ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2015 Α1. Επιδράσεις της δημοτικής ποίησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν : o Η χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου [ μπορούσε κάποιος να αναφέρει τα στοιχεία του παραθέματος του σχολικού βιβλίου σ. 293, χωρίς να είναι υποχρεωτικό] («Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου / κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου».) o Η δημοτική γλώσσα ή, καλύτερα, γλώσσα λαϊκή με ιδιωματισμούς: («ανεί τσ αγκάλες», «βαριόμοιρος» κ.ά o Το σχήμα του αδιανόητου καθ υπερβολή: στ. 7 [4.21] o Η προσωποποίηση των φυσικών στοιχείων (ο λεγόμενος ανιμισμός): στ. 1 [4.21] o Ο νόμος των τριών: τρεις εικόνες ανακαλεί στη μνήμη του για να περιγράψει τη Φεγγαροντυμένη στ. 13 15 [4.21], τρεις περιπτώσεις ανακαλεί από το παρελθόν για να περιγράψει την ανανεωμένη σωματική του δύναμη μετά την εξαφάνιση της οπτασίας στ. 16-19 [5.22]. o Η μορφή της φεγγαροντυμένης αντίστοιχη με τις νεράιδες του δημοτικού τραγουδιού. o Το σχήματα κατ άρση και θέση: στ.11 [4.21], στ. 7 [5.22] Οι επιρροές του δημοτικού τραγουδιού στον Κρητικό δεν περιορίζονται σε όσα προαναφέρθηκαν. Υπάρχουν κι άλλα χαρακτηριστικά που μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει στο ποίημα, όπως οι εκτενείς παρομοιώσεις, οι εικόνες από τη φύση, η παρατακτική σύνδεση κ.ά. Από όλα αυτά τα στοιχεία ο υποψήφιος έ- πρεπε να αναφέρει μόνο τρία, συνοδεύοντας το καθένα με ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από το ποίημα. Το παράδειγμα είναι υποχρεωτικό, για να εξασφαλίσει ο υποψήφιος το σύνολο των μονάδων της ερώτησης. Να σημειωθεί πως, αν κάποιος υποψήφιος δεν αναφέρει για τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο κάποιο παράδειγμα, δεν τίθεται ζήτημα, διότι κάθε στίχος του ποιήματος αποτελεί παράδειγμα. Ο διεξοδικός σχολιασμός των παραδειγμάτων είναι περιττός. Γενικά, η ερώτηση αυτή, όπως κάθε χρόνο, δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία ακόμη και για υποψηφίους που δεν έχουν μελετήσει επαρκώς. Β1 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3[20]
στ. 10: Ο πιθανός θάνατος της κόρης συμπίπτει με την εμφάνιση μέσα από το είδωλο του φεγγαριού στη θάλασσα μιας μορφής λουσμένης (ντυμένης) στο φεγγαρόφως. Μιας μορφής που ξετυλίχτηκε μέσα από αυτό κι έμοιαζε να χει ντυθεί το φως της σελήνης, μιας φεγγαροντυμένης. στ. 13: Η όψη και η υπόσταση της οπτασίας αποδίδονται με τρεις εικόνες συχνές στην ποίηση του Σολωμού (φως, δροσιά, τρέμουλο). Οι ανταύγειες του δροσερού φεγγαρόφωτος τη λούζουν, χωρίς να τη σκεπάζουν, γεγονός που γίνεται αντιληπτό με την όραση (έτρεμε, φως) και με την αφή (έτρεμε, δροσάτο) (σχήμα συναισθησίας). Η αντίθεση που δημιουργεί το φως, ως πηγή θερμότητας, με το επίθετο «δροσάτο» (οξύμωρο σχήμα) αίρεται, αν σκεφτεί κανείς ότι το φως του φεγγαριού δεν είναι θερμό. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται όλη η μαγεία και ο υπερφυσικός χαρακτήρας της θεϊκής επιφάνειας της Φεγγαροντυμένης. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 4[21] στ. 1-2: Η προσωποποίηση των αστεριών που στο κοίταγμα της Φεγγαροντυμένης «αναγαλλιάζουν» και αυτά δυναμώνουν το φως τους και στέλνουν, σαν χαιρετισμό, προς αυτήν δέσμη φωτός που, όμως, δεν την αγγίζει (και φανταζόμαστε ότι σχημάτισε γύρω της ένα α- σημόχρωμο πέπλο), δείχνει την υπερφυσική διάσταση της οπτασίας που μπορεί να ε- πικοινωνεί με τις φυσικές δυνάμεις χωρίς να υπόκειται στους φυσικούς νόμους στ. 7-8: Σκόρπιζε παντού ένα φως λαμπρό, μεσημεριανό, αν κι ήταν νύχτα, ένα φως που ξεκίνησε από το φεγγάρι, αντιφέγγισε στην ίδια, συνεχίστηκε στα αστέρια και μετά απλώθηκε στη νύχτα, μέχρι που πλημμύρισε τη φύση και την έκανε να λάμπει σαν αληθινός ναός του φωτός, [αδιανόητο καθ υπερβολή: το αφύσικο δηλαδή που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική] ένα φως όρασης και ενόρασης μαζί (χριστιανικός ανιμισμός: μεταμόρφωση της φύσης σε χώρο λατρείας θεού) (θρησκευτικότητα Σολωμού - ατμόσφαιρα θρησκευτικής μυσταγωγίας). Το υπερφυσικό και υπερβολικό, λοιπόν, χαρακτηρίζει όλη την παρουσία της φεγγαροντυμένης και αποδίδεται με την ανιούσα κλιμάκωση της φωτοχυσίας. Η συγκεκριμένη ερώτηση δυσκόλεψε τους υποψηφίους, λόγω της διατύπωσης τής άποψης που έπρεπε να επιβεβαιώσουν με αναφορές στο κείμενο. Με προσεκτική, ωστόσο, μελέτη καθένας μπορούσε να καταλάβει τι εννοεί ο Αθανασόπουλος. Έ- πρεπε, λοιπόν, να εντοπίσουν τέσσερα σημεία του κειμένου, όπου γίνεται αισθητή η μεταμορφωτική δύναμη του φωτός, που κάνει τα πράγματα και τα σώματα τα οποία «αγκαλιάζει» να αλλάζουν κατά τρόπο θαυμαστό. Ο σχολιασμός που ζητήθηκε δεν είναι τίποτε άλλο από δικαιολόγηση των επιλογών των υποψηφίων. Ο εντοπισμός των στοιχείων που επιβεβαιώνουν την άποψη του Αθανασόπουλου ήταν πολύ εύκολο να εντοπιστούν από τους υποψηφίους, ακόμη κι αν δεν είχαν καταλάβει το περιεχόμενο της, μια και μόνο σε πέντε σημεία γίνεται αναφορά σε φως.
Από αυτά, βέβαια, ο στίχος 20 4.[21] περιγράφει μια ρεαλιστική εικόνα, οπότε δεν αποτελεί τμήμα της απάντησης. Β2 α) Το πρώτο χρονικό επίπεδο καλύπτει τον χρόνο του ναυαγίου και των θαυμαστών εμπειριών του Κρητικού («Φεγγαροντυμένη», «γλυκύτατος ήχος»): Η εξαφάνιση του οράματος 1-4 Επιστροφή στο ναυάγιο μέσω ονείρου 11-12 Η επιστροφή στην πάλη με τα κύματα 15 Το δεύτερο την προηγούμενη φάση της ζωής του ήρωα στη σκλαβωμένη Κρήτη: Οι αγώνες του στην Κρήτη 16-20 Το τρίτο χρονικό επίπεδο είναι η ζωή του πρόσφυγα μετά τη σωτηρία του: Η μεταμόρφωση του ήρωα 5, 7-10 Ο κίνδυνος παραλογισμού του ήρωα 13 14 Η απάντηση της ερώτησης αυτής ήταν εύκολη, αν ο υποψήφιος είχε μελετήσει το συνοδευτικό κείμενο του σχ. βιβλίου. σελ. 287 και γνώριζε απλώς την υπόθεση του ποιήματος. Β2 β) Μέσα στην υπερκόσμια φωταψία η φεγγαροντυμένη συγκεντρώνει την προσοχή της στον Κρητικό που είχε στραφεί προς αυτήν με μια έλξη όμοια με αυτή που ασκεί ο βορράς στη μαγνητική βελόνα Το φαινόμενο του μαγνητισμού αξιοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την έλξη μεταξύ πνευμάτων και ψυχών. Με την παρομοίωση αυτή (στ. 10) τονίζεται η διονυσιακή διάθεση που προκαλεί στον Κρητικό αυτό το μεταφυσικό βίωμα. Τον μαγνητίζει και τον μεταφέρει σε μια κατάσταση έκστασης, με αποτέλεσμα να χάνει την επαφή με τον έξω κόσμο. Η αμοιβαία έλξη τονίζεται και με το σχήμα άρσης και θέσης («Όχι στην κόρη, αλλά σ εμέ την κεφαλή της κλίνει»). Ζητούμενο της ερώτησης ήταν να παρουσιάσουν οι υποψήφιοι το περιεχόμενο της παρομοίωσης (περιγραφή αναφορικού και δεικτικού μέρους της) και να εξηγήσουν τον ρόλο που επιτελεί ως προς το περιεχόμενο του κειμένου, χωρίς να είναι περιττή και η αναφορά στην αισθητική της λειτουργία. Πάντως, όσοι υποψήφιοι περιορίστηκαν στην αισθητική λειτουργία της (παραστατικότητα, ζωντάνια, γλαφυρότητα και άλλα τετριμμένα) θα έχουν απώλεια μονάδων. Γ1 α)
Στον θαμπωμένο από την ομορφιά της θεϊκής κόρης, Κρητικό η όψη της θέτει σε κίνηση μια διαδικασία μνημονικής αναζήτησης, που στηρίζεται στην ομοιότητα της οπτασίας με κάποια ακαθόριστη μορφή από το παρελθόν, γλυκιά και ξεχασμένη. Του θυμίζει, λοιπόν, κάτι αλλά δεν ξέρει τι. Ίσως την είχε δει ζωγραφισμένη στην εκκλησία από αριστοτέχνη αγιογράφο (εκδοχή που προβάλλει έντονα τη θεϊκή υπόσταση της οπτασίας), ίσως ήταν μια ερωτική ο- πτασία της εφηβικής του ηλικίας, ίσως είχε ονειρευτεί την αγγελική αυτή ομορφιά όταν ακόμη ήταν βρέφος. θα μπορούσε αυτό το βρεφικό όνειρο να είναι η εικόνα της ίδιας της μητέρας του. Γι ακόμη μια φορά μέσα στο ποίημα επανέρχεται το μοτίβο του αριθμού τρία: «Κάν Κάνε Καν». Τη νιώθει σαν μια παλιά γλυκιά ανάμνηση που έμεινε ανενεργή στο βαθύτερο υπόστρωμα της μνήμης του. Κοινό στοιχείο και στις τρεις μορφές είναι η άνευ όρων αγάπη, που γεννά τη διάθεση για ολοκληρωτική αφοσίωση. Στους στίχους αυτούς ο- ρισμένοι βλέπουν απήχηση της πλατωνικής θεωρίας της αναμνήσεως, σύμφωνα με την οποία η επίγεια γνώση του ανθρώπου είναι ανάμνηση της γνώσης του κόσμου των Ιδεών που δέχθηκε η ψυχή του ανθρώπου σε ένα προσωματικό στάδιο. δηλαδή όσα γνωρίζει ο άνθρωπος στη γη είναι είδωλα αυτών που γνώρισε σε άλλο κόσμο πριν γεννηθεί. Γ1 β) Η οπτασία εξαφανίζεται και ο Κρητικός σχεδόν θρηνεί καθώς αισθάνεται έρημος στον αγώνα της επιβίωσης της δικής του και της αγαπημένης του. Ωστόσο, η εντύπωση της οριστικής απώλειας της ευεργετικής παρουσίας ανατρέπεται («αλλ άκουσα»), καθώς ο Κρητικός νιώθει (ακούει) στο χέρι του, που είχε απλώσει ικετευτικά προς αυτή, ένα δάκρυ της. Το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώνει την αντικειμενικότητα του ονείρου ή οράματος. Το δάκρυ αυτό επενέργησε στον ήρωα. Από εκείνη τη στιγμή δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Ο μέχρι τότε πατριώτης και πολεμοχαρής Κρητικός, δεν έχει πια τη διάθεση να σκοτώνει Αγαρηνούς. Το χέρι του μοιάζει να αποδυναμώθηκε μετά από αυτό το δάκρυ, με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που δε χαίρεται πια τον πόλεμο. Τώρα πια αντί για το στιβαρό χέρι του πολεμιστή μοιάζει περισσότερο με το δυστυχισμένο χέρι ενός ζητιάνου που απλώνεται ζητώντας την ελεημοσύνη των ευσπλαχνικών διαβατών. Η μετάβαση από την άρση (στ. 5 6) στη θέση (στ. 7 8) δείχνει τη νέα στάση και το νέο ήθος του ήρωα, για τον οποίο η πλήρωση μέσα στην αγάπη του άλλου έρχεται όχι ως αποτέλεσμα ανάγκης αλλά συνειδητής επιλογής. Αυτή η επώδυνη αυτογνωσία σημαίνει την ηθική του ελευθερία. Αξιοσημείωτη η εικόνα του ζητιάνου, με την οποία εκφράζεται παραστατικά η ψυχική μεταμόρφωση του Κρητικού.] Στον Κρητικό (όπως στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και στον Πόρφυρα) κυριαρχεί το μοτίβο της δοκιμασίας. Οι δοκιμασίες του ήρωα αρχίζουν με τους αγώνες του στην Κρήτη, συνεχίζονται με την τρικυμία, κορυφώνονται με το όραμα της Φεγγαροντυμένης και τον ε- ξαίσιο ήχο για να καταλήξουν στο χαμό της Κόρης. Η κλιμάκωση όμως των δοκιμασιών συμπορεύεται με τη σταδιακή ηθική ολοκλήρωση του ήρωα. Το γεγονός αυτό εκφράζεται αρνητικά (χαρά δεν ειν ο πόλεμος) και θετικά (τ απλώνω του διαβάτη), ενώ από την έμμε-
τρη πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνάγεται έμμεσα ότι ο ήρωας είχε αποκτήσει και την ιδιότητα του ποιητή. Έτσι η μορφή του ζητιάνου ποιητή συνιστά το τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης του ήρωα μέσω της δοκιμασίας. Κλασική ερώτησης σχολιασμού στίχων. Μια ενάρετη απάντηση προϋποθέτει τον σχολιασμό κάθε στίχου. Δ1 ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ Και στα δύο κείμενα παρουσιάζεται μια αναδυομένη γυναικεία οπτασία («Ένα κορμί παρθενικό, γυμνό αργοπροβάλλει κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ αφρισμένα τα ματια της» - «και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει φεγγαροντυμένη») Και οι δύο μορφές βρίσκονται μέσα στη θάλασσα («κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ αφρισμένα» - «κι από το πέλαο που πατεί») Και οι δύο γυναικείες φιγούρες παρουσιάζονται αφοπλιστικά όμορφες και φωτεινές («τα κάλλη τ απολλώνεια και τα φωτολουσμένα» - «κι έδειξεν πάσαν ομορφιά /φεγγαροντυμένη». Η θεϊκή υπόσταση των δύο γυναικείων μορφών («τα μάτια της τα θεϊκά» -«Θεϊκιά θωριά της») Τα στοιχεία της φύσης επηρεάζονται από τις εκπάγλου καλλονής γυναικείες οντότητες («Ο ήλιος εσκυθρώπιασε μπροστά στα τόσα κάλλη..» - «Εκοίταξε τ αστέρια, κι ε- κείνα αναγαλλιάσαν»). Το ποιητικό υποκείμενο έλκεται από τις μορφές και στα δύο κείμενα. («με μάτια λιγωμένα. Θεότρελος» - «καταπώς στέκεις το βοριά η πετροκαλαμίθρα μ εκοίταζε κι εκείνη») Και οι δύο γυναικείες οπτασίες εξαφανίζονται («και χάνεται στη θάλασσα» - «ε- χάθη αλιά μου!») ΔΙΑΦΟΡΕΣ Στον Κρητικό ο ήρωας βρίσκεται μεσοπέλαγα, ενώ στο παράλληλο κρύβεται στο α- κρογιάλι ( βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα» - «κρυμμένος κάπου εκεί στο έρημ ακρογιάλι») Τα γεγονότα στον Καρυωτάκη διαδραματίζονται την ημέρα υπό το φως του ήλιου, ενώ στον Σολωμό τη νύχτα υπό το φως των αστεριών και της σελήνης. («ο ήλιος ε- σκυθρώπιασε» - «λαγαρό φεγγάρι / εκοίταξε τ αστέρια»)
Η γυναικέια φιγούρα στον κρητικό ξετυλίγεται από το φεγγάρι, ενώ στο σονέτο του Καρυωτάκη ξεπροβάλλει από τα βράχια. («και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει» - «Από τα βράχι ανάμεσα πετιέται να κεφάλι») Στη θέα της φεγγαροντυμένης ο Κρητικός εκστασιάζεται, πιστεύοντας ότι πρόκειται για υπερβατική οντότητα, ενώ ο άλλος λιγώνεται ερωτικά για το γυμνό κορμί της νεραϊδόμορφης οντότητας. («Τέλος σ εμέ που βρίσκομουν πετροκαλαμίθρα» - «με μάτια λιγωμένα»). Πριν από την εξαφανιση της φεγγαροντυμένης τα μάτια της αντανακλούν συμπάθεια και θλίψη, ενώ στο παράλληλο τα μάτις της νεράιδας φόβο. («εδάκρυσαν τα μάτια της» - «με φόβο με κοιτάζουν» Η φεγγαροντυμένη, προτού εξαφανιστεί, αφήνει ένα δάκρυ στο ικετευτικά υψωμένο χέρι του ήρωα, ως απόδειξη της παρουσίας της, ενώ η νεράιδα απλώς εξαφανίζεται χωρίς να αφήνει κανένα ίχνος πίσω της. («άκουσα του δάκρυου της ραντίδα /στο χέρι που χα σηκωτό» - «και χάνεται στη θάλασσα») Το αδίδακτο κείμενο που επιλέχθηκε διευκόλυνε τους υποψηφίους, διότι οι ομοιότητες και οι διαφορές του με το διδαγμένο κείμενο ήταν πολλές και ευδιάκριτες. Οι υποψήφιοι όφειλαν να παρουσιάσουν δύο ομοιότητες και τρεις διαφορές, συνοδεύοντάς τες κι από κειμενικές αναφορές που τις αποδεικνύουν. Εννοείται ότι οι υποψήφιοι μπορούσαν να εντοπίσουν κι άλλες ομοιότητες ή διαφορές πέρα από τις προαναφερθείσες. Τα θέματα στα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν οι υποψήφιοι ήταν διατυπωμένα με σαφήνεια σε γενικές γραμμές και δεν προκαλούσαν σύγχυση στους υποψηφίους. Ο μαθητής εκείνος που δεν είχε απλώς μελετήσει κατά τρόπο χρησιμοθηρικό, αλλά είχε εξοικειωθεί με τον ποιητικό λόγο του Σολωμού και είχε κατανοήσει σε ρεαλιστικό, ιστορικό, φιλοσοφικό και μεταφυσικό επίπεδο ερμηνείας τον τραγικό αγώνα ενός ανθρώπου να πετύχει τον στόχο του μέσα από δοκιμασίες, μπορούσε να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ερωτήσεις. επιμέλεια Κονιδάρης Γρηγόρης