κοσμο... γωνίες Εκπαιδευτήρια Διονύσιος Σολωμός
κοσμο... γωνίες Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ Τάξης 2007-2008 Επιμέλεια κειμένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2008 Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
ΝΤΙΚΙ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ Ορφέας Δράκος, Άγγελος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Σιγάλας, Δημήτρης Τσίκλης, Νάσος Χριστοδούλου Ηταν κάποτε ένα ποντίκι που το έλεγαν Ντίκι. Ζούσε σ ένα αεροδρόμιο που λεγόταν Ελ. Βενιζέλος. Συγκεκριμένα στην αίθουσα χαμένων αποσκευών. Κάθε πρωί που ξυπνούσε έβλεπε από ένα φινιστρίνι τα αεροπλάνα που πετούσαν και θυμόταν το όνειρό του. Να πετάξει. Ο πατέρας του Ντίκι, ο Λάρυ, ήταν ο αρχηγός της αποικίας τους. Ντίκιιι! Φώναξε μια μέρα ο πατέρας του ο Λάρυ. Τι θες πατέρα; Θα ήθελα να σου πω πως έχεις μεγαλώσει πια και σιγά σιγά θα πρέπει να γίνεις εσύ ο αρχηγός της αποικίας μας. Ο Ντίκι δεν είχε συμφιλιωθεί ποτέ μ αυτή την ιδέα, γιατί ήθελε πρώτα να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Δεν ήταν άλλο απ το να πετάξει και καταλάβαινε πως αν γινόταν τώρα αρχηγός, θα έμενε εκεί για πάντα. Ετσι μια σκοτεινή νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πρώτα πέρασε από το εστιατόριο και κατάφερε να βρει ένα κομμάτι τυρί από τα χθεσινά αποφάγια. Το χωσε γρήγορα γρήγορα στην τσέπη του, γύρισε για να μαζέψει τα μπογαλάκια του και πήδηξε βιαστικά από το φινιστρίνι. Εκείνη την ώρα έβγαινε το φεγγάρι και έκανε τις σκιές των αεροπλάνων πάνω στην πίστα να μοιάζουν σαν τεράστιοι αετοί έτοιμοι να τον κατασπαράξουν. Μα τελικά κατάφερε να βγει από το αεροδρόμιο χωρίς να τον λιώσουν τα αεροπλάνα που κινούνταν πάνω στην πίστα. Στάθηκε στην πόρτα μην ξέροντας προς τα πού να πάει, ήξερε όμως πολύ καλά πως ήταν έτοιμος ν αλλάξει τη ζωή του. Ο φόβος άρχισε να τον κυριεύει. Ξαφνικά άκούστηκε ένας θόρυβος πίσω από τους κάδους απορριμμάτων που βρίσκονταν στο πλάι του. 7
Η περιέργεια του τον έκανε να πλησιάσει για να δει τι συμβαίνει. Τι κάνεις εδώ, άθλιο ποντίκι; Τι είσαι εσύ; Μια πεινασμένη γάτα που βρήκε τι θα φάει, είπε κι άρχισε το κυνηγητό. Υστερα από μια καταδίωξη που του φάνηκε σαν αιώνας, κατάφερε να χωθεί σε μια ρωγμή ενός παλιού εργοστασίου παραγωγής τυριών. Η γάτα δεν κατάφερε να τον ακολουθήσει και έτσι ο Ντίκι, αφου περίμενε για λίγο να ξαναγυρίσει η καρδιά του στη θέση της, χώθηκε σε μια κούτα για να μπορέσει να κοιμηθεί. Η χαρά του ήταν μεγάλη, όταν είδε πως η κούτα ήταν γεμάτη με λαχταριστά κεφάλια τυριών. Όμως η κούραση του ήταν τόση που αποκοιμήθηκε αμέσως. Μόλις τον είχε πάρει ο ύπνος έφτασε ένα μεγάλο φορτηγό με σκοπό να φορτώσει το εμπόρευμα, αφού την επόμενη μέρα θα γινόταν κατεδάφιση. Φορτώθηκαν οι κούτες με το εμπόρευμα στο φορτηγό κι ο Ντίκι συνέχιζε να κοιμάται του καλού καιρού. Όταν χόρτασε ύπνο κι άνοιξε τα μάτια του, διαπίστωσε ότι όλα έτρεμαν. Τρομαγμένος προσπάθησε να βγει αλλά η κούτα ήταν κλεισμένη. Μετά από λίγο, ο θόρυβος και η τρεμούλα σταμάτησαν. Ακουσε μια πόρτα ν ανοίγει. Ένιωσε να τον σηκώνουν στον αέρα μέχρι που ένα δυνατό τράνταγμα τον προσγείωσε. Κάποιος άνοιξε την κούτα κι ο Ντίκι χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι, πετάχτηκε έξω. Δίχως να χάσει χρόνο έτρεξε και κρύφτηκε σ ένα δωμάτιο που για καλή του τύχη ήταν η αποθήκη τροφίμων του εστιατορίου που βρισκόταν στο κτήριο. Χώθηκε στις τρύπες ενός κομματιού έμενταλ, αλλά η χαρά του δεν κράτησε για πολύ, αφού ένιωσε πάλι να αιωρείται και να πέφτει μέσα σ ένα πιάτο. Μετά από μια μικρή διαδρομή βρέθηκε σ ένα από τα τραπέζια του εστιατορίου. Πετάχτηκε με φόρα και μια κυρία άρχισε να τσιρίζει, έγινε χαμός κι ο Ντίκι πήδηξε για άλλη μια φορά έξω από το παράθυρο. Όπως έτρεχε πανικόβλητος έπεσε πάνω σε ένα δεύτερο γάτο. Γιατί τρέχεις σαν τρελός; Συγγνώμη, τραύλισε. Ελπίζω να μη θέλεις κι εσύ να με φας. Όχι, βέβαια, και για να σου πω την αλήθεια τρώω μόνο κονσέρβες. Ουφ! Έκανε με ανακούφιση. Αλήθεια, πώς είναι το όνομά σου; Μπιριμπίλος, αν και ντρέπομαι που το λέω. Το δικό σου; Ντίκι με λένε, απάντησε και του πε όλη την ιστορία του ακόμα και πως η μητέρα του ήταν εδώ και καιρό χαμένη. Με συγκίνησες, ποντίκι, και νομίζω πως ξέρω πώς θα πραγματοποιήσεις τα ονειρο σου. Προχώρα! Ενώ περπατούσαν και ο Ντίκι έτρεχε μπροστά άκουσε τον
10
Μπιριμπίλο να φωνάζει. Ο Ντίκι γύρισε και είδε το μοναδικό του φίλο κάτω απ τις ρόδες ενός αυτοκινήτου, νεκρό. Λίγες μέρες ύστερα από το χαμό του Μπιριμπίλου ο Ντίκι συνέχιζε να κλαίει απαρηγόρητος. Όμως μια άγνωστη αλλά και ταυτόχρονα γνωστή ποντικίνα δεν είχε σταματήσει να τον παρακολουθεί απ την ημέρα που είχε συναντήσει τον φίλο του. Το επόμενο πρωί η ποντικίνα επιτέλους τον πλησίασε. Ντίκι; Ε, Ντίκι; Ελα λίγο κοντά μου. Ο Ντίκι έφυγε τρομαγμένος. Την άλλη μέρα ο Ντίκι ανακάλυψε στην κρυψώνα του ένα σημείωμα. Το άνοιξε και......θέλω να μάθεις όλη την αλήθεια για μένα. Σε παρακολουθώ τόσες μέρες κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να σε πλησιάσω για να σου πω πως εγώ είμαι η μητέρα σου που έχεις χάσει. Έφυγα γιατί δεν μπορούσα άλλο ν αντέξω τους καυγάδες με τον πατέρα σου. Όμως να ξέρεις πως εσένα, πάντα σε σκεφτόμουν και πάντα μου έλειπες και γι αυτό ποτέ δεν έπαψα να σε ακολουθώ. Αν θέλεις, θα σε περιμένω στην είσοδο του μεγάλου ουρανοξύστη. Υ.Γ. Σ αγαπώ πολύ. Η μητέρα σου Αφού διάβασε το γράμμα, άρχισε να τρέχει και σταμάτησε μόνο όταν βρέθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του. Μαμά, επιτέλους! Ντίκι, αγάπη μου, γιατί τριγυρνάς μόνος σου; Ο πατέρας σου πού είναι; Γιατί δεν είναι μαζί σου; Της τα εξήγησε όλα, χαρούμενος τώρα πια που είχε βρει, χωρίς να το περιμένει, αυτό που πάντα έψαχνε. Όμως ο Ντίκι δεν ξεχνούσε και τα όνειρα του. Μετα από λίγο καιρό ευτυχίας τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να εμφανίζονται. Γρήγορα ξέσπασε η καταιγίδα και μια μέρα, σ ένα δυνατό καυγά, η μητέρα του φώναξε έξαλλη: Με έπρηξες. Κάτι ήξερα εγώ κι έφυγα και σας παράτησα. Είσαι ίδιος ο πατέρας σου. Να πας από κει πού ρθες. Ο Ντίκι με σκυφτό το κεφάλι απομακρύνθηκε. Μια δυνατή καταιγίδα ξέσπασε και το μόνο μέρος που βρήκε να κρυφτεί ήταν στην τσάντα μιας κυρίας που μαζί με ένα μικρό παιδί χάζευαν τις βιτρίνες. Χωρίς να το περιμένει βρέθηκε φυλακισμένος όταν ξαφνικά το φερμουάρ έκλεισε. Μετά από ώρες και αφού η βροχή είχε πια σταματήσει, το φερμουάρ ξανάνοιξε. Έσκυψε έξω και είδε ότι βρισκόταν πάνω στην κορυφή μιας μεγάλης ρόδας λούνα-παρκ. Ήταν η ευκαιρία του! Επιτέλους θα πετούσε! Έδωσε ένα μεγάλο σάλτο και βρέθηκε στον αέρα. Για καλή του τύχη, όμως, προσγειώθηκε στην καρότσα ενός φορτηγού που μετέφερε εμπορεύματα στο αεροδρόμιο. Χωρίς να το καταλάβει καλά καλά βρέθηκε να ταξιδεύει στο Μπουένος Άιρες. Το όνειρο του είχε γίνει πραγματικότητα... 13
Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Αθήνα 2008