Ελληνικό ηµογραφικό ελτίο BU 07 2012 Απρίλιος 2012 Πιθανότητες ιεύρυνσης Οικογένειας του Πληθυσµού της Ελλάδας κατά Επίπεδο Εκπαίδευσης, Αστικότητα και Νοµό Κλέων Τσίµπος Πανεπιστήµιο Πειραιώς Περίληψη Στην εργασία αυτή χρησιµοποιούνται απογραφικά δεδοµένα αριθµού των παιδιών που έχουν φέρει στον κόσµο κατά τη διάρκεια της ζωής τους γυναίκες οι οποίες πρακτικά έχουν ολοκληρώσει την αναπαραγωγική τους περίοδο (45-49 ετών) µε σκοπό αφενός τον υπολογισµό του επιπέδου συµπληρωµένης γονιµότητας του πληθυσµού της Ελλάδας και αφετέρου την εκτίµηση των πιθανοτήτων διεύρυνσης οικογένειας δηλαδή την πιθανότητα µιας γυναίκας που έχει ήδη i παιδιά να αποκτήσει ένα επιπλέον (i+1). Μελετώνται οι γενεές γυναικών 1900-1904 έως 1950-1954 και για τις τελευταίες εξετάζονται διαφορές κατά επίπεδο εκπαίδευσης, αστικότητα και νοµό. Επικοινωνία: Κ. Τσίµπος (cleon@unipi.gr) Εισαγωγή Κατά την µεταπολεµική περίοδο οι χρονολογικοί δείκτες γονιµότητας στη χώρα µας ακολούθησαν µία καθοδική πορεία ως αποτέλεσµα σηµαντικών οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών και ευρύτερων διαφοροποιήσεων στην αναπαραγωγική συµπεριφορά του πληθυσµού. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 ο µέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα περιστρέφονταν γύρω από το επίπεδο του 2,3 αλλά από το 1980 και µετά παρατηρήθηκαν έντονες καθοδικές τάσεις µε αποτέλεσµα το 2001 η γονιµότητα να φθάσει σε επίπεδο κάτω του 1,3 παιδιών το οποίο σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφία χαρακτηρίζεται ως «the lowest-low level» (Billari 2005). Τα επόµενα χρόνια (περίπου µέχρι το έτος 2008) υπήρξε µία µικρή ανάκαµψη της γονιµότητας, κυρίως λόγω των µεταναστών, αλλά και πάλι οι δείκτες δεν ξεπέρασαν το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών που είναι τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα (Tsimbos 2008). Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 1 Απρίλιος 2012
Οι τάσεις και διαφοροποιήσεις των χρονολογικών δεικτών γονιµότητας του πληθυσµού της Ελλάδας έχουν διεξοδικά εξεταστεί. Ωστόσο λιγότερο συχνά έχουν αναλυθεί στοιχεία που αφορούν τον αριθµό των παιδιών που αποκτούν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής. Το δηµογραφικό µέγεθος που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά είναι γνωστό ως συµπληρωµένη γονιµότητα (Completed Fertility Rate). Το µέτρο αυτό επίσης µπορεί να εκφραστεί αναλυτικά συναρτήσει των πιθανοτήτων διεύρυνσης της οικογένειας (Parity Progression Ratios, PPRs) µία τεχνική που πρώτος πρότεινε ο Στην εργασία αυτή εκτιµώνται πιθανότητες διεύρυνσης οικογένειας του πληθυσµού της Ελλάδας βάσει απογραφικών στοιχείων για τις γενεές των γυναικών 1900-1904 έως Henry το 1953 (Henry 1976) και που µπορεί να θεωρηθεί ως µία επέκταση του ιστορικού της γονιµότητας (Wunsch & Termote 1978). Οι PPRs εκφράζουν, βάσει αναδροµικών στοιχείων, την πιθανότητα που έχει µία γυναίκα που έχει ήδη i παιδιά να αποκτήσει και ένα επιπλέον (i+1). Υπάρχουν αρκετοί τρόποι υπολογισµού τέτοιου είδους πιθανοτήτων ανάλογα µε το είδος των διαθέσιµων στατιστικών στοιχείων, όµως πιο συχνά η ανάλυση βασίζεται σε απογραφικά δεδοµένα που αφορούν γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει την αναπαραγωγικής τους ζωή (Newell 1988, Siegel & Swanson 2004). 1950-1954 και εξετάζονται διαφορές κατά επίπεδο εκπαίδευσης, νοµό και επίπεδο αστικότητας. Στατιστικό υλικό Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιµοποιούνται δεδοµένα από τις απογραφές των ετών 1971, 1981, 1991 και 2001 που αφορούν στον αριθµό των γυναικών ηλικίας 45-49 ετών και στον αριθµό των παιδιών που δηλώνουν οι γυναίκες αυτές ότι έχουν αποκτήσει στη διάρκεια όλης της αναπαραγωγικής τους ζωής. Τα απογραφικά δεδοµένα των ετών 1971-1981 διατίθενται σε εθνικό επίπεδο ενώ στην περίπτωση των απογραφών 1991 και 2001 τα δεδοµένα παρέχονται επίσης σε επίπεδο νοµού, επίπεδο εκπαίδευσης και αστικότητα. ιακρίνονται τρία επίπεδα εκπαίδευσης: αγράµµατες γυναίκες και γυναίκες που έχουν τελειώσει το δηµοτικό (χαµηλό επίπεδο), γυναίκες οι οποίες έχουν απολυτήριο λυκείου (µεσαίο επίπεδο) και γυναίκες που έχουν κάποιο µεταλυκειακό δίπλωµα, πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ ή µεταπτυχιακό τίτλο (υψηλό επίπεδο). Σε ό,τι αφορά την αστικότητα, διακρίνουµε αστικές περιοχές (µε πληθυσµό 10 άτοµα και άνω) και αγροτικές περιοχές (στην ουσία περιλαµβάνονται εδώ όλες οι περιοχές µε πληθυσµό κάτω των 10 ατόµων). Μέθοδος Μία γενεαλογική έκφραση γονιµότητας µπορεί να αποτυπωθεί µε τη χρήση κατάλληλων απογραφικών δεδοµένών. Από τα στοιχεία αυτά προκύψουν, µεταξύ άλλων, και τα εξής: (α) το ποσοστό των άτεκνων γυναικών, (β) οι πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας (PPR), και (γ) το µέσο επίπεδο συµπληρωµένης γονιµότητας (CFR). Τα πιο πάνω µέτρα υπολογίζονται µε βάση τον αριθµό των παιδιών που δηλώνουν οι γυναίκες ηλικίας 45-49 ετών ότι απέκτησαν κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής. Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 2 Απρίλιος 2012
Έστω: w i = η κατανοµή των γυναικών ηλικίας 45-49 ετών ανάλογα µε τον αριθµό των παιδιών έχουν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής (αριθµός παιδιών: i = 0,1,2,...,9, 10+ ) m 1+ = ο αριθµός γυναικών µε τουλάχιστον 1 παιδί m 2+ = ο αριθµός γυναικών µε τουλάχιστον 2 παιδιά και γενικά m i+ = ο αριθµός γυναικών µε τουλάχιστον i παιδιά Με τα στοιχεία αυτά υπολογίζονται οι εξής πιθανότητες: πιθανότητα µιας γυναίκας µε 1 παιδί να αποκτήσει δεύτερο: a 1 = m2+ / m1 + πιθανότητα µιας γυναίκας µε 2 παιδιά να αποκτήσει τρίτο: a 2 = m3 + / m2+ ή γενικά: πιθανότητα µιας γυναίκας µε i παιδιά να αποκτήσει i+1 παιδιά: a i = mi+ 1 / mi+ Υπολογίζεται επίσης και η: πιθανότητα άτεκνης γυναίκας να αποκτήσει το πρώτο της παιδί: a 0 = m1 + / w15 49 όπου µε w 45 49 συµβολίζεται ο συνολικός αριθµός γυναικών ηλικίας 45-49 ετών. Με βάση τις πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας ( a i, i= 0,1,2,...) υπολογίζεται ο είκτης Συµπληρωµένης Γονιµότητας (συµβολίζεται µε CFR) που εκφράζει το µέσο αριθµό παιδιών ανά γυναίκα ηλικίας 45-49 ετών: CFR = a0 + a0 a1 + a0 a1 a2 + a0 a1 a2 a3+... και που ισοδυναµεί µε την απλή σχέση: k CFR = w όπου k ο συνολικός αριθµός παιδιών που δηλώνουν οι γυναίκες ηλικίας 45-49 ετών ότι απέκτησαν κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής. 45 49 Αποτελέσµατα Οι πιθανότητες PPRs κατά σειρά παιδιού για όλες τις εξεταζόµενες γενεές (1900-1904 έως 1950-1954) παρουσιάζονται στο Σχήµα 1α. Για όλες τις εξεταζόµενες γενεές οι πιθανότητες αυτές (PPR) αντανακλούν διαχρονικά µειούµενο επίπεδο γονιµότητας για κάθε σειρά παιδιού αλλά στις πολύ παλαιές γενεές (1900-1904 έως 1920-1924) η µορφή των καµπύλων διαφέρει από εκείνη των νεότερων γενεών (1930-1934 έως 1950-1954). Το γεγονός αυτό µπορεί εν µέρει να οφείλεται στις µεταβολές που έχουν επέλθει στην αναπαραγωγική συµπεριφορά των γυναικών αλλά και εν µέρει στην ποιότητα των στατιστικών στοιχείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τις γυναίκες που γεννήθηκαν µετά το 1930 οι πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας παρουσιάζουν µείωση µέχρι και την απόκτηση δεύτερου προς τρίτο παιδί αλλά από τη στιγµή απόκτησης ενός τρίτου παιδιού τα ζευγάρια φαίνεται ότι δεν διστάζουν να αποκτήσουν και ένα επιπλέον. Εξετάζοντας συνδυαστικά τα δεδοµένα των απογραφών 1971-2001 προκύπτει ότι ο συγκεφαλαιωτικός δείκτης συµπληρωµένης γονιµότητας για τις γυναίκες που γεννήθηκαν στην αρχή του 20 ου αιώνα (1900-1904) ήταν 3,28 παιδιά ανά γυναίκα ηλικίας 45-49 ετών. Ο δείκτης αυτός παρουσίασε σταδιακή αλλά συνεχή µείωση. Για πρώτη φορά ο δείκτης έπεσε Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 3 Απρίλιος 2012
κάτω από το επίπεδο των δύο παιδιών (1,95) για τις γενεές 1940-1944 και κατέληξε στο επίπεδο των 1,91 παιδιών για τις γυναίκες που γεννήθηκαν µετά τον πόλεµο, 1950-1954 (Σχήµα 2β). Οι τάσεις Η πιο λεπτοµερής ανάλυση των δεδοµένων της απογραφής του έτους 2001 έδειξε ότι ο µέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα ηλικίας 45-49 ετών ήταν: (α) υψηλότερος στις αγροτικές περιοχές (2,12) σε σύγκριση µε τις αστικές (1,87) (β) υψηλότερος µεταξύ γυναικών χαµηλού εκπαιδευτικού επιπέδου (2,13) σε σχέση µε τις γυναίκες µεσαίου (1,81) και υψηλού (1,61) εκπαιδευτικού επιπέδου (γ) το µεγαλύτερο επίπεδο συµπληρωµένης γονιµότητας (2,35) παρατηρείται στο νοµό αυτές συµβαδίζουν µε την πορεία των γενεαλογικών δηµογραφικών δεικτών που έχουν παρουσιαστεί σε σχετική συγκριτική µελέτη (Billari 2005). Αιτωλοακαρνανίας και το χαµηλότερο στο νοµό Αττικής (1,74) Η ανάλυση των περιφερειακών στοιχείων (δεν παρουσιάζονται εδώ) έδειξε επίσης ότι οι πιθανότητες που έχουν οι γυναίκες µε δύο παιδιά να αποκτήσουν ένα τρίτο είναι σηµείο καµπτής για την πληθυσµιακή πολιτική της χώρας, διότι αποτελούν παράγοντα που προσδιορίζει σε µεγάλο βαθµό τις περιφερειακές διαφοροποιήσεις του επιπέδου γονιµότητας του πληθυσµού σε περιφερειακό επίπεδο. Σχήµα 1 Πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας (α) και µέσο επίπεδο συµπληρωµένης γονιµότητας (β) στην Ελλάδα: γενεές 1900-1904 έως 1950-1954 3.50 3.28 3.00 2.94 0.80 Parity Progression Ratios 0.60 0.40 CFR 2.50 2.00 1.50 2.33 2.00 1.95 1.91 0.20 1950-1954 1940-1944 1930-1934 0.50 1920-1924 1910-1914 1900-1904 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 parity i to i+1 (α) 1900-1904 1910-1914 1920-1924 1930-1934 1940-1944 1950-1954 κοορτή (β) Σχήµα 2 Πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας (α) και µέσο επίπεδο συµπληρωµένης γονιµότητας (β) στην Ελλάδα κατά επίπεδο εκπαίδευσης: γενεά 1950-1954 2.50 0.80 2.00 2.13 1.81 πιθανότητες 0.60 0.40 1.50 1.61 0.20 0 1 2 3 4 5 6 7 απόκτηση i-στου/i+1 παιδιού Υψηλό Μεσαίο Χαµηλό (α) 0.50 Χαµηλό Μεσαίο Υψηλό (β) Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 4 Απρίλιος 2012
Σχήµα 3 Μέσο επίπεδο συµπληρωµένης γονιµότητας στην Ελλάδα στις αστικές και αγροτικές περιοχές της χώρας: γενεά 1950-1954 2.50 2.30 2.10 1.90 1.70 1.9 2.1 2.2 2.2 2.1 2.1 Αστικές Αγροτικές 2.1 2.1 2.1 2.1 2.1 2.0 2.0 2.0 2.0 2.0 2.0 2.0 1.9 1.9 1.9 1.7 1.50 1.30 1.10 0.90 0.70 0.50 ΕΛΛΑ Α Κρήτη Στερεά-Εύβοια Πελοπόννησος Ήπειρος Θράκη Νησιά Αιγαίου Θεσσαλία Ιόνια Νησιά Μακεδονία Αττική Συµπεράσµατα Η εργασία αυτή εξετάζει αναδροµικά απογραφικά δεδοµένα που αφορούν στον αριθµό των παιδιών που έχουν αποκτήσει οι γυναίκες ηλικίας 45-49 σε όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής. Τα αποτελέσµατα της µελέτης συµφωνούν µε ευρήµατα που βασίζονται στην ανάλυση χρονολογικών ή γενεαλογικών δεικτών γονιµότητας (Κοτζαµάνης 2009, Billari 2005) και επιβεβαιώνουν τη φθίνουσα τάση της γονιµότητας του πληθυσµού της Ελλάδος. Abstract In this paper we use census data on reported numbers of children ever born alive to women aged 45-49 years who have practically completed their reproductive age. The aim of the study is to estimate the completed fertility rates and the parity progression ratios of these women. We examine birth cohorts 1900-1904 to 1950-1954; for the latter, the aforementioned fertility measures are estimated by educational level, urbanization level and administrative department (prefecture level). Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 5 Απρίλιος 2012
Βιβλιογραφία Billari FC (2005). Europe and its fertility, from low to lowest low. National Institute Economic Review 194: 56-73. Henry L (1976). Population, Analysis and Models. London: Edward Arnold. Newell C (1988). Methods and Models in Demography, London: Belhaven Press. Siegel JS & Swanson DA (2004). The Methods and Materials of Demography. New York: Elsevier Academic Press. Tsimbos, C. (2008). Immigrant and Native Fertility in Greece: New Estimates and Population Prospects (2005-2025). Population Review 47(2): 67-84. Wunsch GJ & Termote MG (1978). Introduction to Demographic Analysis, Principles and Methods. London: Plenum Press. Κοτζαµάνης Β (2009). Οι προβληµατισµοί για την πορεία της γεννητικότητας και της γονιµότητας στην Ελλάδα, λόγος και αντίλογος, στο Β. Κοτζαµάνης (επιµ.): Η ηµογραφική Πρόκληση, Γεγονότα και ιακυβεύµατα, σελ. 121-152, Βόλος: Ε ΚΑ_Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Το Ελληνικό ηµογραφικό ελτίο της Ε ΗΜ εκδίδεται τρεις φορές το χρόνο. Τα κείµενα των εργασιών εϖιµελούνται και εγκρίνονται ϖρος έκδοση αϖό τη Συµβουλευτική Συντακτική Εϖιτροϖή της Εταιρείας. Υϖεύθυνος σύνταξης: Κλέων Τσίµϖος (editor_in_chief@edim.gr). Ελληνική Εταιρεία ηµογραφικών Μελετών 6 Απρίλιος 2012