ΑΠΟΛΤΣΗΡΙΕ ΕΞΕΣΑΕΙ Γ ΣΑΞΗ ΗΜΕΡΗΙΟΤ ΓΕΝΙΚΟΤ ΛΤΚΕΙΟΤ ΔΕΤΣΕΡΑ 25 ΜΑΪΟΤ 2009 ΕΞΕΣΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΦΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΕΤΘΤΝΗ ΕΝΔΕΙΚΣΙΚΕ ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΘΕΜΑΣΩΝ Διδαγμένο κείμενο Α. Μετάφραση: Επειδή, λοιπόν, η αρετή είναι δύο ειδών, δηλαδή από τη μια μεριά πνευματική και από την άλλη ηθική, η μεν πνευματική κατά κύριο λόγο οφείλει τη γένεση και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία, γι αυτό ακριβώς χρειάζεται εμπειρία και χρόνο, ενώ η ηθική είναι αποτέλεσμα συνήθειας, από όπου πήρε και το όνομά της που μικρή διαφορά παρουσιάζει από το έθος. Από αυτό γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως διότι καμία άλλη φυσική ιδιότητα δεν μπορεί με τον εθισμό να αποκτήσει μία άλλη ιδιότητα, όπως (για παράδειγμα) η πέτρα, που από τη φύση της κινείται προς τα κάτω, δε θα μπορούσε να συνηθίσει να κινείται προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθεί να τη συνηθίσει (σε αυτό) ρίχνοντάς (την) προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά προς τα κάτω (θα μπορούσε να συνηθίσει να κινείται), ούτε κανένα άλλο από τα πράγματα που γεννιούνται από τη φύση με μία ορισμένη ιδιότητα θα μπορούσε να συνηθίσει σε μία άλλη συμπεριφορά. Επομένως, ούτε εκ φύσεως ούτε αντίθετα στη φύση υπάρχουν (μέσα μας) οι αρετές, αλλά (υπάρχουν) σε εμάς που έχουμε από τη φύση μεν την ιδιότητα να τις δεχτούμε, όμως τελειοποιούμαστε (σε
αυτές) με τον εθισμό. Β1. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει στον άνθρωπο εκ φύσεως. Αρχικά, αναφέρεται στην ετυμολογική συγγένεια της λέξης «ἠθική» με τη λέξη «ἔθος». Για το φιλόσοφο, η ετυμολογική συγγένεια που έχουν οι λέξεις δεν είναι τυχαία, αλλά υποδηλώνει και σημασιολογική συγγένεια (θεωρία που οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι δεν αποδέχονται πλέον). Από αυτό γίνεται φανερό ότι, αφού «ἔθος» σημαίνει εθισμός, συνήθεια εδραιωμένη μέσα από την επανάληψη, τότε και η «ἠθική» σχετίζεται σημασιολογικά με τον εθισμό. Ο εθισμός, η συνήθεια, είναι κάτι το επίκτητο, άρα και η «ἠθική» είναι κάτι το επίκτητο (δεν υπάρχει δηλαδή εκ φύσεως, «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης ενισχύει το προηγούμενο συμπέρασμα (η ηθική δεν υπάρχει εκ φύσεως) χρησιμοποιώντας δύο παραστατικά παραδείγματα από φυσικά φαινόμενα (κίνηση πέτρας και φωτιάς). Η πέτρα από τη φύση της κινείται προς τα κάτω (νόμος βαρύτητας) και η φωτιά προς τα πάνω (η ιδιότητα του θερμαινόμενου αέρα να κινείται προς τα πάνω, επειδή είναι ελαφρύς). Έτσι, η σκέψη του Αριστοτέλη λειτουργεί επαγωγικά και γενικεύει: τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ορίζει η φύση του όσο κι αν προσπαθεί κανείς γι αυτό («οὐδ ἄλλο οὐδεν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἄν ἐθισθείη»). Οι φυσικές, λοιπόν, ιδιότητες δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό, ενώ ο άνθρωπος αποκτά την ηθική αρετή με τον εθισμό. Καταλήγει, έτσι, ο Αριστοτέλης στο ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα συνήθειας («οὔτε ἄρα φύσει ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί»). Στο συμπέρασμα, όμως, αυτό προσθέτει κι ένα νέο
στοιχείο: η ηθική αρετή δεν είναι «οὔτε παρά φύσιν» (αντίθετη στη φύση), δηλαδή ο άνθρωπος έχει την προδιάθεση (τη δυνατότητα) να τη δεχθεί και να καλλιεργηθεί ηθικά («πεφυκόσι ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς»). Επομένως, ο άνθρωπος από «δυνάμει» ηθικό ον γίνεται «ἐνεργείᾳ» ηθικό πλάσμα, όταν με άσκηση και επαναλαμβανόμενη πράξη πραγματώνει την ηθική αρετή και την καθιστά χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιδιοσύστασής του. Χαρακτηριστική της τελεολογικής αντίληψης του Αριστοτέλη είναι και η χρήση της μετοχής «τελειουμένοις». Η μετατροπή του ανθρώπου από «δυνάμει» σε «ἐνεργείᾳ» ηθικό ον σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η άποψη του Αριστοτέλη ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως έρχεται σε αντίθεση με την αριστοκρατική αντίληψη, η οποία κυρίως εντοπίζεται στο πεδίο της μάχης και σύμφωνα με την οποία οι «ἄριστοι» έχουν έμφυτη την αρετή, ως δώρο των θεών για την ευγενική καταγωγή τους. Αυτή την αντίληψη εκφράζει και ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Ἀντιγόνη», όπου η ηρωίδα, ζητώντας τη σύμπραξη της αδελφής της Ισμήνης για την ταφή του Πολυνείκη, τονίζει την αριστοκρατική καταγωγή της («και γρήγορα θα αποδείξεις αν είσαι από τη φύση σου γενναία ή δειλή, παρόλο που κατάγεσαι από λαμπρή γενιά»). Την αριστοκρατική αντίληψη εκφράζουν και άλλοι ποιητές, όπως ο Όμηρος και ο Πίνδαρος. Β2. Βασικές έννοιες συχνά αντιθετικές της αριστοτελικής φιλοσοφικής σκέψης είναι η «δύναμις» και η «ἐνέργεια». «Δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα στοιχείο να γίνει κάτι και «ἐνέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας (η δεύτερη έννοια για τον Αριστοτέλη είναι αξιολογικά σημαντικότερη). Αυτοί οι δύο όροι θυμίζουν την ύλη και τη
μορφή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο φιλόσοφος σε άλλο σημείο του έργου του, αλλά παραπέμπουν και στις ιδέες και τα αισθητά πράγματα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τις δύο έννοιες στα εμπειρικά παραδείγματα των αισθήσεων και των τεχνών, προκειμένου να ορίσει τις ηθικές αρετές. Οι αισθήσεις ως φυσικές ιδιότητες προϋπάρχουν στον άνθρωπο («τάς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα») και ακολουθεί η πράξη, η ενέργεια («ὕστερον τάς ἐνεργείας ἀποδίδομεν»). Ο Αριστοτέλης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν αποκτήσαμε τις αντίστοιχες αισθήσεις με το να βλέπουμε πολλές φορές ή να ακούμε πολλές φορές, αλλά αντίθετα έχοντας αυτές κάναμε χρήση τους και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους («οὐ γάρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν»). Στην περίπτωση των αισθήσεων η προτεραιότητα των «δυνάμεων» έναντι των «ἐνεργειῶν» είναι μόνο χρονική και όχι αξιολογική (αξιοσημείωτο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει την περίπτωση των εκ γενετής αναπηριών). Η χρονική προτεραιότητα των «δυνάμεων» εκφράζεται και γλωσσικά, με τα ρήματα, τα απαρέμφατα και τις μετοχές να βρίσκονται σε αόριστο που δηλώνει το προτερόχρονο («ἰδεῖν», «ἀκοῦσαι», «ἐλάβομεν», «ἐχρησάμεθα», «χρησάμενοι», «ἔσχομεν»). Από την άλλη μεριά, στις ηθικές αρετές προηγείται η πράξη (η άσκηση, η επανάληψη, ο εθισμός) και έπεται η απόκτησή τους («τάς ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον»). Ο τρόπος απόκτησης των αρετών σχετίζεται τον τρόπο απόκτησης των τεχνών. Η φράση, βέβαια, «ὥσπερ καί ἐπί τῶν ἄλλων τεχνῶν» δημιουργεί προβληματισμό, γιατί ο σύνδεσμος «καί» (προσθετικός) είναι περιττός και ο επιθετικός προσδιορισμός «τῶν ἄλλων» υποδηλώνει ότι οι αρετές είναι τέχνες, κάτι
που αντιβαίνει στην πραγματικότητα. Επομένως, νόημα θα είχε η φράση «ὥσπερ ἐπί τῶν τεχνῶν». Τα κείμενα όμως του Αριστοτέλη είναι οι σημειώσεις που προόριζε για τη διδασκαλία του, επομένως έχουν στοιχεία του όχι και τόσο προσεγμένου προφορικού λόγου. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το παράδειγμα με τις τέχνες (οικοδόμος, κιθαριστής) για να καταλήξει στην ηθική αρετή. Η άσκηση στην τέχνη οδηγεί στην απόκτησή της: ενεργούμε μαθαίνοντας και μαθαίνουμε ενεργώντας («ἅ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν», συγχρονισμός ενεργειών και δυνάμεων). Το παράδειγμα των τεχνών εφαρμόζεται στην περίπτωση των ηθικών αρετών (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι δίκαιες, σώφρονες, ανδρείες πράξεις προηγούνται και ο άνθρωπος με άσκηση και επανάληψη γίνεται δίκαιος, σώφρων και ανδρείος («οὕτω δή καί τά μέν δίκαια ἀνδρεῖοι»). Επομένως, η ηθική αρετή απορρέει από την ηθική πράξη. Βέβαια, το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το αν η ηθική αρετή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της πράξης, αφού για να ενεργήσει κάποιος ηθικά πρέπει πρώτα να είναι ηθικός. Όμως, το άτομο που ενεργεί ηθικά δε λειτουργεί έτσι τυχαία ή από άγνοια αλλά (όπως ο Αριστοτέλης αναφέρει σε άλλο σημείο του έργου του) έχει συνείδηση («εἰδώς») του τι είναι αρετή (μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη). Εξάλλου, οι επιλογές και οι προτιμήσεις μας οδηγούν σε πράξεις που επαναλαμβάνονται με τρόπο σταθερό και αμετάβλητο («βεβαίως καί ἀμετακινήτως»). Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα στις φυσικές ιδιότητες (αισθήσεις) και στις αρετές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως, αφού δεν ακολουθεί την πορεία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως (στις φυσικές ιδιότητες:
«πρότερον δύναμις» και «ὕστερον - ἐνέργεια», ενώ στις ηθικές αρετές «πρότερον - ἐνέργεια» και «ὕστερον δύναμις»). Β3. Σχολ. βιβλ., Εισαγωγή, σελ. 140: «Η σημασία της Ακαδημίας (τέτοια ήταν κατά βάση η ψυχοσύνθεση του Πλάτωνα)». Β4. φέρεσθαι: φορά, φωριαμός δέξασθαι: δοχείο, παραδοχή τελειουμένοις: τελείωση, συντέλεια κομιζόμεθα: συγκομιδή, κόμιστρο ἰδεῖν: όραση, κάτοψη Γ. Μετάφραση αδίδακτου κειμένου Και οι Αργείοι κατά τον ίδιο χρόνο, αφού εισέβαλαν στη Φλειασία και έπεσαν σε ενέδρα από τους Φλειάσιους και τους δικούς τους (πολιτικούς) εξόριστους, σκοτώθηκαν, περίπου ογδόντα (στον αριθμό). Και οι Αθηναίοι από την Πύλο πήραν πολλά λάφυρα από τους Λακεδαιμόνιους και οι Λακεδαιμόνιοι για τον ίδιο λόγο, χωρίς με αυτόν τον τρόπο να παραιτούνται από τη συνθήκη, από τη μία πολεμούσαν εναντίον τους, ενώ από την άλλη διακήρυξαν, αν κάποιος από τη δική τους πλευρά θέλει, να λαφυραγωγεί τους Αθηναίους. Και οι Κορίνθιοι πολέμησαν τους Αθηναίους εξαιτίας κάποιων ιδιαίτερων αντιθέσεών (τους). Αντίθετα, οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι απείχαν από πολεμικές ενέργειες. Ωστόσο και οι Μήλιοι, αφού επιτέθηκαν τη νύχτα, κυρίευσαν το τμήμα του οχυρώματος των Αθηναίων (που βρισκόταν) προς την αγορά και
σκότωσαν άνδρες και, αφού εισήγαγαν τρόφιμα και όσα περισσότερα (αγαθά) μπορούσαν, μετά την αναχώρησή τους έμεναν αδρανείς. Γ1. α. εἰληφέναι πολέμησον κηρύξοι αἱρῆσθε προσέβαλες Γ1. β. (τῷ) φυγάδι πολύ (τήν) σπονδήν τινάς (τῶν) περιτειχισμάτων Γ2. α. ὑπό Φλειασίων: εμπρόθετο ποιητικό αίτιο που εξαρτάται από την παθητική μετοχή «λοχισθέντες». δι αὐτό: εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας στο ρήμα «ἐπολέμουν». αὐτοῖς: Αντικείμενο στο ρήμα «ἐπολέμουν». ἰδίων: επιθετικός προσδιορισμός στο «διαφορῶν». νυκτός: Γενική ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο «προσβαλόντες». ἀναχωρήσαντες: χρονική μετοχή από το ρήμα «ἡσύχαζον», συνημμένη στο υποκείμενο, «Μήλιοι», του ρήματος.
Γ2. β. Οὗτοι ἔλεγον καί τούς ἐκ τῆς Πύλου Ἀθηναίους Λακεδαιμονίων πολλήν λείαν λαβεῖν.