ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Θέμα εργασίας: ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΙΣΗΣ Ονοματεπώνυμο: ΣΟΦΙΑ ΜΑΝΟΥΚΗ Αριθμ. Μητρώου: 1340200700213 Μάθημα: Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου Επιβλέπων Καθηγητής: Α. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Πίνακας Περιεχομένων Πρόλογος σελ. 3 Εισαγωγή σελ. 4 1. Συνταγματικά Δικαιώματα σελ. 4 1.2 Άσκηση Συνταγματικών Δικαιωμάτων σελ. 4 1.3 Αρχή Ελεύθερης Άσκησης και Σχετικότητα της Αρχής αυτής σελ. 4 Επιβοηθητικός Εισαγωγικός Πίνακας σελ. 6 2. Νομική Σύγκρουση Δικαιωμάτων σελ. 7 2.1 Πραγματική Σύγκρουση Δικαιωμάτων σελ. 8 3. Η Θεωρία της Στάθμισης Συμφερόντων Το Ζήτημα της Αξιολογικής Ιεράρχησης σελ. 9 Ελληνική Νομολογία σελ. 10 Γερμανική Νομολογία σελ. 12 Υπόθεση Lüth σελ. 12 Υπόθεση Blinkfüer σελ. 13 Κριτική Θεώρηση της Στάθμισης - Επίλογος σελ. 14 Βιβλιογραφία σελ. 15 Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία σελ. 15 Νομολογία σελ. 15-2-
Πρόλογος Στην παρούσα εργασία γίνεται κριτική προσέγγιση του νομικού ζητήματος της στάθμισης των συμφερόντων, στο πλάισιο του συνταγματικού δικαίου και συγκεκριμένα των νομίμως ασκούμενων συνταγματικών δικαιωμάτων. Αρχικά, εξετάζεται η διάκριση πραγματικής και νομικής σύγκρουσης συνταγματικών δικαιωμάτων. Η τελευταία αναλύεται περαιτέρω ώστε να βοηθηθεί ο αναγνώστης να κατανοήσει τη λογική βάση της μεθόδου στάθμισης των συμφερόντων. Η ίδια η μέθοδος στάθμισης των συμφερόντων, ως αυτοτελής μέθοδος αρχικά και stricto sensu αναλογικότητα αργότερα, εξετάζεται υπό το φώς δύο σημαντικών υποθέσεων του Γ.Ο.Σ.Δ. και αξιολογείται τελικά νομικώς, με παράλληλη αναφορά στο ζήτημα της αξιολογικής ιεραρχίας των συνταγματικών κανόνων. Επίσης, γίνεται αναφορά στην ελληνική νομολογία με παράθεση αποφάσεων του ΣτΕ και του ΑΠ. -3-
Εισαγωγή 1. Συνταγματικά Δικαιώματα Κατά την αντικειμενική θεωρία, η οποία τονίζει τη σημασία της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος -της νομικά αναγνωριζόμενης ικανότητας επιβολής θελήσεως δηλαδή-, σε ένα ευρύτερο, θεσμικό, νομικό περιβάλλον, κάθε συνταγματικό δικαίωμα ως βασική εξειδίκευση της ανθρώπινης αξίας με αμυντικό περιεχόμενο στρέφεται καταρχήν erga omnes και εφαρμόζεται τόσο στην κυριαρχική σχέση κράτους-διοικουμένων, όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών. Η θεωρία αυτή βρίσκει τη δικαίωση της στην συνταγματική αναθεώρηση του 2001, στο άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο γ' του ισχύοντος Συντάγματος¹, με το οποίο διασφαλίζεται η ενότητα της έννομης τάξης. Άλλωστε, και σύμφωνα με την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων, κατ'αρχήν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται σε όλες τις έννομες σχέσεις προς όλο το περιεχόμενό τους. Επομένως, όλα τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόζονται στο δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο, σε επίπεδο γενικό (στο οποίο νοούνται οριοθετήσεις) και σε επίπεδο ειδικό (στο οποίο νοούνται περιορισμοί). 1.2 Άσκηση Συνταγματικών Δικαιωμάτων Άσκηση καλείται η με την ενεργοποίηση της σύμφυτης εξουσίας και σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου απόλαυση, προστασία και διάθεση του δικαιώματος από το δικαιούχο. Άσκηση συνταγματικού δικαιώματος είναι επομένως, η σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου χρησιμοποίηση της εξουσίας που εμπεριέχεται στο δικαίωμα². Ήδη από τον ορισμό αυτόν γίνεται σαφές ότι εφόσον η άσκηση (συνταγματικού) δικαιώματος περικλείει τη νόμιμη απόλαυση του δικαιώματος, γίνεται δηλαδή κατά τρόπο σύμφωνο με τυχόν οριοθετήσεις του νομοθέτη, άσκηση παράνομη δεν είναι δυνατό να υφίσταται. Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική για την μετέπειτα εξέταση μας της στάθμισης των συμφερόντων, γιατί συνεπάγεται ότι η (νόμιμη) άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει στη σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα, σε μια τέτοια φαινόμενη σύγκρουση αυτό που θα έχει λάβει χώρα θα είναι η προσβολή δικαιώματος, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. 1.3 Αρχή Ελεύθερης Άσκησης και Σχετικότητα της Αρχής αυτής Στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του ισχύοντος Συντάγματος³, κατοχυρώνεται η αρχή της ελέυθερης άσκησης σύμφωνα με την οποία οι όροι άσκησης καθορίζονται καταρχήν από το δικαιούχο, δηλαδή τον φορέα του δικαιώματος. Ως ελεύθερη άσκηση όμως, νοείται η σχετικοποιημένη, οριοθετημένη 1. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. 2. Σπυριδάκης, Γεν. Αρχές Ά, σελ. 120 επ. 3. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. -4-
από το νομοθέτη σύννομη άσκηση, λόγω του ότι αυτή πραγματώνεται τελικά σε ένα ευρύτερο, κοινωνικό, θεσμικό πλαίσιο. Δεν αποτελεί λοιπόν παράδοξο το ότι ο νομοθέτης μπορεί να οριοθετεί ή και να περιορίζει την ελευθερία άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος. Κατά την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι δυνατόν να υπάρξουν απλές επιδράσεις, οριοθετήσεις, περιορισμοί ή προσβολές. Οι απλές επιδράσεις στα συνταγματικά δικαιώματα, μολονότι δυσάρεστες, τελούνται υπό τη νόμιμη άσκηση δικαιωμάτων από πλευράς ιδιωτών, Κράτους, Διοίκησης, δικαστικής εξουσίας ή και του νομοθέτη ακόμα. Μπορεί να μεταβάλλουν σημαντικά την πραγματική κατάσταση του ατόμου, δεν έχουν όμως νομική σημασία καθώς δεν θίγουν τον προστατευτικό κύκλο του συνταγματικού δικαιώματος. Η νομική κατάσταση του ατόμου επομένως, δεν μεταβάλλεται. Οι οριοθετήσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων προσδιορίζουν τα άκρα όρια της νόμιμης άσκησής τους και, σε αντίθεση με τους περιορισμούς, εμφανίζουν καθολικότητα. Από αξιολογική νομική, αλλά και ηθική ίσως σκοπιά, οι οριοθετήσεις δεν συνιστούν περιορισμούς κατά παράβαση και της αρχής ελεύθερης άσκησης η οποία προαναφέρθηκε, αλλά δομικά μέρη του συνταγματικού δικαιώματος καθώς καθορίζουν απλώς το γενικό περιεχόμενό του, θέτουν τα όρια του χώρου δράσης στον οποίο ο φορέας του συνταγματικού δικαιώματος μπορεί να ασκεί την εξουσία η οποία εμπεριέχεται στο δικαίωμα. Η υπέρβαση των τιθέμενων ορίων του δικαιώματος αποτελεί παράνομη συμπεριφορά από πλευράς του δικαιούχου. Κάποιες γενικές οριοθετήσεις στις κυριαρχικές και διαπροσωπικές σχέσεις των διοικούμενων προκύπτουν με συστηματική ερμηνεία των άρθρων 5 παράγραφος 1, και 25 του ισχύοντος Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτά, Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη, ενώ Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται. Εξειδίκευση του ιεραρχικά ανώτερου συνταγματικού άρθρου 25 παράγραφος 3 αποτελεί η διάταξη του κοινού δικαίου, ΑΚ 281 ⁴. Οι δύο διατάξεις εφαρμόζονται ταυτοχρόνως στα πλαίσια της ενότητας του δικαίου. Περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος καλείται η νόμιμη συρρίκνωση του γενικού περιεχομένου του συνταγματικού δικαιώματος (σε αντίθεση με την προσβολή δικαιώματος, που αποτελεί παράνομη συρρίκνωση), η οποία προέρχεται από ανθρώπινη ενέργεια -κατά δε το ΓΟΣΔ, κρατική ενέργεια ⁵-. Ο περιορισμός είναι επομένως η νόμιμη υποχώρηση από τα όρια που έχει ήδη χαράξει η οριοθέτηση. Η έννοια του περιορισμού προϋποθέτει και βασίζεται στην οριοθέτηση ⁶. Οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων λοιπόν, επηρεάζουν την κτήση ή άσκησή τους κατά τρόπο αναιρετικό ή δυσχερώς περιοριστικό. 4. Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. 5. Beeinträchtigung (Eingriff) ist jedes staatliche Handeln, das dem Einzelnen ein Verhalten, das in den Schutzbereich eines Grundrechts fällt, ganz oder teilweise unmöglich macht. 6. Aντ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα τόμος Γ', σελ. 186. -5-
Συνοπτικά, έγιναν μέχρι τώρα κάποιες εισαγωγικές διευκρινίσεις πάνω στη φύση των συνταγματικών δικαιωμάτων, στο νομικό ορισμό της άσκησής τους και τη σημασία αυτού, στην αρχή της ελεύθερης άσκησης καθώς και στην αρχή της σχετικότητας της ελεύθερης άσκησης, και στη νομική σημασία των απλών επιδράσεων, των οριοθετήσεων, των περιορισμών και των προσβολών στις οποίες είναι δυνατόν να υπόκεινται τα συνταγματικά δικαιώματα. Κεντρικά σημεία της εισαγωγής αυτής είναι ότι: 1. Τα συνταγματικά δικαιώματα αποτελούν νομικώς αναγνωριζόμενες ικανότητες επιβολής θελήσεως. 2. Ασκούνται σε ένα ευρύτερο, θεσμικό, νομικό περιβάλλον. 3. Η άσκησή τους είναι εξ'ορισμού νόμιμη. 4. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελεύθερη άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι η εντός των οριοθετήσεων του νομοθέτη άσκηση. 5. Οι απλές επιδράσεις στα συνταγματικά δικαιώματα δεν έχουν νομική σημασία. 6. Οι οριοθετήσεις καθορίζουν το περιεχόμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων και αποτελούν τμήμα τους. 7. Υπέρβαση των οριοθετήσεων αποτελεί παράνομη συμπεριφορά η οποία λαμβάνει χώρα εκτός του προστατευτικού κύκλου του δικαιώματος. 8. Οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι νόμιμες συρρικνώσεις του γενικού περιεχομένου των συνταγματικών δικαιωμάτων. 9. Οι προσβολές των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι παράνομες συρρικνώσεις του γενικού περιεχομένου συνταγματικών δικαιωμάτων. -6-
Πρόκειται για ένα νομικό, θεωρητικό υπόβαθρο, η αναφορά στο οποίο κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει ο αναγνώστης να βοηθηθεί στην κατανόηση του κυρίως θέματος της εργασίας. Η αναλυτική εξήγηση των κεντρικών εννοιών της θεωρίας των συνταγματικών δικαιωμάτων, που κρίθηκαν απαραίτητες εδώ, βοηθά τόσο τον πεπειραμένο νομικό όσο και τον κοινό αναγνώστη να αποκτήσει μια πρώτη εντύπωση του θέματος προς εξέταση, πριν προχωρήσουμε στο περισσότερο περίπλοκο ζήτημα της στάθμισης των συμφερόντων και καταλήξουμε στην κριτική θεώρησή του. 2. Νομική Σύγκρουση Δικαιωμάτων Σύγκρουση (συνταγματικών) δικαιωμάτων υπό νομική έννοια είναι η ταυτόχρονη αναγνώριση και νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων περισσότερων φορέων κάτα τρόπο ώστε η νόμιμη άσκηση του δικαιώματος του ενός να περιορίζει την επίσης νόμιμη άσκηση του δικαιώματος του άλλου ⁷. Αυτά στη θεωρία τουλάχιστον, καθώς στη σύχρονη έννομη τάξη η σύγκρουση δικαιωμάτων αποτελεί όχι μόνο λογικό, αλλά και δικαιικό παράδοξο. Πράγματι, σκοπός του δικαίου είναι να αποτελεί αυτό ένα νομικό σύστημα αρμονικώς ασκούμενων συνταγματικών δικαιωμάτων. Η αποδοχή της δυνατότητας και μόνο να υπάρχει περίπτωση νόμιμης άσκησης δικαιωμάτων απ'όλους τους εμπλεκόμενους φορείς εντούτοις να θίγεται κάποιο συνταγματικό δικαίωμα, είναι ασυμβίβαστη με τη νομική θεωρία η οποία σαφώς εκλαμβάνει τα δικαιώματα του ανθρώπου ως κοινωνικά. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανθρωπιστική αρχή, στην έννομη τάξη του κοινωνικού ανθρωπισμού, αναγνωρίζεται μόνο η εξουσία του ανθρώπου στο άτομό του (αυτεξουσία, αυτοπροσδιορισμός) όχι όμως και η εξουσία του ατόμου πάνω σε άλλα άτομα. Επίσης η εξουσία πάνω σε πράγματα δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην κυριαρχία πάνω σε άλλους ανθρώπους ⁸. Επομένως σύγκρουση (συνταγματικών) δικαιωμάτων υπό νομική έννοια δεν μπορεί να υπάρξει στη σύχρονη έννομη τάξη. -Τι θα συνέβαινε στην ατομικιστική έννομη τάξη; Σύμφωνα με την ατομικιστική νομική παράδοση καθώς και τα παλαιότερα ατομικιστικά νομικά πρότυπα, οι συγκρούσεις και οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των αδυνάτων από τους ισχυρούς λαμβάνουν χώρα de facto και δεν αντιμετωπίζονται νομικώς. Για την ακρίβεια, η παραβίαση των δικαιωμάτων του λιγότερο ισχυρού είναι επιτρεπτή (!). Από τη στιγμή που η νόμιμη άσκηση συμφερόντων δεν μπορεί ποτέ να οδηγεί στη σύγκρουση των (συνταγματικών) δικαιωμάτων, το μόνο ενδεχόμενο είναι ο επιτιθέμενος φορέας να υπερέβει τα όρια άσκησης του δικαιώματός του και να προσέβαλε το δικαίωμα του αμυνόμενου. 7. Αντρ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Γ', σελ. 219 παράγραφος 343. 8. Αντρ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Γ', σελ. 222. -7-
2.1 Πραγματική Σύγκρουση Δικαιωμάτων Κατά την πραγματική σύγκρουση (συνταγματικών) δικαιωμάτων, ο επιτιθέμενος φορέας δικαιώματος θίγει δικαίωμα του αμυνόμενου φορέα διότι δρα πέρα από το επιτρεπόμενο δικαιικό πλαίσιο. Ο επιτιθέμενος φορέας λοιπόν, παραβιάζει το δικαίωμα του αμυνόμενου, διότι έχοντας παραβιάσει τα όρια άσκησης των δικαιωμάτων ενεργεί παράνομα, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην παράγραφο 1.2 της παρούσας μελέτης. Πραγματική σύγκρουση δικαιωμάτων λοιπόν, έχουμε στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη άσκηση περισσοτέρων δικαιωμάτων, οπότε η άσκηση του ενός δικαιώματος αποκλείει αναγκαστικά, ολικά ή μερικά, τη σύγχρονη άσκηση του άλλου δικαιώματος ⁹. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η σημασία του αμυντικού χαρακτήρα των συνταγματικών δικαιωμάτων γίνεται αντιληπτή μόνο εντός ενός λειτουργικού πλαισίου άμυνας-επίθεσης και, συνεπώς, αμυνόμενου-επιτιθέμενου. Γιατί ποιό άλλο νόημα θα είχε η απόλυτη, erga omnes αμυντική ενέργεια των συνταγματικών δικαιωμάτων παρά αυτό της προστασίας του αμυνόμενου από τον επιτιθέμενο; Σύμφωνα και με όσα γράφτηκαν στην παράγραφο 2 περί νομικής σύγκρουσης (συνταγματικών) δικαιωμάτων, επιτιθέμενος καλείται εκείνος ο οποίος προσβάλλει τα δικαιώματα του άλλου, χωρίς ο περιορισμός αυτός να επιβάλλεται από την αντικειμενική αιτιώδη συνάφεια ¹º ενώ αμυνόμενος εκείνος του οποίου τα συνταγματικά δικαιώματα προσβάλλονται. Από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 25, παράγραφος 1, εδάφιο γ') προκύπτει ότι τα αμυντικά δικαιώματα εφαρμόζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Στην παράγραφο 2 καταλήξαμε στο ότι υπό νομική έννοια, σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να υφίσταται. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι και ως προς τις διαπροσωπικές αντιθέσεις, προστατεύεται πάντα ο αμυνόμενος και αποκρούεται ο επιτιθέμενος. Το δικαιικό σύστημα και η έννομη τάξη στο σύνολο της, αποβλέπουν αφενός στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων και αφετέρου στην αρμονική άσκηση αυτών. Αποστολή του δικαίου είναι ακριβώς η δικαιική άρση των πραγματικών συγκρούσεων -πράγμα το οποίο είναι δυνατό χάριν ακριβώς στην εφαρμογή των αμυντικών δικαιωμάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις-, δηλαδή η απονομή της δικαιοσύνης, επομένως κατά το δίκαιο δεν υπάρχουν συγκρούσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο προορισμός, η αποστολή και η αξία του δικαίου είναι να επιβάλλει την αρμονική συμβίωση, δηλαδή να αίρει τις πραγματικές συγκρούσεις με νομικούς κανόνες ¹¹. 9. Ράικος Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα Τόμος Α', σελ.232 επ. 10. Αντρ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Γ', σελ. 210 παράγραφος 319. 11. Αντρ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Γ', σελ. 223. -8-
3. Η θεωρία της Στάθμισης Συμφερόντων Το ζήτημα της Αξιολογικής Ιεράρχησης Στο πλαίσιο της νομολογίας του ΓΟΣΔ αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του '60, προς άρση της σύγκρουσης δικαιωμάτων, η θεωρία της στάθμισης των συμφερόντων ( Interessenabwägung Güterabwägung ). Αυτή, αν και αρχικά αποτελούσε αυτοτελή μέθοδο, εντάχθηκε τελικά στη αρχή της αναλογικότητας ως stricto sensu αναλογικότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία της στάθμισης συμφερόντων, η επίλυση της σύγκρουσης ξεκινά από τη βάση ότι και τα δύο μέρη της διαφοράς ασκούν νομίμως τα δικαιώματά τους, και επιτυγχάνεται τελικά με ad hoc, περιπτωσιολογική αντιμετώπιση ( Einzellfallabwägung ) ανάλογη με τα δεδομένα και τις συνθήκες υπό τις οποίες διαδραματίστηκε η κάθε υπόθεση. Μολονότι το ίδιο το ΓΟΣΔ αποφεύγει να συνδέσει τους συνταγματικούς κανόνες με συγκεκριμένη αξιολογική ιεραρχία, γίνεται σαφές ότι η ίδια η θεωρία ευνοεί πρακτικώς τη θεώριση των συνταγματικών διατάξεων ως άνισες, αφού σε τελική ανάλυση ο δικαστής καλείται να προτιμήσει μια διάταξη υπέρ κάποιας άλλης. Η υποκειμενικότητα της μεθόδου αυτής, την καθιστά επικίνδυνα ασαφή αλλά και ξένη προς την ελληνική νομική σκέψη κατά την οποία θέμα αξιολογικής ιεράρχησης των συνταγματικών κανόνων σαφώς δεν τίθεται. Ειδικότερα, θέσεις της ελληνικής θεωρίας αποτελούν οι εξής: Με βάση το άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο β' του ισχύοντος Συντάγματος, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, τα κρατικά όργανα φέρουν ευθύνη για την άρση της σύγκρουσης συνταγματικών δικαιωμάτων. Κατά τον Κ. Χρυσόγονο, θεμελιώδης παραδοχή σχετική με το όλο πρόβλημα της σύγκρουσης των συνταγματικών δικαιωμάτων, αποτελεί και πρέπει να αποτελεί η τυπική ισοδυναμία όλων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα. In abstracto προτίμηση συνταγματικής διάταξης σε βάρος άλλης, δεν είναι νοητή. Υπερέχοντα ή υποδεέστερα συνταγματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν, επομένως τυχόν σύγκρουση δεν μπορεί καταρχήν να επιλυθεί με την αναφορά σε κάποια ιεραρχική κλίμακα ισχύος ¹², εκτός κι αν χωρεί μεταξύ τους σχέση ειδικότητας (lex specialis derogate legi generali). Τα δε κλασικά ατομικά δικαιώματα, εφόσον θεωρηθούν ως αρνητικοί κανόνες αρμοδιότητας, είναι ειδικότερα σε σχέση με τη γενική νομοθετική αρμοδιότητα της πολιτείας ¹³. Και κατά τον Τσάτσο, ιεραρχική σχέση μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι δεκτή. Η διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε αναθεωρήσιμα και μη αναθεωρήσιμα κατά το άρθρο 110 παράγραφος 1 του ισχύοντος Συντάγματος, αποτελεί μια ιεράρχηση που ισχύει μόνο για τη διαδικασία της Αναθεώρησης και δεν μπορεί να μεταφερθεί στο θέμα της Σύγκρουσης, διότι δεν συντρέχει η ταυτότητα λόγου που θα επέτρεπε (οπότε και επέβαλλε) την ανάλογη εφαρμογή της. Για τον Δαγτόγλου, η αφηρημένη στάθμιση των συνταγματικών δικαιωμάτων ανεξάρτητα και πέρα από τη συνταγματική λειτουργία τους δεν είναι θεμιτή διότι από το δικαίωμα του άρθρου 2 παράγραφος 1 του ισχύοντος Συντάγματος περί σεβασμού και διαφύλαξης της ανθρώπινης αξίας, απορρέουν όλα τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, τα οποία έχουν πάντως την ίδια τυπική ισχύ. Δυνατή και επιδιωκτέα είναι πάντως η προσπάθεια πρακτικής εναρμόνισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην συγκεκριμένη εφαρμογή τους. 12. Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Α', σελ. 132. 13. Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. -9-
Για τους υποστηρικτές της Στάθμισης πρέπει να λεχθεί ότι αυτοί πιστεύουν πως η προστασία της μιας και ο περιορισμός της άλλης ατομικής ελευθερίας είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτώμενο από τους συντρέχουσες συγκυρίες ¹⁴. Ο Γ. Μιχαηλίδης Νουάρος στη μελέτη του της σύγκρουσης του δικαιώματος επί του ιδιωτικού βίου με το δικαίωμα της ελευθερίας του τύπου, καταλήγει στη θεωρία της συγκεκριμένης στάθμισης των αγαθών ¹⁵. Η στάθμιση αυτή συντελείται, κατά τον ίδιο, σε επίπεδο αντικειμενικό με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά και υποκειμενικό προσδιοριζόμενο από τη βούληση του ενδιαφερόμενου ατόμου. Ο ερμηνευτής του δικαίου όμως, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιδιώκει την νοηματική ενότητα του Συντάγματος κατά την εξέταση της ενδεχόμενης σύγκρουσης, καθώς το Σύνταγμα είναι σύστημα κανόνων δικαίου και όχι αποσυνδεδεμένο νοηματικά άθροισμά τους. Τελικά, δεδομένου του ότι οι συνταγματικώς κατοχυρωμένες διατάξεις είναι τυπικώς ισοδύναμες, η τυχόν σύγκρουσή τους μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με βάση μια ad hoc σχέση προτιμήσεως ανάμεσά τους, με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή έκβαση στη σύγκρουση των διακυβευόμενων δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών ¹⁶. Ελληνική Νομολογία Η κλασική για τη διατύπωσή της απόφαση υπ'αριθμόν 810/1977 του Συμβουλίου της Επικρατείας, προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ των συνταγματικών άρθρων 24 παράγραφος 1 και 22 παράγραφος 4 με τα άρθρα 106 παράγραφος 1 και 107 παράγραφος 1. Τα τρία χαρακτηριστικά σημεία της Αποφάσεως είναι: 1. εν τυχόν δε ελλείψει οιασδήποτε φύσεως προστατευτικής νομοθετικής διατάξεως γεννάται εκ των συνταγματικών επιταγών (του άρθρου 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος) εν πάσει περιπτώσει και δια την Διοίκησιν ευθεία υποχρέωσις όπως κατά την μόρφωσιν της κρίσεως της επί ζητήματος σχέσιν έχοντος προς τα περί ων αι συνταγματικαί αυταί διατάξεις θέματα, λαμβάνει υπόψιν και τας περι την ως άνω προστασίαν απόψεις, εν συνεκτιμήσει πάντων των συνθετόντων το Εθνικό συμφέρον λύσεως. 2. η Διοίκησις οφείλει, εν απουσία, νομοθετικής διατάξεως, να σταθμίζει και να συνεκτιμά πάντας τους εις τας υπ'άριθμόν 22 παράγραφος 1, 106 παράγραφος 1 και 107 παράγραφος 1 συνταγματικάς διατάξεις αναφερόμενους παράγοντες, οίτινες δεν αποκλείεται εις συγκεκριμένην περίπτωσιν να έχουν μάλλον βαρύνουσαν σημασίαν, εν σχέσει προς την υπό του άρθρου 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος διαγορευμένην προστασίαν του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. 3. όταν πρόκειται να εκδοθούν διοικητικαί πράξεις, οι οποίες αφορούν πλείονας τομείς δραστηριότητας της Διοικήσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν όλοι οι συνθέτοντες το εθνικό συμφέρον παράγοντες και μετά την συνεκτίμησιν και στάθμισιν αυτών, ενόψει και της σπουδαιότητος του επιδιωκόμενου σκοπού και να προκρίνεται κατά την αληθή βούλησιν του νομοθέτου η καλύτερον εξυπηρετούσα το γενικώτερον εθνικό συμφέρον λύσις, αυτή η ευχέρεια μπορεί να ελεγχθεί από της απόψεως υπερβάσεως των άκρων ορίων της. 14. Τσάτσος Δημήτρης, Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Γ', σελ.297. 15. Μιχαηλίδης Νουάρος Γ., Το Απαραβίαστο του Ιδιωτικού Βίου και η Ελευθερία του Τύπου, σελ.379. 16. Κ. Σταμάτης, Η Θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων, σελ.345. -10-
Το ίδιο σκεπτικό ακολουθούν έκτοτε και οι μεταγενέστερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε 3047/80, 262/82, 1615/88, 2281/92, κ.ο.κ.). Η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου υπ'αριθμόν 13/1999, κλίνει προς την κατεύθυνση της ιεράρχησης των συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την απόφαση, η προστασία της ελευθερίας της επιστήμης και της έκφρασης επειδή αποσκοπεί στη διαφύλαξη υψίστων κοινωνικών αγαθών, καλύπτει (νομιμοποιεί) και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας που τυχόν ενυπάρχουν στην ενάσκηση τους, οι οποίες έτσι, εφόσον εν προσβάλλεται η αξία του ανθρώπου, δεν είναι παράνομες, διότι η προσωπικότητα, κι αν θίγεται, έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υποδεέστερη σημασία σε σχέση με το αγαθό των ως άνω ελευθεριών. Από τη διατύπωση της αποφάσεως αυτής, προκύπτει σαφώς μια ιεράρχηση οπού η αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1 του ισχύοντος Συντάγματος, -καταστατική αρχή) βρίσκεται στην κορυφή, η ελευθερία της επιστήμης και η ελευθερία της έκφρασης από κάτω, και το δικαίωμα της προσωπικότητας ακόμα πιο κάτω, έστω κι αν πρόκειται για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Από τη στιγμή όμως που ο ίδιος ο συντακτικός νομοθέτης δεν έχει προβεί σε ιεράρχηση των συνταγματικών κανόνων, πώς είναι δυνατόν να νομιμοποιείται ο δικαστής για κάτι τέτοιο; Τίθεται λοιπόν μεταξύ άλλων και ζήτημα αμεροληψίας της δικαστικής κρίσης λόγω του υψηλότατου βαθμού υποκειμενικότητας των κρίσεων του πολιτειακού οργάνου. Κατά τον Μάνεση Αριστόβουλο, η διακριτική ευχέρεια που έχει σε αυτές τις περιπτώσεις, το αρμόδιο κρατικό όργανο, πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής ή πολιτικής υφής ¹⁷. Εν προκειμένω, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πέραν από λεπτούς νομικοτεχνικούς ορισμούς και θεωρητικά οικοδομήματα που υποστηρίζουν την μια ή την άλλη άποψη και περιπλέκουν την νομική πραγματικότητα, η αντικειμενικότητα ως αποχωρισμός της αξιολογικής κρίσης από την ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση του κρίνοντος οργάνου είναι συχνά πρακτικώς αδύνατη. Έμφαση θα πρέπει επομένως να δοθεί όχι στην ατελέσφορη προσπάθεια αντικειμενικότητας, αλλά στην αναγκαιότητα της ύπαρξης αμεροληψίας στην δικαστική πρακτική. Ο αποχωρισμός της αξιολογικής κρίσης του δικαστικού οργάνου από τους ενδεχόμενους δεσμούς του με πρόσωπα ή συμφέροντα της υπό κρίσης σύγκρουσης δικαιωμάτων, θα πρέπει να αποτελέσει βασικό κατευθυντήριο άξονα για την επιτυχή εφαρμογή του δικαίου σε κάθε ευνομούμενη έννομη τάξη. 17. Μάνεσης Αριστόβουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Α', σελ.65. -11-
Γερμανική Νομολογία Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η θεωρία ή μέθοδος της στάθμισης των συμφερόντων αναπτύχθηκε από το (πρώτο τμήμα) του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σύγκρουσης των δικαιωμάτων. Είναι άλλωστε η μέθοδος αυτή, σύμφωνη με τις καθαρά γερμανικές αντιλήψεις περί αξιολογικής φύσεως του συνόλου της (γερμανικής) έννομης τάξης. Αξίζει λοιπόν στο πλαίσιο της μελέτης του ζητήματος της Στάθμισης, να εξετάσουμε δύο κομβικές αποφάσεις του ΓΟΣΔ, στις οποίες το τελευταίο εκτεταμένως κάνει χρήση της μεθόδου. Υπόθεση Lüth 15-1-1958 O πλέον γνωστός από τους σκηνοθέτες του γερμανικού ναζιστικού καθεστώτος, μπαρόκ φασίστας κατά τoν κριτικό ταινιών Karsten Witte, Veit Harlan (ο οποίος έκανε τις πιο πομπώδεις και ακριβές ταινίες του Ράιχ), συνεχίζει και μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την κινηματογραφική του δραστηριότητα. Ο διευθυντής της υπηρεσίας Τύπου του Αμβούργου, Lüth, στην προσπάθειά του να εμποδίσει μια νέα είσοδο του Harlan στον γερμανικό κινηματογράφο, τον κατηγορεί, με ομιλία του προς τους εμπόρους και τους παραγωγούς κινηματογραφικών ταινιών, σαν οπαδό του εθνικοσοσιαλισμού και παρακινεί το ακροατήριο του να μποϊκοτάρει την ταινία του Harlan. Το ίδιο επαναλαμβάνει και με επιστολή του στις εφημερίδες. Κατά του Lüth εγείρεται αγωγή με την οποία επιδιώκεται η καταδίκη του σε παράλειψη από τέτοιου είδους ενέργειες. Η αγωγή γίνεται δεκτή με την αιτιολογία ότι η συμπεριφορά αυτή του Lüth, σαν επέμβαση στη σφαίρα της επαγγελματικής ιδιότητας του ενάγοντα Harlan, αντίκειται στα χρηστά ήθη ( 86 γερμ. ΑΚ). -> Κατά της αποφάσεως αυτής εγείρει ο Lüth συνταγματική προσφυγή, η οποία και γίνεται δεκτή από το ΓΟΣΔ. Η προσφυγή βασιζόταν στο άρθρο 5 του γερμανικού Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία σκέψεως και εκφράσεως της γνώμης. Κατά το συνταγματικό δικαστήριο, η ελευθερία εκφράσεως αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας, αποτελεί τη βάση κάθε ελευθερίας. Το αξιολογικό περιεχόμενο του Συντάγματος πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλες τις περιοχές του δικαίου. Το περιεχόμενο αυτό προσδιορίζει και την έννοια της γενικής ρήτρας του άρθρου 826. Δεν έκρινε επομένως ορθά το κοινό δικαστήριο ότι οι ενέργειες του Lüth είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη. Το άρθρο 5 του Θεμελιώδους Νόμου προστατεύει όχι μόνο την απλή έκφραση γνώμης, αλλά και την επιδιωκόμενη γενικότερη επίδραση. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για απλή σύγκρουση επαγγελματικών οικονομικών συμφερόντων. Το ενδιαφέρον του προσφεύγοντος ήταν ενδιαφέρον για τον γερμανικό κινηματογράφο. Τα οικονομικά συμφέροντα του Harlan πρέπει να υποχωρήσουν, εφόσον πρόκειται για δημόσια συζήτηση πάνω σε θέματα γενικής σημασίας. Για τη ιστορία, να πούμε ότι ο Ηarlan, του οποίου ο πρώτος γάμος ήταν με την Εβραία διασκεδάστρια Dora Gerson η οποία απεβίωσε στο Auschwitz με την οικογένεια της, δεν ξαναέκανε καμία ταινία μετά την απόφαση του ΓΟΣΔ το 1958. -12-
Υπόθεση Blinkfüer 26-2-1969 Μετά τα γεγονότα του τείχους του Βερολίνου, τρεις εκδοτικές εταιρείες εφημερίδων του συγκροτήματος Springer στο Αμβούργο, ανακοίνωσαν με έγγραφό τους στους πωλητές εφημερίδων να μην πωλούν έντυπα που δημοσιεύουν τα ραδιοφωνικά προγράμματα της Ανατολικής Γερμανίας και συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στην προπαγάνδα του Ulbricht. Στην αντίθετη περίπτωση θα επανεξετάσουν το θέμα της συνεχίσεως των επαγγελματικών τους σχέσεων. Η εβδομαδιαία εφημερίδα Blinkfüer, συνεχίζει τη δημοσίευση των ραδιοφωνικών προγραμμάτων της Ανατολικής Γερμανίας και η κυκλοφορία της μειώνεται. Ο εκδότης της εφημερίδας εγείρει αγωγή για την αποκατάσταση της ζημιάς. Το BGH απορρίπτει την αγωγή. Η απόφαση στην αιτιολογία της προσανατολίζεται στην υπόθεση Lüth. Ο Springer με την ενέργεια αυτή, επεδίωξε όπως ο Lüth, πολιτικούς σκοπούς και όχι ιδιοτελείς επαγγελματικούς σκοπούς. Η οικοδόμηση του τοίχους του Βερολίνου έθετε πράγματι το ερώτημα για την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αυτής της συμπεριφοράς. Τα συγκρουόμενα συμφέροντα ήταν πολιτικού και όχι οικονομικού-επαγγελματικού χαρακτήρα. -> Μετά την απόρριψη της αγωγής του, ο εκδότης της Blinkfüer καταθέτει συνταγματική προσφυγή η οποία γίνεται δεκτή. Σύμφωνα με την αιτιολογία της αποφάσεως του Bundesverfassungsgericht, που βασίζεται στο άρθρο 5 του Θεμελιώδους Νόμου, η έκκληση για οικονομικό αποκλεισμό επιτρέπεται μόνο σαν μέσο του πνευματικού αγώνα των γνώμων. Αλλά αποφασιστικό κριτήριο είναι το ότι πρέπει να περιορίζεται μόνο στην διακήρυξη των πεποιθήσεων και να μην επεκτείνεται στη χρησιμοποίηση μέσων που στερούν από τον αντίπαλο τη δυνατότητα να αποφασίζει ελεύθερα και χωρίς οικονομικές πιέσεις. Η οικονομική πίεση είναι παράνομη. Η ελευθερία των πνευματικών αντιθέσεων του πνευματικού αγώνα είναι πρωταρχική προϋπόθεση της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματος, καθόσον μόνο αυτή εγγυάται τη δημόσια συζήτηση πάνω σε θέματα γενικού ενδιαφέροντος και κρατικοπολιτικής σημασίας. -13-
4. Κριτική Θεώρηση της Στάθμισης - Επίλογος Πολλάκις, κατά τη συγγραφή της εργασίας αυτής, τονίστηκε η σημασία της θεώρησης των συνταγματικών δικαιωμάτων εντός ενός δικαιικού συστήματος το οποίο επιδιώκει και ενθαρρύνει την αρμονική άσκησή τους. Τονίστηκε επίσης ότι η νόμιμη άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι εξ'ορισμού αδύνατον να οδηγήσει σε σύγκρουση δικαιωμάτων υπό νομική έννοια και ότι κάθε φαινόμενη σύγκρουση δικαιωμάτων αποτελεί στην πραγματικότητα υπέρβαση των νομίμων ορίων άσκησης, παράνομη προσβολή δικαιώματος. Σε συνδυασμό με το ότι τα συνταγματικά δικαιώματα σε καμία περίπτωση δεν υπόκεινται σε ιεραρχική αξιολόγηση, μπορούμε να πούμε τα εξής: Η θεωρία της στάθμισης των συμφερόντων, μολονότι εύλογη εντός του γερμανικού θεωρητικού πλαισίου της, στην ελληνική νομική πρακτική θα πρέπει να αξιοποιείται με μεγάλη προσοχή και φιλτραρισμένη υπό τις προϋποθέσεις: α) της αμεροληψίας του δικαστικού λειτουργού β) της καταρχήν τυπικής ισχύος των θεμελιωδών δικαιωμάτων Μόνο επί συγκεκριμένης, ad hoc, περιπτωσιολογικής εφαρμογής θα μπορούσε να γίνει λόγος και πάλι διστακτικά. Τα προβλήματα με τη μέθοδο της στάθμισης των συμφερόντων είναι ότι: 1. Λογική βάση της αποτελεί η σύγκρουση νομίμως ασκούμενων συνταγματικών δικαιωμάτων. 2. Πρακτικά δικαιολογεί την ιεράρχηση των συνταγματικών κανόνων. 3. Σε κάθε περίπτωση δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. 4. Είναι ιδιαίτερα ασαφής και πέραν του ότι καθιστά την δικαστική αντικειμενικότητα ιδιαίτερα δυσχερή, θέτει και ζήτημα δικαστικής αμεροληψίας. Εν κατακλείδι, η θεωρία της στάθμισης των συμφερόντων, μολονότι δείχνει να έχει γίνει αποδεκτή σε κάποιο βαθμό από το εγχώριο δίκαιο και τη νομολογία, είναι μια μέθοδος που ακριβώς επειδή πρέπει να εφαρμόζεται περιπτωσιολογικά, δεν προσφέρει τελικά σαφώς προσδιορισμένα γενικά κριτήρια για την άρση των συγκρούσεων. Και ως προς την ίδια την σύγκρουση δικαιωμάτων θολώνει τα νερά ξεφεύγοντας από αποδεδεγμένες νομικές θεωρίες, αλλά και ως προς την όλη φύση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του Συστήματος στο οποίο αυτά είναι εντεταγμένα. Μέθοδοι άρσης συγκρούσεων, όπως αυτή της θεσμικής εφαρμογής με την αναζήτηση αιτιώδους συνάφειας, είναι προτιμότερες και θεωρητικώς και πρακτικώς. -14-
Βιβλιογραφία Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Α' Αντ. Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Γ', 2008 Μάνεσης Αριστόβουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα Τόμος Α' Μαυριάς Κ., Συνταγματικά Κείμενα Τόμος Α', 2007 Μιχαηλίδης - Νουάρος Γ., Το Απαραβίαστο του Ιδιωτικού Βίου και η Ελευθερία του Τύπου, 1983 Ράικος Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα Τόμος Α' Σπυριδάκης, Γεν. Αρχές Τόμος Α' Κ. Σταμάτης, Η Θεμελίωση των Νομικών Κρίσεων Τσάτσος Δημ., Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Γ', 1988 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία www.eclass.uoa.gr www.greeklaws.com www.uni-muenchen.de Νομολογία ΣτΕ 810/1977 ΣτΕ 3047/80 ΣτΕ 262/82 ΣτΕ 1615/88 ΣτΕ 2281/92 ΑΠ 13/1999 ΓΟΣΔ 15-1-1958 ΓΟΣΔ 26-2-1969-15-