Οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ Ἅγιοι τῆς Μυτιλήνης Διάλεξη του Ἰωάννου Μ. Φουντούλη ποὺ ἔγινε στὸ Δημοτικὸ Θέατρο Μυτιλήνης στὰ πλαίσια τῆς Ἑβδομάδος τῶν Λεσβίων ἁγίων στὶς 5 Ἰουνίου 1991. «Ὁ Ποιμήν», τ. ΝΣΤʹ (1991), σελ. 175 182, 255 25 Κατὰ καθῆκον, ἀρχίζοντας τὴν ὁμιλία αὐτή, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὶς θερμές μου εὐχαριστίες στὸν σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κ. Ἰάκωβο γιὰ τὴν τιμὴ πού μου ἔκαμε νὰ μὲ προσκαλέσει καὶ νὰ μοῦ ἀναθέσει τὴν ὁμιλία αὐτή. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλοξενία ἐκεῖνον καὶ τοὺς συνεργάτές του Καὶ ὅλους ἐσᾶς ποὺ μὲ τιμᾶτε μὲ τὴν παρουσία σας στὴν αἴθουσα αὐτή. Ὀφείλω ἐπίσης νὰ συγχαρῶ τὸν Σεβασμιώτατο καὶ τὸ ἐπιτελεῖο του γιὰ τὴν ὡραία καὶ πάρα πολὺ ἐπιτυχῆ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ διοργάνωση τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Λεσβίων ἁγίων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὄχι μονάχα συνεχίζεται ἢ παράδοση τῶν δυὸ ὁμωνύμων προκατόχών του στὸν ἱερὸ ἱστορικὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μυτιλήνης, τῶν ἀοιδίμων Μητροπολιτῶν Ἰακώβου Νικολάου καὶ Ἰακώβου Κλεομβρότου καὶ τοῦ ἐπίσης ὁμωνύμου του Μητροπολίτου Μηθύμνης ἀειμνήστου Ἰακώβου Μαλλιαροῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκσυγχρονίζεται, ἀνανεώνεται καὶ βελτιώνεται, διευρύνεται δὲ σὲ παλλεσβιακὸ ἑορτασμὸ μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τῆς βορείου ἐπαρχίας τοῦ νησιοῦ, τῆς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Πράγματι μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ τὴν προσπάθεια τῶν τριῶν ἐκείνων μακαρίας μνήμης Ἱεραρχῶν, ποὺ μὲ συγγραφές, λόγους, σύνταξη ἀκολουθιῶν, ἀναγραφὴ τῆς μνήμης τῶν τοπικῶν ἁγίων στὸ ἑορτολόγιο καὶ ἑορτασμοὺς τῆς μνήμης αὐτῆς συλλογικὰ ὅλων τῶν ἁγίων της Λέσβου ἢ ἰδιαιτέρως τῆς μνήμης τοῦ καθενός, τὴν καθιέρωση ναῶν καὶ ἱστόρηση εἰκόνων καὶ τέλος μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ «Λεσβιακοῦ Μηναίου», ποὺ κωδικοποίησε ὅλη αὐτὴ τὴν πολυμερῆ καὶ πολύτροπη δραστηριότητα τέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὸν σημερινὸ κατʹ ἔτος ἑβδομαδιαῖο ἑορτασμό, ποὺ ἔρχεται σὰν ἀποκορύφωμα καὶ ἐπιστέγασμα τοῦ ἔργου ἐκείνων. Καλύπτει δὲ πράγματι μιὰ ἔντονη πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη ὁ ἑορτασμὸς αὐτός. Ὄχι μόνο γιατί πρέπει ἐπάξια νὰ τιμῶνται τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα πρόσωπα, ποὺ κατὰ καιροὺς ἀναδείχθηκαν στὸ νησί μας ἅγιοι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ καθαγίασαν μὲ τὸ αἷμα, τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὴν ἐν Θεῷ ζωὴ καὶ πολιτεία τους, ἀλλὰ καὶ γιατί ἡ ἀνανέωση τῆς μνήμης τοὺς ἀναπτερώνει τὸ φρόνημά μας, καὶ τὸ παράδειγμα τοὺς τονώνει τὴ θέλησή μας στὴν προσπάθειά μας νὰ μιμηθοῦμε τὸ βίο καὶ τὴν ἐν Χριστῷ πολιτεία καὶ ἀρετή τους. Ὁ σύνδεσμός τους μὲ τὸν τόπο μας, ἡ καταγωγὴ τους ἀπʹ αὐτόν, τὸ ὅτι ἔζησαν καὶ ἔδρασαν καὶ πέθαναν σʹ αὐτόν, τὸ ὅτι τὰ μαρτυρικὰ τοὺς αἵματα, οἱ τάφοι καὶ τὰ λείψανα τοὺς ζυμώθηκαν μʹ αὐτόν, τοὺς φέρνουν πιὸ κοντά μας. Αἰσθανόμαστε ζωντανὴ τὴν παρουσία τους, ζώντας στοὺς ἴδιους τόπους ποὺ ἔζησαν καὶ ἐκεῖνοι, πατώντας τὰ ἴδια ἱερὰ χώματα ποὺ πάτησαν καὶ ἐκεῖνοι, κατοικώντας στὶς ἴδιες πόλεις καὶ στὰ ίδια χωριὰ ποὺ φιλοξένησαν καὶ ἐκείνους. Μʹ ἕνα λόγο δὲν εἶναι μόνο πατέρες μας καὶ ἀδελφοί μας στὴν πίστη, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ
καὶ κατὰ σάρκα πατέρες καὶ ἀδελφοί μας καὶ συμπολίτες μας, ὄχι μόνο στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν μητέρα καὶ πατρίδα ὅλων μας (Γαλάτ. δʹ 26), ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπίγεια πατρίδα, στὸ νησί μας. Γνωρίζοντας αὐτούς, γνωρίζουμε τὴν ἱστορία μας, τὴν παράδοσή μας, τοὺς προγόνους μας, τὸν τόπο μας καὶ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πνευματικὴ καὶ χριστιανικὴ ζωή του. Τί πιὸ ὡραῖο κίνητρο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε καὶ νὰ τὴν συνεχίσουμε. Τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας αὐτῆς σας εἶναι ἤδη γνωστό. Ἀφορᾶ στοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς ἁγίους της Λέσβου, τοὺς «αὐταδέλφους» Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιο, τοὺς ὁμολογητές. Προκαταρκτικὰ εἶναι νομίζω χρήσιμο νὰ δικαιολογήσω τὴν ἐπιλογή του καὶ νὰ χαράξουμε τὸ γενικό του πλαίσιο καὶ τὴν πορεία τῆς διαπραγματεύσεώς του. Ἡ διάλεξη αὐτὴ ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τῶν Λεσβίων ἁγίων. Ὁ χῶρος ποὺ ἐπιλέχθηκε γιὰ νὰ πραγματοποιεῖται, ἡ λαμπρὴ αὐτὴ αἴθουσα τοῦ Δημοτικοῦ Θεάτρου Μυτιλήνης, μαρτυρεῖ καὶ τὸ ἄνοιγμα ποὺ ἐπιδιώχθηκε, πολὺ σοφά, ἀπὸ τοὺς διοργανωτὲς τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς. Ἀπευθύνεται πρὸς ἕνα κοινό, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀλλὰ καὶ διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κατακλύζει τοὺς ναούς μας κατὰ τὶς λειτουργικὲς συνάξεις, ποὺ ἀκούει τὰ κηρύγματα καὶ μετέχει στὶς λιτανεῖες καὶ ἀγρυπνίες ποὺ γίνονται καὶ ποὺ θὰ γίνουν πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων μας. Ἡ πνευματικὴ οικοδομή προσφέρεται ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὴ χάρη καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὶς ἱερὲς τελετές. Στόχος μας λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι ἡ κάλυψη πιὸ εἰδικῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ «φιλόμουσου κοινοῦ», ὅπως παλαιότερα συνήθιζαν νὰ λένε. Αὐτὰ τὰ ἱστορικά, φιλολογικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ἐνδιαφέροντα θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσει νὰ ὑπηρετήσει ἡ ὁμιλία αὐτή. Γιατί τώρα ἐπιλέχθηκαν ὡς θέμα μας οἱ τρεῖς αὐτάδελφοι; Ἀκριβῶς γιὰ τὸ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ παρουσιάζει ἡ περίπτωσή τους. Ὑπῆρχαν ἀσφαλῶς πολλὰ γενικὰ καὶ ἐνδιαφέροντα θέματα. Ἤδη ὅμως ὁ κ. Γεώργιος Σωτηρίου στὴν περυσινὴ ὁμιλία του στὴν αἴθουσα αὐτὴ ἔθεσε τὸ γενικὸ ἀπαραίτητο πλαίσιο βάση, ποὺ κάλυψε τὶς γενικὲς ἀνάγκες τοῦ ἱστορικοῦ καὶ πνευματικοῦ ὑποβάθρου τοῦ ἑορτασμοῦ. Μὲ τὴν προοπτικὴ ὅτι ὁ ἑβδομαδιαῖος αὐτὸς ἑορτασμὸς δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ πέρυσι καὶ τοῦ ἐφέτος, καιρὸς εἶναι ἡ ὁμιλία ποὺ προβλέπεται στὰ πλαίσια του νὰ μπεῖ σὲ εἰδικὰ θέματα, ποὺ θὰ ἔχουν πάντα ἐνδιαφέρον καὶ δὲν θὰ χάνονται σὲ γενικότητες. Τέτοια δὲ θέματα προσφέρουν ἀναρίθμητα οἱ ἐπὶ μέρους ἅγιοί του νησιοῦ μας. Καὶ κάτι ἄλλο. Δὲν θὰ ἐπιμείνουμε στὰ βιογραφικὰ τῶν τριῶν ἁγίων. Αὐτὰ ἢ εἶναι γνωστὰ ἢ εὔκολα μπορεῖ νὰ τὰ βρεῖ κανεὶς καὶ νὰ τὰ διαβάσει μὲ ἄνεση στὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κ. Σωτηρίου «Οἱ ἅγιοί της Λέσβου», ποὺ πρόσφατα κυκλοφόρησε. Σʹ αὐτὸν ὀφείλει πάρα πολλὰ ἢ ἁγιολογία τῆς Λέσβου. Τὸ βιβλίο του δὲ αὐτὸ εἶναι ἄριστος καὶ πρόχειρος ὁδηγὸς γιὰ τὴ γνωριμία μας μὲ τοὺς τρεῖς ὁσίους καὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους του νησιοῦ μας. Οὔτε θὰ προσπαθήσουμε, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ εἴπαμε, νὰ προσφέρουμε πνευματικὴ οἰκοδομή στοὺς ἀκροατές μας. Ὄχι γιατί δὲν τὴ νομίζουμε χρήσιμη, ἀλλὰ γιατί αὐτὴ γίνεται πολὺ καλλίτερα καὶ σὲ μόνιμη βάση ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἐπιτελεῖα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τοῦ νησιοῦ. Δυὸ λόγια ὅμως εἶναι ἀπαραίτητα, κατατοπιστικὰ στὸ βίο τῶν ἁγίων αὐτῶν, σὰν μία τηλεγραφικὴ ἀναφορὰ στὸ ἱστορικὸ περίγραμμα μέσα στὸ ὅποιο κινεῖται ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση
τους. Αὐτὴ προσδιορίζεται ἀπὸ δυὸ χρονικὰ ὅρια: τὸ 717 718 μ.χ., ἔτος γεννήσεως τοῦ πρώτου ἀδελφοῦ, τοῦ ὁσίου Δαβίδ, καὶ τοῦ 846 πιθανοῦ ἔτους τοῦ θανάτου τοῦ τελευταίου, τοῦ Γεωργίου. Δηλαδὴ καλύπτει διάστημα 130 περίπου ἐτῶν, τὸν Ηʹ καὶ τὸ πρῶτο μισό του Θʹ αἰώνα. Μᾶς χωρίζει ἀπὸ αὐτοὺς μιὰ χρονικὴ ἀπόσταση 1.200 κατὰ μέσο ὅρο ἐτῶν. Ἀρκετὴ βέβαια ἀλλὰ ἡ ζωὴ συνεχίζεται. Ἦταν παιδιὰ πολύτεκνης, μέτριας, ὅπως φαίνεται, οἰκονομικῆς καταστάσεως, οἰκογένειας, ποὺ ζοῦσε στὴ Μυτιλήνη (τὴν πόλη), ποὺ ἀποτέλεσε καὶ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τους, ἔστω κι ἂν οἱ τύχες τοῦ πολυκύμαντου βίου τοὺς τοὺς ἔφεραν, ἑκούσια ἢ ἀκούσια, πολλὲς φορὲς μακρυὰ ἀπʹ αὐτή. Ὁ πρωτότοκος, ὃ Δαβίδ, ἀσκήτεψε καὶ ἵδρυσε μοναστήρι στὸ ὅρος Ἲδη (Κάζ ντάγ) τῆς ἀπέναντι Μικρασιατικῆς γῆς, ὅπου καὶ ἔδρασε καὶ ὁσιακὰ πέθανε. Ἐκεῖ ἀσκήτεψε στὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Συμεών. Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ του στὸ νησὶ ἵδρυσαν μαζὶ μὲ τὸν Γεώργιο μοναστήρι στὸν Μῶλο τῆς Μυτιλήνης. Ἡ δράση τους ἐπεκτάθηκε σʹ ὅλη τὴν Αἰολικὴ περιοχή, ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια μέχρι τὴ Σμύρνη. Διωγμοὶ καὶ περιστάσεις τοὺς ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα κατὰ τὴν τελικὴ φάση τῆς εἰκονομαχίας. Μετὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης (843) ὁ Γεώργιος χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Μυτιλήνης καὶ οἱ δυὸ μαζὶ ἐπιστρέφουν θριαμβευτικὰ στὴν πατρίδα. Ἐκεῖ καὶ τελειώνουν τὸ δρόμο τῆς ἐπίγειας ζωῆς, πρῶτα ὁ Συμεὼν (844) καὶ μετὰ διετία ὁ Γεώργιος. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ περασμένου αἰώνα τὰ ἴχνη τῶν τριῶν ἀδελφῶν εἶχαν τελείως σβησθεῖ. Ἔτσι τουλάχιστον ἔδειχναν τὰ πράγματα. Οὔτε στὸ γενικὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἀναγραφόταν ἡ μνήμη τους, οὔτε κανένα συναξάριο ἢ ἀκολουθία ἦταν γνωστά, οὔτε ναός, οὔτε εἰκόνα, οὔτε κὰν κάποια ἔστω ἀμυδρὴ ἀνάμνηση τους διατηρήθηκε καὶ σʹ αὐτὴ ἀκόμα τὴν πατρίδα τους. Τότε βρέθηκε στὴ Λαυρεντιανὴ Βιβλιοθήκη τῶν Μεδίκων τῆς Φλωρεντίας ἕνα χειρόγραφό του ΙΔʹ αἰώνα (9, 21), ποὺ περιεῖχε ἕνα ἐκτενέστατο βίο τους μὲ τίτλο «Βίος καὶ πολιτεία καὶ διήγησις περὶ τῶν τρισμακάρων καὶ Θεοφόρων πατέρων ἠμῶν Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου, τῶν ἐν παλαιοῖς καὶ δεινοῖς χρόνοις φωστήρων ἀναλαμψάντων» (φ. 12α 63β). Τὸ κείμενο αὐτὸ δημοσιεύθηκε χωρὶς εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια ἀπὸ τὸν βολλανδιστὴ π. J. Van den Gheyn στὸ περιοδικὸ «Analecta Bollandiana», τόμος 18 (1899), σελ. 211 260. Πολὺ λίγοι τὸ πρόσεξαν, κι ὅσοι τὸ πρόσεξαν τὸ θεώρησαν ἀναξιόπιστο καὶ λίγο πολὺ φανταστικό, ἕνα εἶδος ὄχι ἄγνωστο στὰ συναξαριστικὰ χρονικὰ βίου θρησκευτικῆς φαντασίας, ἱεροῦ μυθιστορήματος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ παρουσιάζει πολλὰ προβλήματα. Εἶναι λόγιο ἔργο ἀγνώστου συγγραφέα. Ὁ ἴδιος δηλώνει ὅτι πηγὲς του εἶναι «παλαιὰ συγγράμματα», ἀλλὰ καὶ προφορικὲς διηγήσεις συγχρόνων του «θεοφιλῶν» καὶ «ἐναρέτων» ἀνδρῶν, μαθητῶν τῶν τριῶν ὁσίων. Αὐτοπαρουσιάζεται δηλαδὴ σὰν πρόσωπο τῆς δεύτερης μετὰ τοὺς ὁσίους γενεᾶς. Αὐτὸ τὸ ἐπικαλεῖται σὰν στοιχεῖο ἀκριβείας καὶ ἀξιοπιστίας. Καὶ ἀσφαλῶς εἶναι. Ἀπὸ ἄλλες ἔμμεσες ἐνδείξεις φαίνεται πὼς ὁ Βίος γράφηκε κατὰ πᾶσαν πιθανότητα στὴ Μυτιλήνη ἀπὸ ἄνθρωπο ἄμεσα σχετιζόμενο πρὸς τὴ Μονὴ ἢ τὶς Μονὲς ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ
τοὺς ὁσίους, ἴσως μοναχὸ τῶν Μονῶν αὐτῶν. Ἐπίσης ὅτι προοριζόταν γιὰ ἀνάγνωση καὶ χρήση ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῶν Μονῶν αὐτῶν καί, φυσικά, καὶ ἀπὸ τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν πιστῶν ποὺ τιμοῦσαν τοὺς ὁσίους, ποὺ δὲν τοὺς εἶχαν μὲν προσωπικὰ γνωρίσει, ἀλλὰ ποὺ τοὺς χώριζε σχετικὰ πολὺ λίγο χρονικὸ διάστημα ἀπʹ αὐτούς, κάπου νὰ ὑποθέσουμε πενήντα χρόνια. Κι αὐτὰ ὅλα εἶναι ἕνα πρόσθετο στοιχεῖο ἀξιοπιστίας τῆς διηγήσεως. Παρ ὅλα αὐτὰ εἴπαμε ὅτι τὸ κείμενο εἶναι προβληματικό Τὸ πρῶτο ποὺ ἐνόχλησε τοὺς μελετητὲς ἦταν τὰ πολλὰ θαύματα, ὁ ἔντονα δηλαδὴ ὑπερφυσικὸς χαρακτήρας πολλῶν διηγήσεων. Κανεὶς βέβαια δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκλείσει ἐκ τῶν προτέρων τὴ δυνατότητα τελέσεως θαυμάτων ἀπὸ τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἱστορία. Ἀλλά ὁμολογουμένως ἐδῶ τὰ θαύματα εἶναι πάρα πολλὰ καὶ ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακά. Προϋποθέτουν κάποια χρονικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὰ γεγονότα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἂν δεχθοῦμε ἄκριτα ὡς ἀληθινὴ τὴ διαβεβαίωση τοῦ συγγραφέα ὅτι ἔζησε, ὅπως εἴδαμε, στὴ δεύτερη γενιὰ μετὰ τοὺς ὁσίους. Δεύτερο ἀσθενὲς στοιχεῖο τοῦ Βίου αὐτοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ συγγραφέα νὰ καθορίσει χρονολογικὰ τὰ ἐπὶ μέρους γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν ὁσίων. Σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ χρονολόγηση αὐτὴ ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Συναφὲς εἶναι καὶ τὸ ἱστορικὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζουν πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς τοῦ συγγραφέα τοῦ Βίου σὲ ἱστορικὰ συμβάντα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἰδιαίτερα σὲ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ταραγμένη περίοδο ποὺ προηγήθηκε τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ στὶς ζυμώσεις ποὺ ἔγιναν πρὶν ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ἐδῶ οἱ μαρτυρίες τῶν ἄλλων πηγῶν, ποὺ διαμόρφωσαν τὴν κρατοῦσα ἄποψη γιὰ τὰ γεγονότα αὐτά, δὲν συμφωνοῦν πάντα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ Βίου τῶν ὁσίων. Σʹ ὅλα αὐτὰ προστίθεται καὶ ἡ φανερὴ τάση τοῦ συγγραφέα νὰ παρουσιάσει τοὺς ἥρωες του ὡς τὰ διασημότερα πρόσωπα τῆς ἐποχῆς. Μιὰ τάση δηλαδὴ ὑπερβολῆς, ποὺ ὁπωσδήποτε βιάζει τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Καὶ γιὰ μὲν τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, τὶς νηστεῖες, τὶς προσευχές, τὴν προσπάθεια ὑπερβάσεως τῆς φύσεως, τῆς πάλης κατὰ τῶν δαιμόνων, ἀκόμα καὶ τὰ θαύματα καὶ τὴ δραστηριότητα μέσα στὶς Μονὲς καὶ στὸ στενὸ κύκλο τῆς γεωγραφικῆς περιοχῆς ποὺ κινήθηκαν οἱ ὅσιοι, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος. Αὐτὰ τὰ ἀποδέχεται κανεὶς ὡς ἀξιόπιστα ἢ τὰ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ στηρίξει μὲ ἄλλες μαρτυρίες οὔτε τὴ μία οὔτε τὴν ἄλλη θέση. Γιὰ γεγονότα ὅμως ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν πνευματικὴ καὶ τοπικὴ δραστηριότητα, ὅπως ὅσα ἀφοροῦν στὴν εἰκονομαχία, πού μας εἶναι γνωστὰ καὶ μαρτυρημένα καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ἱστορικὲς πηγές, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ τὸ ἴδιο. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ὁ Γεώργιος καὶ ἰδιαίτερα ὁ Συμεὼν ἔπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ βιογράφος, στὸ θέμα τῆς εἰκονομαχίας καὶ τοὺς ἀγνοοῦν οἱ ἄλλες πηγές; Καὶ κατὰ συνέπεια πὼς τρία τόσο διάσημα πρόσωπα, ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴν ἀφανή ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴ δράση καὶ τὴν ἀνάμιξη στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς, ἔπεσαν στὴν τελεία ἀφάνεια καὶ δὲν ἄφησαν ἴχνη πουθενὰ καὶ ξεχάσθηκε ἡ μνήμη τους παντοῦ, ἀκόμα καὶ στὴν πατρίδα τους;
Ἔτσι ἀπομονωμένος ὁ Βίος τῶν τριῶν ὁσίων, ἀγνοούμενος ἀπὸ τὶς ἄλλες ἱστορικές, ἁγιολογικὲς καὶ λειτουργικὲς πηγές, φορτωμένος μὲ ἄλυτα χρονολογικὰ καὶ ἱστορικὰ προβλήματα, γεμάτος ἀπὸ ἀφηγήσεις θαυμάτων καὶ «τεράτων καὶ σημείων», προβάλλοντας τοὺς βιογραφουμένους ὁσίους σὰν τὰ κύρια πρόσωπα τῆς ἐποχῆς τους, θεωρήθηκε ὄχι ἀπὸ προκατάληψη, ἀλλὰ ἀπὸ νηφάλια, ὅπως φαινόταν, κριτικὴ ὡς ἕνα ὡραῖο εὐσεβὲς ἀφήγημα, ἐποικοδομητικὸ μὲν γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανούς, χωρὶς ὅμως ἱστορικὴ βάση. Ὡς ἕνα εἶδος, ὅπως εἴπαμε ἱεροῦ μυθιστορήματος, στὸ ὁποῖο οἱ τρεῖς ὅσιοι ἔπαιξαν τὸν ρόλο τῶν φανταστικῶν ἡρώων ἢ τουλάχιστον τριῶν ἀβεβαίας ἱστορικῆς ὑποστάσεως προσώπων, ποὺ ἀπὸ τὸν συγγραφέα φορτίσθηκαν μὲ ὅσα ἡ εὐσεβής φαντασία του γέννησε γιὰ νὰ τοὺς ἐξωραΐσει. Πέρασε καιρός. Ὁ συγγραφέας τοῦ Βίου τῶν τριῶν Λεσβίων ὁσίων, κατηγορούμενος ἢ μᾶλλον καταδικασμένος ἤδη, ἄρχισε κάποτε νὰ παίρνει ἐκδίκηση. Διακριτικὰ ὅμως καὶ εὐγενικά, σιγά σιγά, χριστιανικότατα καὶ σεμνότατα, ὅπως τὸν βλέπουμε καὶ στὸ κείμενό του, ἀλλὰ μὲ παρρησία καὶ σοβαρότητα. Ἄρχισε τώρα ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Τὸ κείμενο ἀπὸ μύθος ἀποδείχθηκε ἱστορία καὶ οἱ θεωρούμενες ὡς αὐθαίρετες καὶ συγκεχυμένες πληροφορίες του σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπέδειξαν ὅτι ἐμεῖς εἴχαμε λάθος καὶ ἄγνοια καὶ ὄχι ἐκεῖνος. Καὶ ἡ πορεία συνεχίζεται. Οἱ μαρτυρίες τοῦ κειμένου αὐτοῦ ἀποδεικνύονται πολύτιμες γιὰ τὴ διερεύνηση πολλῶν σκοτεινῶν ἱστορικῶν σημείων καὶ γεγονότων καὶ ὁ συσχετισμὸς τους πρὸς τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔρχονται κάθε φορὰ στὸ φῶς εἶναι ἀπαραίτητος καὶ ἰδιαίτερα διαφωτιστικός. Θὰ ἀναφερθῶ μόνο σὲ ὁρισμένα παραδείγματα, ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴ Μυτιλήνη καὶ τοὺς τρεῖς ὁσίους, γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ ὁ λόγος. 1. Σὲ τρία σημεῖα τοῦ κειμένου μας γίνεται σαφῶς λόγος γιὰ τὸν «ὁσιώτατον» ἢ «ἁγιώτατον» ἢ «τὸν ἐν ἁγίοις καὶ ὁμολογητήν» ἀρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης Γεώργιο, ποὺ ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος ἐξώρισε ὡς ὑποστηρικτὴ τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ποὺ πέθανε στὴν ἐξορία («καὶ ἐξορία μέχρι θανάτου ἐν Χερσώνι... κατεδίκασε»). Αὐτὸς ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν βιογραφούμενο ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς Γεώργιο, πού στο τέλος τοῦ βίου του μετὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης καί, φυσικά, δὲν πέθανε στὴν ἐξορία, ἀλλά στὴ Μυτιλήνη, τὸ ἑσπέρας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (17 Ἀπριλίου) τοῦ ἔτους 846. Τὰ συναξάρια καὶ ἡ ἑορτολογικὴ παράδοση γνώριζαν ἕνα Γεώργιο ἀρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης, ποὺ γιορταζόταν ὅμως δυὸ φορὲς τὸ χρόνο (7 Ἀπριλίου καὶ 16 Μαΐου), ποὺ δὲν πέθανε στὴν ἐξορία. Λάθος τοῦ βιογράφου μας ἢ ἀναδίπλωση τοῦ ἑνὸς Γεωργίου ἢ σύγχυση τῶν δυὸ ὁμωνύμων στὰ συναξάρια καὶ στὸ ἑορτολόγιο; Πιὸ πιθανὸ φαινόταν τὸ πρῶτο, ἀλλʹ ἀποδείχθηκε ἀληθινὸ τὸ δεύτερο. Βρέθηκε παλαιὸς βίος τοῦ Γεωργίου ἀρχιεπισκόπου Μυτιλήνης, ποὺ πέθανε στὴν ἐξορία ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, σὲ κώδικα τοῦ Ἴ αἰώνα (Πάτμου 254). Ὁ βιογράφός μας δικαιώθηκε. 2. Σὲ τρία σημεῖα τοῦ Βίου γίνεται καθαρὰ λόγος γιὰ τὸ Μητροπολιτικὸ ναὸ Μυτιλήνης, ποὺ ἐτιμάτο ἐπʹ ὀνόματι «της ἁγίας καὶ ἐνδόξου μάρτυρος Θεοδώρας», ποὺ βρισκόταν στὴν παραλία τοῦ «κάτω λιμένος» («ἐν τῷ τοῦ κάτω λιμένος ὄχθει διακειμένῳ»). Σʹ αὐτὸν ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γεωργίου στὶς14 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 843. Ὃ ναός, κατὰ τὶς πληροφορίες τοῦ κειμένου, εἶχε σύνθρονο μὲ βαθμίδες, κιβώριο πάνω ἀπὸ
τὴν ἁγία τράπεζα μὲ σιδερένιο σταυρὸ στὴν κορυφὴ καὶ ἕνα ἰδιόκτητο μικρὸ ἀμπέλι δίπλα στὴν ἐκκλησία. Ὡραία πληροφορία, ἀλλὰ ἀνεπιβεβαίωτη. Κανεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὴν ἐπαληθεύσει καὶ μᾶλλον ἔδινε τὴν ἐντύπωση αὐθαίρετης ἀναγραφῆς ἢ ἔστω λανθασμένης γραφῆς τῶν ἀντιγραφέων. Πιὸ πιθανὸ θὰ ἦταν: «τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μάρτυρος Θεοδώρου». Καὶ ὅμως. Βρέθηκε λόγος κάποιου ἀνωνύμου ὀμιλητὴ τοῦ ΙΑʹ ΙΒʹ αἰώνα, ποὺ ὄχι μόνο κάνει λόγο γιὰ τὸ ναὸ «τῆς μητροπόλεως Μυτιλήνης» καὶ τὸ σύνθρονό του, ἀλλὰ ρητά τὸν ὀνομάζει «ναὸν τῆς ἁγίας Θεοδώρας» καὶ διηγεῖται τὴν ἴδια θεοσημεία ποὺ ἔγινε σʹ αὐτὸν καὶ πού μᾶς ἀφηγεῖται ὁ βιογράφος τῶν ὁσίων. Κι ἄλλη ἀπόδειξη; Βρέθηκαν δυὸ σφραγίδες (μολυβδόβουλα) μητροπολιτῶν Μυτιλήνης κατὰ τὴν βυζαντινὴ περίοδο, ποὺ ἀπεικονίζουν ἀπὸ τὴ μία τους πλευρὰ γυναικεία μορφὴ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἡ ὁσία Θεοδώρα» κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τους πλευρὰ ἀναγράφουν τὸ ὄνομα τοῦ μητροπολίτου. Τὸ πρῶτο: «Σφραγὶς Στεφάνου ποιμένος Μυτιλήνης» καὶ τὸ δεύτερο: «Κωνσταντίνου σφράγισμα τοῦ Μυτιλήνης». Ὁ Στέφανος ἀρχιεράτευσε τὸν ΙΒʹ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος τὸν ΙΓʹ αἰώνα. Ἢ ἁγία Θεοδώρα, στὴν ὁποία ἦταν ἀφιερωμένος ὁ καθεδρικὸς ναός, ποὺ πιθανὸν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν σημερινὸ ναὸ τῶν ἁγίων Θεοδώρων, ἦταν ἡ προστάτρια ἁγία τοῦ μητροπολίτου καὶ κατʹ ἐπέκτασιν καὶ ἡ πολιοῦχος τῆς ἐπαρχίας Μυτιλήνης. 3. ὁ Συμεὼν ὁ στυλίτης, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀδελφούς, ὁ σπουδαιότερος παράγοντας γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων κατὰ τὸν βιογράφο, ὁ ἄνθρωπος φάντασμα κατὰ τοὺς νεωτέρους ἱστορικοὺς καὶ μελετητές, βγῆκε τελικὰ ἀπὸ τὴν ἀφάνειά του. Μνημονεύεται σὲ τροπάρια (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λεσβιακά, ποὺ θὰ ἰδοῦμε πιὸ κάτω), σὲ ἁγιολογικὰ κείμενα, ὅπως στὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου Σάρδεων καὶ στὸ βίο τοῦ πατριάρχου Εὐθυμίου, σὲ ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ προπαντὸς σʹ ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐπίσημο καὶ αὐθεντικὸ κείμενο, στὸ Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας («Συμεὼν τοῦ ὁσιοτάτου στυλίτου αἰωνία ἡ μνήμη»), ὅπου μάλιστα σὲ μερικὰ χειρόγραφα χαρακτηρίζεται ὡς «θεμέλιος της Ὀρθοδοξίας». 4. Τέλος ἡ ἔρευνα καὶ τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ ἦλθαν στὸ μεταξὺ στὸ φῶς ἔδειξαν ὅτι ὅσα μεσολάβησαν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου μέχρι τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων κατὰ τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας τοῦ 843 δὲν ἦταν τόσο ἁπλά, ὅπως τὰ παρουσίαζαν οἱ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια γνωστὲς πηγές. Ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, ἡ χήρα του Θεοφίλου, ἂν καὶ ἦταν σαφῶς εἰκονόφιλη καὶ ὀρθόδοξη, δὲν ἐνέδωσε εὔκολα. Διαπραγματεύθηκε τὸν μὴ ἀναθεματισμὸ τοῦ ἀγαπημένου της συζύγου. Πάλαιψαν οἱ συντηρητικοὶ καὶ ἀνένδοτοι μὲ τοὺς συμβιβαστικοὺς καὶ ἐνδοτικούς. Προηγήθηκαν διαβουλεύσεις καὶ μακρὲς συζητήσεις καὶ ἀντεγκλήσεις. Τελικὰ ἐπικράτησαν οἱ μετριοπαθεῖς, ἀλλὰ οἱ ἀνένδοτοι δὲν τοὺς τὸ συγχώρησαν εὔκολα. Μέσα σʹ αὐτὸ τὸ κλίμα κινήθηκε ὁ Συμεών, ὁ ἅγιος Μεθόδιος ὁ κατόπιν πατριάρχης καὶ οἱ μεγάλοι ἀσκητὲς Ἰωαννίκιος καὶ Ἰλαρίων καὶ ὁ κατόπιν Μυτιλήνης Γεώργιος. Ὁ Βίος μας λέγει πὼς ἀρχηγός τους, κατὰ κάποιο τρόπο, ἦταν ὁ Συμεών. Μᾶς διηγεῖται ἁπλὰ καὶ ἀνεπιτήδευτα τὴν ἀλήθεια. Οἱ σκοπιμότητες συνεσκίασαν ἀργότερα τὰ πράγματα καὶ ἡ μνησικακία τῶν, συμπαθῶν κατὰ τὰ ἄλλα καὶ εὐσεβῶν, ἀνθρώπων τῶν ἀκροτήτων πλήρωσε τὸν Συμεὼν μὲ
τὸ νόμισμα ποὺ διέθετε τὸν ἄφησε στὴν ἀφάνεια. Οὐσιαστικὰ αὐτὸ ἤθελε κι ἐκεῖνος ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἀπομένει τὸ μεγάλο θέμα τῆς τιμῆς τῶν τριῶν ὁσίων αὐταδέλφων στὴν πατρίδα τους, πού μας ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα γιὰ τὴ θρησκευτικὴ καὶ πνευματικὴ ἱστορία τοῦ νησιοῦ μας καὶ ἀκόμα γιὰ τὴν τοπογραφία του καὶ τὴν ἐν γένει πολιτιστική του παράδοση. Εἴπαμε ὅτι ὁ Βίος, λαμπρὸ ἁγιολογικὸ κείμενο, καθʹ ὅλες τὶς ἐνδείξεις γράφηκε στὴ Μυτιλήνη ἀπὸ μοναχὸ τῆς Μονῆς τῶν ὁσίων πατέρων κατὰ τὰ τέλη τοῦ Θʹ ἀρχὲς τοῦ Ι αἰώνα. Ἀπʹ ὅσο μπορῶ νὰ γνωρίζω εἶναι ἡ μοναδικὴ περίπτωση λεσβιακοῦ κειμένου κατὰ τὴν περίοδο αὐτή. Ἐκτός ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ καὶ ἁγιολογικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχει τὸ κείμενο αὐτό, μᾶς εἶναι πολύτιμο καὶ γιὰ τὴν ὅλη εἰκόνα πού μας δίνει γιὰ τὴ θρησκευτική, ἀκόμα καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ στὴ Μυτιλήνη κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, γιὰ ναοὺς καὶ μοναστήρια ποὺ ὑπῆρχαν τότε σʹ αὐτὴ καὶ γιὰ τόπους καὶ γεγονότα, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι γνωστὰ ἀπὸ ἄλλες πηγές. Ἤδη μιλήσαμε γιὰ τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ ἦταν στὴν παραλία (ὄχθη) τοῦ κάτω τοῦ νοτίου λιμένος, μὲ τὸ σύνθρονό του καὶ τοὺς «ἀναβαθμούς» (τὰ σκαλοπάτια τοῦ κλιμακωτοῦ συνθρόνου) καὶ τὸ κιβώτιο μὲ τὸν σιδερένιο σταυρὸ καὶ τὸν «σμικρότατο» ἀμπελώνα, ποὺ ἦταν δίπλα του. Ἐπίσης κάναμε λόγο γιὰ τὸν ναὸ τῆς «πανάγνου Θεομήτορος», ποὺ τιμώταν στὸ ὄνομα μᾶλλον τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Αὐτὸς προϋπῆρχε τῶν τριῶν ὁσίων καὶ ἦταν χτισμένος σὲ βραχώδη θέση, σὲ «σμικρότατον καὶ εὐτελῆ» βράχο, κοντὰ στὴν παραλία τοῦ νοτίου ἢ τοῦ κάτω λιμένος, «ἐν τῷ Μώλῳ». Ὁ κ. Ἰωάννης Μουτζούρης, ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον μελέτησε τὶς πηγὲς καὶ ἀξιοποίησε τὶς πληροφορίες ποὺ περιέχονται στὸν βίο τῶν τριῶν ἀδελφῶν, προσδιορίζει τὴ θέση τοῦ ναοῦ αὐτοῦ στὴν ὁμώνυμη θέση τοῦ νοτίου λιμένος, ὅπου ἦταν ἡ «Πετρόσκαλα». Στὸ ναὸ αὐτὸ ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ μονὴ ἐγκαταστάθηκε ὁ Συμεὼν μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ ὅρος Ἴδη καὶ ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο καὶ τοὺς συμμοναστὲς του πέρασαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τους. Εἶναι τὸ «μονύδριον» ἢ ἡ «Μονὴ τῆς Θεοτόκου», στὴν ὁποία ὁ Συμεὼν ἔχτισε τὸ στύλο, πάνω στὸν ὁποῖο καὶ ἀσκήτευε. Ἐκεῖ πέθανε καὶ ἐτάφη σὲ μαρμάρινη λάρνακα ὁ Συμεὼν καὶ μετὰ διετία ὁ Γεώργιος στὴν ἴδια λάρνακα. Στὴν ἴδια ἐπίσης λάρνακα κατατέθηκαν καὶ τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου Δαβίδ, ὅταν «μετὰ τινας ὕστερον χρόνους» ἀνακομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἲδη. Αὐτὴ ἡ λάρναξ ἐπὶ αἰῶνες ἦταν τὸ κέντρο τῆς τιμῆς τῶν τριῶν ἁγίων. Ἐκεῖ κοντὰ «ἀντικρὺς τοῦ στύλου» ἦταν καὶ ὁ ναὸς τοῦ Σωτῆρος (προφανῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος), σὲ ἀπροσδιόριστο δὲ σημεῖο τῆς πόλεως ὁ ναὸς τοῦ θεολόγου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅπου σὲ «σμικρότατον οἰκίσκον» ἦταν «ἐγκεκλεισμένη» ἡ δίδυμος ἀδελφὴ τοῦ Γεωργίου μοναχὴ Ἰλαρία. Ὁ Βίος κάνει λόγο καὶ γιὰ ἄλλα μονύδρια, στὰ ὁποῖα προσωρινὰ ἐγκαταστάθηκαν οἱ πατέρες κατὰ τοὺς διωγμούς τους ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου μάρτυρος
Ἰσιδώρου στὸ «σμικρότατον νησίδιον» τοῦ «μικροῦ κόλπου» (τοῦ κόλπου Γέρας), τὸ «εὐτελὲς καὶ βραχύτατον χωρίον, Μυρσίνας προσαγορευομένῳ» (τὰ Μυρσίνια;), τὸν ἀγρόν στὴ θέση «Κομηκόν» (Κουμκό;) σὲ ἀπόσταση τριῶν μιλίων ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ ἀγόρασαν οἱ πατέρες, καὶ γιὰ ἄλλα «μονύδρια» καὶ «κτήσεις» ποὺ εἶχαν στὴν πόλη τῆς Μυτιλήνης, στὸ νησὶ καὶ στὴν Αἰολικὴ γενικὰ περιοχή. Ὅλων αὐτῶν, ἢ τουλάχιστον τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτά, εἶναι πολὺ δύσκολος, ἂν μὴ ἀδύνατος, ὁ ἐντοπισμὸς σήμερα. Ἡ πόλη τῆς Μυτιλήνης ἔχει τὴν ἐξαιρετικὴ τύχη νὰ συνεχίζει τὴ ζωή της στὴν ἴδια ἀκριβῶς πλεονεκτικὴ γεωγραφικὴ θέση ἐδῶ καὶ μερικὲς χιλιάδες χρόνια. Αὐτὸ ὅμως εἶναι καὶ τὸ μεγάλο μειονέκτημα γιὰ τὴν ἐπισήμανση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀρχαίων κτισμάτων. Ὁ χρόνος, οἱ διαρκεῖς οἰκιστικὲς καὶ πολεοδομικὲς ἀλλαγές, οἱ καταστροφές, ἡ ἀνοικοδόμηση, οἱ πόλεμοι, οἱ κατακτήσεις, ἡ ἄγνοια, καμιὰ φορά καὶ ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς ὅ,τι παλαιό, προκάλεσαν ἀνεπανόρθωτες φθορές. Ἔμειναν μερικὰ τοπωνύμια, πού μᾶς θυμίζουν τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς χώρους καὶ μερικὰ ἐξωκκλήσια ἢ παρεκκλήσια. Μακροβιότερη ὑπῆρξε ἡ μεγάλη Μονὴ τῶν ὁσίων Πατέρων Δαφνέας, ὅπου πιθανὸν εἶχαν ἀνακομισθεῖ καὶ τὰ λείψανα τῶν τριῶν ὁσίων μετὰ τὴν ἐρήμωση καὶ καταστροφὴ τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου στὸν Μῶλο. Αὐτὴ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τῆς τιμῆς τῶν ὁσίων. Ἔπεβιωσε τουλάχιστον μέχρι τὸν ΙΣΤʹ αἰώνα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐφθαρμένα ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ χρήση χειρόγραφα ποὺ περιέχουν τὶς ἀκολουθίες τῶν ὁσίων, ποὺ περισώθηκαν μέχρι σήμερα στὸν κώδικα Φλωρεντίας 9,21 τοῦ ΙΔʹ αἰώνα ποὺ περιέχει καὶ τὸ Βίο τους καὶ στὸ χειρόγραφο 352 τοῦ ΙΣΤʹ αἰώνα τῆς ἱερᾶς Μονῆς Λειμῶνος. Ἡ μνήμη τους γιορταζόταν τὴν 1η Φεβρουαρίου, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ προσδιορισθεῖ μὲ ἀκρίβεια ποιὸ γεγονὸς τὴν προκάλεσε. Ἴσως κατʹ αὐτὴ νὰ εἶχε συμβεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου Δαβὶδ ἢ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Ἴσως καὶ νὰ ἑλκύσθηκε ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ ἔχει ἐπιδράσεις σὲ πολλὰ τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τους. Ἡ καταστροφὴ τῆς Μονῆς τους καὶ ἡ ἀπώλεια τῶν λειψάνών τους στοὺς δεινοὺς καὶ σκοτεινοὺς χρόνους τῆς δουλείας προκάλεσαν καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς μνήμης τους. Ὁ Δαβίδ, ποὺ ἔτσι καὶ ἀλλιῶς συνδεόταν μὲ τὴ Μυτιλήνη καὶ μὲ τὴν δυάδα τῶν ἀδελφῶν Συμεὼν καὶ Γεωργίου μόνο μὲ τὴν γέννηση καὶ τὴν κοινὴ λάρνακα, γιατί ἡ δράση καὶ ὁ θάνατος του συνέβησαν ἔξω ἀπὸ τὸ νησί, ξεχάσθηκε τελείως. Ὁ Συμεὼν ταυτίσθηκε μὲ τὸν ὁμώνυμό του στυλίτη τῆς Συρίας καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὸν ἐπίσης ὁμώνυμο προκάτοχο του Γεώργιο ἀρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης τὸν Σημειοφόρο, ἢ καὶ μὲ τὸν πιὸ γνωστὸ καὶ λαοφιλή μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τὸν Τροπαιοφόρο. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τοὺς ναούς τους καὶ μὲ τὸ καθολικό, δηλαδὴ τὸν κεντρικὸ ναό, τῆς Μονῆς τους. Στοὺς «παλιοὺς Ἁγίους Πατέρες» τοῦ Ἐπάνω Χάλικα ποὺ σήμερα τιμῶνται στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς Αʹ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει κατὰ πολὺ μεγάλη πιθανότητα νὰ ἀναγνωρισθεῖ τὸ καθολικό, σὲ διάδοχη φυσικὰ μορφή, τῆς Μονῆς τῶν ἁγίων Πατέρων Δαβίδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου τῆς Δαφνέας. Οἳ δυὸ ἀκολουθίες, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλήσαμε, καὶ μία ἄλλη παλαιότερη ποὺ σώζεται σʹ ἕνα κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων (Ἁγίου Σάβα 241) τοῦ ΙΑʹ αἰῶνος καὶ ἀφορᾶ σὲ μία προγενέστερη φάση τῆς τιμῆς τῶν δυὸ ὁσίων ἀδελφῶν Συμεὼν καὶ Γεωργίου, προφανῶς πρὶν γίνει ἡ
ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Δαβίδ, εἶναι σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Βίο οἱ μόνοι μάρτυρες τῆς τιμῆς τῶν ὁσίων. Πρόκειται γιὰ ὡραῖες ἀκολουθίες, γραμμένες προφανῶς καὶ οἱ τρεῖς στὴ Λέσβο ἀπὸ Λεσβίους ὑμνογράφους, μοναχοὺς ἴσως τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τοῦ Μώλου ἢ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Δαφνέας. Ἀποπνέουν ὅλο τὸ ἄρωμα τῆς εὐλάβειας καὶ ἐκφράζουν μὲ τὰ καλλίτερα λόγια τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμὸ ποὺ ἔτρεφε ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Μυτιλήνης στοὺς διακεκριμένους ἁγίους συμπατριῶτες του. Ἦταν οἱ προστάτες τῆς πατρίδος καὶ τὸ καύχημά της. Οἱ μεγάλες μορφὲς τῆς θρησκευτικῆς της, γιατί ὄχι καὶ τῆς πολιτιστικῆς της, ἱστορίας, ποὺ ἀληθινὰ κόσμησαν τὸ νησὶ καὶ τὴν πόλη μὲ τὸν ἅγιο βίο, τὴ διδασκαλία, τὸ παράδειγμα, τὴν πολυσχιδὴ δραστηριότητα καὶ προπαντὸς μὲ τὸν πρωτεύοντα ρόλο ποὺ ἔπαιξαν οἱ δυὸ κυρίως ἀπὸ αὐτούς, ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Γεώργιος, στὸ νὰ βρεῖ ἡ Ἐκκλησία τὴν γαλήνη της μετὰ ἀπὸ τὸν φοβερὸ εἰκονομαχικὸ σάλο, ποὺ τὴν τάραξε αἰῶνες ὁλόκληρους. Ἦταν οἱ πρόμαχοι τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δίκαια γιʹ αὐτοὺς καυχιώταν ἡ Μυτιλήνη. Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἡ ἱερὴ μνήμη τῶν τριῶν ὁσίων ἀδελφῶν ἄρχισε νὰ ἀναζωπυρώνεται στὸ νησί μας. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης «Ὁ Ποιμήν» (1959 1961) ὁ λαμπρὸς βίος καὶ ἡ ἀκολουθία τους. Λύθηκαν πολλὰ προβλήματα ποὺ συσκότιζαν τὴν μνήμη τους καὶ διαλύθηκε ὁ πέπλος τῆς ἄγνοιας καὶ τοῦ μυστηρίου ποὺ κάλυπτε τὴν ζωὴ καὶ τὴ δράση τους. Ζωγραφήθηκε ἡ πρώτη εἰκόνα τους ἀπὸ τὸν ὀνομαστὸ ἁγιογράφο Βασίλη Μπρούσαλη στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Μητροπολιτικοῦ οἴκου στὸν Χάλικα, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν παλαιὰ Μονή τους, βάσει τῶν πολλῶν προσωπογραφικῶν στοιχείων πού μας δίνει ὃ βίος τους. Περιελήφθησαν στὴν ὡραία σύνθετη εἰκόνα τῶν Λεσβίων ἁγίων, ποὺ κοσμεῖ τὸ τέμπλο τοῦ ἴδιου παρεκκλησίου, ἔργο τοῦ ἴδιου ἁγιογράφου, καθὼς καὶ στὰ ἀντίγραφά της. Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ τῶν Λεσβίων ἁγίων ἄρχισε πρῶτα νὰ τιμᾶται ἡ μνήμη τους, νὰ ψάλλεται ἡ ἀκολουθία τους καὶ νὰ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία τὴν 1η Φεβρουαρίου. Σʹ αὐτοὺς ἀργότερα ἀφιερώθηκε καὶ τὰ νέο παρεκκλήσιο στὰ Τρία Κυπαρίσσια, σὲ χῶρο ὅπου ἡ προφορικὴ παράδοση τοποθετοῦσε τὸν τάφο ἢ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀρχιεπισκόπου Μυτιλήνης. Στὸν ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Συμεών, παράλληλα μὲ τὸν ἀρχαῖο Συμεὼν τὸν ἐν τῇ Μάνδρᾳ, τιμήθηκε καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Στυλίτης ὁ Λέσβιος, ἱστορήθηκε ὡραία εἰκόνα του καὶ συμψαλλόταν ἡ ἀκολουθία καὶ τῶν δυὸ τὴν 1η Σεπτεμβρίου. Δημοσιεύθηκε ἡ ἀκολουθία τους, συμπληρωμένη ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, στὸ «Λεσβιακὸν Μηναῖον». Ἡ μνήμη καὶ τῶν τριῶν μαζὶ (1η Φεβρουαρίου) καὶ τοῦ Γεωργίου (16η Μαΐου) καὶ τοῦ Συμεὼν (1η Σεπτεμβρίου) χωριστά, ἀναγράφεται στὸ ἑξῆς στὸ τοπικὸ ἡμερολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Ἡ ἑβδομάδα τῶν Λεσβίων ἁγίων μας ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ξαναθυμηθοῦμε. Αὐτὴ δὲ ἡ ὁμιλία ἂς θεωρηθεῖ σὰν μία ταπεινὴ μικρὴ προσπάθεια προσεγγίσεως στὴ μεγαλωσύνη τους καὶ σὰν ἀπότιση φόρου τιμῆς σʹ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ποὺ πλούτισαν τὴν πόλη αὐτή καὶ τὸ νησί μας καὶ τὸ καθαγίασαν μὲ τὴν ἁγία ζωὴ καὶ πολιτεία τους