Νεοελλημική Λογοτεχμία κατεύθυμσης 1.α. Σχολικό Βιβλίο, σελ. 122: «Το αφηγηματικό υλικό του αντλημένο από τις προσωπικές και οικογενειακές μνήμες,... της νεοελληνικής διηγηματογραφίας». Η καταφυγή του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό υλικό, στην παράδοση, στους μύθους, στις λαϊκές παραδόσεις και σε ψυχολογικές θεωρίες αγγίζει τα όρια του αφηγηματικού ρεαλισμού. Η ζωή του χωριού, της Βιζύης, οι συνήθειες, οι θρύλοι, οι παραδόσεις της Θράκης, οι φυσικές ομορφιές της, η τοπιογραφία της, ο λαϊκός θησαυρός της, η γλώσσα υπάρχουν στα διηγήματά του και λειτουργούν ως ατμόσφαιρα. Η παρουσία μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πλέον και που συντίθεται από αναλλοίωτες διαχρονικές αξίες και λαογραφικά και ηθογραφικά στοιχεία. Ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη που επιστρέφει σε ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου, που τις πιο πολλές φορές δεν αποτελεί απλό φυσικό γεγονός, αλλά είναι βίαιος, μια απότομη ανατροπή της τάξης. Τα πρόσωπα της οικογένειάς του και η μοίρα τους γίνονται οι καθοριστικοί παράγοντες των μύθων του. Η αναζήτηση προσωπικών μύθων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αντανακλούν τις ψυχολογικές συγκρούσεις του, τόσο ανάμεσα σ αυτόν και το περιβάλλον του όσο και ανάμεσα σ αυτόν και στον εαυτό του. Το πεζογραφικό του έργο έχει μια έντονη πραγματολογική διάσταση και συχνά επεκτείνεται και στην περιοχή της ψυχολογίας. 1.β. η κτητική αντωνυμία: μου η πρωτοπρόσωπη αφήγηση τα οικογενειακά πρόσωπα: Aννιώ, Χρηστάκης, ο μακαρίτης πατέρας Μιχαλιός τα πραγματικά πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος: ο Φωτής, ο Μυλωνάς, η Bενετιά τα τοπωνύμια: Καρσιμαχαλά τα ήθη και έθιμα: α) το γλέντι του γάμου, η μουσική, ο χορός: επαίζαν τα βιολιά, έτρωγεν ο κόσμος, εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι, να χορέψουμε... β) το σαράντισμα: ν αποσαραντήσω εγώ οι αντιλήψεις των απλών ανθρώπων της εποχής, σχέσεις άνδρα γυναίκας: Ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο, και μ έρριψε το μανδήλι του, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα... ο κοινωνικός έλεγχος, η κατακραυγή της κοινής γνώμης: να πη ο κόσμος πως εμέθυσες κ επλάκωσες το παιδί σου..., αφού κορίτσι δεν μ αφήκεν η γιαγιά σου να χαρώ... γ) η σύναψη κοινωνικών δεσμών με την κουμπαριά: να τους στεφανώσουμε μαζί δ) ο θηλασμός: κ εβύζαξα το παιδί... 2. Σχολικό βιβλίο, σελ. 123: «Η αφήγηση σε α πρόσωπο... της λογοτεχνίας μας». 1
α) η πλοκή, ο μύθος: το πραγματικό γεγονός του ακούσιου φόνου της μάνας β) η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον: η ζωή του χωριού της Βιζύης γ) η αφήγηση σε α ενικό πρόσωπο - τομή στην πεζογραφία: Όταν επανήλθον να καθίσω..., Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν,... δ) αναχρονία: διαπλοκή χρόνου αφήγησης / χρόνου ιστορίας: εγκιβωτισμένη αφήγηση-αναδρομή. Αποτελεί το πιο συγκλονιστικό σημείο του διηγήματος. Ο μύθος ξετυλίγεται και ο αφηγητής απεγκλωβίζεται από την εσωτερική εστίαση. ε) διάλογος: -Το θυμάσαι το Αννιώ μας.../ Μάλιστα, μητέρα!... - Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα! / Ναι, Μιχαλιό. - Κουράσθηκα... στ) η έκπληξη: επιδιώκεται το απρόοπτο και η υπέρβαση των αναμονών που στηρίζεται στην άγνοια του αναγνώστη σχετικά με την εξέλιξη της ιστορίας. Η λύση στο αίνιγμα του τίτλου δίνεται εδώ, λίγο πριν το τέλος: «Τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!». (Ο Βιζυηνός είναι ο α Νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα). Η σκηνή της ομολογίας του αμαρτήματος της μητέρας είναι η μία από τις τρεις που οδηγούν στην ολοκλήρωση του διηγήματος. ζ) γλώσσα: λόγια με λέξεις της αρχαίας στα αφηγηματικά μέρη: Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ ισχυρού τινος φόβου. δημοτική και με ιδιωματισμούς στην απόδοση διαλόγων: - Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα! - Ναι, Μιχαλιό. Κουράσθηκα. - Άιντε βαλ ακόμα κομμάτι δύναμι, ως που να φθάσουμε στο σπίτι. η) η μυθιστορηματική πλαστικότητα / η αληθοφάνεια / η δραματική ή δυναμική παρουσίαση χαρακτήρων και οι δραματικές συγκρούσεις / η διείσδυση στα μύχια της ψυχής, η λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά: η συναισθηματική φόρτιση του πατέρα, της μητέρας, απόγνωση κ.λ.π. θ) το παιχνίδι της ενοχής και της λύτρωσης: ο λόγος-απολογία της μητέρας ερμηνεύει τις συμπεριφορές της, ισοσταθμίζει το λόγο- κατηγορητήριο του αφηγητή, είναι μια πρώτη απόπειρα λύτρωσης που όμως καταλήγει και πάλι στην ενοχή. ι) οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις: ο διάλογος των γονιών όταν έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο της Άννας. 3. Σχολικό Βιβλίο, σελ. 335:... ο κόσμος του Βιζυηνού. λειτουργεί ανθρωποκεντρικά... θα φανεί αργότερα. Στο Βιζυηνό τον κυρίαρχο ρόλο παίζει ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου, οι δραματικές συγκρούσεις των ηρώων του, οι βαθύτερες υποστασιακές τους στιγμές, η τραγωδία τους, τα βάσανά τους, το εξουθενωτικό πάθος τους, το δυσβάσταχτο ψυχικό τους φορτίο. Ο Βιζυηνός επεξεργάζεται με προσοχή τους χαρακτήρες του, εξετάζει τα κίνητρά τους, αιτιολογεί τις πράξεις τους, εξηγεί τη συμπεριφορά τους. Τα ένστικτα των ανθρώπων δεν παρουσιάζονται να λειτουργούν άμεσα και φυσικά: όποτε διαφαίνεται κάποια λειτουργία τους αυτή βρίσκεται χαμένη κάτω από το κοινωνικό τυπικό, η 2
ζωή και η ύπαρξη των χαρακτήρων είναι περιορισμένη από τις ηθικές συμβάσεις. Υπάρχει ένα αίσθημα θανάτου, συγκρατημένης απελπισίας και πικρής διάψευσης. αυθυπόστατους ανθρώπινους τύπους: Οι χαρακτήρες του Βιζυηνού είναι ολοκληρωμένοι. Η αληθοφάνεια των χαρακτήρων υποστηρίζεται καταρχήν από την αυτοβιογραφικότητα του διηγήματος, από την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά τους, τις απλές ή απλοϊκές σκέψεις τους, το επίπεδο μόρφωσής τους, τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, την καθημερινότητά τους. Η συμπεριφορά της μητέρας στο διήγημα ρυθμίζεται σχεδόν αποκλειστικά από την αβάσταχτη ενοχή που νιώθει. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα φαίνεται να υποτάσσεται στα κοινωνικά στερεότυπα για τη θέση της γυναίκας και συζύγου, δείχνει υποταγή και σεβασμό στο σύζυγό της. ιδωμένοι με αγάπη: Οι ήρωες του Β. είναι τραγικά πρόσωπα, μοιραία θύματα του ενοχοποιημένου ψυχισμού τους. Ο ώριμος αφηγητής προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη της μάνας με τη συνεχή επανάληψη της λέξης «κουράζομαι», να της προσφέρει ένα άλλοθι. έχουν μια ειδική ευαισθησία: - Η συναισθηματική φόρτιση εκτόνωση και η απόγνωση - αδυναμία των γονιών τη στιγμή που διαπιστώνουν το τραγικό συμβάν δηλώνονται με γρήγορο και ασθμαίνοντα διάλογο, θαυμαστικά, ρήματα... Ο πατέρας παρουσιάζεται συναισθηματικός, περιποιητικός, στοργικός, διαλλακτικός, προστατευτικός, έχει το ρόλο του άνδρα που αναλαμβάνει την ευθύνη να δώσει ορθολογική λύση, ώστε να προστατεύσει την οικογένειά του, ελέγχοντας τα συναισθήματά του. είναι ήρωες παθητικοί: Η μητέρα είναι ήρωας παθητικός, καθώς αποδέχεται το μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της πράξης της. «Η αμαρτία είναι αμαρτία.» Η παθητικότητά της απορρέει από το βάρος των τύψεων, ενισχύεται από τη θρησκοληψία της και δηλώνει την αδυναμία κάθαρσης. 4. Ο πατέρας είναι ένας απλοϊκός άνθρωπος του χωριού. Ευαίσθητος, κοινωνικός, αγαπά και νοιάζεται για τη γυναίκα του. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισης από τον ξαφνικό θάνατο του μωρού και επειδή υπολογίζει την κοινή γνώμη και προσπαθεί να προστατεύσει την οικογένειά του από την κοινωνική κατακραυγή και το στιγματισμό, «παραφέρεται» και ταυτίζεται με το αυταρχικό πρότυπο του άνδρα στην πατριαρχική κοινωνία. Λειτουργεί δυναμικά και προστατευτικά για την οικογένειά του. Η λέξη «βώδι» δικαιολογείται από την ένταση της στιγμής, τον πόνο, την έκπληξη, το φόβο, το ένστικτο της κοινωνικής επιβίωσης, το μορφωτικό και κοινωνικό του επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι η επίρριψη ευθυνών για την απώλεια του μωρού στη σύζυγο, καθώς και η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας «μου». 5. Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα) Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ ένα χωριό, στη Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση. Οπόταν, άξαφνα, σφοδρή νεροποντή ξέσπασε, γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης, κι αυτή κακάριζε, άνοιγε και δέχουνταν τ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της. Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες του χωριού, με τις 3
γυναίκες τους και τις κόρες, στο μεγάλον οντά του κουμπάρου, η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα, τα κρασιά, τα ρακιά κι οι μεζέδες, πήρε να βραδιάζει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρες ήρθαν στο κέφι, οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες. κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός, πλήθαιναν οι βροντές, τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν, είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε, πότιζε, κάρπιζε τη γης. Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου, πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα, κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει: - Μαργή, της είπε, τραγούδηξε. Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει. κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος. δεν ξέρω γιατί, είχα θυμώσει. έκαμα να τρέξω στη μάνα μου, σα να θελα να την προστατέψω. μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη, γυάλιζε το πρόσωπό της, σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές, σήκωσε το λαιμό, και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά, της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ως τα γοφιά της. Κι άρχισε... τι φωνή ήταν εκείνη, βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή, όλο πάθος μεσόκλεισε τα μάτια της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε, για ποιον την είπε αργότερα, σα μεγάλωσα, κατάλαβα. Τραγουδούσε με τη γλυκιά, γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα: Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες / και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες! Γύρισα πέρα τα μάτια, να μη βλέπω τον κύρη, να μη βλέπω τη μάνα, πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ σχετικά με τη θέση της γυναίκας στις κλειστές πατριαρχικές κοινωνίες του 19 ου αι.: αποκλεισμός της γυναίκας από την ενεργό κοινωνική ζωή, περιορισμένες δυνατότητες για ψυχαγωγία (γάμος, βάφτιση, γιορτή) προκαθορισμένη η συμπεριφορά της γυναίκας ως ανύπαντρης, ως παντρεμένης, ως μητέρας, σοβαροφάνεια της γυναίκας στον έγγαμο βίο κοινωνικά στερεότυπα σεμνότητας, υποταγής στο σύζυγο, προβολής και ανάδειξής του Βιζυηνός αφού κορίτσι δεν μ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ.,ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα Καζαντζάκης Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ ένα χωριό, στη Φόδελε, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες, Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη...πάθος 4
μ έρριψε το μανδήλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης., Το έκαμα για το χατήρι σου. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Μαργή, τραγούδηξε. Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει, Θαμάζουμαι όταν περπατείς πως δεν ανθούν οι ρούγες/ και πως δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες! 5