ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) ΑΙΤΗΣΗ Του Αρχιεπισκόπου Ασκάλωνος Νικηφόρου του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, κατά κόσμο γνωστού ως Νικολάου Μπαλτατζή του Ανδρέα και της Παναγιώτας, προσωρινά κατοίκου Αθηνών, οδός Αγίου Φανουρίου, αριθμός 24, Παγκράτι. ΚΑΤΑ Του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Κου. Κου. Θεοφίλου Γ, κατά κόσμο γνωριζόμενου ως Ηλία Γιαννόπουλου, κατοίκου Ιεροσολύμων. Από το έτος 1962 (2/15 Ιουνίου) που εκάρην Μοναχός, σε ηλικία 17 ετών, ανήκω στο έμψυχο δυναμικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Έχω υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις, ως Γέροντας Δραγουμάνος, Γέροντας Σκευοφύλακας (ηγούμενος) του Παναγίου Τάφου, Επίσκοπος Κωνσταντίνης(29/2 13/3 1988), και από το 2006 ως Αρχιεπίσκοπος Ασκάλωνος, είμαι δε μέλος της Συνόδου του Πατριαρχείου (Ιανουάριος 1985). Όλα αυτά τα χρόνια της υπηρεσίας μου στο Πατριαρχείο αγωνιζόμουν με προσωπικό κόστος κάθε φορά να βελτιώσω τις συνθήκες της καταστάσεως στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και για τον τρόπο λειτουργίας του, αλλά και για τον τρόπο συμπεριφοράς των μελών της Αδελφότητας μη εξαιρουμένου του εκάστοτε Πατριάρχη. Η δράση μου αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αυθαίρετη από κάθε άποψη καθαίρεσή μου, τον Οκτώβριο του 1994, από τον Πατριάρχη Διόδωρο, διότι υπέβαλα έγκληση εναντίον του για συκοφαντική δυσφήμηση. Βέβαια εκ των υστέρων μετά από δικαστικό αγώνα δικαιώθηκα το 1998 με καταδικαστική απόφαση εις βάρος του Πατριάρχη Διόδωρου, πλην όμως η καθαίρεσή μου εξακολουθούσε να ισχύει και παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την εκλογή του καθ ου στο Πατριαρχικό Θρόνο το 2005. Εγώ όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα στο Πατριαρχείο, ασχολούμενος κυρίως με την ξενάγηση προσκυνητών, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, κάτι θα γινόταν που θα άλλαζε την κατάσταση. Πράγματι τον Μάρτιο του 2006, με αποφάσεις της Συνόδου του Πατριαρχείου επανήλθα στις
τάξεις της Αγιοταφικής Αδελφότητος, αρχικά ως πρώην Επίσκοπος Κωνσταντίνης, στην συνέχεια δε τον Απρίλιο του 2006, προαγόμενος ως Αρχιεπίσκοπος Ασκάλωνος. Από τον διορισμό μου όμως είχα διαφωνήσει με τον καθ ου σχετικά με το σκεπτικό της απόφασης αποκατάστασής μου και προαγωγής μου, στο οποίο αναγραφόταν ότι «δήλωσα ειλικρινή μετάνοια» πράγμα το οποίο δεν μπορούσα να δεχτώ, διότι θα ήταν σαν να μετάνιωνα για τις διαμαρτυρίες και την μήνυση που είχα υποβάλει κατά του Πατριάρχη Διόδωρου, γεγονότα για τα οποία είχα δικαιωθεί ήδη από τα δικαστήρια. Όταν επικοινώνησα με τον Αρχιγραμματέα σχετικά μου είπε ότι έγινε μεν λάθος και ότι δεν έπρεπε να το γράψουν έτσι, αλλά τέλος πάντων, δεν ήταν τίποτε σπουδαίο που θα έπρεπε να με ανησυχεί, και δεν έπρεπε να δίνω και πολύ σημασία σε τέτοιες «μικρολεπτομέρειες». Εγώ του δήλωσα ότι δεν ήταν καθόλου «μικρολεπτομέρειες» και επέμενα ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε το «λάθος» αυτό να διορθωθεί. Επικοινώνησα και με τον καθ ου και τον παρακάλεσα να φροντίσει να διορθωθεί το υποτιθέμενο λάθος, αλλά εκείνος επέμενε ότι δεν ήταν λάθος και ότι έτσι έπρεπε να γραφτεί το κείμενο. Στο αμέσως επόμενο διάστημα προσπάθησα με κάθε δυνατό τρόπο να πείσω να αλλάξει η διατύπωση της αποφάσεως, δυστυχώς όμως χωρίς επιτυχία. Κατόπιν αυτών, τον Δεκέμβριο του 2006 αποφάσισα να παραιτηθώ, εις ένδειξη διαμαρτυρίας, από τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Ασκάλωνος και από την Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Παρ όλα αυτά ο καθ ου αγνόησε την παραίτησή μου αυτή και επέμενε να με θεωρεί ως μέλος της Αδελφότητος. Κατόπιν αυτών και εφόσον ο καθ ου ούτε έκαμε δεκτή την παραίτησή μου ούτε όμως διόρθωνε το σκεπτικό της απόφασης, αφήνοντάς με κατά κάποιο τρόπο «μετέωρο», δηλαδή και εντός και εκτός Πατριαρχείου, αποφάσισα το 2013 να ανακαλέσω την παραίτησή μου και να ζητήσω την καταβολή των μισθών, που δικαιούμουν ως μέλος του Πατριαρχείου. Έτσι με την από 12-2-2013 εξώδικη όχλησή μου, η οποία επιδόθηκε με την υπ αριθμό 7686Δ/14-2- 2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημητρίου Δημάκη προς τον καθ ου η αίτηση, ανακάλεσα την παραίτησή μου και ζήτησα την καταβολή των μισθών, που δικαιούμουν ως μέλος του Πατριαρχείου. Πλην όμως ο καθου δεν μου απάντησε και έτσι αναγκάστηκα να στραφώ εναντίον του δικαστικώς με την από 26-11-2013 αγωγή μου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία του έχει 2
επιδοθεί με την υπ αριθμό 253/6-12-2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Νίκης Μπινιάδη, έχει δε προσδιοριστεί για συζήτηση την 15-12-2016. Στην συνέχεια, εντελώς τυχαία προς τα τέλη Δεκεμβρίου του 2014 πληροφορήθηκα εδώ στην Ελλάδα, ότι η Σύνοδος του Πατριαρχείου κατόπιν εισηγήσεως του καθ ου, με απόφασή της, με καθαίρεσε από τον βαθμό του Αρχιερέως, αφαιρώντας τον τίτλο μου, και με επανένταξε στην τάξη των λαικών, ενημερώνοντας μάλιστα εγγράφως, για την απόφαση αυτή, και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, και διαμέσου αυτής, στην συνέχεια ενημερώθηκαν εγγράφως όλες οι Μητροπόλεις της Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι αυτή η απόφαση λήφθηκε άνευ οποιασδήποτε απαγγελίας κατηγορίας, άνευ κλητεύσεως μου, άνευ δίκης μου, άνευ απολογίας μου και άνευ κοινοποιήσεως σε εμένα οποιουδήποτε εγγράφου, εγώ με την από 19-10- 2015 ιεραρχική προσφυγή και αίτηση η οποία στάλθηκε προς επίδοση στον καθ ου, διαμέσου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, όπως αυτό προκύπτει με την υπ αριθμό 9819 Γ / 21-10-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Νίκου Παπαχρήστου, ζήτησα από τον καθ ου και κατά επέκταση από την Σύνοδο του Πατριαρχείου την ανάκλησή της. Πλην όμως ο καθ ου αρνήθηκε να την παραλάβει με την αιτιολογία ότι την υπογράφω ως Αρχιεπίσκοπος Ασκάλωνος, «αξίωμα όμως από το οποίο έχει καθαιρεθεί», όπως αναγράφεται στο από 1-12-2015 απαντητικό έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας που στάλθηκε προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και κοινοποιήθηκε και στο Υπουργείου Εξωτερικών. Κατόπιν με την από 11-12-2015 εξώδικη πρόσκληση - δήλωση μου η οποία επιδόθηκε διαμέσου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, όπως αυτό προκύπτει με την υπ αριθμό 10016Γ / 16-12-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Νίκου Παπαχρήστου, ζήτησα από τον καθ ου να προσδιοριστεί το συντομότερο δυνατό η συζήτηση της προσφυγής μου, ενώπιον της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου και σε κάθε περίπτωση να με ενημερώσει άμεσα για τις προθέσεις του σχετικά με την εν λόγω προσφυγή μου, διαφορετικά του έκανα γνωστό ότι θα προσφύγω στα αρμόδια Δικαστήρια, προκειμένου να δικαιωθώ και να προσβάλλω την άδικη αυτή απόφαση. Παρά ταύτα όμως ο καθ ου αρνήθηκε εκ νέου να παραλάβει και αυτή, με την ίδια αιτιολογία ότι δηλαδή την υπογράφω ως Αρχιεπίσκοπος Ασκαλώνος, ενώ «.. 3
έχει καθαιρεθεί του αξιώματός του», όπως αναγράφεται στο από 7-1-2016 απαντητικό έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας που στάλθηκε προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και κοινοποιήθηκε και στο Υπουργείου Εξωτερικών. Αυτή η απαράδεκτη απαξιωτική συμπεριφορά του καθ ου προς το πρόσωπό μου είναι προσβλητική και δεν με τιμά ως άνθρωπο, Έλληνα πολίτη και ιερωμένο. Πρώτον διότι η καθαίρεση για έναν κληρικό είναι η εσχάτη των ποινών και φέρει βαρύ στίγμα, ιδιαίτερα για τους κληρικούς οι οποίοι καθαιρέθηκαν άδικα και αντικανονικά, διότι η καθαίρεση θεωρείται ουσιαστικά απάρνηση της πίστης. Δεύτερον διότι απόφαση καθαίρεσης δεν υφίσταται ουσιαστικά και αν έχει ληφθεί τέτοια, αυτή είναι παντελώς άκυρη και ανυπόστατη εφ όσον δεν τηρήθηκε οποιαδήποτε νόμιμη διαδικασία απέναντί μου, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αφού παραβιάστηκαν και το βασικό δικαίωμά μου της ακροάσεως, αλλά και όλες οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις των νόμων και των εκκλησιαστικών κανόνων δικαίου που ορίζουν τον νόμιμο τρόπο παραπομπής σε δίκη ενός ιερωμένου και μάλιστα Αρχιεπίσκοπου όπως είμαι εγώ. Τρίτον διότι ουδέποτε μου κοινοποιήθηκε απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου, προκειμένου να γνωρίζω τους λόγους αυτής και να μπορώ να την αντικρούσω. Τέταρτον διότι η άρνηση του καθ ου να παραλάβει τα επιδοθέντα, νόμιμα, προς αυτόν δικόγραφα με την αιτιολογία ότι δεν αναγνωρίζει τον τίτλο μου και εμένα ως ιερωμένο καθώς και η καταγραφή αυτής (της άρνησης) σε δημόσια έγγραφα που απευθύνονται προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και προς το Υπουργείο Εξωτερικών είναι άκρως υποτιμητική και δυσφημιστική και προσβάλλει την προσωπικότητά μου. Πέμπτον διότι η έγγραφη ενημέρωση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και κατά επέκταση των Μητροπόλεων της Ελλάδας περί της ανυπόστατης, άλλως παντελώς άκυρης αποφάσεως καθαίρεσης μου με δυσφημεί ενώπιον όλων ιδίως δε των κληρικών και των πιστών και μου απαγορεύει δε επί της ουσίας να ιερουργώ και να φέρω ράσα, όπως έχω αυτό το δικαίωμα. Είναι ολοφάνερο πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο καθ ου συμπεριφέρεται εναντίον μου εκδικητικά, δεσποτικά, καταχρηστικά, προσπαθώντας να μειώσει την προσωπικότητά μου την τιμή και την υπόληψή μου, από το γεγονός και μόνο ότι στράφηκα εναντίον του δικαστικώς, προκειμένου να διεκδικήσω νόμιμα αυτά που πιστεύω ότι μου οφείλονται. Αν καλώς τα διεκδικώ ή όχι αυτό θα κριθεί από την Ελληνική Δικαιοσύνη. Ο καθ ου όμως οφείλει να σέβεται την προσωπικότητά μου, την τιμή 4
και την υπόληψή μου και να μην ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζει εμένα ως ιερωμένο του Πατριαρχείου, αρνούμενος μάλιστα να διαβάσει έστω την έγγραφη διαμαρτυρία μου, επικαλούμενος μια απόφαση της Συνόδου η οποία αν έχει ληφθεί είναι παντελώς άκυρη, άλλως ανυπόσταστη και άνευ οποιασδήποτε νομικής ισχύος. Επειδή όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. (άρθρο 57 Α.Κ.). Επειδή σε όποιον δικαιούται να φέρει ένα όνομα - τίτλο αμφισβητείται από άλλον το δικαίωμα αυτό, ο δικαιούχος ή εκείνος που βλάπτεται, μπορεί να ζητήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. (άρθρο 58 Α.Κ.) Επειδή, σύμφωνα με τα παραπάνω έχω προφανές έννομο συμφέρον να ζητήσω την άρση της προσβολής που γίνεται στο πρόσωπό μου από τον καθ ου και την απαγόρευσή της στο μέλλον, συντρέχουν δε προς τούτο, κατεπείγουσα περίπτωση, σπουδαίοι και επείγοντες λόγοι προστασίας της προσωπικότητάς μου. Επειδή το δικαστήριο τούτο είναι καθ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κρίνει και να λάβει ασφαλιστικά μέτρα στην περίπτωση αυτή, εφ όσον οι διάδικοι έχουμε την ελληνική ιθαγένεια και οι συνέπειες της συμπεριφοράς του καθ ου επέρχονται εντός της ελληνικής επικράτειας, άλλωστε και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με τα μέλη της Αγιοταφικής Αδελφότητας αναγνωρίζονται από την Ελληνική Πολιτεία με τις διατάξεις των Α.Ν.1114/1946, Ν.Δ. 374/1947, 3269/1955, Α.Ν 344/1968 καί Ν. 424/1976. Επειδή η αίτησή μου είναι νόμιμη βάσιμη και αληθινή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου και ασκήσεως κύριας αγωγής. ΖΗΤΩ: Να γίνει δεκτή η αίτησή μου. Να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα. Να υποχρεωθεί ο καθ ου να πάψει να προσβάλει την προσωπικότητά μου και να ισχυρίζεται ότι δεν με αναγνωρίζει ως τον Νικηφόρο 5
Αρχιεπίσκοπο Ασκάλωνος του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, ενημερώνοντας εγγράφως, προς τούτο την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Να απειληθεί εναντίον του χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε επανάληψη στο μέλλον, ενώπιον οποιουδήποτε και οποιασδήποτε Ελληνικής Αρχής και Υπηρεσίας, ότι δεν με αναγνωρίζει ως τον Νικηφόρο Αρχιεπίσκοπο Ασκάλωνος του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, εφ όσον δεν υφίσταται σε βάρος μου οποιαδήποτε νόμιμα ειλημμένη και κοινοποιημένη απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Να καταδικασθεί ο καθ ου στην δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξούσιου μου δικηγόρου. Αθήνα 28-3-2016 Ο πληρεξούσιος δικηγόρος 6