΘΕΜΑ Β Β1 Έννοια της μεσότητας α) Για τα πράγματα : (αντικειμενικό κριτήριο) Πρόκειται για το συγκεκριμένο εκείνο σημείο, το οποίο απέχει εξίσου από

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

323 Α) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ (Γ1, 1-2)/ ΠΛΑΤΩΝΑΣ, ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (322 Α ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Κριτήριο αξιολόγησης στα Αρχαία Ελληνικά Κατεύθυνσης Γ Λυκείου

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΤΚΕΙΟΤ ΠΡΟΣΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΣΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 6

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Φροντιστήριο smartclass.gr

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αποσπάσματα

Φιλολογική επιμέλεια απαντήσεων: Παπαγεωργίου Γιώργος

Φύλλο εργασίας E ομάδας

Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

GEORGE BERKELEY ( )

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Επιμέλεια: Ομάδα Φιλολόγων της Ώθησης

Η ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΛΕΩΝΙΔΑΣ Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318E-320C)

Β1. «καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης» =

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

"Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ." ΕΝΟΤΗΤΑ 11 Η ( Α 1,1)

Transcript:

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α1. Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συγκροτηθεί για χάρη κάποιου αγαθού (πραγματικά, για χάρη εκείνου που θεωρείται ότι είναι αγαθό όλοι κάνουν τα πάντα), είναι φανερό ότι όλες (οι κοινότητες) στοχεύουν σε κάποιο αγαθό, και μάλιστα στοχεύει στο ανώτερο απ όλα (τα αγαθά) η ανώτερη (κοινότητα) απ όλες τις άλλες και αυτή που κλείνει μέσα της όλες τις άλλες. Αυτή είναι η κοινότητα που ονομάζεται «πόλη» και η κοινότητα η πολιτειακά οργανωμένη. Επειδή, όμως, το κράτος ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως ακριβώς κάθε άλλο πράγμα από αυτά που είναι ένα όλον, αποτελούμενο, όμως, από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης γιατί το κράτος είναι ένα σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να σκεφτούμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και τι είναι ο πολίτης. Πράγματι, για τη λέξη πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές γνώμες γιατί δεν υπάρχει μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης γιατί υπάρχει κάποιος, ο οποίος, ενώ είναι πολίτης στη δημοκρατία, στην ολιγαρχία πολλές φορές δεν είναι πολίτης. Β1. Ο Αριστοτέλης συνήθιζε να αρχίζει την έκθεσή του με μια γενική πρόταση και να προχωρά ύστερα στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατά φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα (τά περί ἕκαστον ἴδια). Στην προκειμένη περίπτωση, ξεκινά τη συλλογιστική του πορεία με τη διατύπωση μιας γενικευμένης διαπίστωσης. Η χρήση του όρου «πᾶσαν», που θα χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές (πᾶσαν κοινωνίαν, πάντες πράττουσι πάντα, πᾶσαι στοχάζονται), φανερώνει την πρόθεση του Αριστοτέλη να προσδώσει έναν καθολικό χαρακτήρα σε όσα λέει. Στοχεύει, δηλαδή, στο να πείσει πως όσα λέει δεν αφορούν μερικές και συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά έχουν γενική και καθολική ισχύ. Η επανάληψη, μάλιστα, του επιθέτου «πᾶς», δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση για όσα λέγονται. Βλέπουμε ότι ο Αριστοτέλης οδηγείται στις σκέψεις του και στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις και ανακαλύψεις με οδηγό την παρατήρηση και, μάλιστα, με βασικό πληροφοριοδότη του τις αισθήσεις. Αν θυμηθούμε και τα «Ηθικά Νικομάχεια», θα δούμε ότι οι περισσότεροι από τους συλλογισμούς του φιλοσόφου βασίζονταν στις παρατηρήσεις, με τις οποίες τον τροφοδοτούσαν οι αισθήσεις του από τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων: η κίνηση της πέτρας ή της φωτιάς, για παράδειγμα, τον οδήγησε σε συμπεράσματα σχετικά με τις έξεις, τις συνήθειες που αποκτούν κάποια πράγματα ή τα στοιχεία που διαθέτουν εκ φύσεως. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα φιλόσοφο που μπορεί να χαρακτηριστεί σε μεγάλο βαθμό «εμπειρικός», σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, που δεν Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 1

πίστευε στην αξιοπιστία των αισθήσεων και στηριζόταν μόνο στη λογική του νου. Βέβαια, ο Αριστοτέλης δεν είναι αποκλειστικά εμπειρικός φιλόσοφος, καθώς και αυτός αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό τη λογική, διατυπώνοντας και σε πολλές περιπτώσεις πολύπλοκους συλλογισμούς. Ο Αριστοτέλης ξεκινά διατυπώνοντας την άποψη ότι η πόλη είναι μια μορφή κοινωνίας. Για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική πορεία του Αριστοτέλη, πρέπει να δώσουμε το περιεχόμενο του όρου «κοινωνία». Η λέξη «κοινωνία» γεννήθηκε από το ρήμα «κοινωνῶ», το οποίο σημαίνει «συμμετέχω σε κάτι», «παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο». Όταν, λοιπόν, σκεφτόμαστε έτσι τον όρο «κοινωνία», κατανοούμε καλύτερα τη σημασία της πολιτικής κοινωνίας, ότι, δηλαδή, η κοινωνία είναι ομάδα ανθρώπων με κοινά στοιχεία και κοινούς στόχους. Ως προς τον όρο «κοινωνία», όπως αυτός εμφανίζεται στην αριστοτελική φιλοσοφία, πρέπει να γνωρίζουμε και τα ακόλουθα: α) Οι τρεις κατηγορίες των κοινωνιών, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, άρχισαν να συγκροτούνται ξεκινώντας από απλούστερες μορφές και έφτασαν στο σχηματισμό συνθετότερων μορφών κοινωνιών. Έτσι, η πρώτη μορφή κοινωνίας ήταν ο «οἶκος», η οικογένεια, που προήλθε από τη συνύπαρξη του αρσενικού και του θηλυκού και η οποία είχε ως στόχο της την αναπαραγωγή του είδους. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κοινωνία που προήλθε από τη φυσική ανάγκη διαιώνισης του είδους. Αργότερα, σχηματίστηκε μια συνθετότερη μορφή κοινωνίας, η «κώμη», η οποία είναι το αποτέλεσμα της συνένωσης οικογενειών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κώμη επιδιώκει να ικανοποιήσει περισσότερες ανάγκες από την αναπαραγωγή. Πρόκειται για πνευματικές ανάγκες και ανάγκες εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας, όπως είναι η τέλεση της λατρείας των θεών, η καλλιτεχνική έκφραση και η απονομή δικαιοσύνης. Τέλος, η συνθετότερη μορφή κοινωνίας είναι η «πόλη», η οποία δεν επιδιώκει απλώς την ικανοποίηση κάποιων πρακτικών αναγκών, αλλά αποτελεί έναν πολιτικό οργανισμό και στοχεύει στην επίτευξη του ύψιστου αγαθού, της «εὐδαιμονίας» των μελών της. β) Για την αιτία σχηματισμού της κοινωνίας ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνίες εξαιτίας μιας φυσικής τους ανάγκης, δηλαδή επειδή αισθάνονταν την ανάγκη να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Αντιθέτως, ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι οι άνθρωποι οδηγήθηκαν στη συγκρότηση κοινωνιών, επειδή ήθελαν να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια, δηλαδή την απόκτηση όλων των αναγκαίων αγαθών, κάτι που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει μεμονωμένα το άτομο. Επομένως, ο Πλάτωνας, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη που θεωρούσε «φύσει» τη συγκρότηση κοινωνίας, θεωρούσε «νόμῳ» (ανθρώπινη σύμβαση) τη συγκρότηση των κοινωνιών. Κοντά στην άποψη του Πλάτωνα βρισκόταν και ο Πρωταγόρας, ο οποίος έλεγε ότι οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνίες, για να αντιμετωπίσουν τα θηρία και τον κίνδυνο αφανισμού τους απ αυτά. Επομένως, και ο Πρωταγόρας δε θεωρούσε «φύσει», αλλά «νόμῳ» τη συγκρότηση κοινωνιών. γ) Τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι τα ακόλουθα: αποτελείται από δύο τουλάχιστον άτομα τα άτομα που αποτελούν την Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 2

κοινωνία έχουν κάποιο κοινό σκοπό, τον οποίο θέτουν πιο ψηλά από τα ατομικά συμφέροντα ανάμεσα στα μέλη των κοινωνιών γίνονται συνεχώς ανταλλαγές προϊόντων κάθε μέλος ασχολείται με κάποια δραστηριότητα, παράγει κάποιο αγαθό, το οποίο ανταλλάσσει με αγαθά που παράγουν άλλα μέλη της κοινωνίας (καταμερισμός εργασίας) η λειτουργία της κοινωνίας και οι σχέσεις μεταξύ των μελών της ρυθμίζονται με κανόνες, οι οποίοι είναι γραπτοί και άγραφοι νόμοι, καθώς και επιταγές της θρησκείας μεταξύ των μελών της κοινωνίας πρέπει να αναπτύσσεται η δικαιοσύνη και η φιλία. Στην έννοια της φιλίας, μάλιστα, ο Αριστοτέλης δίνει μεγάλη βαρύτητα, καθώς την ανάγει σε απαραίτητο συστατικό στοιχείο που θα χαρακτηρίζει τις σχέσεις των πολιτών. δ) Για την ομοιότητα των πολιτών ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι τα μέλη μιας κοινωνίας μπορεί να έχουν διαφορές μεταξύ τους, καθώς, μάλιστα, υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, όμως, όλοι πρέπει να είναι όμοιοι. Αυτό σημαίνει ότι όλοι έχουν κοινό σκοπό, το καλό της κοινότητας, και ότι ακόμα και οι άρχοντες δεν κυβερνούν για προσωπικό τους όφελος, αλλά για το καλό του συνόλου της κοινωνίας τους. Ειδικότερα, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, κάθε πόλις είναι ένα όλον που το αποτελούν τα μέρη του, τα οποία όμως δεν χάνουν μέσα στο όλον τη δική τους φυσιογνωμία. Ως όλον λοιπόν η πόλιςκράτος αποτελείται από ανόμοια μεταξύ τους στοιχεία, μερικά από τα οποία ασκούν εξουσία (άρχοντες) και κάποια άλλα υπακούουν (αρχόμενοι). Ο στόχος ολόκληρης αυτής της κοινωνικής ομάδας, το αγαθό της πολιτικής κοινωνίας, είναι η ευδαιμονία και προϋπόθεση της ευδαιμονίας, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η κατάκτηση της αυτάρκειας. Η ευδαιμονία αποτελεί έναν στόχο, αποτελεί ένα γενικό και κοινό συμφέρον που αφορά όλα τα επιμέρους μέλη της πολιτικής κοινωνίας και κατά συνέπεια αποτελεί ένα αγαθό που είναι ανώτερο από το αγαθό στο οποίο στοχεύει κάθε επιμέρους κοινωνική ομάδα. Με αυτό το σκεπτικό, αφού το αγαθό της πόλης αφορά όλους τους πολίτες, ενώ το αγαθό μιας επιμέρους κοινωνικής ομάδας αφορά μόνο ένα μικρό σύνολο πολιτών κάθε φορά, το αγαθό της πόλης είναι ανώτερο από το αγαθό κάθε άλλης κοινωνικής ομάδας και κατά συνέπεια η πολιτική κοινωνία είναι ανώτερη και σημαντικότερη από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. Είναι, όπως γράφει και ο τίτλος της ενότητας, η τελειότερη μορφή κοινωνίας. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι κάθε κοινωνία συγκροτείται για κάποιο αγαθό. Στο σημείο αυτό εκφράζεται μία από τις βασικότερες θέσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας: πρόκειται για την άποψη του φιλοσόφου ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Γνωρίζουμε ότι η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είχε έναν τελ(ε)ολογικό χαρακτήρα, δηλαδή, σε κάθε πράξη, ενέργεια, κατάσταση, ο φιλόσοφος έβλεπε την ύπαρξη ενός λόγου, για τον οποίο γινόταν. Η πίστη του ότι τίποτα δε γίνεται τυχαία και πως η ίδια η φύση δεν κάνει τίποτα στην τύχη, τον οδηγούσε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως για τα πάντα υπάρχει κάποιος σκοπός. Είναι, λοιπόν, λογικό να πιστεύει ότι και η συγκρότηση κάθε κοινωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου σκοπού. Μάλιστα, πρέπει να προσέξουμε ότι ο Αριστοτέλης ορίζει ως στόχο κάθε Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 3

κοινωνίας κάποιο αγαθό, δηλαδή, θεωρεί ότι η κοινωνία έχει κάποιον καλό σκοπό. Ως προς τη λέξη «ἀγαθό», πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Αριστοτέλης δεν εννοεί εδώ κάτι το ηθικό. Περισσότερο η έννοια «ἀγαθό» ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την έννοια «ωφέλιμο». ηλαδή, η κάθε κοινωνία επιδιώκει να επιτύχει κάτι που θα αποβαίνει προς το συμφέρον της, προς το όφελος όλων των μελών της. Επομένως, για κάθε κοινωνίαομάδα ανθρώπων, το αγαθό προσδιορίζεται διαφορετικά. Για παράδειγμα, μια ομάδα κυνηγών συνεργάζεται, για να επιτύχει ένα στόχο, να πιάσει θηράματα, μια κοινότητα στρατιωτών επιδιώκει να επιτύχει μία νίκη, κ.ο.κ. Αυτοί οι στόχοι αποτελούν το «ἀγαθόν» της κάθε ομάδας. Για να καταλάβουμε, μάλιστα, ότι το «ἀγαθόν» δεν ταυτίζεται με το ηθικό, ας σκεφτούμε ότι μια ομάδα-κοινωνία ληστών έχει θέσει ως στόχο της να ληστέψει κάποια χρήματα. Τότε το «ἀγαθόν» της κοινωνίας αυτής είναι η τέλεση μιας αξιόποινης, εγκληματικής ενέργειας. Βέβαια, στη συνέχεια ο Αριστοτέλης θα προσπαθήσει να αποτρέψει την οποιαδήποτε ταύτιση της έννοιας του «ἀγαθόν» με πράξεις ανήθικες. Προηγουμένως, ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη ότι όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού. Στο σημείο αυτό έρχεται να επεξηγήσει τη θέση του αυτή, λέγοντας ότι αυτό είναι λογικό, εφόσον ο κάθε άνθρωπος κάνει τα πάντα εξαιτίας αυτού που θεωρεί ότι είναι αγαθό. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως είναι η λέξη «δοκοῦντος». Με τη λέξη αυτή, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι οι άνθρωποι κάνουν ό, τι θεωρούν «ἀγαθόν», χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι πράγματι είναι «ἀγαθόν» αυτό που κάνουν. Προβάλλεται η έννοια της υποκειμενικότητας, καθώς σε κάθε άνθρωπο μπορεί να φαίνεται σωστό κάτι διαφορετικό. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης φανερώνει ότι και οι ίδιοι οι άνθρωποι που προβαίνουν σε μια ενέργεια δεν είναι βέβαιοι για την ορθότητά της, παρά μόνο νομίζουν ότι είναι σωστό αυτό που κάνουν. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε ότι στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να δώσει τον ορισμό της αρετής, είχε πει ότι αυτή ταυτίζεται με τη μεσότητα, όπως την προσδιορίζει η λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, είχε προσπαθήσει να μετριάσει τον υποκειμενισμό στον προσδιορισμό της έννοιας της αρετής. Κατά τρόπο ανάλογο, και στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε ότι όσο πιο λογικός και συνετός είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο ορθή θα είναι η άποψή του σχετικά με το «ἀγαθόν». Και επειδή προηγουμένως αναφέραμε ότι το «ἀγαθόν» δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά περισσότερο σημαίνει το «ωφέλιμο», αντιλαμβανόμαστε ότι ο γνωστικός άνθρωπος θα θεωρεί κάτι σπουδαίο ως χρήσιμο, ενώ οι λιγότερο φρόνιμοι και καλλιεργημένοι άνθρωποι θα θεωρούν ως ωφέλιμα τα προσωπικά συμφέροντα και τις ιδιοτελείς επιδιώξεις. Σ αυτήν την παρενθετική πρόταση, ο Αριστοτέλης εκφράζει, εκτός από όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, και την άποψή του σχετικά με τη σύνδεση του ατομικού και του συλλογικού συμφέροντος, κάτι που δηλώνεται άμεσα με τον αιτιολογικό σύνδεσμο «γάρ». Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης διατύπωσε αρχικά την άποψη ότι κάθε κοινωνία στοχεύει σε κάποιο «ἀγαθόν». Αυτό το αιτιολόγησε λέγοντας ότι κάθε άνθρωπος μέσα Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 4

στην κοινωνία στοχεύει σε κάποιο αγαθό. Επομένως, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ατομική συμπεριφορά όλων των μελών μιας κοινωνίας διαμορφώνει τη συλλογική συμπεριφορά της. Η στάση των πολιτών διαμορφώνει το χαρακτήρα της πόλης, αλλά και αντιστρόφως, η εικόνα που παρουσιάζει η πόλη είναι αυτή που προσδιορίζει και την εικόνα των μελών της. Πρόκειται για αντίληψη πολύ συνηθισμένη στην αρχαία Ελλάδα, που θέλει τη μοίρα του πολίτη να ταυτίζεται με αυτήν της πόλης του και το ατομικό συμφέρον να μην μπορεί παρά να συμπορεύεται με το συλλογικό συμφέρον της πολιτείας. Τέλος, στο σημείο αυτό, σημειώνουμε πάλι την επανάληψη της λέξης «πάντα», με την οποία ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδώσει καθολικό χαρακτήρα στα λεγόμενά του, να μην αφήσει περιθώρια αμφισβήτησης των όσων λέει. Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει σχεδόν αυτούσια την άποψη που διατύπωσε και προηγουμένως, ότι, δηλαδή, όλες οι κοινωνίες έχουν ως στόχο τους την επίτευξη κάποιου «ἀγαθοῦ». Με τη χρήση της λέξης «δῆλον» και την επανάληψη της λέξης «πᾶσαι» γίνεται φανερό, για άλλη μια φορά, ότι ο Αριστοτέλης επιδιώκει να παρουσιάσει όσα λέει ως αναμφισβήτητες αλήθειες. Βέβαια, η αντωνυμία «τινός», η οποία συνοδεύει τη λέξη «ἀγαθόν», φανερώνει ότι το επιδιωκόμενο «ἀγαθόν» δεν είναι πάντοτε το ίδιο, ότι σε κάθε περίπτωση και αναλόγως την κοινωνία ή το άτομο, αυτό που στοχεύεται να επιτευχθεί είναι κάτι διαφορετικό. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η πόλη επιδιώκει το ανώτερο αγαθό, Ωστόσο, στο σημείο αυτό δεν κάνει λόγο σχετικά με το ποιο είναι αυτό το αγαθό, στο οποίο αναφέρεται. Ωστόσο, στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων», ο Αριστοτέλης έχει μιλήσει διεξοδικά για το πιο μεγάλο αγαθό, το οποίο επιδιώκουν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους (τό ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν αγαθών») και στο αγαθό αυτό έδωσε την ονομασία «εὐδαιμονία». Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενο αυτού του όρου; Η λέξη, όπως δείχνουν, βέβαια, τα συστατικά της, σήμαινε αρχικά την εύνοια του δαίμονος, του θείου βρισκόταν, επομένως, ο όρος αυτός πολύ κοντά στον όρο «εὐτυχία», αφού, όπως στην ευτυχία, έτσι και στην ευδαιμονία εννοείται κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος από μόνος του, αλλά κάτι που για να το αποκτήσει, πρέπει να το ζητήσει με προσευχή από το θεό. Είμαστε, από την άλλη, σε θέση να βεβαιωθούμε πως η λέξη αυτή είχε μια περίεργη σημασιακή εξέλιξη. Ήδη ο Ηράκλειτος, ο μεγάλος Εφέσιος σοφός που έζησε γύρω στο 500 π.χ., είχε πει ότι «ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων» (= δαίμων για τον άνθρωπο δεν είναι παρά ο χαρακτήρας του). Το ίδιο είχε πει και ο ημόκριτος, ο μεγάλος ατομικός φιλόσοφος του 5 ου /4 ου αιώνα π.χ. Αυτός, μάλιστα, με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια: «εὐδαιμονίη ψυχῆς καί κακοδαιμονίη» διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από έργο του, και θέλει να πει: «είναι υπόθεση της ψυχής η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία», ενώ σε ένα άλλο απόσπασμα διαβάζουμε ότι «εὐδαιμονίη οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδέ ἐν χρυσῷ ψυχή οἰκητήριον δαίμονος», που πάει να πει: «η ευδαιμονία δεν κατοικεί (δεν έχει να κάνει) με τα πλούσια κοπάδια και με το χρυσάφι η ψυχή είναι η κατοικία του δαίμονος» (ίσως ήθελε να πει: η ευδαιμονία και η κακοδαιμονία). Όλα αυτά θέλουν να Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 5

πουν πως αυτό ακριβώς που ο άνθρωπος περιμένει από το δαίμονα, από το θείον, το έχει, στην πραγματικότητα, μέσα στον ίδιο τον εαυτό του με άλλα λόγια, όλοι οι άνθρωποι επιζητούν την ευδαιμονία, μόνο όμως από τις δικές τους πράξεις εξαρτάται αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σε αυτήν. Όλες, λοιπόν, αυτές οι ιδέες πρέπει, στο τέλος, να έγιναν καθοριστικές για τη σκέψη του Αριστοτέλη το αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός του της ευδαιμονίας, όπως τον διαβάζουμε στο τέλος του πρώτου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων» του: «ἡ εὐδαιμονία ἐστί ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ' ἀρετήν τελείαν». Ενέργεια, λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία του ανθρώπου, όχι κατάσταση, και πάντως ενέργεια της ψυχής του, με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Το τελευταίο μέρος του ορισμού αυτού δείχνει καθαρά τη βαθιά πίστη του Αριστοτέλη πως την ευδαιμονία τους οι άνθρωποι, μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορούν τελικά να την εξασφαλίσουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Αριστοτέλης αναζήτησε με πολλή επιμονή, αλλά και με πολύ ρεαλισμό τον ορισμό της αρετής στην πραγματικότητα τα «Ηθικά Νικομάχεια» είναι, σχεδόν στο σύνολό τους, μια διεξοδικότατη διερεύνηση του ενδιαφέροντος αυτού θέματος. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, θα πει ότι η «εὐδαιμονία», που είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, είναι και πρέπει να είναι παράλληλα ο υπέρτατος σκοπός της πολιτείας, ταυτίζοντας με τον τρόπο αυτό το «ἀγαθόν» του πολίτη με το «ἀγαθόν» της πολιτείας. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης θα υποστηρίξει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από την ευδαιμονία της πόλης και ότι δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ευτυχεί, αν ζει σε μια πόλη που κακοπαθεί. Με τον τρόπο αυτό, μάλιστα, θα συνδεθεί και η ηθική φιλοσοφία με την πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, καθώς, σύμφωνα με το μεγάλο φιλόσοφο, ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος μόνο όταν είναι ηθικός. Αν, λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι είναι ηθικοί, μπορούν να είναι και ευτυχισμένοι και έτσι μπορεί να ευημερεί και η πολιτεία. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει το συλλογισμό του, για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα που θέλει. Αφού, λοιπόν, προηγουμένως υποστήριξε ότι κάθε κοινωνία επιδιώκει ένα «ἀγαθόν», λογικά τώρα υποστηρίζει ότι και η ανώτερη απ όλες τις κοινωνίες θα επιδιώκει και αυτή ένα «ἀγαθόν». Μάλιστα, αφού είναι η ανώτερη από τις υπόλοιπες, εύλογα θα επιδιώκει το ανώτερο «ἀγαθόν». Όπως θα δούμε παρακάτω, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως ανώτερη όλων των κοινωνιών την πόλη. Για να κατανοήσουμε το κριτήριο, με το οποίο ο φιλόσοφος θεωρεί ανώτερη των κοινωνιών την πόλη, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στα «Ηθικά Νικομάχεια» κάνει λόγο για διάφορες κοινωνίες, που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους συμφέρον αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει με όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Αυτές τις κοινωνίες ο Αριστοτέλης τις θεωρεί μόρια της πολιτικής κοινωνίας και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη απ αυτήν θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δε στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, αλλά σε αυτό που αφορά «ἅπαντα τόν βίον». Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 6

Στο τέλος του συλλογισμού ο Αριστοτέλης εξηγεί για ποια κοινωνία έκανε λόγο προηγουμένως. Η ανώτερη από τις κοινωνίες, που περιέχει όλες τις υπόλοιπες, είναι η πόλη, η οποία, μάλιστα, έχει και αυτό που αποκαλούμε πολιτική οργάνωση. Στο σημείο αυτό, αξίζει να προσέξουμε πόσο μεγάλη αξία δίνει στην πόλη ο Αριστοτέλης. Παρά το γεγονός ότι ζούσε σε μια εποχή, κατά την οποία ο θεσμός της πόλης-κράτους έδειχνε να βρίσκεται σε παρακμή, παρά το γεγονός ότι είχαν αρχίσει να ακούγονται φωνές που έκαναν λόγο για μια συνένωση των ελληνικών πόλεων και σχηματισμό μιας μεγάλης, ενιαίας δύναμης και παρά τις στενές σχέσεις με το Φίλιππο και αργότερα τον Αλέξανδρο, οι οποίοι ήταν φορείς της ιδέας της πανελλήνιας ένωσης, ο Αριστοτέλης θεωρούσε την πόλη ανώτερο θεσμό, σε αντίθεση με την αυτοκρατορία που τη θεωρούσε ένα χαλαρό άθροισμα ατόμων, ένα σχηματισμό, στα πλαίσια του οποίου ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται ισχυρούς δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους, ούτε μπορεί να ταυτίσει τη ζωή του και τη μοίρα του μ αυτήν της μεγάλης αυτοκρατορίας. Β2. Στο απόσπασμα «Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης» ο Αριστοτέλης επιχειρεί να εξηγήσει γιατί είναι ανάγκη να οριστεί η έννοια του πολίτη και εν τέλει ποια είναι η σχέση του πολίτη με την πόλη. Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε τη μεθοδικότητα με την οποία προχωρά η σκέψη του φιλοσόφου, καθώς αρχικά υποστήριξε ότι, για να εξετάσουμε τα πολιτεύματα, πρέπει πρώτα να ορίσουμε ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας «πόλη», ενώ τώρα λέει ότι, για να εξετάσουμε το περιεχόμενο του όρου «πόλη», πρέπει πρώτα να δώσουμε τον ορισμό της έννοιας «πολίτης». Μάλιστα, όπως προηγουμένως εξήγησε τους λόγους που καθιστούν αναγκαίο να μάθουμε τι εννοούμε με τον όρο «πόλη», έτσι και τώρα θα μας εξηγήσει γιατί είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι σημαίνει «πολίτης». Στο σημείο αυτό, δίνει τον πρώτο λόγο που καθιστά αναγκαίο τον προσδιορισμό του όρου «πολίτης»: αν θέλουμε να γνωρίσουμε τι σημαίνει πόλη, πρέπει πρώτα να μάθουμε τι είναι ο πολίτης, αφού η πόλη είναι μια σύνθετη οντότητα, η οποία απαρτίζεται από πολλούς πολίτες. Για να γνωρίσουμε, λοιπόν, το όλον, πρέπει πρώτα να μάθουμε τα μέρη. Για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα αυτό, ο Αριστοτέλης ξεκίνησε τη σκέψη του από τη διατύπωση της θέσης ότι η πόλη είναι μία σύνθετη οντότητα, η οποία, όπως κάθε άλλο σύνθετο δημιούργημα, αποτελείται από πολλά μικρότερα τμήματα. Μπορεί να δίνει την εικόνα ενός πράγματος, αλλά στην πραγματικότητα κάθε τέτοιο «συγκείμενο» ον είναι άθροισμα πολλών «μορίων», μικρότερων μερών. Η γνώση, λοιπόν, του όλου προϋποθέτει την προηγούμενη γνώση των μερών του. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε προηγούμενα αποσπάσματα του έργου του ο Αριστοτέλης, θέλοντας να καταλάβει ο ίδιος και να διδάξει ύστερα τους άλλους «τι είναι η πόλις», εφάρμοσε μια μέθοδο διερεύνησης του θέματος, που εμείς σήμερα θα την ονομάζαμε «γενετική μέθοδο», διότι στην πραγματικότητα τη βάση της έρευνας την αποτελούσε το ερώτημα «Πώς γεννήθηκε η πόλη;». Αλλά στην ενότητα 15 ο Αριστοτέλης φαίνεται να διερευνά τον ορισμό της πόλης με μια άλλη μέθοδο την οποία Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 7

εμείς θα μπορούσαμε σήμερα να την αποκαλέσουμε «αναλυτική», καθώς προσπαθεί να βρει τα συστατικά στοιχεία της αρχικής έννοιας (δηλαδή αναλύει την έννοια «πόλη» στα συστατικά της) και στην συνέχεια, αφού δώσει έναν ορισμό στα συστατικά της αρχικής έννοιας στην προκειμένη περίπτωση, αφού δώσει έναν ορισμό στην έννοια «πολίτης» είναι πλέον σε θέση να ορίσει και την αρχική του έννοια την οποία μελετά (πόλις), η οποία αποτελεί μια σύνθεση (σύνολο) από πολίτες. Με βάση λοιπόν την αναλυτική μέθοδο, ο Αριστοτέλης, προβληματίζεται: Ὥστε τίνα χρή καλεῖν πολίτην καί τίς ὁ πολίτης ἐστί σκεπτέον = επομένως ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και τι είναι πολίτης πρέπει πρώτα να μελετήσουμε. Αφού ο Αριστοτέλης δώσει έναν ικανοποιητικό ορισμό για την έννοια «πολίτης», θα είναι πλέον σε θέση να δώσει έναν ορισμό και για την έννοια «πόλις». Μάλιστα, στη συνέχεια ο Αριστοτέλης μας παρουσιάζει ένα ακόμα επιχείρημα, προκειμένου να μας δείξει ότι πρέπει πρώτα να μελετηθεί η έννοια του πολίτη: Καί γάρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις οὐ γάρ τόν αὐτόν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην ἔστι γάρ τις ὅς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὤν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης. ηλαδή, ακόμα και για την έννοια του πολίτη υπάρχουν διφορούμενες απόψεις. εν έχουν όλοι την ίδια άποψη για την έννοια του πολίτη. Είναι δυνατό στη δημοκρατία ένας άνθρωπος να είναι πολίτης, ενώ ο ίδιος άνθρωπος είναι δυνατό στην ολιγαρχία να μην θεωρείται πολίτης. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα μάλιστα του Αριστοτέλη είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, για να κατανοήσει κάποιος πόσο πολύπλοκη είναι η έννοια του πολίτη. Ειδικά στην αρχαιότητα, είναι γνωστό ότι υπήρχε μεγάλη ποικιλία κριτηρίων για τον ορισμό του πολίτη. Κατά περίπτωση, κριτήρια για την απόδοση της ιδιότητας του πολίτη ήταν η καταγωγή, το εισόδημα, το είδος της απασχόλησης και άλλα. Από τις ιστορικές όμως γνώσεις, είναι δυνατό να γνωρίζουμε ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του δήμου, δηλαδή του λαού, δηλαδή της πλειοψηφίας των ανθρώπων. Άρα, στο δημοκρατικό πολίτευμα, πολίτες θεωρούνται μόνο όσοι ανήκουν στην πλειοψηφία, αφού μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Αντίθετα, στο ολιγαρχικό πολίτευμα, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ολίγων και γι αυτό μόνο αυτοί θεωρούνται πολίτες, αφού μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Κατά συνέπεια, αυτό που ισχυρίζεται στην ενότητα 15 ο Αριστοτέλης είναι δυνατό να ισχύει. ηλαδή, ένας άνθρωπος, που θεωρείται πολίτης στη δημοκρατία, είναι δυνατό να μην είναι πολίτης στην ολιγαρχία. Και αντίστροφα, ένας άνθρωπος, που θεωρείται πολίτης στην ολιγαρχία, είναι δυνατό να μην είναι πολίτης στην δημοκρατία. Και γι αυτόν λοιπόν το λόγο, είναι μεγάλη ανάγκη να οριστεί η έννοια του πολίτη, προκειμένου τελικά να ερμηνευτεί αυτό το φαινόμενο. Και βέβαια μέσα από τον ορισμό της έννοιας «πολίτης» θα διευκρινιστεί και η έννοια «πόλις». Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει τον ορισμό της έννοιας «πολίτης», διασαφηνίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο και τη σχέση του πολίτη με την Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 8

πόλη του. Για να φτάσει τελικά στον ορισμό του πολίτη, θα αρχίσει πρώτα να λέει τι δεν είναι ο πολίτης, ποια κριτήρια, ποιες ιδιότητες ενός ανθρώπου δεν αρκούν για να τον χαρακτηρίσουμε πολίτη. Χρησιμοποιεί δηλαδή ένα σχήμα άρσης και θέσης, καθώς αφού πει τι δεν είναι πολίτης, μετά θα προχωρήσει στα κριτήρια που ορίζουν την έννοια «πολίτης». Το πρώτο κριτήριο, λοιπόν, που δε θεωρείται επαρκές για το χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου ως πολίτη είναι το να κατοικεί σε μια πόλη. Για να διασαφηνίσει την άποψη αυτή, αναφέρει δύο πολύ οικεία παραδείγματα: αυτό των μετοίκων και των δούλων. Αυτοί, λοιπόν, μπορεί να ζουν σε μια πόλη, όμως δε θεωρούνται πολίτες της. Πιο συγκεκριμένα, οι μέτοικοι ήταν κάτοικοι κάποιας πόλης, οι οποίοι μετανάστευαν και ζούσαν σε μια άλλη πόλη. Είχαν αρκετά δικαιώματα, ήταν φυσικά ελεύθεροι, μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα τις οικονομικές / εμπορικές τους δραστηριότητες, όμως δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της πόλης, δεν μπορούσαν δηλαδή να συμμετέχουν στην Εκκλησία του ήμου, ούτε να κατέχουν αξιώματα. Από την άλλη πλευρά, οι μέτοικοι είχαν και υποχρεώσεις απέναντι στην πόλη που τους φιλοξενούσε. Ήταν «ἰσοτελεῖς», δηλαδή έπρεπε να καταβάλλουν ένα φόρο, το «μετοίκιο», ώστε να έχουν το δικαίωμα να μένουν στην πόλη. Επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν και στις πολεμικές δραστηριότητες της πόλης. Ακόμα, έπρεπε να έχουν ένα γνήσιο πολίτη της πόλης στην οποία ζούσαν, ως προστάτη τους, ο οποίος θα λειτουργούσε ως εκπρόσωπός τους σε υποθέσεις της πόλης και ως εγγυητής τους για πληρωμή οποιουδήποτε χρέους τους. Οι μέτοικοι σε πολύ λίγες περιπτώσεις, όταν προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στην πόλη, όπου ζούσαν, μπορούσαν να κερδίσουν το δικαίωμα να γίνουν πολίτες. Το πόσο δύσκολο ήταν να γίνει κάτι τέτοιο, το αποδεικνύει και το γεγονός ότι πολύ σπουδαίες προσωπικότητες, που ζούσαν ως μέτοικοι στην Αθήνα, δεν έγιναν ποτέ Αθηναίοι πολίτες. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης ήταν μέτοικος στην Αθήνα, χωρίς ποτέ να του δοθεί ο τίτλος του Αθηναίου πολίτη. Το ίδιο συνέβη και με τους σοφιστές Πρωταγόρα και Ιππία. Από την άλλη πλευρά, οι δούλοι ήταν «ἔμψυχον κτῆμα», δηλαδή έμψυχα εργαλεία και προέρχονταν είτε από τους αιχμαλώτους πολέμου είτε ήταν πρώην πολίτες που είχαν μεγάλα χρέη και είχαν μετατραπεί σε δούλους των δανειστών τους. Αυτοί, συνήθως, ζούσαν στο σπίτι του κυρίου τους και του προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Συχνά, αναπτύσσονταν καλές σχέσεις μεταξύ δούλων και αφεντικών. Οι δούλοι δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα, ενώ ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στο στρατό, κατά τις περιόδους πολέμου ως ελαφρά οπλισμένοι. Αξίζει να γνωρίζουμε ότι ο Αριστοτέλης, όπως άλλωστε και ο Πλάτωνας, θεωρούσαν λογικό, απαραίτητο και εκ φύσεως το θεσμό της δουλείας. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος πίστευε ότι η φύση προικίζει με διαφορετικές δυνατότητες τον κάθε άνθρωπο και έτσι άλλους τους προορίζει να είναι ελεύθεροι και άλλους δούλοι. Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης δικαιολογεί την ύπαρξη του θεσμού της δουλείας ως εξής: στη φύση υπάρχει κάτι ανώτερο και κάτι κατώτερο. Συμφέρον, λοιπόν, και των δύο μερών είναι να κυβερνά το ποιοτικά ανώτερο και να υπακούει το ποιοτικά κατώτερο. Και στην περίπτωση των ανθρώπων, η φύση Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 9

γεννά άτομα κατάλληλα για την πολιτική ζωή και δράση, ακατάλληλα όμως για χειρωνακτικές εργασίες και άτομα κατάλληλα για χειρωνακτικές εργασίες, ακατάλληλα όμως για την πολιτική ζωή. Άλλοι άνθρωποι λοιπόν είναι «φύσει» ελεύθεροι και άλλοι «φύσει» δούλοι. Οι δούλοι, επειδή δεν διαθέτουν ελεύθερο φρόνημα, δεν μπορούν να αποτελούν μέλη της πόλης των ελεύθερων πολιτών. Αμέσως μετά ο Αριστοτέλης παρουσιάζει και το δεύτερο κριτήριο που δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές, ώστε να χαρακτηριστεί κάποιος «πολίτης». Αυτό είναι το δικαίωμα εμφάνισης στο δικαστήριο ως κατήγορος ή ως κατηγορούμενος. Αυτή η δυνατότητα δεν είναι κάτι που αποτελεί επαρκές κριτήριο για να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης μιας πόλης. Στη συνέχεια, ο φιλόσοφος θα εξηγήσει, γιατί το δικαίωμα παρουσίας στα δικαστήρια δεν είναι η επαρκής προϋπόθεση για να θεωρήσουμε κάποιον πολίτη. Αυτό συμβαίνει, επειδή υπάρχουν ειδικές συμφωνίες μεταξύ διαφόρων πόλεων, σύμφωνα με τις οποίες οι ανήκοντες σε αυτές θα μπορούσαν να εμφανιστούν στα δικαστήρια της άλλης πόλης, αν είχαν εν τω μεταξύ εγκατασταθεί σε αυτήν. Ο Αριστοτέλης, σε άλλο σημείο του έργου του, αναφέρει το παράδειγμα των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων, που τους ένωναν συμφωνίες εμπορικές και στρατιωτικές, χωρίς αυτό να είναι αρκετό για να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία. Πράγματι, το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που ζει σε μία ξένη χώρα έχει το δικαίωμα να μηνύσει κάποιον και να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, δε σημαίνει ότι είναι πολίτης αυτής της χώρας. Βέβαια, το γεγονός ότι δινόταν το δικαίωμα ακόμα και σε μη πολίτες μιας πόλης να εμφανίζονται στα δικαστήρια και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους ή να υπερασπίζονται τις υποθέσεις τους, δείχνει το επίπεδο πολιτισμού των αρχαίων ελληνικών πόλων, καθώς θεωρούσαν αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου να υπερασπίζεται τα δίκαιά του και να μπορεί να οδηγήσει στο δικαστήριο κάποιον που θεωρούσε ότι τον είχε θίξει, ακόμα και αν βρισκόταν σε μια ξένη πόλη και ο αντίδικός του ήταν γηγενής. Αφού ο Αριστοτέλης παρουσίασε τα δύο κριτήρια, τα οποία δεν αποτελούν επαρκείς προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος άνθρωπος πολίτης μιας πόλης, θα έρθει τώρα να αναφέρει ποιο είναι το κριτήριο αυτό. Πριν αναφέρουμε, ωστόσο, το κριτήριο με το οποίο χαρακτηρίζεται κάποιος ως «πολίτης», πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στο χωρίο που έχει παραληφθεί από το σχολικό βιβλίο. Στο σημείο αυτό, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι πολίτες δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε οι γέροντες ούτε τα ανήλικα παιδιά. Οι γέροντες, οι οποίοι πλέον δεν μπορούν να συμμετέχουν στις στρατιωτικές δραστηριότητες και οι οποίοι δε συμμετέχουν, επίσης, στα ζητήματα πολιτικής φύσεως («παρηκμακότες» τους ονομάζει ο φιλόσοφος) και τα παιδιά, τα οποία, αφού δεν έχουν ενηλικιωθεί, δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην Εκκλησία του ήμου και στη λήψη των αποφάσεων της πόλης, δεν μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένοι πολίτες. Έτσι, έχει αρχίσει να διαφαίνεται ποιο είναι το κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο κάποιος μπορεί να θεωρείται πολίτης, το οποίο δεν είναι άλλο από τη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Αυτό θα το πει αμέσως τώρα, ρητά και ξεκάθαρα. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 10

αποφαίνεται ότι ορίζεται πολίτης κάποιος με κριτήριο τη συμμετοχή του στη δικαστική και την πολιτική εξουσία. Μόνο ο άνθρωπος, ο οποίος δικαιούται να ασκεί κάποιο αξίωμα στην πόλη που ζει, να συμμετέχει στη δικαστική εξουσία ως μέλος δικαστηρίου και να κατέχει κάποιο πολιτικό αξίωμα, δηλαδή να έχει μερίδιο στη διακυβέρνηση της πόλης, μπορεί να θεωρηθεί πολίτης. Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο μεγάλη σημασία δινόταν στη συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά πράγματα, καθώς η απουσία τους από αυτά δεν τους καθιστούσε ικανούς να θεωρούνται πολίτες. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως είναι η σημασία που δίνεται στη δικαστική εξουσία. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πολύ στη δύναμη των νόμων και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της δικαιοσύνης, ώστε έκριναν ότι ο κάθε πολίτης πρέπει να είναι εφοδιασμένος με την κατάλληλη παιδεία και καλλιέργεια, για να μπορεί να είναι δικαστής στα δικαστήρια της πόλης του. Η άσκηση της δικαστικής εξουσίας δεν ήταν κάτι που αφορούσε μόνο μια μικρή μερίδα ανθρώπων, αλλά ήταν αρμοδιότητα όλων των πολιτών. Το γεγονός αυτό «φωτογραφίζει» έναν ανώτερο πολιτισμό, όπου δεν μπορούσε να επιτραπεί η έλλειψη συμμετοχής των πολιτών από τη δικαστική εξουσία. Εκτός από τον Αριστοτέλη, και ο Πλάτωνας έδινε μεγάλη σημασία στη συμμετοχή στη δικαστική εξουσία. Η μη συμμετοχή του πολίτη σε αυτήν ισοδυναμούσε με μη συμμετοχή στο σύνολο των λειτουργιών της πόλης («ὁ γάρ ἀκοινώνητος ὤν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τό παράπαν τῆς πόλεως οὐ μέτοχος εἶναι» = αυτός που δεν συμμετέχει στη δικαστική εξουσία θεωρείται ότι δεν συμμετέχει γενικά στις λειτουργίες της πόλεως). Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να πούμε και για τη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. ε θεωρούνταν απλώς δικαίωμα των πολιτών, αλλά υποχρέωσή τους και απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να θεωρείται κάποιος πολίτης μιας πόλης-κράτους. Επομένως, όποιος δεν είχε το δικαίωμα άσκησης πολιτικής εξουσίας (ανήλικος, μέτοικος, δούλος) δεν ήταν ικανός να φέρει τον τίτλο του πολίτη. Όπως γνωρίζουμε, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στη συμμετοχή στα κοινά της πόλης. Ας θυμηθούμε τον «Επιτάφιο» του Περικλή, ο οποίος λέει ότι «στην Αθήνα δε θεωρούν φιλήσυχο τον πολίτη που δε συμμετέχει στα κοινά, αλλά άχρηστο». Αλλά και παλαιότερα, ο νομοθέτης Σόλων είχε θεσπίσει νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, όποιος δεν ασχολούνταν με τις πολιτικές υποθέσεις της πόλης του, θα καθίστατο «ἄτιμος», δηλαδή θα στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει εδώ την πίστη του ότι όχι απλώς αποδείχτηκε ποιος είναι πολίτης, αλλά ότι είναι και βέβαιο, φανερό πως ό,τι έχει ειπωθεί, είναι σωστό. Με το επίθετο «φανερόν» θέλει να προβάλλει τη σιγουριά του για την ορθότητα των λεγομένων του και για την πειστικότητα των αποδεικτικών στοιχείων που κατέθεσε. Επίσης, εκφράζει την πεποίθησή του ότι έχει μιλήσει με σαφήνεια και ξεκάθαρο τρόπο, ώστε δεν έχει μείνει καμιά απορία και κανένα κενό στους ακροατές του. Με την φράση «ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς» ο Αριστοτέλη ουσιαστικά επαναλαμβάνει τον ορισμό του πολίτη που έδωσε προηγουμένως. Αυτό γίνεται, επειδή θέλει να τονίσει τον ορισμό, να μη σχηματιστεί καμιά εσφαλμένη αντίληψη. Μάλιστα, Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 11

για το λόγο αυτό, τώρα προσπαθεί να γίνει ακόμα πιο σαφής και να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακριβολογία τις εξουσίες στις οποίες πρέπει να μετέχει κάποιος, για να θεωρηθεί πολίτης. Έτσι, βλέπουμε ότι ο κάπως γενικός όρος «ἀρχῆς», που αναφέρθηκε προηγουμένως, τώρα γίνεται «βουλευτικῆς ἀρχῆς», ώστε να γίνει σαφές ότι πρόκειται για το δικαίωμα να ασκεί κανείς το αξίωμα του βουλευτή, άρα να συμμετέχει στην άσκηση της εξουσίας. Επίσης, ο όρος «κρίσεως», που είδαμε προηγουμένως, τώρα μετατρέπεται σε «κριτικῆς ἀρχῆς», ώστε να φανεί πιο ξεκάθαρα ότι γίνεται λόγος για το δικαίωμα άσκησης της δικαστικής εξουσίας. Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε, για μία ακόμα φορά, είναι ο συγκροτημένος και επιστημονικός λόγος του Αριστοτέλη, ο οποίος πάντοτε επιδιώκει να δίνει σαφείς και πλήρεις ορισμούς για κάθε έννοια που πραγματεύεται, αφού προηγουμένως κάνει μια εξονυχιστική, αναλυτική έρευνα του προς εξέταση θέματος. Αυτό φάνηκε και στην ενδελεχή προσπάθεια του φιλοσόφου να ορίσει τον πολίτη, ολοκληρώνοντας παράλληλα με απόλυτη σαφήνεια και τον (προσδι)ορισμό της σχέσης του πολίτης με την πόλη του. Β3. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πόλη χαρακτηρίζεται ως τέλεια κοινωνική οντότητα, σε σχέση με τις άλλες δύο (οἶκος, κώμη). Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ως προς το περιεχόμενο της έννοιας αυτής και να μην την ταυτίζουμε με την έννοια που δίνουμε εμείς σήμερα στη λέξη «τέλειος». Μέσα στη λέξη αυτή, ο αρχαίος Έλληνας άκουγε καθαρά τη λέξη «τέλος», μια λέξη που δήλωνε το σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Είναι φανερό ότι με αυτή τη σημασία η λέξη δε δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη «τέλος» ίσα-ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, περίπτωση του κειμένου μας, το επίθετο «τέλεια» λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε (οἰκία, κώμη, πόλις) με το νόημα αυτό, η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει και το τέλος της εξέλιξης (η οποία, όμως, δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση). Επίσης, επειδή στη λέξη «τέλος» υπάρχει η έννοια του σκοπού, γίνεται φανερό ότι η πόλη αποτελεί το μέσο της επίτευξης ενός σκοπού και μάλιστα του σπουδαιότερου, του απώτερου, του τελικού σκοπού. Αυτός ο σκοπός είναι η αυτάρκεια των πολιτών. Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης μας είπε καθαρά τι εννοεί με αυτή τη λέξη. Χρησιμοποιούμε, είπε, αυτή τη λέξη, όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο. Στο δικό μας χωρίο η «πόλις» χαρακτηρίζεται «τέλεια», ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η «πόλις» είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η «εὐδαιμονία». Μία «πόλις» λοιπόν είναι αυτάρκης, αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη, αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες και αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και, προπαντός, Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 12

απονομής της δικαιοσύνης, επομένως, αν είναι ανεξάρτητη ή, με άλλα λόγια, αν δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές και ηθικές πνευματικές κοινωνικές ανάγκες της. Στο αμετάφραστο κείμενο ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει την προσφορά αυτή της πόλης υποστηρίζοντας ότι το «αγαθό» της πόλης είναι το σημαντικότερο / ανώτερο από τα αγαθά των άλλων κοινωνικών ομάδων (μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου), ενώ στη συνέχεια ο αρχαίος φιλόσοφος μάς δίνει τον πιο ολοκληρωμένο ορισμό της πόλης: πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς. Στον ορισμό αυτό βέβαια περίοπτη θέση κατέχει το αγαθό της αυτάρκειας που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής και το σύνολο της πόλης στην ευδαιμονία, σύμφωνα με την αριστοτελική φιλοσοφία. Πιο συγκεκριμένα, η πόλη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το σύνολο, το οποίο απαρτίζεται από έναν αριθμό πολιτών τέτοιο, ο οποίος μπορεί να εξασφαλίζει την αυτάρκειά τους, Αν θελήσουμε να δώσουμε με μεγαλύτερη πληρότητα τον ορισμό της πόλης, όπως τον δίνει ο Αριστοτέλης, θα λέγαμε ότι πόλη είναι ένα σύνολο από ανθρώπους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στη δικαστική και πολιτική εξουσία (όπως έχει δηλώσει σε άλλο σημείο) και ο αριθμός των οποίων είναι τέτοιος, ώστε να μπορούν να παράγουν όλα όσα χρειάζονται (στον οικονομικό, πνευματικό, στρατιωτικό τομέα) και να μην έχουν ανάγκη από καμία εξωτερική συνδρομή. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ένα μικρό σύνολο από πολίτες δεν μπορεί να αποτελέσει πόλη, διότι ένα μικρό σύνολο από πολίτες ίσως να μην έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει το αγαθό της αυτάρκειας. Αυτό το ποσοτικό στοιχείο του ορισμού της πόλης (πλῆθος) ο Αριστοτέλης το τονίζει και σε άλλο χωρίο των Πολιτικών του: «ἡ πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τό τυχόν ἀλλά πρός ζωήν αὔταρκες». Για το ίδιο λόγο ο Αριστοτέλης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αριστοτελική έννοια του «τέλους» (ἱκανόν), κάνοντας έτσι σαφές ότι ο σκοπός της πόλης είναι η αυτάρκεια και η συνακόλουθη ευδαιμονία που προσφέρει στην πόλη. Ο Αριστοτέλης διατυπώνει λοιπόν την άποψη ότι οι πόλεις σχηματίστηκαν με σκοπό την εξασφάλιση της ζωής των ανθρώπων. ηλαδή, οι άνθρωποι, όσο ζούσαν μόνοι τους, δεν ήταν σε θέση να επιβιώνουν και να αποκτούν όλα τα απαραίτητα αγαθά που θα τους διατηρούσαν στη ζωή. Έτσι, συγκροτήθηκαν σε πόλεις, μέσα στα πλαίσια των οποίων θα κατάφερναν να ικανοποιήσουν το βασικό τους ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Στο σημείο αυτό, φαίνεται σαν να υποστηρίζει ο Αριστοτέλης ότι η συγκρότηση πόλεων είναι μια ανθρώπινη σύμβαση, γίνεται «νόμῳ», με σκοπό τη διατήρηση των ανθρώπων στη ζωή. Έτσι, μοιάζει να συμφωνεί με την άποψη που διατυπώνει ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι συγκρότησαν πόλεις, για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο αφανισμού τους από τα θηρία. Όμως, ο Αριστοτέλης δεν εκφράζει μια τέτοια αντίληψη αντιθέτως, θα υποστηρίξει την άποψη ότι οι πόλεις υπάρχουν «εκ φύσεως» και δεν αποτελούν μια «νόμῳ» ανθρώπινη σύμβαση. Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 13

Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει την άποψή του σχετικά με τον προορισμό της πόλης, λέγοντας ότι δεν έχει συσταθεί για να εξασφαλίζει απλώς το «ζῆν», την επιβίωση των ανθρώπων, αλλά το «εὖ ζῆν», την καλή ζωή. Σε αυτό το σημείο έγκειται η διαφορά της, και συγκεκριμένα η ανωτερότητά της από τις άλλες κοινωνικές οντότητες. Ενώ, δηλαδή, η οικογένεια και η κώμη μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση των ανθρώπων, η πόλη μπορεί να τους χαρίσει περισσότερα από τα απλώς αναγκαία, ώστε να τους εξασφαλίσει μια καλή ζωή. Φυσικά, ο Αριστοτέλης έχει εξηγήσει πώς αντιλαμβάνεται την καλή ζωή, όταν προηγουμένως έκανε λόγο για την αυτάρκεια η αυτάρκεια είναι το στοιχείο εκείνο που χαρίζει την καλή ζωή στον άνθρωπο. Ο φιλόσοφος, στο σημείο αυτό, κάνει μια έμμεση, αλλά σαφή αναφορά στην ανωτερότητα του ανθρώπου από τα άλλα όντα, καθώς μόνο ο άνθρωπος φαίνεται ικανός να επιτύχει την ευδαιμονία, την καλή ζωή. Αντιθέτως, όλα τα υπόλοιπα ζώα είναι σε θέση να κερδίσουν απλώς την επιβίωσή τους, ποτέ, όμως, μια καλή ζωή, καθώς αυτή απαιτεί τη συγκρότηση πόλεων και την ικανοποίηση κοινωνικών και πνευματικών αναγκών, κάτι που αδυνατούν να κερδίσουν τα άλλα όντα. Η διάκριση ανάμεσα στο «ζῆν» και το «εὖ ζῆν» ήταν μία από τις θεμελιώδεις απόψεις της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία φαίνεται ότι είχε αφομοιωθεί και από το Μέγα Αλέξανδρο, μαθητή του φιλοσόφου, ο οποίος τόνιζε ότι αγαπούσε τον πατέρα του που του είχε χαρίσει το «ζῆν», αλλά αγαπούσε εξίσου τον Αριστοτέλη, ο οποίος του είχε χαρίσει το «εὖ ζῆν», καθώς τον είχε διδάξει πολλά πράγματα, είχε καλλιεργήσει το πνεύμα του και έτσι είχε συμβάλει στην πνευματική του ανάπτυξη. Ο Αριστοτέλης έρχεται στη συνέχεια να υποστηρίξει τη βασική του θέση, η οποία είναι ότι η πόλη αποτελεί έναν οργανισμό που έχει δημιουργηθεί εκ φύσεως και δεν αποτελεί ένα συμβατικό οργανισμό των ανθρώπων. Η πρώτη του συλλογιστική πορεία, που οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό, είναι η ακόλουθη: οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (οἶκος, κώμη) είναι φύσει, αφού δημιουργήθηκαν από τη φυσική τάση και ανάγκη του ανθρώπου (σύζευξη άρρενος και θήλεος) η πόλη είναι αποτέλεσμα, ολοκλήρωση (τέλος) αυτών των πρώτων κοινωνιών άρα, η πόλη, αφού είναι αποτέλεσμα ένωσης κοινωνικών οντοτήτων που υπάρχουν φύσει, είναι και αυτή φύσει. Αξίζει να προσέξουμε ότι ο συλλογισμός του Αριστοτέλη έχει διατυπωθεί με ανεστραμμένη τη σειρά των προκείμενων προτάσεων και του συμπεράσματος. Πρώτα διατυπώνεται το συμπέρασμα (η πόλη είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως) και μετά δίνονται οι προκείμενες προτάσεις, που αιτιολογούν το συμπέρασμα. Ίσως, ο Αριστοτέλης επιλέγει τη διατύπωση αυτή, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ακροατών του εκφράζοντας πρώτα την άποψή του και έτσι προκαλώντας τους να παρακολουθήσουν πώς θα την τεκμηριώσει. Ως προς την αξιοπιστία και την ορθότητα του συλλογισμού, πρέπει να γίνει μία παρατήρηση: στο πρωτότυπο κείμενο η πρώτη προκείμενη πρόταση δίνεται με μία υπόθεση (αν πράγματι οι πρώτες κοινωνίες είναι φύσει). Αυτό σημαίνει ότι το Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 14

συμπέρασμα ενός τέτοιου συλλογισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε αναμφισβήτητες αλήθειες, άρα δεν έχει και αυτό αναμφισβήτητο κύρος. Ο Αριστοτέλης αμέσως μετά διατυπώνει ένα δεύτερο συλλογισμό, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι η πόλη αποτελεί μία φύσει κοινωνική οντότητα. Στο συλλογισμό αυτό, ο Αριστοτέλης αξιοποιεί τη γλώσσα και τη σημασιολογία εννοιών, για να οδηγήσει το συλλογισμό του στα συμπεράσματα που θέλει. ηλαδή, αναφέρει ότι με τη λέξη «φύση» εννοούμε τη μορφή που αποκτά κάθε αντικείμενο κατά τη στιγμή που έχει ολοκληρωθεί ο σχηματισμός του. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι κάθε ον ακολουθεί μια εξελικτική πορεία μέχρι να αποκτήσει την τελική του μορφή. Αρχικά, έχει απλώς μέσα του τη δυνατότητα να φτάσει σε μια μορφή, είναι δηλαδή «ἐν δυνάμει» η μορφή που θα πάρει. Τελικά, φτάνει στην κατάσταση του «ἐν ἐνεργείᾳ» όντος, όταν ολοκληρώνεται η εξελικτική του πορεία. Αυτήν την πορεία προς την ολοκλήρωση και την απόκτηση της τελικής μορφής του όντος, ο Αριστοτέλης την ονομάζει «ἐντελέχεια». Όταν, λοιπόν, ολοκληρώνεται αυτή η πορεία, τότε μιλάμε για τη φύση του πράγματος. Για να γίνει κατανοητό αυτό, δίνουμε το εξής παράδειγμα: όταν έχουμε μια ποσότητα ξύλου, μιλάμε απλώς για την ύλη του ξύλου. Αν κάποιος τεχνίτης το επεξεργαστεί και κατασκευάσει με αυτό ένα τραπέζι, τότε λέμε ότι το ξύλο πλέον έχει τη φύση του τραπεζιού, αφού αυτή τη μορφή απέκτησε κατά τη στιγμή της ολοκλήρωσής του, της τελείωσής του. Αφού, λοιπόν, ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη ότι «φύση» ονομάζουμε τη μορφή που αποκτά ένα αντικείμενο τη στιγμή της ολοκλήρωσης της εξελικτικής του πορείας, δίνει το συλλογισμό, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η πόλη είναι φύσει: φύση είναι η μορφή που έχει ένα πράγμα κατά τη στιγμή της τελείωσής του η πόλη είναι η τελείωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων, είναι δηλαδή μια τελική μορφή άρα, η πόλη είναι φύση, δηλαδή προέρχεται εκ φύσεως. Με το συλλογισμό αυτό, ο Αριστοτέλης αποδεικνύει για δεύτερη φορά ότι η πόλη είναι ένας μηχανισμός που υπάρχει εκ φύσεως και δεν αποτελεί ανθρώπινη συμβατική δημιουργία. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφέρουμε ότι η φύση ενός πράγματος, δηλαδή η τελική του μορφή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το αποτέλεσμα τεσσάρων αιτιών. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται τέσσερις προϋποθέσεις, για να φτάσει ένα αντικείμενο στην τελική του μορφή, να περάσει από την κατάσταση του «δυνάμει ὄντος» στην κατάσταση του «ἐνεργείᾳ ὄντος». Αυτές οι τέσσερις αιτίες είναι η ύλη, η ενέργεια, η μορφή και ο σκοπός. Αυτό σημαίνει ότι, για να φτάσει κάποιο αντικείμενο στην τελική του μορφή, πρέπει να υπάρχει η πρώτη ύλη, για παράδειγμα το ξύλο, να γίνει μια ενέργεια, για παράδειγμα η επεξεργασία του από έναν τεχνίτη, να αποκτήσει τελικά τη μορφή που θα είναι η τελική του μορφή, για παράδειγμα του τραπεζιού, και, τέλος, να υπάρχει ένας σκοπός, δηλαδή ο τεχνίτης να έχει ως στόχο του να κατασκευάσει ένα τραπέζι. Μάλιστα, επειδή, όπως γνωρίζουμε, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είχε τελ(ε)ολογικό χαρακτήρα, δηλαδή σε καθετί ο φιλόσοφος έβλεπε την ύπαρξη κάποιου σκοπού, θεωρούσε πιο σημαντική από τις τέσσερις αιτίες αυτήν του σκοπού. Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 15

Β4. Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες 178-179 του σχολικού βιβλίου και συγκεκριμένα στο χωρίο «Επειδή διαβάζοντας τις ενότητες από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την πόλιν». Β5. ενόραση => ὁρῶμεν σύσταση => συνεστηκυῖαν κατάσχεση => περιέχουσα σύγκλητος => καλουμένη κειμήλιο => συγκειμένων σκόπιμος => σκεπτέον άρχοντας => ὀλιγαρχίᾳ άφαντος => φανερόν ρητό => λέγομεν άφιξη => ἱκανόν Γ1. Τίποτα λοιπόν δεν καταγγέλλεται από κάποιους μετοίκους και ακολούθους τους (δούλους) σχετικά με τις Ερμές, αλλά (καταγγέλλονται) κάποιοι ακρωτηριασμοί άλλων αγαλμάτων που είχαν γίνει νωρίτερα από νεότερους που διασκέδαζαν με παρέα και κρασί και συνάμα (καταγγέλλεται) ότι τα μυστήρια πραγματοποιούνται σε σπίτια με εξευτελιστικό τρόπο γι αυτά κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Και παρουσιάζοντας αυτά όσοι δυσανασχετούσαν κυρίως με τον Αλκιβιάδη ο οποίος τούς εμπόδιζε στο να ηγούνται της δημοκρατικής παράταξης με βεβαιότητα κι επειδή θεώρησαν ότι, αν απομάκρυναν αυτόν, (οι ίδιοι) θα είχαν την ηγεσία (της δημοκρατικής παράταξης), μεγαλοποιούσαν (τα γεγονότα) και φώναζαν ότι ο εξευτελισμός των μυστηρίων και ο ακρωτηριασμός των Ερμών έγιναν με σκοπό την κατάλυση της δημοκρατίας και (φώναζαν) ότι δεν υπήρχε τίποτα που να μην έγινε με τη σύμπραξη εκείνου, αναφέροντας στο τέλος ως αποδείξεις την άλλη αντιδημοκρατική του παραβατική συμπεριφορά στις καθημερινές του ασχολίες. Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 16

Γ2. τινων => τινά ὕβρει => ὕβριν ὄντι => οὖσι μάλιστα => μάλα ἐπῃτιῶντο => ἐπαιτιῶ ὑπολαμβάνοντες => ὑποληφθεῖσι ἐξελάσειαν => ἐξελῷεν ἐβόων => βοᾶν εἴη => ἔσται ἐπράχθη => πεπράχθω Γ3α. περὶ τῶν Ἑρμῶν => εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο ρήμα «μηνύεται» ὑπὸ νεωτέρων => εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στην παθητική μετοχή «γεγενημέναι» τὰ μυστήρια => υποκείμενο στο ρήμα «ποιεῖται» και αττική σύνταξη τὸν Ἀλκιβιάδην => αντικείμενο στο ρήμα «ἐπῃτιῶντο» δήμου (το δεύτερο) => ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική αντικειμενική στο «καταλύσει» αὐτοῦ => ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική υποκειμενική στο «παρανομίαν» Γ3β. Υπόθεση: εἰ αὐτὸν ἐξελάσειαν Απόδοση: πρῶτοι ἂν εἶναι Ο υποθετικός λόγος είναι εξαρτημένος με εξάρτηση από τη μετοχή «νομίσαντες» και ανήκει στο είδος της απλής σκέψης του λέγοντος. Στον ευθύ λόγο θα ήταν: εἰ αὐτὸν ἐξελάσαιμεν, πρῶτοι ἂν εἴημεν. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ Περβλιανάκης ημήτρης Πολύ περισσότερα από ένα απλό φροντιστήριο! σ. 17