Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5792-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2011

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Α Π Ο Φ Α Σ Η 154/2011

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Α Π Ο Φ Α Σ Η 141/2012

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 159/2011

Η Παραίτηση από την Προστασία του Συντάγματος και η Συναίνεση στην Προσβολή των Δικαιωμάτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2014

Μεταπτυχιακό Τµήµα ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος. Επιµέλεια: Ειρήνη Μονιού (21)

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5525-1/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 63/2012

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

21η ιδακτική Ενότητα ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Εργατικό Δίκαιο (Ι) 2 ο Φροντιστηριακό Μάθηµα Η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Εισηγητής: δρ Δηµήτρης Γούλας

Έξοδα κηδείας αποτέφρωση διάθεση του σώµατος µετά θάνατον ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας άρθρο 5 παρ. 1 Σ άρθρο 32 Α.Ν.

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 116/2011

Θέµα: Επαναφορά των προτάσεων του Συνηγόρου του Πολίτη για την φορολογική ισότητα ανδρών και γυναικών

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Φοιτητής : Σοφίας Π. Κολιούση Α. Μητρώου : 13402000400185 Καθηγητής : κ. Α. ηµητρόπουλος Μάθηµα : Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα Θέµα Εργασίας Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΘΗΝΑ 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 1. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΑ... 7 1.1 ΟΙ ΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ... 7 1.2 Η ΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΟΥΣΑΣ ΓΝΩΜΗΣ... 8 1.3 Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ... 9 1.4 ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α... 9 2. ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ... 13 2.1 Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ... 13 2.2 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΙΚΑΣΤΗ... 15 2.3 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ... 15 2.4 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ... 16 2.5 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ... 19 2.6 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ... 19 2.7 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ Ι ΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ... 20 2.8 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ... 20 2.9 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ... 21 2.10 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ... 21 2.11 ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ... 23 2.12 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΧΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΖΕΣΘΑΙ... 24 2.13 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ... 24 2.14 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... 25 2.15 ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΕΡΧΟΜΕΝΗ Ι ΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 26 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α "ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ"... 30 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β "ΠΕΡΙΛΗΨΗ"... 32 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ "ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ"... 33 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ "ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ"... 34 Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι νόµοι είναι ισχυροί εξαιτίας σας και εσείς εξαιτίας των νόµων Πριν προχωρήσουµε στην εξέταση του ζητήµατος της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα, δηλαδή του ζητήµατος του κατά πόσο είναι ισχυρή και δυνατή η παραίτηση αυτή, χρήσιµό θα ήταν θεωρώ να προσπαθήσουµε να προσεγγίσουµε την έννοια των συνταγµατικών δικαιωµάτων και να τονίσουµε την ύψιστη σηµασία που έχουν µέσα στην κοινωνία. Επίσης θα µας βοηθούσε στην αντιµετώπιση του ζητήµατός µας µια περιληπτική απαρίθµηση των δικαιωµάτων αυτών. Ας ξεκινήσουµε λοιπόν δίνοντας έναν ορισµό της εννοίας των συνταγµατικών δικαιωµάτων όσο βέβαια αυτό είναι δυνατό. Όσο δηλαδή γίνεται να συµπεριλάβουµε την έννοια αυτή σε λίγες γραµµές. Συνταγµατικά δικαιώµατα είναι λοιπόν θεµελιώδη ατοµικά κοινωνικά πολιτικά δικαιώµατα του ατόµου που προβλέπονται από το Σύνταγµά µας και αποτελούν βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και έχουν περιεχόµενο αµυντικό, προστατευτικό και εξασφαλιστικό του αδύναµού ατόµου έναντι του πανίσχυρου κράτους. Τα δικαιώµατα αυτά το ισχύον Σύνταγµα τα περιέχει στο µέρος δεύτερο που τιτλοφορείται ως «ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ» που αποτελεί εκσυγχρονισµό του τίτλου «ηµόσιον ίκαιον των Ελλήνων», των προγενέστερων συνταγµάτων αρχίζοντας από το 1844. Οι διατάξεις που προβλέπουν τα δικαιώµατα αυτά είναι τα άρθρα 4 έως 25 του Συντάγµατος καθώς και άλλες διατάξεις όπως το άρθρο 2 παράγραφος 1, το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7, οι οποίες ορίζουν ποια είναι αυτά µε το να θέτουν τις γενικές αρχές και όχι απλές κατευθυντήριες προτάσεις ή εντολές ή Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 3

ευχές του συντακτικού νοµοθέτη προς τον κοινό νοµοθέτη αλλά υποκειµενικά δίκαια, πλήρη δηλαδή δικαιώµατα του ατόµου, αγώγιµες και εξαναγκαστές έννοµες αξιώσεις. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα όχι µόνο ενισχύουν την έννοµη θέση του ιδιώτη αλλά προχωρούν ακόµη περισσότερο. Μέσω αυτών ο ιδιώτης µεταβάλλεται από αντικείµενο δικαίου σε υποκείµενο δικαίου. Έτσι τα συνταγµατικά δικαιώµατα δεν αφορούν µόνο στην υποκειµενική κατάσταση του ατόµου αλλά και στον περιορισµό της κρατικής εξουσίας. Μέσω της κατοχύρωσης τους οδηγούµαστε στον περιορισµό του ολοκληρωτισµού και την ενίσχυση της δηµοκρατίας. εν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έχει υποστηριχθεί πως µέτρο του πολιτισµού ενός κράτους και της ποιότητας ζωής που αυτό προσφέρει στους πολίτες του είναι ο βαθµός κατοχύρωσης, προστασίας και πραγµατικής παρουσίας των ατοµικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωµάτων στην καθηµερινή ζωή. Ένα επιπλέον σπουδαίο χαρακτηριστικό των συνταγµατικών δικαιωµάτων είναι ότι αυτά αποτελούν συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου, καθώς οριοθετούν την κρατική εξουσία και την υποτάσσουν σε κανόνες υπερκείµενης τυπικής ισχύος, που δεσµεύουν και τoν κοινό νοµοθέτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα ο ενδιαφερόµενος και προσβαλλόµενος από τις διατάξεις του κοινού νοµοθέτη που δεν είναι σύµφωνες µε τις ως άνω συνταγµατικές διατάξεις να µπορεί να επικαλεστεί αυτές ενώπιον της διοικήσεως και των δικαστηρίων, δυνάµει διαδικαστικών δικαιωµάτων που παρέχει το άρθρο 20 του Συντάγµατος και να ζητήσει να θεωρηθούν οι αντικείµενες στις συνταγµατικές διατάξεις διάφορες άλλες διατάξεις ανίσχυρες και αντισυνταγµατικές. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 4

Οι διατάξεις αυτές (4 έως 25 Σ) αφορούν, επιγραµµατικά, τα ατοµικά δικαιώµατα της προσωπικής ελευθερίας (5 Σ), της προσωπικής ασφάλειας (6 Σ), του ασύλου κατοικίας (9 Σ), του δικαιώµατος για αναφορά στις αρχές (10 Σ), του δικαιώµατος συναθροίσεως (11 Σ), του δικαιώµατος συνεταιρισµού, της προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης (13 παρ. 1,2 Σ), της ελευθερίας της γνώµης και του τύπου (14 Σ), της ελευθερίας της τέχνης, επιστηµονικής έρευνας και διδασκαλίας (17 Σ), της ιδιοκτησίας (16 Σ) του απορρήτου των επιστολών (19 Σ). Επίσης τα πολιτικά δικαιώµατα του διορισµού στις δηµόσιες λειτουργίες και την συµµετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Επιπλέον οι διατάξεις αυτές ιδρύουν και κοινωνικά δικαιώµατα όπως το δικαίωµα της δωρεάν παιδείας (16 παρ. 4 Σ) της προστασίας της οικογένειας, της υγεία (21 Σ), της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, της προστασίας της εργασίας (22 Σ) και της κοινωνικής ασφάλισης (14 Σ). Έµµεσα απορρέουν ατοµικά δικαιώµατα και από τους κανόνες εξ αντικειµένου δικαίου που θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές. Τα δικαιώµατα αυτά είναι το δικαίωµα της ισότητας (4 παρ. 1,2 Σ) το δικαίωµα της ιθαγένειας (4 παρ. 3 Σ), η απαγόρευση των βασάνων και της γενικής δήµευσης (7 παρ. 2,3 Σ), της µη αφαίρεσης του νόµιµου δικαστή (8 Σ), της παροχής δικαστηριακής προστασίας (20 Σ), της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας και της διασφάλισης της συνδικαλιστικής ελευθερίας και του δικαιώµατος της απεργίας (23 παρ. 1,2 Σ). Αξιόλογη καινοτοµία σχετικά µε τα συνταγµατικά δικαιώµατα αποτελούν οι διατάξεις του 2 παρ. 1 Σ, 5 παρ. 1 Σ και 7 Σ, που αφορούν στο σεβασµό της αξίας του ανθρώπου από την Πολιτεία, κάτι που χαρακτηρίζεται ως Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 5

πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθώς και στην απαγόρευση της προσβολής της ανθρώπινής αξιοπρέπειας αντίστοιχα. Οι διατάξεις αυτές τοποθετούνται στο Α Μέρος του Συντάγµατός µας. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΑ. 1.1 Οι δύο απόψεις. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι τα δικαιώµατα του ιδιώτη απέναντι στο Κράτος. Είναι δικαιώµατα απαραβίαστα, απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα. Το ζήτηµα της παραίτησης από τα δικαιώµατα αυτά απασχόλησε ιδιαίτερα την θεωρία, ιδίως υπό τον ισχύοντα θεµελιώδη Νόµο της Βόννης. Υποστηρίχθηκαν σχετικά δύο γνώµες. Κατά την µία η παραίτηση από τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι επιτρεπτή. Η γνώµη αυτή εφαρµόζει εν προκειµένω την αρχή του αστικού δικαίου περί παραιτήσεως από τα καθιερούµενα από αυτό δικαιώµατα µε την δικαιολογία ότι αυτή αποτελεί µια γενική αρχή του δικαίου. Η άλλη γνώµη θεωρεί ως καταρχήν ανεπίτρεπτη την παραίτηση από τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Κατά την γνώµη αυτή ανεπίτρεπτη είναι µόνο η παραίτηση από το θεµελιώδες δικαίωµα ως τέτοιο, όχι δε και η παραίτηση από την άσκηση στην συγκεκριµένη περίπτωση επιµέρους εξουσιών, οι οποίες απορρέουν από αυτό. Η γνώµη αυτή ανάγεται ήδη στον G. Jellinek ο οποίος θεώρησε καταρχήν ανεπίτρεπτη τη παραίτηση από τα δηµόσια δικαιώµατα γενικά «γιατί σχέσεις, που δηµιουργήθηκαν και ρυθµίστηκαν για το γενικό συµφέρον επιτρέπεται να υποχωρούν απέναντι στο ιδιωτικό συµφέρον µόνο για εξαιρετικά ιδιαίτερους λόγους». Η εν λόγω γνώµη επικράτησε στην επιστήµη υπό τον θεµελιώδη Νόµο. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 7

1.2 Η δικαιολογητική βάση της κρατούσας γνώµης Η δικαιολογητική βάση της κρατούσας αυτής άποψης ποικίλει ανάµεσα στους συγγραφείς. Ορισµένοι θεωρούν την άποψη αυτή απόρροια του χαρακτηρισµού των ατοµικών δικαιωµάτων από το άρθρο 1 παρ. 2 του Θεµελιώδους Νόµου ως αναπαλλοτρίωτα. Έτσι για παράδειγµα G. Dϋring υποστηρίζει, ότι «Η διαπίστωση πως τα ανθρώπινα δικαιώµατα είναι αναπαλλοτρίωτα, σηµαίνει ότι εξαιτίας ίδιας συµπεριφοράς ούτε είναι επιδεκτικά παραιτήσεως ούτε χάνονται». Όµως το ανεπίτρεπτο αυτό αφορά µόνο στα ατοµικά δικαιώµατα και όχι στο σύνολο των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Άλλοι συγγραφείς στηρίζουν το ανεπίτρεπτο της παραιτήσεως από τα συνταγµατικά δικαιώµατα στο ότι θεωρούν το ανεπίτρεπτο αυτό εγγύηση για τη µεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση της υπάρξεως αυτών. Οι περισσότεροι συγγραφείς που τάσσονται υπέρ του ανεπίτρεπτού της παραιτήσεως επικαλούνται το γεγονός ότι αυτά κατοχυρώνονται κυρίως για το δηµόσιο συµφέρον και συγκεκριµένα, ότι θεµελιώνουν µια αντικειµενική αξιολογική τάξη ή έχουν µια κοινωνική λειτουργία. ύο άλλες θεµελιώσεις του ανεπίτρεπτου της παραιτήσεως που υποστηρίζονται είναι ότι η παραίτηση θα παραβίαζε την διάταξή του άρθρου 1 παρ. 1 του θεµελιώδους νόµου, που καθιερώνει το καθήκον του Κράτους να προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα αποτελούν αρνητικούς κανόνες αρµοδιότητας του κράτους (περιορισµός της αρµοδιότητας του κράτους), από τους οποίους το πρόσωπο δεν µπορεί να παραιτείται. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 8

1.3 Η εξαίρεση Η κρατούσα γνώµη δέχεται µια εξαίρεση από την αρχή του ανεπίτρεπτου της παραιτήσεως από τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Η εξαίρεση αυτή αφορά τα πρόσωπα που βρίσκονται µε την θέληση τους σε µία ειδική σχέση εξουσιάσεως µε το Κράτος ή ένα ίδρυµα. Τα πρόσωπα που βρίσκονται σε µία τέτοια σχέση παραιτούνται επιτρεπτά από την άσκηση ορισµένων θεµελιωδών δικαιωµάτων. Συγκεκριµένα, τα εν λόγω πρόσωπα υπόκεινται σε ορισµένους περιορισµούς των θεµελιωδών δικαιωµάτων τους, τους οποίους επιβάλει ο σκοπός της ειδικής σχέσης εξουσιάσεως. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 17α του Θεµελιώδους Νόµου, το οποίο προστέθηκε µε τον νόµο της 21 ης Μαρτίου 1956, επιτρέπει την νοµοθετική καθιέρωση περιορισµών ορισµένων θεµελιωδών δικαιωµάτων των προσώπων, που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάµεις. Τα δικαιώµατα αυτά είναι το δικαίωµα εκδηλώσεως της γνώµης, το δικαίωµα συναθροίσεως και το δικαίωµα υποβολής οµαδικών αναφορών. 1.4 Στην Ελλάδα Το ζήτηµα του επιτρεπτού της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα τίθεται και υπό το ελληνικό Σύνταγµα. Και στη χώρα µας υιοθετείται η κρατούσα στη Γερµανία άποψη. Η γενική και για το µέλλον παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα δεν επιτρέπεται αφού κάτι τέτοιο αντίκειται στην αξία του ανθρώπου Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 9

που προστατεύεται στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ. Μια διάταξη που δεν υπόκειται σε αναθεώρηση (110 παρ. 1 Σ) για να αποφεύγεται η µετατροπή του ανθρώπου από υποκείµενο δικαίου σε αντικείµενο δικαίου. Ακόµη και όταν υπάρχει παραίτηση ή συναίνεση ρητή ή σιωπηρή, που είναι συναφής µε την παραίτηση καθώς συνιστά µια µορφή παραίτησης, δεν καταργείται καταρχάς ούτε το δικαίωµα του ιδιώτη ούτε η υποχρέωση του κράτους να τον προστατεύει καθώς τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι απαραβίαστα, απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα. Ο Α. Ράϊκος διατυπώνει την άποψη ότι το ανεπίτρεπτο της παραίτησης έχει ως δικαιολογητική βάση το γεγονός ότι η συνταγµατική κατοχύρωση των δικαιωµάτων του ανθρώπου αποβλέπει και στην εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος. Επίσης υποστηρίζει την οµοιότητα ανάµεσα στους συνταγµατικούς κανόνες και τους κανόνες δηµοσίας τάξης του αστικού δικαίου. Σ αυτό συνηγορεί και το άρθρο 25 παρ. 2 Σ. σύµφωνα µε το οποίο η κατοχύρωση των θεµελιωδών δικαιωµάτων αποβλέπει στην πραγµάτωση της κοινωνικής προόδου µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. Η παραίτηση λοιπόν αποτελεί έτσι µαταίωση του σκοπού της κατοχύρωσης των συνταγµατικών δικαιωµάτων αφού δεν πραγµατώνεται η κοινωνική πρόοδος. Στην άποψη αυτή συνηγορούν και το άρθρο 17 παρ. 1 Σ. που θέτει το γενικό συµφέρον ως όριο στην άσκηση των περιουσιακών δικαιωµάτων καθώς και το άρθρο 25 παρ. 4 Σ. που κάνει λόγο για το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Μέρος της θεωρίας της χώρας µας χρησιµοποιεί µια άλλη επιχειρηµατολογία προκειµένου να στηρίξει το ανεπίτρεπτο της παραιτήσεως. Σύµφωνα µε αυτή την επιχειρηµατολογία ο λόγος Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 10

του ανίσχυρου της παραιτήσεως από τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι ο προστατευτικός χαρακτήρας των οικείων διατάξεων. Συγκεκριµένα αν η παραίτηση ήταν δυνατή η προστασία µέσω των δικαιωµάτων αυτών θα ετίθετο υπό διαπραγµάτευση. Ο ισχυρός δηλαδή το κράτος ή οποιαδήποτε άλλη εξουσία θα πίεζε τον ιδιώτη για παραίτηση και έτσι το δικαίωµα θα έµενε ανενεργό. Τα παραπάνω αποτελούν τη γενική απάντηση σχετικά µε το τι συµβαίνει στην Ελλάδα πάνω στο ζήτηµα της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα. Στην Ελλάδα όµως τα θεµελιώδη δικαιώµατα έχουν διατηρήσει τον ατοµιστικό τους χαρακτήρα καθώς δεν µπορεί να συναχθεί από το Σύνταγµα ότι υποχρεώνεται ο φορέας του δικαιώµατος να το ασκήσει. Το άτοµο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τις συνθήκες άσκησης και την ένταση. Έτσι η παραίτηση δεν είναι απολύτως ανίσχυρη. Στην αντίθετη περίπτωση θα παραβιαζόταν το άρθρο 5 παρ. 1 Σ. που αναφέρεται στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας εντός των ορίων βέβαια που θέτει η έννοµη τάξη. Ο Α. ηµητρόπουλος προκειµένου να καταστήσει σαφές πότε είναι δυνατή η παραίτηση προβαίνει στη διάκριση σε «ανθρώπινα» και «περιουσιακά» δικαιώµατα. Παραίτηση από τα πρώτα δεν νοείται ενώ από τα δεύτερα είναι δυνατή η παραίτηση από συγκεκριµένο περιουσιακό δικαίωµα. Πρόκειται για µία ειδική παραίτηση όπου για να είναι έγκυρη η παραίτηση πρέπει να υπάρχει συναίνεση του φορέα του δικαιώµατος η οποία να προηγείται, να είναι αναµφισβήτητη (σε περίπτωση αµφιβολίας υπάρχει το τεκµήριο κατά της συναίνεσης), να δίδεται από πρόσωπο που έχει πλήρη συνείδηση των πραττοµένων κατά το χρόνο της συναινέσεως και να γίνεται γνωστή στον προσβάλοντα το δικαίωµα (διατυπώνονται πάντως Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 11

και η αντίθετη άποψη σχετικά µε τη γνώση του προσβάλοντα). Η συναίνεση του φορέα θεωρείται ότι πάσχει από ακυρότητα όταν δεν περιβάλλεται από τον απαιτούµενο από τον νόµο τύπο καθώς και όταν δε δόθηκε υπό καθεστώς απόλυτης ελευθερίας και έτσι αντίκειται στα χρηστά ήθη και το νόµο. Σε περιπτώσεις αµέσου κινδύνου για την ζωή ή την σωµατική ακεραιότητα του προσώπου η συναίνεση µπορεί να αντικατασταθεί από την γνωµάτευση ειδικού γιατρού. Σε κάθε περίπτωση πάντως η γενική για το µέλλον από οποιοδήποτε θεµελιώδες δικαίωµα είναι ανίσχυρη, καθόσον αντιβαίνει στο Σύνταγµα. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Όπως είδαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο, η γενική για το µέλλον παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι ανίσχυρη. Υπάρχουν όµως περιπτώσεις όπου λόγω κάποιας «κοινωνικής ανάγκης» µπορεί να καταστεί δυνατή η παραίτηση από την άσκηση ορισµένων συνταγµατικώς προστατευόµενων δικαιωµάτων. Αυτοί η δυνατότητα υφίσταται µόνο σχετικά µε συγκεκριµένες περιπτώσεις και όχι γενικά για το δικαίωµα. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού αναφύονται διάφορα προβλήµατα για τα όρια του επιτρεπτού τις παραίτησης από την άσκηση ενός δικαιώµατος. Έτσι θα ήταν χρήσιµο για την καλύτερη προσέγγιση του ζητήµατός µας να αναφερθούµε χωριστά σε κάποια θεµελιώδη δικαιώµατα από τα οποία αναδεικνύεται το ζήτηµα των ορίων του επιτρεπτού τις παραβίασης του µε την συναίνεση του δικαιούχου τους. 2.1 Η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόµου Η ισότητα αποτελεί ένα µητρικό συνταγµατικό δικαίωµα του ατόµου που σχετίζεται µε έννοιες µεγαλειώδες όπως η ελευθερία, η δηµοκρατία και η δικαιοσύνη προβλέπεται από το άρθρο 4 του Συντάγµατος αλλά και από άλλες διατάξεις του. Έχει διάφορες εκφάνσεις αλλά η γενική αρχή της ισότητας που προβλέπεται στην Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 13

παράγραφό 1 του άρθρου 4 του Συντάγµατος αφορά το δικαίωµα της ισότητας των πολιτών απέναντι στον νόµο και της απαγόρευσης της άνισης µεταχείρισης τους. Είναι ένα δικαίωµα που συναντάται σε όλους τους κλάδους του δικαίου και δεσµεύει τον νοµοθέτη από την εναντίον των πολιτών αυθαιρεσία. Γι αυτό παρέχονται στον πολίτη δικαιώµατα όπως οι προσφυγές και οι αιτήσεις ακυρώσεως ώστε να προστατεύεται από τις αυθαιρεσίες της κρατικής εξουσίας. Επίσης η παραβίαση της ισότητας από τη διοίκηση µπορεί να θεµελιώσει την αστική ευθύνη του κράτους. Όπως για κάθε συνταγµατικώς προστατευόµενο δικαίωµα έτσι και για αυτό δεν προβλέπεται δυνατότητα παραίτησης του φορέα του εκ των προτέρων, δηλαδή παραίτηση γενική και για το µέλλον. Υπάρχει όµως η δυνατότητα µη άσκησης του δικαιώµατος αυτού από την στιγµή που θα γεννηθεί και θα µπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά η ικανοποίηση του. Ο δικαιούχος δηλαδή µπορεί να µην κινηθεί δικαστικώς για την ικανοποίηση του δικαιώµατός του µέσα στην προβλεπόµενη προθεσµία και να αφήσει την αξίωση του να παραγραφεί. Κάτι τέτοιο συνιστά σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωµα και είναι δυνατή και επιτρεπτή. Βρίσκεται στην ευχέρεια του δικαιούχου να ασκήσει ή όχι το δικαίωµα του. Όµως δεν επιτρέπεται η ρητή συµβατική ή µονοµερής παραίτηση. Αντίθετα σε περιπτώσεις υποχρέωσης του Κράτους προς τον πολίτη για καταβολή αποζηµίωσης λόγο ηθικής βλάβης η παραίτηση θα πρέπει να θεωρείται ισχυρή µετά βέβαια από την γένεση της αξίωσης λόγω της περιουσιακής φύσεως του δικαιώµατος αυτού. Το ίδιο υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό και για τις περιπτώσεις αποζηµίωσης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αντισυνταγµατικής διάταξης που προσβάλει την αξία του ατόµου Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 14

πάντα βέβαια µετά την γένεση της αξίας. Η απάντηση αυτή συµπνέει µε τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα τις σχετικές µε την έγκληση και την παραίτηση από την έγκληση. 2.2 Το δικαίωµα του νόµιµου δικαστή Το δικαίωµα του νόµιµου δικαστή είναι επίσης ένα συνταγµατικό δικαίωµα που προβλέπεται στο άρθρο 8 Σ. Παραίτηση από το δικαίωµα αυτό δε χωρεί αλλά είναι δυνατή η προσφυγή σε διαιτησία µέσω συµβάσεως µεταξύ των διαδίκων. Η διαδικασία της διαιτησίας προβλέπεται ρητά από το Σύνταγµα. Υποχρεωτική όµως διαιτησία η οποία να επιβάλλεται παρά τη θέληση των διαδίκων αντίκειται στο Σύνταγµα (8, 25 παρ.3 και 87 παρ. 1), εκτός αν και στο µέτρο που επιτρέπεται από το Σύνταγµα το ίδιο, όπως προπάντων στο πλαίσιο των συλλογικών συµβάσεων βούληση των διαδίκων όµως δε µπορεί να µεταβάλλει την καθ ύλην αρµοδιότητα των δικαστηρίων ούτε ειδικά στη διοικητική δίκη την κατά τόπο αρµοδιότητα. 2.3 Το δικαίωµα της ιδιοκτησίας Το δικαίωµα αυτό προβλέπεται στο άρθρο 17 Σ σύµφωνα µε το οποίο «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους». Έτσι δεν µπορούµε να µιλήσουµε για παραίτηση από την δικαστική προστασία του δικαιώµατος αυτού. Επίσης δεν µπορεί να υπάρξει έγκυρη παραίτηση στις περιπτώσεις των άρθρων 17 και 18 Σ όταν δηµιουργούνται διοικητικής φύσεως διαφορές. Όµως οι διαφορές Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 15

που προκύπτουν από το δικαίωµα αυτό είναι κυρίως ιδιωτικής φύσεως όπου κατά κύριο λόγο είναι δυνατή η παραίτηση σύµφωνα µε τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Η καλύτερη προσέγγιση γίνεται µε την περιπτωσιολογική αντιµετώπιση του ζητήµατος. Για παράδειγµα ένας κληρονόµος µπορεί να αποποιηθεί την κληρονοµιά κάτι που αποτελεί ένα είδος παραίτησης. Επίσης ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου µπορεί να µεταβιβάσει το δικαίωµα του σε άλλον. Σε κάθε περίπτωση πρέπει για να είναι έγκυρη η παραίτηση να τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόµος. Χαρακτηριστική η απόφαση 544/2002 Τµ Γ ΑΠ (Εφηµ. Ελλην.Νοµ. 2003 σελ 392 επ.) 2.4 Το δικαίωµα της ζωής και της σωµατικής και ψυχικής ακεραιότητας Και σχετικά µε αυτό το δικαίωµα το ζήτηµα της παραίτησης πρέπει να εξετάζεται µόνο για συγκεκριµένες περιπτώσεις καθώς και εδώ δεν επιτρέπεται η γενική παραίτηση. Συγκεκριµένα εξετάζουµε το αν απαλλάσσεται ο δράστης από την ανθρωποκτονία εάν ο παθών του είχε ζητήσει να του αφαιρέσει την ζωή ή αν είναι νοµικά ισχυρή η συναίνεση του παθόντος στην προσβολή της σωµατικής του ακεραιότητας. ηλαδή παρατηρούµε ότι το ζήτηµα που προκύπτει συνίσταται στο κατά πόσο ισχυρή είναι η συναίνεση του παθόντος και κατά πόσο και υπό ποιες προϋποθέσεις µπορεί να οδηγήσει στην άρση του αδίκου της εκάστοτε κατ αρχήν άδικής πράξης. Η συναίνεση λειτουργεί εδώ ως ένα είδος παραίτησης. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 16

Για να µπορέσει η συναίνεση του παθόντος να είναι έγκυρη και νοµικά επιτρεπτή πρέπει αυτός που συναινεί να µπορεί, κατά την κρίση του αρµοδίου δικαστηρίου, κάτω από τις συγκεκριµένες συνθήκες να είναι ικανός να αξιολογήσει το έννοµο αγαθό, στην προβολή του οποίου συναινεί. Υπάρχει διαφωνία για το αν απαιτείται να είναι η συναίνεση ρητή ή αν είναι αρκετή η σιωπηρή έκφραση συναίνεσης. Στη χώρα µας η κρατούσα αντίληψη δέχεται τρεις µορφές εκδήλωσης της συναίνεσης : µε ρητή δήλωση βουλήσεως, µε σιωπηρή δήλωση που είτε συνάγεται συµπερασµατικά από τη συµπεριφορά του παθόντος είτε εκδηλώνεται µε την ανοχή του φορέα απέναντι στην προσβολή του δικαιώµατος του ενώ θα µπορούσε να είχε δράσει διαφορετικά και τέλος µε την πραγµάτωση της βούλησης εφόσον είναι παντελώς ανύπαρκτη η βούληση του να διατηρήσει το έννοµο αγαθό. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η συναίνεση του να είναι σοβαρή, αυθόρµητη και να υφίσταται τη στιγµή της προσβολής. ιαφωνία παρουσιάζεται όµως ως προς το ζήτηµα του αν είναι απαραίτητη η γνώση της ύπαρξης της συναίνεσης από µέρους του δράστη. Η µία πλευρά αξιώνει γνώση του δράστη τη στιγµή της προβολής ενώ η άλλη πλευρά δεν απαιτεί την ύπαρξη της γνώσης αυτής προβάλλοντας το επιχείρηµα ότι ούτως ή άλλως ο παθών «έχει αποβάλει την διατηρητική βούληση του προσβαλλόµενου έννοµου αγαθού». Εφόσον η συναίνεση πληροί τις προϋποθέσεις αυτές µπορεί ανάλογα µε την κρατούσα αντίληψη : α) να αποκλείει πλήρως τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, β) να αίρει το άδικο µερικώς, ώστε η πράξη να παραµένει άδικη, να µην φθάνει, ωστόσο, στο σηµείο να χαρακτηρίζεται κατάφορα άδικη, γ) να µειώνει του ουσιαστικό περιεχόµενο του αδίκου, η πράξη, όµως, Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 17

να παραµένει αξιόποινη, έχοντας χάσει µέρος από την βαρύτητα της, ή, τέλος, δ) να παραµένει νοµικώς ανίσχυρη. Στον ισχύοντα ελληνικό Π.Κ., η συναίνεση µόνο κατ εξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις έχει νοµικά αποτελέσµατα. Συγκεκριµένα στο δικαίωµα της ζωής που εξετάζουµε εδώ η συναίνεση αποτελεί λόγο µείωσης της ποινής στην ανθρωποκτονία µε συναίνεση (300 Π.Κ.) κάποιοι βέβαια υποστηρίζουν ότι η µείωση της ποινής οφείλεται στο συναίσθηµα οίκτου που νοιώθει ο δράστης και όχι στην συναίνεση του παθόντος. Για να µπορεί η συναίνεση να άρει τον άδικο χαρακτήρα δεν πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Στα εγκλήµατα κατά της σωµατικής ακεραιότητας, µόνο στην περίπτωση της απλής σωµατικής βλάβης αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Τέλος σχετικό µε το δικαίωµα της ζωής και την παραίτηση από το δικαίωµα αυτό είναι και το ζήτηµα της ευθανασίας που δεν καλύπτεται πάντα από το 300 Π.Κ. αφού µπορεί να υπάρχει κατά τον Ανδρουλάκη και χωρίς να υφίσταται «σπουδαία και επίµονη απαίτηση του παθόντος» αλλά και διότι αφόρα στον θνήσκοντα και όχι απλώς στον ανιάτως πάσχοντα όπως στο έγκληµα του άρθρου 300 Π.Κ.. Στην περίπτωση της ευθανασίας η ελεύθερη και αναµφισβήτητη συναίνεση του παθόντος ή του δικαστικού συµπαραστάτη όταν αυτός είναι ανίκανος για δικαιοπραξία ή των ασκούντων τη γονική µέριµνα όταν αυτός είναι ανήλικος, αίρει την αντισυνταγµατικότητα της προσβολής αλλά όχι αναγκαίως και τον αξιόποινο χαρακτήρα κατά τον ποινικό νόµο. Οι κίνδυνοι κατάχρησης της τελευταίας επιθυµίας του ασθενούς θα πρέπει να αντιµετωπιστούν µε την εξειδίκευση από τον νόµο των ειδικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για να είναι έγκυρη, καθώς και Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 18

µε την παροχή των καταλλήλων εγγυήσεων για την διατύπωση της. 2.5 Το δικαίωµα της υγείας Από το κοινωνικό δικαίωµα της υγείας το άτοµο δεν µπορεί να παραιτηθεί. Εδώ συναντούµε το ζήτηµα των θρησκευτικών αντιρρήσεων των νόµιµων αντιπροσώπων κάποιον ατόµων που κινδυνεύει η ζωή τους ή σοβαρά η υγεία τους αν δεν πραγµατοποιηθεί άµεσα κάποια ιατρική πράξη. Εκεί ακόµα και ενάντια στην θέληση τους ο ιατρός πρέπει να προχωρήσει στην ιατρική πράξη. Το ίδιο ισχύει σχετικά µε το δικαίωµα της παιδείας. 2.6 Το δικαίωµα του ασύλου της κατοικίας Στο αυτονόητο φυσικό περιβάλλον της προστασίας του ασύλου της κατοικίας, σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, ανήκει η άρνηση του φορέα του δικαιώµατος να επιτρέψει την είσοδο στο άσυλο. Άλλωστε η αντικειµενική υπόσταση του 241 Π.Κ. στοιχειοθετείται µόνον όταν έχει προηγηθεί άρνηση του φορέα του δικαιώµατος. Εποµένως είναι δυνατή η παραίτηση του δικαιούχου από το δικαίωµα του στο άσυλο της κατοικίας µε την µορφή της συναίνεσης. Το ζήτηµα βέβαια πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση και απαιτείται η συγκατάθεση να χορηγείται από δικαιούχο που να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεων του. Το άρθρο 9 Σ προστατεύει το άσυλο της κατοικίας µεταξύ κράτους και φορέα και Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 19

όχι µεταξύ ιδιωτών. Το ζήτηµα συνοψίζεται κυρίως στην περίπτωση που γίνεται µία έρευνα σε ένα σπίτι κατά την οποία δεν παρίσταται εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας όπως απαιτεί το Σύνταγµα αλλά ο ένοικος έχει δώσει παρόλα αυτά τη συγκατάθεση του. 2.7 Το δικαίωµα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής Το εν λόγο δικαίωµα είναι απαραβίαστο. Από τις διατάξει του ιδιωτικού δικαίου επιτρέπονται καταρχήν ειδικές συµβατικές παρεκκλίσεις. Σύµβαση όµως µε την οποία ένα πρόσωπο παραιτείται γενικά του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής εις όφελος άλλου προσώπου θα αντέβαινε στα χρηστά ήθη και θα ήταν καταρχήν άκυρη. 2.8 Το δικαίωµα της ελευθερίας της γνώµης Το Σύνταγµα κατοχυρώνει ρητώς την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώµης, αλλά υπονοεί αναµφίβολα και το δικαίωµα αποσιωπήσεως της γνώµης. Πρόκειται για την αρνητική ελευθερία της γνώµης. Έτσι το άτοµο έχει το δικαίωµα αποσιώπησης της γνώµης του κάτι που αποτελεί ένα είδος παραίτησης από το δικαίωµα της ελευθερίας της γνώµης σε συγκεκριµένη και πάλι περίπτωση. Ο εξαναγκασµός του ατόµου για έκφραση γνώµης θα συνιστούσε κατάφορη παραβίαση του Συντάγµατος. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 20

2.9 Το δικαίωµα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος Το δικαίωµα αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και υποχρέωση του ατόµου σύµφωνα µε το άρθρο 24 παρ. 1 Σ. Ιδιώτης και Κράτος οφείλουν κατά συνταγµατική επιταγή να προστατεύουν αυτό το έννοµο αγαθό ειδικά στην σύγχρονη εποχή όπου βάλλεται συνεχώς. Συνεπώς ουδεµία περίπτωση παραίτησης από αυτό το δικαίωµα υποχρέωση µπορεί να αναγνωριστεί. 2.10 Το δικαίωµα στα προσωπικά δεδοµένα Μέσω της νοµοθετικής προστασίας των προσωπικών δεδοµένων προστατεύονται τα θεµελιωδέστερα δικαιώµατα του ανθρώπου δηλαδή η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η διασφάλιση της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Στο νοµοθετικό πλαίσιο της προστασίας των προσωπικών δεδοµένων η συναίνεση του φορέα του δικαιώµατος έχει αποφασιστική θέση. Τα σχετικά νοµοθετήµατα είναι ο Ν. 2472/97 για την προστασία του ατόµου από την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων και ο Ν. 2774/99 για την προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τοµέα. Τα δικαιώµατα τα οποία προστατεύονται µε τα δικαιώµατα αυτά συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της ιδιωτικής ζωής. Υπάρχει επίσης και σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Οδηγία 95/46/ΕΚ την αξιολόγηση της οποίας για την υποχρέωση προηγούµενης ενηµέρωσης συµµερίζεται ο Έλληνας νοµοθέτης. Έτσι ο νοµοθέτης δίνει στα Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 21

φυσικά πρόσωπα την δυνατότητα να γνωρίζουν και να συνπροσδιορίζουν ποιες πληροφορίες που τους αφορούν µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο επεξεργασίας. Συνεπώς ο νόµος µόνο µε την συγκατάθεση του υποκειµένου τους επιτρέπει την επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων. Η συγκατάθεση αυτή είναι ένα είδος επιτρεπτής παραίτησης ως θεσµικής εγγύησης που εισάγει το νοµοθετικό πλαίσιο. Ο νόµος έχει προβεί στην συγκρότηση ενός πλέγµατος προϋποθέσεων για την τήρηση των οποίων τον έλεγχο έχει η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Προσωπικών εδοµένων. Ωστόσο το άτοµο έχει χαρακτηριστεί ως «outsider» στο ζήτηµα γιατί θεωρείται αµφίβολο το κατά πόσο µπορεί να ελέγξει την πληροφοριακή δοµή και την πληροφοριακή συµπεριφορά της διοίκησης ή µια ιδιωτικής επιχείρησης. Υπάρχει χάσµα γνώσεων και δυνατοτήτων ανάµεσα στο µέσο πολίτη και σε αυτούς που επεξεργάζονται τις προσωπικές πληροφορίες. Τα χάσµα αυτό σε συνδυασµό µε την αδιαφάνεια των νέων τεχνολογιών καθιστούν αµφισβητούµενη την συναίνεση του πολίτη καθώς αυτός ίσως να µην έχει πλήρη γνώση του περί που ακριβώς συναινεί. Επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που η συναίνεση αυτή είναι προϊόν άσκησης πίεσης και εκµετάλλευσης της ψυχολογικής κατάστασης κάποιων ατόµων. Χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις του Ε.Σ.Ρ. 79/4/10.7.1997, 100/41/12.11.1998, 317/2.11.2004 καθώς επίσης η απόφαση Α.Π..Π.Χ. 92/2001. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 22

2.11 Το γενικό ζήτηµα της παραίτησης από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προστατεύεται στο άρθρο 7 του Σ. Το ζήτηµα της παραίτησης από την συνταγµατική της προστασίας έχει τεθεί επανηλληµένως. Τόσο η θεωρία της αρχής του αντικειµενικού συνταγµατικού δικαίου όσο και η θεωρία του θεµελιώδούς δικαιώµατος απαντούν στο ζήτηµα αυτό καταρχήν αρνητικά. Η πρώτη γιατί είναι νοµικά αδύνατη και ακατανόητη η απαλλαγή της κρατικής εξουσίας από την υποχρέωση του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρεπείας, την οποία επιβάλλει σ αυτή ο αποκλειστικά αντικειµενικός συνταγµατικός κανόνας, µε την σχετική δήλωση του συγκεκριµένου ανθρώπου. Η δεύτερη καταλήγει και αυτή στο ίδιο αποτέλεσµα καθώς η παραίτηση από τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώµη κατ αρχήν ανεπίτρεπτη. Κατά συνέπεια είναι κατ αρχήν συνταγµατικά ανεπίτρεπτη η οποιαδήποτε προσβολή της ανθρώπινής αξιοπρέπειας που στηρίζεται στην συγκατάθεση του συγκεκριµένου προσώπου. Εξαιρέσεις µπορούν να δικαιολογούνται είτε από το πρόδηλο συµφέρον του ενδιαφερόµενου (χαρακτηριστικό παράδειγµα η διόρθωση της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως αυτού µετά από εγχείρηση µεταβολής του φύλλου του) είτε από το γενικό συµφέρον (πχ. η ιατρική χρησιµοποίηση µελών του σώµατος ενός ζωντανού ή νεκρού ανθρώπου). Σχετικά µε την τελευταία περίπτωση υπάρχει και σχετική Σύµβαση που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Μονίµων Αντιπροσώπων στο Συµβούλιο της Ευρώπης στις 19.11.1996, ανοίχθηκε για υπογραφή στο Oviedo της Ισπανίας και έχει ήδη Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 23

υπογραφή και κυρωθεί από την χώρα µας (ν. 2619/1998). Πρόκειται για την σύµβαση Σύµβαση για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων σε σχέση µε την εφαρµογή µε της βιολογίας και της ιατρικής 1. 2.12 Το δικαίωµα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι Όταν το δικαίωµα αυτό ασκείται ήσυχα και χωρίς όπλα αποτελεί ένα από τα πλέον θεµελιώδη και αναπαλλοτρίωτα δικαιώµατα του πολίτη. Κάθε περιορισµός του δικαιώµατος αυτού µας θυµίζει χαλεπούς καιρούς και ανελεύθερα καθεστώτα. Συνεπώς και η παραίτηση από το δικαίωµα αυτό καθ οιονδήποτε τρόπο θεωρείται ανίσχυρη. 2.13 Το δικαίωµα στην έννοµη προστασία Το δικαίωµα αυτό προβλέπεται στο άρθρο 20 Σ και παρέχει διαδικαστικά δικαιώµατα στον 1 ιδιώτη ώστε να µπορεί να προστατευθεί ενώπιον της διοικήσεως και των δικαστηρίων από διατάξεις αντικείµενες στο Σύνταγµα. Από το δικαίωµα αυτό το άτοµο δεν µπορεί να παραιτηθεί ποτέ και µε κανέναν τρόπο γιατί µόνο µε αυτό τα άτοµα µπορούν να προστατευθούν από αυθαιρεσίες του κράτους απέναντί τους. Ανάλογο είναι και το 1. άρθρο άλλα Βοργία Π. Μια παρουσίαση της Σύµβασης για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων σε σχέση µε την εφαρµογή µε της βιολογίας και της ιατρικής, περ. Νο Β, Α, 1999, Σελ. 873 επ. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 24

δικαίωµα του ατόµου για προηγούµενη ακρόαση από την διοίκηση (άρθρο 20 παρ. 2 Σ), όταν πρόκειται να ληφθεί ένα µέτρο ή να διενεργηθεί µία πράξη εις βάρος των δικαιωµάτων και των συµφερόντων του. Ούτε και από αυτό το δικαίωµα δεν µπορεί να παραιτηθεί το άτοµο µε κάποιον τρόπο. 2.14 Το δικαίωµα της προσωπικής ελευθερίας Η προσωπική ελευθερία προστατεύεται µέσω πολλών συνταγµατικών διατάξεων λόγο της µεγάλης σηµασίας που αποδίδει το Σύνταγµα σε αυτή καθώς και της µεγάλης σηµασίας που έχει για το άτοµο. Συνεπώς παραίτηση από το δικαίωµα αυτό δεν νοείτε. Γι αυτό άλλωστε το άρθρο 6 παρ. 3 Σ χωρίς να αφήνει καµία διακριτική ευχέρεια στο νόµο ορίζει απευθείας βαρύτατες συνέπειες για τις περιπτώσεις παράβασης των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 Σ. Οι συνέπειες αυτές συνίστανται αφ ενός στην ποινική ευθύνη του δεσµοφύλακα ή του πολιτικού ή του στρατιωτικού υπαλλήλου στον οποίο έχει ανατεθεί η κράτηση του συλληφθέντος και αφ ετέρου η αστική ευθύνη αυτού. Επίσης δεν µπορεί να νοηθεί παραίτηση από το δικαίωµα προς απόλυση αυτού που κρατείται προσωρινά όταν συµπληρωθεί το ανώτατο όριο της διάρκειας της προσωρινής κράτησης καθώς αυτό θα έχει σαν συνέπεια την αυτοδίκαιη απόλυση του κάτι που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 6 παρ. 4 εδ. β Σ. Οµοίως και στην περίπτωση του άρθρου 7 παρ. 1 Σ κατά το οποίο, όταν κάποιος ενώ εκτίει ποινή στις φυλακές και η πράξη του για την οποία του επιβλήθηκε η περιοριστική της ελευθερίας του Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 25

ποινή χαρακτηριστεί µε νεότερο νόµο µη αξιόποινη, τότε ακόµα και αν αυτός παραιτηθεί από το δικαίωµα της απόλυσης του από το σωφρονιστικό ίδρυµα η απόλυση του επέρχεται αυτοδίκαια και η παραίτηση χαρακτηρίζεται ανίσχυρη. 2.15 Το δικαίωµα της εργασίας και της ίσης αµοιβής για παρερχόµενη ίδια εργασία µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας Ελευθερία εργασίας σηµαίνει ταυτόχρονα και ελευθερία της µη εργασίας. Πρόκειται δηλαδή για την αρνητική ελευθερία της εργασίας. Κατά το Σύνταγµα η εργασία αποτελεί δικαίωµα όχι όµως κατ αρχήν και υποχρέωση. Εποµένως δεν µπορεί να επέλθει ποινικός κολασµός για ένα άτοµο που δεν εργάζεται λόγο φυγοπονίας. Βέβαια δεν είναι αντισυνταγµατική η εξαίρεση φυγόπονων προσώπων από κοινωνικές παροχές που δίδονται σε άπορους και άνεργους όχι εξαιτίας φυγοπονίας αλλά λόγω αδυναµίας εύρεσης εργασίας. Το Σύνταγµα προχωράει ακόµη περισσότερο καθιερώνοντας ρητά την απαγόρευση κάθε µορφής αναγκαστικής εργασίας. Κάτι που απαγορεύεται επίσης και από τις διεθνής διακηρύξεις των ατοµικών δικαιωµάτων και από διεθνής συµβάσεις εργασίας. Χαρακτηριστικά είναι το άρθρο 4 παρ. 2 της ΕΣ Α και το άρθρο 8 παρ. 3 της ΣΑΠ όπως επίσης και η ΣΕ 29/1920 «περί αναγκαστικής εργασίας» που έχει κυρωθεί και από την χώρα µας µε τον Ν 4221/1961. Όσον αφορά, τώρα, την αρχή της ίσης αµοιβής του εργαζόµενου µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας για παροχή ίδιας εργασίας η Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 26

παραίτηση από το σχετικό δικαίωµα δεν είναι και πάλι ισχυρή εκ των προτέρων µετά όµως την γέννηση του δικαιώµατος µπορεί να υπάρξει παραίτηση η οποία εκδηλώνεται µε την µη άσκηση της σχετικής αξίωσης κάτι που γίνεται δεκτό. Βέβαια εξαιτίας της ευρύτητας της εννοίας της αρχής της ισότητας καλύτερη απάντηση στο ζήτηµα θα έδινε µια περιπτωσιολογική εξέταση του και όχι µια ενιαία απάντηση. Σχετικό µε το ζήτηµα του δικαιώµατος της εργασίας και της παραίτησης από αυτό είναι και τι δικαίωµα της απεργίας. Καµία παραίτηση από το δικαίωµα αυτό δεν µπορεί να γίνει δεκτή. Το µόνο που γίνεται δεκτό είναι η µη συµµετοχή στην απεργία, όταν αυτή έχει αποφασιστεί αρµοδίως και νοµίµως. Είναι και αυτό θεµελιώδες δικαίωµα που συνάδει σαφώς µε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την προσωπική ελευθερία του ατόµου. Τέλος δεν µπορεί να γίνει λόγος για παραίτηση από το δικαίωµα σύναψης συλλογικών συµβάσεων εργασίας. Στο ζήτηµα γύρω από την εργασία υπάρχει πλούσια νοµολογία χαρακτηριστικές οι παρακάτω αποφάσεις : Α.Π. 1159/1999 Τµ. Β1 Εισηγητής Αν. Καραγεώργης (Ελληνική ικαιοσύνη 41(2000) Σελ. 393 επ.) : Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή η σύµβαση παραίτησης του εργαζοµένου από τις των ελαχίστων νοµίµων αποδοχών συµβατικές αποδοχές ή από την αξίωση αποζηµιώσεως λόγω υπερηµερίας ή αδυναµίας του εργοδότη προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, υπό την επιφύλαξη πάντοτε ότι δεν θίγονται οι ελάχιστες νόµιµες αποδοχές και ότι η παραίτηση δεν αντίκειται σε διατάξεις αναγκαστικού Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 27

δικαίου είναι σύµφωνα και µε τις διατάξεις 361 και 454 ΑΚ είναι έγκυρη και δεν προσκρούει καθ εαυτή στις διατάξεις των άρθρων 679, 174, 178, 150 ΑΚ. Α.Π. 1562/99 Τµ. Β/2 Εισηγητής Γ. Ρήγος (Ε. Εργ.. 2000, Σελ. 510 επ.) : Σύµφωνα µε την απόφαση αυτή η αρχή της ίσης µεταχείρισης άγεται σε κανόνα δηµοσίας τάξεως και συνεπώς δεν χωρεί παραίτηση του εργαζόµενου από το δικαίωµα να αξιώσει από τον εργοδότη του να του καταβάλει ότι ως οικιοθελή παροχή καταβάλει σε άλλον εργαζόµενο που εργάζεται σε ίδιες συνθήκες µε αυτόν και παρέχει τις ίδιες µε αυτόν υπηρεσίες. Ελ. Συν. 133/2000 (Ε..Κ.Α. Τόµος ΜΒ 2000 Σελ. 196 επ.) Πρόεδρος Α. Μπότσος, Εισηγητής Ε. Ροντογίαννης : Η συνεδρίαση αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά στο σύµφυτο µε την εργασία δικαίωµα συνταξιοδότησης. Σύµφωνα µε το Ελεγκτικό Συνέδριο η θεµελίωση δικαιώµατος συντάξεως από την οικογένεια του συνταξιούχου δεν αποτελεί κληρονοµική ή οποιαδήποτε άλλη διαδοχή στο δικαίωµα εκείνου, αλλά σύσταση αυτοτελούς από τον νόµο απευθείας στο πρόσωπο των νέων δικαιούχων. Εποµένως ο θάνατος του πρώτου αποτελεί µεν τον νοµικό λόγο, όχι όµως και την νοµική αιτία των τελευταίων. Τούτο επιβεβαιώνεται ευθέως και από το άρθρο 68 παρ. 2 Σ.Κ. κατά το οποίο «Παραίτησης από το συνταξιοδοτικό δικαίωµα είναι ισχυρά, µη Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 28

δυνάµενη να ανακληθή. Εκ της παραιτήσεως δεν παραβλάπτεται το δικαίωµα των διαδόχων εν τη συντάξει προσώπων, ουδέ ωφελούνται τα τυχόν συνδικαιούχα εις την σύνταξιν πρόσωπα». Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 29

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α "ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ" Σαν επίλογος της εργασίας θα παραθέσω τα βασικά συµπεράσµατα από την ανωτέρω ενασχόληση µε το ζήτηµα της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα. Βασικό συµπέρασµα είναι ότι τα δικαστήρια είτε Πολιτικά είτε Ποινικά είτε ιοικητικά έχουν καθήκον και υποχρέωση να µην εφαρµόζουν έναν αντισυνταγµατικό νόµο είτε όταν κρίνουν επί κυρίου ζητήµατος είτε και παρεµπιπτόντως. Ακόµη, λοιπόν, και όταν το άτοµο δεν έχει ασκήσει το σχετικό δικαίωµα και τεθεί ζήτηµα εφαρµογής αντισυνταγµατικής διάταξης το ικαστήριο υποχρεούται να µην εφαρµόσει την διάταξη αυτή. Επιπλέον σε περίπτωση που το άτοµο έχει παραιτηθεί από κάποιο συνταγµατικό δικαίωµα, όπου βέβαια η παραίτηση αυτή είναι επιτρεπτή, δεν του αφαιρείται το δικαίωµα να επικαλείται την αντισυνταγµατικότητα της σχετικής νοµοθετικής διάταξης όπου την συναντήσει. Επίσης σαν βασικό συµπέρασµα που ανάγεται ίσως σε µία πιο θεωρητική σφαίρα θα µπορούσαµε να επισηµάνουµε ότι µέσω της απαγόρευσης της γενικής και για το µέλλον παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα ο άνθρωπος, ο τόσο ανίσχυρος στην σύγχρονη εποχή των διογκωµένων κοινωνιών, του υπερκαταναλωτισµού, της τεχνολογίας και της παγκοσµιοποίησης, προστατεύεται από τον εξαναγκασµό σε παραίτηση λόγω της πίεσης από τους ισχυρούς. Έτσι προστατεύεται από τον κίνδυνο να χάσει λόγω αδυναµίας αντίστασης στους ισχυρούς δικαιώµατα όπως η προσωπική ελευθερία, η αξιοπρέπεια και γενικά δικαιώµατα σύµφυτα µε την έννοια Άνθρωπος. εν είναι τυχαίο άλλωστε ότι χώρες που δεν υπάρχουν κατοχυρωµένα Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 30

συνταγµατικά δικαιώµατα νόµος είναι ο λόγος δυνάστη και οι χώρες αυτές απέχουν πολύ από αυτό που ονοµάζουµε πολιτισµένη ανθρώπινη κοινωνία. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 31

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β "ΠΕΡΙΛΗΨΗ" Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Συνταγµατικά δικαιώµατα είναι τα θεµελιώδη, ατοµικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά δικαιώµατα του ατόµου που προβλέπονται από το Σύνταγµά µας και που αποτελούν βασικές εξειδικεύσεις της ανθρώπινης αξίας και που έχουν περιεχόµενο αµυντικό, προστατευτικό και εξασφαλιστικό του αδύναµου ατόµου έναντι του πανίσχυρου Κράτους. Τα δικαιώµατα αυτά περιέχονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ του ισχύοντος Συντάγµατος, που τιτλοφορείται ως «ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ» και περιέχονται στα άρθρα 4 έως 25 αυτού, αλλά και σε άλλες εγκατεσπαρµένες διατάξεις. Πρόκειται για πλήρη δικαιώµατα του ατόµου αγώγιµες και εξαναγκαστές αξιώσεις του. Για να απαντήσουµε στο ερώτηµα του κατά πόσον η παραίτηση από τα δικαιώµατα αυτά είναι ισχυρή οφείλουµε να εξετάσουµε τα συνταγµατικά δικαιώµατα χωριστά το καθένα. Μία γενική και για το µέλλον παραίτηση είναι απολύτως ανίσχυρη καθώς αντίκειται στην αρχή της αξίας του ανθρώπου (2 παρ. 1 Σ). Σε ορισµένα µόνο δικαιώµατα η συναίνεση του ατόµου, που αποτελεί µια µορφή παραίτησης, µπορεί να αίρει την αντισυνταγµατικότητα της προσβολής του δικαιώµατος. Επίσης ο φορέας σε µερικά δικαιώµατα µπορεί να παραιτηθεί συµβατικά και σε άλλα σιωπηρά δια της παρελεύσεως της προθεσµίας µέσα στην οποία δικαιούται να ασκήσει αυτά, που είναι µία µορφή παραιτήσεως εν ευρεία εννοία. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 32

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ "ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ" ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΤΙΤΛΟΣ ΧΡΟΝ. ΕΚ ΟΣΗΣ Ανδρουλάκης Κ. Νικόλας Ποινικό ίκαιο : Γενικό Μέρος Ανδρουλάκης Κ. Ποινικό ίκαιο : Ειδικό Νικόλας Μέρος αγτόγλου. Π. Συνταγµατικό ίκαιο : Ατοµικά ικαιώµατα Α και Β ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας Μάνεσης Ι. Α. Μήτρου Λίλιαν Ράϊκος Γ. Α. Βουτσάκης Β. Συνταγµατικά ικαιώµατα, Τόµος 3 ος Ηµίτοµος Ι Η συνταγµατική προστασία του ανθρώπου και η µεταβολή της έννοµης τάξης Συνταγµατικά δικαιώµατα : Ατοµικές Ελευθερίες Α, Έκδοση Η αρχή προστασίας προσωπικών δεδοµένων Παραδώσεις συνταγµατικού δικαίου : Τα θεµελιώδη δικαιώµατα, Τόµος Β, Έκδοση ΙΙ Άρθρο : Το δικαίωµα στην ιδιωτική ζωή που περιλαµβάνεται στο βιβλίο Τεχνολογίες και συνταγµατικά δικαιώµατα Εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2002 Εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κοµµοτηνή 2005 Εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα Θες/νίκη 2005 Εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κοµµοτηνή 1981 Εκδ. Σάκκουλας, Θες/νίκη 1981 Εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα Κοµµοτηνή 1999 Εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, 2002 Εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα Θες/νίκη 2004 Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 33

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ "ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ" 1. Α.Π. 544/2002 Τµ. Γ, Εφηµερίδα των Ελλήνων Νοµικών, 2003, Σελ. 392 επ. : «Κοινόχρηστος Χώρος. Κυριότητα ΟΤΑ. Για τη πρόσκτηση της ιδιότητας του κοινόχρηστου χώρου, συνακολούθως δε και για την προσπόριση την κυριότητας τον ΟΤΑ αρκεί η διάθεση του ακινήτου στην κοινή χρήση µε την βούληση του ιδιοκτήτη, που µπορεί να εκδηλωθεί µε οποιοδήποτε τρόπο χωρίς να απαιτείται δηλαδή η σύνταξη συµβολαιογραφικού εγγράφου και η µεταγραφή αυτού, και αδιαφόρως αν το ανίκητο έχει τεθεί σε κοινή χρήση πριν ή µετά την έγκριση του ρυµοτοµικού σχεδίου µε το οποίο ο χώρος χαρακτηρίζεται κοινόχρηστος, δεδοµένου ότι η απλή εγκατάλειψη εκ µέρος του ιδιοκτήτη δεν περιέχει µετάθεση της κυριότητας. Αβάσιµο λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθµ. 1 και 14 ΚΠολ. Απαράδεκτό λόγων αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθµ. 19, 1, 8, 11 και 14 ΚΠολ.» 2. Α.Π 1159/1999 Τµ. Β1, Ελλ νη, 41(2000), Σελ. 393 επ. : «Παραίτηση εργαζοµένου από τις πέραν των ελαχίστων νοµίµων ορίων αποδοχές. Περιστατικά. Η παραίτηση από ενοχική αξίωση, ως λόγος αποσβεστικός της ενοχής συντελείται µε σύµβαση που έχει το χαρακτήρα άφεσης χρέους (άρθρο 454 ΑΚ). Η σύµβαση αυτή είναι ακυρώσιµη, εάν είναι προϊόν απειλής. Η συµβατική παραίτηση του µισθωτού από τις των Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 34

ελαχίστων νοµίµων αποδοχών συµβατικές αποδοχές ή από την αξίωση αποζηµιώσεως λόγω υπερηµερίας ή αδυναµίας του εργοδότη προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, υπό την επιφύλαξη πάντοτε ότι δεν θίγονται οι ελάχιστες νόµιµες αποδοχές και ότι η παραίτηση δεν αντίκειται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι σύµφωνα και µε τις διατάξεις 361 και 454 ΑΚ είναι έγκυρη και δεν προσκρούει καθ εαυτή στις διατάξεις των άρθρων 679, 174, 178, 150 ΑΚ.» 3. Α.Π. 1562/1999, Τµ. Β2, Ε. Εργ.. 2000, Σελ. 510 επ. : Ισότητα αµοιβής Επίδοµα Ανθυγιεινής Εργασίας Η ισότητα αµοιβής των εργαζοµένων, η οποία προϋποθέτει οικειοθελή παροχή του εργοδότη, επιβάλλεται, εφ όσον συντρέχουν οι αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις (ίδια κατηγορίας, ίδια υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας κ.λ.π.), από την αρχή της ίσης µεταχείρισης. Η αρχή αυτή ανάγεται σε κανόνα δηµοσίας τάξεως και συνεπώς δε χωρεί παραίτηση του εργαζοµένου από το δικαίωµα να αξιώσει την εκούσια εργοδοτική παροχή που στερείται. Για να δηµιουργηθεί όµως αξίωση επεκτάσεώς της και στου εργαζοµένους που έχουν εξαιρεθεί από αυτήν, προϋποτίθεται ότι η εργοδοτική οικειοθελής παροχή είναι σύννοµη, διότι άλλως δεν µπορεί να προβληθεί ως αξίωση η ισότητα µεταχείρισης υπό συνθήκες παρανοµίας. Κρίση της προσβαλλόµενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος παρείχε την ίδια και υπό τις αυτές συνθήκες εργασία µε συναδέλφους του, στους οποίους είχε χορηγηθεί µε εκούσια απόφαση του κοινού εργοδότη επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας, το εδικαιούτο και αυτός µε βάση την αρχή της ίσης Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 35

µεταχειρίσεως, χωρίς να ενδιαφέρει το γεγονός ότι το επίδοµα αυτί είχε χορηγηθεί στους συναδέλφους του από λάθος του εργοδότη, ήτοι από αναρµόδιο όργανό του, διότι εκείνο που έχει σηµασία εδώ είναι το πραγµατικό γεγονός της χορηγήσεως του εν λόγω επιδόµατος σε συναδέλφους του αναιρεσείοντα που παρείχαν την ίδια και υπό τις αυτές συνθήκες µε εκείνον εργασία. Αναίρεση της προσβαλλοµένης, διότι ο χορηγήσας το επίδοµα, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της αναιρεσειούσας, δεν είναι κατά τον νόµο προς τούτο αρµόδιος και η παρά το νόµο οικειοθελής αξίωση επί της αρχής της ίσης µεταχείρισης. 4. Ελ. Συν. 133/2000, Ε..Κ.Α. Τόµος ΜΒ 2000, Σελ. 196 επ.: Η συνεδρίαση αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά στο σύµφυτο µε την εργασία δικαίωµα συνταξιοδότησης. Σύµφωνα µε το Ελεγκτικό Συνέδριο η θεµελίωση δικαιώµατος συντάξεως από την οικογένεια του συνταξιούχου δεν αποτελεί κληρονοµική ή οποιαδήποτε άλλη διαδοχή στο δικαίωµα εκείνου, αλλά σύσταση αυτοτελούς από τον νόµο απευθείας στο πρόσωπο των νέων δικαιούχων. Εποµένως ο θάνατος του πρώτου αποτελεί µεν τον νοµικό λόγο, όχι όµως και την νοµική αιτία των τελευταίων. Τούτο επιβεβαιώνεται ευθέως και από το άρθρο 68 παρ. 2 Σ.Κ. κατά το οποίο «Παραίτησις από το συνταξιοδοτικό δικαίωµα είναι ισχυρά, µη δυνάµενη να ανακληθή. Εκ της παραιτήσεως δεν παραβλάπτεται το δικαίωµα των διαδόχων εν τη συντάξει προσώπων, ουδέ ωφελούνται τα τυχόν συνδικαιούχα εις την σύνταξιν πρόσωπα. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 36

5. Α.Π. 34/2005, ιαδίκτυο : «Κατάχρηση δικαιώµατος. Εφαρµόζεται και επί δικαιωµάτων που απορρέουν από διατάξεις δηµόσιας τάξης. Αµοιβές δικηγόρων. Αξίωση για καταβολή της ελάχιστης αµοιβής δικηγόρου για την παροχή νοµικών υπηρεσιών. Κρίνεται ότι ασκείται καταχρηστικά επειδή είχε προηγηθεί ρητή παραίτησή του από τη νόµιµη προβλεπόµενη κατώτατη αµοιβή και συµφώνησε αµοιβή µικρότερη από αυτήν. Παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια µε την υπ αρ. 1041/2004 απόφαση του Β Τµήµατος. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ αρ. 9/2002 απόφασης Εφετείου Λαµίας.» 6. Α.Π. 33/2005, ιαδίκτυο : ικηγόροι. Αξίωση για απάλειψη των κατωτάτων ορίων αµοιβής για παρασχεθείσες υπηρεσίες προς Τράπεζα. Καταχρηστική η αξίωση που ασκείται µετά από ρητή δήλωση του δικηγόρου για περιορισµό της προβλεπόµενης νόµιµης αµοιβής και παραίτησή του για το επιπλέον αυτής. Παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια µε την υπ αρ. 847/2004 απόφαση του Β2 Τµήµατος. Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ αρ. 8/2002 απόφασης του Εφετείου Λαµίας. 7. Α.Π. 6/2005 ΟΛΟΜ-ΠΟΙΝ 383981, ιαδίκτυο : ( /ΝΗ 2005/1598) Παραίτηση από ένδικο µέσο κατά απόφασης ή βουλεύµατος. Το ένδικο µέσο, αν η παραίτηση είναι νοµότυπη, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, χωρίς να ερευνάται αν έχει ασκηθεί νοµότυπα. 8. Α.Π. ΟΛ. 6/2001, ΕΕ, 2001 Σελ 399. Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 37