(2015) 1 PRO JUSTITIA Τόμος 1, 2015 Τι σημαίνει «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ άρθ. 932 Α.Κ.; Μια πινελιά μεθοδολογίας του δικαίου 1 Κώστας Σταμάτης, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ Το παρόν έργο υπάγεται σε Άδεια Χρήσης: Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0) https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el Α. Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, «το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης» (άρθ. 932 Α.Κ.). Ας ρίξουμε μια ματιά στην παγιωμένη πια νομολογία πάνω στο θέμα (βλ. π.χ. την απόφαση 801/2009 του Αρείου Πάγου, Αρμενόπουλος 2010, σ. 49, αναφερόμενη σε ιατρικό σφάλμα). Η θέση της νομολογίας ξεκινά κατ αρχάς σωστά. Η έννοια της «εύλογης» ικανοποίησης αποσαφηνίζεται με βάση τους οικείους καθοριστικούς παράγοντες της αδικοπραξίας. Όπως π.χ. πταίσμα του υποχρέου, τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, ηλικία, φύλο, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Ως προς το νόημα, τώρα, του «εύλογου» χαρακτήρα της χρηματικής ικανοποίησης, πώς ακριβώς τίθεται το ανακύπτον νομικό ζήτημα και τι συνιστά πραγματικό ζήτημα; Επ αυτών, όμως, ξεπροβάλλουν πλέον βάσιμες αντιρρήσεις απέναντι στην επικρατούσα νομολογιακή γραμμή. Ο καθορισμός του ποσού αυτού, υποστηρίζει η νομολογία, εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 1 Η εισήγηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο διήμερο συνέδριο της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, με θέμα: «Η αποζημίωση στο ιδιωτικό και το δημόσιο δίκαιο», 27-28 Φεβρουαρίου 2015, στο στρογγυλό τραπέζι, στο κλείσιμο του συνεδρίου, 28 Φεβρουαρίου
Υποτίθεται μάλιστα ότι η κρίση αυτή αφορά καθαρώς σε εκτίμηση περί τα πράγματα (άρθ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Οπότε θεωρείται ότι το πόρισμα της κρίσης δεν υπάγεται σε νομική έννοια. Κατά συνέπεια ούτε νοείται εν προκειμένω εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως είτε εκ του πλαγίου, ή παράβαση διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθ. 559, αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Κοντολογίς, συμπεραίνεται, η κρίση αυτή δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην τοποθέτηση αυτή διαφαίνεται κάποια θολότητα ως προς τη διάκριση ανάμεσα σε νομικό και σε πραγματικό ζήτημα. Καθώς είναι γνωστό, πραγματικό είναι κάθε ζήτημα που αφορά σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη, γεγονός ή κατάσταση, εφόσον παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον. Νομικό είναι κάθε ζήτημα που αφορά σε ορθή κατανόηση των νόμων, καθώς και σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό πραγματικών περιστατικών. Η αποσαφήνιση νομικού ζητήματος χρήζει νομικής κρίσης. Νομικές κρίσεις διατυπώνονται σε δύο επίπεδα του νομικού συλλογισμού. Ειδικότερα: α) Νομική κρίση εκφέρεται από τον ερμηνευτή κι εφαρμοστή του δικαίου κατ αρχάς στη μείζονα σκέψη του νομικού συλλογισμού που αυτός συγκροτεί. Σε αυτό το επίπεδο η νομική κρίση αφορά γενικώς σε κατανόηση της εφαρμοστέας διάταξης ή όρου αυτής. Είτε ο όρος αυτός αναγράφεται στο «πραγματικό μέρος» της διάταξης είτε στο μέρος που εξαγγέλλει την έννομη συνέπεια ορισμένης συμπεριφοράς. Έτσι, ό,τι υποστηρίζεται γενικώς ως κριτήριο για την ερμηνευτική εξειδίκευση του «εύλογου» της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί κρίση νομική. Αυτή η νομική κρίση προσλαμβάνει τη μορφή ενός ενδιάμεσου κανόνα, τον οποίο διατυπώνει ο ερμηνευτής του δικαίου επί τη βάσει της εφαρμοστέας διάταξης. Ο κανόνας αυτός είναι ειδικότερος εν σχέσει προς τη γενικότητα της εφαρμοστέας διάταξης και ισχύει για κάθε παρόμοια περίπτωση. β) Νομική κρίση εκφέρεται επίσης και στο υπαγωγικό σκέλος της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού. Τέτοια νομική κρίση υπάγει τα κρίσιμα πραγματικά χαρακτηριστικά στον ενδιάμεσο κανόνα της εφαρμοστέας διάταξης. Με την υπαγωγή αυτή συντελείται συνάμα και ο προσήκων νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, ο νομικός χαρακτηρισμός της κρινόμενης βιοτικής περιπτώσεως αποτελεί επίσης προϊόν νομικής κρίσης. Απεναντίας, ό,τι περιγράφεται ως ατομικό γνώρισμα της συγκεκριμένης κάθε φορά βιοτικής περίπτωσης αποτελεί κρίση περί τα πράγματα. Ως προς τα πραγματικά ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διπλό είναι το ζητούμενο. Πρώτον, να αποδειχθεί η αλήθεια των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Και δεύτερον, να υπαχθούν αυτά τα τελευταία στον κανόνα της εφαρμοστέας διάταξης. 2
Β. Στο ζήτημά μας, η αξίωση για «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση αποτελεί όρο ε- φαρμογής της διάταξης του άρθ. 932 Α.Κ.. Στη μείζονα σκέψη του νομικού συλλογισμού χρειάζεται να προβαίνουμε σε εξειδίκευση της νομικής έννοιας του «ευλόγου», με την επικουρία των μεθόδων ερμηνείας του δικαίου. Τούτο διενεργείται με γνώμονα το είδος αδικοπραξίας που αποτελεί εκάστοτε το αντικείμενο της δίκης Στην ελάσσονα πάλι πρόταση του νομικού συλλογισμού απαιτείται κάθε φορά να υπάγουμε συγκεκριμένες πραγματικές πτυχές της υπόθεσης στη νομική έννοια του «ευλόγου». Οι δύο αυτές ενέργειες δεν μπορούν να αποχωριστούν, είναι απολύτως αλληλένδετες. Ας επινοήσουμε δύο υποθετικά παραδείγματα, επίτηδες τραβηγμένα στα άκρα. Πώς θα μας φαινόταν άραγε, εάν δικαστική απόφαση δεχόταν την ακόλουθη ροή επιχειρήματος; α) Η ηθική βλάβη in abstracto αποτελεί εξ ορισμού βλάβη μη περιουσιακή. Άρα είναι από τη φύση της ανεπίδεκτη οποιασδήποτε χρηματικής αποτίμησης. Διά ταύτα το δικαστήριο επιδικάζει μια απλώς συμβολική χρηματική ικανοποίηση του ενός ευρώ. β) Εκ διαμέτρου αντίθετο παράδειγμα. Η ηθική βλάβη γενικώς αφορά εξ ορισμού στο πρόσωπο του παθόντος, Άρα, εύλογη είναι η χρηματική ικανοποίηση που ανταποκρίνεται αποκλειστικά στις επιθυμίες του παθόντος. Διά ταύτα το δικαστήριο επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση ενός εκατομμυρίου ευρώ λόγω ηθικής βλάβης. Γίνεται φανερό ότι στα παραδείγματα αυτά εμφιλοχωρεί ευθεία παραβίαση του άρθ. 932, δηλαδή παρανόηση και συνάμα εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης Εδώ η κρίση του δικαστηρίου περί τα πράγματα είναι πόρισμα που απορρέει ευθέως από παρερμηνεία ως προς το νόημα του «εύλογου» της χρηματικής ικανοποίησης. Κατά συνέπεια η κρίση του δικαστηρίου ασφαλώς και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σε κράτος δικαίου που τηρεί τις αρχές του και συνάμα την προσήκουσα νομική μεθοδολογία. Η απαίτηση του «ευλόγου» στην 932 Α.Κ. κατά κάποιον τρόπο ορίζει μια νοηματική περίμετρο, μέσα στην οποία δύναται να κινηθεί η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το τελικό ποσό της χρηματικής ικανοποίησης. Με άλλα λόγια, οι όροι καθορισμού του ποσού αυτού είναι νομικοί όροι, οι οποίοι προδιαγράφουν ένα περιθώριο υπολογισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Ως εκ τούτου, πρόκειται για κρίση δεσμευμένη από την 932 Α.Κ. και όχι για κρίση «ελεύθερη», όπως αντιθέτως δέχεται η νομολογία. Ο υπολογισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης δεν παύει να καθοδηγείται από ορισμένο κανόνα, ο οποίος συγκροτείται ερμηνευτικά επί τη βάσει της 932 Α.Κ.. Ο κανόνας αυτός εξειδικεύει με τρόπο αντικειμενικό τις κανονιστικές παραμέτρους αυτού του υπολογισμού, όπως θα φανεί από το παράδειγμα νομικού συλλογισμού, που εκτίθεται αμέσως παρακάτω. Ακόμη περισσότερο, καθόλου δεν μπορεί να είναι ελεύθερη η κρίση ως προς το ίδιο το νόημα του «ευλόγου». Διότι ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ή του Συντάγματος καμία διακριτική ευχέρεια δεν έχει ο δικαστής. Παραμέ- 3
νει μέχρι τέλους δεσμευμένος στην εκ του Συντάγματος υποχρέωση η δικανική του κρίση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη (κατ άρθ. 93 παρ. 3 Συντ.). Το δικαστήριο, λοιπόν, οφείλει να συγκροτεί κάθε φορά έναν παράπλευρο νομικό συλλογισμό, με την εξής λογική δομή: Μείζων πρόταση. Κατ άρθ. 932, ο παθών δικαιούται και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε κάθε περίπτωση που συγκεντρώνει τα ακόλουθα ειδικά γνωρίσματα. Εάν ο παθών έχει υποστεί δύσμορφες ουλές, ύστερα από αδέξια χειρουργική επέμβαση, εύλογη είναι η επιδικαστέα χρηματική ικανοποίηση, εφόσον είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της βλάβης του σώματος και της πιθανής μονιμότητας των δυσμενών συνεπειών στην εμφάνιση του παθόντος, πόσο μάλλον εάν αυτός είναι νεαρής ηλικίας. Για τον προσδιορισμό της «εύλογης» ικανοποίησης, προσμετράται επίσης το γεγονός ότι η κρινόμενη αδικοπραξία έχει προξενήσει στον παθόντα ψυχική ταλαιπωρία από την επελθούσα σωματική μειονεξία, καθώς και ψυχικό πόνο ως προς την πιθανή εξέλιξη της προσωπικής ζωής του στο μέλλον. Εντούτοις, η «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση έχει χαρακτήρα επανορθωτικό υπέρ του παθόντος και όχι τιμωρητικό εις βάρος του υπαιτίου. Επομένως, κατά τον υπολογισμό του ύψους της, είναι ανεπίτρεπτο η βλάβη που έχει προκληθεί να εκλαμβάνεται απλώς ως ευκαιρία για πλουτισμό του παθόντος και ο υπαίτιος της βλάβης να χρησιμοποιείται απλώς ως μέσον αυτού του πλουτισμού. Ελάσσων πρόταση: Στην υπό κρίση βιοτική περίπτωση ο παθών Α.Χ. έχει υποστεί εκτεταμένες ουλές, παραμορφωτικές της εμφάνισής του, στα τάδε σημεία του σώματός του, σε χειρουργική επέμβαση που πραγματοποίησε ο ιατρός Β.Ψ. Από ιατρικές γνωματεύσεις που έχουν προσκομισθεί ενώπιον του δικαστηρίου, προκύπτει ότι αισθητική βελτίωση αυτών των ουλών θα απαιτήσει περαιτέρω δύο μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις με ολική αναισθησία, αλλά και με αβέβαιο αποτέλεσμα. Το δικαστήριο κρίνει πως έχει αποδειχθεί ότι ο παθών, άτομο ηλικίας 20 ετών, έχει υποστεί μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία τόσο κατά τη νοσηλεία του όσο και εξ αιτίας της σωματικής μειονεξίας που επέφερε το ιατρικό σφάλμα εις βάρος του. Επίσης ο παθών διακατέχεται πλέον από ανασφάλεια ως προς τη δυνατότητα να διαμορφώσει ομαλή προσωπική ζωή προσεχώς. Συμπέρασμα: διά ταύτα το δικαστήριο επιδικάζει στον παθόντα Α.Χ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 30.000 ευρώ. Ό,τι διαλαμβάνεται στη μείζονα σκέψη αυτού του παράπλευρου νομικού συλλογισμού απλώς εξειδικεύει τη νομική έννοια του «εύλογου». Αποτελεί συνεπώς νομική κρίση. Δηλαδή κρίση γενικεύσιμη σε κάθε περίπτωση με παρόμοια ειδικά χαρακτηριστικά. Επομένως, αντιθέτως προς την αρειοπαγητική νομολογία, η εν λόγω νομική κρίση αποτελεί αναμφίβολα αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου (άρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ). 4
Τυχόν αντίθετη γνώμη, παρεκτός από μεθοδολογικά και ουσιαστικά εσφαλμένη, καταλήγει να περιστέλλει δραστικά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτών για δικαστική έννομη προστασία, με την άσκηση του ένδικου μέσου της αναιρέσεως. 5