Με ένα κόκκινο καπέλο. Παρίσι, 2004

Σχετικά έγγραφα
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Το παραμύθι της αγάπης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

T: Έλενα Περικλέους

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Οι ιχνηλάτες ταξιδεύουν σε άγνωστα νερά

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.


Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

ΜΑΡΙΝΑ ΓΙΩΤΗ: «Η επιτυχία της Στιγμούλας, μου δίνει δύναμη να συνεχίσω και να σπρώχνω τα όριά μου κάθε φορά ακόμα παραπέρα»

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

...Μια αληθινή ιστορία...

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

The G C School of Careers

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

The G C School of Careers

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Μια φορά κι έναν καιρό

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

7η ΥΠΕ Κρήτης Σταύρος Παρασύρης 2016

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Transcript:

Με ένα κόκκινο καπέλο Παρίσι, 2004 ΑΧ! ΑΥΤΟΣ Ο ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΗΣ ΗΛΙΟΣ πόσο πονηρός μπορεί να γίνει καμιά φορά... Κι εκείνη ειδικά τη φορά, τότε, εκείνο το φθινόπωρο, εκείνο το φωτεινό Οκτώβρη, εκείνο το Σάββατο, το γαλάζιο και ξάστερο Σάββατο, εκείνη την ώρα δωδεκάτη μεσημβρινή, που εκτός από αιώνιο στολίδι του πλανητικού συστήματος που πλανιέται στο σύμπαν, σαν βασιλιάς κυριαρχούσε στο συγκεκριμένο σημείο της πανέμορφης γης, ειδικά εκείνη τη φορά ήξερε! Ήξερε πως, εκτός από την επιθυμία του, είχε και το δικαίωμα να ξετρυπώσει την κρυμμένη ομορφιά μέσα από το καπέλο της Άλπεν. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια περίμενε τούτη τη στιγμή. Γιατί την είχε ξαναζήσει. Κι όχι μία, πολλές φορές. Πριν κάποιοι αποφασίσουν να του στερήσουν αυτό το δικαίωμα. Μία ώρα τώρα έστελνε τις χρυσές ακτίνες του και την παίδευαν. Κατάφερε να κάνει την Άλπεν να αποχωριστεί πρώτα το παλτό της, έπειτα το μάλλινο πουλόβερ της, να σηκώ-

10 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ σει τα μανίκια της μπλούζας της μέχρι τους αγκώνες, αλλά ακόμη δεν έλεγε να βγάλει το κόκκινο καπέλο της. Ακόμη βέβαια, γιατί ήταν θέμα χρόνου να το κάνει. Είπαμε, δεκατρία χρόνια περίμενε ο βασιλιάς τούτη τη στιγμή και δε θα άφηνε κανέναν να σταθεί εμπόδιο σ αυτό που είχε αποφασίσει. Οι νεογέννητες ακτίνες έβλεπαν τον πόθο του να ξεχειλίζει μέσα απ το απέραντο φως, καθώς τις έσπρωχνε να επιτελέσουν το σκοπό του, και όλο και ρωτούσαν τις μεγαλύτερες αδερφές τους: Γιατί αυτή η ανάγκη του; Τι ιδιαίτερο έχει αυτή η κοπέλα, εκτός από το γεγονός πως είναι πραγματικά πανέμορφη; Ξεχωρίζει, μα δεν είναι η μόνη. Γιατί; Και τότε πολλές απ τις ακτίνες του βασιλιά, σαν χάιδευαν απαλά, μα και ζωηρά ταυτόχρονα, τα λευκά μπράτσα της Άλπεν καθώς κρατούσε το χρωματιστό μολύβι, και το γλυκό προσωπάκι της καθώς άφηνε τη ματιά της να βυθιστεί στα νερά του Σηκουάνα, κοιτούσαν πονηρά η μία την άλλη και ταξίδευαν πίσω στο χρόνο. Ήταν Ιούλιος του 1991. Λιμάνι Πειραιά. Ήταν η τελευταία φορά που τρύπωσαν στα κατάξανθα μαλλιά της και σκόρπισαν απλόχερα στην ατμόσφαιρα μια εκθαμβωτική λάμψη! Ήταν Ιούλιος του 1991... Το δωμάτιο της Εστίας όπου έμενε η Άλπεν ήταν μικρό, όμως αυτό δεν του στερούσε ζεστασιά. Κι όχι βέβαια ζεστασιά στην κυριολεξία, αλλά εκείνη που προσέδιδαν στο χώρο τα έπιπλα αντίκες, μια κεραμιδί πολυθρόνα, δύο σκαλι-

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 11 στά κομοδίνα, μια ψηλή σιφονιέρα με έναν ξύλινο μεγάλο καθρέφτη πάνω της, ένα σιδερένιο κρεβάτι με στρογγυλές μπάρες που καλοβαστούσαν μια δαντελένια κουνουπιέρα κι ένα παλιό ερμάρι που με βία χωρούσε όλα τα ρούχα της Άλπεν, οι κατακόκκινες κουρτίνες κεντημένες με λογιών λογιών παράξενα λουλούδια, τα μικρά καδράκια που στόλιζαν τους ξεβαμμένους τοίχους, από τα οποία άλλα ήταν κεντημένα, άλλα έδειχναν θλιμμένες προσωπογραφίες, και η μικρή πέτρινη βρύση με τη βαθιά λεκάνη της μια πραγματική πολυτέλεια για την Άλπεν, γιατί το μπάνιο ήταν κοινόχρηστος χώρος και η βρύση τής πρόσφερε την άνεση να πλένει συνεχώς τα χέρια της. Όταν είσαι ζωγράφος, τα χέρια σου είναι συχνά λερωμένα. Όταν όμως είσαι ιδιόμορφη ζωγράφος και αντί για παλέτα χρησιμοποιείς το έσω των καρπών σου για να σμίγεις πάνω τους τις λαδομπογιές, τότε τα χέρια σου είναι μονίμως λερωμένα. Έτσι, η πέτρινη βρύση ήταν πραγματική πολυτέλεια για την ιδιόμορφη ζωγράφο και πανέμορφη κοπέλα σ αυτό τον καταθλιπτικό για τους περισσότερους χώρο, που όμως εκείνη τον έβλεπε σαν καταφύγιο, γιατί απλά ήταν ένα ζεστό δωμάτιο που θα στέγαζε τα όνειρα και τους φόβους της. Η αλήθεια είναι πως φόβοι και όνειρα για την Άλπεν δεν είχαν μεγάλη διαφορά. Θα έλεγε κανείς πως ήταν το ίδιο και το αυτό. Από παιδί, κάθε της όνειρο τύλιγε μέσα του ένα φόβο και κάθε της φόβος τύλιγε μέσα του ένα όνειρο. Ένιωθε ευλογημένη που κατάφερε να πείσει τελικά τους γονείς της να την αφήσουν να πάει στη Γαλλία. Όχι βέβαια για σπουδές, για κάποιον ανεξήγητο λόγο δε θα το επέτρε-

12 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ παν ποτέ, αλλά τουλάχιστον για ένα χρόνο περιπέτειας, αναζήτησης, δικαιώματος να αφεθεί σε ό,τι τη γέμιζε περισσότερο από καθετί στη ζωή της, πριν ακολουθήσει αυτό που εκείνοι ήθελαν. Η εξήγηση που έδιναν στην Άλπεν ήταν τόσο φτωχή μπροστά στη λαχτάρα της να ακολουθήσει το δρόμο που επιθυμούσε. Έπρεπε και όφειλε να εργάζεται στην οικογενειακή, μικρή τους επιχείρηση, ένα μπακάλικο σ έναν από τους πιο στενούς και απόμακρους δρόμους της Νορβηγίας, της πατρίδας της. Φτωχή εξήγηση, άρα ανεξήγητος λόγος για την ίδια να της στερήσουν αυτό που επιθυμούσε. Ώρες συζήτησης, μέρες, εβδομάδες, μήνες, προστέθηκε κι ένας ψυχαναγκασμός, αφού αρνούνταν να βάλει μπουκιά στο στόμα της, ώσπου τελικά τους έπεισε. Είχε έτοιμη τη λύση για κάθε εμπόδιο. Θα έβρισκε δουλειά, θα αναλάμβανε κάθε της έξοδο όσο θα παρέμενε στη Γαλλία. Υποσχέθηκε πως δε θα τολμούσε ποτέ να τρυπώσει σε κάποια σχολή, δε θα έμπλεκε με παρέες, δε θα άφηνε τίποτα να την απομακρύνει από το δρόμο που της διάλεξαν. Φτάνει μόνο να την άφηναν να μείνει εκεί για ένα χρόνο. Έναν ολόκληρο χρόνο που θα της χάριζε πολύτιμες αναμνήσεις για να τις έχει συντροφιά τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Ένα χρόνο. Ένα χρόνο σε ένα καταθλιπτικό αλλά ζεστό για την ίδια δωμάτιο, με τα πινέλα και τα χρώματά της συντροφιά, με το μυαλό της ελεύθερο να ταξιδεύει στα τοπία της, τα μάτια της ελεύθερα να βοσκούν στις πρασινάδες, να κυματίζουν στο γαλάζιο του ουρανού και των νερών του ποταμού, να τρυγούν πολύχρωμα λουλούδια, να σκαρφαλώνουν στις άκρες των κλαδιών όλων των δέντρων, με την καρδιά

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 13 της ελεύθερη να ακουμπά σε κάθε πέτρα, σε κάθε μάρμαρο, σε κάθε κτίριο που τη μάγευε και την έκανε τόσο εύκολα δική του. Εκείνο το πρωί ήταν ευτυχισμένη. Ή, τουλάχιστον, πίστεψε πως κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν η ευτυχία. Τα ψωμάκια που έβγαλε από το φούρνο στις εφτά το πρωί μοσχοβόλαγαν, όπως κάθε πρωί άλλωστε, όμως τούτη τη φορά είχαν πάρει ένα παράξενο χρώμα που τη μάγεψε. Αν και τα άφησε να ψηθούν τόσο όσο τα άφηνε καθημερινά, σαν να ρόδισαν παραπάνω κι έτσι το συνηθισμένο σταχύ χρώμα τους απέκτησε μια ροδαλή απόχρωση που τα έκανε μαγευτικά. Έτσι μετρούσε τη ζωή η Άλπεν. Με τα χρώματά της. Κι εκείνο το πρωί, τα ψωμάκια της σκόρπισαν ένα χρώμα χαράς γύρω της, που την ταξίδεψε μακριά κι έκανε ακόμη πιο έντονη τη λαχτάρα της να ξεμπερδέψει γρήγορα απ το φούρνο όπου δούλευε και να τρέξει στα πινέλα της. Τι κρίμα που η παχουλή κυρία, η ιδιοκτήτρια του φούρνου, δεν μπόρεσε να μοιραστεί το ίδιο συναίσθημα με την Άλπεν. Ίσως και να θύμωσε λιγάκι. Κάτι μασημένα λόγια βγήκαν απ το στόμα της και σκόρπισαν στο χώρο μια καφέ σκούρα δυσαρέσκεια που μπλέχτηκε με το πορτοκαλοκίτρινο άρωμα των κρουασάν βουτύρου, που με τη σειρά του μπλέχτηκε με το ροδαλό χρώμα που απέκτησαν τα ψωμάκια της, και της στέρησαν τη χαρά να... Να τι; Δεν ήταν δυνατό ποτέ να αγκαλιάσει την παχουλή κυρία, γιατί αυτό ήταν κάτι που πολύ δύσκολα έκανε. Δεν αγκάλια-

14 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ ζε. Δε χωνόταν σε αγκαλιές και η δική της δύσκολα φιλοξενούσε άλλους. Έστω... Να μπορούσε να βρει ένα πρόσωπο που θα φιλοξενούσε το κόκκινο χαμόγελο που βγήκε από τα χείλη της όταν αντίκρισε τα φρεσκοψημένα αγαθά. Τι κρίμα, αλήθεια... Όμως το είχε συνηθίσει. Τα χρώματα της ζωής της δεν έβρισκαν πάντα τον κατάλληλο καμβά για να ξεδιπλωθούν. Ίσως γι αυτό ποθούσε τόσο πολύ να ρίχνει χρώματα σε αληθινούς καμβάδες. Ποτέ κανένας καμβάς δεν της αρνήθηκε. Ποτέ δεν την απογοήτευσε. Ποτέ, κανένας καμβάς δεν της στέρησε το δικαίωμα να νιώσει πως δημιούργησε, πως βρήκε, έστω για λίγο, ένα λόγο να νιώσει περήφανη γι αυτό που ήταν! Όμως, τι στ αλήθεια ήταν η Άλπεν; Ίσως αυτή την ερώτηση να την απάντησαν οι μεγαλύτερες ακτίνες του ήλιου, αργότερα εκείνη τη μέρα. Ίσως. Ήταν όμως παιχνιδιάρες σαν τον αφέντη τους και δύσκολα κάθονταν ακίνητες σ ένα μέρος για να ακούσεις καλά τι έλεγαν. Τι στ αλήθεια ήταν η Άλπεν; Εκτός από ένα πραγματικά πανέμορφο κορίτσι; Εκτός από μια ιδιόμορφη ζωγράφος; Εκτός από μια κοπέλα που είχε τους φόβους τυλιγμένους με όνειρα και τα όνειρα τυλιγμένα με φόβους; Εκτός από μια πηγή χρωμάτων για όλους και για όλα; Τι; Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Οκτώβρη του 2004. Ήταν η μέρα που ο ήλιος διάλεξε να ζορίσει την Άλπεν και για πρώτη φορά έπειτα από δεκατρία ολόκληρα χρόνια

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 15 να τη σπρώξει να του χαρίσει τη λάμψη που δικαιωματικά του ανήκε. Ένα χρυσό, κατάξανθο χρώμα σαν και το δικό του, απόχρωση των ακτίνων του και καθρέφτης της ομορφιάς του. Ήταν ένα γαλάζιο και ξάστερο Σάββατο του 2004 και η Άλπεν καθόταν αντίκρυ στον Σηκουάνα απλώνοντας χρώματα στον καμβά της. Η Άλπεν! Ένα κορίτσι στο άνθος της ηλικίας του. Ένα αγαλματένιο κορμί, ένα γλυκό προσωπάκι και δύο τεράστια μπλε μάτια που φανέρωναν αυτό το άνθος του χρόνου. Κανείς όμως δεν έβλεπε τι άνθιζε μέσα στην ψυχή της. Ποια νερά την πότισαν και ποιες καρδιές την είχαν φιλήσει. Κανείς. Ίσως μόνο εκείνες οι ακτίνες του ήλιου. Το χέρι της άφησε το πινέλο και πλησίασε το κεφάλι της. Σε λίγο θα έβγαζε το κόκκινο καπέλο της.

Λίγα χρόνια πριν Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΛΠΕΝ κρατούσε το μικρό μπολ και ανακάτωνε τη βαφή. Πλησίασε τη δεκατετράχρονη κόρη της, άφησε το μπολ στο τραπεζάκι και με μια χτένα άρχισε να της χωρίζει τα μαλλιά. Γιατί, μαμά, πάλι; Γιατί να μην αφήσουμε μία φορά να βγει το φυσικό μου χρώμα; Πάλι τα ίδια, Άλπεν; Δε βαρέθηκες κάθε μήνα να μου κάνεις την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά; Πόσες φορές πρέπει να σ το εξηγήσω; Το φυσικό σου χρώμα είναι ξεθωριασμένο γκρίζο. Να, δε βλέπεις εδώ τη ρίζα στα μαλλιά σου; Θέλεις να είσαι σαν γριά; Το καστανό χρώμα σού πάει πολύ. Τονίζει τα μάτια σου και φωτίζει το πρόσωπό σου. Θα έκανα εγώ ποτέ κάτι που δε θα ήταν το καλύτερο για σένα; Ναι, μα... Κανένα «μα». Και τώρα προσπάθησε, σε παρακαλώ, να μην κουνιέσαι για να μη σε λερώσω. Η Άλπεν υπάκουσε. Άφησε τη μητέρα της να κάνει αυτό που ήθελε. Αυτό που για χρόνια τής έκανε, κάθε μήνα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το έκανε. Οι φίλες της παρακαλούσαν τις

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 17 δικές τους μητέρες να τις αφήσουν να βάψουν τα μαλλιά τους, να δοκιμάσουν ένα διαφορετικό χρώμα, αλλά εκείνες ήταν ανένδοτες. Τους έλεγαν πως ήταν πολύ μικρές και πως, όταν ενηλικιώνονταν, θα είχαν όλα τα χρόνια στη διάθεσή τους για να αφεθούν στην τέχνη της κομμωτικής. Αντίθετα, η δική της μητέρα, χωρίς ποτέ να τη ρωτήσει, από μικρό παιδί τής έβαφε τα μαλλιά. Δεν ήξερε, δεν είχε δει ποτέ το φυσικό της χρώμα. Ναι, η μητέρα της πρέπει να είχε δίκιο, τα μαλλιά της φύτρωναν σε ένα ανοιχτό γκρίζο. Όμως, μια φορά που τα άφησε άβαφα λίγο καιρό παραπάνω, διαπίστωσε ότι άρχισαν να παίρνουν ένα χρυσό χρώμα. Τι όμορφα που θα ήταν να είχε κι αυτή ξανθά μαλλιά σαν της μητέρας της και όχι καστανά σαν του πατέρα της. Της άρεσε το ξανθό χρώμα και τι καλά που θα ήταν αν άφηναν για λίγο το φυσικό της και ανακάλυπταν πως ήταν... Μα τι σημασία είχε να τα σκέφτεται όλα αυτά; Τι θα άλλαζε; Όταν οι γονείς της έπαιρναν μια απόφαση, αυτή ήταν πάντα τελεσίδικη. Δεν της έδωσαν ποτέ το δικαίωμα να τους αμφισβητήσει, να περάσει το δικό της. Η Άλπεν δεν είχε σοβαρά παράπονα απ τους γονείς της. Τους αγαπούσε και μάλιστα πάρα πολύ. Μερικές φορές όμως της έδιναν την εντύπωση πως ήταν κι αυτή μία υπάλληλος σαν αυτούς που είχαν στο μαγαζί τους. Έδιναν τις οδηγίες τους στεγνά και ωμά κι εκείνη έπρεπε και όφειλε να τις ακολουθεί. Οι καθηγητές στο σχολείο τής είχαν διδάξει πως κάθε

18 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ οδηγία πρέπει να αιτιολογείται και πως κάθε άνθρωπος πείθεται πολύ πιο εύκολα να την ακολουθήσει αν του εξηγήσεις γιατί του τη δίνεις. Έτσι, όταν της είπαν πως πρέπει να πλένει τα χέρια πριν από το φαγητό, γιατί έτσι δε θα έτρωγε τα μικρόβια που είχαν μαζευτεί στα χέρια της από την προηγούμενη ασχολία της, ήταν εύκολο να το καθιερώσει ως μια καλή συνήθεια στη ζωή της. Όταν της είπαν πως πρέπει να πλένει βράδυ και πρωί τα δόντια της, γιατί έτσι δε θα χάλαγαν και οι επισκέψεις στον οδοντίατρο θα ήταν απλά επισκέψεις ρουτίνας, το θεώρησε πολύ σωστό και απόλυτα αναγκαίο. Όταν της εξήγησαν πως η καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών θα της εξασφάλιζε μια καλή φυσική κατάσταση και θα της χάριζε ζωντάνια και ευεξία, δεν το αρνήθηκε, αλλά αντίθετα το έκανε τρόπο ζωής. Γιατί όμως έπρεπε, έτσι απλά και ανεξήγητα, να βάφει τα μαλλιά της κάθε μήνα; Γιατί έπρεπε να αλλάζουν τόσες φορές πόλη, γιατί έπρεπε να εγκαταλείπουν φίλους και γνωστούς και κάθε φορά να αρχίζουν από την αρχή; Τόσες μετακομίσεις, τόσες φορές η ίδια διαδικασία, καινούριο σπίτι, καινούριο μαγαζί, καινούριοι γείτονες, καινούρια όλα. Γιατί; Ποτέ κανείς δεν της απάντησε, ποτέ οι γονείς της δεν της έδωσαν μια εξήγηση. Γιατί δεν καλούσαν ποτέ κανένα συγγενή στα γενέθλιά της και γιατί είδε τη γιαγιά και τον παππού της φέτος για πρώτη και, ίσως, μοναδική φορά; Καμιά λογική εξήγηση. «Μένουν μακριά. Είναι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι και δεν μπορούν τα ταξίδια». Γιατί ποτέ δεν καλούσαν κόσμο στο σπίτι και γιατί δεν την

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 19 άφηναν να πάει σε πάρτι φίλων, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις και πάλι με το ρολόι στο χέρι για δύο ώρες το πολύ; Τόσα «γιατί» χωρίς καμιά λογική εξήγηση. Ήταν φορές που ένιωθε να πνίγεται. Την αγαπούσαν, το αισθανόταν, αλλά κάποιες στιγμές δεν άντεχε τον τρόπο με τον οποίο την αγαπούσαν. Ίσως επειδή ήταν μοναχοπαίδι. Ίσως επειδή έτρεμαν στην ιδέα μήπως πάθει κάτι κακό και προσπαθούσαν με τη συμπεριφορά τους να τη διαφυλάξουν από κάθε κίνδυνο. Ίσως όμως η αιτία να πήγαζε απ την ιδέα που της είχε καρφωθεί εδώ και λίγο καιρό στο μυαλό. Η Άλπεν άρχισε να πιστεύει πως δεν ήταν δικό τους παιδί και πως η συμπεριφορά τους οφειλόταν σε ένα μεγάλο μυστικό. Μα αν ήταν έτσι, γιατί δεν της το έλεγαν; Τι θα άλλαζε; Την αγαπούσαν, την πρόσεχαν, της πρόσφεραν απλόχερα ό,τι χρειαζόταν. Γιατί δε γινόταν να επικοινωνήσει περισσότερο μαζί τους και να μιλήσουν ανοιχτά επιτέλους για κάποια πράγματα, να, όπως για τις εξηγήσεις που ζητούσε. Προσπαθούσε να θυμηθεί στιγμές από την παιδική της ηλικία, αλλά ήταν μάταιο. Κάποιες θολές εικόνες μπλέκονταν με τις εξιστορήσεις των γονιών της, κι αυτές μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, και την μπέρδευαν ακόμη περισσότερο. Ήθελε να τους ρωτήσει ανοιχτά για πολλά πράγματα, όχι μόνο για το αν ήταν οι πραγματικοί γονείς της, μα ποτέ δεν τολμούσε. Η αγάπη που την έδενε μαζί τους είχε πάντα μια απόσταση. Μια απόσταση που η Άλπεν δεν κατάφερε ποτέ να καλύψει για να τους πλησιάσει. Όσο κι αν προσπαθούσε να πάει πίσω στο χρόνο, οι πιο παλιές εικόνες που της έρχονταν στο μυαλό ήταν από τις

20 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ πρώτες μέρες της στο σχολείο. Ένα φοβισμένο πουλάκι που με δυσκολία μιλούσε και με πολύ κόπο προσπαθούσε να ενταχθεί στο σύνολο. Και δεν ήταν σίγουρη αν τα είχε καταφέρει ποτέ. Δεν ένιωσε ποτέ μέρος ενός συνόλου. Κι ύστερα ήταν και το άλλο. Γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα πριν απ αυτές τις εικόνες; Όσες φορές κι αν το προσπάθησε, ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε την πολύ μικρή παιδική ηλικία της και δεν την άφηνε να δει καθαρά. Θυμόταν τον πατέρα της να την παίρνει αγκαλιά, θυμόταν τη μητέρα της να της τραγουδά, αλλά ποτέ τον εαυτό της σαν μικρό παιδί, και δεν ήταν σίγουρη πότε υπήρξαν αυτές οι εικόνες. Και η Άλπεν είχε ανάγκη να θυμηθεί. Ήθελε να δει... Κι έτσι, αφού οι ίδιοι οι γονείς της δεν της έλεγαν τίποτα και δεν τη βοηθούσαν, παίδευε το μυαλό της, δημιουργούσε ψεύτικες εικόνες κι αναγκαζόταν να πιστέψει πως υπήρξαν. Όμως δεν ήταν περίεργο; Σ αυτές τις εικόνες δεν έβλεπε πάντα πρόσωπα. Αυτό την μπέρδευε πιο πολύ απ όλα. Εκεί που έβλεπε το χαμόγελο της μητέρας της και ήταν σίγουρη πως βρισκόταν στην αγκαλιά της, ξαφνικά η εικόνα θόλωνε και το πρόσωπο εξαφανιζόταν. Έμενε μόνη της σε μια άγνωστη αγκαλιά. Γιατί δεν της έλεγαν επιτέλους την αλήθεια; Αν ήταν δικό τους παιδί, αν αυτοί τη γέννησαν; Γιατί δεν της μιλούσαν ξεκάθαρα για στιγμές του παρελθόντος παρά με μασημένα λόγια απέφευγαν να της δώσουν σημασία; Κάπου διάβασε πως όλα τα παιδιά κάποια στιγμή υποψιάζονται πως δεν είναι βιολογικά παιδιά των γονιών τους και περνούν στιγμές αμφισβήτησης. Επομένως, ήταν φυσιο-

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 21 λογικό να έχει απορίες. Πόσω μάλλον εκείνη που είχε μέσα της σκορπισμένα κομματάκια από το παζλ της ζωής της που δεν έλεγαν να ταιριάξουν. Μα και πάλι, αν οι υποψίες της ήταν βάσιμες, αν την πήραν από ορφανοτροφείο, αν κάποια ταλαιπωρημένη γυναίκα που δεν μπορούσε να τη μεγαλώσει την έδωσε σ αυτούς για υιοθεσία, γιατί δεν το παραδέχονταν; Δεν ήξεραν πόσο ώριμη ήταν η κόρη τους; Πως θα δεχόταν τα πάντα, φτάνει να της έλεγαν την αλήθεια; Τελικά, αυτό που τη φόβιζε περισσότερο ήταν το ενδεχόμενο πως ζούσε μέσα σε ένα ψέμα κι όχι το γεγονός πως υπήρχε πιθανότητα να μην ήταν δικό τους παιδί. Αυτό θα το άντεχε. Θα μπορούσε να το ξεπεράσει. Ένιωθε μάλιστα πως θα τη λύτρωνε. Πως θα της έδινε το δικαίωμα να πέσει με λαχτάρα στην αγκαλιά τους και να τους φωνάξει πως τους αγαπούσε, τους λάτρευε, πως δε θα τους άλλαζε με τίποτα στον κόσμο και πως θα ήταν πάντα, μα πάντα, το κοριτσάκι τους. Φτάνει μόνο να ήξερε... Να μπορούσε να καλύψει αυτή την απόσταση, να σπάσει αυτή τη μυστικότητα που δεν τους άφησε ποτέ να την κάνουν να νιώσει ολοκληρωτικά δική τους. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Ένα κορίτσι που μεταμορφωνόταν σε μια όμορφη γυναίκα. Ένας άνθρωπος που άρχισε να κάνει συνειδητά την είσοδό του στον κόσμο και πάλευε να βρει την ταυτότητά του, να ανακαλύψει το νόημα του δίνω και παίρνω. Ήταν μια κόρη που υπέμενε καρτερικά τη διαδικασία στην οποία την υπέβαλλε η μητέρα της, όμως η καρδιά της ήταν σφιγμένη και πονούσε. Πνιγόταν! Ήθελε αέρα, ήθελε να αφεθεί ελεύθερη, χω-

22 ΘΑΛΕΙΑ ΚΟΥΝΟΥΝΗ ρίς κανένας να πειράζει ούτε τρίχα από τα μαλλιά της. Γιατί; Ας γινόταν κάτι να σταματούσε αυτή η οδύνη... Το βογκητό που βγήκε απ τα χείλη της μητέρας της απόδιωξε βίαια τις σκέψεις της. Η μητέρα της διπλώθηκε στα δύο και ένας μορφασμός πόνου αυλάκωσε το πρόσωπό της. Ταυτόχρονα με την ανησυχία της, η Άλπεν ένιωσε φοβερές τύψεις. Οι σκέψεις που έκανε ώρα τώρα ίσως έστειλαν αυτό τον πόνο στη μητέρα της. Σηκώθηκε, τη βοήθησε να περπατήσει και την οδήγησε στο κρεβάτι της. Εκείνη, φανερά σαστισμένη και με εμφανή την έκφραση του πόνου στο πρόσωπό της, την παρακάλεσε να τηλεφωνήσει στον πατέρα της και να του πει να έρθει αμέσως στο σπίτι. Υπάκουσε. Λίγη ώρα αργότερα ήταν όλοι μαζί στο αυτοκίνητο και κατευθύνονταν προς το κοντινότερο νοσοκομείο. Όμως η Άλπεν... Δεν ανησυχούσε πια. Λίγο πριν ξεκινήσουν, είχε ακούσει τη μητέρα της. Μην ανησυχείς, αγάπη μου, δε θα είναι τίποτα. Σου υπόσχομαι πως θα είμαι καλά και μέχρι το βράδυ θα σου ετοιμάσω τη σούπα που μου ζήτησες. Όχι, η Άλπεν δεν ανησυχούσε πια. Δεν την ένοιαζε τίποτα, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, την ίδια στιγμή που παράξενοι πόνοι έσφαζαν τη μητέρα της. Όχι, η καρδιά της αποχωρίστηκε το σφίξιμο και δεν πονούσε πια. Εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαζε το καστανό χρώμα των μαλλιών της ούτε αν ήταν πραγματικό παιδί των γονιών της. Δε ζητούσε να ξεδιαλύνει τις εικόνες που την μπέρδευαν, δεν την ένοιαζε να μάθει πότε υπήρξαν. Εκείνη τη στιγμή ήθελε οπωσδήποτε να ξεμπερδέψουν

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 23 από το νοσοκομείο και να γυρίσουν στο σπίτι για να της φτιάξει η μάνα της, η δική της μάνα, τη σούπα που της άρεσε. Ήταν η «αγάπη» της... Πόσο της άρεσε όταν το έλεγε αυτό. Πόσο πολύ χαιρόταν εκείνη τη στιγμή!