Το Δυτικό 'Παράδειγμα' ως Ιδεολογία Οργάνωσης Μουσείων. Σχεδιασμός Μουσείων και Εκθέσεων Εισαγωγικό Σημείωμα Διερευνώντας αρχιτεκτονικές προτάσεις για νέα μουσεία, μέσα από τις διάφορες μελέτες, μπορούμε να προσεγγίσουμε τις διαφορετικές ιδέες των αρχιτεκτόνων και διάφορες λύσεις, που εκφράζουν ένα φάσμα αντιλήψεων για την σύγχρονη αρχιτεκτονική, για το μουσείο, για επί μέρους ζητήματα, το μουσείο σε σχέση με τον αστικό ιστό, το χειρισμό του φυσικού φωτός, την μορφή του εκθεσιακού χώρου. Παράλληλα, ρητά, ή άρρητα, το πρόγραμμα του μουσείου καθορίζει και οδηγεί τον σχεδιασμό. Βασικές επιλογές, ποιό μουσείο, σε ποιό χώρο, για ποιές συλλογές, κατ αρχήν, και ποιές λειτουργίες, ποιά οργάνωση, Ζητήματα που αποτελούν το πλαίσιο κάθε φορά του προγραμματισμού και του σχεδιασμού ενός νέου μουσείου, ή την επέκταση και αναδιοργάνωση υπαρχόντων μουσείων. Στην πράξη, το πλαίσιο αυτό προϋποθέτει την συνεργασία ενός μεγάλου αριθμού συντελεστών που έχουν διαφορετικούς ρόλους και αρμοδιότητες, προέρχονται από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, έχουν διαφορετικές θεωρητικές συγκροτήσεις, διαφορετικές επιστημονικές μεθόδους και τεχνικές, βλέπουν τον κόσμο με άλλα μάτια. Και η συνέργεια αυτή είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, όπου τίθενται εξαιρετικά ενδιαφέροντα προβλήματα και αναπτύσσονται νέες προσεγγίσεις του χώρου, αφ ενός και του μουσείου αφ ετέρου, αν και η επικοινωνία μεταξύ τους δεν είναι πάντα εύκολη. Τα τελευταία χρόνια οι αντιλήψεις για το μουσείο έχουν αλλάξει σημαντικά. Ο ρόλος του μουσείου έχει γίνει αντικείμενο συζητήσεων και έχει επαναπροσδιοριστεί, τόσο σε σχέση με τους στόχους και τις διαδικασίες διαχείρισης των συλλογών, όσο και με τον ίδιο τον ορισμό των συλλογών ως μουσειακά αντικείμενα, την διαφοροποίηση του είδους των συλλογών που εντάσσονται στο μουσείο. Στη σημερινή πραγματικότητα, με την έννοια μουσείο χαρακτηρίζουμε ένα πολύ ευρύ φάσμα οργανισμών που διαφοροποιούνται στην συγκρότηση, στην μορφή και στους στόχους, απευθύνονται σε ετερογενές κοινό, διαφοροποιούνται στο τί προσφέρουν και στο πώς το
προσφέρουν. Οι αλλαγές τα τελευταία χρόνια, σε όλα τα επίπεδα, είναι οι μεγαλύτερες από όλη την προηγούμενη ιστορία του μουσείου. Οι συζητήσεις αυτές, οι μετασχηματισμοί της έννοιας του μουσείου είχαν, ως μια συνέπεια, την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή των αρχιτεκτόνων στο μουσειακό γίγνεσθαι. Η πολλαπλότητα των στόχων και οι πολυπλοκότητα των απαιτήσεων στο σύγχρονο μουσείο, είχε ως συνέπεια την αυξανόμενη σημασία του σχεδιασμού του χώρου, που γίνεται ο τόπος ανάπτυξης των σύνθετων λειτουργιών και δράσεων, αλλά και ο τόπος έκφρασης των αξιών, των θέσεων και απόψεων των φορέων του. Η εικόνα του μουσείου, το περιέχον και το περιεχόμενο είναι στοιχεία μιας θεώρησης του ως τόπου μιας συνολικής αντίληψης και εμπειρίας. Η εικόνα του κτιρίου ως δημοσίου αρχιτεκτονικού έργου είναι σημαντικό στοιχείο, λειτουργικό και συμβολικό και συχνά, ως μνημείο, γίνεται καθοριστικός πυρήνας συγκρότησης του αστικού χώρου, αναβάθμισης μιας περιοχής. Ως κέλυφος, είναι ο τόπος μιας εμπειρίας του χώρου, συχνά καθοριστικής εμπειρίας για τον επισκέπτη. Τα τελευταία χρόνια χτίζονται πολλά μουσεία, τα υπάρχοντα αναδιαρθρώνονται και αναδιαρρυθμίζονται. Το σύγχρονο μουσείο επιδιώκει να προσελκύσει ένα όλο και πολυπληθέστερο και ευρύτερο κοινό, και στον πρωταρχικό του ρόλο, της συγκρότησης της συλλογής και της διαφύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσής της, προστίθεται η εκπαιδευτική και η ψυχαγωγική διάσταση της λειτουργίας του. Πλάι στις λειτουργίες φύλαξης και παρουσίασης των συλλογών αναπτύσσονται εκπαιδευτικές λειτουργίες, χώροι εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αίθουσες σεμιναρίων, προβολών, λειτουργίες εξυπηρέτησης του κοινού, λειτουργίες εστίασης, εστιατόρια, καφενεία, εμπορικές δραστηριότητες, βιβλιοπωλεία, πωλητήρια γενικότερα. Το μουσείο καλείται να ανταποκριθεί και στην ανάγκη να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν ένα μερικώς αυτόνομο χαρακτήρα, δραστηριότητες που φέρνουν έσοδα. Μετατρέπεται σ ένα πολιτιστικό κέντρο, με λειτουργίες που διαφοροποιούνται σημαντικά από την πρωταρχική του συγκρότηση. Οι απαιτήσεις που δημιουργεί η ανάπτυξη δραστηριοτήτων για το ευρύ κοινό έρχονται ενίοτε, ωστόσο, σε διάσταση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την διαχείριση των συλλογών.
Η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών, οι διαφοροποιήσεις των ομάδων επισκεπτών οδηγούν σε αυξημένες απαιτήσεις έκθεσης των συλλογών, στην διαμόρφωση νέων τρόπων παρουσίασης και προβολής των εκθεμάτων. Στις βασικές εξελίξεις της έννοιας του μουσείου, του περιεχομένου του ως φορέα σημασίας, η σχέση του μουσείου με το κοινό είναι ίσως ο παράγοντας που επαναπροσδιορίζει, με ριζικό τρόπο, τον ρόλο, αλλά και την λειτουργία του. Το μουσείο, από χώρος φύλαξης /αποθήκευσης και παρουσίασης /θέασης, μεταβάλλεται σε τόπο, τα περιεχόμενα σε δρώμενα, από χώρο μελέτης και μαθήσεως γίνεται τόπος της σύγχρονης πραγματικότητας, συμμετέχει στον ενεργό προβληματισμό, μετατρέπεται σε τόπο διαλόγου και προκλήσεων. Χωρίς να αποποιείται τους παραδοσιακούς του ρόλους, της συλλογής, διαφύλαξης και μελέτης αντικειμένων που συγκροτούν, ανάλογα με τους σκοπούς του, συλλογές καλλιτεχνικής, ιστορικής ή επιστημονικής αξίας, η έκθεση των συλλογών στο κοινό αποκτά έτσι, πρωταρχική σημασία. Οι σχέσεις μεταξύ της επιστημονικής άποψης της έκθεσης, των απαιτήσεων και προδιαγραφών και της χωρικής έκφρασής τους, της αρχιτεκτονικής του χώρου και του σχεδιασμού της παρουσίασης των συλλογών, είναι ένα πεδίο προνομιακής συνεργασίας μεταξύ των συντελεστών του μουσείου και των αρχιτεκτόνων, που προϋποθέτει ωστόσο, την ανάπτυξη κοινού λόγου, την αμοιβαία κατανόηση των διαφορετικών νοητικών συγκροτήσεων, την αμοιβαία αναγνώριση του ρόλου των διαφόρων συντελεστών. Η γνώση των ζητημάτων που απασχολούν την μουσειακή κοινότητα και ειδικότερα τους αρχαιολόγους και αντίστοιχα, η αντίληψη των προβλημάτων της διαμόρφωσης του χώρου και της χωρικής ένταξης των εκθεμάτων, η κατανόηση των νοητικών εργαλείων ιστορικής συγκρότησης, αλλά και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η εξοικείωση με τα εργαλεία και του κώδικες αναπαράστασης, τα σχέδια, δεν είναι αυτονόητα, ούτε κατακτώνται εύκολα. Είναι συχνά τα πεδία αντιπαράθεσης, παρεξηγήσεων, όπου οι δυσκολίες στην ουσιαστική επικοινωνία αντιμετωπίζονται με τον διαχωρισμό των φάσεων και των δράσεων. Η πραγματικότητα αυτή ανταποκρίνεται σε αντικειμενικές και ουσιαστικές δυσκολίες. Ο προγραμματισμός και ο σχεδιασμός, είναι διαδικασίες εντάσεως εργασίας, είναι αλληλένδετες και προϋποθέτουν την συνεργασία πολλών ατόμων με διαφορετικούς στόχους, με διαφορετικές ειδικότητες και ρόλους, με διαφορετικό λεξιλόγιο, με διαφορετικούς τρόπους αντίληψης και χειρισμών. Η συγκρότηση ιδεών και απόψεων, η δημιουργική ενασχόληση με κάθε αντικείμενο μελέτης, είτε θεσμικό και οργανωτικό, είτε μουσειολογικό, είτε αρχιτεκτονικό
και μουσειογραφικό, που έχει την δική του εσωτερική συνέπεια, τους δικούς του κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, είναι ιδιαίτερα απαιτητική, ενίοτε κατακτητική πράξη. Η προσπάθεια επικοινωνίας με την νοηματική συγκρότηση του άλλου είναι επίπονη, είναι πεδίο ανταγωνιστικών θέσεων και προτεραιοτήτων, θίγει ακόμη και την αίσθηση της σημασίας και της αξίας της κάθε πλευράς. Όταν όμως επιτευχθεί μια συνισταμένη, με αναγνώριση και σεβασμό των ρόλων και των αρμοδιοτήτων, το αποτέλεσμα είναι βαθύτερα ικανοποιητικό για τους συμμετέχοντες και ολοκληρωμένο ως προς τους στόχους του. Δυο, λοιπόν, βασικές παράμετροι, η ανταπόκριση του μουσείου στις νέες αντιλήψεις λειτουργίας του και η ανταπόκρισή του στις συνεχώς αυξανόμενες και εξειδικευμένες απαιτήσεις και προδιαγραφές που απορρέουν από την ανάπτυξη των γνώσεων και την ευαισθητοποίηση πάνω στα ζητήματα προστασίας και συντήρησης των συλλογών, οδηγούν στην διατύπωση σύνθετων λειτουργικών προγραμμάτων, καθώς και απαιτήσεων και προδιαγραφών που πρέπει να ληφθούν υπ όψιν στον σχεδιασμό, αλλά και την λειτουργία του μουσείου. Τα ζητήματα αυτά είναι γνωστά στους περισσότερους παράγοντες που ασχολούνται με τα μουσεία. Παραμένει όμως κάθε φορά ζητούμενο, η σύνθεση όλων των επί μέρους παραμέτρων στην οργάνωση και τον σχεδιασμό του χώρου. Και η σύνθεση αυτή γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκη εάν αναλογιστούμε το γεγονός ότι η κάθε παράμετρος αποκτά άλλη σημασία, άλλη βαρύτητα, απαιτεί διαφορετικούς χειρισμούς αναλόγως από την σκοπιά που εξετάζεται. Για παράδειγμα, η παράμετρος του φωτισμού. Εκτός από τις αισθητικές και αρχιτεκτονικές θεωρήσεις, και την βασική συζήτηση για τον ρόλο του φυσικού φωτός, ο τεχνητός φωτισμός είναι ένα στοιχείο που αναδεικνύει την τάση ένταξης όλο και πολυπλοκότερων μηχανισμών στους εκθεσιακούς χώρους, τις συνεπαγόμενες απαιτήσεις τρόπων και συστημάτων διαχείρισής τους, την πολυπλοκότητα στον προγραμματισμό και χειρισμό, προβλήματα συντήρησης κ.α., αλλά και θέματα κόστους, που αφορούν κυρίως στην διαχείριση του κόστους λειτουργίας, ζήτημα που αφορά γενικότερα στην διαχείριση του συνόλου των ενεργειακών συστημάτων ενός κτιρίου. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν συσχετισθεί με απόψεις σχετικά με την επιδιωκόμενη αντίληψη των εκθεμάτων, αλλά και των στόχων της έκθεσης, από τον επισκέπτη. Ζητήματα όπως
- η ομοιογένεια στον φωτισμό των εκθεμάτων, ή η δημιουργία «εντάσεων», - η «αντικειμενική» ή «επιστημονική» παρουσίαση, ή η δραματοποίηση της παρουσίασης - οι σχέσεις τρόπου φωτισμού με ιστορικές αναφορές, - έννοιες όπως η πιστότητα των χρωμάτων και οι σχετικές απόψεις ως προς την ένταση και το χρώμα του φωτός, παράμετροι ιδιαίτερης σημασίας για την έκθεση έργων τέχνης - απόψεις ως προς την ψυχολογική αντίδραση του κοινού σε φωτεινούς ή σκοτεινούς χώρους, στον ψυχρό ή θερμό φωτισμό, είναι μερικοί από τους θεωρητικούς προβληματισμούς που ορίζουν στόχους και που επικαθορίζουν τις εν τέλει επιλογές κατά τον σχεδιασμό της παρουσίασης μιας έκθεσης. Όσο και αν η πολυπλοκότητα, η εμφανής πολυπλοκότητα, ενός σύνθετου προγράμματος μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή, ωστόσο, στην πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα αφορά στις διαδικασίες. Αφορά στην οργάνωση, κατανόηση και διατύπωση των επί μέρους ζητημάτων, στην διασαφήνιση των στόχων του μουσείου, του οργανωτικού και διοικητικού σχήματος, των χαρακτηριστικών των αντικειμένων της συλλογής, της εκθεσιακής πολιτικής, της επικοινωνιακής πολιτικής, των πρακτικών λειτουργίας, για να αναφέρουμε κάποια από τα αντικείμενα που πρέπει να εμπεριέχονται σ ένα αναλυτικό και κατά το δυνατόν διεξοδικό πρόγραμμα, που μπορεί να οδηγήσει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση, αλλά και στην λειτουργία του μουσείου. Οι διαδικασίες αυτές, προγραμματισμού και σχεδιασμού ενός μουσείου, ή της αναδιοργάνωσης ενός υπάρχοντος μουσείου, ή ακόμη μιας έκθεσης, είναι φάσεις μελέτης ενός έργου γνωστές και θεσμοθετημένες. Στην πράξη ωστόσο μπορεί κανείς να τους προσδώσει πολλά διαφορετικά περιεχόμενα. Συνήθης, για παράδειγμα, πρακτική είναι ο διαχωρισμός προγραμματισμού και μελέτης κατά ειδικότητες, καταρτίζεται ένα γενικό πρόγραμμα, οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν ένα κτίριο, οι μηχανολόγοι καλύπτουν γενικές απαιτήσεις, οι επιστήμονες και οι επιμελητές οργανώνουν και παρουσιάζουν τις συλλογές! Κάθε μουσείο, κάθε έκθεση, είναι μια ειδική, ξεχωριστή περίπτωση και δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις. Και όσο διευρύνεται η έννοια του μουσείου, η έννοια του μουσειακού αντικειμένου, όσο τονίζεται ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του, και ο ρόλος του ως τόπου διατύπωσης επιστημονικών ή και ιδεολογικών απόψεων και θεωρητικών προτάσεων, τόσο η έννοια της διεπιστημονικής συνεργασίας σε όλες τις φάσεις ενός έργου αποκτά ουσιαστική, πρακτική σημασία.
Η οργάνωση και παρουσίαση των εκθεμάτων εκφράζει ιδεολογικές θέσεις και αντιλήψεις. Η επιστημονική άποψη διατυπώνει θέσεις για την επιστημονική τεκμηρίωση της συλλογής και την παρουσίασή της στο κοινό. Η αναγνωσιμότητα της επιστημονικής άποψης στην αυξανόμενη μετατόπιση της σημασίας από το αντικείμενο και την συλλογή στην θεματική προσέγγιση, η ομαδοποίηση των εκθεμάτων, η σχέση οργάνωσης των εκθεμάτων με πορείες ανάγνωσης του χώρου και έκφρασης ενός σημασιολογικού λόγου, η αντιστοίχιση με διαδρομές ξενάγησης, είναι κάποιες από τις διαστάσεις της εκθεσιακής προβληματικής και των επιλογών στην διαμόρφωση του χώρου. Η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση και διαμόρφωση του εκθεσιακού χώρου αντιμετωπίζει ζητήματα όπως: ζητήματα σχετικά με την ιδεολογική διάσταση της θεματικής οργάνωσης των εκθεμάτων και τις διαφοροποιήσεις του ρόλου των επιμελητών, όπως - της έκθεσης ως «έργο» / ως πρόταγμα, όπου οι εκθέσεις οργανώνονται ως θέση, ως συλλογή έργων για την διατύπωση μιας προτάσεως (με ακραίο παράδειγμα τις εκθέσεις ως προπαγάνδα («Η Παρακμιακή Τέχνη, Μόναχο 1937)) - τις αλλαγές στον ρόλο και στην προβολή του οργανωτή / ο επιμελητής ως αναγνωρισμένος εμπειρογνώμων για την αξία των έργων, και τα ζητήματα σχετικά με τον προβληματισμό για τις σχέσεις του μουσείου με περιθωριακές ή πολιτιστικά διάφορες ομάδες - την έκθεση ως διήγηση, την ρητορική της παρουσίασης, τους συμβολισμούς, τις πολλαπλές σημασίες που φέρει το ίδιο το αντικείμενο και την ανάδειξή τους με τον τρόπο παρουσίασης του - την αναγνωσιμότητα ως προς την τοποθέτηση των εκθεμάτων, την παραλληλία ή αντίστιξη, ή την κατευθυνόμενη ανάγνωση, την πολλαπλότητα των δυνατών θεωρήσεων, την αναγνωσιμότητα παράλληλων διηγήσεων ( Το Παιδί στην Νεοελληνική Τέχνη - το παιδί, ηθογραφία, εξέλιξη της νεοελληνικής ζωγραφικής, διαφορετικές ζωγραφικές αναζητήσεις ενός ζωγράφου...) - την σημασιοδότηση από τον τρόπο και την θέση τοποθέτησης του εκθέματος, την αναγνωσιμότητα σε πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του περιεχομένου, ως προς ομάδες επισκεπτών με διαφορετική παιδεία, - την τάση για ανιστορικές εκθέσεις (Documenta, Greenaway), την αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου, κυρίαρχη στις χρονολογικές οργανώσεις των εκθεμάτων, ή της ιδέας της στιλιστικής οργάνωσης, όπου οι αρχές της ιστορίας της τέχνης λειτουργούν ως νοητικά σχήματα ανάγνωσης της τέχνης,
- εν τέλει τη θεώρηση της ίδιας της έκθεσης ως «έργο τέχνης» Η αρχιτεκτονική του χώρου αντιμετωπίζει ζητήματα σχετικά με την ιδεολογική διάσταση της οργάνωσης και παρουσίασης, όπως - την πολυπλοκότητα των διάφορων ειδών δυνατών αλληλοσυσχετίσεων αντικειμένων - την σημασία του εκθέματος, ως μοναδικού αντικειμένου, ως μέρους μιας ενότητας, ως καλλιτεχνικού αντικειμένου (Μουσείο Pouskin, Παναγία του Βλαντιμίρ), δευτερογενής ενίοτε σημασία που αποκτά ένα λαογραφικό ή λατρευτικό αντικείμενο ως εκθεσιακό αντικείμενο - εικόνες, αφρικανικές μάσκες ) - την πυκνότητα παρουσίασης των αντικειμένων, το κενό ανάμεσα στα αντικείμενα, την διάταξη μια σειράς έργων, το ύψος θέασης, τον βαθμό οικειοποίησης, την δυνατότητα από κοντά εξέτασης, τον χειρισμό αντικείμενων που έχουν παραχθεί για άλλο φως, για άλλη απόσταση θέασης, έχουν κατασκευασθεί για μη-θέαση - λατρευτικά αντικείμενα, ταφικά ευρήματα, τον τρόπος θέασης (η αξία του αντικειμένου καθορισμένη δια μέσου της απόστασης θέασης, των φυσικών εμποδίων, κάγκελο, τζάμι, βιτρίνα, ή ακόμη κανόνων συμπεριφοράς -μη εγγίζετε) - Το χειρισμό το δίπολου μεταξύ αντικειμένου per se και πλαισίου επικοινωνίας ενός περιεχομένου, νοηματοδότηση από το περιβάλλον / αναπαραστάσεις κατασκευές Εν τέλει η έκθεση εκφράζει μια «αλήθεια», της οποίας η κατασκευή και η παρουσίαση ως σημασιοδότηση σβήνει. Η αρχιτεκτονική του χώρου αντιμετωπίζει επίσης ζητήματα, όπως ζητήματα σχετικά με την εκπαιδευτική διάσταση της οργάνωσης και παρουσίασης - την διδακτική οργάνωση και παρουσίαση των θεμάτων και εκθεμάτων, - εκπαιδευτικές απόψεις και θεωρίες μεταξύ του διπόλου «μαθαίνω βλέποντας» -«η σημασία της εμπειρίας» και τις επιδράσεις τους στον σχεδιασμό εκθέσεων (όπως τις απόψεις του behaviourism στον σχεδιασμό : διαχωρισμός του χώρου σε επί μέρους διακριτούς χώρους, δωμάτια, κυψέλες, ή στο περιεχόμενο : σαφές οργανωτικό διάγραμμα αναγνώσιμο στην διαρρύθμιση και στην οργάνωση των εκθεμάτων, σε αντίστιξη με άλλες διδακτικές μεθόδους (ομαδοποιήσεις με σαφές περιεχόμενο, βήματα εκμάθησης, κ.α), - Ζητήματα εκπαιδευτικής κοινωνιολογίας, πάνω στις κοινωνικές παραμέτρους που επηρεάζουν την μάθηση, την χρήση νέων τεχνολογιών, την κατασκευή εκθεμάτων (πχ. επεξήγηση φυσικού φαινομένου), την σχέση με το έκθεμα, με όρους οικειοποίησης ή διάδρασης - αγγίζω,
Αντιμετωπίζει, τέλος, ζητήματα σχετικά με την αρχιτεκτονική διάσταση και την εικόνα του μουσείου - τις εξελίξεις μέσα από τις διαφοροποιήσεις των σχέσεων και ισορροπιών ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του κτιρίου και την εξωτερική του εικόνα, του εσωτερικού χώρου και των εκθεμάτων - την θέαση του εκθέματος, στο επίπεδο της σχέσης θεατή με το αντικείμενο, - στην προσωπική σχέση, στην μικροκλίμακα όπου υπερισχύει το περιεχόμενο - στην εμπειρία του χώρου, σχέση θεατή με τον εσωτερικό χώρο, κοινή εμπειρία όπου θεατής βιώνει την ένταξή του σ ένα σύνολο, την σχέση του με το περίβλημα - την αντίληψη για το δημόσιο κτίριο, το μουσείο ως σημαίνων χώρος στην πόλη, το μουσείο ως μνημείο, η διάδραση με τον αστικό ιστό / η εικόνα της αρχιτεκτονικής Ζητήματα που αφορούν στις διαδικασίες προγραμματισμού, σχεδιασμού και υλοποίησης των έργων, ζητήματα που αφορούν στην διαδικασία μελετών και κατασκευής ενός μουσείου, όπου οι όροι της συνεργασίας μεταξύ των παραγόντων του έργου είναι, επίσης, καθοριστικά στοιχεία για τον σχεδιασμό και την ολοκλήρωση των στόχων ενός μουσείου. Το ζήτημα του προγραμματισμού είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Η σημασία της έγκαιρης, στην αρχική φάση, πληρέστερης και εύστοχης διατύπωσης των στόχων, του λειτουργικού προγράμματος αλλά και των απαιτήσεων και των προδιαγραφών που αφορούν στην φύλαξη και έκθεση των συλλογών και εκφράζουν τους σκοπούς του έργου, είναι βασικός στόχος κάθε μελέτης. Η τήρηση των κανόνων της τέχνης και επιστήμης που αφορούν στην κατασκευή ενός κτιρίου θεωρείται ως δεδομένο. Ωστόσο και εδώ, η σαφής διατύπωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του χώρου σ ένα μουσείο και των ειδικών απαιτήσεων που πηγάζουν από τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες των συλλογών επιτρέπει, τόσο στους μελετητές όσο και στους υπεύθυνους για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μελετών, να έχουν με το πρόγραμμα, ένα κοινό πλαίσιο και ένα εργαλείο ελέγχου της αντιστοιχίας της μελέτης και των κατασκευών με τις ανάγκες και τους στόχους του μουσείου. Είναι σαφές πως τα σύγχρονα μουσεία αποτελούν ένα σύνθετο και εξειδικευμένο περιβάλλον, τόσο ως οργανισμός, όσο και στην χωρική τους έκφραση. Η κατανόηση και αναγνώριση του εξειδικευμένου χαρακτήρα του έργου δημιουργίας ενός μουσείου, πρέπει να αποτελεί γνώμονα για τις επιλογές και αποφάσεις καθ όλη την διαδικασία.
Είναι επίσης κρίσιμο, ο διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων και ειδικοτήτων και η δυνατότητα επαναδιατύπωσης στόχων και δεδομένων να ενταχθούν, σε όλες της φάσεις του έργου. Παρ όλη την διακριτή κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων, και όσο αναλυτικό και διεξοδικό και να είναι ένα πρόγραμμα, οι αρχιτεκτονικές επιλύσεις και οι προτάσεις διαμόρφωσης του χώρου αποτελούν το έναυσμα για νέες ιδέες, αναθεωρήσεις και επιλογές. Η ισχύουσα διάκριση των μελετών σε φάσεις προμελέτης, μελέτης και μελέτης εφαρμογής και οι διαδικασίες ανάθεσής τους, όπως και οι διαδικασίες ανάθεσης των κατασκευών, καθιστούν τα παραπάνω ζητήματα καθοριστικά για την τελική ποιότητα του έργου. Ειδικότερα, κατά την φάση της προμελέτης διατυπώνονται οι βασικές επιλογές οργάνωσης και διαμόρφωσης του χώρου και οι κατασκευαστικές επιλογές. Σ αυτή την φάση πρέπει να ελεγχθεί η πρόταση ως προς το συνολικό πλέγμα των σύνθετων λειτουργιών του μουσείου, ο χαρακτήρας του και το ύφος του. Για τον αξιόπιστο έλεγχο, στοιχεία που τυπικά δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης αυτής της φάσης πρέπει να ληφθούν υπ όψιν. Αλλά και στοιχεία που συνήθως θεωρούνται αντικείμενα άλλων μελετών ή και προμηθειών, είναι συχνά απαραίτητο να ενσωματωθούν ως δεδομένα ελέγχου, ή ακόμη και να διατυπωθούν συγκεκριμένα, να σχεδιασθούν στην αρχική αυτή φάση, ώστε να μην δημιουργηθούν ασυμβατότητες, ή και δυσεπίλυτα προβλήματα σε επόμενες φάσεις. Για παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε την ηλεκτρομηχανολογική υποδομή, ή τον εξοπλισμό των χώρων. Η παρουσίαση των εκθεμάτων, οι απαιτούμενες κατασκευές, οι προθήκες, ο φωτισμός, η διασφάλιση των κλιματικών συνθηκών ή της ασφάλειας, αποτελούν ένα αναπόσπαστο σύνολο με το κέλυφος των χώρων. Η ένταξη νέων στόχων και νέων λειτουργιών θέτει εν τέλει ζητήματα αξιών, ύφους και ήθους, ανατροπές συνθηκών, μεταθέσεις ρόλων και αρμοδιοτήτων. Η προσπάθεια δημιουργίας ενός μουσείου απαιτεί σήμερα την αναζήτηση και διατύπωση λύσεων για τον αρχιτεκτονικό χώρο, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό χώρο, χωρίς προκαθορισμένες ιδέες και στιλιστικές προκαταλήψεις. Σόνια Χαραλαμπίδου Καθ.ΕΜΠ