Η ΦΟΝΙΣΣΑ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Α. Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ Ο Αλ. Παπαδιαμάντης ο μεγαλύτερος Έλληνας διηγηματογράφος, γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Ήταν γιος παπά. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Η φυσική ομορφιά του νησιού του και η νεοελληνική επαρχιακή πραγματικότητα με τις ιδιορρυθμίες και τις παραδόσεις της υπήρξαν γι αυτόν καθοριστικά βιώματα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Σκιάθο ύστερα πήγε στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου, τα Γυμνάσια της Χαλκίδος, του Πειραιά και τέλος κατόρθωσε να πάρει το απολυτήριο του Βαρβακείου Γυμνασίου Αθηνών. Το 1872 πήγε για λίγους μήνες στο Άγιο Όρος. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, αλλά δεν κατάφερε να πάρει το δίπλωμα για οικονομικούς λόγους. Έ- μαθε μόνος του ξένες γλώσσες, εργαζόταν σε διάφορες εφημερίδες της εποχής (όπου δημοσίευσε έργα και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων) και συγχρόνως έγραφε στίχους και πεζά. Εκτός από λίγα ποιήματα, η πρώτη του συγγραφική εκδήλωση είναι το μυθιστόρημα. Γράφει κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα: «Η Μετανάστις», «Οι έμποροι των εθνών», «Η Γυφτοπούλα». Η πλοκή αυτών των μυθιστορημάτων είναι δραματική και περιπετειώδης, η διαγραφή όμως των προσώπων ελλιπής. Ανικανοποίητος από τη μετριότητα αυτή, στρέφεται προς το διήγημα. Εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι γράφει το 1885 το διήγημα «Χρήστος Μηλιώνης». Από τότε μέχρι το θάνατό του αφιερώνεται στο γράψιμο διηγημάτων, τα οποία φτάνουν τα 200 περίπου. Στο μεταξύ η ζωή του περνά πότε στην Αθήνα και πότε στο νησί του, που θα αποτελέσει σχεδόν μόνιμη πηγή υλικού για το συγγραφικό του έργο. Το 1908 επέστρεψε στη Σκιάθο, όπου και πέθανε το 1911. Άλλά του έργα, εκτός από εκείνα που αναφέρθηκαν, είναι τα εξής: «Θαλασσινά Ειδύλλια», «Σκιαθίτικα Διηγήματα», «Αθηναικά Διηγήματα», «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα», «Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα», «Πασχαλινά Διηγήματα», «Τα ρόδινα Ακρογιάλια», «Η Φόνισσα». Σεμνός, με ήθος σπάνιο, αληθινός καλλιτέχνης και χριστιανός, ύψωσε τη στάθμη των νεοελληνικών γραμμάτων και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πρώτους νεοέλληνες συγγραφείς. Είναι ο κυριότερος εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος και ο καλύτερος ζωγράφος και υμνητής της ελληνικής νησιώτικης ζωής, με τα ζωηρά θρησκευτικά ήθη και έθιμα και τις ωραίες τοπικές παραδόσεις. Κύρια χαρακτηριστικά του έργου του είναι: - Η βαθιά θρησκευτική πίστη και η προσήλωσή του στη λατρεία της χριστιανικής αρετής και της ερμητικής μόνωσης. Η παιδεία του ήταν καθαρά θρησκευτική. Μικρός ζωγράφιζε αγίους στα τετράδιά του. Πριν γραφτεί στο Πανεπιστήμιο έζησε μερικούς μήνες στο Άγιον Όρος. Γνώριζε την εκκλησιαστική μουσική και πάντα έψελνε στην Εκκλησία. Ήταν ένας «κοσμοκαλόγερος», όπως τον χαρακτήρισε ο Μ. Περάνθης στη μυθιστορηματική βιογραφία του. Τα διηγήματά του είναι γεμάτα αναμνήσεις εκκλησιαστικών τελετών και οι μορφές του συνήθως θρησκευόμενες. - Η φυσιολατρική του διάθεση, οι γραφικές εικόνες της Σκιάθου, γεμάτες δροσιά και χάρη, αποτελούν συνήθως το σκηνικό χώρο των έργων του. - Η συντηρητικότητά του και η προσήλωσή του στην παράδοση. Μας θυμίζει το θρησκευόμενο Βυζάντιο διασωσμένο σε μια γνήσια λαϊκότητα. (Μίσος για τους Φράγκους
και αποστροφή για οποιοδήποτε νεωτερισμό). Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται ανεπηρέαστος απ ό,τι αφορά τις πολιτικές και καλλιτεχνικές κινήσεις της εποχής του. Μοιάζει έξω από τα προβλήματα και τις αγωνίες που αντιμετώπιζε τότε η νέα ελληνική γενιά. Εκφράζει τον κόσμο του χωριού και των αγρών, όπου κυριαρχεί η καθημερινή προσπάθεια, η δυστυχία, ο πόνος, μια ζωή πολύμορφη, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση, όπου το παραμικρό γεγονός έχει τη σημασία του. Στο σημείο αυτό ακολουθεί την κυρίαρχη τάση της εποχής του με το ενδιαφέρον που είχε εκδηλωθεί για τη λαογραφική μελέτη. - Η συγκατάβαση στις αδυναμίες των ανθρώπων και η συμπάθεια στις δυστυχίες τους αντιμετωπίζει τους ήρωές του με καλοκάγαθη χριστιανική διάθεση. Από την άποψη της τεχνικής επεξεργασίας του υλικού διακρίνουμε τις λεπτόλογες περιγραφές (οι οποίες πολλές φορές γίνονται υπερβολικές), την ψυχογραφική διάθεση, το διάχυτο λυρισμό, τη νοσταλγία και τη μυστικοπάθεια. Στο γλωσσικό ζήτημα, ο Παπαδιαμάντης ακολούθησε δικό του δρόμο η γλώσσα του είναι ιδιόρρυθμη, προσωπική. Περιέχει στοιχεία της αρχαίας, της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής, της καθαρεύουσας καθώς και ιδιωματισμούς. Η σύνθεση του λόγου είναι αριστοτεχνική. Οι παρεμβολές, οι παρομοιώσεις, τα χτυπητά και εύστοχα επίθετα δημιουργούν κλίμα ευφορίας. Η ζωηράδα του λόγου του κερδίζει πολλά από την ε- ναλλαγή των προσώπων στην αφήγηση, που βέβαια κυριαρχεί ο ίδιος, το πρώτο πρόσωπο, του συγγραφέα που κάνει την αφήγηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο ζούσε ο συγγραφέας δεν είδε κανένα βιβλίο του τυπωμένο. Το έργο του έγινε δεκτό με επαινετικές κρίσεις από τους κριτικούς και τους λογοτέχνες δεν έλειψαν βέβαια και οι επικριτές του, ιδίως στο σημείο της γλώσσας. Και στα χρόνια μας ωστόσο παραμένει ενδιαφέρον και διαβάζεται. Β. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Το απόσπασμα ανήκει στο μυθιστόρημα «Φόνισσα», που είναι για πολλούς το καλύτερο και δυνατότερο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για ένα δυνατό ψυχογραφικό έργο της Β περιόδου της νεοελληνικής πεζογραφίας και μάλιστα αποτελεί το τελευταίο δείγμα της ηθογραφικής πεζογραφίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1903 με το χαρακτηρισμό «Κοινωνικό μυθιστόρημα» και πράγματι ορισμένοι έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το θέμα του θίγει το κοινωνικό πρόβλημα της μοίρας των θηλυκών μέσα στις υπανάπτυκτες κοινωνίες. Κατ άλλους όμως το θέμα του είναι πολύ ευρύτερο και αγγίζει το τρίπτυχο ζωή θάνατος θεός, έχει δηλ. να κάνει με το κατά πόσο ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να υποκαταστήσει το θεό και να αφαιρεί ζωές με κριτήριο μια υποκειμενική άποψη του «καλού» και του «κακού». Γ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Η Χαδούλα η Φραγκογιαννού είναι μια γυναίκα εξήντα χρονών, που έχει ζήσει μια ζωή βασανισμένη. Η κόρη της η Δελχαρώ είχε γεννήσει πριν από είκοσι μέρες ένα ακόμη κορίτσι (είχε προηγουμένως άλλά δύο κι ένα αγόρι). Η Φραγκογιαννού, καθισμένη τη νύχτα κοντά στην κούνια του μωρού, που ήταν ασθενικό και βασανιζόταν από φοβερό βήχα, αρχίζει να αναπολεί τα περασμένα και σκέπτεται ότι από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της δεν έπαψε να υπηρετεί τους άλλους: τον πατέρα πρώτα, τον άντρα της ύστερα και τώρα τα παιδιά και τα εγγόνια της. Καταλήγει έτσι στη διαπίστωση πως η γυναίκα είναι μια ζωή σκλάβα, ταγμένη στην υπηρεσία των άλλων, ένα πλάσμα δυστυχισμένα. Εδώ και καιρό μια φοβερή ιδέα της έχει μπει στο μυαλό: αναρωτιέται
μήπως ο άνθρωπος θα έπρεπε να βοηθάει σε ορισμένες περιπτώσεις το έργο του θάνάτου, για να ανακουφίσει τους άλλους από μόνιμα βάρη, που θα τους βασάνιζαν σ όλη τους τη ζωή. Με θολωμένο κάποια στιγμή το μυαλό από τις αναμνήσεις της τα-α. λαιπωρημένης της ζωής και το ξενύχτι από την αρρώστια του μωρού, πνίγει το εγγόνι της. Ο θάνατος θεωρείται φυσιολογικός και δεν προκαλεί καμιά υποψία σε βάρος της. Οι τύψεις όμως τη βασανίζουν καθημερινά και αποφασίζει να πάει να προσκυνήσει στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό, παρακαλώντας να της δείξει με κάποιο σημάδι αν η πράξη της είναι πράγματι θεάρεστη. Όταν βγαίνει από την εκκλησία, κατευθύνεται στο περιβόλι του Γιάννη του Περιβολά, για να της προσφέρει κάτι από την παραγωγή του. Κοντά στο πηγάδι που βρίσκεται μέσα στο περιβόλι βλέπει να παίζουν δύο από τα κοριτσάκια του. Θεωρώντας ότι αυτό είναι το σημάδι που της έστειλε ο Αι-Γιάννης -κι αφού βεβαιωθεί πως δε θα τη δει κανείς- τα ρίχνει στη στέρνα. Στη μητέρα τους που βγήκε έξω ανήσυχη υποκρίνεται ότι μπήκε εκείνη τη στιγμή στο περιβόλι και προσπαθεί τάχα να τα σώσει. Είναι όμως πολύ αργά: τα κοριτσάκια έχουν πνιγεί, αλλά και πάλι δεν υποψιάζεται τη Φραγκογιαννού. Οι υποψίες αρχίζουν να στρέφονται εναντίον της, όταν μετά από λίγο καιρό πνίγεται πάλι ένα κοριτσάκι -αυτή τη φορά τυχαία- και η Φραγκογιαννού, παρόλο που βρίσκεται κοντά του την ώρα του κινδύνου δεν κάνει τίποτα για να το σώσει. Από δω και πέρα αρχίζει η καταδίωξή της από τις αρχές. Η συνείδησή της την ελέγχει συνέχεια, μολαταύτα στην ύπαιθρο πνίγει ένα ακόμη κορίτσι και προσπαθεί να σκοτώσει άλλά δύο. Κυνηγημένη αποφασίζει τελικά να καταφύγει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη, πάνω σ ένα μικρό βραχονήσι, που με την άμπωτη μεταβαλλόταν σε χερσόνησο. Εκεί μόναζε ένας ονομαστός πνευματικός, στον οποίο θα εξιστορούσε τις αμαρτίες και μετά μπορεί να τη φυγάδευε με κάποιο περαστικό σκάφος. Περνάει ένα φοβερά δύσβατο μονοπάτι οι διώκτες της την ακολοθούν με δυσκολία. Φτάνει στο πέρασμα για το νησί την ώρα της πλημμυρίδας. Απελπισμένη και με τους διώκτες της να την πλησιάζουν ρίχνεται να προλάβει, πριν καλύψουν το πέρασμα τα νερά. Όμως η προσπάθειά της είναι μάταιη στη μέση της διαδρομής το νερό τη σκεπάζει ολόκληρη και τελειώνει τη ζωή της με τον ίδιο τρόπο που στέρησε τη ζωή τόσων αθώων ανθρώπων. ΕΠΜΗΝΕΥΤΙΚΑ -ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 1. λίκνον: κούνια. 2. λεχώ: η γυναίκα που έχει πρόσφατα γεννήσει. 3. χθαμαλή: η χαμηλή. 4. φάτνωμα: το ταβάνι, το κοίλωμα του τζακιού (εδώ). 5. λογοαϊδικός: μισοτραγουδιστός. β 326. εις τους λογισμούς της... έγινε πάλι δουλέυτρια των εγγόνων της: η φραγκογιαννού αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο γυναίκας της εποχής της: όλη η ζωή της ταγμένη στην υπηρεσία των άλλων και κυρίως των αντρών. Ο απολογισμός της δυστυχισμένης, γεμάτης φτώχεια ζωής της, θα την οδηγήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων, που θα φτάσουν μέχρι την ιδέα της βρεφοκτονίας. 7. «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό»: ένα παιδί παραπάνω σε μια φτωχή οικογένεια, που είχε ήδη άλλά τρία παιδιά, ήταν ένα πρόσθετο βάσανο. Όταν μάλιστα το παιδί αυτό τύχαινε να είναι κορίτσι, τα δεινά που έφερνε μαζί του ήταν πολύ περισσότερα.
8. Οι γονείς της την πάντρεψαν... καθώς και τα μετρητά τους: οι γονείς της Χαδούλας της έδωσαν για άντρα της αυτόν που είχε τις λιγότερες απαιτήσεις για προίκα, χωρίς να εξετάσουν αν ήταν ένας άνθρωπος εντελώς άβουλος και ανίκανος. 9. ανέζη: ξαναζούσε. 10. ελάκτισε: κλώτσησε, πέταξε έξω. 11. Η Φραγκογιαννού απλήστως... μέσα της: η Φραγκογιαννού ήλπιζε πως το παιδί, νεογέννητο και αδύναμο καθώς ήταν, δεν θα άντεχε για πολύ και δεν είχε πιθανότητες ζωής.όμως κάτι τέτοιο δε φαινόταν να γίνεται, κι αυτό την έκανε να σκέπτεται τη λύση της ευθανασίας για το άτυχο κοριτσάκι. 12. Ενθυμείτο ότι και άλλοτε... παραπλήσια αισθήματα: ο συγγραφέας απαριθμεί εδώ προβλήματα που αντιμετώπιζε μια κοπέλα της εποχής σε ηλικία γάμου, που ζούσε στην ελληνική επαρχία: κορίτσια υπήρχαν πολλά, ενώ οι γαμπροί ήταν λίγοι, γιατί οι περισσότεροι άντρες αναγκάζονταν να ξενιτευθούν. Όσοι έμεναν ζητούσαν απ τους γονείς της νύφης προίκα και έτσι η κατάσταση για τα φτωχοκόριτσα ήταν δύσκολη. 13. «Σα σ ακούω γειτόνισσα!...: Η φράση αυτή της ηρωίδας σημαίνει «Μακάρι, γειτόνισσα». 14. Αναρωτιέται μήπως οι άνθρωποι... το πνίγει: αναλογιζόμενη η Φραγκογιαννού τη σκληρή μοίρα των γυναικών, σκέπτεται πως ίσως οι άνθρωποι θα έπρεπε σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις να διευκολύνουν το έργο του θανάτου φθάνει μάλιστα στο σημείο να σκεφτεί ότι αυτό μπορεί να είναι αρεστό στο Θεό. Οι σκέψεις αυτές την οδηγούν στο συμπέρασμα πως θα ξεκουράσει πολύ τη θυγατέρα της, αν βγάλει η ίδια από τη μέση το ασθενικό κοριτσάκι. Και τη σκέψη αυτή δεν αργεί να την κάνει πράξη. 15. στερνοβότανο: βότανο για να μην κάνουν παιδιά. 16. παλικαροβότανο: βότανο για να κάνουν αγόρια. 17. να με φιλέψη: να μου χαρίσει. 18. μαντζούνια: θεραπευτικά βότανα. 19. είχε τελεσφορήσει: είχε φέρει καλό αποτέλεσμα. 20. (η) κλιώς-ύος: πλαγιά. 21. κολίγας: αυτός που καλλιεργεί τη γη κάποιου άλλου με υποχρέωση να του δίνει ένα μέρος της παραγωγής ή των χρημάτων απ την πώλησή της. 22. έκδοτος: δοσμένος, αφοσιωμένος. 23. «Να... μου έδωκε σημείο ο Αι-Γιάννης: Η Φραγκογιαννού είχε ζητήσει απ τον Αι Γιάννη στην προσευχή της να της δώσει ένα σημάδι για το αν η πράξη της ήταν καλή ή κακή. Βλέποντας μετά από λίγο τα δυο κοριτσάκια να παίζουν δίπλα στη στέρνα, θεωρεί ότι αυτό είναι το σημάδι που περίμενε. 24. Ησθάνθην μέσα της φοβεράν πάλην: παρόλο που η Φραγκογιαννού πίστευε ή μάλλον είχε πείσει τον εαυτό της ότι κάνει θεάρεστο έργο, η συνείδησή της δεν έπαυε να την ελέγχει για τις πράξεις της. 25. εν ακαρεί: αστραπιαία, αμέσως. 26. εμβάς-άδος: χαμηλό παπούτσι, είδος παντόφλας. 27. κράσπεδον του φορέματος: το στρίφωμα, το κάτω μέρος του φουστανιού. 28. επίστομα (επιρρ.): με το στόμα προς τα κάτω. 29. αίρεσις: εκλογή. 30. ασθμαίνω: λαχανιάζω. 31. εξαγορευθεί: εξομολογηθεί. 32. αλίκτυπος: θαλασσοδαρμένος. 33. «Και να μας ρίξει κάτω μια γυναίκα!»: φράση ενδεικτική της υποτιμημένης θέσης της γυναίκας εκείνη την εποχή. 34. Τα κύμην εφούσκωναν αγρίως ως να είχον πάθος: τα κύματα εδώ λειτουργούν
σαν μια μορφή της θείας Δίκης. 35. Την στιγμήν εκείνην... Ω! να το προικιό μου! είπε: με αριστοτεχνικό τρόπο ο συγγραφέας συνδέει το τέλος της Χαδούλας με μία από τις κεντρικές ιδέες του διηγήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο πράγμα που αντικρύζει η ηρωίδα πριν πνιγεί είναι το ξεροχώραφο που της έδωσαν για προίκα οι γονείς της. Από την αναδρομή στο παρελθόν της ζωής έγινε φανερό ότι οι καταστάσεις που την οδήγησαν στην ανάπτυξη του μίσους της για τα κορίτσια ήταν η συνειδητοποίηση της σκληρής μοίρας τους και της αδικίας που υφίσταντο: επιβάρυναν με την παρουσία τους την ήδη μίζερη ζωή της οικογένειας και όταν έφτανε η ώρα να παντρευτούν δημιουργούνταν επιπρόσθετες δυσκολίες με την προίκα που απαιτούσαν οι γαμπροί. Διακριτός και ο ειρωνικός τόνος σ αυτά τα τελευταία της λόγια. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ- ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 34Δικαιολογημένα η «Φόνισσα» θεωρείται ως άριστο δείγμα ψυχογραφίας. Με την περιγραφή του χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς ο συγγραφέας «καταδύεται στα φοβερότερα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής». Η Χαδούλα Φραγκογιαννού, μια εξηντάχρονη σε κάποια γωνία της ελληνικής επαρχίας στις αρχές του αιώνα μας, είναι ύπαρξη δυστυχισμένη. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της είναι χορτασμένη από ένα μονάχα πράγμα: τη φτώχεια όλα τ άλλα στερημένα. Οι γονείς της, ο γάμος της, η οικογένειά της, η οικογένεια των παιδιών της, όλα βουτηγμένα στη μιζέρια. Και το χειρότερο: τα θηλυκά να γεννιούνται το ένα πίσω από το άλλά «για να βασανίζουν και να βασανίζονται», σε μια κοινωνία που το να είσαι γυναίκα ήταν κατάρα. Μέσα στην αναδρομή στο παρελθόν της που κάνει η Χαδούλα, τα συνειδητοποιεί όλα αυτά και αποφασίζει να κάνει την επανάστασή της -μόνο που στο σαλεμένο της μυαλό η επανάσταση γίνεται έγκλημα. Από λύπηση για το φύλο της έγινε ο χειρότερος εχθρός του. Σκότωνε τα κοριτσάκια από μικρά, για να μη γνωρίσουν τα βάσανα που η ίδια και οι κόρες της πέρασαν, που η κάθε γυναίκα ήταν καταδικασμένη να περάσει, ιδίως αν ήταν φτωχή. Έτσι, η ηρωίδα με την εύστοχη ανάλυση του Παπαδιαμάντη είναι ταυτόχρονα θύτης (γιατί δολοφονούσε) αλλά και θύμα (γιατί πίσω από τις πράξεις της κρύβονταν ορισμένες καταστάσεις). Προβάλλει λοιπόν η γενικότερη ιδέα ότι στη ζωή ο ατομικός παράγοντας είναι συχνά απόρροια ευρύτερων κοινωνικών καταστάσεων. Με αυτή τη θεώρηση της προσωπικότητας της Φραγκογιαννούς ερμηνεύεται και το γιατί ο συγγραφέας τη βλέπει με κάποια συμπάθεια -τουλάχιστον δε θέλει να την καταδικάσει. Μέσα σ αυτό το κλίμα κινείται και η περιγραφή του τρόπου του θανάτου της: τη βρίσκει στα μισά του δρόμου μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Το τέλος της δεν έρχεται σαν τιμωρία ούτε σαν εξιλέωση. Το λόγο της δεν τον είπε ούτε η θεία ούτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη. Μια ψυχή σαν του Παπαδιαμάντη, γεμάτη συμπόνια και κατανόηση, δεν είναι εύκολο να καταδικάσει έναν άνθρωπο. Απλά και ταπεινά παρακολουθεί μόνο. Ένα άλλο σημαντικό θέμα που θίγει το διήγημα είναι το εξής: τι είναι καλό και τι είναι κακό; Ποιος θα το ορίσει; Ποια η ειδοποιός διαφορά τους; Η Φραγκογιαννού με το σαλεμένο μυαλό της πίστευε ότι πράττει σωστά θεωρημένη από τη σκοπιά αυτή είναι το άτομο που έρχεται να διασαλεύσει την ανθρώπινη τάξη των πραγμάτων, που πιστεύει ότι έχει δικαίωμα να ορίσει τη μοίρα των ανθρώπων και να υποκαταστήσει το Θεό. Πίσω λοιπόν από την τρέλα της Χαδούλας προβάλλει ένα υπαρξιακό πρόβλημα: η σχέση ανθρώπινου-θείου, το τρίπτυχο ζωή-θάνατος-θεός, η ευθύνη του ατόμου για
τις πράξεις του, το πρόβλημα του καλού και του κακού. ΕΝΟΤΗΤΕΣ Τα αποσπάσματα του βιβλίου αποτελούν το καθένα και μια ενότητα. 1η ενότητα: Περιγραφή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει η Φραγκογιαννού, αναπόληση της μέχρι τώρα ταλαίπωρης ζωής της με κατάληξη την εμφάνιση έντονου μίσους για τα κορίτσια και ειδικά την άρρωστη εγγονούλα της. 2η ενότητα: Κλιμάκωση των συμπτωμάτων της αρρώστιας του μωρού, παρουσίαση του τρόπου σκέψης της Φραγκογιαννούς ως τη σύλληψη της ιδέας του εγκλήματος και την εκτέλεσή του με τον πνιγμό της μικρής εγγονής. 3η ενότητα: Περιλαμβάνει όλο το κεφ. Θ και το μέρος της περίληψης: «Εντωμεταξύ κατέφθασε... προήλθε από πνιγμό»): Νέο στυγερό έγκλημα της Φραγκογιαννούς, διπλό αυτή τη φορά. 4η ενότητα: (το υπόλοιπο μέρος της περίληψης και το κεφ. 12): Καταδίκη από τις αρχές και θάνατό της. Ε. ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ 1. Γλώσσα: Η γλώσσα του διηγήματος είναι η χαρακτηριστική στα κείμενά του καθαρεύουσα στην αφήγηση και την περιγραφή, ενώ στα διαλογικά μέρη εισάγει τη δημοτική με αρκετούς ιδιωματισμούς από την ιδιαίτερη πατρίδα του. 2. Ύφος: Το ύφος απλό και ταυτόχρονα σοβαρό. Ας σημειωθεί ότι η ιστορία της Φραγκογιαννούς δίνεται με την τεχνική της αναδρομής (φλας-μπακ), με πρωθύστερο σχήμα, μέσα δηλ. από τις αναμνήσεις της και τις άλλες παρεμβολές που καταλαμβάνουν χώρο πολλών σελίδων και διακόπτουν την εξέλιξη του μύθου. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι η εξωτερική περιπέτεια εκτυλίσσεται παράλληλα με την εσωτερική, δηλ. την πορεία που ακολουθούν τα συναισθήματα της Φραγκογιαννούς. Συγχρόνως, υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στην περιγραφή της φύσης και το ξετύλιγμα της δράσης, σε σημείο που η φύση παίρνει χαρακτήρα συμβολικό. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στο τελευταίο απόσπασμα του βιβλίου: το αδιέξοδο που έχει φτάσει η ζωή της Φραγκογιαννούς δίνεται και μέσα από το απόκρημνο και ερημικό τοπίο, το τρομαγμένο πέταγμα των πουλιών, σκηνικό που αποπνέει φρίκη και αγριότητα. _ Νοη3. Εκφραστικά μέσα: α. Μεταφορές: Η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της ουδέ εις τα βλέφαρά της στεναγμόν, ησθάνθην μέσα της φοβεράν πάλην. Η μεγαλυτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίτην, Και να μας ρίξει κάτω μια γυναίκα, σου βαστά η καρδιά σου; β. Παρομοιώσεις: έκειτο επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, ως ύμος γόνατος, η άρρωστη γυνή... όμοια με φαντάσματα, με υψηλήν ως κλωνάριον λαβήν. γ. Προσωποποίηση: ο βορράς ηκούετο... να συρίξει. δ. Λιτότητα: ήκουσεν θόρυβον όχι μικρόν. ε. Πολυσύνδετο: όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύμφην οι γονείς της.
στ. Ειρωνεία: Ω! να το προικιό μου! ζ. Εικόνες: α) Η Φραγκογιαννού νανουρίζει το άρρωστο εγγόνι της μπροστά στη μισοσβησμένη φωτιά του τζακιού και αναπολεί τη ζωή της β) Το πνίξιμο των δύο μικρών κοριτσιών στη στέρνα γ) Η καταδίωξη της Φραγκογιαννούς 4) Ο θάνατος της φόνισσας. Αίτια που η Φραγκογιαννού φτάνει στη βρεφοκτονία Η προσωπικότητα της Φραγκογιαννούς ήταν ψυχοπαθητική τα εγκλήματα της ήταν αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό του σαλεμένου μυαλού της και της νοσηρής μυστικοπάθειάς της. Στη διαμόρφωση όμως του χαρακτήρα της επέδρασε σε μεγάλο βαθμό και το οικογενειακό καθώς και το κοινωνικό περιβάλλον της. Η βασανισμένη της ζωή, αρχικά στο πατρικό της και στη συνέχεια με το γάμο της, την οικογένεια και τα παιδιά της, μια ζωή φτωχική και καταπιεσμένη, την οδήγησε στη διαπίστωση ότι είναι φοβερή δυστυχία το να είσαι γυναίκα και βάρος μεγάλο για τους δικούς σου. Στις τραυματικές αυτές εμπειρίες ήλθε να προστεθεί σαν τελειωτικό χτύπημα η ανατροφή της ανεπιθύμητης εγγονής της, που είναι ταυτόχρονα και άρρωστη και φαινόταν μάλιστα πως, αν ζούσε, θα γινόταν ασθενική, προσθέτοντας ακόμη ένα μειονέκτημα στο μειονέκτημά του φύλου της. Όλα αυτά μαζεμένα μέσα στο μυαλό της, μέσα στην κούραση και τη νύχτα, σχεδόν ασυνείδητα, την οδηγούν στην πραγματοποίηση της βρεφοκτονίας. Μετά βέβαια το πρώτο φονικό, έχασε τον έλεγχο και ακολούθησαν και τα άλλά στυγερά εγκλήματα. Η ιδέα που διακατέχει τη Φραγκογιαννού και οι πράξεις της έρχονται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, είναι αποτρόπαια εγκλήματα. Πώς η Φραγκογιαννού γεφυρώνει μέσα της αυτό το χάσμα; Η Φραγκογιαννού ήταν μια γυναίκα θρησκευόμενη, όπως φαίνεται από το κείμενο. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πώς μπόρεσε να κάνει πράγματα που είναι τελείως αντίθετα με τη χριστιανική ηθική και θρησκεία και επιπλέον είναι αποτρόπαια εγκλήματα. Πώς κατάφερε να καταπνίξει τους ηθικούς και συναισθηματικούς ενδοιασμούς της και να εγκληματίσει σε βάρος μικρών αθώων πλασμάτων. Την απάντηση τη δίνει το ίδιο το κείμενο. Η ηρωίδα επηρεασμένη από τα τραυματικά βιώματα της ζωής της δεν πίστευε ότι ενεργούσε αντίθετα με τις ηθικές εντολές, αλλά ότι επιτελούσε θεάρεστο έργο, απαλλάσσοντας τις οικογένειες απ τα κορίτσια τους και τα ίδια απ τη σκληρή ζωή τους. Σε στιγμές παραλογισμού είχε φτάσει να πιστέψει ότι μπορεί και πρέπει να γίνει η ίδια ρυθμιστής της ζωής των μικρών φτωχών κοριτσιών, υποκαθιστώντας το έργο του Θεού. Μετά τον πρώτο φόνο ωστόσο βασανίστηκε στην αρχή από τύψεις και κυνηγημένη από αυτές πήγε στο ερημοκλήσι του Αι-Γιάννη του Κρυφού, να τον παρακαλέσει να της φανερώσει με κάποιο σημάδι αν πράγματι η πράξη της είναι θεάρεστη ή αποτελεί αμαρτία. Όταν λοιπόν στη συνέχεια είδε -από καθαρή σύμπτωση τα δύο κοριτσάκια να παίζουν πλάι στη στέρνα, θεώρησε ότι ο άγιος της υποδείκνυε να τα σκοτώσει, γιατί αυτό θα ήταν μια καλή πράξη. Και μ αυτόν τον τρόπο στο σαλεμένο μυαλό της ταίριαζε την αντίθεση ανάμεσα στην ηθική και στο έγκλημα.
Ο συγγραφέας σχολιάζοντας την ιδέα της Φραγκογιαννούς λέει: «Άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επιτέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχε εξαρθεί εις ανώτερα ζητήματα». Πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα αυτού του σχολίου; Επίσης: πώς αντιλαμβάνεστε το νόημα της τελευταίας παραγράφου: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον... της ανθρωπίνης δικαιοσύνης Η Φραγκογιαννού, αναλογιζόμενη όλη τη δυστυχισμένη ζωή της, τη γεμάτη φτώχεια και καταπίεση, εμποτίστηκε με την ιδέα ότι η γυναίκα ήταν προορισμένη για σκλάβα των άλλων και ότι τα κορίτσια ήταν άχρηστα και βάσανο για τους γονείς. Έτσι λοιπόν «ψήλωσε ο νους της» και μπήκε «σε ανώτερα ζητήματα», που σημαίνει ότι το μυαλό της προχώρησε σε υπαρξιακούς προβληματισμούς, σε θέματα που δεν μπορούσε να αντέξει νόμισε πως μπορούσε να επέμβει στο έργο της Δημιουργίας, να ρυθμίσει τη ζωή των άλλων κατά την κρίση της, θέλησε να διορθώσει την τάξη των πραγμάτων, όπως μπορούσε. Κι αυτή η νευρωτική κατάσταση την οδήγησε στο έγκλημα. Όσον αφορά το νόημα της τελευταίας φράσης το προσδιορίζουμε ως εξής: ο θάνατός της δεν ήλθε ούτε σαν τιμωρία ούτε σαν εξιλέωση. Τη βρήκε στα μισά του δρόμου, χωρίς να πέσει στα χέρια των ανθρώπων που την καταδίωκαν και χωρίς να προλάβει την κρίση του πνευματικού στον Άγιο Σώστη. Το λόγο της δεν το είπε ούτε η ανθρώπινη ούτε η θεϊκή δικαιοσύνη. Ο ρεαλισμός στο έργο Χαρακτηριστικά της ρεαλιστικής αφήγησης είναι ότι τα θέματά της προέρχονται από την καθημερινή ζωή. Πρωταγωνιστούν όχι οι ηρωικές μορφές αλλά κοινοί άνθρωποι του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το πράγματα δεν εξιδανικεύονται, αλλά περιγράφονται, όπως ακριβώς είναι, με λεπτομέρειες στην περιγραφή, χωρίς λυρικές εξάρσεις. Η «Φόνισσα» συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα του ρεαλιστικού λόγοτεχνήματος: η Φραγκογιαννού και το περιβάλλον της είναι καθημερινοί άνθρωποι του λαού. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην περιγραφή του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντός της. Η περιγραφή της ίδιας της ηρωίδας αλλά και των άλλων προσώπων που κινούνται γύρω της είναι δοσμένη χωρίς καμία τάση ωραιοποίησης και εξιδανίκευσης, αλλά αντίθετα ο συγγραφέας δίνει και την παραμικρή λεπτομέρεια που μπορεί να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, έστω κι αν την ασχημίζει. Σημεία του αποσπάσματος, που επαληθεύουν το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη είναι: η περιγραφή του εσωτερικού του σπιτιού, η περιγραφή της καλύβας του Γιάννη του Περιβολά και της αγροτικής του ασχολίας, ο διάλογος ανάμεσα στη Φραγκογιαννού και τα μικρά κοριτσάκια, η αντίδραση της Φραγκογιαννούς στη μητέρα των κοριτσιών, ολόκληρη η τελευταία σκηνή της καταδίωξης και του θάνάτου της. 39 Ο θεσμός της προίκας Η προίκα είχε το νόημα της συνεισφοράς της γυναίκας στα βάρη της νέας οικογένειας, που θα αποτελούσαν αυτή και ο μελλοντικός σύζυγός της, με την καταβολή από την οικογένεια της νύφης χρηματικού ποσού ή ακίνητης περιουσίας. Η σκοπιμότητα
και η ουσιαστική χρησιμότητα του θεσμού απασχόλησε εδώ και πολλές δεκαετίες τους προοδευτικούς ανθρώπους όλου του κόσμου και κυρίως βέβαια τις γυναίκες, που το θέμα τις αφορά άμεσα. Στην εποχή μας ο θεσμός αυτός έχει αρχίσει να υποχωρεί. Πρόσφατα ψηφίστηκε και στη χώρα μας νόμος με τον οποίο καταργείται -τυπικά τουλάχιστονο απαρχαιωμένος αυτός θεσμός. Γιατί ήταν πραγματικά αναχρονισμός και κοινωνική αδικία το να αναγκάζεται η γυναίκα να καταβάλλει ένα σεβαστό ποσό στον άντρα πριν απ το γάμο, τη στιγμή που προσφέρει σήμερα όσα κι αυτός μέσα στην οικογένεια. Ο κυριότερος λοιπόν λόγος που οδήγησε στην παρακμή του θεσμού ήταν η εξίσωση του γυναικείου φύλου με το ανδρικό, μια εξίσωση που συντελέστηκε σταδιακά σε διάφορους τομείς, κυρίως τον εργασιακό. Από τη στιγμή που η γυναίκα έχει δικό της εισόδημα, παύει να είναι εξαρτημένη απ τον άντρα και υποτελής σ αυτόν. Θεωρείται πλέον απόλυτα ισότιμη και έτσι δεν αποτελεί πια με την καταβολή της προίκας αντικείμενα αγοραπωλησίας. Ο άντρας τη βλέπει ως αξιόλογη προσωπικότητα, ως ίσο προς αυτόν άτομο, σύντροφο στη ζωή και όχι μέσο για να δημιουργήσει περιουσία ή να προσαυξήσει τη δική του. Η κατάργηση λοιπόν του θεσμού της προίκας είναι μια ακόμη κατάκτηση της σύγχρονης γυναίκας, ένα ακόμη βήμα για την πλήρη και ουσιαστική ισότητά της με το άλλο φύλο.