ΚΑΚΤΟΣ φ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ Ο μ η ρ ο ς Ιλιας Ραψωδίες Α - Δ
Για τη σειρά της Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας «01 ΕΛΛΗΝΕΣ» ελήφθησαν υπ όψιν οι στερεότυπες εκδόσεις Oxford Classical Texts και BSB B.G. Teubner Verlagsgesellschaft καθώς και οι: Lovb Classical Library. Cambridge, Massachusetts, H arvard University Press, London, William Heinemann Ltd. Les Belles Lettres. Collection des Universites de France, publiee sous le patronage de Γ Association Guillaume Bude. Tusculum Bücherei. Heimeran Verlag, München. I poeti greci tradotti da Ettore Romagnoli. Bologna, Nicola Zanichelli editore. Pubblicazioni dell institute universario di magistero di Catania. Serie filosofica. Testi e document). Les auteurs grecs expliques d apres une methode nouvelle par deux traductions franpaises: Γ une litteraire et juxtalineaire presentant le mot-a-mot franca is en regard des mots grecs correspondants, Γ autre corrigee et precedee du texte grec. Paris, Librairie Hachette et Cie. ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΡΓΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΛΝΛΙΙΛΛΙ'Λΐ; Επ. Καθηγητής της Φιλοσοφικής Ιχιιλής του Πανεπιστημίου Aoijviiiv ιινι υ μ α ι ικ II Λ ΙΙΜ η Ν1 II I ΙΊΙ'Μ ΟΛΥ5,)Ι Λ! Χ Α Ι/Ο ΙΙΠ Υ Λ Π! I Ι.ΝΙΚΙΙ) I VNIIINII Ml I» I ΙΊ I Λ Λ*'ΙΙΙΝΛ Χ Α Ι/ΙΙΙΙΙΙΥ Λ Ο Υ
I ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ 87 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 87 ΟΜΗΡΟΣ I Λ I Α Σ ΡΑΨΩΔΙΕΣ Α-Δ ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Κ Α Κ Τ Ο Σ
Αποκλειστική ιδιοκτησία ΚΑΚΤΟΣ 1992 Κάθε τόμος της παρούσας σειράς είναι αυτοτελές έργο, δεκτικό χωριστής εκμετάλλευσης, και πωλείται χωριστά. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ CACTUS EDITIONS ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. ODYSSEAS HATZOPOULOS & CO Πανεπιστημίου 57 Αθήνα 105 64 Τηλ.: 32.41.200-32.41.958 Telex 221319 CACT GR Fax: 3241790 57 Panepistimiou Athens 105 64 Tel. 32.41.200-32.41.958 Telex 221319 CACT GR Fax: 3241790
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΟΜΗΡΟΣ - Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ... σελ. 13 ΕΙΣΑ ΓΩΓΗ...» 19 ΚΕΙΜΕΝΟ - Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ...» 2 3 ΣΧΟΛΙΑ...»207
ΟΜΗΡΟΣ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
\ Ολόκληρη η αρχαιότητα παραδέχεται την ύπαρξη του Ομήρου. Για το βίο του Ομήρου διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας οκτώ βιογραφίες και πολλοί μύθοι, θρύλοι και εικασίες. Από τις βιογραφίες αυτές σπουδαιότερες είναι εκείνες που αποδίδονται στον Ηρόδοτο, στον Πλούταρχο, στον Πρόκλο κ.ά. Ομόφωνα η παράδοση αναφέρει ως αρχικό όνομα του Ομήρου το Μιλησιγενης (ή Μιλησιγενης). Από το όνομα αυτό σχηματίστηκε αργότερα το όνομα Μελις, το οποίο έφερε ο υποτιθέμενος πατέρας του Ομήρου και το οποίο ταυτίζεται με τον ποταμό Μέλητα, που βρίσκεται κοντά στη Σμύρνη- από αυτό το γεγονός ξεκίνησαν οι αξιώσεις της Σμύρνης να θεωρείται πατρίδα του ποιητή, περισσότερο από άλλες πόλεις. Γιατί σχετικά με την καταγωγή του ποιητή φιλονικούσαν πολλές πόλεις, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν εφτά, όπως μαθαίνουμε από το γνωστό επίγραμμα: 'Επτά πόλεις μάρνανται σοφήν διά ρίζαν ΓΟμηρον Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πνλος, Άργος, Αθήναι. Εκτός από τη Σμύρνη, τις μεγαλύτερες αξιώσεις στην αρχαιότητα σχετικά με την καταγωγή του ποιητή είχε η Χίος, όπως μας λέει γ ι αυτήν ο ποιητής Σιμωνίδης, επειδή στο νησί αυτό άκμασε το γένος των 'Ομηριδών. Οι Ομηρίδες ήταν οι απόγονοι του Ομήρου, και έργο τους ήταν ν απαγγέλλουν τα ποιήματα του προγόνου τους. Θεωρούνταν λοιπόν ο ποιητής Χίος και μάλιστα τυφλός αοιδός, που καθόταν σε βράχο και απήγγελλε τα ποιήματά του. Τις δικαιότερες όμως απαιτήσεις από την αρχαιότητα γινόταν παραδεκτό ότι είχε η Σμύρνη. Άσχετα όμως με όλα 15
ΟΜΗΡΟΣ - Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ αυτά, η μικρασιατική παραλία, και μάλιστα το τμήμα της στο οποίο έζησαν Αιολείς και Ίωνες, δηλαδή η παραλία Σμύρνης - Ερυθρών - Φωκαίας και η απέναντι Χίος, υπήρξε η.κοιτίδα του ελληνικού έπους. Έτσι εξηγείται και η ανάμειξη μέσα στο έπος ιωνικών και αιολικών γλωσσικών στοιχείων. Όλες αυτές οι έριδες δήλωναν ότι υπήρχε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με το όνομα Όμηρος και μάλιστα πρόσωπο σημαντικής σπουδαιότητας. Το όνομα "Ομηρος ετυμολογήθηκε από την αρχαιότητα με πολλούς τρόπους,'και ο καθένας έπλασε και σχετικό μύθο για τη δικαιολόγηση της ετυμολογίας του. Έτσι ο Έφορος ο Κυμαίος παράγει το όνομα από το μή ορών, ακολουθώντας το σχετικό μύθο ότι ο ποιητής ήταν τυφλός. Αλλη ετυμολογία υποστηρίζει ότι ο ποιητής ή ο πατέρας του είχε δοθεί ως όμηρος (διά τώ τον πατέρα ομηρον αντώ δοθήναι υπό Κυπρίων Πέρσαις), όπως αναφέρεται στον Ψευδοπλούταρχο Ομήρου βίος). Επίσης έγιναν και άλλες ετυμολογίες (νεότερες) από το όμοϋ+εί'ρω, όμοείρω, όμοϋ+ αίρω κλπ. Στην εποχή μας γίνεται παραδεκτή η ετυμολογία του ονόματος από το όμοϋ + άραρίσκω (συνδέω). Για τη ζωή και την τύχη του Ομήρου πλάστηκαν πολλοί μύθοι, τους οποίους δεν αξίζει ν αναφέρουμε. Ακόμη πλάστηκε και ο μύθος για τον αγώνα Ομήρου και Ησιόδου, κατά τον οποίο ο ποιητής νικήθηκε από τον Ησίοδο, γεγονός το οποίο πρέπει ν απορριφθεί, επειδή οι δύο ποιητές δεν ήταν σύγχρονοι. Η επικρατούσα παράδοση είναι ότι ο ποιητής πέθανε στην Ίο, όπου δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμα που του έθεσαν οι ψαράδες: οσσ έλομες λιπόμεσο οσσα ούχ εξομεν φερόμεσθα (πρόκειται για τις ψείρες). Και για το χρόνο κατά τον οποίο έζησε ο ποιητής υπήρχε στην αρχαιότητα αμφιβολία. Ο Κράτης ο Μαλλώτης υπολογίζει ότι ο' Όμηρος έζησε εξήντα χρόνια μετά τα Τρωικά, ενώ ο Ερατοσθένης τοποθετεί την ακμή του Ομήρου 100 χρόνια μετά τα Τρωικά και 20 μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών (Δωριέων). Πιο ακριβής είναι ο Θουκυδίδης, ο οποίος παραδέχεται ότι ο Όμηρος έζησε πολλώ ύστερον των Τρωικών (ΐ, 3) Σπουδαίας σημασίας είναι η αναφορά του Ηροδότου (Β, 53) ο οποίος θεωρεί σύγχρονους τον Όμηρο και τον Ησίοδο και αναφέρει ότι έζησαν και οι δύο τετρακόσια χρόνια πριν 16
\ \ ΟΜΗΡΟΣ - Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ απναυτόν 'Ησίοδον γάρ και 'Ομήρου ηλικίαν τετρακόσοισι εχεσι δοκεω μοϋ πρεσβυτέρους γενέσθαι καί ον πλεοσι. Την άποψη αυτή του Ηροδότου, τη σχετική με τη χρονολόγηση του Ομήρου (8ο π.χ. αι.), αποδέχεται και. σήμερα η επιστήμη, όχι όμως και το σύγχρονο του Ομήρου με τον Ησίοδο,'αφού θεωρεί ότι ο Ησίοδος έζησε πολύ μεταγενέστερα από -ίον Όμηρο. Το έργο του Ομήρου Στον Όμηρο από την αρχαιότητα εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια αποδίδονταν και πολλά άλλα έργα, όπως Βατραχομυομαχία, 'Ομηρικοί " Υμνοι, Θηβαΐς, Κύπρια Έ π η, Επίγονοι, Μ αργίτης και άλλα. Ή δη όμως από την αρχαιότητα υπήρχαν επιφυλάξεις, όπως από τον Ηρόδοτο", ούχ 'Ομήρω τα Κύπρια επη εστί. Ό μως μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, έρευνες και μελέτες στο ύφος και στην τεχνική του Ομήρου, η σημερινή έρευνα αποδίδει στον Όμηρο μόνο την Οδύσσεια και την Ιλιάδα με ορισμένες επιφυλάξεις βέβαια σχετικά με την Οδύσσεια από λίγους ερευνητές. Φαίνεται ότι πολύ παλιά τμήματα της Ίλιάδος και της Όδνσσείας κυκλοφορούσαν μεταξύ των αοιδών και κατά τμήματα (Δολώνεια κλπ), μέχρις ότου ο Λυκούργος, ο νομοθέτης της Σπάρτης, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Βίος Λυκούργον), αφού πήγε στην Ιωνία, άθρόαν πρώτος εις την Ελλάδα έκόμισε την 'Ομήρου ποίησιν, κι αργότερα ο Πεισίστρατος σνναγαγών άπεφηνε την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν. Ο Πεισίστρατος συνήγαγε τα ομηρικά ποιήματα τον 4ο π.χ. αιώνα. Τα ομηρικά ποιήματα μετά από πολλές επεξεργασίες ιδίως από τους Αλεξανδρινούς (Αριστοφάνη, Ζηνόδοτο, Αρίσταρχο) και μετά από πολλές διορθώσεις κατά τους νεότερους χρόνους, είναι αυτά που έχουμε εμείς σήμερα. Κυρίως οι δύο σχολές της αρχαιότητας, της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, ασχολήθηκαν κατ εξοχήν με τα ομηρικά έπη. Δεν έλειψαν και από την αρχαιότητα μερικοί που αμφισβητούσαν κατά πόσο ο Όμηρος έγραψε και την Ιλιάδα και την 5Οδύσσεια. Έτσι υπάρχουν οι λεγόμενοι χωρίζοντες, ο Ξένων και ο Ελληνικός, οι οποίοι υποστήριζαν μη είναι Όμήρον την 'Οδύσσειαν και την Ιλιάδα. Εναντίον αυτών αντεπεξήλθε ο Αρίσταρχος το πρδς Ξενώνα παράδοξον, καταπολεμώντας τη γνώμη ότι η 5Οδύσσεια δεν είναι έργο του Ομήρου. Έ τσι, 17
ΟΜΗΡΟΣ - Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ όπως φαίνεται, το λεγόμενο «ομηρικό ζήτημα» αρχίζει οίπό τους αλεξανδρινούς χρόνους. Όμως το καθαυτό ομηρικά/ζήτημα έθεσε ο Βόλφ στους νεότερους χρόνους (Προλεγομενα στον Ό μηρο, 1795) χρησιμοποιώντας τα πορίσματα το«γάλλου Αββά Ντ Ωμπινιάκ χωρίς μάλιστα να τον αναφέρει ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη του Ομήρου. Μετά απ<? πολλές φάσεις το ομηρικό ζήτημα σήμερα, αφού πέρασε από τους κριτές και τους αναλυτικούς, κατέληξε στους λεγόμενους νεοαναλυτικούς, οι οποίοι παραδέχονται την ύπαρξη του Ομήρου. Η πρώτη, η πρωταρχική, έκδοση του Ομήρου έγινε στη Φλωρεντία το 1488 από τον Έλληνα Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, σε δύο τόμους. Αργότερα, το 1504, ο Αλδος Μανούτιος εξέδωσε τη λεγόμενη Aldina έκδοση του Ομήρου, επίσης σε δύο τόμους. 18
ΕΙΣΑ ΓΩ ΓΗ Η Ίλιάς του Ομήρου αποτελείται από 15.692 στίχους σε δακτυλικό εξάμετρο. Όμως το έργο, παρ ότι συνδέεται άμεσα με τον Αχιλλέα, δεν ονομάζεται Ά χιλληις αλλά Ίλιάς, από την πόλη Ίλιον (Τροία), γύρω από την οποία εξελίσσεται. Η υπόθεση του έπους είναι ένα μικρό επεισόδιο, που συνέβη στο δέκατο έτος του Τρωικού πολέμου, σε εποχή που οι Έλληνες πολιορκούσαν στενά την πόλη του Πριάμου. Η όλη υπόθεσή της εξελίσσεται σε 52 ημέρες, από τις οποίες πιο σημαντικές είναι τέσσερις ημέρες (A, Β-Η, Α -Σ, Τ-Χ) και τρεις νύχτες (I- Κ, Σ, Ω). Το θέμα είναι απλό' υπόθεση της Ίλιάδος δεν είναι ο Τρωικός πόλεμος αλλά ο θυμός του Αχιλλέα. Ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας φιλονικούν και ο Αχιλλέας αποσύρει το στρατό του από τη μάχη, με αποτέλεσμα ν αναθαρρήσουν οι Τρώες και να προξενήσουν μεγάλη συμφορά στους Έλληνες, τους οποίους νικούν. Όμως ο Αχιλλέας μετά το θάνατο του Πατρόκλου ξαναμπαίνει στη μάχη και αναγκάζει τους Τρώες να κλειστούν μέσα στα τείχη, αφού σκότωσε το σπουδαιότερο ήρωά τους, τον Έκτορα. Το ποίημα γενικά αρχίζει μέσα σε ατμόσφαιρα δυσφορίας και στενοχώριας. Από τους Γραμματικούς της Αλεξάνδρειας, η Ίλιάς διαιρέθηκε σε 24 ραψωδίες σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο (Α- Ω). Η πρώτη ραψωδία χρησιμεύει ως εισαγωγή σε ολόκληρο το έπος, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αρχίζει από τη Β και φτάνει μέχρι τη I ραψωδία. Σε αυτό το
ΕΙΣΑΓΩΓΗ τμήμα, στο οποίο έχουμε την αποχή του Αχιλλέα, οι Αχαιοί δίνουν μάχες με τους Τρώες, στις οποίες άλλοτε νικούν και άλλοτε νικιούνται, και στο τέλος κινδυνεύουν να κατςίστραφούν, γιατί οι Τρώες μπήκαν μέσα στο στρατόπεδο.ίων Α χαιών. Με τη ραψωδία I έχουμε διακοπή της μάχης και παρακολουθούμε τους ρητορικούς λόγους της πρεσβείας, η οποία ικετεύει τον Αχιλλέα να μπει στη μάχη. Η ραψωδία I βρίσκεται μεταξύ του πρώτου και δεύτερου μέρους και αποτελεί δείγμα της καταπληκτικής τέχνης του Ομήρου, ο οποίος την παρενέβαλε σαν γέφυρα για το δεύτερο μέρος, το οποίο αρχίζει από τη ραψωδία Κ και τελειώνει στην Τ. Σ αυτό το μέρος περιγράφονται οι μάχες που δίνουν οι Αχαιοί με τους Τρώες, και συνήθως νικιούνται, μέχρις ότου ο Έκτορας, αφού σκοτώσει τον Πάτροκλο, θ απειλήσει το στρατόπεδο των Ελλήνων. Μ αυτό τον τρόπο ταπεινώνονται οι Έλληνες και πραγματοποιείται η υπόσχεση του Δία προς τη Θέτιδα για την ικανοποίηση του Αχιλλέα- συνεπώς ο θάνατος του Πατρόκλου γίνεται η αιτία να ξαναγυρίσει ο Αχιλλέας στη μάχη. Μ αυτό τον αριστοτεχνικό τρόπο ο ποιητής ξαναφέρνει τον Αχιλλέα στη μάχη. Έτσι μπαίνουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος της Ί λιά δος, το οποίο εξελίσσεται από τη ραψωδία Τ μέχρι το τέλος. Στο μέρος αυτό έχουμε τη λύση της υπόθεσης του έπους. Εδώ γίνεται η τελική μάχη, κατά την οποία ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτο pat, τον περιφέρει νεκρό πίσω από το άρμα και παραδίδει το πτώμα στο γέρο Πρίαμο" το έπος τελειώνει με την ταφή (καύση) του Έκτορα. Η ενότητα της Ίλιάδος, η οποία γίνεται φανερή από τη σύνθεσή της, που προδίδει πλοκή πάρα πολύ τεχνική, καθώς και αρμονική και καλλιτεχνική διάταξη της ύλης, μαρτυρεί θαυμάσια οικονομία, την οποία θα μπορούσε να επιτύχει μόνο ένας μεγάλος ποιητής, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο Όμηρος. Τα διάφορα τμήματα της Ίλιάδος συνδέονται μεταξύ τους με θαυμάσιο σχέδιο, το οποίο προέρχεται από μία βασική ενότητα που τα τμήματα της συνδέονται συνειδητά και έντεχνα. Γίνεται λοιπόν αναμφισβήτητη η βασική ενότητα 20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ της Ίλιάδος, γιατί το έπος εξελίσσεται γύρω από ένα μόνο γεγονός, την οργή του Αχιλλέα (μήνις Ά χιλλεω ς). Έτσι αναφέρεται ο τρόπος της γένεσης της οργής, οι κύριες φάσεις της, τα άμεσα και συνταρακτικά αποτελέσματά της και τέλος ο τρόπος κατάπαυσής της. Εκπληρώνεται, κατά συνέπεια, η βουλή του Δία, ικανοποιούνται ο Απόλλωνας και ο Χρύσης (ο οποίος παίρνει πάλι την κόρη του), και ο Αχιλλέας επανέρχεται στη μάχη. Και όλα αυτά μετά από πολλές μάχες και σκοτωμούς, κατά τους οποίους ο Αχιλλέας άλλοτε είναι παρών και άλλοτε απών. Πάντοτε όμως η απουσία του είναι σημαντική και η παρουσία του σωτήρια. Το ότι ο Αχιλλέας σκοτώθηκε δεν αναφέρεται στην Ίλιάδα. Από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ίλιάδος θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη μεγάλη συμμετοχή των θεών στα δρώμενα, με αποτέλεσμα το έπος να αποπνέει μεγάλη θρησκευτικότητα, αφού οι θεοί παρεμβαίνουν στις διαφωνίες των ισχυρών προσώπων. Ο Απόλλωνας υπακούοντας στον αδικημένο Χρύση και ο Δίας στον Αχιλλέα στέλνουν λοιμό στους Αχαιούς. Πρέπει και οι δυο να ικανοποιηθούν. Και όλα αυτά γίνονται αβίαστα, με άρτιο αρχιτεκτονικό σχέδιο, σχετικά με την πλοκή του μύθου γύρω από την οργή του Αχιλλέα, και κάτω από τη βουλή του Δία. Κάθε μέρος της Ίλιάδος έχει αρτιότητα και τίποτα δεν είναι ξένο και μοναχό μέσα σ αυτή. Και παρ ότι κάθε μέρος έχει τη δική του δομή, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του, όμως το ολοκληρωμένο νόημά του το παίρνει μέσα στο γενικό πλαίσιο του έργου. Όλα αυτά δείχνουν την προσωπικότητα του ποιητή και πιστοποιούν ότι ο ποιητής της Ίλιάδος είναι ένας: Οι ήρωες του έπους είναι αληθινοί άνθρωποι, αγαπούν την πατρίδα τους, είναι γενναίοι, έχουν υψηλό φρόνημα, είναι ευσεβείς, πολλές φορές είναι ορμητικοί και κάποτε ιδιοτελείς και στο έπακρο φιλόδοξοι. Αγαπούν τους οικείους τους, αγαπούν επίσης τις τιμές και τον πλούτο και δεν αρνούνται τις τέρψεις και τις απολαύσεις της ζωής. Καθένας απ αυτούς έχει τη δική του προσωπικότητα και κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα, όπως συμβαίνει με τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα, τον Αγαμέμνονα ή 21
ΕΙΣΑΓΩΓΗ τον Νέστορα. Οι νέοι είναι ορμητικοί και παράφοροι, οι μεγαλύτεροι σώφρονες και συνετοί, όχι όμως σπάνια επίμονοι και σκληροί. Πολλοί απ αυτούς, ιδίως οι νέοι, είναι ωραίοι, με δυνατό σώμα και λεβέντικη κορμοστασιά. Σαφώς επίσης διαγράφονται από τον ποιητή και οι γυναικείες μορφές, όπως η Ελένη, η Εκάβη, η Ανδρομάχη κλπ. Το έργο ως επικό δημιούργημα στηρίζεται στην αφήγηση, αλλά παρεμβάλλονται πολλοί λόγοι (ρητορικοί) και η διήγηση έχει απαράμιλλο κάλλος. Το ύφος της Ίλιάδος έχει μεταπτώσεις, αφού εναλλάσσονται ο πλούτος του ύφους, η μεγαλοπρέπεια, η επιβλητικότητα, η συντομία, το στομφώδες, το απλό, το απέριττο, το τρυφερό και το ήρεμο. 22
ΚΕΙΜ ΕΝΟ-Μ ΕΤ ΑΦΡΑΣΗ
ΕΠ ΙΓΡΑ Φ Α Ι ΤΗ Σ ΡΑΨΩΙΔΙΑΣ A (Έ μμετρος) 'Άλφα, λιτάς Χρύσου, λοιμόν στρατόν, έχθος άθικτων. ( Π εζή) Λοιμός και μήνις. ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗ Σ ΡΑΨΩΙΔΙΑΣ A Κατά τον άρχαϊον «παραφραστήν». Χρύσης, ίερενς τον Απόλλωνος, παραγίγνεται επί τον ναύσταθμον των Ελλήνων, βουλόμενος λντρώσασθαι την θνγατέρα αντον Χρνσηίδα- οϋκ απολαβών δέ, αλλά και μεθ ύβρεως άποδιωχθείς υπό τον Άγαμέμνονος, ηνξατο τω Άπόλλωνι κατά των Ε λλήνω ν λοιμον δέ γενομένου και πολλών, ώς είκός, διαφθειρομένων, εκκλησίαν Αχιλλενς συνήγαγε. Κάλχαντος δέ διασαφήσαντος την αληθή αιτίαν και κελενσαντος Αχιλλεως έξιλάσκεσθαι τον θεόν, Α γα μέμνων όργισθεις διηνέχθη πρός τον Αχιλλέα και αντον το γέρας άπέσπασε την Βρισηίδα. Ό δέ οργίζεται τοϊς Έλλησι. θέτις δέ, τον νίον δεηθέντος, εις "Όλυμπον άνελθοϋσα ήτήσατο παρά τον Διάς, οπως τονς Τρώας έπικρατεστέρονς τών Ελλήνων ποίηση. Ήρα δέ γνονσα το ντο διηνέχθη πρός τον Δία, έως αυτούς διέλυσεν Ήφαιστος, οίνοχοήσας έν έκπωματι χρυσφ οι δέ, το λοιπόν τής ημέρας εύωχηθέντες, εις ύπνον τρέπονται. 24
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΡΑΨΩΔΙΑΣ A ('Εμμετρη) Άλφα, παρακλήσεις του Χρύση, λοιμός του στρατού, οργή των βασιλέων. {Πεζή) Ο λοιμός και η οργή. ΥΠΟΘΕΣΗ ΡΑΨΩΔΙΑΣ A Κατά τον αρχαίο «παραφραστή». Ο Χρύσης, ο ιερέας του Απόλλω να, φθάνει στο ναύσταθμο των Ελλήνων, ικετεύοντας για την απελευθέρωση της κόρης του Χρυσηίδας. Δεν τα κατάφερε όμως και, διωγμένος από τον αλαζονικό Α γαμέμνονα, προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να στραφεί κατά των Ελλήνων. Ό ταν τότε ο θεός έστειλε λοιμό και χάθηκαν, όπως ήταν φυσικό, πολλοί, ο Αχιλλέας κάλεσε συνέλευση του στρατού. Ο μάντης Κάλχαντας προφήτευσε την πραγματική αιτία του κακού και συμβούλευσε τον Αχιλλέα να εξιλεώσει το θεό. Ο Αγαμέμνονας οργισμένος με τον Α χιλλέα, του πήρε τη Βρισηίδα, την κοπέλα που του είχαν δώσει έπαθλο. Ο Αχιλλέας οργίστηκε με τους Έλληνες. Τ ότε η Θέτιδα, μετά από παράκληση του γιου της, ανέβηκε στον Ό λυμπο και ζήτησε από τον Δία να βοηθήσει τους Τρώ ες να νικήσουν τους Έ λληνες. Η Ή ρα, όταν το αντιλήφθηκε, φιλονίκησε με τον Δία, ωσότου τους συμφιλίωσε ο Ή φαιστος ρίχνοντας κρασί στα ποτήρια τους. Οι θεοί στη συνέχεια, αφού διασκέδασαν το υπόλοιπο της ημέρας, κοιμήθηκαν. 25
ΙΛΙΑΔΟΣ A Μ'ήνιν άειδε, θεά, Πηληίάδεω Αχιλήος ονλομένην, ή μ νρ ί Αχαιοΐς άλγε έθηκε, πολλάς δ ίφθίμους ψνχάς Άίδι προΐαψεν ηρώων, αυτούς δέ έλώρια τεϋχε κύνεσσιν οίωνοΐσί τε πασι, Αιός δ έτελείετο βουλή, 5 εξ ον δη τά πρώτα διαστήτην έρισαν τε Ατρείδης τε άναξ άνδρών και δΐος Αχιλλενς. Τις τ άρ σφωε θεών εριδι ξννέηκε μάχεσθαι; Λητοϋς και Δ ιός υιός ό γάρ βασιλήϊ χολωθεις νονσον άνά στρατόν ώρσε κακήν, όλέκοντο δέ λαοί, 10 ουνεκα τον Χρύσην ητίμασεν άρητήρα Άτρεΐδης ό γάρ ήλθε θοάς έπί νήας Αχαιών λυσόμενός τε θιίγατρα φέρων τ άπερείσι άποινα, στεμματ έχων έν χερσίν έκηβόλον Απόλλωνος χρυσέω άνά σκήπτρω, και λίσσετο πάντας Αχαιούς, 15 Ατρείδα δέ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαώ ν Ατρείδαι τε και άλλοι έϋκνήμίδες Αχαιοί, νμ,ΐν μέν θεοί δοϊεν Ολύμπια δώματ εχοντες έκπερσαι Πριάμοιο πόλιν, εν δ οίκαδ ίκέσθαι παΐδα δ έμοι λύσαιτε φίλην, τά δ άποινα δέχεσθαι, 20 άζόμενοι Α ιός υιόν έκηβόλον Απόλλω να. 26
ΙΛΙΑΔΟΣ A Ψ άλε μου, θεά1 την οργή του Αχιλλέα, του γιου του Πηλέα, αυτή την καταραμένη2 οργή, που προξένησε στους Αχαιούς αμέτρητες συμφορές κι έστειλε τις ατρόμητες ψυχές πολλών ηρώων στον Άδη, αφήνοντας τα σώματά τους βορά στα σκυλιά και στα όρνια- αυτό ήταν το θέλημα του Δ ία3 από τότε που έπεσε μίσος για πρώτη φορά ανάμεσα στο βασιλιά γιο του Ατρέα και το θεόμορφο Αχιλλέα. Ποιος από τους θεούς τους έβαλε να φιλονικήσουν; Αυτός που άρχισε τη διαμάχη ήταν ο γιος του Δία και της Λητώς, επειδή θέλησε οργισμένος να τιμωρήσει το βασιλιά Ατρείδη, που πρόσβαλε τον ιερέα Χρύση' άφησε δε να απλωθεί μια θανατηφόρα αρρώστια στο στρατό, που κατέστρεφε πολλούς άντρες. Γιατί ο Χρύσης είχε έρθει στα γρήγορα των Αχαιών καράβια, για να εξαγοράσει την κόρη του, φέρνοντας πλούσια λύτρα και κρατώντας στο χέρι του, πάνω σε χρυσό ραβδί, τα σήματα4 του μακροβόλου Α πόλλωνα. Παρακαλούσε τότε όλο το στρατό των Αχαιών και κυρίως τους δυο αρχηγούς του στρατού, τους γιους του Ατρέα: «Γιοι του Ατρέα και σεις οι άλλοι Αχαιοί, οι καλλικνήμιδες, μακάρι οι θεοί που κατοικούν στον Ό λυμπο να δώσουν να κυριεύσετε την πόλη του Πριάμου και με το καλό να γυρίσετε πίσω στην πατρίδα σας. Ελευθερώστε5 την αγαπητή μου κόρη και δεχτείτε τα λύτρα, αφού σεβαστείτε το γιο του Δία, το μακροβόλο Απόλλωνα». 27
ΟΜΗΡΟΣ Ένθ άλλοι μέν πάντες επευφήμησαν Αχαιοί αίδεϊσθαί θ ιερήα και αγλαά δέχθαι άποινα' άλλ ονκ Ατρειδη Αγαμέμνονι ήνδανε θυμω, άλλα κακώς άφίει, κρατερόν δ επι μύθον ετελλε 25 μη σε, γέρον, κοίλησιν εγώ παρά νηυσι κιχείω ή ννν δηοΰνοντ η ύστερον αντις ιόντα, μη νν τοι ον χραίσμη σκήπτρον και στέμμα ΘεοΓο την δ εγώ ον λύσω' πριν μιν και γήρας έπεισιν ημετέρω ένϊ ο ίκω εν Ά ργεϊ, τηλόθι πάτρης, 30 ιστόν έποιχομένην και έμόν λέχος άντιόωσαν άλλ ί'θι, μή μ ερέθιζε, σαώτερος ώς κε νέηαι. "Ως ε φ α τ εδ εισ ε ν δ ο γέρων και έπείθετο μνβω' βή δ άκέων παρά θΐνα πολνφλοίσβοιο θαλάσσης πολλά δ επειτ άπάνευθε κιών ηραθ ο γεραιός 35 Απόλλωνι άνακτι, τον ήνκομος τέκε Λητώ' κλνθί μευ άργνρότοξ, ος Χρνσην άμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ίφι άνάσσεις, Σμινθεν, ε ί ποτέ τοι χαρίεντ επι νηόν έρεψα, ή εί δή ποτέ τοι κατά πίονα μηρί έκηα 40 τάνρων ήδ αιγών, τό δέ μοι κρήηνον εέλδωρ' τίσειαν Δαναοί έμά δάκρυα σοΐσι βέλεσσιν. "Ως έφατ ευχόμενος, τον δ έκλνε Φοίβος Απόλλων, βή δέ κατ Ούλύμποιο καρήνων χωόμενος κήρ, τόξ ώμοισιν έχων άμφηρεφέα τε φαρέτρην 45 έκλαγξαν δ άρ όϊστοι ε π ώμων χωομένοιο, αύτοϋ κινηθέντος 6 δ ήϊε νυκτ'ι εοικώς. έζετ επ ειτ άπάνευθε νέων, μετά δ ιόν έηκε' δεινή δέ κλαγγή γένετ' άργυρέοιο βιοΐο ονρήας μέν πρώτον έπωχετο και κννας άργονς, 50 αύτάρ επ ειτ αντοϊσι βέλος εχεπενκές έφιεις 28
ΙΛΙΑΔΟΣ A Τότε όλος ο στρατός κραυγάζοντας ζήτησε να σεβαστούν τον ιερέα και. να πάρουν τα λαμπρά δώρα- αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, που απείλησε τον Χρύση και σκληρό λόγο του είπε: «Γέροντα, να μη σε συναντήσω να τριγυρνάς κοντά στα κοίλα πλοία, ούτε σήμερα αλλά ούτε και αύριο να γυρίσεις πίσω πάλι, διαφορετικά δεν θα σου χρησιμεύσουν ούτε το σκήπτρο ούτε τα σημάδια του θεού. Αυτήν εγώ δεν θα την ελευθερώσω, σκοπεύω να την αφήσω να γεράσει στο Άργος, στο σπιτικό μου, μακριά από την πατρίδα της, να δουλευει τον αργαλειό και να αντικρίζει6 το κρεβάτι μου. Φύγε, λοιπόν, τώρα και μη με ερεθίζεις, αν θέλεις να φύγεις σώος». Έ τσι μίλησε, φοβήθηκε δε ο γέροντας και υπάκουσε στο λόγο. Έ φυγε χωρίς να πει λέξη σ όλο το δρόμο του γιαλού, δίπλα στην ταραγμένη θάλασσα. Σαν βρέθηκε όμως μόνος του, ο γέροντας προσευχήθηκε με θέρμη στο βασιλιά Απόλλωνα, το γιο της Λητώς με τα ωραία μαλλιά: «Άκουσέ με, θεέ αργυρότοξε, προστάτη της Χρύσας και της ιερής Κίλλας και κυρίαρχε της σεβαστής Τενέδου: Σμινθέα7, αν σου έκτισα κάποτε εγώ ναό που σου άρεσε, αν έκαψα για χάρη σου παχιά μεριά ταύρων και αιγών, πραγματοποίησε αυτή μου την επιθυμία' κάνε μου οι Δ α ναοί να πληρώσουν τα δάκρυά μου με τα βέλη σου». Έ τσι είπε προσευχόμενος, και ο Φοίβος Απόλλωνας άκουσε τις προσευχές και κατέβηκε από τις κορυφές του Ολύμπου οργισμένος, με το τόξο και την κλειστή φαρέτρα του στον ώμο. Καθώς κατέβαινε βροντούσαν τα βέλη στους ώμους του οργισμένου θεού, όταν αυτός κινήθηκε- έμοιαζε δε με νύχτα στη μορφή. Κάθισε μακριά από τα πλοία και με το ασημένιο του τόξο έριξε ένα βέλος το τόξο άφησε ήχο βροντερό. Έ ριξε πρώτα στους ημιόνους και στα γρήγορα σκυλιά, μετά όμως σημάδεψε με τα αιχμηρά του βέλη τους ανθρώπους, και σημάδευε ξανά και ξανά. Συνεχώ ς δε 29
ΟΜΗΡΟΣ βάλλ αίεί δέ πυραί νεκνων καίοντο θαμειαί. Έννημαρ μεν άνά στρατόν φχετο κηλα ΘεοΓο, τη δεκάτγι δ άγορήνδε καλέσσατο λαόν Αχιλλευς' τω γάρ επί φρεσί θήκε θεά λευκωλενος Ήρη 55 κηδετο γάρ Δαναών, οτι ρα θνησκοντας όρατο. οι δ έπεί ονν ηγεροεν όμηγερέες τ έγένοντο, τοΐσι δ άνιστάμενος μετεφη ποδας ώκύς Άχιλλενς' Ατρειδη, νυν άμμε παλιμπλαγχβέντας 6ΐω αψ άπονοστήσειν, ε ΐ κεν θάνατόν γε φνγοίμεν, 60 εΐ δη όμον πόλεμός τε δαμ,α και λοιμός 'Αχαιούς' άλλ άγε δη τινα μάντιν ερείομεν ή ίεοήα, η και όνειροπόλον, καί γάρ τ όναρ εκ Αιός έστιν, ος κ είποι ο τι τόσσον εχώσατο Φοίβος Απόλλων, εΐτ άρ ο γ εύχωλης έπιμεμψεται ε'ίθ εκατόμβης, 65 αί κεν πως άρνών κνίσης αιγών τε τελείων βούλεται άντιάσας ημΐν από λοιγόν άμϋναι. Ήτοι ο γ ώς ειπών κατ άρ εζετο- τοΐσι δ άνεστη Καλχας θεστορίδης οιωνοπόλων όχ άριστος, ος η δη τά τ εόντα τά τ εσσόμενα προ τ εόντα, 70 καί νήεσσ ήγησατ Αχαιών Ίλιον είσω ήν διά μαντοσύνην, τήι> οί πόρε Φοίβος Α πόλλω ν ό σψιν ένφρονεων άγορησατο καί μετέειπεν ώ Α χιλεν κελεαί με, Διι φίλε, μυθησασθαι μηνιν Απόλλωνος έκατηβελέταο άνακτος 75 τοί γάρ έγών έρέω συ δέ σννθεο καί μοι ομοσσον ή μεν μοι πρόφρων επεσιν καί χερσίν άρήξειν ή γάρ όΐομαι άνδρα χολωσέμεν, ος μέγα πάντων Αργείων κρατέει καί οί πείθονται Α χαιοί 30
ΙΛΙΑΔΟΣ A πυκνές φω τιές8 από νεκρούς καίγανε. Για εννιά μέρες9 έπεφταν αδιάκοπα τα βέλη του θεού στο στρατό. Τ η δέκατη μέρα κάλεσε σε συνέλευση το στρατό ο Αχιλλέας αυτό τον παρακίνησε να το κάνει η Ή ρ α με τους λευκούς βραχίονες, για τί φρόντιζε για τους Δαναούς, επειδή τους έβλεπε να σκοτώνονται. Ό τα ν αυτοί μαζεύτηκαν και ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, μεταξύ αυτών αφού σηκώθηκε, είπε γρήγορος στα πόδια Α χιλλέας: «Γ ιε του Α τρέα, φοβάμαι πω ς ο πόλεμος και η επιδημία θα μας αποδυναμώσουν τόσο, ώ στε όσοι από μας κι αν ακόμα διαφύγουν το θάνατο, θ αναγκαστούν να γυρίσουν π ίσ ω 10 στην πατρίδα αργά. Αλλά έλα τώ ρα να συμβουλευτούμε κάποιο μάντη ή ιερέα ή ακόμα και ονειροκρίτη11 αφού το όνειρο το στέλνει ο Δ ία ς ο οποίος και θα μας πει αυτός για τί ο Φοίβος Α πόλλωνας είναι τόσο οργισμένος μ αζί μας. Ί σ ω ς να τον αγνοήσαμε με κάποιο ξεχασμένο μας τά μ α ή με κάποια παράλειψη πλούσιας θυσίας. Αν είναι έτσι, ίσως δεχτεί τώ ρα την κνίσα12 των καλοθρεμμένων αρνιών και αιγώ ν και μας σώσει από τον αφανισμό». Α υτός βεβαίω ς έτσι αφού μίλησε, κάθισε. Μ εταξύ αυτών δε σηκώθηκε ο Κ άλχας, ο γιος του Θέστορα, ο άριστος από τους μάντεις, που γνώ ριζε τα παρόντα, τα μέλλοντα και τα παρελθόντα, και που οδήγησε τα πλοία των Α χαιώ ν μέσα στην Τροία με τη μαντική του ικανότητα, την οποία του είχε δώσει ο Φ οίβος Α πόλλω ν. Α υτός που ήταν συνετός, πήρε το λόγο και είπε: «Α χιλλέα αγα π η τέ13 στον Δ ία, με προτρέπεις να πω την οργή του Απόλλωνα του μακροβόλου βασιλιά. Θα σου απαντήσω. Αλλά άκουσέ με πρώ τα και ορκίσου πω ς θα με προστατέψεις με λόγια και με έργα. Σου το ζη τώ, για τί γνω ρίζω π ω ς θα κάνω εχθρό κάποιον με απόλυτη εξουσία ανάμεσα στους Α ργείους που τον υπακούν όλοι οι Α χαιοί. 31
ΟΜΗΡΟΣ κρείσσων γάρ βασιλεύς οτε χώσεται άνδρΐ χέρηϊ' 80 ε ί περ γάρ τε χόλον γε καί αύτήμαρ καταπέψη, αλλά τε καί μετόπισθεν έχει κότον, οφρα τελέσση, εν στηθεσσιν έοΐσν σν δέ φράσαι ε ί με σαώσεις. Τον δ άπαμειβόμένος προσέφη πόδας ώκνς Άχιλλεν'ς Οαρσησας μάλα είπε θεοπρόπιον ο τι οίσθα' 85 ον μά γάρ Απόλλωνα Δ ιι φίλον, ώ τε σν, Κάλχαν, ευχόμενος Δαναοΐσι θεοπροπίας άναφαίνεις, ον τις έμεν ζώντος καί επί χθονί δερκομένοιο σοί κοίλης παρά νηυσί βαρείας χεΐρας έποίσει σνμπάντων Δαναών, ονδ ην Άγαμεμνονα είπης, 90 ός νυν πολλόν άριστος Αχαιών εύχεται είναι. Καί τότε δη θάρσησε καί ηΰδα μάντις άμνμω ν ον ταρ ό γ ευ χωλής έπιμέμφεται ούθ εκατόμβης, άλλ ενεκ άρητηρος ον ήτίμησ Αγαμέμνων ονδ απέλυσε θύγατρα καί ονκ άπεδέξατ άποινα, 95 τοννεκ άρ αλγε έδωκεν έκηβόλος ηδ έτι δώσει ούδ ο γε πριν Δαναοΐσιν άεικέα λοιγόν άπώσει, πριν γ άπό πατρί φίλ(ο δόμεναι έλικώπιδα κούρην άπριάτην άνάποινον, άγειν θ Ιερην εκατόμβην ες Xρύσην τότε κέν μιν ίλασσάμενοι πεπίθοιμεν. 100 Ήτοι ό γ ώς είπών κατ άρ έζετο' τοΐαι δ άνέστη ηρως Ατρείδης ευρυ κρείων Αγαμέμνων άχννμενος μένεος δέ μέγα φρένες άμφί μέλαιναι πιμπλαντ, όσσε δέ οί πνρί λαμπετόωντι έΐκτην Κάλχαντα πρώτιστα κάκ όσσόμενος προσέειπε 105 μάντι κακών ου πώ ποτέ μοι το κρηγυον είπαςαίεί τοι τά κάκ έστί φίλα φρεσί μαντενεσθαι, έσθλόν ό ουτέ τ ί πω εΐπας έπος ουτ έτέλεσσας- 32
ΙΛΙΑΔΟΣ A Έ να ς κοινός θνητός είναι κατώ τερος από ένα βασιλιά κι αλίμονο αν τον προσβάλει. Α κόμα κ ι αν ο βασιλιάς κα τα πιεί το θυμό του για μια στιγμ ή, θα τρέφ εται από το χόλιασμά του μέρα με τη μέρα, ωσότου μπορέσει να πάρει εκδίκηση. Σκέψου, λοιπόν, αν μπορείς να με π ρ ο σ τα τέψεις». Σ αυτόν απάντησε ο γρήγορος στα πόδια Α χιλλέας: «Ξέχνα τους φόβους σου και δώσε π ρ ο φ η τεία 14. Γ ια τί, μα το θεϊκό Απόλλωνα, Κ άλχαντα, το μεγάλο θεό που σ τ όνομά του αποκαλύπτεις τις π ροφ ητείες σου, ορκίζομαι π ω ς, όσο εγώ ζω και βλέπω 15, κανείς Δαναός εδώ μέσα, στα κοίλα πλοία, δεν θα σε πειράξει, ακόμα κι αν εννοείς τον Α γαμέμνονα, που καυχιέται ότι είναι αρχηγός τω ν Α χαιώ ν». Ο άξιος μάντης πήρε τελικά θάρρος και είπε: «Δεν πρόκειται για ξεχασμένο τάμα ή πλούσια θυσία. Ο θεός είναι θυμωμένος, για τί ο Α γαμέμνονας πρόσβαλε τον ιερέα του και αρνήθηκε να πάρει τα λύτρα καθώ ς και να ελευθερώσει την κόρη του. Αυτή είναι η αιτία για τα τω ρινά μας βάσανα και τα μελλοντικά. Ο μακροβόλος θεός δεν θα γλιτώ σει τους Δαναούς από τον άπρεπο θάνατο, όσο δεν δίνουμε την κόρη με τ αστραφτερά μ ά τια 16 στον πατέρα της χω ρίς να πάρουμε λύτρα, προσφέροντας ιερές θυσίες στον Χρύση. Ό τα ν γίνει αυτό, τό τε ίσω ς τον εξευμενίσουμε». Α υτός λοιπόν κάθισε κάτω, και ο ευγενής γιος του Α τρέα, ο μεγαλόψυχος Α γαμέμνονας, σ ηκώ θηκε οργισμένος. Η μαύρη του καρδιά17 χτυπούσε α π την αβάσταχτη οργή και τα μάτια του έμοιαζαν με λαμπερές γλώ σσες φω τιάς. Σ την αρχή λέει του Κ άλχαντα γ εμ ά το ς οργή στο νου του: «Π ροφήτη του κακού, ποτέ δεν είπ ες καλό λόγο για μένα. Σου αρέσει να μαντεύεις συμφορές. Ο ύτε προφήτευσες ευχάριστο αλλά ούτε το έβγαλες αληθινό. Τ ώ ρ α 33
ΟΜΗΡΟΣ καί νυν εν Δαναοϊσι θεοπροπέων αγορεύεις ώς δη τονδ ένεκά αφιν έκηβόλος άλγεα τεύχει, 110 οννεκ εγώ κούρης Χρυσή ιδος άγλά άποινα ονκ έθελον δέξασθαι, έπεί πολύ βούλομαι αυτήν οίκοι έχειν και γάρ ρα Κλυταιμνήστρης προβεβουλα κουριδίης άλο'χου, έπεί ού έθέν εστι χερείων, ού δέμας ουδέ φυήν, ούτ άρ φρενας ούτε τι έργα. 115 άλλα και ως έθέλω δόμεναι πάλιν εί τό γ άμεινον βούλομ εγώ λαόν σών έμμεναι ή άπολέσθαι' αύτάρ έμοί γέρας α ντίχ έτοιμάσατ οφρα μη οίος Αργείων άγέραστος έω, έπεί ουδέ εοικε λεύσσετε γάρ τό γε πάντες ο μοι γέρας έρχεται άλλη. 120 Τον δ ήμείβετ έπειτα ποδάρκης δζ ος Αχιλλεύς' Άτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων, πώς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Αχαιοί; ουδέ τ ί που ΐδμεν ξννήϊα κείμενα πολλά άλλα τά μέν πολίων έξεπράθομεν, τά δέδασται, 125 λαούς δ ονκ έπέοικε παλίλλογα ταϋτ έπαγείρειν. άλλά σν μέν νϋν τήνδε θεω πράες αύτάρ Αχαιοί τριπλή τετραπλή τ ' άποτείσομεν, α ί κέ ποθι Ζενς δώσι πάλιν Τροίην εύτείχεον έξαλαπάξαι. Τον δ άπαμειβόμένος προσέφη κρείων Α γαμέμνω ν 130 μη δ ούτως άγαθός περ εών, θεοείκελ Αχιλλεϋ, κλέπτε νόω, έπεί ού παρελεύσεαι ουδέ με πείσεις. ή έθέλεις οφρ αύτός έχης γέρας, αύτάρ έμ αύτως ήσθαι δευόμενον, κέλεαι δέ με τήνδ άποδονναι; ά λλ εί μέν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Αχαιοί 135 άρσαντες κατά θυμόν, όπως αντάξιον έσταγ 34
ΙΛΙΑΔΟΣ A δε λες στους Δαναούς πω ς ο μακροβόλος θεός τους δικάζει, για τί εγώ αρνήθηκα τα λαμπρά λύτρα γ ια τη Χρυσηίδα. Γ ια τί διάλεξα να κρατήσω την κοπέλα και να την πάω στην πατρίδα μου. Μου αρέσει π ρ ά γμ α τι καλύτερα και από τη νόμιμη σύζυγό μου18, την Κ λυταιμνήστρα. Είναι πανέμορφη και καθόλου κατώ τερη βέβαια στην εξυπνάδα ή στη νοικοκυροσύνη. Π αρ όλ αυτά, είμαι πρόθυμος να την παραδώσω, αν αυτό αποδειχτεί π ω ς είναι πιο σοφό. Π ρ οτιμ ώ 19 δε να είναι ο στρατός άθιχτος παρά να καταστραφεί. Γ ι αυτό πρέπει να μ αφήσεις να διαλέξω αμέσω ς άλλο έπαθλο, γ ια να μη μείνω μόνο εγώ με άδεια χέρια, για τί είναι άπρεπο. Μ πορείτε να δείτε όλοι σας π ω ς το δώρο που μου δώ σατε πάει τώ ρα σ άλλα χέρ ια». Ο γρήγορος στα πόδια θεϊκός Α χιλ λέα ς, αφού σ ηκώ θηκε όρθιος, είπε: «Γ ιε του Α τρέα, σεβαστέ και α π όλους πιο ακόρεστε, πού να βρουν οι γενναίοι Α χα ιο ί καινούριο έπα θλο, ώ στε να ικανοποιηθεί η απαράδεκτη απληστία σου; Άκουσα πω ς α π όλα τα ευρήματά μας τίπ ο τα δεν έμεινε αμοίραστο. Τ α λάφυρα που πήραμε α π τις κατακτημένες πόλεις τα μοιραστήκαμε, θα ζητούσαμε δε υπερβολικά πράγματα για τους άντρες μας, αν τους αναγκάζαμε να τα ξαναμαζέψουν. Δώσε τώ ρα πίσ ω την κοπέλα, καθώ ς ζητά κι ο θεός, κι εμείς θα σε αποζημιώ σουμε τριπλά και τετραπλά, αν ο Δ ίας μας επιτρέψ ει να ρίξουμε τα τείχη της Τροίας». Ο βασιλιάς Αγαμέμνονας του απάντησε αμέσω ς: ((Κι αν είσαι σπουδαίος άντρας, θεόμορφε Α χιλλέα, μη φανταστείς π ω ς θα με γελάσεις μ αυτό, γ ια τί δεν θα μου αλλάξεις ούτε γνώ μη ούτε μυαλό. Θέλεις μ ή πω ς20 να τη δώσω αυτή, τη στιγμή που εσύ έχεις τιμητικό έπαθλο, και να κάθομαι στερημένος; Αν οι μεγαλόψυχοι Α χαιοί μου δώσουν ένα καινούριο έπαθλο και διαλεγμένο, καθώ ς μου ταιριάζει21, τότε θα γίνει αυτό. Αν ό χι22, τό τε θα έρθω κ αι θα διαλέξω 35
ΟΜΗΡΟΣ εί δέ κε μη δώωσιν, εγώ δέ κεν αυτός έλωμαι η τεόν η Αΐαντος ιών γέρας, η Όδυσήος άξω ελώ ν ό δέ κεν κεχολώσεται όν κεν ίκωμαι. ά λλ ήτοι μέν ταντα μεταφρασόμεσθα καί αντις, 140 νυν δ άγε νηα μέλαιναν έρνσσομεν εις άλα δίαν, έν <5 έρέτας επίτηδες άγείρομεν, ές δ εκατόμβην θείομεν, αν δ αυτήν Χρυσηίδα καλλιπάρηον βήσομεν εις δέ τις άρχός άνήρ βονληψόρος έστω, η Αίας ή Ίδομενεύς η δϊος Όδυσσενς 145 ήέ συ, Πηλεΐδη, πάντων έκπαγλότατ άνδρών, οφρ ήμιν έκάεργον ίλάσσεαι ιερά ρέξας. Τον δ άρ ύπόδρα ίδών προσέφη πόδας ώκύς Αχιλλευς' ώ μοι άναιδείην έπιειμένε, κερδαλεόφρον, πώς τις τοι πρόφρων έπεσιν πείθηται Αχαιών 150 η οδόν έλθέμεναι ή άνδράσιν ΐφι μάχεσθαι; ου γάρ εγώ Τρώων ένεκ ήλυθον αίχμητάων δεϋρο μαχησόμενος, έπεί οΰ τ ί μοι αίτιοί είσιν ον γάρ πώ ποτ εμάς βονς ήλασαν ονδέ μέν ίππους, ουδέ π ο τ έν Φθίη έριβώλακι βωτιανείρη 155 καρπόν έδηλήσαντ, έπεί ή μ άλα πολλά μεταξύ οΰρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ηχήεσσα άλλά σοί, ώ μέγ άναιδές, άμ έσπόμεθ όφρα σύ χαίρης, τιμήν άρνυμενοι Μενελάω σοί τε, κννώπα, πρός Τρώων των ον τι μετατρέπη ουδ άλεγίζεις 160 καί δη μοι γέρας αυτός άφαιρήσεσθαι άπειλεΐς, ώ έπι πολλά μόγησα, δόσαν δέ μοι υϊες Αχαιών. ου μέν σοί ποτε ίσον έχω γέρας όππότ Αχαιοί Τρώων έκπέρσωσ εύ ναιόμενον πτολίεθρον άλλά τό μέν πλεΐον πολνάϊκος πολέμοιο 165 χεϊρες έμαί διέπονσ άτάρ ήν ποτε δασμός ίκηται, σοί τό γέρας πολύ μεΐζον, εγώ δ ολίγον τε φίλον τε έρχομ εχων επί νήας, έπ εί κε κάμω πολεμίζων.
ΙΛΙΑΔΟΣ A το δικό σου έπαθλο ή αυτό του Α ίαντα ή, αφού το αρπάξω, να φέρω το έπαθλο του Οδυσσέα; Σ όποιον π ά ω θα οργιστεί. Π άντω ς, θα μπορούσαμε να το διευθετήσουμε αυτό αργότερα. Για την ώρα, άφησε να σαλπάρουμε με μαύρο πλοίο23 στη γαλήνια θάλασσα, ναύλωσέ το με κω πηλά τες και φόρτωσέ το ζώ α για τις θυσίες και βάλε μέσα τη Χρυσηίδα με τις όμορφες παρειές. Ά φησε κάποιον αρχηγό μας να μπει καπετάνιος, τον Α ίαντα, τον Ιδομενέα, τον υπέροχο Οδυσσέα ή εσένα τον ίδιο, γιε του Π ηλέα, α π όλους τον τρομερότερο, και να τελέσει τη θυσία, γ ια να ξανακερδίσουμε την εύνοια του μακροβόλου». Αφού ο γρήγορος στα πόδια Α χιλλέας έριξε σ αυτόν άγρια μ ατιά, είπε: «Αλίμονο, ξεδιάντροπε συμφεροντολόγε, π ώ ς περιμένεις, τέτοιος που είσαι, α π τους στρατιώ τες να σου ορκιστούν πίστη, όταν τους στέλνεις στη μάχη ή στις επιδρομές; Ε γώ δεν είχα τίπ ο τα με τους ικανούς στο δόρυ Τρώες κι όμως ήρθα εδώ να πολεμήσω. Π οτέ τους δεν μ έβλαψαν. Π οτέ τους δεν μου έκλεψαν βόδια μήτε άλογα. Ο ύτε μου ποδοπάτησαν ποτέ τους καρπούς α π το εύφορο χώ μ α της Φ θίας, που τρέφει γενναίους άντρες. Γ ια τί ανήσυχη θάλασσα και σκοτεινές οροσειρές χωρίζουν τις χώ ρες μας. Η αλήθεια είναι π ω ς σου σ υμ παρασ τα θήκαμε στην εκστρατεία γ ια να σ ευχαριστήσουμε, αδιάντροπε, και για τον αδελφό σου Μενέλαο και σένα, σκύλε, να πάρουμε ικανοποίηση από τους Τ ρ ώ ες- γ ι αυτά εσύ δεν μεταστρέφεσαι ούτε μεριμνάς. Τ ώ ρα δε με απειλείς ότι θα πάρεις το έπαθλό μου, που με κόπο απέκτη σ α, τιμητικό δώρο από τους Α χαιούς. Π οτέ δεν μου προσφέρουν εμένα τόσα όσα εσένα, κάθε φορά που οι Α χαιοί κατακτούν κάποια καλοκατοικημένη πόλη τω ν Τ ρώ ω ν. Η θύελλα της μάχης πέφ τει σε μένα, αλλά, όταν έρχετα ι η ώρα της μοιρασιάς, εσύ παίρνεις το μεγαλύτερο μερίδιο, αφήνοντας εμένα να γυρίσω εξουθενωμένος α π το πεδίο τη ς μάχης με 37
ΟΜΗΡΟΣ νυν δ είμι Φθίηνδ, έπεί ή πολύ φέρτερόν έστιν οί'καδ ίμεν συν νηνσι κορών ίσ ιν, ουδέ σ όΐω 170 ενθάδ άτιμος εών αφενός και πλούτον άφνξειν. Τον δ ήμείβετ έπειτα άναξ άνδρών Α γαμέμνω ν φεϋγε μάλ ε ί τοι θυμός έπέσσυται, ουδέ σ έγωγε λΐσσομαι εί'νεκ έμεΐο μένειν πάο έμοιγε και άλλοι ο ί κέ με τιμησουσι, μάλιστα δέ μητίετα Ζευς. 175 εχθιστός δέ μοί έσσι διοτρεφέων βασιληων αίει γάρ τοι έρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε εί μαλα καρτεράς έσσι, θεός που σοι το γ εδωκεν ο ίκαδ ιών σνν νηνσί τε σης και σοΐς έτάροισι Μυρμιδόνεσσιν άνασσε, σέθεν δ εγώ ονκ άλεγίζω, 180 ονδ οθομαι κοτέοντος' απειλήσω δέ τοι ώδε' ώς έμ άφαιρεΐται Χρυαηΐδα Φοίβος Απόλλων, την μέν εγώ συν νηΐ τ έμη και έμοΐς έτάροισι πέμχρω, εγώ δέ κ άγω Βρισηΐδα καλλιπάρηον αυτός ιών κλισίηνδε το σόν γέρας οφρ έύ είδης 185 οσσον φέρτερός είμι σέθεν, στυγέη δέ και άλλος ίσον έμοι φάσθαι και όμοιωθημεναι άντην. "Ως φάτο' Πηλεΐωνι δ άχος γένετ, εν δέ οί ήτορ στηθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμηριξεν, ή ο γε φάσγανον οξύ έρυσσάμενος παρά μηρόν 190 τούς μέν άναστήσειεν, ό δ Άτρείδην εναρίζοι, ήε χόλον πανσειεν έρητνσειέ τε θυμόν, ήος δ τανθ ώρμαινε κατά φρένα και κατά θυμόν, έλκετο δ εκ κολεοϊο μέγα ξίφος, ήλθε ό Άθήνη 38
ΙΛΙΑΔΟΣ A κάτι πολύ μικρό, κάτι που έχω βρει μόνος μου. Τώρα όμως θα γυρίσω πίσω στη Φ θία24- είναι το καλύτερο που έχω να κάνω, να σαλπάρω πίσω στην πατρίδα με τ αμφίκυρτα πλοία25 μου και δεν έχω στο νου, ενώ βρίσκομαι εδώ, να δέχομαι προσβολές και να μαζεύω πλούτη και αγαθά για σένα». Τ ότε του απάντησε ο βασιλιάς Α γαμέμνονας: «Φ ύγε το γρηγορότερο, αν στην καρδιά σου το επιθυμείς πολύ. Δεν θα σε παρακαλέσω να μείνεις για χάρη μου. Υπάρχουν άλλοι που είναι μαζί μου και που με σέβονται ο σοφός Δ ίας είναι ο πρώ τος ανάμεσα τους. Α π όλους τους διοτραφείς βασιλιάδες είσαι ο πιο αναξιόπιστος για μένα. Γ ια τί πάντοτε σου είναι προσφιλείς οι έριδες, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις. Κ αι αν είσαι σπουδαίος στρατιώ της, ποιος άλλος σ έκανε έτσι εκτός από το θεό; Π ήγαινε λοιπόν στην πατρίδα με τα πλοία σου και τους πολεμιστές σου, να διαφεντεύεις τους Μυρμιδόνες. Δεν μ ενδιαφέρει για σένα, και η οργή σου με αφήνει αδιαφορο. Με τούτα δε τα λόγια θα σε απειλήσω: Με τον ίδιο τρόπο που ο Φοίβος Απόλλωνας μου αρπάζει τη Χρυσηίδα, την οποία θέλω να φυγαδεύσω με το πλοίο μου και το πλήρω μά μου, έτσι κι εγώ θα πάρω α π τη σκηνή σου τη Βρισηίδα26 με τις όμορφες παρειές, το δικό σου έπαθλο, για να σου δείξω πω ς έχω τρανότερη εξουσία από σένα και να δείξω στους άλλους ότι πρέπει να προσέχουν όταν μιλούν και να μην αψηφούν το βασιλιά τους». Έ τσ ι είπε, και το γιο του Π ηλέα κατέλαβε στενοχώρια. Σ το δασύτριχο στήθος η καρδιά του χτυπούσε διχασμένη, ή να σύρει το κοφτερό του σπαθί α π τα πλάγια και, αφού παραμερίσει το πλήθος, να σκοτώσει το γιο του Α τρέα ή να κρατήσει την ψυχραιμία του και να ελέγξει το άγριο πάθος του. Κ ι ενώ ταλαντευόταν στο μυαλό και στην καρδιά του και είχε μισοσύρει έξω το μακρύ του σπαθί, κατέβηκε από 39
ΟΜΗΡΟΣ οϋρανόθεν προ γάρ ήκε θεά λενκώλενος "IIρη, 195 άμφω όμως θνμω φιλέουσά τε κηδομενη τε στη δ όπιθεν, ξανθής δέ κόμης έλε Πηλεΐωνα οΐω φαινομενη των δ άλλων ον τις όρατο θάμβησεν δ Αχιλενς, μετά δ έτράπετ, αύτίκα δ έ'γνω Π αλλάδ Αθηναι'ην δεινώ δε οί οσσε φάανθεν 200 καί μιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσηνδα- τ ίπ τ αΰτ αιγιόχοιο, Διός τέκος, είλήλουθας; ή ίνα νβριν ΐδη Άγαμέμνονος Άτρεΐδαο; ά λλ εκ τοι έρεω, το δέ καί τελέεσθαι otor ης νπεροπλίησι τάχ άν ποτε θυμόν ολέσσΐ]. 205 Τον δ αντε προσέειπε θεά γλαυκώπις Άθηνη' ήλθον εγώ πανσουσα το σόν μένος, α ϊ κε πίθηαι, ονρανόθεν προ δέ μ ήκε θεά λενκώλενος Ή ρη άμφω όμως θνμω φιλέουσά τε κηδομένη τε~ άλλ άγε λήγ έριδος, μηδέ ξίφος έλκεο χειρν 210 ά λλ ητοι έπεσιν μέν ονείδισαν ώς έσεταί περ' ώδε γάρ εξερέω, τό δέ και τετελεσμένον έσταί' καί ποτέ τοι τρις τόσσα παρέσσεται άγλαά δώρα νβριος είνεκα τήσδε σν δ ίσχεο, πείθεο δ ήμΐν. Την δ άπαμειβόμενος προσέφη πόδας ώκνς Άχιλλενς' χοή μέν σφωίτερόν γε θεά έπος είρνσσασθαι 216 και μάλα περ θυμώ κεχολωμένον ώς γάρ άμεινον ός κε θεοϊς έπιπείθηται μάλα τ έκλνον αυτόν. Ή καί έπ άργνρέη κο'/πη σχέθε χεϊρα βαρεϊαν, άψ δ ές κουλεόν ώσε μέγα ξίφος, ονδ άπίθησε 220 μνθω Αθηναίης ή δ Ονλνμπον δέ βεβηκει δώματ ές αίγιόχοιο Δ ιός μετά δαίμονας άλλους. 40
ΙΛΙΑΔΟΣ A τον ουρανό η Αθηνά27' ήταν σταλμένη νω ρίτερα α π τη θεά Ή ρ α με τους λευκούς βραχίονες, που αγαπούσε στην ψυχή της και νοιαζόταν και για τους δυο αρχηγούς. Η Αθηνά στάθηκε πίσω του και τράβηξε το γιο του Π ηλέα α π τα ξανθά μαλλιά- σ αυτόν φαινόταν, από τους άλλους δε κανείς δεν την έβλεπε. Θ αμπώ θηκε ο Α χιλλέα ς, έστρεψε δε πίσω και αμέσω ς αναγνώρισε την Π αλλάδα Αθηνά. Φοβερά άστραφταν τα μάτια της τη ς μίλησε αμέσως: «Γ ια τί ήρθες πάλι εδώ, κόρη του ασπιδοφόρου Δία; Για να σαι μάρτυρας της αλαζονείας του γιου του Α τρέα, του Α γαμέμνονα; Σου το λέω καθαρά π ω ς αυτός θα πληρώ σει για το θράσος του με τη ζω ή του». Η Αθηνά η γαλανομάτα του απάντησε: «Ή ρ θ α από τον ουρανό για να κατευνάσω την οργή σου. Η θεά Ή ρ α με τους λευκούς βραχίονες μ έστειλε εδώ κ ά τω, επειδή σας αγαπά στην ψυχή της και νοιάζεται και για τους δυο το ίδιο. Έ λα τώ ρα, σταμάτησε τη δια μάχη και πάρε το χέρι σου α π το σπαθί σου. Τρύπησέ τον με τους λόγους σου, όπω ς του αξίζει28. Θα σου πω τι πρόκειται να συμβεί. Θα έρθει η μέρα που τρεις φορές πιο πολύτιμ α δώρα α π αυτά που έχασες τώ ρα θα σου ακουμπήσουν μπρος στα πόδια, πληρω μή γ ι αυτή την προσβολή. Ν α συγκρατηθείς και να πειστείς σε μας». Σ αυτήν απάντησε ο γρήγορος στα πόδια Α χιλλέας: «Θ εά, όταν προστάζετε και οι δυο, π ρ έπ ει κανείς να υπακούει όσο θυμωμένος και να ναι. Γ ια τί έτσι είναι πολύ καλύτερα. Ό ποιος τους θεούς ακούει, τον συντρέχουν με τη σειρά τους κι αυτοί». Ε ίπ ε και με το δυνατό του χέρι κράτησε την ασημένια λαβή και μέσα στη θήκη έσπρω ξε το μακρύ του ξίφος, υπακούοντας την Αθηνά. Α υτή έφευγε γ ια τον Ό λυμπο, στο παλάτι του ασπιδοφόρου Δ ία, ν ανταμώ σει τους άλλους θεούς. 41
ΟΜΗΡΟΣ Πηλειδης δ έξαϋτις άταρτηροΐς έηέεσσιν Λτρεΐδην προσέειπε, καί ον πω λήγε χόλοιο οίνοβαρές, κυνός όμματ εχων, κραδίην δ έλάφοιο, 225 οντε ποτ ές πόλεμον άμα λαω θωρηχθήναι οντε λόχονδ ίε'ναι συν άριατήεσσιν Αχαιών τετληκας Ονμω' τό δε τοι κήρ εϊδεται είναι. ή πολύ λωίον έστι κατά στρατόν εύρύν Αχαιών δώρ άποαιρεΐσοαι ος τις σεθεν άντίον εΐπη 230 δημοβόρος βασιλεύς, έπεί οντιδανοΐσιν άνάσσειςή γάρ αν, Ατρε'ιδη, νυν νστατα λωβήσαιο. άλλ εκ τοι ερε'ω καί επί μέγαν όρκον όμονμαν ναι μά τάδε σκήπτρον, τό μέν ον ποτε ψνλλα καί όζονς φνσει, έπεί δή πρώτα τομήν έν όρεσσι λελοιπεν, 235 ούδ άναθηλήσεγ περί γάρ ρά έ χαλκός ελεψε φνλλά τε καί φλοιόν νυν αντέ μιν νίες Αχαιών έν παλάμης φορέονσι δικασπόλοι, οι τε θέμιστας πρός Δ ιός είρναταν ό δε' τοι μέγας εσσεται όρκος ή π ο τ Αχιλλήος ποθή ΐξεται νιας Αχαιών 240 σνμπαντας τότε δ ον τι δυνήσεαι άχννμενός περ χραισμεΐν, εντ άν πολλοί νφ Έκτορος άνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτω σι σν δ ενδοθι θυμόν άμνξεις χωόμένος ό τ άριστον Αχαιών ουδέ ν ετεισας. *Ως φάτο Πηλειδης, ποτί δέ σκήπτρον βάλε γαίη 245 χρνσείοις ήλοισι πεπαρμένον, εζετο δ αντός Ατρειδης δ έτέρωθεν έμήνιε τοΐσι δέ Νεστωρ ηδνεπής άνόρονσε, λιγυς Πνλίων άγορητής, τον καί από γλώσσης μελιτος γλνκίων ρέεν αϋδή τώ ό ήδη δυο μέν γενεαί μερόπων ανθρώπων 250 έφθίαθ ο ΐ οί πρόσθεν άμα τράφεν ήδ έγένοντο έν Πνλω ήγαθέη, μετά δέ τριτάτοισιν άνασσεν ο σφιν έν φρονέων άγορήσατο καί μετέειπεν 42
ΙΛΙΑΔΟΣ A Ο γιος του Πηλέα, ωστόσο, δεν είχε καταπνίξει τη μανία του, πλησίασε δε τον Α τρείδη και πάλι του μίλησε με φαρμακερά λόγια: «Μ έθυσε, που χεις μορφή σκύλου και καρδιά ελαφιού. Π οτέ σου δεν έχεις το θάρρος ν αρματωθείς και να πας στη μάχη με τους άντρες ή να παρευρεθείς μ άλλους αρχηγούς τω ν Α χαιώ ν σε καρτέρι γνω ρίζεις π ω ς θάνατός σου θα είναι. Π ροτιμάς να π α ραμένεις στο στρατόπεδο κλέβοντας τα δώρα όποιου τολμήσει να σου αντιμιλήσει, καλοπερνώντας σε βάρος του λαού σου, επειδή είσαι βασιλιάς σε τιπ ο τένιο υς- διαφορετικά, γιε του Α τρέα, αυτή η προσβολή θα ταν και η τελευταία σου. Σημείω σε τα λόγια μου, για τί θα πάρω τρανό όρκο. Ν αι, μα το σκήπτρο μου29, που κάποτε το κοψαν στις πλαγιές ενός βουνού α π τον κορμό του και δεν θα ξαναπετάξει φύλλα ή κλαριά, αφού πελέκι χάλκινο του χει θερίσει φύλλα και φλούδα. Κ ι όμως οι γιοι των Α χαιώ ν, που προστατεύουν τους νόμους μας σ τ όνομα του Δία, οι δικαστές, το κρατούν στα χέρια τους. Σ αυτό ορκίζομαι, και αυτός ο όρκος θα ναι μεγάλος σε σένα, πω ς θα ρθει η μέρα που όλοι οι γιοι των Α χαιώ ν, θα με νοσταλγήσουν, και συ απογοητευμένος θα σταθείς αδύναμος να τους βοηθήσεις, καθώ ς θα πέφτουν νεκροί α π τον αντροφονιά τον Έ κτορα. Και η καρδιά σου θα κλαίει από καημό που θα χεις καταραστεί το γενναιότερο άντρα της εκστρατείας». Έ τ σ ι είπε ο γιος του Π ηλέα, κάρφωσε δε κάτω το ραβδί με τα χρυσά καρφιά και κάθισε- εκείνος δε έμενε οργισμένος. Ανάμεσα σ αυτούς ανασηκώθηκε ο Ν έστορας30, ο κομψός ομιλητής τω ν Π υλίω ν, που η ομιλία έτρεχε α π το στόμα του πιο γλυκιά από το μέλι. Ε ίχε δει στη ζωή του δυο γενιές να περνούν, να μεγαλώνουν και να πεθαίνουν στη θαυμάσια Πύλο31 και τώ ρα διαφέντευε την τρίτη. Α υτός, σκεπτόμενος το καλό, πήρε το λόγο και είπε σ 43
ΟΜΗΡΟΣ ώ πήποί ή μέγα πένθος Άχαιΐδα γαΐαν ΐκάνει ή κεν γηθησαι, Πρίαμος Πριάμοιό τε παΐδες 255 άλλοι τε Τρώες μέγα κεν κεχαροίατο θνμω, εί σφώιν τάδε πάντα πνθοίατο μαρναμένοιίν, οΐ περί μέν βονλήν Δαναών, περί δ έστέ μάχεσθαι. άλλα πίθεσθ άμφω δέ νεωτέρω έστόν έμεΐο' ήδη γάρ ποτ εγώ καί άρείοσιν ήέ περ νμΐν 260 άνδράσιν ώ μίλησα, καί ον ποτέ μ οΐ γ άθέριζον. ον γάρ πω τοίονς ϊδον άνέρας ονδέ ίδωμαι, οίον ΙΊειρίθοόν τε Δρναντά τε, ποιμένα λαών, Καινέα τ Έξάδιόν τε καί άντίθεον Πολύφημον Θησέα τ Α Ιγεΐδην, έπιείκελον άθανάτοισιν 265 κάρτιστοί δη κείνοι έπιχθονίων τράφεν άνδρών κάρτιστοι μέν έσαν καί καρτίστοις έμάχοντο φηρσίν όρεσκώοισι καί έκπάγλως άπόλεσσαν. καί μέν τοΐσιν εγώ μεθομίλεον εκ Π νλον έλθών τηλόθεν εξ άπίης γαίης- καλέσαντο γάρ αυτοί 270 καί μαχόμην κατ έ μ αυτόν εγώ ' κείνοισι δ αν ον τις τών οΐ ννν βροτοί είσιν έπιχθόνιοι μαχέοιτο καί μέν μεν βονλέων ξννιεν πείθοντό τε μύθω' άλλα πίθεσθε καί υμμες, έπεί πείθεσθαι άμεινον μήτε σν τ ονδ άγαθος περ έών άποαίρεο κονρην, 275 άλλ εα, ώς οΐ πρώτα δοσαν γέρας νίες Α χαιώ ν μήτε σν, Πηλεΐδη, εθελ έριζέμεναι βασιλήϊ άντιβίην, έπεί ου ποθ όμοίης έμμορε τιμής σκηπτούχος βασιλεύς, ώ τε Ζευς κϋδος έδωκεν. εί δέ συ καρτεράς έσσι θεά δέ σε γείνατο μήτηρ, 280 άλλ ο γε φέρτεράς έστιν έπεί πλεάνεσσιν άνάσσει. Άτρείδη, σύ δέ παϋε τεόν μένος αντάρ έγωγε λίσσομ Α χιλλήϊ μεθέμεν χόλον, δς μέγα πασιν έρκος Αχαιοϊσιν πέλεται πολέμοιο κακοϊο. 44
ΙΛΙΑΔΟΣ A αυτούς: «ΙΙο πο πόσο μεγάλο κακό χτυ π ά ει την αχαϊκή γη. Πόσο θα χαίρονταν ο Π ρίαμος και οι γιοι του! Τ ι χαρά θα ένιωθαν όλοι οι Τ ρώ ες, αν άκουγαν αυτό τον τσακωμό μεταξύ σας, εσείς που είστε ανώτεροι α π τους Δαναούς και στη σκέψη και στον πόλεμο. Α κούστε με για τί είστε και οι δυο νεότεροι μου. Σ το παρελθόν συναναστράφηκα σπουδαιότερους άντρες από σας και ποτέ δεν με αγνόησανγια τί ακόμα δεν συνάντησα ούτε θα συναντήσω32 τέτοιους άντρες, όπως ο Πειρίθοος, ο Δρύαντας, ο άρχοντας των λαών, ο Καινέας, ο Εξάδιος, ο ισόθεος Πολύφημος και ο γιος του Α ιγέα, ο όμοιος με τους θεούς Θησέας. Υπήρξαν οι ισχυρότεροι α π τους άντρες που μπόρεσε ποτέ αυτή η γη ν αναθρέψει, οι ισχυρότεροι άντρες ενάντια στους ισχυρότερους εχθρούς, που πάλεψαν με θηρία τω ν βουνών και με τρόπο λαμπρό τα κατέστρεψαν. Αφού ήρθα από την Πύλο, από μακρινό τόπο, τους συναναστράφηκα, επειδή αυτοί μου το ζήτησαν- και πολεμούσα ανεξάρτητος κοντά τους. Ή τα ν δε άντρες που κανείς θνητός πάνω στη γη δεν θα τους αντιμ ετώ πιζε μέχρι σήμερα στη μάχη. Π αρ όλα αυτά άκουγαν τι είχα να τους πω και ακολουθούσαν τη συμβουλή μου. Εσείς οι δυο πρέπει να πειστείτε, για τί το καλύτερο είναι η υπακοή. Κ αι συ ξέχνα, ακόμη κι αν μπορείς, μην του παίρνεις την κόρη, ο στρατός τού την έδωσε δώρο τιμητικό. Και συ, γιε του Π ηλέα, παράτα αυτή την έχθρα γ ια το βασιλιά- γ ια τ ί π οτέ δεν απολάμβανε της ίδιας τιμής ο βασιλιάς που φέρει σκήπτρο, στον οποίο ο Δ ίας έδωσε τη δόξα. Κι αν είσαι δυνατός εσύ33, σε γέννησε όμω ς θεά. Ο Α γαμέμνονας όμω ς είναι σπουδαιότερος, επειδή βασιλεύει σε περισσότερους ανθρώπους. Και συ, γιε του Α τρέα34, πάψε το θυμό σου- θα παρακαλέσω όμως τον Α χιλλέα, που είναι ο προμαχώ νας μας μέσα στης μάχης την αντάρα, ν αφήσει την οργή του». 45
ΟΜΗΡΟΣ Τον δ άπαμειβόμένος προσέφη κρείων Α γαμέμνω ν 285 ναι δή ταϋτά γε πάντα, γέρον, κατά μοίραν έειπες' άλλ οδ άνήρ έθέλει περί πάντων εμμεναι άλλων, πάντων μεν κρατέειν έθέλει, πάντεσσι δ άνάσσειν, πασι δέ σημαίνειν, ά τιν ον πείσεσθαι o tw εί δέ μιν αίχμητήν έθεσαν θεοί αίέν έοντες 290 τοννεκά οί προθέονσιν όνείδεα μνθήσασθαι; Τον δ άρ ΰποβλήδην ήμείβετο δϊος Αχιλλενς' ή γάρ κεν δειλός τε καί ουτιδανός καλεοΐμην, εί δή σοί παν έργον ύπείξομαι όττί κεν είπης άλλοισιν δή ταϋτ έπιτέλλεο, μη γάρ έμοιγε 295 σήμαιν ον γάρ έγω γ έτι σοί πείσεσθαι όΐω. άλλο δέ τοι έρέω, αν δ ένί φρεσί βάλλεο ofjar χερσί μέν ου τοι έγω γε μαχήσομαι εΐνεκα κονρης οντε σοί οντέ τω άλλω, έπ εί μ άφέλεσθέ γε δόντες των δ άλλων ά μ οι έστι Oofj παρά νηϊ μελαίνη 300 των ονκ αν τι φέροις άνελών άέκοντος έμεϊοεί δ άγε μην πείρησαι, ίνα γνώωσι καί οίδε' αΐψά τοι αίμα κελαινόν έρωήσει περί δονρί. "Ως τώ γ άντιβίοισι μαχεσσαμένω έπέεσσιν άνστήτην, λΰσαν δ άγορήν παρά νηνσίν Α χαιώ ν 305 Πηλείδης μέν έπί κλισίας καί νήας έΐσας ήϊε συν τε Μενοιτιάδη καί οίς έτάροισιν Ατρείδης δ άρα νήα θοήν άλα δέ προέρυσσεν, έν δ έρέτας έκρινεν έείκοσιν, ές ό εκατόμβην βήσε θεω, άνά δέ Χρνσηΐδα καλλιπάρηον 310 είσεν ά γω ν έν δ άρχός εβη πολνμητις Όδυσσενς. Ο ί μέν έπειτ άναβάντες έπέπλεον υγρά κέλενθα, λαούς δ Ατρείδης άπολνμαίνεσθαι άνω γεν οί δ άπελνμαίνοντο καί εις άλα λνματα βάλλον, έρδον δ Απόλλωνι τεληέσσας έκατόμβας 315 τανρων ήδ αιγών παρά θϊν άλός άτρυγέτοιο κνίση δ ονρανόν ίκεν έλισσομένη περί καπνώ. 46
ΙΛΙΑΑΟΣ A Σ αυτόν απαντώ ντας, είπε ο βασιλιάς Α γαμέμνονας: «Γέροντα, μίλησες πολύ σοφά. Α υτός ο άντρας, όμως, επιθυμεί να είναι ανώτερος και όλους να μας κυβερνά, να παρουσιάζεται βασιλιάς και να δίνει του καθένα μας διαταγές και, α π ό,τι ξέρω, κανείς δεν θα δεχτεί. Τ ι κι αν οι αθάνατοι θεοί τον έκαναν αντρειωμένο; Έ χ ε ι το δικαίω μα35 βρισιές να ξεστομίζει;» Ο θεϊκός Α χιλλέας αφού τον διέκοψε είπε: «Θ α μ έλεγαν τιποτένιο και άνανδρο, αν συμφωνούσα με σένα σε ό,τι πεις. Άλλους και όχι εμένα να π ρ οστά ζεις' νομίζω πω ς σε σένα πια δεν θα πεισ τώ. Κ αι κ ά τι άλλο να ξέρεις: δεν πρόκειται να έρθω στα χέρια μ α ζί σου ή με άλλον για χάρη αυτής της κόρης. Ενώ μου τη δώ σατε, τώ ρα μου την παίρνετε πίσω. Ό σα όμως έχω μέσα στα γοργά μαύρα μου πλοία δεν θα τα πάρεις. Έ λ α και δοκίμασε, ώ σ τε να δουν οι υπόλοιποι τι θα συμβεί. Το αίμα σου θα τρέξει σε λίγο μαύρο α π το δόρυ μου». Αφού οι δυο με λόγους εχθρικούς σηκώ θηκαν, διέλυσαν τη συνέλευση κοντά στον αχαϊκό στόλο. Ο γιος του Πηλέα μαζί με το γιο του Μ ενοίτιου και τους άντρες του έφυγαν στα καλοφτιαγμένα37 πλοία και στις σκηνές τους. Ο Α τρείδης, αφού τράβηξε στη θάλασσα ένα γρήγορο καράβι, διάλεξε είκοσι κω πηλάτες και φόρτωσε και τα ζώ α για τις θυσίες του θεού, οδηγώ ντας την δε έφερε μέσα τη Χρυσηίδα με τις όμορφες παρειές. Κ υβερνήτης ήταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Αφού λοιπόν ανέβηκαν στα πλοία, έπειτα αυτοί σάλπαραν για τους υγρούς δρόμους' ο Α γαμέμνονας δε διέταξε τους άντρες του να εξαγνιστούν. Ό τα ν ξεπλύθηκαν έριχναν τη βρομιά στ ακρογιάλι, προσφέροντας πλούσια θυσία από ταύρους και αίγες στον Α πόλλωνα, δίπλα στην ταραγμένη θάλασσα. Η κνίσα στριφογυρίζοντας γύρω από τον καπνό, έφτασε ψηλά στον ουρανό. 47
ΟΜΗΡΟΣ "Ως οί μέν τά πενοντο κατά στρατόν ονδ Αγαμέμνων λήγ έριδος την πρώτον έπηπείλησ Άχιλήί', άλλ ο γε Ταλθνβιόν τε καί Ευρνβάτην προσέειπε, 320 τώ οί εσαν κήρνκε καί ότρηρώ θεράποντε' έρχεσθον κλισίην Πηληίάδεω Αχιλήος' χειρός ελόντ άγέμεν Βρισηίδα καλλιπάρηον εί δέ κε μη δώησιν, έγώ δε κεν αντός έλωμαι έλθών σνν πλεόνεσσι τά οί καί ρίγιον εσται. 325 "Ως είπών προ'ιει, κρατερόν δ έπί μνθον έτελλε: τώ δ άεκοντε βάτην παρά θΐν άλός άτρυγέτοιο, Μυρμιδόνων δ έπ ί τε κλιαίας καί νήας ίκέσθην. τον δ εύρον παρά τε κλισίη καί νηι μελαίνη ήμενον ονδ άρα τώ γε ίδών γήθησεν Άχιλλευς. 330 τώ μέν ταρβήσαντε καί αίδομενω βασιλήα στήτην, ουδέ τ ί μιν προσεφώνεον ονδ έρέοντο' αντάρ ο εγνω ήσιν ένί φρεσί φώνησέν τε χαίρετε κήρυκες, Α ιός άγγελοι ήδέ καί άνδρών, άσσον ίτ ~ον τ ί μοι νμμες έπαίτιοι ά λλ Αγαμέμνων, 335 ό σφώ ϊ προΐει Βρισηΐδος είνεκα κονρης. ά λλ άγε, διογενές Πατράκλεες, έξαγε κονρην καί σφωίν δός ά γειν τώ ό αν τώ μάρτνροι εστων πρός τε θεών μακάρων πρός τε θνητών άνθρώπων καί πρός τον βασιλήος άπηνεος ε ί ποτε δ αντε 340 χρειώ έμεΐο γένηται άεικέα λοιγόν άμϋναι τοΐς άλλοις ή γάρ ο γ όλοιήσι φρεσί θνει, ούδε τι οίδε νοήσαι άμα πρόσσω καί όπίσσω, οππως οί παρά νηνσί σόοι μαχέοιντο Αχαιοί. "Ως φάτο, Πάτροκλος δέ φίλω έπεπείθεθ έταίρω, 345 έκ δ άγαγε κλισίης Βρισηίδα καλλιπάρηον, δώκε δ ά γειν τώ δ αντις ϊ,την παρά νήας Α χαιώ ν 48