ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΛΕΝΙΑ τις σωστές αποφάσεις τις παίρνουν οι άνθρωποι που ξέρουν το παρελθόν τους. Το παρόν θα είναι κι αυτό αύριο παρελθόν και το μέλλον παραμένει μια σκοτεινή τρύπα που κανείς μας δεν ξέρει τι κρύβει μέσα της.
Κεφάλαιο 1 Η ΛΈΝΙΑ Ή ΛΈΝΙΚΑ, όπως την έλεγε ο πατέρας της άνοιξε απότομα τα μάτια της και κοίταξε έντρομη το ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Την είχε πάρει ο ύπνος, με μάτια ακόμα υγρά και το κεφάλι γεμάτο σκέψεις. Δεν περίμενε ότι θα κοιμόταν, όμως στο τέλος η κούραση νίκησε την αντοχή. Σηκώθηκε απότομα και είδε ότι έπρεπε ν αλλάξει. Το πουκάμισό της κρεμόταν σαν κουρέλι έξω από το λινό της παντελόνι. Η εικόνα του εαυτού της μέσα στον μεγάλο τετράγωνο καθρέφτη ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της ήταν τραγική. Μάτια πρησμένα, κατακόκκινα από το κλάμα και το ξενύχτι, μαλλιά μπλεγμένα σαν κουβάρι και τσαλακωμένα ρούχα που κρέμονταν πάνω στο αδύνατο σώμα της. Θύμιζε καρικατούρα του παλιού της εαυτού. Πού ήταν το γέλιο και η εύθυμη διάθεσή της να αντιμετωπίσει μία ακόμα μέρα; Το αίσθημα της αυτολύπησης όμως δεν αρκούσε για να την κάνει να μην πλησιάσει πιο κοντά στον καθρέφτη. Σχεδόν κόλλησε τη μύτη της πάνω του. Έβαλε το χέρι στις σακούλες κάτω από τα μάτια της και σήκωσε ψηλά μια μαύρη τούφα που έπεφτε στο μέτωπό της. Χαμογέλασε πικρά όταν είδε να ξεπετάγονται αρκετές άσπρες τρίχες και να ξεχωρίζουν έντονα μέσα από τα κορακάτα μαλλιά της. «Καλά, μην κάνεις έτσι, δεν σε πήραν δα και τα χρόνια!» είπε γυρνώντας επιτέλους την πλάτη της στον καθρέφτη και πέταξε
10 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ με μανία πάνω στο κρεβάτι, σαν κουβάρι, τα τσαλακωμένα ρούχα που φορούσε. Ολόγυμνη και ξυπόλυτη έτρεξε και χώθηκε κάτω από την ντουζιέρα. Το παγωμένο νερό τη συνέφερε κάπως. Έπρεπε να σουλουπωθεί, πριν πάει στο νοσοκομείο. Έπρεπε να κρύψει όλα τα ίχνη μίας ακόμα άγριας νύχτας που την είχε αφήσει και πάλι άυπνη, χωρίς να καταφέρει ν απαντήσει σε κανένα της ερώτημα. Είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της. Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν σχεδόν εφτά όταν η Λένια έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Έσβησε το φως κι έκλεισε βιαστικά πίσω της την πόρτα. Στις εφτάμισι ακριβώς ήταν στο νοσοκομείο. Μπήκε στο γραφείο της κι έβαλε την ιατρική της ρόμπα. Ξεκινούσε άλλη μια κουραστική μέρα, μ ένα μόνο μικρό διάλειμμα το μεσημέρι, ίσα για να τσιμπήσει κάτι στο μπαρ και μετά συνέχεια δουλειά μέχρι τις εφτάμισι το απόγευμα. Η Λένια ήταν βοηθός ενός από τους πλέον γνωστούς και φημισμένους γιατρούς με μεγάλη πελατεία, πολλά ραντεβού και πολλά, πάρα πολλά, συνέδρια. Όπου και όποτε χρειαζόταν, τον αναπλήρωνε επάξια, αυτό όμως δεν της επέτρεπε να έχει κανένα ωράριο. Ανά πάσα στιγμή, έπρεπε να είναι παρούσα για το καθετί που παρουσιαζόταν. Μοιραζόταν τις βάρδιες με άλλους δυο γιατρούς, μάλιστα ο ένας τους ερχόταν πάντα νωρίς το απόγευμα, ο διευθυντής της όμως είχε απαιτήσει να είναι μαζί του και στην απογευματινή επίσκεψη. Κι όλα αυτά αν πήγαιναν ομαλά τα πράγματα. Αν προέκυπτε οποιοδήποτε πρόβλημα, η ώρα που η Λένια θα ήταν ελεύθερη να φύγει ήταν άγνωστη. Όμως αυτά για την ίδια αποτελούσαν πλέον μια καθημερινή ρουτίνα, μια συνηθισμένη μέρα. Κάθισε στο γραφείο της και κοίταξε το πρόγραμμά της. Όλα φαίνονταν ήρεμα προς το παρόν. Μακάρι, Θεέ μου, να είναι μια ήσυχη μέρα, είπε μέσα της.
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 11 Η πόρτα της χτύπησε διακριτικά. Τα χέρια της Λένιας άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα αμέσως μόλις είδε τον Φίλιππο να μπαίνει μέσα με το δίσκο και τον καφέ της. Της έγνεψε αδιόρατα, αποφεύγοντας να την κοιτάξει, άφησε τον καφέ της προσεκτικά πάνω στο σουπλά κι έφυγε το ίδιο ήρεμα όπως μπήκε. Η Λένια αναστέναξε κι ύστερα έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της. Έτριψε το πρόσωπό της, πήρε μια βαθιά ανάσα και χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στον καφέ σηκώθηκε και βγήκε έξω. Κανέναν καφέ δεν ήθελε, τίποτα δεν θα μπορούσε να κατέβει από το στόμα της. Ένας κόμπος έφραζε το λαιμό της και, μόνο με τη σκέψη ότι μπορούσε να φάει ή να πιει κάτι, της ερχόταν εμετός. «Σας ζήτησαν στο δωμάτιο 313», της είπε η προϊσταμένη του ορόφου μόλις την είδε να πλησιάζει το γκισέ. «Εκεί πάω, ειδοποίησε το γιατρό ότι ήρθα», της απάντησε η Λένια καθώς άρχισε να περπατά αργά στον στενό, γυαλισμένο διάδρομο. Ο Φίλιππος ήπιε μια γουλιά από το τσάι του, που του φάνηκε σαν κατρουλιό. Με το στομάχι άνω-κάτω και με το στόμα σαν παντόφλα, ό,τι και να έπινε το ίδιο θα του φαινόταν. Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε οχτώ. Είχε πάνω από είκοσι ώρες άυπνος και η δουλειά μόλις είχε ξεκινήσει. Δύο άτομα δεν αρκούσαν σ ένα κυλικείο που εξυπηρετούσε τόσο κόσμο. Η Αρετή κρατούσε το ταμείο κι έπαιρνε τις παραγγελίες κι αυτός έκανε όλα τα υπόλοιπα. Κουραστική δουλειά, για ελάχιστα χρήματα. Τα πόδια του ήταν γεμάτα φουσκάλες, όμως μέσα του δόξαζε τον Θεό που έστω κι έτσι μπορούσε να λέει ότι δεν είναι άνεργος. Το τηλέφωνο δεν έλεγε να σταματήσει. Μόλις είχε ξεκινήσει η μέρα κι όλοι κάτι ήθελαν. Τρία μπρίκια έβραζαν, δυο
12 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ τοστιέρες έψηναν και τα έτοιμα σνακ, μπουγάτσες και τυρόπιτες έμπαιναν βιαστικά στις χαρτοσακούλες. Η Αρετή χτύπαγε στη μηχανή και σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι, το ίδιο από τις εφτά το πρωί. Του Φίλιππου του έδινε στα νεύρα, όμως δεν της είπε τίποτα. Ήταν ικανή, μόνο από πείσμα, να του σπάσει τα νεύρα τραγουδώντας το όλη μέρα. Έτσι ήταν η Αρετή, ένα ατίθασο κορίτσι γεμάτο με την ενέργεια των δεκαοχτώ του χρόνων, που η περιστασιακή δουλειά που έκανε εκεί την άφηνε τελείως αδιάφορη. Ορκιζόταν ότι η επόμενη χρονιά δεν θα την έβρισκε στο κυλικείο. Μάζευε λεφτά, ισχυριζόταν ότι δεν ξόδευε ούτε μία περιττή δεκάρα, με έναν και μοναδικό στόχο: να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της ζωής της, να πάει να σπουδάσει σχέδιο στην Ιταλία. Πόσες φορές δεν την άκουγε να του λέει με κομπασμό και σιγουριά ότι μια μέρα θα γινόταν μια περιζήτητη σχεδιάστρια κι ότι όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος θα ζητούσε τα «φώτα» της. «Μακάρι», της ευχόταν ο Φίλιππος και το εννοούσε. Πίστευε απόλυτα πως σίγουρα θα πετύχαινε τους στόχους της. Ήταν τόσο πεισματάρα, όσο καμιά άλλη κοπέλα απ όσες είχε γνωρίσει. Ήταν και η μόνη που της είχε μιλήσει για τη «σχέση» του με τη γιατρίνα, όπως την έλεγε η Αρετή. «Ποια σχέση, μωρέ;» της έλεγε στην αρχή αυτός. «Βλέπεις εσύ καμιά σχέση;» «Εμ πώς; Δεν βλέπω, στραβή είμαι; Βρε, άκου με που σου λέω, είναι άγρια τσιμπημένη μαζί σου. Καλά, χαζό είσαι και δεν το βλέπεις;» Όχι, δεν το έβλεπε, τουλάχιστον στην αρχή, γιατί νόμιζε ότι ήταν ένα περιστασιακό φλερτ χωρίς καμία προοπτική και δίχως κανένα μέλλον. Χαζογελούσε κάθε φορά που δεχόταν κομπλιμάν για τον «σπουδαίο» καφέ, όπως του έλεγε, που της ετοίμαζε, μετά του είπε για τα χέρια του με τα κομψά δάχτυλα, που περισσότερο
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 13 ταίριαζαν σε καλλιτέχνη, κι αργότερα, όταν σοβάρεψε λίγο το πράγμα, σε κάθε της κουβέντα, σε κάθε θετικό της σχόλιο έπιανε τον εαυτό του να γίνεται κόκκινος σαν το παντζάρι. Ήταν κυριολεκτικά χώμα εκείνη τη μέρα. Πολλά χρόνια πριν, μια τέτοια μέρα, ξύπνησε το πρωί μέσα στα χάδια και τα φιλιά της μάνας και του πατέρα του και το μεσημέρι μια αυστηρή γυναίκα του ανακοίνωσε ότι δυστυχώς είχε γίνει κάποιο τροχαίο κι ότι και οι δυο του γονείς πέθαναν ακαριαία «Έμειναν στον τόπο!» του είπε. Πόσων χρονών ήταν τότε; Δώδεκα με το ζόρι. Ούτε ένας μήνας δεν είχε περάσει από τη μέρα των γενεθλίων του, από τα πιο όμορφα και τα πιο χαρούμενα γενέθλια της ζωής του. Μόλις που είχαν πάει στο καινούριο τους σπίτι. Ο πατέρας του έλαμπε από χαρά και η μάνα του ήταν η ίδια η προσωποποίηση της άνοιξης με το ριγέ πορτοκαλί της φόρεμα. Κι ύστερα ακολούθησε τη γιαγιά, μετά τη θεία, κάποια μακρινά ξαδέρφια, κάποιους άλλους θείους, κάποιους γνωστούς που είχαν ανάγκη τα λεφτά της Πρόνοιας και κυλούσαν τα χρόνια, κι ο Φίλιππος μεγάλωνε ουσιαστικά μόνος, με την ανάμνηση εκείνης της τελευταίας ευτυχισμένης μέρας, εκείνου του πρωινού τους γονείς του να φεύγουν από το σπίτι μέσα στα γέλια και στα πειράγματα, με το αμάξι «τρίτο χέρι, αλλά κρατιέται», όπως έλεγε χαριτολογώντας ο πατέρας του. Θυμόταν και τις ανθισμένες τριανταφυλλιές στον κήπο και τον ίδιο, με τη σχολική τσάντα στον ώμο, να τρέχει χαρούμενος να βρει την παλιοπαρέα, που τον περίμενε στη γωνία. Πέρασαν τα χρόνια, μια έτσι μια αλλιώς, πήγε φαντάρος, γύρισε Σπίτι δεν υπήρχε πια, μα δεν τον ένοιαζε αυτό. Αυτό ήταν το λιγότερο. Όλο και κάπου βολευόταν. Προσπαθούσε να μάθει να χαμογελά. Τα κατάφερε, έμαθε. Όχι μόνο να χαμογελά, αλλά και ν ανέχεται τους ανθρώπους, γιατί τα πρώτα χρόνια ένιωθε να μισεί όλο τον κόσμο. Προσαρμόστηκε σιγά-σιγά, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Άλλωστε η ζωή βάζει τις απαιτήσεις
14 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ της κι εμείς την ακολουθούμε. Αυτό έκανε κι ο Φίλιππος Όμως εκείνη την ημερομηνία, εκείνη τη μέρα, την κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Συνήθιζε να πίνει ξεκινούσε από το προηγούμενο βράδυ, έπινε μέχρι λιποθυμίας κι ύστερα σωριαζόταν δυο μέρες ξερός. Φρόντιζε πάντα, σ όποια δουλειά κι αν βρισκόταν, να έχει ήδη πάρει άδεια από πριν. Το πρωί εκείνης της μέρας, μεθυσμένος ακόμα και με το μυαλό θολό από το πιοτό και τη στενοχώρια της άγρυπνης νύχτας, μόλις είδε τη συμπόνια ζωγραφισμένη στα μάτια της γιατρίνας, μόλις είδε να του απλώνει τα χέρια και να του ανοίγει την αγκαλιά της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Την έσφιξε με πάθος ανάμεσα στα χέρια του και βούτηξε χωρίς μνήμη σε μια θάλασσα όπου μέχρι τότε δεν ήξερε να κολυμπά. Ανταποκρίθηκε αμέσως το κορμί της, εκείνος νόμιζε πως θα τον έσπρωχνε, πως θα τον έκανε πέρα, πως θα τον έβριζε, θα τον τίποτα όμως απ αυτά δεν έγινε. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο τον αγκάλιασε και τον φίλησε κι αυτή με περίσσιο πάθος και με μια ένταση που του έφερε ένα κύμα από δάκρυα. Αργότερα, πολύ αργότερα, της είπε τι σήμαινε γι αυτόν εκείνη η μέρα Τότε που μέσα στην αγκαλιά της ξέχασε τα πάντα. Ούτε τ όνομά του δεν μπορούσε να θυμηθεί. Είχε μια γλύκα αυτό το πρώτο τους φιλί, γιατί, στην ουσία, ήταν το πρώτο του πραγματικό φιλί. Μέχρι τότε λειτουργούσε μόνο με το ένστικτο, μ όλες τις γυναίκες που είχε πάει όλα γίνονταν τελείως μηχανικά. Τώρα όμως εκτός από τον έρωτα, που του κυρίευε σώμα και μυαλό, ένιωθε και κάτι άλλο, πολύ έντονο και διαφορετικό, κάτι που στην αρχή δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. Μέχρι τότε δεν το είχε συναντήσει ποτέ, ούτε το γνώριζε. Δεν ήξερε πως η αγάπη που νιώθουμε για κάποιον άλλο χρειάζεται μόνο μια στιγμή για να κυριαρχήσει στο μυαλό και στη σκέψη μας. Δεν ήξερε πως είχε αγαπήσει τη Λένια, ότι την αγάπησε από
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 15 την πρώτη φορά που είδε μέσα στα πράσινα μάτια της εκείνο το φως. Τι όμορφο φως ήταν αυτό, που εξαφάνισε μεμιάς το σκοτάδι της καρδιάς του; «Κι εγώ σ αγάπησα αμέσως, από την πρώτη στιγμή που σε είδα», του είπε κι αυτή αργότερα. Δεν ήθελε να τη σκέφτεται, δεν ήθελε να πληγώνεται άλλο, τον αγαπούσε, ο Φίλιππος το ήξερε, ίσως από πάντα να τον αγαπούσε, κι όμως τον έβγαλε απότομα από τη ζωή της, από την καλοκουρδισμένη ζωή της. Ντρεπόταν γι αυτόν; Όχι, του είπε. Τότε γιατί; Γιατί; Τη ρωτούσε συνεχώς, όμως οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν άνευ ουσίας. Απλά δικαιολογίες. «Δεν θέλω δεσμεύσεις, δεν θέλω τίποτα σταθερό. Είμαι πετούμενο πουλί, σκέφτομαι να πάω στην Αμερική Σκέφτομαι την καριέρα μου» Σκέφτεσαι το μικρόκοσμό σου, έλεγε μέσα του, και τι θα πουν πίσω από την πλάτη σου. «Η βοηθός του καθηγητή με το παιδί του κυλικείου!» «Σκέφτομαι και τη διαφορά ηλικίας». Αυτό κι αν ήταν κουταμάρα, δεν υπήρχε καμία διαφορά. «Δεν είμαι το παιδί του κυλικείου, έκλεισα ήδη τα τριάντα δύο, πράγμα που από μόνο του σημαίνει ότι δεν είμαι καθόλου παιδί... Όμως πραγματικά δεν ξέρεις πόσα χρόνια πάνε από τότε που μεγάλωσα! Πολύ πριν την ώρα μου!» Αλλά αυτά τα έλεγε όταν ήταν μόνος του και ποτέ δεν της είχε πει λεπτομερώς για τα χρόνια που γύριζε από το ένα σπίτι στο άλλο ή για τους περίεργους και άγνωστους μέχρι τότε συγγενείς που τον πέταγαν έξω όταν βαριούνταν ν ασχολούνται μαζί του «για μερικές πενταροδεκάρες», όπως έλεγαν, που τους έδινε η Πρόνοια. «Πόσων χρονών είσαι, Λένια, και μιλάς για διαφορά ηλικίας; Τριάντα τρία!» Φυσικά και δεν είχε καμία σχέση η διαφορά του ενός χρόνου, φυσικά και δεν ήταν αυτός ο λόγος.
16 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ «Σκέφτεσαι ότι για όλους τους φίλους σου θα είμαι πάντα το παιδί του κυλικείου κι εσύ αυτό δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Αυτό είναι, ε;» της είχε πει κι έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Αλλά ούτως ή άλλως η Λένια δεν επρόκειτο να του απαντήσει «Φίλιππε, όλοι οι καφέδες χύθηκαν!» άκουσε μέσα στην αντάρα του μυαλού του τη φωνή της Αρετής. «Το μυαλό στα σύννεφα και τα πόδια στη γη». Έτσι έλεγε η γιαγιά του. «Θα φτιάξω άλλους. Για πες, ο βαρύς γλυκός ένας ή δύο;» Δύσκολη μέρα, καιρός μουντός, συννεφιασμένος ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από μαύρα σύννεφα εδώ και κάμποσες μέρες. Υποτίθεται πως ήταν άνοιξη, αρχές Απρίλη, έτσι τουλάχιστον έλεγε το ημερολόγιο, μα οι βροχές και το κρύο δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο Φίλιππος έστησε το καβαλέτο μπροστά στο παράθυρο κι έκλεισε όλα τα φώτα του σπιτιού. Καιρός ήταν να πάρει το γκρίζο χρώμα και να κάνει τις πινελιές του πάνω στον μενεξεδί ουρανό του πίνακά του. Ό,τι έπρεπε ήταν σήμερα η μέρα για τη συγκεκριμένη απόχρωση που ήθελε. Ζωγράφιζε όλη νύχτα Μια θάλασσα ζωγράφιζε δίπλα σ έναν μεγάλο κήπο. Τώρα που την εξέταζε στο φως της μέρας του φάνηκε ψυχρή, χωρίς κίνηση. Στάθηκε αναποφάσιστος κι ύστερα τράβηξε απότομα μια πινελιά πάνω στην επιφάνειά της και με το χέρι του άπλωσε το χρώμα. Κύματα σκούρα κι αφρισμένα εμφανίστηκαν ξαφνικά. Σαν να απέκτησε ξαφνικά ζωή το καναβάτσο! Έκανε το ίδιο σ όλη την επιφάνεια του καμβά κι ύστερα με το λεπτό πινέλο ζωγράφισε δυο λευκά πουλιά να πετούν μέσα σ έναν συννεφιασμένο ουρανό πάνω από μια βαριά, σκούρα θάλασσα. Το γκρι χρώμα ταίριαζε πολύ καλύτερα,
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 17 αφού, έτσι ανταριασμένη όπως ήταν, έμοιαζε πολύ με τη δική του καρδιά. Ένας καταγάλανος ουρανός θα αποτελούσε ουτοπία, θα δημιουργούσε ελπίδες, κι ο Φίλιππος ένιωθε πως δεν είχε δικαίωμα στην ελπίδα. Χαμογέλασε πικρά και μόνο με τη σκέψη αυτή κι άφησε απότομα τα πινέλα του να πέσουν κάτω στον απλωμένο μουσαμά. Άκουσε πρώτα το θόρυβο κι ύστερα από το μισοπαχνιασμένο τζάμι είδε τη βροχή να πέφτει δυνατή. Δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί από το σκαμπό. Χάζευε σαν μισοναρκωμένος τις φουσκάλες που σχημάτιζε το νερό πάνω στην τσιμενταρισμένη αυλή. Κυριακή σήμερα, ρεπό. Ημέρα ξεκούρασης και χαλάρωσης υποτίθεται! Ημέρα που θα μπορούσες να πας μια εκδρομή, να πας σινεμά ή να μη σηκωθείς καθόλου από το κρεβάτι υποτίθεται! Ημέρα που θα μπορούσες να είσαι συνέχεια αγκαλιά με την αγαπημένη σου αυτό ήταν αδύνατον. Εδώ μόνο η λέξη μοναξιά ταίριαζε γάντι. Αυτή θα ήταν η παρέα του σήμερα. Δεν είχε διάθεση να κάνει τίποτα. Άφησε όπως ήταν πινέλα και πίνακα και σωριάστηκε στον καναπέ του σαλονιού, που έτριξε από το βάρος του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο δωμάτιο. Τον μεγαλύτερο χώρο τον έπιανε ένας μεγάλος πάγκος και πιο κει στη γωνία ο πολυκαιρισμένος καναπές όπου ήδη καθόταν ήταν μισογεμάτος από μικρούς πίνακες σκεπασμένους με καναβάτσο. Τα δυο αυτά «έπιπλα» ήταν και τα μοναδικά που υπήρχαν μέσα στο χώρο. «Η επίπλωσή μου», όπως έλεγε ειρωνικά, αλλά παρ όλα αυτά το δωμάτιο έδειχνε ασφυκτικά γεμάτο. Παντού υπήρχαν πίνακες, οι περισσότεροι με την πλάτη στον τοίχο, ο ένας μπροστά από τον άλλο, σαν στρατιώτες στη σειρά. Ο πάγκος έδειχνε φίσκα, δεν χωρούσε πια τίποτα άλλο. Πάνω του συνωστίζονταν κουτιά από μπογιές και χρωματιστά σωληνάρια, μικρά πινακάκια διάσπαρτα δω κι εκεί, διάφορες παλέτες και ξύλα κομμένα και πλανισμένα, έτοιμα για καδράρισμα. Αρκετά ρολά από καναβάτσο, χοντρά χαρτόνια και μουσαμάδες
18 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ βρίσκονταν στην άλλη γωνιά του χώρου. Κανένα δεν είχε το ίδιο ύψος με το άλλο. Από μακριά έμοιαζαν σαν χοντροί σωλήνες, που σίγουρα θα ταίριαζαν σε μια μοντέρνα άποψη σουρεαλιστικής διακόσμησης. Κι όλα αυτά σαν να τα διαπότιζε μια έντονη μυρωδιά από νέφτι, που κυριαρχούσε στο δωμάτιο. Ο Φίλιππος δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν ότι ζωγράφιζε, αλλά και κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο. Η Λένια τον ρώτησε κάποια φορά όταν είδε υπολείμματα από χρώματα ανάμεσα στα νύχια του, αλλά της είπε πως κάποιες φορές πήγαινε να κάνει μερεμέτια με κάποιον μπογιατζή. Τον πίστεψε αμέσως, ήξερε πολύ καλά την οικονομική του κατάσταση. Πάντως τον είχε κοιτάξει παράξενα τότε κι ο Φίλιππος είχε αλλάξει γρήγορα κουβέντα. Στη συνέχεια φρόντισε να μην της δίνει αφορμές για να του κάνει ερωτήσεις που δεν ήθελε να απαντήσει. Το σπίτι όπου έμενε ο Φίλιππος ήταν στις παρυφές του Φιλοπάππου, όμως δεν είχε καθόλου θέα στο λόφο, αφού ήταν στο πίσω μέρος ενός τριώροφου οικοδομήματος, τελείως ανεξάρτητο από το υπόλοιπο κτίριο. Είχε μια μικρή αυλή καθώς έμπαινες και τρία μεγάλα δωμάτια, χωρίς θέρμανση και χωρίς καμία συντήρηση για πολύ καιρό. Ήταν πολύ παλιό κτίσμα και τελείως εγκαταλελειμμένο. Όταν άνοιγε κάποια βρύση, οι σωληνώσεις έστηναν έναν άτυπο χορό από χτυπήματα, βρυχηθμούς και ξεφυσήματα που σίγουρα θα ξυπνούσαν τρομαγμένους τους ενοίκους των πάνω ορόφων. Απέφευγε όσο μπορούσε να χρησιμοποιεί τις βρύσες τα βράδια, το ίδιο και τα πορτοπαράθυρα. Όλα έτριζαν, όλα φώναζαν «θέλουμε βοήθεια», όμως κανείς δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ξοδέψει ούτε ένα ευρώ «γι αυτό το υπόγειο», όπως το έλεγε ο ιδιοκτήτης. «Με τόσο χαμηλό ενοίκιο που σου έχω, έπρεπε να έχεις φτιάξει κάποια πράγματα», του είχε πει την τελευταία φορά που τον είδε. «Εξάλλου εσύ μένεις εδώ»
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 19 «Δεν περισσεύουν, μάστορα», του απάντησε ο Φίλιππος, αφού και το τελευταίο του ευρώ το ξόδευε για μουσαμάδες και χρώματα. Ό,τι μερεμέτια μπορούσε να κάνει τα έκανε, όμως αυτό το «κατασκεύασμα» για να λειτουργήσει σαν πραγματικό σπίτι χρειαζόταν χρήματα και ειδικευμένους μάστορες. Όμως του Φίλιππου προς το παρόν του αρκούσε κι ήταν περήφανος που είχε ένα δικό του κεραμίδι πάνω απ το κεφάλι του και δεν τον φιλοξενούσαν πια αδιάφοροι συγγενείς και παγκάκια. Σηκώθηκε απότομα και με βιαστικές κινήσεις έβαλε καταγής τους κουβάδες, τα ξύλα και τα πινέλα που ήταν στον πάγκο και, αφού τον άδειασε τελείως, μετέφερε τους πίνακες από την πολυθρόνα και τους ακούμπησε πάνω του. Τους έβαλε στη σειρά. Από μακριά έμοιαζαν σαν ένα παζλ από χρώματα, στα οποία κυριαρχούσε το πράσινο και το μαύρο το χρώμα των ματιών και των μαλλιών της Λένιας! Γιατί όλοι αυτοί οι πίνακες είχαν το ίδιο θέμα. Τη Λένια! Να γελά, να είναι σοβαρή, κατσούφα, ναζιάρα, σκυθρωπή, παιχνιδιάρα, αδιάφορη, να κάνει γκριμάτσες, να είναι αυστηρή κι ύστερα πάλι να γελά Το καλύτερο ενσταντανέ ήταν αυτό που με τα δυο της χέρια έκρυβε το πρόσωπό της και σούφρωνε τη μύτη της Ένας υπέροχος πίνακας, γεμάτος κίνηση. Ο Φίλιππος στάθηκε προσεκτικά και για αρκετή ώρα πάνω από τον καθένα κι ύστερα έβαλε με προσοχή τον ένα πάνω στον άλλο και τους μετέφερε και πάλι πίσω στην πολυθρόνα. Ένιωθε τα μάτια του να τσούζουν φλογισμένα και το κεφάλι του ένα σύννεφο θαμπό, γεμάτο ερωτηματικά. «Τώρα χωρίσαμε στ αλήθεια;» φώναξε δυνατά κι έβαλε τα κλάματα. Ως εδώ άντεξε η ψυχραιμία του! Κάθισε κατάχαμα και με το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει τους πίνακες, έκλαιγε με λυγμούς τώρα πια. Συνέχισε να τους χαϊδεύει μέχρι που ξημέρωσε. Ήταν ώρα να πάει στη δουλειά, ώρα να βάλει τέλος σ αυτό το μοναχικό
20 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ Σαββατοκύριακο, ώρα να σουλουπωθεί, για να μην καταλάβει κανείς το παραμικρό. Όχι ότι θα ενδιέφερε και κανέναν το πρησμένο του πρόσωπο, αφού κανείς δεν τον κοίταζε πραγματικά. Όλοι τον προσπερνούσαν βιαστικοί μ ένα αδιόρατο γνέψιμο και ελάχιστοι ήταν αυτοί που του πέταγαν ένα ευχαριστώ μόλις τους πήγαινε την παραγγελία. Έβρεχε πολύ εκείνο το πρωί και μέχρι να φτάσει στη στάση του λεωφορείου είχε γίνει μούσκεμα. Μία ακόμα εβδομάδα είχε ξεκινήσει Η Λένια οδηγούσε αργά. Μαζί με τη δυνατή βροχή, που δεν σε άφηνε καλά-καλά να δεις το δρόμο, είχε πέσει παράλληλα και ομίχλη. Αν και πολύ πρωί ακόμα, η κίνηση ήταν ήδη αρκετή. Τα αυτοκίνητα πήγαιναν σημειωτόν και η φωνή του Μπάρι Ουάιτ από το σιντί δεν κατάφερνε να ηρεμήσει την ένταση που ένιωθε, κι αυτό ασφαλώς δεν είχε να κάνει μόνο με την κίνηση. Είχε περάσει ένα φριχτό Σαββατοκύριακο, ήπιε πολύ, κοιμήθηκε ελάχιστα, με το μυαλό της συνεχώς κολλημένο στον Φίλιππο. Τον σκεφτόταν όλες τις ώρες, σκύλιαζε από ζήλια και μόνο με τη σκέψη ότι ήταν πολύ πιθανό να του κρατούσε συντροφιά μια άλλη γυναίκα, έπλαθε ιστορίες με το νου της και τρόμαζε από την ένταση και τον πόνο που σαν μαχαιριά έσκιζε τα σωθικά της. Τι θέλεις τελικά; Αφού του είπες «τέρμα, τέλος»... Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και με όποια θέλει σωστά; Όχι, δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Όλα δικά σου τα θέλεις λοιπόν; Ναι; Γιατί τον έδιωξες τότε; Γιατί, γιατί Δεν σου ταίριαζε κοινωνικά, ε; Χμμμ Όχι, δεν είναι μόνο αυτό; Αλλά τι άλλο; Φοβάσαι τα αισθήματα, φοβάσαι να δεσμευτείς; Ναι, ναι αυτό είναι! αποφάσισε με ανακούφιση. Και τι φοβάσαι περισσότερο, τα συναισθήματα ή τη δέσμευση; Αμηχανία, αλλά απάντηση μηδέν. Μείνε ελεύθερη τότε, χωρίς δεσμεύσεις, απολογισμούς, ερωτήματα, κι
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ 21 άσε τον άνθρωπο να συνεχίσει τη ζωή του. Μα τον θέλω. Δηλαδή, πώς τον θέλεις; Να τον έχεις όποτε θέλεις και την άλλη μέρα να του λες «χωρίζουμε» και να κάνεις πως δεν τον ξέρεις; Χμμμ Άσε τα χμμμ και απάντησε. Πρέπει ν απαντήσεις, την οφείλεις αυτή την απάντηση στον εαυτό σου. Χαμογέλασε Θυμήθηκε τη λέξη με τρία γράμματα που συναντούσε στα περισσότερα σταυρόλεξα. Απορία ψάλτου βηξ. Έτσι ένιωθε κι αυτή τώρα. Η σιωπή του μυαλού της ήταν και η απάντηση στις απορίες της. Εκείνο το μοναδικό Σαββατοκύριακο που έκανε έρωτα μαζί του ήταν αρκετό για να καταλάβει ότι, αν συνέχιζε με τον Φίλιππο, δεν θα μπορούσε στη συνέχεια να ξεκόψει με τίποτα. Η ένταση των αισθημάτων της, το απόλυτο δόσιμό της στις απαιτήσεις του κορμιού του, η αρμονία που είχαν μεταξύ τους, η μυρωδιά του Αχ, αυτή η μυρωδιά του. Όλα τής φώναζαν «μείνε μακριά του, δεν θα μπορέσεις να ξεφύγεις μετά». Κι αυτή δεν ήθελε δεσμεύσεις, δεν ήθελε αγάπες, ούτε έρωτες. Τι ήθελε; Μοναξιά, καριέρα, ηρεμία; Ναι, όλα αυτά. Φοβόταν τις δεσμευτικές σχέσεις και προπάντων έτρεμε στην ιδέα του γάμου. Γιατί, σου έκανε κανείς τέτοια πρόταση; Κανένας! Τότε; Ίσως και να του την έκανε η ίδια αν συνέχιζαν, ναι, αυτό ήταν πολύ πιθανό! Δεν ήθελε όμως γάμους, προπάντων αυτούς! Φοβάσαι την καζούρα, αυτός είναι ο λόγος! Δεν το παραδέχεσαι και ψάχνεις διάφορες άλλες, κουτές δικαιολογίες. Φοβάσαι την κοροϊδία που θα σου κάνουν όλοι όταν μάθουν ότι η «εξαίρετη ιατρός» παντρεύτηκε το «παιδί» του κυλικείου! Και λοιπόν, αυτός δεν είναι ένας σοβαρός λόγος για να ξεκόψω μαχαίρι μια κι έξω; Γιατί εσύ, πολύξερη Λένια μου, τι θα έλεγες αν μάθαινες μια ανάλογη σχέση; Θα κορόιδευες ή όχι; Σαφώς και θα κορόιδευες Τελικά τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Σ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, οι ταξικές και οι κοινωνικές διαφορές παίζουν πάντα σπουδαίο ρόλο.
22 ΑΝΝΑ ΓΑΛΑΝΟΥ Μα τον θέλεις πολύ. Ε, και; Θα εκπαιδεύσω τον εαυτό μου να μην τον σκέφτομαι και να μην τον θέλω. Χα χα σε είδα πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο. Μα είναι ακόμα πολύ νωρίς. Μόλις ένας μήνας πέρασε από τότε που χωρίσαμε. Ναι, ένας μήνας, και το τελευταίο Σαββατοκύριακο ήταν το χειρότερο απ όλα. Να, ακόμα και τώρα που πας στη δουλειά κι έχεις τόσα άλλα σοβαρότερα θέματα ν αντιμετωπίσεις, τίποτα δεν σε απασχολεί περισσότερο από τον Φίλιππο. Αυτόν σκέφτεσαι συνέχεια, στιγμή δεν τον βγάζεις απ το μυαλό σου. «Κυρία Ασημίδου, κυρία Ασημίδου συγγνώμη, αλλά η θέση σας είναι αλλού. Εδώ παρκάρει ο κύριος Μαρτάκος». «Αχ, ναι, ναι! Συγγνώμη, ήμουν αφηρημένη! Σ ευχαριστώ πολύ» είπε στον κύριο της ασφάλειας του χώρου κι έστριψε το αμάξι για να παρκάρει στη δική της θέση.