Α1. Β1. «Πιο αργά, νομίζω» - σχόλιο «Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί από μέρη άλλα» - λεπτή παρατήρηση "Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες ανθούν ανάμεσά μας» - ανεπιτήδευτη γραφή Ο Γιώργος Ιωάννου μέσω της μνήμης περιπλανάται στο χώρο και τον χρόνο της Θεσσαλονίκης. Ξεκινώντας από το χώρο της Θεσσαλονίκης που αποτελεί την πόλη που σχεδόν πάντα εισβάλλει στα διηγήματά του και αποτελεί πολυπολιτισμική κοινωνία, η αναφορά του εστιάζεται στα εξής στοιχεία που υποδηλώνουν τον τόπο. α) «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ αυτήν την πόλη όπως και εγώ» : έχοντας γεννηθεί ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη υπαινίσσεται μ αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα της πόλης και, χωρίς να την κατονομάζει, η πόλη λειτουργεί αόριστα ως σύμβολο όλων των πόλεων που υποδέχτηκαν πρόσφυγες. β) Έπειτα αναφέρεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς της πόλεως και συγκεκριμένα: 1. «Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο», «να συζητάς στα καφενεία»: αναφέρεται στο χώρο του καφενείου συγκεκριμένος χώρος, χώρος επαφής και συντροφικότητας συνομιλίας και επικοινωνίας αλλά και χώρος διαλογισμών και παρατηρήσεων για τον έξω κόσμο. Έτσι, και ο συγγραφέας διαλογίζεται αλλά και κάνει και παρατηρήσεις για τον έξω κόσμο. Παρατηρεί τα παιδιά που παίζουν αμέριμνα μπάλα.
Σκέφτεται τους μεγάλους που θα επιστρέψουν από τη δουλειά και σχολιάζει πως αυτοί διατηρούν τα χαρακτηριστικά της καταγωγής τους είτε είναι Πόντιοι, Καυκάσιοι, Μικρασιάτες, Κωνσταντινοπολίτες, Θρακιώτες, άνθρωποι από τη Ρωμυλία, Ηπειρώτες από περιοχές του Μοναστηριού. Χαρακτηριστικά (φυσιογνωμία) ακουστικά (φωνές). Ο διαλογισμός του στον χώρο αυτόν κλείνει με ένα συναίσθημα νοσταλγίας για τον τόπο από όπου έλκει την καταγωγή του. 2. «Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» κινητική εικόνα. Ο συγγραφέας περιπλανάται στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Η περιπλάνηση αυτή τον γεμίζει τέρψη. Τον γεμίζει όμως και σκέψεις πάλι για την πανσπερμία των ψυχών που κατοικούν στην πόλη (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) που ζυμώθηκαν πλέον με τους ντόπιους άλλοτε δημιουργικά, άλλοτε με βιαιότητα, με αποτέλεσμα πολλοί να θέλουν να τους διώξουν. Έπειτα μέσω της μνήμης περιπλανάται στο χρόνο. Ξεκινά από το παρόν. Μ αυτό ως αφετηρία ξεκινά η παρουσίαση όλων των σκέψεων και των συναισθημάτων του αφηγητή και δίνει βιωματικό χαρακτήρα ταυτίζοντας το χρόνο της αφήγησης με τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη. Το παρόν δηλώνεται με χρόνο ενεστώτα (στέκομαι, κοιτάζω, διατηρούν ). Σ αυτή τη χρονική βαθμίδα ο ποιητής εκθέτει τους διαλογισμούς / σκέψεις του για τις διάφορες φυλές που έχουν ζυμωθεί με τους ντόπιους και έχουν αφομοιωθεί, χωρίς όμως να έχουν εκλείψει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που τους ταυτίζουν με την καταγωγή τους. (Χαρακτηριστική είναι η χρήση του ρήματος «μπερδεύω»)
Με αφορμή όμως το παρόν αναφέρεται και στο παρελθόν «οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους». Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν, να φαγωθούν ιδίως μεταξύ τους. Εδώ αναφέρεται στους φορείς κάθε εξουσίας, κεντρικής και τοπικής που πρώτα αξιοποίησαν κάθε δημιουργικό κομμάτι λαών με καταγωγή στα βάθη των χρόνων όπως Θράκες Χετταίοι, Φρύγες και Λυδοί και έπειτα τους εγκατέλειψαν, έσπειραν διχόνοια, τους εξώθησαν σε βιαιοπραγίες. Β2. α) α : 5 προσωποποίηση β: 7 ασύνδετο σχήμα γ: 6 μεταφορά δ: 2 παρομοίωση ε: 3 αντίθεση β) ο αφηγητής είναι αφηγητής πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, καθώς παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί και παρουσιάζεται να έχει κοινά βιώματα με όλα τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται «όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους» «Συγκατοικώ με ανθρώπους κι εγώ γι αυτούς». Δρα σ έναν χώρο στον οποίο συγχρωτίζεται τόσο με τους πρόσφυγες όσο και με τους ανθρώπους της απρόσωπης μεγαλούπολης παρουσιάζοντας κι εκείνος κοινά χαρακτηριστικά με αυτούς. Η εστίαση είναι εσωτερική. Ο αφηγητής αποκαλύπτει τις σκέψεις του, τον
τρόπο με τον οποίο αντικρίζει τον κόσμο και όλα αυτά προβάλλονται απ τη δική του οπτική γωνία. Γ1α) Ο Γ. Ιωάννου νιώθει να έχει κοινές ρίζες, να κατάγεται από τον ίδιο με εκείνους χώρο τον συνεπαίρνουν, νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών που στο πέρασμα του χρόνου αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες Μικρασιάτες να κυλά και στις δικές του φλέβες, βιώνοντας αυτή τη βιολογική σύνδεση «σα ζεστό κύμα» που τον σκεπάζει. Έτσι, θεωρεί ότι μέσω αυτής της επαφής του επιστρέφει πίσω, στην πρωταρχική του πατρίδα που για εκείνον δεν είναι απλώς η γενέθλια γη, ο χώρος στον οποίο γεννήθηκε, αλλά και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, καθώς αντιπροσωπεύει τις ρίζες του, τη συνειδητοποίηση της απαρχής της γενιάς του, τον τρόπο σύνδεσής τους με τους πιο μακρινούς προγόνους του. Η νοσταλγία, ο νόστος για τη χαμένη και ξεχασμένη στο βάθος του χρόνου πατρίδα γεννά μια γλυκιά συγκίνηση, που κάνει τον ίδιο να μεθά μόνο στο άκουσμα των ονομάτων τους, δημιουργώντας μια μόνιμη και φλογερή επιθυμία να γυρίσει επιτέλους στην πατρίδα εγκαταλείποντας τον τόπο στον οποίο έχει γεννηθεί. Ο ίδιος ίσως νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατεχεται από την έντονη νοσταλγία να επιστρέψει στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του. β) Νιώθει δίπλα του τους προγόνους και την κυρίαρχη παρουσία τους ωστόσο, δεν κατορθώνει να αποδιώξει την αίσθηση της μοναξιάς στη μεγάλη πόλη. Αισθάνεται ότι ζει ανάμεσα σε ξένους, μοιράζεται έναν κοινό χώρο με
ανθρώπους με τους οποίους νιώθει ότι δεν έχει τίποτα κοινό, αλλά και τα πράγματα που χρησιμοποιεί νιώθει ότι είναι ξένα προς αυτόν, έτοιμα και νοικιασμένα, φτιαγμένα όχι για εκείνον. Συνεπώς δεν του ανήκουν. Ο συναισθηματικός κόσμος των γύρω του ανθρώπων είναι νεκρός, η αδιαφορία τους για το συνάνθρωπο κυρίαρχη, το κλείσιμο στον εαυτό τους και η απομόνωσή τους τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της. Η συμβατικότητα, η τυπικότητα των σχέσεων, η μαζοποίηση, η προσπάθεια να μείνει άγνωστη η ταυτότητά τους από τους συνανθρώπους τους είναι καταστάσεις που βιώνονται με ένταση στην καθημερινή τους ζωή. Όλες αυτές οι καταστάσεις που η μεγαλούπολη δημιουργεί στους κατοίκους της αντιμετωπίζονται ειρωνικά από τον αφηγητή με τη φράση «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες», που κάνει σαφέστατη τη διαπίστωση ότι ο υποτιθέμενος εκπολιτισμός των πόλεων είναι μόνο επιδερμικός, χωρίς ουσία, αφού δεν εστιάστηκε μόνο στην εξωτερική πλευρά των πραγμάτων, αποφεύγοντας να αγγίξει και τον άνθρωπο στη βαθύτερη ουσία και διάστασή του. Δ1. Οι ομοιότητες που εντοπίζονται είναι οι εξής: 1. Και τα δυο κείμενα αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη 2. Και στα δυο κείμενα αναφέρεται το θέμα της προσφυγιάς: ότι η Θεσσαλονίκη είναι χώρος υποδοχής προσφύγων( Κέιμενο 1 ο «Μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς» κείμενο 2 ο «Γνώριζε από προσφυγιά η
ίδια» «Ήταν έτοιμη να μας υποδεχτεί όπως είχε υποδεχτεί πριν από εμάς χιλιάδες συμπατριώτες μας») Οι διαφορές που εντοπίζονται είναι οι εξής: 1. Το κείμενο του Γ. Ιωάννου αναφέρεται στην προσφυγιά, στους ανθρώπους της, μέσα, όμως, από τις σκέψεις του συγγραφέα ως πρόσφυγα δεύτερης γενιάς. Οι πρόσφυγες, πλέον, έχουν αφομοιωθεί έχουν γίνει ένα με τους ντόπιους. Στο παράλληλο κείμενο παρουσιάζονται οι πρόσφυγες την ώρα που καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη. 2. Στο κείμενο του Γ. Ιωάννου ο συγγραφέας διαπιστώνει πλέον την αποξένωση και την απομόνωση στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη («Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα, συγκατοικώ μες σ ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι αυτούς»...) Επίσης οι ελπίδες πολλών προσφύγων στα κατοπινά χρόνια διαψεύστηκαν αφού τους εκμεταλλεύτηκαν και μετά τους εγκατέλειψαν. Στο παράλληλο κείμενο οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης παρουσιάζονται με ανθρωπιά και ευαισθησία, ζεστοί και φιλικοί («είχε παράδοση η πόλη σε τέτοιες καταστάσεις, είχε βαθιά φιλική σχέση με την ανθρωπιά και την ευαισθησία, οι άνθρωποί της ήταν ζεστοί, φιλικοί, φιλότιμοι, καταδεκτικοί, εργάτες του καθημερινού μόχθου οι περισσότεροι»). 3. Το πρώτο κείμενο δίνει το στίγμα της πόλης στην οποία αναφέρεται από τους κατοίκους που ζουν σε
αυτή και από τους χώρους που περιπλανάται ο συγγραφέας. Το δεύτερο κείμενο αναφέρει το όνομα της πόλης που είναι η Θεσσαλονίκη και δίνει και το αναγνωριστικό σημείο της όλων των εποχών, τον Λευκό Πύργο. 4. Στο πρώτο κείμενο ο συγγραφέας έχει αρνητική ψυχολογία και αισθάνεται προδομένος από τον τρόπο που τελικά η Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ενώ, στο παράλληλο κείμενο κυριαρχεί η αισιοδοξία των προσφύγων, για μια θετική αντιμετώπιση από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης.