Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Νομικής Μάθημα Οικονομικό Δίκαιο τη Ευρωπαϊκής Ένωσης Η Εξάμηνο Ακαδημαϊκού Έτους 2015-2016 Υπεύθυνοι Καθηγητές: Κουσκουνά Μεταξία Παπαδοπούλου Ρεβέκκα- Εμμανουέλα Τακόρη Δήμητρα, ΑΜ 1340201200422 Φουράκη Στυλιανή, ΑΜ 1340201200469 Η αγωγή αποζημίωσης ως μέσο προστασίας έναντι παραβιάσεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της ΕΕ: η νέα οδηγία 2014/104 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Πρόλογος... 3 2. Κύριο Μέρος A. Πρόδρομοι της Οδηγίας... 4 i. Άρθρα 101 & 102 ΣΛΕΕ...5 ii. Κανονισμός 1/2003...7 iii. Πράσινη Βίβλος...10 iv. Λευκή Βίβλος...13 B. Αρρύθμιστα ζητήματα...15 Γ. Οδηγία 104/ 2014...16 i. Εισαγωγικές σκέψεις για την θέσπιση της Οδηγίας...17 ii. Άρθρο 1: Δημόσια και ιδιωτική επιβολή...19 iii. Άρθρο 3: Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης...19 iv. Άρθρα 5-7: Απόδειξη...20 v. Άρθρο 9: Ισχύς αποφάσεων ΕΑΑ...24 vi. Άρθρο 10: Παραγραφή...25 vii. Άρθρο 11: Εις ολόκληρον ευθύνη...25 viii. Άρθρα 12-16: Μετακύλιση της ζημίας...26 ix. Άρθρο 17: Ποσοτικοποίηση της ζημίας...30 x. Άρθρα 18-19: Συναινετική επίλυση διαφορών...31 Δ. Ελληνικό δίκαιο αποζημίωσης για παραβάσεις του ανταγωνισμού.32 3. Επίλογος...35 4. Βιβλιογραφία...37 2
1.ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί έναν σχηματισμό στο πλαίσιο του οποίου συνεργαζόταν, μέχρι στιγμής, 28 ευρωπαϊκές χώρες πιο καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η συγκεκριμένη ένωση έκανε την εμφάνιση της μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αρχικός στόχος της ήταν η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Ειδικότερα, ο θεσμός απευθυνόταν κατά κύριο λόγο σε χώρες που διέθεταν εμπορικές συναλλαγές, πράγμα που αναπόδραστα συνεπαγόταν οικονομικές αλληλεξαρτήσεις. Στο σημείο αυτό, η ΕΕ ήθελε να ελαχιστοποιήσει το ενδεχόμενο συγκρούσεων ανάμεσα στα κράτη- εμπόρους. Αργότερα, όμως, η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οδήγησε στη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς. Κατά συνέπεια αυτό που αρχικά ξεκίνησε σαν μια καθαρά οικονομική ένωση μετεξελίχθηκε σε οργανισμό που δραστηριοποιείτο σε ποικίλους τομείς πολιτικής κάτι που αντανακλάται και στη μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΕ. Έτσι αναδύθηκε η ανάγκη ρυθμίσεως ενός τομέα που επηρεάστηκε άμεσα από την εξέλιξη αυτή. Ο τομέας αυτός δεν είναι άλλος από εκείνον του ανταγωνισμού. Αν λάβει κανείς υπόψη του και την ποικιλομορφία των εννόμων τάξεων των κρατών- μελών σχετικά με τον εν λόγω τομέα, η θέσπιση ενός καθεστώτος ικανού να εξασφαλίσει τον ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς,ήταν απαραίτητη. Η ΕΕ λοιπόν προσπάθησε από νωρίς να δημιουργήσει ένα σύνολο άρτιων και αποτελεσματικών κανόνων ανταγωνισμού για την εύρυθμη λειτουργία της Ευρωπαϊκής αγοράς και για να επωφελούνται οι καταναλωτές από τα πλεονεκτήματα ενός συστήματος ελεύθερης αγοράς του οποίου βασικά χαρακτηριστικά θα είναι οι χαμηλές τιμές, η καλύτερη ποιότητα κι η μεγαλύτερη ποσότητα των προσφερόμενων αγαθών αλλά και η καινοτομία. Αρχικά με τα άρθρα 81 και 82 ΕΚ, η Ευρωπαϊκή κοινότητα προσανατολίστηκε στην απαγόρευση δραστηριοτήτων που θέτουν,κατά τη γνώμη της, σε κίνδυνο το δίκαιο του ανταγωνισμού. Αυτές οι δραστηριότητες ήταν: η δημιουργία καρτέλ, η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ορισμένες κρατικές ενισχύσεις και κάποιες συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που στοχεύουν στη νόθευση του ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά. Δηλωτικό μάλιστα της επιμονή της ΕΕ να δημιουργήσει ένα κλίμα υγιούς ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή επικράτεια, είναι το γεγονός ότι μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας τα άρθρα αυτά διατηρήθηκαν σε ισχύ αμετάβλητα, αποτελώντας τα σημερινά 101 & 102 ΣΛΕΕ ενώ ταυτόχρονα έγινε και μια κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην ενωσιακή έννομη τάξη και στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατώνμελών. Σχετικά με τις αρμοδιότητές της ΕΕ, αυτές είναι αποτέλεσμα παραχώρησης μερικών από τις αρμοδιότητές των κρατών- μελών στην τελευταία. Οι παραχωρούμενες αυτές εξουσίες καλούνται δοτές αρμοδιότητες οι οποίες διακρίνονται περαιτέρω σε αποκλειστικές (η ΕΕ είναι η πλέον αρμόδια να ρυθμίζει τα θέματα αυτά) και σε παράλληλες αρμοδιότητες (τα κράτη-μέλη κι η Ένωση έχουν παράλληλη εξουσία ρύθμισης σε κάποια πεδία). Όσον αφορά τις διατάξεις περί ανταγωνισμού αυτές θεσπίζουν παράλληλη αρμοδιότητα ΕΕ και κρατών- μελών. Αυτή η παράλληλη αρμοδιότητα δεν σημαίνει ότι οι δύο έννομες τάξεις δρουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, με κίνδυνο την υπαγόρευση διαφορετικών ή ακόμα κι αντιφατικών λύσεων. Αντίθετα, υπό την επιρροή της αρχής της υπέροχης του ενωσιακού έναντι του εθνικού δικαίου, το τελευταίο επιτρέπεται να αναφέρει τις προϋποθέσεις άσκησης μιας αξίωσης με τρόπο διάφορο από αυτόν με τον οποίο προστατεύεται η αντίστοιχη αξίωση στο ενωσιακό δίκαιο, εφόσον τηρούνται δύο αρχές: αυτή της ισοδυναμίας κι αυτή της αποτελεσματικότητας. Η πρώτη αναφέρεται στις απαιτήσεις που εισάγει το εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών σχετικά με την άσκηση κάποιας αξίωσης που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει οι απαιτήσεις αυτές να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρεμφερή μέσα ένδικης προστασίας της αξίωσης στο εθνικό δίκαιο. Η δεύτερη αναφέρεται στο ότι οι απαιτήσεις 3
που θεσπίζει το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους δεν θα πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιώματος ενωσιακού δικαίου. Υπό την επιρροή των παραπάνω αρχών αλλά και προς υλοποίηση της παράλληλης αρμοδιότητας κρατών- μελών και ΕΕ στον τομέα του ανταγωνισμού, εκδόθηκε ο Κανονισμός 1/ 2003, μετεξέλιξη του Κανονισμού 773/1962 με τον οποίο τέθηκαν οι όροι εφαρμογής των 101 & 102 ΣΛΕΕ. Βασικές καινοτομίες που εισήγαγε ο κανονισμός ήταν η δημιουργία ενός δικτύου συνεργασίας ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού και εθνικά δικαστήρια με στόχο την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασής τους. Επειδή όμως μέχρι τότε δεν υπήρχε νομοθετική πρωτοβουλία αναφορικά με το δικαίωμα καταναλωτών, επιχειρήσεων κι άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων να λαμβάνουν αποζημίωση κάθε φορά που πέφτουν θύματα αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών, το κενό αυτό καλύφθηκε με την έκδοση της οδηγίας 2014 /104. Με αυτόν τον τρόπο τέθηκε τέλος στην αβεβαιότητα που δημιουργείτο στους ζημιωθέντες σε ό,τι έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις άσκησης αγωγής αποζημίωσης για παράβαση του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού. Αξίζει να σημειωθεί, πως η Οδηγία αυτή ήταν αποτέλεσμα προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει να γίνονται προκειμένου να θεσπιστεί και σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου ένα ενιαίο καθεστώς ασκήσεως αγωγών αποζημίωσης λόγω παράβασης των 101 & 102 ΣΛΕΕ με την έκδοση της λεγόμενης Πράσινης Βίβλου το 2005 και της Λευκής Βίβλου το 2008, ενώ ταυτόχρονα αποκρυσταλλώθηκαν οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Μέσα από αυτή την εργασία θα εξεταστεί η επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού και κυρίως η αγωγή αποζημίωσης σε περίπτωση παράβασης εθνικού ή ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού υπό το φως της νέας οδηγίας. Αφού αναφερθούν τα άρθρα 101 & 102 ΣΛΕΕ, θα μνημονευθεί το προηγούμενο από την οδηγία καθεστώς σχετικά με την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης σε θύματα παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού Έπειτα θα τεθούν κάποια ερωτήματα και ζητήματα που ανέκυψαν από την εφαρμογή του προϊσχύσαντος καθεστώτος βάσει και της νομολογιακής προσέγγισης του ΔΕΕ και θα αναλυθούν οι απαντήσεις λύσεις που έδωσε η Οδηγία στα κενά αυτά. Η εργασία θα κλείσει με τις ρυθμίσεις που θεσπίζει το ελληνικό δίκαιο για αντίστοιχες αξιώσεις αποζημίωσης λόγω παράβασης του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού ώστε να διαπιστωθεί αν συντρέχει ανάγκη ουσιώδους τροποποίησης των συγκεκριμένων κανόνων με στόχο την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας και τη συνακόλουθη αποτροπή στοιχειοθέτησης ευθύνης του ελληνικού κράτους λόγω παράβασης της υποχρέωσης του για εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις διατάξεις της οδηγίας. 2. ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ Α. ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ i)τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ Το δίκαιο του ανταγωνισμού σε ενωσιακό επίπεδο ρυθμίζεται στο πλαίσιο των άρθρων 101 έως 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΣΛΕΕ). Στον κορμό των διατάξεων αυτών βρίσκονται τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, τα οποία θέτουν κανόνες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων στο χώρο της αντιμονοπωλιακής αγοράς. 4
Οι διατάξεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας χαρακτηρίζονται ως αμέσου εφαρμογής. Αυτό συνεπάγεται άμεση επιρροή των εσωτερικών εννόμων τάξεων των κρατών- μελών. Ταυτόχρονα, άμεσα αποτελέσματα έχουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών μέσω της δημιουργίας δικαιωμάτων υπέρ των τελευταίων, τα οποία οφείλουν να προασπίζουν τα εθνικά δικαστήρια 1. Επιπλέον τούτων, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού στις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν τους, εφόσον επηρεάζεται η διενωσιακή αγορά και οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών- μελών. Η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου δεν εναπόκειται αποκλειστικά στα εθνικά δικαστήρια των κρατών- μελών, αλλά το πλέον αρμόδιο όργανο για το σκοπό αυτό είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού -εξουσιοδοτούμενη από τη ΣΛΕΕ-, η οποία εγγυάται την ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή του νομικού αυτού πλαισίου της ΕΕ και έχει σειρά από ερευνητικές εξουσίες για το σκοπό αυτό(π.χ. έλεγχος σε επιχειρήσεις και μη επιχειρηματικούς χώρους για παραβάσεις, γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών κ.λπ.). Άλλη μία εκ των κυριοτέρων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής είναι και η επιβολή προστίμων στις επιχειρήσεις, που παραβιάζουν τη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της ΕΕ( όπως ρυθμίζεται στον Κανονισμό 1/2003). Παράλληλα οι παραπάνω αρμοδιότητες της Επιτροπής έχουν ανατεθεί και στις Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού, οι οποίες καλούνται να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ προκειμένου να διασφαλιστεί η μη στρέβλωση του ανταγωνισμού ή και ο περιορισμός αυτής. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί πως η Επιτροπή και τα εθνικά δικαστήρια λειτουργούν σ' ένα κλίμα συνεργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες του ανταγωνισμού της ΕΕ εφαρμόζονται με συνέπεια σ' όλη την ΕΕ. Οι δύο κεντρικοί άξονες της ενωσιακής αντιμονοπωλιακής πολιτικής συνίστανται στην απαγόρευση των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων και στην απαλλαγή εκείνων μόνο που ωφελούν τις αγορές και τους καταναλωτές αφενός και αφετέρου στην απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης. Κατά πρώτον, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ θεσπίζει την απαγόρευση συμφωνιών και συμπράξεων μεταξύ δύο ή περισσότερων ανεξάρτητων φορέων της αγοράς, που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Η διάταξη αυτή καλύπτει τόσο τις οριζόντιες συμφωνίες, δηλαδή μεταξύ πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο αλυσίδας εφοδιασμού και κάθετες συμφωνίες, που συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά επίπεδα, δηλαδή συμφωνία ενός κατασκευαστή και διανομέα της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απαγορευμένης σύμπραξης αποτελούν τα καρτέλ, τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάσουν το ύψος των τιμών ή και τη κατανομή της αγοράς. Κατά δεύτερον, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει στις επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά να καταχρώνται αυτήν χρεώνοντας επί παραδείγματι μη δίκαιες τιμές, περιορίζοντας την παραγωγή ή αρνούμενες να καινοτομούν εις βάρος των καταναλωτών. Αναλυτικότερα, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ χαρακτηρίζεται ως ένας απαγορευτικός ενωσιακός κανόνας δικαίου, αφού απαγορεύει -και μάλιστα κηρύσσοντας ως αυτοδικαίως άκυρεςσυμπράξεις οποιασδήποτε μορφής, οι οποίες δύνανται κατ' αποτέλεσμα να προκαλέσουν στρεβλώσεις στις εμπορικές συναλλαγές των κρατών- μελών ή περιορισμό και νόθευση του ανταγωνισμού. Σημαντικές έννοιες της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ΣΛΕΕ είναι αυτές της << επιχείρησης>>, των <<συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων>>, και <<η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού>>. 1 Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 στην υπόθεση C-557/12 - Kone AG,Otis GmbH,Schindler Aufzüge und Fahrtreppen GmbH,Schindler Liegenschaftsverwaltung GmbH,ThyssenKrupp Aufzüge GmbH κατά ÖBB-Infrastruktur AG, σκέψη 20. 5
Οι επιχειρήσεις φαίνεται να είναι τα υποκείμενα του απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 101. Η έννοια της επιχείρησης έχει κοινό περιεχόμενο σε όλο το δίκτυο των ενωσιακών κανόνων περί ανταγωνισμού. Σημειωτέον, ότι ο νομοθέτης επέλεξε να μην εξειδικεύσει την έννοια αυτή, αλλά άφησε στον εκάστοτε ερμηνευτή, ιδίως στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ), τον απαραίτητο χώρο και τη δυνατότητα να την προσδιορίσει, προσαρμόζοντάς την ταυτόχρονα στα δεδομένα της υπό εξέταση περίπτωσης. Εξίσου σημαντικός είναι και ο επηρεασμός του ανταγωνισμού ως απόρροια της απαγορευμένης συμπράξεως. Στη συγκεκριμένη διάταξη, λοιπόν, ως κεντρική έννοια αναδεικνύεται ο <<προσδοκώμενος ανταγωνισμός>> ως <<όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικός>>, δηλαδή αυτός που θα υπήρχε χωρίς την αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά(βλ. ΔΕΚ 26/76,25,10,1997, Metro SABA, Συλλ. 1977, ειδ. Εκδ. Σελ. 567). 2 Κατά πάγια νομολογία των ενωσιακών δικαστηρίων, για να εμπίπτει μία συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων στη σφαίρα εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, θα πρέπει <<να συνάγεται με επαρκή βεβαιότητα και βάσει νομικών ή πραγματικών στοιχείων ότι μπορεί να ασκήσει επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών>>(δεκ 56/65, 30.6.1966, Société Technique Minière/ Maschinenbau Ulm, Συλλ.1966, ειδ. εκδ. σε. 313). 3 Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 101, όλες οι απαγορευμένες συμπράξεις, που έχουν τις συνέπειες της παραγράφου 1, κηρύσσονται αυτοδικαίως άκυρες, ενώ στην τρίτη παράγραφο απαριθμούνται περιοριστικά οι μορφές συμπράξεων, που εμπίπτουν στην απαγόρευση της παραγράφου 1, όμως, η οικονομική αξιολόγησή τους είναι θετική. Θεσπίζεται με άλλα λόγια εξαίρεση απ την απαγορευτική διάταξη της παραγράφου 1. Περαιτέρω, στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύεται ρητά η εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, όταν αυτή γίνεται καταχρηστικά. Εμμένοντας, στην αρχική του προτίμηση, ο ενωσιακός νομοθέτης, όπως και στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, δεν διευκρινίζει την έννοια της <<δεσπόζουσας θέσης>>, ούτε και την <<καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής>>, παρέχοντας στον εφαρμοστή του δικαίου την εξουσία να προβεί στην εξειδίκευση αυτή. Σημαντικότερος παράγων καθορισμού της έννοιας αυτής είναι το ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης στην αγορά(περιοριστικό αποτέλεσμα στη αγορά) και όχι για παράδειγμα η πρόθεσή της. Κατά πάγια νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ, δεσπόζουσα θέση είναι <<η θέση οκονομικής ισχύος, που απολαμβάνει μία επιχείρηση και της δίνει τη δυνατότητα να παρεμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της και τελικά τους καταναλωτές>> (ΔΕΚ 27/76, 14.2.1978, United Brands / Επιτροπή, Συλλ. 1978, ειδ. εκδ. σελ. 567,σκ. 65) 4. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η κατοχή δεσπόζουσας θέσης τιμωρείται μόνο όταν συνοδεύεται από καταχρηστική εκμετάλλευση. Συνεπώς, το να βρίσκεται κάποιος σε δεσπόζουσα θέση δεν είναι καθεαυτό παράνομο γεγονός. Και αυτό διότι μία δεσπόζουσα επιχείρηση έχει μια ιδιαίτερη ευθύνη να διασφαλίσει πως η συμπεριφορά της δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Τέτοια καταχρηστική 2 Βλ. Β.Χριστιανός, Μ. Κουσκουνά, Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2011, σελ. 342. 3 Βλ. Β.Χριστιανός, Μ. Κουσκουνά, Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, ο.π., σελ. 342 4 Βλ. Β.Χριστιανός, Μ. Κουσκουνά, Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, ο.π., σελ. 354 6
εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης αποτελεί για παράδειγμα η περίπτωση της αποκλειστικής προμήθειας (η επιχείρηση απαιτεί οι αγοραστές να προμηθεύονται το σύνολο των μονάδων του συγκεκριμένου προϊόντος μόνο από την δεσπόζουσα επιχείρηση), ο καθορισμός των τιμών σε ζημιογόνα επίπεδα κ. ά. ii)ο Κανονισμός 1/ 2003 Στη συνέχεια εκδίδεται ο κανονισμός 1/2003 του οποίου στόχος ήταν η αποτροπή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά κι η μεθόδευση αποτελεσματικής κι ομοιόμορφης εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο κανονισμός καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού (στο εξής: ΕΑΑ ) και τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν τα 101 και 102 ΣΛΕΕ σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε πως το κείμενο του εν λόγω κανονισμού αντικατοπτρίζει μια απόπειρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξειδικεύσει το άμεσο αποτέλεσμα και το περιεχόμενο της συνακόλουθης δέσμευσης που δημιουργούν τα 101 και 102 για κράτημέλη,θεσμικά όργανα της Ε.Ε και για ιδιώτες. Βασικά χαρακτηριστικά του κανονισμού αποτελούν η ρητή αναγνώριση του αμέσου αποτελέσματος των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού, σε αρμονία με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, αλλά κι η θέσπιση υποχρέωσης αποκεντρωμένης εφαρμογής των κανόνων αυτών. Ως προς το δεύτερο στοιχείο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός αυτός εξουσιοδοτεί και τις ΕΑΑ και τα εθνικά δικαστήρια των κρατών- μελών με την εξουσία κρίσης και απόφανσης περί παράβασης του συμπλέγματος διατάξεων 101 & 102 ΣΛΕΕ. Η αρμοδιότητα αυτή παρέχεται σε αυτές τις αρχές όταν η εξεταζόμενη υπόθεση απαιτεί την παράλληλη εφαρμογή εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας ανταγωνισμού και ταυτόχρονα επηρεάζει το ενωσιακό εμπόριο. Η ερμηνεία του κριτηρίου επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών- μελών αντλείται κυρίως από τη νομολογία του ΔΕΕ και από την πρακτική της Επιτροπής. Όσον αφορά την υποχρέωση δημιουργίας ΕΑΑ και παροχής εξουσιών σε αυτές,αυτή συνάγεται από το άρθρο 35 του κανονισμού. Το ελάχιστο περιεχόμενο των παρεχόμενων εξουσιών αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού. Η οριοθέτησή τους όμως επαφίεται στους εθνικούς νομοθέτες οι οποίοι υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη το όριο της αρχής της αποτελεσματικότητας. Σχετικά με την αρμοδιότητα που έχουν πλέον τα εθνικά δικαστήρια επί της εφαρμογής των ενωσιακών κανόνων στον τομέα του ανταγωνισμού, το άρθρο 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού θεσπίζει την υποχρέωση εφαρμογής των 101 & 102 ΣΛΕΕ με την έννοια και της παράλληλης εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας όπως προαναφέρθηκε. Υπάρχει κι η περίπτωση της εφαρμογής των εθνικών δικονομικών διατάξεων εφόσον ελλείπουν αντίστοιχες διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου τηρουμένης πάντα της αρχής της αποτελεσματικότητας και της αρχής της ισοδυναμίας. Ζήτημα έχει προκύψει ως προς το ενδεχόμενο ύπαρξης αντίφασης ανάμεσα στην ενωσιακή και στην εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού όταν η πρώτη θεωρεί ότι μια πρακτική επιτρέπεται βάσει των 101 &102 ενώ η δεύτερη την απαγορεύει. Βάσει πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται η ενωσιακή νομοθεσία υπό την 7
επήρεια της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Υπάρχει και το άρθρο 3 το οποίο στη δεύτερη παράγραφό του αναφέρει ότι μπορούν να θεσπιστούν αυστηρότερες εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν ή επιβάλλουν κυρώσεις για καταχρηστική συμπεριφορά έναντι οικονομικά εξαρτημένων επιχειρήσεων. Η αναγνώριση των προαναφερθεισών εξουσιών σε ΕΑΑ και εθνικά δικαστήρια δε σημαίνει ότι η Επιτροπή απεκδύεται της αρμοδιότητάς της να εξετάσει αν συντρέχει παράβαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού καθώς συνεχίζει να είναι το υπεύθυνο όργανο για τη χάραξη πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η Επιτροπή εκδίδει κάποιες Ανακοινώσεις των οποίων η λειτουργία είναι τριπλή: διασαφητική (πληροφόρηση για εφαρμογή κανόνων ανταγωνισμού και κωδικοποίηση πρακτικής και νομολογίας του ΔΕΕ ), ερμηνευτική (εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών που περιέχονται στα άρθρα του κανονισμού ) και καθοριστική της πολιτικής ανταγωνισμού ( πληροφόρηση για την ακολουθούμενη πολιτική ανταγωνισμού σε ουσιαστικό και δικονομικό επίπεδο αλλά και για τον τρόπο άσκησης της παρεχόμενης από το ενωσιακό δίκαιο διακριτικής ευχέρειας). Οι ανακοινώσεις αυτές δεν έχουν δεσμευτική ισχύ για ΕΑΑ και εθνικά δικαστήρια. Παρόλα αυτά παράγεται μια de facto δέσμευση που απορρέει από την υποχρέωση ενιαίας και αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαιου. Αν η αρμοδιότητα της Επιτροπής εξαντλείτο απλά στην έκδοση μη δεσμευτικών ανακοινώσεων, η εξουσία που της δίνεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο στον τομέα του ανταγωνισμού θα ήταν άνευ αντικειμένου. Για αυτό το λόγο και η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να κινήσει είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον διαδικασία προκειμένου να διαπιστωθεί η παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού που ισχύει στην Ε.Ε.. Μετά το τέλος αυτής της διαδικασίας και αφού διαπιστωθεί παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει προσωρινά μέτρα, μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα αλλά και πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές. Επιπροσθέτως,στοχεύοντας στην αποτροπή νόθευσης του ανταγωνισμού στην ενωσιακή επικράτεια, η Επιτροπή έχει δημιουργήσει το λεγόμενο πρόγραμμα επιείκειας. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που δίνει κίνητρο σε επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε απαγορευμένη σύμπραξη, βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, να αναφέρουν στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού την ύπαρξη απαγορευμένης ένωσης επιχειρήσεων. Το αντάλλαγμα, που λαμβάνει η επιχείρηση που πρώτη ανέφερε την παράνομη σύμπραξη, είναι η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής προστίμου, ενώ η επιχείρηση, που θα αποκαλύψει περαιτέρω πληροφορίες για τη σύμπραξη, θα τιμωρηθεί αλλά με μειωμένο πρόστιμο. Για την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών της, η Επιτροπή εξοπλίζεται και με εξουσίες έρευνας οι οποίες διακρίνονται περαιτέρω σε: εξουσίες για συλλογή πληροφοριών (άρθρα 17-18 κανονισμού), κι εξουσίες ελέγχου (άρθρα 19-21 κανονισμού). Μια καινοτομία, που εισάγει ο Κανονισμός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η υποχρέωση συνεργασίας που επιβάλλεται ανάμεσα σε Επιτροπή, ΕΑΑ και εθνικά δικαστήρια. Στο άρθρο 15 του κανονισμού αναφέρεται πως κάθε εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαβιβάσει στην Επιτροπή αντίγραφο οποιασδήποτε απόφασής του, που άπτεται της εφαρμογής των 101 & 102 ΣΛΕΕ. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει εξ ίδιας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις για την εφαρμογή των προαναφερθέντων άρθρων, 8
καθώς επίσης μπορεί να υποβάλει προφορικές παρατηρήσεις χάριν του δημόσιου συμφέροντος οι οποίες έχουν σκοπό να επιστήσουν την προσοχή του εθνικού δικαστή σε ζητήματα ιδιαίτερα σημαντικά για τη συνεκτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Σχετικά τώρα με τη συνεργασία Επιτροπής και ΕΑΑ, η τελευταία έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για αποφάσεις των ΕΑΑ πριν εκδοθούν και επίσης μπορεί να αναλάβει υπόθεση από ΕΑΑ και να ξεκινήσει δική της διαδικασία. Ένα παράδειγμα αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των τριών αρχών που είναι αρμόδιες να εφαρμόσουν το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού, είναι το σύστημα ομαδικής απαλλαγής. Οι κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής έχουν αναγνωριστικό χαρακτήρα και δεν δεσμεύουν ΕΑΑ και εθνικά δικαστήρια(άρθρο 29 παρ.2 ΣΛΕΕ ). Συγκεκριμένα οι ΕΑΑ μπορούν να ανακαλέσουν το ευεργέτημα τέτοιου κανονισμού εφόσον με τη διατήρησή του παράγονται αποτελέσματα ασυμβίβαστα με το άρθρο 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Καταληκτικά λοιπόν, παρατηρούμε πως ο κανονισμός 1/2003 εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προσπάθειας της Ε.Ε να εφαρμόσει ομοιόμορφα και αποτελεσματικά τα 101&102 ΣΛΕΕ. Θεσπίζει ένα σύστημα αποκεντρωμένης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού προβλέποντας στενή συνεργασία Επιτροπής, ΕΑΑ και εθνικών δικαστηρίων τόσο ως προς τη διαπίστωση παράβασης των άρθρων 101&102 ΣΛΕΕ όσο και ως προς την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο εξέτασης της συνδρομής των προϋποθέσεων των 101&102 ΣΛΕΕ. Δηλαδή εισάγεται μια μεταφορά αρμοδιοτήτων στα κράτη- μέλη με απώτερο στόχο την αρμονική συνεργασία εθνικών και ενωσιακών οργάνων και κατ επέκταση την υιοθέτηση κανόνων. Με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπιστούν πιθανές επιπτώσεις ασυμμετρίας πληροφόρησης μεταξύ ρυθμιστικών αρχών με την παράλληλη καινοτομία στην εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου του ανταγωνισμού στο μέτρο που κάτι τέτοιο καθίσταται εφικτό. Γίνεται κατά συνέπεια φανερό ότι ο κανονισμός δίνει έμφαση στην επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας ανταγωνισμού από δημόσιους φορείς, όπως η Επιτροπή και οι ΕΑΑ. Ανακύπτουν επιπλέον κάποια ζητήματα σχετικά με τον τρόπο απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων των 101&102 ΣΛΕΕ αλλά και όσον αφορά τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα. Το άρθρο 2 του κανονισμού ορίζει μόνο το αντικειμενικό βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων δύο διατάξεων της ΣΛΕΕ αφήνοντας τις εθνικές έννομες τάξεις να απαντήσουν στα ερωτήματα που τέθηκαν πιο πάνω. Η αρχή της αποτελεσματικότητας πρέπει να τηρείται κατά την εφαρμογή των εθνικών αυτών διατάξεων. Ένα άλλο κενό που υπάρχει εντοπίζεται στη δεσμευτικότητα που διαθέτουν οι αποφάσεις των ΕΑΑ ως αποδεικτικά μέσα σε περίπτωση που μια υπόθεση παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού άγεται ενώπιον είτε δικαστηρίου κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει η ΕΑΑ που εξέδωσε την απόφαση είτε ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό που αποτελεί την έδρα της ΕΑΑ. Και προφανώς δεν απαντάται το ερώτημα σε ότι έχει να κάνει με την επιβολή του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού από ιδιωτικούς φορείς. Ο κανονισμός αφήνει αρρύθμιστο το ζήτημα των προϋποθέσεων άσκησης αγωγής αποζημίωσης από ιδιώτη κατά επιχείρησης λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού. Έτσι ο ενωσιακός νομοθέτης αφήνει το ζήτημα της άσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα 101&102 ΣΛΕΕ στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να υπολογίζει πως οι διαφορετικές νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν τα κράτη- μέλη αντανακλώνται και στις νομοθεσίες τους με άμεση συνέπεια τη διαφορετική 9
αντιμετώπιση των αγωγών αποζημίωσης σε περίπτωση παράβασης του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού. iii)πράσινη Βίβλος Από την ανωτέρω παρουσίαση και ανάλυση του καθεστώτος που ίσχυε επί της εφαρμογής των άρθρων 101, 102 ΣΛΕΕ και του Κανονισμού 1/2003, προκύπτει σαφώς η δημιουργία κενών. Τα κενά αυτά, όπως προαναφέρθηκαν, συνίστανται σε τρεις βασικούς άξονες που αφορούν 1 ον στο ζήτημα της ιδιωτικής επιβολής, δηλαδή της δυνατότητας εκ μέρους των ιδιωτών- θυμάτων από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να αξιώσουν αποζημίωση μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής, 2 ον στο δίκαιο της απόδειξης της παράβασης του δικτύου της αντι-ανταγωνιστικής νομοθεσίας (άρθρα 101,102 ΣΛΕΕ) και της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων των ΕΑΑ, στο πλαίσιο της δικαστικής διαφοράς με θέμα τον ανταγωνισμό. Ευλόγως προκύπτει πως οι παραβάσεις των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ(άρθρο 101, 102 ΣΛΕΕ), όπως τα καρτέλ ή η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, αποδεικνύονται επιζήμιες όχι μόνο για την οικονομία και τους καταναλωτές γενικότερα, αλλά επιπλέον μπορούν να προκαλέσουν και συγκεκριμένες βλάβες( π.χ υψηλότερες τιμές, χαμένα κέρδη) σε συγκεκριμένα θύματα(π.χ. σε άμεσους και έμμεσους πελάτες των παραβατών, σε ανταγωνιστές των παραβατών και στους πελάτες τους). Το γεγονός αυτό είχε ήδη διαπιστώσει και επισημάνει σε αποφάσεις του το ΔΕΕ(πρώην ΔΕΚ), με χαρακτηριστικότερη την απόφαση της 20 ης Σεπτεμβρίου 2001 C- 453/99 Courage and Crehan. Στη απόφαση αυτή οι εταιρείες Courage και Grand Met συμφώνησαν να συγχωνεύσουν τα ποτοπωλεία τους (pubs). Μεταβίβασαν προς το σκοπό αυτό τις pubs στην IEL(εταιρεία στην οποία μετέχουν με το ίδιο ποσοστό η Courage και Crehan). Οι Courage και IEL συνήψαν σύμβαση με βάση την οποία όλοι οι μισθωτές θα αγόραζαν ζύθο απ την Courage βάσει των τιμών του τιμοκαταλόγου. Η εταιρεία Crehan συνήψε σύμβαση με την IEL για την προμήθεια ζύθου απ την Courage. Στη συνέχεια, η Courage ασκεί αγωγή κατά της Crehan και ζητά χρηματικό ποσό το οποίο της όφειλε η τελευταία σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας. Η Crehan αμφισβήτησε τη βασιμότητα της αγωγής αυτής και ταυτόχρονα ισχυρίστηκε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 105 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρ. 85 ΣυνθΕΚ), ενώ άσκησε και ανταγωγή για αποζημίωση. Η Crehan υποστήριξε συγκεκριμένα ότι η Courage πωλούσε ζύθο σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που δέσμευαν τους συμβαλλομένους απ' τον τιμοκατάλογο, στους ανεξάρτητους ιδιοκτήτες pubs. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ζημιωθούν όσοι δεσμεύονταν από τη ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας και τις τιμές του τιμοκαταλόγου. Στο πλαίσιο της απάντησης επί του προδικαστικού ερωτήματος που ετέθη (ερωτήθηκε αν μπορεί ένα μέρος μιας απαγορευμένης σύμβασης, δυνάμενης να περιορίζει ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό, με βάση το άρθρο 105 ΣΛΕΕ, να επικαλεστεί την παράβαση του άρθρου αυτού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για να ζητήσει αποζημίωση από τον αντισυμβαλλόμενό του στην παράνομη αυτή σύμβαση -κάτι που απαγόρευε το αγγλικό δίκαιο-) το ΔΕΚ επανέλαβε το άμεσο αποτέλεσμα των αντιμονοπωλιακών διατάξεων της ΣΛΕΕ και τη δημιουργία δικαιωμάτων για τα υποκείμενα του δικαίου( σκέψη 23). Ταυτόχρονα στις σκέψεις 24, 25, 26, 27 και 31 κατέληξε στο ότι κάθε 10
ιδιώτης δικαιούται να επικαλεστεί την παράβαση του άρθρου 105 ΣΛΕΕ, έστω κι αν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε απαγορευμένη σύμβαση, ενώ μπορεί το συμβαλλόμενο αυτό μέρος να ζητήσει και αποζημίωση μέσω της δικαστικής οδού, με τις δικονομικές προϋποθέσεις, όμως, που θα θέσει η εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους- μέλους για την επίτευξη της κατοχύρωσης της προστασίας των δικαιωμάτων, τα οποία τα υποκείμενα του δικαίου αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο( τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας). Η διαπίστωση, όμως, από το ΔΕΕ του ότι κάθε επιχείρηση ή ιδιώτης έχει δικαίωμα στην πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε σε αυτούς από την παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ δεν αρκεί. Και αυτό,διότι στην πράξη τα περισσότερα θύματα, ιδίως οι Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (στο εξής ΜΜΕ) και οι καταναλωτές, σπάνια λαμβάνουν αποζημίωση εξαιτίας του ότι η αγωγή για την αξίωσή της διέπεται από τους εθνικούς κανόνες. Αυτό έχει ως συνέπεια να καθίσταται συχνά δαπανηρή και δύσκολη η άσκηση της εν λόγω αγωγής. Εκκινώντας από τον προβληματισμό αυτό και με βάση το ότι ορισμένα μόνο κράτη- μέλη είχαν θεσπίσει τέτοια δικονομική δυνατότητα, το 2013 η Επιτροπή πρότεινε την οδηγία για την άρση των κυριότερων εμποδίων για την αποτελεσματική αποζημίωση, καθώς και για την εξασφάλιση ελάχιστης προστασίας για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις σε όλη την ΕΕ. Ωστόσο, πριν από το τελικό στάδιο της έκδοσης της οδηγίας 104/2014 προηγήθηκαν άλλα βήματα, που ήταν απαραίτητα για να διαμορφωθεί το τελικό της κείμενο. Τα δύο βασικότερα στάδια της διαδικασίας αυτής ήταν η καλούμενη Πράσινη Βίβλος και η Λευκή Βίβλος. Η Πράσινη Βίβλος προηγείται χρονικά της Λευκής, αφού εκδόθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2005, εν αντιθέσει με την τελευταία, που δημοσιεύτηκε το 2008. Η Πράσινη Βίβλος εξετάζει τα βασικά ζητήματα που αφορούν τις αγωγές αποζημίωσης. Προσδιορίζονται, δηλαδή, τα εμπόδια για ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα αγωγών αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΣΛΕΕ, ενώ ταυτόχρονα προτείνει, για συζήτηση και πιθανή μελλοντική δράση, διάφορες επιλογές, που έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Πράσινης Βίβλου επιδιώκει να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος αξίωσης αποζημίωσης από κάποιον πιο εύκολη. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή επιθυμεί να προωθήσει μια ανοικτή συζήτηση για το θέμα της ιδιωτικής επιβολής(δηλαδή της νομικής προσφυγής από έναν ιδιώτη εναντίον ενός άλλου μέρους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η οποία μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, μία εκ των οποίων είναι και η αγωγή αποζημίωσης) των κανόνων της ΣΛΕΕ για το δίκαιο του ανταγωνισμού και των αγωγών αποζημίωσης ειδικότερα. Επομένως, στην Πράσινη Βίβλο δε λήφθηκε κάποια τελική απόφαση για το αν και ποιες ενέργειες θα πρέπει να γίνουν, αφού η Επιτροπή και οι ενδιαφερόμενοι βρίσκονται σε ανοιχτό πλαίσιο διαβουλεύσεων και προτάσεων. Ένα από τα κυριότερα ζητήματα και το πρώτο με το οποίο ασχολείται η Πράσινη Βίβλος είναι αυτό της αποδεικτικής διαδικασίας. Τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης είναι εξαιρετικά σημαντικά για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης. Μολαταύτα, η συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων της υποτιθέμενης παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας αποτελεί ένα από τα βασικότερα εμπόδια για τις αγωγές αποζημίωσης από τους ιδιώτες διαδίκους, κυρίως εξαιτίας του ότι αυτά βρίσκονται στην κατοχή του διαδίκου, που προέβη στην αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά. Επιπλέον, η απόδειξη τη πραγματικής ζημίας και η ποσοτικοποίηση των ζημιών μπορεί να είναι πολύ δύσκολη σε υποθέσεις ανταγωνισμού. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, η Πράσινη Βίβλος θέτει επί τάπητος πολλές επιλογές που 11
σχεδιάστηκαν ακριβώς προς αντιμετώπιση των πιθανών προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει ο εναγόμενος. Αυτές οι επιλογές έρχονται αντιμέτωπες -με ποικίλους τρόπους- με την υποχρέωση του εναγομένου να παραδώσει ορισμένα έγγραφα στον ενάγοντα, με το βάρος και το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως, που θα μπορούσε να προσαρμοστεί με την ασυμμετρία πληροφόρησης που υπάρχει μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου και με την αποδεικτική δύναμη των αποφάσεων των ΕΑΑ ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Ακόμα ένα θέμα το οποίο πραγματεύεται η Πράσινη Βίβλος είναι αυτό του πταίσματος. Δεδομένου ότι οι αγωγές αποζημίωσης αφορούν αδικοπραξίες, σε πολλά κράτη- μέλη απαιτείται η απόδειξη ύπαρξης πταίσματος. Σε ορισμένα από αυτά τα κράτη- μέλη, η ύπαρξη πταίσματος τεκμαίρεται αν μία ενέργεια είναι παράνομη βάσει της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ενώ σε άλλα δεν υπάρχει ανάλογο τεκμήριο. Επομένως, εξετάζεται ο βαθμός υπαιτιότητας που απαιτείται για την αποζημίωση. Άλλο ένα κεφαλαιώδες ζήτημα προς εξέταση συνίσταται στην αποζημίωση που θα επιδικασθεί. Το ύψος της ζημίας( θετική ζημία, διαφυγόν κέρδος), το ύψος των τόκων, καθώς και ο ποσοτικός καθορισμός της αποζημίωσης είναι ορισμένα από τα επιμέρους ρυθμιστέα θέματα. Παράλληλα με τα παραπάνω, η Πράσινη Βίβλος θέτει προς διαβούλευση και το πρόβλημα της μετακύλισης, που αφορά στη νομική αντιμετώπιση του γεγονότος ότι μία επιχείρηση που αγοράζει από έναν προμηθευτή με αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά μπορεί να είναι σε θέση να περιορίσει τις οικονομικές απώλειες μετακυλίοντας στους δικούς της πελάτες την επιπλέον επιβάρυνση με αποτέλεσμα η ζημία να μετακυλίεται τελικά προς την αλυσίδα διανομής ή και ακόμη εξ ολοκλήρου προς τον τελευταίο αγοραστή. Η προάσπιση των συμφερόντων του καταναλωτή, το κόστος των αγωγών, ο συντονισμός της εφαρμογής της νομοθεσίας από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, η δικαιοδοσία (εφαρμογή των διατάξεων περί δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου ή και των δύο διαδίκων ή της δωσιδικίας του τόπου που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός) και το εφαρμοστέο δίκαιο ( εξωσυμβατικές ενοχές, άρα εφαρμογή του Κανονισμού Ρώμη II) και άλλα ζητήματα επιχειρεί να εξετάσει η Πράσινη Βίβλος. Συμπερασματικά, μέσω και της παρουσίασης των σημαντικότερων κενών στην αντιανταγωνιστική νομοθεσία και της πρότασης ορισμένων λύσεων επ αυτών εκ μέρους της Επιτροπής, αναδεικνύονται τα πλεονεκτήματα του συστήματος αυτού για τους ιδιώτες, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Έτσι, τα θύματα της παράνομης αντιμονοπωλιακής συμπεριφοράς θα έχουν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν για την οικονομική απώλεια που υπέστησαν, ενώ ταυτόχρονα τα δικαστήρια θα είναι υποχρεωμένα να ακούσουν τις υποθέσεις, που άγονται ενώπιόν τους, σε αντίθεση με τη διοίκηση( δημόσια επιβολή), που έχει διακριτική ευχέρεια να ακολουθήσει και άλλη προτεραιότητα. Επιπρόσθετα, σε παγκόσμιο επίπεδο θα αυξηθούν η αποτροπή των παραβάσεων και η συμμόρφωση με το νόμο, ενώ οι ιδιωτικές δράσεις θα αναπτύξουν περαιτέρω μια κουλτούρα ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά, περιλαμβανομένων των καταναλωτών, καθώς και θα συμβάλλουν στην αύξηση της ευαισθητοποίησης για τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αυτό θα καταστήσει, βέβαια, την Ευρώπη πιο ανταγωνιστική, γεγονός που αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της Συνθήκης της Λισαβόνας. Καταλήγοντας, λοιπόν, η ιδιωτική επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της ΣΛΕΕ, παράλληλα με την εφαρμογή της νομοθεσίας από την Επιτροπή( 12
ευρωπαϊκή επιτροπή ανταγωνισμού) και τις ΕΑΑ των κρατών- μελών θα πρέπει να οδηγήσει σε μεγαλύτερη εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού. Αυτό με τη σειρά του θα πρέπει να συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Οι αγωγές αποζημίωσης είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός τρόπος ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι εξυπηρετούν όχι μόνο την καλύτερη εφαρμογή του νόμου εν γένει, αλλά και την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν εκείνοι που υπήρξαν θύματα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού iv)λευκή Βίβλος Όπως προαναφέρθηκε, της εκδόσεως της Οδηγίας 104/2014 προηγούνται δύο βασικά προπαρασκευαστικά στάδια που καλούνται αφενός Πράσινη και αφετέρου Λευκή Βίβλος. Της Πράσινης Βίβλου έπεται η δημοσίευση της Λευκής Βίβλου στις 2 Απριλίου 2008. Η έκδοση της Πράσινης Βίβλου εγκαινίασε μια περίοδο δημόσιας διαβούλευσης. Αναπτύχθηκε ευρύ ενδιαφέρον για την αντιμονοπωλιακή κοινότητα, ενώ ταυτόχρονα επετεύχθη και ένας από τους βασικότερους στόχους της Πράσινης Βίβλου, που δεν ήταν άλλος από την ευαισθητοποίηση ως προς το δικαίωμα των θυμάτων αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών να αξιώσουν αποζημίωση, καθώς και την προσπάθεια να προσπελαστούν τυχόν κωλύματα που δυσχεραίνουν τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Αξίζει, παράλληλα, να σημειωθεί πως τόσο πριν την έκδοση της Πράσινης Βίβλου όσο και πριν την έκδοση της Λευκής εκπονήθηκαν για λογαριασμό της Επιτροπής μελέτες. Η πρώτη μελέτη του 2004 για την Πράσινη Βίβλο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύστημα ενεργειών για την αποκατάσταση ζημιών εξαιτίας αντιμονοπωλιακών συμπράξεων ήταν υπανάπτυκτο στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με την πρώτη και η δεύτερη μελέτη στο πλαίσιο έκδοσης της Λευκής Βίβλου κατέδειξε πως παρά την αναγκαιότητα θέσπισης ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου που θα μετέτρεπε την άσκηση του δικαιώματος προς αποζημίωση σε μια ρεαλιστική δυνατότητα, και παρά την ύπαρξη δειγμάτων βελτίωσης σε ορισμένα κράτη- μέλη, στην πράξη η αποκατάσταση των θυμάτων παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ για τη βλάβη που υπέστησαν ήταν σπάνια. Το ύψος της αποζημίωσης που δεν εισπράττουν τα θύματα αυτά ανέρχεται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η Επιτροπή, λοιπόν, ενθαρρύνθηκε από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τους ενδιαφερόμενους σχετικά με την Πράσινη Βίβλο και αποφάσισε να εγκρίνει τη Λευκή Βίβλο προκειμένου να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω τις εν εξελίξει συζητήσεις για τις αγωγές αποζημίωσης καθορίζοντας συγκεκριμένα μέτρα που στοχεύουν στη δημιουργία ενός αποτελεσματικού ιδιωτικού συστήματος επιβολής στην Ευρώπη. Εν αντιθέσει με την Πράσινη Βίβλο σκοπός της οποίας ήταν να προσδιορίσει τα κύρια εμπόδια για ένα καλύτερο σύστημα αγωγών αποζημίωσης και να προταθούν διάφορες εναλλακτικές λύσεις και ενδεχόμενες ενέργειες για περαιτέρω μελέτη για τη βελτίωση της άσκησης των λεγόμενων <<επακόλουθων αγωγών>> (follow on: μετά από απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού) και των <<αυτόνομων αγωγών>> (stand-alone: χωρίς προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού), στη Λευκή Βίβλο εξετάζονται και παρουσιάζονται προτάσεις για πολιτικές επιλογές και συγκεκριμένα μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι όλα τα θύματα παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού θα έχουν πρόσβαση σε 13
αποτελεσματικούς μηχανισμούς αποκατάστασης, έτσι ώστε να αποζημιώνονται πλήρως για τις ζημίες που έχουν υποστεί. Προς επίτευξη του στόχου αυτού η Επιτροπή κατά την έκδοση της Λευκής Βίβλου ακολούθησε την πρώτη κατευθυντήρια αρχή ότι το νομοθετικό πλαίσιο αποτελεσματικών αγωγών αποζημίωσης για παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας θα πρέπει να στηρίζεται σε μια γνήσια ευρωπαϊκή προσέγγιση. Οι επιλογές πολιτικής που προτείνονται συνίστανται συνεπώς σε ισόρροπα μέτρα που έχουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή νομική παιδεία και τις ευρωπαϊκές νομικές παραδόσεις. Τέλος, μία ακόμα σημαντική κατευθυντήρια αρχή της πολιτικής της Επιτροπής ήταν να διαφυλαχθεί το κέντρο βάρους για την επιβολή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από τους δημόσιους φορείς, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και τις ΕΑΑ των κρατών- μελών. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που προτείνονται στη Λευκή Βίβλο σκοπό έχουν τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος επιβολής της νομοθεσίας από ιδιωτικούς φορείς μέσω αγωγών αποζημίωσης, το οποίο συμπληρώνει, αλλά δεν αντικαθιστά, ούτε θέτει σε κίνδυνο, την επιβολή της νομοθεσίας από τους δημόσιους φορείς. Η Επιτροπή μέσω της Λευκής Βίβλου προτείνει τα ακόλουθα μέτρα και επιλογές πολιτικής. Όσον αφορά το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής, η Επιτροπή υιοθέτησε τη θέση του ΔΕΕ ότι << κάθε υποκείμενο δικαίου>> που υπέστη ζημία εξαιτίας της παράβασης των αντιμονοπωλιακών διατάξεων έχει δικαίωμα να ασκήσει την εν λόγω αγωγή. Συνεπώς, το αυτό ισχύει και για τους έμμεσους αγοραστές, δηλαδή τους αγοραστές που δεν είχαν άμεση δοσοληψία με το δράστη της παράβασης, αλλά οι οποίοι υπέστησαν σοβαρή ζημία λόγω της μετακύλισης σε αυτούς παράνομης επιπλέον επιβάρυνσης μέσω της αλυσίδας διανομής. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης σημαντικό να υπογραμμίσει την ύπαρξη σαφούς ανάγκης για θέσπιση μηχανισμών που να επιτρέπουν την ομαδοποίηση των μεμονωμένων αγωγών θυμάτων παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας( συλλογικές αγωγές). Οι μεμονωμένοι καταναλωτές και οι ΜΜΕ, ειδικά αυτές που είχαν υποστεί σποραδικές και σχετικά χαμηλής αξίας ζημίες, συχνά αποθαρρύνονται λόγω διαδικαστικών κωλυμάτων να ασκήσουν μεμονωμένη αγωγή. Γι αυτό οι συλλογικές αγωγές μπορούν, σύμφωνα με την Επιτροπή, να επιλύσουν αποτελεσματικά τα θέματα αυτά. Επιπλέον, στη Λευκή Βίβλο θίγονται ζητήματα, που άπτονται του δικαίου της απόδειξης. Περισσότερο συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε άλλο σημείο της παρούσας εργασίας, οι υποθέσεις ανταγωνισμού συντίθενται από πληθώρα πραγματικών περιστατικών, ενώ μεγάλο μέρος των καθοριστικής σημασίας αποδείξεων, που είναι απαραίτητες για την στοιχειοθέτηση μιας αγωγής αποζημίωσης και την απόδειξη των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, συχνά αποκρύπτονται. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προτείνει να εξασφαλιστεί σε ολόκληρη την ΕΕ ένα ελάχιστο επίπεδο γνωστοποίησης στοιχείων μεταξύ των μερών σε υποθέσεις αποζημιώσεως για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Βέβαια, η αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχείων από τον εναγόμενο θα πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά υπό τον έλεγχο του δικαστή, προς αποφυγήν καταχρηστικών πρακτικών( π.χ. αναγκαία και αναλογική η αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχείων). Επιπρόσθετα, η Λευκή Βίβλος προτείνει λύση και ως προς το εάν θα πρέπει οι αποφάσεις των ΕΑΑ να παράγουν δεσμευτικό αποτέλεσμα. Από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ και του άρθρου 16 παράγραφος 1 του Κανονισμού 1/2003, προκύπτει πως οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού αποτελούν δεσμευτική απόδειξη σε αστικές διαδικασίες 14
για αποζημίωση. Η Επιτροπή, λοιπόν, θεωρεί πως το αυτό θα πρέπει να ισχύσει και για τις αποφάσεις των ΕΑΑ. Ένας κανόνας με τέτοιο σκοπό θα εξασφάλιζε μια πιο συνεπή εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ από τους διάφορους εθνικούς φορείς και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Επίσης, θα βελτίωνε αισθητά την αποτελεσματικότητα και τη διαδικαστική αποδοτικότητα των αγωγών αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ενώ τα δικαστήρια δε θα χρειαστεί να εξετάσουν εκ νέου πραγματικά περιστατικά και νομικά ζητήματα, που έχουν ήδη κριθεί απ την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο ανωτέρω κανόνας παρέχει δεσμευτική ισχύ μόνο σε τελεσίδικες αποφάσεις. Παράλληλα, στη Λευκή Βίβλο εκφράζεται και η θέση του ΔΕΕ για τα είδη βλάβης για τα οποία τα θύματα δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση. Η τελευταία πρέπει να είναι πλήρης για την πραγματική αξία της ζημίας που υπέστησαν, Συνεπώς, το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης εκτείνεται όχι μόνο στην πραγματική ζημία που οφείλεται στην αντι-ανταγωνιστική αύξηση της τιμής, αλλά και στο διαφυγόν κέρδος, λόγω οποιασδήποτε μείωσης των πωλήσεων και περιλαμβάνει δικαίωμα σε τόκους. Ταυτόχρονα γίνεται πρόβλεψη προσεγγιστικών μεθόδων υπολογισμού ή απλουστευμένων κανόνων εκτίμησης των ζημιών. Τέλος, ρυθμίζονται ζητήματα όπως αυτό της μετακύλισης, ενώ υπάρχει και πρόβλεψη γα τη μείωση του βάρους απόδειξης όσο προχωρά η αλυσίδα στους έμμεσους καταναλωτές, τις προϋποθέσεις της υπαιτιότητας για την καταβολή αποζημίωσης, της προθεσμίας παραγραφής, του κόστους αγωγών αποζημίωσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των προγραμμάτων επιεικούς μεταχείρισης και των αγωγών αποζημίωσης. Β. Αρρύθμιστα ζητήματα Η Ε.Ε είναι φανερό πλέον ότι έχει αρχίσει να εντοπίζει τα κενά που υπάρχουν αναφορικά με την αποτελεσματική ενάσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Γι αυτό άλλωστε ξεκίνησε μέσω των διαβουλεύσεων για την προαναφερθείσα έκδοση της Πράσινης και της Λευκής Βίβλου να προτείνει τη θέσπιση δικονομικών και ουσιαστικών μέτρων τα οποία θα εξασφάλιζαν την αποκατάσταση της ζημίας των θυμάτων παράβασης του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού. Τα ζητήματα που έχρηζαν ρύθμισης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία αποτέλεσαν και στόχους της έκδοσης ενός κατάλληλου νομοθετικού μέτρου προσανατολισμένου στη διασφάλιση δικαιώματος αποζημίωσης των ζημιωθέντων εκ της παράβασης ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού ήταν: i. Η βελτιστοποίηση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δημόσια (από εθνικούς κρατικούς φορείς ) και ιδιωτική επιβολή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού ii. Η διασφάλιση του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης iii. Η συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων για την προετοιμασία της αγωγής αποζημίωσης που μπορεί να βρίσκονται στην κατοχή του αντιδίκου ή τρίτων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού iv. Η αποδεικτική αξία των αποφάσεων των ΕΑΑ περί διαπίστωσης παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού 15
v. Ενιαίες προθεσμίες παραγραφής vi. Η θέσπιση αποτελεσματικών μηχανισμών συλλογικής έννομης προστασίας ιδίως για καταναλωτές και ΜΜΕ vii. Η θέσπιση κανόνων για την ένσταση μετακύλισης της ζημίας viii. Η ποσοτικοποίηση της ζημίας ix. Η εισαγωγή συναινετικών τρόπων επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν από την παράβαση του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού Γ. Η Οδηγία 104/ 2014 Τα παραπάνω θέματα ήρθε να διευθετήσει η Οδηγία 104/2014 σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παράβαση διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οδηγία επιλέχθηκε ως το πλέον κατάλληλο νομικά δεσμευτικό μέσο από την Επιτροπή λόγω της δυνατότητας που παρέχει στα κράτη- μέλη να επιλέξουν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα για την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στην οδηγία. Έτσι, τα κράτη- μέλη έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κανόνες συνάδουν με το υπάρχον ουσιαστικό και δικονομικό τους πλαίσιο. Επίσης, η οδηγία αποτελεί ένα ευέλικτο μέσο για την καθιέρωση κοινών κανόνων στα εθνικά δίκαια των κρατών- μελών σε κλάδους οι οποίοι έχουν καθοριστική σημασία για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την αποτελεσματικότητα των αγωγών αποζημίωσης και για την εξασφάλιση επαρκών εγγυήσεων σε ολόκληρη την Ε.Ε. Τέλος, η οδηγία αποφεύγει τη λήψη μη αναγκαίων μέτρων στις περιπτώσεις όπου οι εγχώριες διατάξεις των κρατών- μελών ανταποκρίνονται ήδη στις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο αν κάποια υπόθεση, κατά την κρίση του εθνικού δικαστηρίου ή του ΔΕΕ, επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών- μελών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει παράβαση των άρθρων 101&102 ΣΛΕΕ, μέσω της οδηγίας επιβάλλονται ίδιοι ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες είτε εφαρμόζεται το ενωσιακό είτε το εθνικό δίκαιο περί ανταγωνισμού. Αν αυτό δεν συνέβαινε, θα επικρατούσε νομική αβεβαιότητα και ο χειρισμός των υποθέσεων από τους δικαστές θα φάνταζε αδύνατος. Πηγή της αδυναμίας αυτής θα ήταν τα αντικρουόμενα αποτελέσματα που θα προέκυπταν ανάλογα με το αν το δικαστήριο θεωρούσε την υπόθεση που άγεται ενώπιον του ως παραβίαση ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται τόσο στη νομολογία του ΔΕΕ όσο και στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας. Η εξεταζόμενη οδηγία υλοποιεί το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων 101&102 ΣΛΕΕ όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα αυτά και τα οποία οφείλουν να σέβονται τα εθνικά δικαστήρια. Φυσικό επακόλουθο του αποτελέσματος αυτού που παράγουν τα δύο άρθρα είναι ότι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καταναλωτές, επιχειρήσεις, δημόσια αρχή μπορεί να αξιώσει αποζημίωση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για ζημία που υπέστη λόγω παράβασης των 101&102 ΣΛΕΕ. Η άποψη αυτή διατυπώνεται και στις πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αλλά και στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτής όπου αναφέρεται και το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο προκαλείται η προώθηση του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και άρση των εμποδίων στην εύρυθμη 16
λειτουργία της, διασφαλίζοντας ισότιμη και ενιαία προστασία σε όλη την Ένωση για οποιονδήποτε έχει υποστεί τέτοια ζημία. Πρόκειται για καινοτομία στον τομέα της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού καθώς μέχρι την έκδοση της οδηγίας εναπέκειτο στα κράτη- μέλη να εφαρμόσουν τις ρυθμίσεις που περιείχε το εθνικό τους δίκαιο για υποθέσεις παράβασης του ανταγωνισμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Courage & Crehan, αφού βάσει του αγγλικού δικαίου η αξίωση αποζημίωσης ήταν απαράδεκτη εφόσον προβάλλεται από συμβαλλόμενο σε παράνομη σύμβαση όπως ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Crehan ο οποίος υπέγραψε ένα μισθωτήριο με την εταιρεία IEL το οποίο περιείχε ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας ζύθου από την Courage σε τιμές που καθορίζονταν στο συμβόλαιο και δεν αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων. Οι τιμές όμως που καθορίζονταν στο συμβόλαιο ήταν ανώτερες από αυτές στις οποίες πωλούσε η Courage ζύθο σε ανεξάρτητους ιδιοκτήτες pubs. Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι η διάταξη αυτή του αγγλικού δικαίου αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο και πιο συγκεκριμένα στα άρθρα 101 παρ.1 & 3 ΣΛΕΕ. Παρόλα αυτά στις σκέψεις 25 και 29 το Δικαστήριο είπε ότι επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια η εφαρμογή διατάξεων ενωσιακού δικαίου για να καταστούν αποτελεσματικές και να προστατεύουν τα δικαιώματα που δίνονται στους ιδιώτες. Έτσι το θέμα της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων και των δικονομικών προϋποθέσεων άσκησης ενδίκων βοηθημάτων αγωγών αποζημιώσεως λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού, επιλύεται με αναγωγή στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών- μελών. Ειδικότερα στη σκέψη 33 της προαναφερθείσας υπόθεσης το ΔΕΕ ανέθεσε στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αν ο αιτών λόγω της σύμβασης βρισκόταν σε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με τον αντισυμβαλλόμενό του, πράγμα που καθιστούσε τη διαπραγματευτική του ελευθερία και την ικανότητα αποτροπής της ζημίας ή περιορισμού της έκτασής της μέσω όλων των μέσων παροχής ένδικης προστασίας περιορισμένη. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το ΔΕΕ και στις υποθέσεις Manfredi & Donau Chemie όπου απαντώντας σε σχετικό προδικαστικό ερώτημα του δικαστηρίου αν δικαιούται και τρίτος να αξιώσει αποζημίωση και να προβάλει την ακυρότητα απαγορευμένης σύμπραξης ή πρακτικής αντίστοιχα εφόσον αποδείξει έννομο συμφέρον και αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα σε σύμπραξη ή πρακτική και σε ζημία. Στην πρώτη υπόθεση, η Manfredi ήταν μία ασφαλιστική εταιρεία η οποία σε συνεργασία με κάποιες άλλες ασφαλιστικές καταδικάστηκε στην καταβολή ποσού προσαυξήσεων των ασφαλίστρων από υποχρεώσεις που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις αστικής ευθύνης για ατυχήματα προκαλούμενα από αυτοκίνητα, μοτοποδήλατα και συναφή οχήματα. Οι προσαυξήσεις στα ασφάλιστρα προέκυψαν από σύμπραξη που τελικά κηρύχθηκε παράνομη από την ΕΑΑ. Με τρεις αποφάσεις της η ΕΑΑ κίνησε διαδικασία διαπίστωσης της παράβασης του άρθρου 2 του νόμου 287/90 εναντίον των εναγομένων. Η παράβαση των εναγομένων εντοπίστηκε στη συμμετοχή σε σύμπραξη που είχε σκοπό τη συντονισμένη πώληση διάφορων προϊόντων για ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η ΕΑΑ διαπίστωσε ότι οι επιμέρους ασφαλιστικές εταιρείες έθεσαν σε εφαρμογή παράνομη συμφωνία που είχε ως αντικείμενο την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα των ασφαλίσεων. Με αυτόν τον τρόπο παρεχόταν η δυνατότητα στις συμμετέχουσες εταιρείες να συντονίσουν και να καθορίσουν τις τιμές των ασφαλίστρων των συμβάσεων αστικής ευθύνης από ατυχήματα που προέρχονται από αυτοκίνητα και συναφή οχήματα, ώστε να επιβαρύνουν τους χρήστες με σημαντικές αυξήσεις ασφαλίστρων που δεν δικαιολογούνταν από τις συνθήκες της αγοράς και τις οποίες (αυξήσεις) οι καταναλωτές δεν 17