Τίτλος Μαθήματος: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα - Θεματογραφία Ι Ενότητα: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα 3 Διδάσκουσα: Καθηγήτρια Ελένη Χουλιαρά - Ράϊου Τμήμα: Φιλολογίας
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Ἐπιδείξω δ ὑμῖν τουτονὶ Στέφανον καὶ μεμαρτυρηκότα τὰ ψευδῆ, καὶ δι αἰσχροκερδίαν τοῦτο πεποιηκότα, καὶ κατήγορον αὐτὸν αὑτοῦ γιγνόμενον τοσαύτη περηφάνεια τοῦ πράγματός ἐστιν. Ἐξ ἀρχῆς δ ὡς ἂν οἷός τ ὦ διὰ βραχυτάτων εἰπεῖν πειράσομαι τὰ πεπραγμένα μοι πρὸς Φορμίωνα, ἐξ ὧν ἀκούσαντες τήν τ ἐκείνου πονηρίαν καὶ τούτους, ὅτι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρήκασιν, γνώσεσθε. Δημοσθένης, Κατὰ Στεφάνου Α 1-2 α) ΧΡΟΝΟΙ Β. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Με τον όρο «χρόνοι» δηλώνονται: 1. Το χρονικό σημείο κατά το οποίο γίνεται η πράξη Παρόν (Ενεστώτας, ενίοτε και ο Παρακείμενος) Παρελθόν (Παρατατικός, Αόριστος, Υπερσυντέλικος και ενίοτε και ο Παρακείμενος) Μέλλον (Μέλλοντας, Τετελεσμένος Μέλλοντας) 2. Το ποιόν, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο παρουσιάζεται η πράξη που δηλώνεται από το ρήμα, με άλλα λόγια το είδος της πράξης που περιγράφει το ρήμα. Μπορεί να εκφράζει μία πράξη εξελισσόμενη ή επαναλαμβανόμενη στο παρόν (Ενεστώτας, Παρατατικός και ενίοτε Μέλλοντας) μία πράξη που περιγράφεται ως απλό συνεπτυγμένο γεγονός (Αόριστος και ενίοτε Μέλλοντας) μία πράξη ολοκληρωμένη, τετελεσμένη με ένα σταθερό και μόνιμο αποτέλεσμα (Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος, Τετελεσμένος Μέλλοντας) Παρατηρήσεις Το χρονικό σημείο ή αλλιώς η χρονική βαθμίδα της πράξης μπορεί να είναι είτε απόλυτο είτε σχετικό. Οι χρόνοι δείχνουν την ακριβή χρονική βαθμίδα μόνο στην οριστική (σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ο Μέλλοντας) και στις άλλες εγκλίσεις. Το είδος ή ποιὸν της πράξης από την άλλη εκφράζεται σε όλες τις εγκλίσεις συμπεριλαμβανομένου και του απαρεμφάτου και της μετοχής. 27
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ ΠΟΙΟΝ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΧΡΟΝΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Εξακολουθητικό Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας γράφω ἔγραφον γράψω Στιγμιαίο Τετελεσμένο Αόριστος Μέλλοντας Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Τετελεσμένος Μέλλοντας ἔπεισα πείσω βεβασίλευκα ἐβεβασιλεύκειν βεβασιλεύσω ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΧΡΟΝΩΝ ΑΡΚΤΙΚΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Ενεστώτας, Μέλλοντας, Παρακείμενος, Τετελεσμένος Μέλλοντας Παρατατικός, Αόριστος, Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος β) ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ Ο Ενεστώτας είναι, όπως αναφέρθηκε, εξακολουθητικός παροντικός χρόνος. Οι επιμέρους σημασίες του είναι οι ακόλουθες: 1. Παριστάνει μία πράξη εξελισσόμενη στο παρόν Οὗτος, τί ποιεῖς ἐτεόν, οὐπὶ τοῦ τέγους;; Ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον (Αριστοφ. Νεφέλαι 1502-1503) 2. Εκφράζει μία γνώμη που έχει γενικό κύρος και παντοτινή ισχύ. Βρίσκεται κυρίως στα γνωμικά και στις παροιμίες εξ ου και ο χαρακτηρισμός του ως γνωμικού Ενεστώτα τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἔπηται / ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ (Σόλ. απ. 6.3-4) 3. Συχνά ο Ενεστώτας χρησιμοποιείται προς δήλωση μιας πράξης που συμβαίνει, επαναλαμβάνεται κατά συνήθεια στο παρελθόν, γνωστός και ως επαναληπτικός Ενεστώτας ἡ πρύμνα ἐστεμμένη τοῦ πλοίου / ὃ εἰς Δῆλον Ἀθηναῖοι πέμπουσιν (Πλάτ. Φαίδων 58a) 4. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στις αφηγήσεις γεγονότων του παρελθόντος, χρήση που ξεκινά από τους πρώτους ιστορικούς. Σε αυτούς οφείλεται και η ονομασία του ως ιστορικού Ενεστώτα ἀποστέλλουσιν οὖν, καὶ περὶ αὐτῶν ὁ Θεμιστοκλῆς τοῖς Ἀθηναίοις κρύφα πέμπει (Θουκ. Ἱστορία 1.91.3). Με τη χρήση του Ενεστώτα στη θέση του παρελθοντικού χρόνου η διήγηση γίνεται, ζωντανή, εναργής γιατί το είδος της πράξης από στιγμιαίο «μεταμορφώνεται» σε διαρκές. Με άλλα λόγια ο διηγούμενος την πράξη μεταφέρεται μέσω της φαντασίας του στο παρελθόν οπότε συνέβαινε η 28
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι ιστορούμενη πράξη και τρόπον τινά την «βλέπει» να εκτελείται μπροστά στα μάτια του. Ως ένα δράμα πια την προβάλλει και στους ακροατές του. Στη δυνατότητά του να καθιστά παραστατικότερη τη διήγηση οφείλει την ονομασία δραματικός Ενεστώτας. Θεωρείται μαζί με τον άχρονο Ενεστώτα, του Ενεστώτα δηλαδή των απλών αναγραφών (Δαρείου και Παρεισάτιδος γίγνονται παῖδες δύο) υποδιαίρεση του ιστορικού Ενεστώτα. 5. Επίσης πολλές φορές φανερώνει κάτι που επιθυμεί (εκούσια βούληση) ή προσπαθεί να πράξει το υποκείμενο. Πρόκειται για τον βουλητικό ή αποπειρατικό Ενεστώτα ἦ μὴν ἐγώ σου χἀτέρους μείζονας κολάζω (Αριστοφ. Σφῆκες 258). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ρήματα ὠνοῦμαι, δίδωμι, μισθοῦμαι, πείθωμαι κ.ά. 6. Χρησιμοποιείται για γεγονότα και πράξεις που συντελέστηκαν στο παρελθόν, το αποτέλεσμά τους όμως συνεχίζει να υφίσταται και στο παρόν (αποτελεσματικός Ενεστώτας). Τότε όμως έχει τη σημασία Παρακειμένου και μεταφράζεται αντιστοίχως με Παρακείμενο εἰ στασιάζουσιν, ὥσπερ πυνθανόμεθα (= όπως έχουμε πληροφορηθεί όχι όπως πληροφορούμαστε). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα ρήματα: λέγω, ἀκούω, παθαίνω, στέλλω, γεννῶ, τίκτω και τα συνώνυμά τους. Ακολούθως τα ἡττῶμαι, κρατοῦμαι, νικῶ και τα συνώνυμά τους καθώς και τα γιγνώσκω, μανθάνω, πυνθάνομαι, φημί. Ειδικά τα ἀκούω, γιγνώσκω, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι σημαίνουν πολλές φορές ακοή, γνώση, πίστη, μάθηση, αίσθηση κ.ά., η οποία συντελέστηκε πρωτύτερα στο παρελθόν, ισχύει όμως ακόμη και στο παρόν. Ομοίως τα φημὶ και λέγω. 7. Τέλος τίθεται συχνά αντί Μέλλοντα προκειμένου να δηλωθεί μία μελλοντική πράξη. Στην περίπτωση αυτή δηλώνει με βεβαιότητα αυτό που θα ακολουθήσει καὶ εἰ αὕτη ἡ πόλις ληφθήσεται, ἔχεται καὶ ἡ πᾶσα Σικελία (Θουκ. Ἱστορία 6.91.3). Συνήθως συναντάμε στην κατηγορία αυτή ρήματα που δηλώνουν κίνηση (ἥκω, οἴχομαι - ἴκω, ἰκάνω στο έπος). Τρόπον τινά η πράξη που περιγράφεται με αυτό το είδος του Ενεστώτα, πρόκειται να γίνει στο μέλλον εάν πραγματοποιηθεί μία άλλη μελλοντική πράξη. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο «προφητικός» Ενεστώτας γιατί υπογραμμίζει τη βεβαιότητα για πραγμάτωση αυτού που προλέγεται. ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ Ο Παρατατικός ισοδυναμεί με Ενεστώτα στο παρελθόν, όπου και διατηρεί τις περισσότερες σημασίες του. Και οι δύο χρόνοι χαρίζουν το ίδιο ποιὸν της πράξης (εξακολουθητικό) ενώ διαφέρουν χρονικά μόνο στην Οριστική. Στις άλλες εγκλίσεις έχει τους τύπους του Ενεστώτα. Οι ιδιαίτερες σημασίες του Παρατατικού είναι οι ακόλουθες: 1. Φανερώνει μία πράξη που συντελέστηκε στο παρελθόν κατά χρονικό διάστημα το οποίο δηλώνεται ή νοείται από τα συμφραζόμενα. Η διάρκεια της πράξης αυτής μπορεί να είναι συνεχής ή να διακόπτεται Οἱ δὲ στρατιῶται ἐθαύμαζον καὶ ἐσιώπων 2. Δηλώνει μία πράξη που κατά συνήθεια επαναλαμβάνεται στο παρελθόν (επαναληπτικός Παρατατικός) Λίχας μὲν γὰρ ταῖς γυμνοπαιδίαις τοὺς ἐπιδημοῦντας ἐν Λακεδαίμονι ξένους ἐδείπνιζε, Σωκράτης δὲ διὰ παντὸς τοῦ βίου τὰ ἑαυτοῦ δαπανῶν τὰ μέγιστα πάντας τοὺς 29
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ βουλομένους ὠφέλει βελτίους γὰρ ποιῶν τοὺς συγγιγνομένους ἀπέπεμπεν (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 1.2.61) 3. Φανερώνει εκούσια ενέργεια, προσπάθεια ή βούληση του Υποκειμένου (βουλητικός ή αποπειρατικός) διέφθειρον (= προσπαθούσαν να σκοτώσουν) γὰρ προσιόντες τοὺς στρατιώτας καὶ ἕνα λοχαγὸν διέφθειραν (= σκότωσαν) 4. Δηλώνει πρόθεση, σκοπό (= είχα πρόθεση, σκόπευα να ) ή κίνδυνο (= παρ ολίγο να, λίγο έλειψε να ) ἐλθοῦσα δ Αὐλίδ ἡ τάλαιν ὑπὲρ πυρᾶς μεταρσία ληφθεῖσ ἐκαινόμην ξίφει (= παρ ολίγο να φονευτώ με το ξίφος) (Ευρ. Ἰφιγένεια ἐν Ταῦροις 26-27) 5. Χρησιμοποιείται ακόμη και για να δηλώσει το ξεκίνημα, την έναρξη μιας πράξης, απ όπου και ο χαρακτηρισμός του ως εναρκτικού Παρατατικού Οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνησκον πλείους ἀπώλλοντο (Ιπποκρ. Ἐπιδημίαι 1.14) 6. Όπως ο Ενεστώτας πολλών ρημάτων έχει και σημασία Παρακειμένου, αντιστοίχως και ο Παρατατικός των ρημάτων αυτών έχει σημασία Υπερσυντελίκου και μεταφράζονται έτσι. Με άλλα λόγια όσα ρήματα έχουν αποτελεσματικό Ενεστώτα, έχουν και αποτελεσματικό Παρατατικό. ἐνίκων = νίκησα και παραμένω νικητής ἔφευγον = έφυγαν και παραμένουν φυγάδες Προσοχή! Οι Παρατατικοί των ρημάτων οἴχομαι και ἤκω έχουν συνηθέστερα σημασία Αορίστου και όχι Υπερσυντελίκου: ᾠχόμην (= απήλθα, αποχώρησα), ἦκον (= ήρθα) 7. Τέλος, ένα όχι και τόσο εύχρηστο είδος του Παρατατικού, είναι ο αποκαλυπτικός Παρατατικός όταν συνοδευόμενος από το ἦν (κατά κανόνα μαζί με το ἆρα) φανερώνει μία πράξη που συντελέστηκε στο παρελθόν και αναγνωρίζεται στο παρόν ενώ πριν η πράξη αυτή ήταν άγνωστη, μη αντιληπτή. Αποδίδεται στα νέα ελληνικά με το «λοιπόν» ή «αλήθεια» κ.ά. ὡς ἐκτὸς εἴης σὺ δὲ κατ οἶκον ἦσθ ἄρα (Ευρ. Ἰφιγένεια ἐν Ταῦροις 1310). ΑΟΡΙΣΤΟΣ Ο Αόριστος, όπως και ο Παρατατικός, φανερώνει μία πράξη του παρελθόντος. Ετυμολογικά προέρχεται από το ἀ- στερητικό + ὄρος όπου οφείλει και την ονομασία του, καθώς παρουσιάζει πράξη συντελεσθείσα στο παρελθόν χωρίς να δίνει λεπτομέρειες. «Περιορίζει» την πράξη σε έκταση ή διάρκεια από την άποψη του ομιλητή σε αντίθεση με τον Παρατατικό που παρουσιάζει την πράξη σε εξέλιξη. Σύμφωνα με κάποιους «ο Αόριστος βλέπει ένα χρόνο σα χίλια χρόνια ενώ ο Αόριστος χίλια χρόνια σαν ένα χρόνο». Οι ιδιαίτερες σημασίες του είναι οι εξής: 1. Εναρκτικός Αόριστος δηλωτικός της έναρξης μιας πράξης (ή σύμφωνα με τον Ασωνίτη, φανερώνει την «είσοδο» του Υποκειμένου σε μία κατάσταση). Η έναρξη της πράξης είναι κάτι αντιληπτό αλλά χωρίς χρονική διάρκεια. Συνέβη μία στιγμή στο παρελθόν και μάλιστα θεωρείται το γεγονός προτερόχρονο σε σχέση με τη στιγμή της 30
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι ομιλίας γι αυτό και το ρήμα τίθεται στον Αόριστο. Εναρκτικό Αόριστο έχουμε κυρίως με τα ρήματα: ἐβασίλευσα, ἦρξα, ἐβουλήθην, ἐδάκρυσα, ἐνόσησα, ἐθάρρησα, ἐχάρην, ἐφοβήθην κ.ά. ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς ἐβασίλευσε (Θουκ. Ἱστορία 2. 15.2) 2. Όπως και οι Ενεστώτας και Παρατατικός, πολλές φορές ο Αόριστος τίθεται στην Οριστική για να δηλώσει αυτό που επαναλαμβάνεται συνήθως. Απαντά σε γνωμικά, παροιμίες, γνῶμαι, καθολικού χαρακτήρα και κύρους. Ο Αόριστος τότε είναι άχρονος (δεν αναφέρεται σε χρονικό σημείο) και ονομάζεται γνωμικός Αόριστος πολλοὺς δ ὁ θυμὸς ὁ μέγας ὤλεσεν βροτῶν (Ευρ. Ἀρχέλαος απ. 31.1). Ο γνωμικός Αόριστος προέρχεται από τον εμπειρικό Αόριστο ο οποίος δηλώνει απόκτηση εμπειρίας που αποκτάται μέσω της επανάληψης. Η εμπειρία στη συνέχεια καταλήγει να έχει καθολικό κύρος. Ισοδυναμεί με Ενεστώτα, με τον οποίο συνήθως συνάπτεται. 3. Ενίοτε ο Αόριστος στην οριστική τίθεται αντί Μέλλοντα, όπως και ο Ενεστώτας, για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα το αποτέλεσμα που θα προκύψει. Επειδή όμως ο ομιλητής δεν μπορεί να περιγράψει τα γεγονότα του μέλλοντος με βεβαιότητα, μεταφέρει το παρελθόν στην περιοχή του μέλλοντος χρησιμοποιώντας συχνά υποθετικούς λόγους όπου απαντά το αυτό το είδος του χρόνου ἀπωλόμην ἄρ εἴ με λείψεις, ή στα νέα ελληνικά «αν μας δουν, χαθήκαμε» 4. Χρησιμοποιείται επίσης αντί Ενεστώτα, σε ρητορικές ερωτήσεις εκφράζοντας προτροπή (δηλαδή με προτρεπτική Υποτακτική), ή ανυπομονησία του ομιλητή τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην;; (Αριστοφ. Σφῆκες 213) 5. Αντί Ενεστώτα χρησιμοποιείται ακόμα και στις επιστολές από όπου και ο χαρακτηρισμός του ως επιστολικός Αόριστος. Ο επιστολογράφος νοερά μεταφέρεται στον χρόνο της ανάγνωσης της επιστολής από τον παραλήπτη. Όπου ό,τι γράφεται τώρα, θα είναι τότε στο παρελθόν. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται ρήματα όπως: ἔστειλα, ἀπέστειλα, ἔγραψα, ἔπεμψα κ.ά. ἀλλὰ μετ Ἀρταβάζου ἀνδρὸς ἀγαθοῦ, ὅν σοι ἔπεμψα, πρᾶσσε θαρσῶν καὶ τὰ ἐμὰ καὶ τὰ σὰ ὅπῃ κάλλιστα καὶ ἄριστα ἕξει ἀμφοτέροις (Θουκ. Ἱστορία 1.129.3-130.1) 6. Φανερώνει το αποτέλεσμα μιας πράξης που ισχύει μέχρι το παρόν. Έτσι συγχέεται πολλές φορές με τον Παρακείμενο αλλά επικρατεί ο Αόριστος Καὶ τῶν θεραπαινῶν καὶ τῶν οἰκετῶν οὐδένα κατέλιπεν, ἀλλ ἅπαντας πέπρακε (Αισχίν. Κατὰ Τιμάρχου 99.6-7) ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ Ο Παρακείμενος στην Οριστική δηλώνει μία πράξη τετελεσμένη, το αποτέλεσμα της οποίας είναι ορατό και στο παρόν. Είναι ο χρόνος που δηλώνει μία κατάσταση στο παρόν ή το αποτέλεσμα μιας πράξης που παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο στο παρόν. Οι αρχαίοι γραμματικοί τον ονόμασαν «τέλειο Ενεστώτα», Ενεστώτα του τετελεσμένου, λόγω της σχέσης που έχει με το παρόν. Αρχικά ο Παρακείμενος: 1. Δήλωνε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το Υποκείμενο του ρήματος (Παρακείμενος καταστάσεως), η οποία προήλθε από προηγηθείσα ενέργεια του ρήματος. Σε αυτό το είδος του Παρακειμένου ανήκουν συνήθως ρήματα που εκφράζουν πνευματική ενέργεια: οἶδα, πέπυσμαι, μέμνημαι κ.ά. 31
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ ψυχική κατάσταση: γέγηθα, δέδοικα, τεθάρρηκα κ.ά. σωματική ή φυσική κατάσταση: κέκμηκα, τετύχηκα, διέφθορα, ὄλωλα, τέθνηκα κ.ά. κίνηση: βέβηκα, πέφευγα κ.ά. Προσοχή! Ο Παρακείμενος, ήδη από τον Όμηρο, είναι μεταβατικός χρόνος δηλαδή δέχεται αντικείμενο στο οποίο μεταβαίνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος. Με άλλα λόγια γίνεται αποτελεσματικός οπότε λαμβάνει παρελθοντική σημασία και μεταφράζεται με Αόριστο ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα (Ομ.Ὀδύσσεια 17.284) 2. Μπορεί και ο Παρακείμενος να εκφράζει αλήθεια γενικού κύρους ή γνώμη μόνιμης ισχύος (γνωμικός Παρακείμενος) πολλοὶ δὲ διὰ δόξαν καὶ πολιτικὴν δύναμιν μεγάλα κακὰ πεπόνθασιν (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 4.2.35-36) 3. Ενίοτε τίθεται για να δηλώσει μελλοντική πράξη (αντί Μέλλοντα) όταν ο ομιλητής θεωρεί βέβαιο και έτσι δεδομένο πως η πράξη που περιγράφει θα γίνει, ώστε την αναπαριστά ήδη συντελεσμένη (βλ. παραπάνω) ἀριθμὸς ἐὰν ἀφέλῃς ἢ προσθῇς τι, ἕτερος, εὐθὺς γέγονε ἔσται (Πλάτ. Εὐθύδημος 432b) 4. Έχει την έννοια του Ενεστώτα, ανάλογος του επιστολικού Αορίστου. Η χρήση του αυτή υπαγορεύεται από την ιδέα ότι ο αποστολέας «μεταδίδει» την επιστολή στον παραλήπτη. Ο Παρακείμενος πια έχοντας παροντική σημασία είναι πιο ισχυρός από τον Αόριστο ἀπέσταλκά σοι τόνδε τὸν λόγον (Iσοκρ. Πρὸς Δημόνικον 2.3) 5. Τέλος χρησιμοποιείται προς επίταση ή επανάληψη μίας πράξεως κατά το παρόν, δηλαδή η πράξη που περιγράφεται εκτελείται κατά το παρόν ή κατ επανάληψη. Αυτού του είδους ο Παρακείμενος εντοπίζεται και στον Όμηρο και στους αττικούς συγγραφείς: Πεπότηνται = πετούν εδώ κι εκεί Πεφόβηται = φοβάται πάρα πολύ Βέβρηχε = βρυχάται πολύ δυνατά Κέκραγε = φωνάζει πολύ δυνατά Γέγηθε = χαίρει πάρα πολύ κ.ά. Από τη χρήση του αυτή προήλθε άλλη χρήση του ως δηλωτικού μίας σειράς ομοίων πράξεων που συνέβησαν μεν στο παρελθόν, λαμβάνονται δε συγκεντρωμένες στο παρόν πολλοὶ δὲ διὰ δόξαν καὶ πολιτικὴν δύναμιν μεγάλα κακὰ πεπόνθασιν (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 4.2.35 36) ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ βέβηκα γέγονα ΣΗΜΑΣΙΑ βαδίζω είμαι 32
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι ἔγνωκα ἔστηκα ἠμφίεσμαι κέκλημαι κέκτημαι μέμνημαι οἶδα πέποιθα πέφυκα δέδοικα ἔοικα γνωρίζω στέκομαι ντύνομαι ονομάζομαι κατέχω θυμάμαι γνωρίζω (έχω μπροστά στα μάτια μου) εμπιστεύομαι είμαι (από τη φύση μου) φοβάμαι μοιάζω ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ Φανερώνει μία πράξη που τοποθετείται στο παρελθόν (είναι Παρακείμενος τοποθετημένος στο παρελθόν, όπως ο Παρατατικός για τον Ενεστώτα). Εκφράζει με άλλα λόγια κατάσταση ή αποτέλεσμα που συμπληρώθηκε στο παρελθόν, τελείωσε μέσα στη σφαίρα του παρελθόντος. Εάν αυτό έγινε πριν ή μετά από κάποιο άλλο γεγονός του παρελθόντος, δεν δηλώνεται από τον Υπερσυντέλικο (δηλαδή δεν εκφράζεται το σχετικό χρονικό σημείο) αλλά κάτι τέτοιο μπορεί να προκύψει από τα συμφραζόμενα Ἀθηναῖοι δὲ τάς τε τεσσαράκοντα ναῦς ἐς Σικελίαν ἀπέστειλαν, ὥσπερ παρεσκευάζοντο, καὶ στρατηγοὺς τοὺς ὑπολοίπους Εὐρυμέδοντα καὶ Σοφοκλέα Πυθόδωρος γὰρ ὁ τρίτος αὐτῶν ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν (Θουκ. Ἱστορία 4.2.2 3.3). Στο παράδειγμα αυτό η πρόθεση πρὸ τοποθετεί την πράξη πριν από κάποιο άλλο γεγονός. Αυτή η χρήση του Υπερσυντελίκου συνηθίζεται στις περιπτώσεις όπου εκφράζεται αιφνίδια μεταβολή μιας κατάστασης που έτσι τοποθετείται σε προγενέστερο χρόνο σαν να συνέβη πρώτα - πρώτα, ενώ στην ουσία συντελέστηκε μετά. Όσα ρήματα έχουν Παρακείμενο που ισοδυναμεί με Ενεστώτα (δηλαδή αποτελεσματικό Παρακείμενο), έχουν Υπερσυντέλικο που ισοδυναμεί με Παρατατικό. ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΙ ΣΗΜΑΣΙΑ δέδοικα φοβάμαι ἐδεδοίκειν φοβόμουν ἔοικα μοιάζω ἐῴκειν έμοιαζα κέκτημαι έχω ἐκεκτήμην είχα μέμνημαι θυμάμαι ἐμεμνήμην θυμόμουν ἔστηκα στέκομαι εἰστήκειν στεκόμουν ἀνέῳκτε είναι ανοικτό ἀνέῳκτο ήταν ανοικτό οἶδα γνωρίζω ἤδειν γνώριζα 33
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ 1. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μία πράξη μία πράξη παρελθούσα η οποία ακολούθησε κατόπιν μίας άλλης πράξης, λίγο πριν από αυτήν. Τότε ο Υπερσυντέλικος πρέπει να αποδίδεται με χρόνο Αόριστο και να μεταφράζεται με τις φράσεις «ευθύς, αμέσως, στη στιγμή πριν από αυτό» κ.ά. Επειδή στην περίπτωση αυτή ο χρόνος περιγράφει μία πράξη του παρελθόντος καλείται περιγραφικός Υπερσυντελικός και είναι συγγενής σημασιολογικά με τον Παρατατικό ταχὺ δὲ τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία ἀνηλώκει διώκων (Ξεν. Κύρου Παιδεία 1.4.5). MEΛΛΟΝΤΑΣ Ο Μέλλοντας στην Οριστική σημαίνει ότι κάτι θα γίνει θα συμβεί στο μέλλον (Μέλλων διαρκείας) ή ότι η πράξη θα συντελεσθεί κάποια συγκεκριμένη στιγμή στο μέλλον (Μέλλων συντελικός). Δεν υπάρχει η δυνατότητα διάκρισης του είδους της πράξης (διαρκές ή στιγμιαίο). Διακρίνεται μόνο από τα συμφραζόμενα πορεύεσθαι ἡμᾶς δεῖ ὅπου ἕξομεν τὰ ἐπιτήδεια, ὅσον χρόνον ἐν τῇ πολεμίᾳ ἐσόμεθα (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 3.2.3), όπου ο Μέλλοντας φανερώνει διάρκεια (= όπου θα βρίσκουμε τρόφιμα, όσο χρόνο θα παραμένουμε). Ενώ ακολούθως Ἀλλὰ ποιήσω, ὦ Λυσίμαχε, ταῦτα, καὶ ἥξω παρὰ σὲ αὔριον (Πλάτ. Λάχης 201b) (= θα το κάνω θα έρθω). Η μοναδική περίπτωση όπου διακρίνεται το είδος της πράξης είναι αυτή του ρήματος ἔχω με τους δύο τύπους Μέλλοντα ἕξω και σχήσω. Στον πρώτο τύπο από το θέμα του Ενεστώτα δηλώνεται συνήθως το διαρκές είδος της πράξης ενώ στο δεύτερο τύπο, το στιγμιαίο (θέμα Αορίστου). Κι αυτό όμως αμφισβητείται. 1. Δηλώνει την έναρξη μίας πράξης (εναρκτικός ή χρονικός) ιδίως μετά από ρήματα όπως ἄρξω, βασιλεύω, βουλεύω κ.ά. (πρβλ. παραπάνω τον εναρκτικό Αόριστο) 2. Εκφράζει συχνά επιθυμία, βούληση του Υποκειμένου (βουλητικός Μέλλοντας) Τί χρῆμα δράσεις;; (Σοφ. Φιλοκτήτης 1231). Έτσι λαμβάνεται συνήθως το β, σπανίως και το γ ενικό πρόσωπο της Οριστικής Μέλλοντα, το οποίο αντικαθιστά την προστακτική προκειμένου να δηλωθεί ευγενική, ήπια προσταγή. Το ήπιο «χρώμα» της προσταγής αυτής οφείλεται στο ότι η εκτέλεση της πράξης επαφίεται στη βούληση του Υποκειμένου του ρήματος. 3. Συχνά φανερώνει δυνατότητα, αυτό που περιγράφεται μπορεί ή επιτρέπεται να γίνει (δυνητικός / του δυνατού ή του επιτρεπομένου Μέλλοντας) εὑρήσετε δὲ παρὰ μὲν τοῖς ἄλλοις ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἀθλητὰς ἀνακειμένους, παρ ὑμῖν δὲ στρατηγοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς τὸν τύραννον ἀποκτείναντας (Λυκούργ. Κατὰ Λεωκράτους 51) (= μπορείτε να βρείτε / είναι δυνατό να βρείτε / γίνεται να βρείτε) 4. Χρησιμοποιείται ακόμη για να εκφράσει απορία ή αμφιβολία για κάτι (απορηματικός Μέλλοντας) και απαντά κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις Τί οὖν ποιήσομεν;; Ἦν δ ἐγώ πότερον εἰς τὴν πόλιν πάντας τούτους παραδεξόμεθα ἢ τῶν ἀκράτων τὸν ἕτερον ἢ τὸν κεκραμένον;; (Πλατ. Πολιτεία 397d) 5. Δηλώνει γνώμη που θα αποδειχθεί αληθινή στο μέλλον (προφητικός Μέλλοντας) οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτίσει (Ηροδ. Ἱστορίαι 5.56.5). Η 34
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι γνώμη αυτή έχει γενικό κύρος, συμβαίνει συνήθως και απαντά συνήθως στα γνωμικά (γνωμικός ή του συνήθως συμβαίνοντος Μέλλοντας). 6. Φανερώνει επίσης την προσδοκία, την πρόθεση ή την αναγκαιότητα μίας πράξης τί διαφέρουσι τῶν ἐξ ἀνάγκης κακοπαθούντων, εἴ γε πεινήσουσι καὶ διψήσουσι καὶ ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι (Ξεν. Ἀπομνημονεύματα 2.1.17) (= αναγκαστικά κακοπάθουν, αναγκαστούν να πεινάσουν, διψάσουν, κρυώσουν, ξαγρυπνήσουν). Η πρόθεση του Υποκειμένου εκφράζεται και περιφραστικά με το μέλλω και απαρέμφατο (Ενεστώτα, Μέλλοντα ή Αορίστου) 7. Τέλος χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις περί του πρακτέου, αυτού που πρέπει να γίνει (Μέλλοντας του πρέποντος) πότερον οὖν πρὸς ἐκείνους τὸν λόγον ποιήσομαι, ἔφην, ἢ πρὸς σέ; (Πλάτ. Πρωταγόρας 33c) Παρατηρήσεις Το β ενικό πρόσωπο της Οριστικής Μέλλοντα έχει σημασία προστακτικής σε ερωτηματικές προτάσεις που εισάγονται με οὐ προς δήλωση έντονης προσταγής οὐ περιμενεῖς;; (= περίμενε) ενώ με οὐ μὴ προς δήλωση έντονης απαγόρευσης οὐ μὴ ληρήσεις;; (Αριστοφ. Νεφέλαι 367) (= μη φλυαρείς). Ο βουλητικός Μέλλοντας ενίοτε εκφέρεται περιφραστικά με τα ρήματα βούλο-μαι ή ἐθέλω και απαρέμφατο, σπανίως με Υποτακτική Περὶ δὲ Κτησιφῶντος τοῦ γράψαντος τὴν γνώμην βραχέα βούλομαι εἰπεῖν (Αισχίν. Κατὰ Κτησιφῶντος 213.2) Την έννοια της προσδοκίας να μη γίνει κάτι εκφράζει ο Μέλλοντας στους υποθετικούς λόγους (εἰ + Οριστική Μέλλοντα) ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ Ο Συντελεσμένος Μέλλοντας σημαίνει για το μέλλον ό,τι ο Παρακείμενος για το παρόν, παρουσιάζει δηλαδή μία πράξη ολοκληρωμένη σε μέλλοντα χρόνο καί με ἐὰν ἐξελέγχῃς, οὐκ ἀχθεσθήσομαί σοι ὥσπερ σὺ ἐμοί, ἀλλὰ μέγιστος εὐεργέτης παρ ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ (Πλάτ. Γοργίας 506c). Λόγω του αναδιπλασιασμού συνδέεται με τον Παρακείμενο. Έτσι όταν ο Παρακείμενος ισοδυναμεί με Ενεστώτα (πρβλ. αποτελεσματικός Παρακείμενος), ο Συντελεσμένος Μέλλοντας ισοδυναμεί με τον απλό Μέλλοντα ὑμεῖς δὲ συμμάχων τοιῶνδε μουνωθέντες μεμνήσεσθε τῶν ἐμῶν λόγων (Ηροδ. Ἱστορίαι 8.62.8) (= θα θυμηθείτε). 1. Ενίοτε εκφράζει τη βεβαιότητα ή την πιθανότητα για την άμεση εκτέλεση της πράξης γι αυτό την παρουσιάζει ως τετελεσμένη, τελειωμένη Φράζε, καὶ πεπράξεται (Αριστοφ. Πλοῦτος 1027) (= μίλα και θα γίνει αυτό που ζητάς, δε θα έχεις καλά καλά τελειώσει τον λόγο σου και θα γίνει). Από τη χρήση του αυτή ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας τον ονόμασε «μετ ὀλίγον Μέλλοντα». 35
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ Οι χρόνοι στις άλλες εγκλίσεις, στο απαρέμφατο και στη μετοχή δηλώνουν μόνο το είδος, το ποιὸν της πράξης (βλ. παραπάνω), δηλαδή τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας πράξης εξακολουθητικό (Ενεστώτας), την έναρξη ή απλώς την πραγματοποίησή της στιγμιαίο (Αόριστος) και την ολοκλήρωση ή οριστικοποίησή της τετελεσμένο (Παρακείμενος) (πρβλ. και στην αντίστοιχη θεωρία των εγκλίσεων). ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ Γενικά η Υποτακτική αναφέρεται στο μέλλον γι αυτό και δεν έχει Μέλλοντα χρόνο. Σε όλους τους χρόνους είναι μελλοντική έγκλιση. Η διαφορά τους έγκειται στο είδος της πράξης όπου ο Ενεστώτας δηλώνει διάρκεια, ο Αόριστος ένα απλό, στιγμιαίο γεγονός και ο Παρακείμενος μία ολοκληρωμένη πράξη. ΧΡΟΝΟΙ Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ τὰ αὑτῶν ἅμα ἐκποριζώμεθα (Θουκ. Ἱστορία 1.82.1) ( = να αναπτύσσουμε) πορισώμεθα οὖν πρῶτον αὐτὴν (δαπάνην) (= να βρούμε) (Θουκ. Ἱστορία 1.83.3) ἢν μὴ ὑπακούσωσι, τεθνήκωσιν (= να φονευτούν) (Θουκ. Ἱστορία 8.74.3) ΕΥΚΤΙΚΗ (ανεξάρτητη) Αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Όπως και στην Υποτακτική, οι χρόνοι διακρίνονται με βάση το είδος της πράξης. Έτσι λοιπόν το εξακολουθητικό είδος εκφράζει ο Ενεστώτας, το στιγμιαίο ο Αόριστος και το τετελεσμένο ο Παρακείμενος. ΧΡΟΝΟΙ Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ πλούσιον δὲ νομίζοιμι τὸν σοφὸν (= πάντα θα πίστευα) (Πλάτ. Φαῖδρος 279c) Εἰ γὰρ γένοιτο (= αν μπορούσε να γίνει) (Ξεν. Κύρου Παιδεία 6.1.38) τεθναίης ὦ Προῖτ', ἢ κἄκτανε Βελλεροφόντην (= μακάρι να ήσουν πεθαμένος) (Ομ. Ἰλιὰς 6.164) ΕΥΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΛΟΓΟΥ Όταν το ρήμα της δευτερεύουσας πρότασης εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου (ιστορικό Ενεστώτα, Παρατατικό, Αόριστο, Υπερσυντέλικο) τότε τίθεται σε Ευκτική που λέγεται Ευκτική του πλαγίου λόγου ή εξαρτημένη Ευκτική. Οι χρόνοι 36
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι της Ευκτικής τότε μαζί με το είδος της πράξης δηλώνουν και χρόνο που ισοδυναμεί με τον αντίστοιχο χρόνο στην Οριστική. ΕΥΚΤΙΚΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Ενεστώτας Ενεστώτας ἀνηρώτα τὶ βούλοιντο (= τὶ βούλεσθε) (Ξεν. Παρατατικός Κύρου Ἀνάβασις 2.3.4) καὶ τὰ πεπραγμένα διηγοῦντο, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐπὶ τοὺς πολεμίους πλέοιεν ( = ἔπλεον) (Ξεν. Ἑλληνικὰ 1.7.5) Μέλλοντας Μέλλοντας ὅ τι ποιήσοι ουδε τούτοις εἶπε (= ὅ τι ποιήσει) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις) Αόριστος Αόριστος ἠρώτα τί πάθοιεν (= τι έπαθαν) (Ξεν. Κύρου Παιδεία 2.3.20) ἔλεγον ὅτι οἱ μετὰ Δημοσθένους παραδεδώκοιεν Παρακείμενος Παρακείμενος σφᾶς αὐτοὺς (= παραδεδώ-κασι) (Θουκ. Ἱστορία 7.83.1) ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ Η Προστακτική αναφέρεται στο μέλλον εφόσον εκφράζει προσταγή που θα πραγματοποιηθεί μετά την έκφρασή της. Οι χρόνοι της Προστακτικής δηλώνουν το είδος της πράξης πιο καθαρά από τους χρόνους των άλλων εγκλίσεων. ΧΡΟΝΟΙ ΕΙΔΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Ενεστώτας διαρκές Τοὺς μὲν θεοὺς φοβοῦ, τοὺς δὲ γονεῖς τίμα, τοὺς δὲ φίλους αἰσχύνου, τοῖς δὲ νόμοις πείθου (= να φοβάσαι, να τιμάς, να σέβεσαι, να υπακούς) (Ισοκρ. Πρὸς Δημόνικον 16.3) Αόριστος στιγμιαίο Βλέψον, ἔφη, πρὸς τὰ ὄρη καὶ ἰδὲ ὡς ἄβατα πάντα ἐστὶ (= ρίξε μία ματιά και δες) (Ξεν. Κύρου Παιδεία 4.1.20) Παρακείμενος τετελεσμένο τετάχθω ἡμῖν κατὰ δημοκρατίαν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ (= να πάρει θέση, να μείνει εκεί) (Πλάτ. Πολιτεία 562a) AΠΑΡΕΜΦΑΤΟ (ανεξάρτητο) Οι χρόνοι στο ανεξάρτητο απαρέμφατο δηλώνουν μόνο το είδος της πράξης. ΧΡΟΝΟΙ ΕΙΔΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ μᾶλλον δὲ οὐδὲ βουλεύεσθαι ἔτι ὥρα ἀλλὰ Ενεστώτας διαρκές βεβουλεῦσθαι (= δεν είναι ώρα να σκεφτόμαστε) (Πλάτ. Κρίτων 46a) Μέλλοντας εξακολουθητικό γνόντες δὲ οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν οὔτ ἀποκωλύσειν δυνατοὶ ὄντες (= μη όντας ισχυροί να 37
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ στιγμιαίο εμποδίσουν) (Θουκ. Ἱστορία 3.28.1) Αόριστος στιγμιαίο ἤρξατο πρῶτον ἐς Ἀθηναίους γενέσθαι (= άρχισε να γίνεται) (Θουκ. 1.103.4) Παρακείμενος τετελεσμένο μᾶλλον δὲ οὐδὲ βουλεύεσθαι ἔτι ὥρα ἀλλὰ βεβουλεῦσθαι (= να έχουμε πάρει εκδίκηση) (Πλάτ. Κρίτων 46a) ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ (εξαρτημένο) Οι χρόνοι του εξαρτημένου απαρεμφάτου φανερώνουν την ίδια χρονική βαθμίδα με τους χρόνους του κύριου ρήματος. Ο Ενεστώτας του απαρεμφάτου ισοδυναμεί με τον Παρατατικό της Οριστικής και ο Παρακείμενος του απαρεμφάτου με τον Υπερσυντέλικο της Οριστικής. Ο Ενεστώτας εκφράζει πράξη σύγχρονη με την πράξη του κύριου ρήματος ενώ ο Αόριστος προγενέστερη. Η αντιστοιχία των χρόνων του απαρεμφάτου με τους χρόνους της Οριστικής πιο συγκεκριμένα έχει ως εξής: ΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Ενεστώτας Ενεστώτας Παρατατικός ἀλλ ἐγώ φημι ταῦτα μὲν φλυαρίας εἶναι (= αυτά είναι ανοησίες) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 1.3.18) ὥς φησι Κτησίας ὁ ἰατρός, καὶ ἰᾶσθαι αὐτὸς τὸ τραῦμά φησι (= θεράπευε το τραύμα) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 1.8.26) Μέλλοντας Μέλλοντας ἔφη πρὸς τοῖς ἐν Πύλῳ στρατιώταις ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ ἄξειν Λακεδαιμονίους ζῶντας ἢ αὐτοῦ ἀποκτενεῖν (= ή θα τους αιχμαλωτίσουν ή θα τους σκοτώσουν) (Θουκ. Ἱστορία 4.28.4) Αόριστος Αόριστος ἐνταῦθα λέγεται Ἀπόλλων ἐκδεῖραι Μαρσύαν νικήσας ἐρίζοντά οἱ περὶ σοφίας (= έγδαρε) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 1.2.8) Παρακείμενος Παρακείμενος φησὶ μὲν γὰρ ἐγκώμιον γεγραφέναι περὶ αὐτῆς (= έχει γράψει) (Ισοκρ. Ἑλένης ἐγκώμιον 14.5) Υπερσυντέλικος Υπερσυντέλικος ἄνδρα δέ τινα τῶν Μήδων μάλα καλὸν κἀγαθὸν ὄντα ἐκπεπλῆχθαι (= είχε εκπλαγεί) (Ξεν. Κύρου Παιδεία 1.4.27) Παρατηρήσεις Ρήματα που σημαίνουν «ελπίζω», «περιμένω», «υπόσχομαι», «ορκίζομαι» συντάσσονται συνήθως με απαρέμφατο χρόνου Μέλλοντα ὁ δ ὑπέσχετο ταῦτα ποιήσειν (= υποσχόταν πως θα τα κάνει) (Λυσ. Κατὰ Ἐρατοσθένους 14.6) ή Ενεστώτα αλλά και Αορίστου προς αναλογία με τα ρήματα που δηλώνουν επιθυμία. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται η άρνηση μὴ αντί οὐ. Το ρήμα ἐλπίζω συντασσόμενο με απαρέμφατο Ενεστώτα σημαίνει «είμαι βέβαιος ότι». 38
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι METOXH (ανεξάρτητη) Η μετοχή ως ρηματικό επίθετο είναι άχρονη. Οι χρόνοι της μετοχής δηλώνουν μόνο το είδος της πράξης. Εάν η πράξη που εκφράζεται από τη μετοχή είναι σύγχρονη ή προτερόχρονη ή υστερόχρονη συγκριτικά με την πράξη του κύριου ρήματος (σε όλους τους χρόνους) προκύπτει από τα συμφραζόμενα (πρβλ. και στη θεωρία των μετοχών) ΧΡΟΝΟΙ Ενεστώτας (διάρκεια) Μέλλοντας (κυρίως του σκοπού) Αόριστος (απλό συμβάν) Παρακείμενος (τετελεσμένη πράξη) ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ἐργαζόμεναι μὲν ἠρίστων, ἐργασάμεναι δὲ ἐδείπνουν (= κατά τον χρόνο που εργάζονταν) (Ξεν. Κύρου Ἀνάβασις 2.7.12) Ἡμεῖς οὔτε συνήλθομεν ὡς βασιλεῖ πολεμήσοντες (= με σκοπό να πολεμήσουμε (Ξεν. Κύρου Ανάβασις 2.3.21) ὁ δὲ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει (= έφαγε και έφυγε) (Θουκ. Ἱστορία 3.112) καταλαμβάνουσιν ἐν τῇ Κυλλήνῃ ξύμβουλον Ἀλκίδᾳ ἐπεληλυθότα (= που έχει ήδη φτάσει) (Θουκ. Ἱστορία 3.69.1) Παρατηρήσεις Ο Μέλλοντας της μετοχής έχει χρονική χροιά αφού η βουλητική του σημασία αποβλέπει προς το μέλλον. Σε περιπτώσεις όπου η μετοχή Αορίστου είναι χρονική, πρέπει να αποδίδεται στη νέα ελληνική με Αόριστο οριστικής ως ανεξάρτητη πρόταση και να συνδέεται με τον σύνδεσμο και με το ρήμα της κύριας πρότασης. ΜΕΤΟΧΗ (εξαρτημένη) Οι χρόνοι της μετοχής από ρήματα «γνώσης», την ίδια χρονική βαθμίδα με τους χρόνους του κύριου ρήματος και το είδος της πράξης με τους αντίστοιχους χρόνους της οριστικής. ΜΕΤΟΧΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Ενεστώτας Ενεστώτας ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας (= ὅτι ἀπιστούμεθα) (Ξεν. Κύρου Ανάβασις 7.2.17) Μέλλοντας Μέλλοντας ὅστις ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρ ἥξοντα (= ὅτι ἥξει) (Ξεν. Κύρου Ανάβασις 1.5.1) Αόριστος Αόριστος τόν τε γὰρ Μῆδον αὐτοὶ ἴσμεν ἐκ περάτων γῆς πρότερον ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλθόντα (= ὅτι ἦλθε) (Θουκ. Ἱστορία 1.69.5) 39
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΦΘΟΓΓΙΚΑ ΠΑΘΗ Οι λέξεις δε μένουν πάντοτε αμετάβλητες, όπως σχηματίστηκαν εξαρχής. Συχνά αλλάζουν μορφή, γιατί οι φθόγγοι τους χάνονται ή συγχωνεύονται ή με οποιονδήποτε τρόπο μεταβάλλονται. Οι διάφορες αποβολές, συγχωνεύσεις και κάθε είδους μεταβολές καλούνται φθογγικά πάθη. Α. ΠΑΘΗ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΦΘΟΓΓΩΝ 1. Χασμωδία. Πάθη φωνηέντων και διφθόγγων για την αποφυγή της χασμωδίας Όταν σε μία λέξη ή ανάμεσα σε δυο γειτονικές λέξεις βρεθούν στη σειρά φωνήεντα ή δίφθογγοι, λέμε ότι υπάρχει χασμωδία: οὗτος. Για την αποφυγή της χασμωδίας συμβαίνουν ορισμένα πάθη των φωνηέντων και διφθόγγων (συναίρεση, κράση, έκθλιψη κτλ.), που με μία λέξη λέγονται συναλοιφή. Άλλοτε πάλι για την αποφυγή της χασμωδίας γίνεται πρόσληψη ευφωνικών συμφώνων, όπως θα εξεταστεί παρακάτω. α) Συναίρεση Λέγεται η συγχώνευση μέσα στην ίδια λέξη δύο στη σειρά φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε ένα μακρόχρονο φωνήεν ή σε μία δίφθογγο: συκέα - συκῆ, τιμάομεν - τιμῶμεν. Η συλλαβή που προέρχεται από τη συναίρεση κανονικά τονίζεται, αν πριν από τη συναίρεση τονιζόταν η μία από τις δύο συλλαβές που συναιρούνται: τιμάω - τιμῶ αλλά τίμαε τίμα. β) Κράση Λέγεται η συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης: τὰ ἄλλα - τἆλλα. Πάνω στο φωνήεν που προκύπτει από την κράση γράφεται ένα σημάδι που είναι όμοιο με την ψιλή και λέγεται κορωνίδα: καὶ ἐγώ - κἀγώ. Αν από την κράση προκύπτει κύρια δίφθογγος, η κορωνίδα σημειώνεται στο δεύτερο φωνήεν της διφθόγγου: τὰ αὐτὰ - ταὐτά. Όταν όμως η πρώτη από τις λέξεις που συγχωνεύονται είναι τύπος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή μία δίφθογγο με δασεία τότε στη θέση της κορωνίδας σημειώνεται η δασεία: ὁ ἀνὴρ - ἁνήρ. Κράση με τις αμέσως επόμενες λέξεις παθαίνουν συνήθως: i) οι τύποι του άρθρου και της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ, που λήγουν σε φωνήεν ή δίφθογγο, καθώς και το κλητικό ὦ: ὅ ἄνθρωπος = ἅνθρωπος, τὰ ἐμά = τἀμά, ὦ ἀγαθέ = ὠγαθέ, ii) η λέξη ἐγὼ με τη λέξη οἶδα (= γνωρίζω) ή με τη λέξη οἶμαι (= νομίζω): ἐγὼ οἶδα = 40
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι ἐγᾦδα, ἐγὼ οἶμαι = ἐγᾦμαι, iii) ο σύνδεσμος μέντοι με το μόριο ἄν: μέντοι ἂν = μεντἄν, iv) ο σύνδεσμος καί: καὶ ἐγὼ = κἀγώ, v) η πρόθεση πρό: πρὸ ἔργου = προὔργου. γ) Έκθλιψη Λέγεται η αποβολή του τελικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης πρίν από το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης: ἀπὸ ἐμοῦ = ἀπ ἐμοῦ. Πάνω από τη θέση του φωνήεντος που παθαίνει έκθλιψη γράφεται ένα σημάδι που είναι όμοιο με ψιλή και λέγεται απόστροφος: ἀπὸ ἐμοῦ = ἀπ ἐμοῦ. Όταν όμως η έκθλιψη γίνεται κατά τη σύνθεση των λέξεων δεν σημειώνεται η απόστροφος: ἀπὸ ἔχω = ἀπέχω. Ο τόνος του φωνήεντος που παθαίνει έκθλιψη (αν αυτό τονίζεται πριν από την έκθλιψη): i) στις άκλιτες λέξεις χάνεται μαζί με το φωνήεν που εκθλίβεται: παρὰ ἐμοῦ = παρ ἐμοῦ, ii) στις κλιτές λέξεις και στο αριθμητικό ἑπτὰ ανεβαίνει στην προηγούμενη συλλαβή πάντα ως οξεία: δεινὰ ἔπαθον = δεῖν ἔπαθον. Αν ύστερα από την έκθλιψη απομένει στο τέλος της λέξης άφωνο ψιλόπνοο (κ, π, τ) και η ακόλουθη λέξη δασύνεται τότε το ψιλόφωνο τρέπεται στο αντίστοιχο του (ομόφωνο) δασύπνοο: κ χ, π φ, τ θ: κατὰ ἡμῶν = καθ ἡμῶν. Αν ύστερα από την έκθλιψη απομένουν δύο ετερόφωνα ψιλόπνοα (κτ ή πτ) τότε εμπρός από λέξη που έχει δασεία τρέπονται και τα δύο στα αντίστοιχά τους δασύπνοα: νύκτα ὅλην = νύχθ ὅλην, νύκτα καὶ ἡμέρα = νυχθημερόν. δ) Αφαίρεση, υφαίρεση Ιδίως στην ποίηση γίνεται αφαίρεση, δηλαδή αποβολή του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος μιας λέξης όταν η προηγούμενη λήγει σε μακρόχρονο φωνήεν ή σε δίφθογγο. Τότε πάνω από τη θέση του φωνήεντος που χάθηκε σημειώνεται η απόστροφος: ὦ γαθέ. Κάποτε και μέσα στην ίδια λέξη γίνεται αποβολή ενός από δύο όμοια βραχύχρονα φωνήεντα ή αποβολή του ι των διφθόγγων πριν από φωνήεν. Η αποβολή αυτή λέγεται υφαίρεση: βοηθόος βοηθός. ε) Πρόσληψη προσθετών ή ευφωνικών συμφώνων Μερικές λέξεις που λήγουν σε φωνήεν, όταν βρεθούν μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο, παίρνουν στο τέλος ορισμένα σύμφωνα που συντελούν στην ευφωνία, δηλαδή στην αποφυγή χασμωδίας. Τέτοια σύμφωνα είναι το ν και το κ ή χ τα οποία λέγονται προσθετά ή ευφωνικά σύμφωνα. Το ευφωνικό ν το παίρνουν μπροστά από φωνήεν: i) τύποι κλιτών και άκλιτων λέξεων που λήγουν σε σι: ἀνδράσι(ν), ii) οι τύποι του γ ενικού προσώπου των ρημάτων που λήγουν σε ε και ο ρηματικός τύπος ἐστί: ἐστίν, ἔλυσεν. 41
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ Το ευφωνικό κ το παίρνει το αρνητικό οὐ μπροστά από φωνήεν που έχει ψιλή. Όταν όμως το οὐ βρεθεί μπροστά από φωνήεν με δασεία τότε το ευφωνικό κ τρέπεται στο αντίστοιχό του δασύπνοο, γίνεται δηλαδή χ: οὐκ ἔχω, οὐχ ὑπομένω. 2. Άλλα πάθη φωνηέντων (στο θέμα των λέξεων) α) Συγκοπή: η αποβολή του βραχύχρονου φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα: πατέρος = πατρός. β) Ανάπτυξη: η πρόσληψη ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που γίνεται συνήθως για να διευκολυνθεί η προφορά στη λέξη μητράσι αναπτύχθηκε το φωνήεν α για να διευκολυνθεί η προφορά. γ) Μετάθεση: η μετατόπιση ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε άλλη θέση μέσα στη λέξη: Πνύκα = Πύκνα. δ) Αφομοίωση: η μεταβολή ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε φωνήεν όμοιο με το φωνήεν της επόμενης ή της προηγούμενης συλλαβής του θέματος: ὀβελὸς = ὀβολός. ε) Αντιμεταχώρηση: η αμοιβαία αλλαγή του χρόνου ενός μακρόχρονου φωνήεντος με το χρόνο του αμέσως επόμενου βραχύχρονου φωνήεντος: τῆς πόληος = τῆς πόλεως. στ) Ποιοτική μεταβολή ή απλώς τροπή: η μεταβολή ενός φωνήεντος σε άλλο φωνήεν του ίδιου χρόνου (ενός βραχύχρονου σε βραχύχρονο κι ενός μακρόχρονου σε μακρόχρονο): λέγω λόγος, σπεύδω σπουδή. ζ) Ποσοτική μεταβολή: η μεταβολή του μακρόχρονου φωνήεντος σε βραχύχρονο ή του βραχύχρονου σε μακρόχρονο. Οι περιπτώσεις είναι οι εξής: Βράχυνση ή συστολή: μεταβολή του μακρόχρονου φωνήεντος ή της διφθόγγου σε βραχύχρονο: δίδωμι, δῶρον. Έκταση: μεταβολή του βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο: δηλόω δήλωσις. Όταν η έκταση γίνεται μετά την αποβολή ενός ή περισσότερων συμφώνων που ακολουθούν λέγεται αντέκταση ή αναπληρωματική έκταση: λέοντ σι = λέουσι. Β. ΠΑΘΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ Τα περισσότερα από αυτά συμβαίνουν για να διευκολυνθεί η προφορά, καθώς ορισμένα σύμφωνα συμπίπτουν στην ίδια λέξη. Τα κυριότερα πάθη των συμφώνων είναι: η αποβολή, η ανάπτυξη, η μετάθεση, η ένωση ή συγχώνευση, η αφομοίωση, η ανομοίωση και η τροπή. 1. Αποβολή συμφώνων: Σε ορισμένες περιπτώσεις αποβάλλονται ένα ή περισσότερα σύμφωνα στην αρχή της λέξης, στο εσωτερικό ή στο τέλος της. Το φαινόμενο αυτό καλείται αποβολή. α) Το σ όταν βρίσκεται μέσα στη λέξη ανάμεσα σε δύο σύμφωνα ή σε δύο φωνήεντα, συχνά αποβάλλεται. Επίσης στους αρχαιότατους χρόνους όταν βρισκόταν στην αρχή 42
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι της λέξης μπροστά από φωνήεν, έπαυε να ακούγεται και τη θέση του έπαιρνε η δασεία (συνοδευόμενη από το φωνήεν που έμενε ως αρχικό): γέγραφσθε = γέγραφθε (ανάμεσα σε δύο σύμφωνα) γένεσος = γένεος = γένους (ανάμεσα σε δύο φωνήεντα) σέπομαι = ἕπομαι (στην αρχή της λέξης) β) Το j από τους παλαιότατους χρόνους αποβλήθηκε στην αρχή της λέξης μπροστά από φωνήεν και τη θέση του την πήρε η δασεία. Μέσα όμως στη λέξη ανάμεσα σε δύο φωνήεντα αποβλήθηκε εντελώς: jῆπαρ = ἧπαρ, δηλόjω = δηλόω. γ) Το F στην αρχή της λέξης μπροστά από φωνήεν ή μέσα στη λέξη ανάμεσα σε δύο φωνήεντα αποβλήθηκε: Fέργον = ἕργον δ) Το ν μπροστά από το σ κανονικά αποβάλλεται, άλλοτε με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος και άλλοτε χωρίς αντέκταση: Μέλαν - ς = μέλας (με αντέκταση), γείτον σι = γείτοσι (χωρίς αντέκταση, συνήθως στην δοτική πληθυντικού) ε) Τα συμπλέγματα ντ, νδ, νθ μπροστά από το σ αποβάλλονται με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος: ὁ χαρίεντ ς = χαρίεις στ) Σύμφωνα όχι τελικά ελληνικών λέξεων, όταν βρίσκονται στο τέλος της λέξης χωρίς άλλη κατάληξη, αποβάλλονται: (τοῦ σώματ ος) τὸ σῶματ = τὸ σῶμα ζ) Τα οδοντικά τ, δ, θ μπροστά από το σ αποβάλλονται: τάπητ σι = τάπησι 2. Ανάπτυξη συμφώνων: πρόκειται για την εμφάνιση νέου συμφώνου το οποίο δεν υπήρχαν στο θέμα της λέξης. Η ανάπτυξη γίνεται συνήθως για να διευκολυνθεί η προφορά. Ανάμεσα στο μ και το ρ ή στο μ και το λ αναπτύσσεται σε μερικές λέξεις ο φθόγγος β: μεσημερία = μεσημ ρία = μεσημβ ρία Ανάμεσα στο ν και το ρ αναπτύσσεται ο φθόγγος δ: (από το ἀνέρος με συγκοπή: ἀνρός) = ἀνδρὸς Μπροστά από το αρχικό ῥ μιας λέξης αναπτύσσεται κι άλλο ρ όταν βρεθεί πριν από αυτό βραχύχρονο φωνήεν από αύξηση ή αναδιπλασιασμό ή από σύνθεση με άλλη λέξη: ῥίπτω - ἔρριπτον, ἔρριφα. 3. Μετάθεση του j (επένθεση): μετατόπιση σε άλλη θέση μέσα στη λέξη μπορει να πάθει όχι μόνο ένα βραχύχρονο φωνήεν αλλά και το σύμφωνο j. Αυτό, όταν βρίσκεται μετά από τους φθόγγους -αν-, -αρ-, -ορ-, μετατοπίζεται πριν από το ν ή το ρ. Τότε ενώνεται με το προηγούμενο α ή ο σε δίφθογγο αι ή οι: μαράν jω = μαραίνω, μόρ jα = μοῖρα. 4. Ένωση ή συγχώνευση συμφώνων: i) Ουρανικό (κ, γ, χ) μπροστά από το σ ενώνεται με αυτό σε ξ. Χειλικό (π, β, φ) μπροστά από το σ ενώνεται με αυτό σε ψ: πίνακ ς = πίναξ, κώνωπ ς = κώνωψ, Ἄραπ ς = Ἄραψ, ii) το ημίφωνο j: α) ύστερα από τα ουρανικά (κ, γ, χ) ή πιο σπάνια από τα οδοντικά τ και θ συγχωνεύτηκε με αυτά σε σσ ή ττ: πλάτ jω = πλάσσω, β) ύστερα από το οδοντικό δ συγχωνεύτηκε με αυτό σε ζ: παιδ jω = παίζω, γ) ύστερα από τα συμφωνικά συμπλέγματα ντ, νδ, νθ 43
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ συγχωνεύτηκε με το οδοντικό τ, δ, θ σε σ αρχικά και έπειτα έγινε αποβολή του ν με αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος: παντ jα = πάνσα = πᾶσα. 5. Αφομοίωση συμφώνων: λέγεται η μεταβολή του συμφώνου σε σύμφωνο όμοιο με ένα άλλο αμέσως επόμενο ή προηγούμενο στην ίδια λέξη. Χειλικό (π, β, φ) μπροστά από το ένρινο μ αφομοιώνεται με αυτό, γίνεται δηλαδή και αυτό μ: βλέπ μα = βλέμμα Το συριστικό σ, ύστερα από υγρό (λ, ρ) ή ένρινο (μ, ν) σε αρχαιότατους χρόνους αφομοιώθηκε πρώτα με αυτό αλλά ύστερα έγινε απλοποίηση των δύο όμοιων συμφώνων (λλ, ρρ, μμ, νν) και αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος: ἔ - κριν σα = ἔκριννα = ἔκρινα Το συριστικό σ, όταν βρεθεί μπροστά από το ένρινο ν συνήθως αφομοιώνεται με αυτό: ζώσ νυ μι = ζώννυμι Το ημίφωνο j σε αρχαιότατους χρόνους: i) ύστερα από το λ αφομοιώνεται με αυτό: σφάλ jω = σφάλλω, ii) ύστερα από το ν ή το ρ, όταν υπήρχε πριν από αυτά ε ή ι ή ρ, αφομοιώθηκε πρώτα με το ν ή το ρ, έπειτα όμως έγινε απλοποίηση δύο όμοιων συμφώνων και αντέκταση του προηγούμενου ε σε ει, του ῐ σε ῑ και του ῠ σε ῡ: ἀμύν jω = ἀμύννω = ἀμύνω, κτέν jω = κτέννω = κτείνω Το ένρινο ν, όταν βρεθεί μπροστά από το ένρινο μ ή μπροστά από τα υγρά λ, ρ, συνήθως αφομοιώνεται με αυτά: πάν λευκος = πάλλευκος, παλίν ροια = παλίρροια. 6. Ανομοίωση συμφώνων: για να διευκολυνθεί η προφορά σε κάποιες περιπτώσεις δύο όμοια σύμφωνα σε δύο αλλεπάλληλες συλλαβές της ίδιας λέξης αποφεύγονται χεχόρευκα κεχόρευκα, γιγνώσκω γινώσκω. Η ανομοίωση είναι δύο ειδών: α) Ανομοίωση με τροπή: Όταν δύο γειτονικές συλλαβές μιας λέξης αρχίζουν από άφωνο δασύπνοο, κανονικά γίνεται τροπή του συμφώνου της πρώτης συλλαβής στο αντίστοιχό του ψιλόπνοο. Έτσι: το χ γίνεται κ, το φ γίνεται π, το θ γίνεται τ (χορεύω) χε χόρευκα = κεχόρευκα, (φονεύω) φε φόνευκα = πεφόνευκα, (θύω) θέ θυκα = τέθυκα. Σημείωση: σε μερικές λέξεις ή τύπους λέξεων δε γίνεται ανομοίωση. Το δασύπνοο διατηρείται δηλαδή σε δύο γειτονικές συλλαβές από επίδραση άλλων συγγενικών τύπων που έχουν κανονικά το δασύπνοο: ὠρθώθην (όπως ὤρθωσα, ὀρθώσω ). Η ανομοίωση με τροπή γίνεται κάποτε και στα υγρά: κεφαλ αλγία = κεφαλαργία. 44
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Ι β) Ανομοίωση με αποβολή: Όταν σε δύο γειτονικές συλλαβές μιας λέξης υπάρχουν τα ίδια σύμφωνα, το ένα αποβάλλεται: ἀγήγοχα = ἀγήοχα Όταν αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή, το φαινόμενο λέγεται συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία: τετράπεζα = τράπεζα. 7. Τροπή συμφώνων Ουρανικό (κ, γ, χ) ή χειλικό (π, β, φ) όταν βρίσκεται μπροστά από οδοντικό (τ, δ, θ) μέσα σε μια λέξη, αν είναι ετερόπνοο συμπνευματίζεται, γίνεται δη-λαδή ομόπνοο με το επόμενο οδοντικό (μπροστά από ψιλόπνοο γίνεται ψιλόπνοο, μπροστά από μέσο γίνεται μέσο και μπροστά από δασύπνοο γίνεται δασύπνοο). Αυτού του είδους η τροπή λέγεται συμπνευματισμός: (γράφω) γραφ τός = γραπ τός, κρύφ δην = κρύβ δην Το ουρανικό κ ή χ μπροστά από το μ κανονικά τρέπεται σε γ: (διώκω), διωκ μὸς = διωγμὸς Σε ορισμένες λέξεις διατηρούνται τα συμπλέγματα κμ, χμ: δραχμή, ἀκμή, αἰχμή... Οδοντικό μπροστά από άλλο οδοντικό ή μπροστά από το μ κανονικά τρέπεται σε σ: χαριέτ τερος = χαριέστερος Σε μερικές περιπτώσεις το οδοντικό παραμένει: ἀτμός, ἀριθμός, Κάδμος, ἀτμὸς Το τ της συλλαβής τι, όταν βρίσκεται ύστερα από φωνήεν ή από το ένρινο ν, σε πολλές λέξεις τρέπεται σε σ: (πλοῦτος) πλούτιος = πλούσιος, ἀθανατία = ἀθανασία Σε ορισμένες λέξεις η συλλαβή τι διατηρείται: σκότιος, ἐνάντιος κ.ά. Το ένρινο ν όταν βρίσκεται μπροστά από τα ουρανικά ή μπροστά από το ξ τρέπεται σε γ, μπροστά από τα χειλικά ή το ψ τρέπεται σε μ ενώ μπροστά από τα οδοντικά ή άλλο ν μένει αμετάβλητο: παν κάκιστος = παγκάκιστος, ἐν πνέω = ἐμπνέω, παν βασιλεὺς = παμβασιλεὺς αλλά παν τελής, συν θέω, ἐν - νοῶ. Δ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Το κείμενο της ενότητάς μας είναι απόσπασμα ενός ρητορικού λόγου του Δημοσθένη, τον Κατὰ Στεφάνου 1, όπου ο ρήτορας απευθυνόμενος στους δικαστές διατυπώνει επιχειρήματα και κατηγορίες προς τον αντίπαλό του, Στέφανο. Όπως είδαμε και σε παραπάνω ενότητα (πρβλ. ενότητα Αντικειμένου), οι ρητορικοί λόγοι διακρίνονται από αμεσότητα. Για τον λόγο αυτό σκόπιμη είναι η χρήση (όπως και στο κείμενό μας), παρατακτικής σύνδεσης ή ασύνδετου σχήματος για τη σύνδεση ομοίων όρων και νοημάτων. Έτσι ο Δημοσθένης εδώ επιλέγει τη χρήση ασύνδετου σχήματος για τη σύνδεση των επιχειρημάτων του που δεν κουράζει τον ακροατή καθώς βοηθά 45
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΛΗ στη ροή του λόγου και δεν κουράζει τον ακροατή με συνεχείς παύσεις. Αυτό ακριβώς θα πρέπει να λάβουμε υπ όψιν κατά τη μεταφραστική μας απόπειρα. Ο λόγος ξεκινά με αποπειρατικό Μέλλοντα, φανερώνει την προσπάθεια του υποκειμένου και ακολούθως με κατηγορηματικών μετοχές (μεμαρτυρηκότα, πεποιηκότα, γιγνόμενον) σε ασύνδετο. Για την καλύτερη ροή του λόγου η μετάφραση στο σημείο αυτό θα πρέπει να είναι ως εξής: «Θα προσπαθήσω να σας αποδείξω πως αυτός (εδώ) ο Στέφανος έχει ψευδομαρτυρήσει λόγω της άκρατης επιθυμίας για κέρδος με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος κατήγορος του εαυτού του / κατηγορώντας έτσι ό ίδιος τον εαυτό του» και ΟΧΙ «Θα σας αποδείξω ότι και ότι και ότι». Επίσης, στο κείμενό μας παρατηρούμε την εφαρμογή του προληπτικού αντικειμένου ή αντικειμένου κατά πρόληψη που συζητήθηκε σε άλλη ενότητα (πρβλ. ενότητα Αντικειμένου). Αντικείμενο κατά πρόληψη έχουμε όταν το υποκείμενο μιας δευτερεύουσας πρότασης προλαμβάνεται και γίνεται αντικείμενο ή γενική αντικειμενική στην πρόταση από την οποία εξαρτάται η δευτερεύουσα. Μετά την πρόληψη η δευτερεύουσα τίθεται ως επεξήγηση πλέον στο υποκείμενό της. Εδώ το υποκείμενο της δευτερεύουσας ὅτι μεμαρτυρήκασιν είναι το εννοούμενο οὗτοι το οποίο όμως δεν υπάρχει στην πρόταση αλλά προλάμβάνεται σε αιτιατική (τούτους) ως αντικείμενο της δευτερεύουσας αναφορικής πρότασης ἐξ ὧν ἀκούσαντες τούτους. Επομένως στη μετάφραση το τούτους θα πρέπει να αποδοθεί ως υποκείμενο του ρήματος της ειδικής πρότασης, όπου ανήκει, και όχι ως αντικείμενο της αναφορικής. Ε. ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1. Να αναγνωριστούν οι όροι και να γίνει χρονική αντικατάσταση: ἐπιδείξω, μεμαρτηρυκότα, γιγνόμενον, εἰπεῖν, πεπραγμένα, ἀκούσαντες, γνώσεσθε 2. Να τεθούν στον άλλο αριθμό, στην πτώση που βρίσκονται καθώς και να γραφούν οι άλλοι βαθμοί των: βραχυτάτων, ψευδῆ 3. Να αναλυθούν συντακτικά οι όροι: ὑμῖν, τουτονί, μεμαρτυρηκότα, ψευδῆ, κατήγορον, αὐτοῦ, περιφάνεια, τοῦ πράγματος, οἷος, ἀκούσαντες, τούτους 4. Να δικαιολογηθεί η χρήση των χρόνων: ἐπιδείξω, μεμαρτυρήκασιν, γνώσεσθε Αναστασία Μπαλή 46
Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Τέλος Ενότητας
Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων» έχει χρηματοδοτήσει μόνο τη αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού. Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους. Σημειώματα Σημείωμα Αναφοράς Copyright Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Διδάσκουσα: Καθηγήτρια Ελένη Χουλιαρά - Ράϊου. «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα - Θεματογραφία Ι. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα 3». Έκδοση: 1.0. Ιωάννινα 2014. Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση: http://ecourse.uoi.gr/course/view.php?id=1493.
Σημείωμα Αδειοδότησης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση Όχι Παράγωγα Έργα, Διεθνής Έκδοση 4.0 [1] ή μεταγενέστερη. [1] https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/. Ως Μη Εμπορική ορίζεται η χρήση: που δεν περιλαμβάνει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος από την χρήση του έργου, για το διανομέα του έργου και αδειοδόχο. που δεν περιλαμβάνει οικονομική συναλλαγή ως προϋπόθεση για τη χρήση ή πρόσβαση στο έργο. που δεν προσπορίζει στο διανομέα του έργου και αδειοδόχο έμμεσο οικονομικό όφελος (π.χ. διαφημίσεις) από την προβολή του έργου σε διαδικτυακό τόπο. Ο δικαιούχος μπορεί να παρέχει στον αδειοδόχο ξεχωριστή άδεια να χρησιμοποιεί το έργο για εμπορική χρήση, εφόσον αυτό του ζητηθεί.