Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικονομική συγκυρία: Η εξέλιξη των βασικών μεγεθών Ηλίας Ιωακείμογλου

Σχετικά έγγραφα
Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ: ΕΛΠΙΔΕΣ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 2010

Μακροοικονομικές Προβλέψεις για την Κυπριακή Οικονομία

Μέρος 2. Η ελληνική οικονοµία κατά το

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2010

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ. 1. Σύνθεση του δημόσιου χρέους

Μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2009

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης Σεπτέμβριος 2018

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Η Τ Ρ Α Π Ε Ζ Α Τ Η Σ Κ Υ Π Ρ Ο Υ

Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2014: Αργή ανάκαμψη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό

Μέρος 1. Για την οικονοµική και αναπτυξιακή πολιτική

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΘΕΜΑ : Οικονοµικές εξελίξεις στη Βουλγαρία Πορεία διµερών οικονοµικών και εµπορικών σχέσεων, κατά το α 6µηνο 2008 (προσωρινά στοιχεία)

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

: Οικονομικές εξελίξεις στη Βουλγαρία Πορεία διμερών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, κατά το α 6μηνο 2008 (προσωρινά στοιχεία)

6. Μακροοικονομικές Προβλέψεις για την Κυπριακή Οικονομία

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

Τάσεις και προοπτικές στην Ελληνική Οικονομία. Νίκος Βέττας

Εαρινές προβλέψεις : από την ύφεση προς τη βραδεία ανάκαμψη

Αριθμός Εργαζόμενων ΕΛΛΑΔΑ & Δ. ΕΥΡΩΠΗ Η.Π.Α ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΣΥΝΟΛΟ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Μέρος 1. Κατευθύνσεις πολιτικής

ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 14 Οκτωβρίου 2013

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΈΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

3 Η γενική εικόνα του ελληνικού εμπορίου: Tα οικονομικά αποτελέσματα, η κεφαλαιουχική διάρθρωση και η χρηματοδότηση των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ το 2012

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Ειδικό Παράρτημα. Α Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοοικονοµικές προβολές εµπειρογνωµόνων του Eυρωσυστήµατος για τη ζώνη του ευρώ

Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2018 Κριτικές παρατηρήσεις

ICAP: ΕΞΕΛΙΞΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ «Το ΕΒΕΠ θέτει την ανάγκη διαμόρφωσης νέου τοπίου στα επιτόκια χορηγήσεων επιχειρηματικών δανείων»


Διεθνής Οικονομία και Αγορές. Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος 7 Ιουνίου 2007

Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

«Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2008» του Γκίκα Α. Χαρδούβελη

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Η ΑΜΕΣΩΣ ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΜΕΤΟΧΩΝ

Τριμηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία Τεύχος 1/03

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Τα αποτελέσµατα του α τριµήνου

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

Οικονομικά Αποτελέσματα Εννεάμηνου 2013

Γραφείο Συνδέσμου της Ελλάδος στην πγδμ Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2016

Φθινοπωρινές προβλέψεις : Η οικονοµία της ΕΕ στο δρόµο προς τη σταδιακή ανάκαµψη

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

ΠΡΟΣΧΕ ΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Αποτελέσματα Εννεάμηνου 2012

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

- Εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΤΟΥΣ 2009

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στο ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

Εμπεδώνεται η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας

Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης

Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2012

Εαρινές οικονοµικές προβλέψεις της Επιτροπής : Ανάκαµψη της ανάπτυξης

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

Αποτελέσματα A Εξαμήνου 2016

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 4 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Εισαγωγή

Η κυπριακή οικονομία και η απασχόληση

Οικονομικά Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2013

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Μακροοικονοµικές προβολές εµπειρογνωµόνων του Ευρωσυστήµατος για τη ζώνη του ευρώ

Δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης Ελληνικής Οικονομίας Ιούλιος Δελτίο Τύπου ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης Ιούλιος 2017

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 3 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

James Tobin, National Economic Policy

3 Η γενική εικόνα του ελληνικού εμπορίου: Tα οικονομικά αποτελέσματα, η κεφαλαιουχική διάρθρωση και η χρηματοδότηση των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ το 2013

ETHΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ME MIA MATIA ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ&ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Transcript:

Οικονομική συγκυρία: η εξέλιξη των βασικών μεγεθών του Ηλία Ιωακείμογλου Από το 1994, η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ήπιας ανάκαμψης: το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,5% και το 1995 προβλέπεται να φθάσει στο 2%. Οι ιδιωτικές επενδύσεις εκτός κατοικιών αυξήθηκαν κατά 6,5% (7% για μηχανικό εξοπλισμό). Η ανάκαμψη των κερδών συνεχίζεται, και σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης, αναμένεται να προκαλέσει και μια περαιτέρω αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων. Ο ρόλος των δημοσίων επενδύσεων καθίσταται αποφασιστικός καθώς για το 1995 προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 20%. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναμένεται να έχει θετική επίδραση επί των παραγωγικών επενδύσεων, πλην όμως, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν υψηλότερα από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ανισορροπία που οδηγεί στην αύξηση του δημοσίου χρέους, εκτός εάν το ελληνικό κράτος παράγει διαρκώς μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα - διαδικασία η οποία έχει ήδη εκκινήσει. Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό Η μείωση του τιμαρίθμου στο 8,3%, κατά τον μήνα Οκτώβριο, δημιουργεί αισιόδοξες προοπτικές για την περαιτέρω προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού. Από μακροχρόνια άποψη, η εξέλιξη αυτή δεν εμφανίζεται ως έκπληξη, διότι αποτελεί τη φυσική συνέχεια μιας γραμμικής πτωτικής πορείας του τιμαρίθμου που αρχίζει τον Δεκέμβριο του 1990. Η κάθοδος του δείκτη, όπως φαίνεται στο σχετικό διάγραμμα, είναι δυνατό να περιγραφεί από μια ευθεία που αντιστοιχεί σε μέση ετήσια μείωση 2,4%. Επομένως, εάν θεωρήσουμε ότι η προσπάθεια αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού δεν θα διακοπεί, τότε είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο ρυθμός πτώσης γύρω από την ίδια χαρακτηριστική ευθεία θα διατηρηθεί. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα εάν η ανάκαμψη στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία θα μετατρέψει τις συνθήκες της περαιτέρω μείωσης του πληθωρισμού. Η πτώση του τιμαρίθμου στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, από στατιστική άποψη, παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την πορεία του δείκτη μεταξύ Ιουλίου 1986 και Ιουνίου 1989, όταν έγινε η πρώτη προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού μέσω εφαρμογής σταθεροποιητικού προγράμματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πτώση συνεχίστηκε και κατά το πρώτο ήμισυ της ανάκαμψης των ετών 198890, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις από την αύξηση της ζήτησης γίνονται σημαντικές μόνον κατά το τέλος του οικονομικού κύκλου. Είναι εύλογο, επομένως, να υποθέσουμε ότι η σημερινή προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού δεν θα παρεμποδισθεί από την ανάκαμψη, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της, μέχρις ότου αυξηθεί σημαντικά ο βαθμός απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού. Σελίδα 1 / 11

Σελίδα 2 / 11

Σελίδα 3 / 11

Σελίδα 4 / 11

Σελίδα 5 / 11

Σελίδα 6 / 11

Σελίδα 7 / 11

Ως συνέπεια της μείωσης του πληθωρισμού στην Ελλάδα κατά την τελευταία πενταετία, η διαφορά με την Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίσθηκε σημαντικά από τις 15 στις 5 ποσοστιαίες μονάδες. Συνεχίζεται η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων Στα υψηλότερα σημεία της 25ετίας, με εξαίρεση το 1985, θα βρίσκεται πλέον ο όγκος των δημόσιων επενδύσεων κατά το 1995 (εάν βεβαίως επαληθευθούν οι προβλέψεις για το τρέχον έτος). Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας των δαπανών του κράτους για επενδύσεις που άρχισε το 1988. Η άνοδος του όγκου των δημοσίων επενδύσεων (υπολογισμοί σε σταθερές τιμές '70), κατά τα 8 τελευταία έτη, πραγματοποιείται με διακυμάνσεις, πλην όμως, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανέρχεται σε 5%, δηλαδή σ' έναν ιστορικά υψηλό ρυθμό, συγκρίσιμο με αυτόν των ετών 1979 1983. 1S70 1973 1978 1S79 1982 1985 1988 1991 1994 Η πορεία των δημοσίων επενδύσεων σπανίως συγχρονίζεται με την αντίστοιχη των ιδιωτικών επενδύσεων. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η αντίθετη κίνηση των δύο μεγεθών είναι έντονη: στη διάρκεια της επενδυτικής άπνοιας του ιδιωτικού τομέα, κατά τα έτη 19801985, καθώς και στη διάρκεια της δεκαετίας του '90, όταν και πάλι, οι ιδιωτικές επενδύσεις παρουσιάζουν σημεία "κόπωσης", οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνονται δραστικά. Η πορεία των δημοσίων επενδύσεων, σε σχέση με την κατανάλωση του δημοσίου, παρουσιάζει μια εντυπωσιακή κάθοδο (υπολογισμοί σε σταθερές τιμές του '70). Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '70, οι δημόσιες επενδύσεις ως ποσοστό της δημόσιας κατανάλωσης κυμαινόταν στην περιοχή 50%70%, κατήλθαν στη συνέχεια σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, μεταξύ 1974 και 1985, το αντίστοιχο ποσοστό κυμαινόταν στην περιοχή 27%40%. Ιδιαίτερα, μάλιστα, κατά τα έτη 19871990, έφθασε στο κατώτατο σημείο του, δηλαδή στο 25%. Ωστόσο, η πορεία αυτή αντιστράφηκε από το 1991, πλην όμως, η αναλογία επενδύσεων κατανάλωσης εξακολουθεί να είναι χαμηλή και μόλις που προσεγγίζει τα επίπεδα του 33%. Επιβραδύνεται η δημόσια κατανάλωση Στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 25ετίας βρίσκεται ο ρυθμός αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης στην Ελλάδα (σε σταθερές τιμές). Μετά την αλματώδη αύξηση της περιόδου 1970 1981 (όταν αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 6%), ακολούθησε μια κάποια επιβράδυνση κατά τα έτη 19821985 (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης περίπου 3%). Κατά το 1986, έτος εφαρμογής του πρώτου σταθεροποιητικού προγράμματος της ελληνικής οικονομίας, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε σε απόλυτους όρους. Ακολούθησε η διετία 198889 με τις αυξήσεις του 5% ετησίως και έκτοτε η δημόσια κατανάλωση έχει τεθεί σε συνεχή καθοδική πορεία: κατά τα έτη 1990 και 1992 είχαμε και πάλι απόλυτη μείωση, ενώ το 19931994 οι αυξήσεις της ήταν σχεδόν μηδενικές. Η επιβράδυνση της δημόσιας κατανάλωσης τείνει να αναστρέψει και την παραδοσιακή σχέση κατανάλωσης και επένδυσης, σύμφωνα με την οποία, η πρώτη αυξάνεται ταχύτερα από την δεύτερη (με εξαίρεση την περίοδο 1982 1985, όταν η κεϋνσιανή πολιτική της περιόδου, που ευνοούσε τις δημόσιες επενδύσεις, είχε κατορθώσει να Σελίδα 8 / 11

μειώσει σημαντικά το λόγο δημόσιας κατανάλωσης δημόσιας επένδυσης). Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, η επιβράδυνση της κατανάλωσης και η έμφαση που δίνεται και πάλι στις επενδύσεις έχουν διαμορφώσει μια πτωτική τάση του λόγου κατανάλωση επένδυση, η οποία κατά τα φαινόμενα θα συνεχισθεί και κατά τα επόμενα έτη. Εάν κάτι τέτοιο επαληθευθεί, οι δημόσιες δαπάνες βαίνουν προς μια νέα διάρθρωση προσανατολισμένη σαφώς προς πιο παραγωγική κατεύθυνση. Πτωτική τάση εμφανίζει η δημόσια κατανάλωση από το' 1988 σε σχέση και με την ιδιωτική κατανάλωση, έναντι της οποίας παρουσίαζε ταχύτερη αύξηση μέχρι το 1984. Σε άνοδο οι ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις κατά το 1995 Μετά την συνεχή πτώση των ετών 19921994, οι ιδιωτικές επενδύσεις στο σύνολο τους (παραγωγικές + κατοικίες) αναμένεται να παρουσιάσουν, κατά το 1995, αύξηση 4%5%. Η αύξηση αυτή θα προέλθει αποκλειστικά από τις παραγωγικές επενδύσεις, αφού για τις κατοικίες εκτιμάται ότι θα παραμείνουν στα επίπεδα του 1994. Οι ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου χωρίς τις κατοικίες, δηλαδή οι παραγωγικές επενδύσεις, παρουσίασαν άνοδο στη διάρκεια της περιόδου 19871990, αλλά μειώθηκαν στη συνέχεια για τρία συνεχή έτη. Ωστόσο, κατά το 1994 και το 1995, νέες μεγάλες αυξήσεις των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων έκαναν την επανεμφάνιση τους. Σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας, οι ιδιωτικές επενδύσεις (χωρίς τις κατοικίες) υπερέβαιναν τις αντίστοιχες δημόσιες. Η σχέση αυτή έτεινε να ανατραπεί στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του '80, αλλά από το 1986, η αναλογία ιδιωτικών δημόσιων επενδύσεων άρχισε και πάλι να αυξάνεται. Από το 1990 και μετά, οι ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις υπερβαίνουν τις αντίστοιχες δημόσιες κατά 50%. Σημαντική συσχέτιση εμφανίζουν οι ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις με την κερδοφορία. Υπολογισμένες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος παρουσιάζουν διακυμάνσεις οι οποίες ακολουθούν με αρκετά μεγάλη προσέγγιση τις αντίστοιχες μεταβολές της κερδοφορίας (μετρούμενης με την αποδοτικότητα του παγίου κεφαλαίου). Έτσι, η ανάκαμψη της κερδοφορίας από τα μέσα της δεκαετίας του '80 αποτελεί επαρκή ερμηνεία της ανοδικής πορείας και των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων (ως ποσοστού του ΑΕΠ). Εντούτοις, η στασιμότητα του μεγέθους αυτού μετά το 1990 δεν φαίνεται να εξηγείται από την εξέλιξη της κερδοφορίας, αλλά από την στασιμότητα της ζήτησης. Επιβραδύνεται η ιδιωτική κατανάλωση Στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 25ετίας βρίσκεται ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα. Μετά την αλματώδη αύξηση της δεκαετίας του '70 (όταν αυξανόταν με ρυθμούς κυμαινόμενους από 7% στην «9Χή της δεκαετίας μέχρι 3% στο τέλος της), την επιβράδυνση των ετών 19801987 (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 1,7%), την άνοδο της τριετίας 19881990 (3,8%), η ιδιωτική κατανάλωση είναι πλέον σε κατάσταση στασιμότητας (περίπου +1% ετησίως). Η επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης τείνει να ανατρέψει και την "παραδοσιακή" σχέση κατανάλωσης και επενδύσεων, σύμφωνα με την οποία, η πρώτη αυξανόταν συγκριτικά ταχύτερα. Ο λόγος του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης προς τον αντίστοιχο Σελίδα 9 / 11

του παγίου κεφαλαίου παρουσίαζε μακροχρόνια τάση αύξησης μεταξύ 1970 και 1985, τάση η οποία έχει ανασχεθεί από το 1986. Έκτοτε, από μακροχρόνια άποψη, οι αυξήσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης συμβαδίζουν με αυτές των πάγιων επενδύσεων. Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί απλώς το ενδεχόμενο να ανατραπεί η σχέση κατανάλωσης επένδυσης υπέρ της τελευταίας, η οποία παραμένει απογοητευτικά χαμηλή, παρά την συμπίεση της κατανάλωσης. Σε υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος Κατά το 1979, το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ανερχόταν περίπου σε 28% του ΑΕΠ. Κατά το ίδιο έτος, το αντίστοιχο μέγεθος στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ήταν σημαντικά μεγαλύτερο, δηλαδή περίπου 40%. Έκτοτε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες χώρες της Κοινότητας, το δημόσιο χρέος ακολούθησε έντονα αυξητική πορεία. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σήμερα από τα υψηλότερα μεταξύ των 12 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μόνον το Βέλγιο και η Ιταλία έχουν χρέος μεγαλύτερο από την Ελλάδα. Βέβαια, η ύπαρξη εκτεταμένης παραοικονομίας στην Ελλάδα, και η συνακόλουθη υποεκτίμηση του ΑΕΠ, οδηγούν σε μια υπερεκτίμηση του δημοσίου χρέους της χώρας (ως ποσοστού του προϊόντος). Έτσι, μετά από μια διόρθωση για την παραοικονομία, η Ελλάδα θα βρισκόταν πλησιέστερα προς την Ιρλανδία και την Ισπανία. Καθώς τα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν υψηλότερα από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, καθ' όλη τη διάρκεια της πενταετίας, η πληρωμή των τόκων θα απαιτήσει σημαντικά ποσά, για την άντληση των οποίων θα πρέπει αναγκαστικά να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα. Ήδη, η διαδικασία παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων έχει εκκινήσει (βλ. το σχετικό διάγραμμα). Βεβαίως, οι πληρωτέοι τόκοι θα παρουσιάσουν κάποια μείωση εξαιτίας της πτώσης των επιτοκίων, αλλά το 1999, προβλέπεται ότι θα ανέρχονται ακόμη στο 7% του ΑΕΠ. Έτσι, το δημόσιο χρέος, εκείνη τη χρονιά, δεν θα είναι μικρότερο από το 103% του προϊόντος. Σε πτώση τα πραγματικά επιτόκια Πτώση παρουσιάζουν τα πραγματικά επιτόκια από τον Οκτώβριο του '94 και μετά. Ωστόσο, παραμένουν υψηλά εν συγκρίσει με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Όταν η διαφορά πραγματικών επιτοκίων ΑΕΠ παραμένει θετική για μεγάλο χρονικό διάστημα, προσδίδει στο δημόσιο χρέος το χαρακτήρα της εκρηκτικής αύξησης. Με δεδομένη την περιοριστική νομισματική πολιτική και τη θετική διαφορά επιτοκίων ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, ο μόνος τρόπος σταθεροποίησης του χρέους είναι πλέον η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων. Όμως, με τον τρόπο αυτό, εγκαθίσταται ένας "φαύλος" κύκλος που συνίσταται στην διαρκή, αμοιβαία, ανατροφοδότηση της ύφεσης και των δημόσιων πρωτογενών πλεονασμάτων: τα τελευταία μειώνουν το ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος καθίσταται μικρότερος από τα επιτόκια, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος, του οποίου ο έλεγχος απαιτεί και νέα πρωτογενή πλεονάσματα, που εντείνουν την ύφεση και ούτω καθ' εξής... Η πτώση των επιτοκίων χορηγήσεων δημιουργεί αισιόδοξες προσδοκίες σχετικά με τις επενδύσεις και την αναπτυξιακή διαδικασία της ελληνικής οικονομίας που έχει πλέον εισέλθει σε φάση ανάκαμψης - ανάκαμψη η οποία είναι κυκλικής φύσεως. Είναι χρήσιμο, ωστόσο, να εξετασθεί ακριβέστερα η επίπτωση της πτώσης των επιτοκίων επί των επενδύσεων. Καταρχήν, τα επιτόκια χορηγήσεων μαζί με τις προσαυξήσεις τους, σε πραγματικούς όρους, υπερβαίνουν το επίπεδο του 10%, και αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι η μεταποίηση δεν ακολουθεί τις μεταβολές του δείκτη τιμών καταναλω τη, αλλά αυξάνει τις τιμές της με μικρότερο ρυθμό, τότε, για τη βιομηχανία, το πραγματικό επιτόκιο είναι ακόμη Σελίδα 10 / 11

μεγαλύτερο. Μάλιστα, είναι ακόμη μεγαλύτερο για τις επιχειρήσεις με την υψηλότερη παραγωγικότητα, αφού αυτές είναι που αυξάνουν λιγότερο τις τιμές τους. Τα υψηλά επιτόκια είναι, δηλαδή, περισσότερο επαχθή για το πιο δυναμικό τμήμα του παραγωγικού συστήματος, για το τμήμα που "αντιπροσωπεύει" την ελληνική οικονομία στις διεθνείς αγορές. Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τις νέες επενδύσεις, η απόφαση για την υλοποίηση τους εξαρτάται από την αξιολόγηση του επενδυτικού σχεδίου, στο οποίο τα επιτόκια χορηγήσεων υπεισέρχονται μέσω του υπολογισμού των χρηματοοικονομικών δαπανών. Από τα εν λόγω σχέδια προκύπτει ένα μέτρο της κερδοφορίας το οποίο, στο γλωσσικό ιδίωμα των αξιολογητών των επενδύσεων, φέρει το όνομα του "εσωτερικού βαθμού απόδοσης". Όσο υψηλότερο είναι το πραγματικό επιτόκιο, σε σχέση με τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης της επένδυσης, τόσο μικρότερη είναι η κερδοφορία των ιδίων κεφαλαίων, και όσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος ξένων ιδίων κεφαλαίων τόσο περισσότερο τα υψηλά επιτόκια μειώνουν την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων. Η πτώση των επιτοκίων χορηγήσεων έχει, λοιπόν, τη σημασία της. Πλην, όμως, η επίδραση της στην τελική απόφαση για την πραγματοποίηση της επένδυσης συνήθως υπερεκτιμάται, με την έννοια ότι είναι πολύ σημαντικότερη η επίδραση των επιτοκίων των κρατικών τίτλων. Διότι, αφού υπολογίσουμε τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων, τον συγκρίνουμε με τα πραγματικά επιτόκια που προσφέρουν οι κρατικοί τίτλοι: τα επιτόκια αυτά αποτελούν το "κόστος ευκαιρίας", δηλαδή την εναλλακτική λύση για την τοποθέτηση των ιδίων κεφαλαίων. Όσο μεγαλύτερα είναι το πραγματικά επιτόκια των κρατικών τίτλων, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να πραγματοποιηθεί το επενδυτικό σχέδιο. Η πτώση των επιτοκίων χορηγήσεων, λοιπόν, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να ενισχυθεί η επενδυτική δραστηριότητα, αλλά απαιτείται κυρίως μια πτώση των πραγματικών επιτοκίων των κρατικών τίτλων που παραμένουν σήμερα στα επίπεδα του 6,5% περίπου. Τέλος, από μακροοικονομική άποψη, η πτώση των πραγματικών επιτοκίων, όταν αυτά είναι υψηλά, ιτ.χ. από το 7% στο 5%, δεν προκαλεί τα ίδια αποτελέσματα με μια πτώση που πραγματοποιείται από ήδη χαμηλά επίπεδα, π.χ. από το 5% στο 3%. Διότι, το μεγάλο πλήθος των επενδυτικών σχεδίων δεν τοποθετείται, με κριτήριο τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης, στην περιοχή του 57%, αλλά στην περιοχή του 35%. Επομένως, δεν αρκεί μια πτώση των πραγματικών επιτοκίων εν γένει, αλλά ενδιαφέρει η πτώση τους κάτω από ένα "κρίσιμο κατώφλι", πέραν του οποίου καθίστανται αποδοτικά τα περισσότερα επενδυτικά σχέδια. Και το σημερινό επίπεδο των επιτοκίων απέχει ακόμη αρκετά από αυτό το "κρίσιμο κατώφλι". 24.10.1995 Σελίδα 11 / 11