ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΣ ΜΑ ΤΙ ΓΑΤΟΣ Του Θανάση Μεσσήνη Πρώτα εξαφανίστηκε ο Νιαουρίνος, μετά ο Μουστάκιας, μετά εξαφανίστηκαν ο Σαλταπήδας και ο Ουρίτσας. Όλα αυτά τα ζώα δεν είχαν κανένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα εκτός από ένα. Ένα και μοναδικό. Όλα ήταν γάτες. Στην αρχή αυτές οι αιφνίδιες εξαφανίσεις δεν προκάλεσαν ιδιαίτερη ανησυχία στον γατόκοσμο. Δεν είναι και τόσο περίεργο να εξαφανίζεται μια γάτα έτσι ξαφνικά. Η εξαφάνιση μπορεί να οφείλεται σε άπειρες αιτίες: μπορεί το αφεντικό της να μετακόμισε ή καμία γάτα να ξεροσταλιάζεται έξω από καμιά ποντικότρυπα, περιμένοντας το ανυποψίαστο ποντίκι να βγει. Εμένα προσωπικά καθόλου δεν με είχαν απασχολήσει αυτές οι εξαφανίσεις, μέχρι εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ. Είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε με τον καλύτερό μου φίλο τον Τίγρη, να πάμε σε μια εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία για να ψάξουμε για αρουραίους.
Συναντηθήκαμε σε έναν σκουπιδοτενεκέ και ξεκινήσαμε να πάμε στην πολυκατοικία. Καθώς περπατούσαμε είδαμε έναν άγνωστο μας γάτο. Αποφασίσαμε να περάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο για να τον γνωρίσουμε. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ένας αρπάζει τον γάτο, τον ρίχνει σε ένα τσουβάλι, ανεβαίνει στη μοτοσυκλέτα του και γίνεται καπνός. Εμείς είχαμε μείνει στήλη άλατος. Δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε. Αφού συνειδητοποιήσαμε τι είχε συμβεί τρέξαμε απέναντι. Προσέξαμε όμως ότι η μοτοσυκλέτα είχε λάδια και ακολουθήσαμε τα ίχνη. Το επόμενο πρωί φτάσαμε σ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Η γάτα ήταν άφαντη αλλά η μοτοσικλέτα ήταν παρκαρισμένη έξω απ την
τεράστια πόρτα του εργοστάσιου. Προσπαθήσαμε να μπούμε απ την πόρτα, μα στάθηκε αδύνατο. Καταφέραμε όμως να μπούμε από ένα σπασμένο παράθυρο. Ο τύπος που είχε απαγάγει την γάτα καθόταν σε ένα τραπέζι μαζί με έναν άλλο άντρα και παίζανε τάβλι. -Γιατί παίρνεις όλες αυτές τις γάτες; ρώτησε ο ένας. -Οι γάτες φέρνουν γρουσουζιά. Για αυτό και τις μαζεύουμε εγώ και οι άντρες μου, ώστε να απαλλάξουμε όλο το κόσμο σε αυτό το νησί από τη γρουσουζιά τους! του απαντάει ο τύπος με την μοτοσυκλέτα.
Μόλις το ακούσαμε, αμέσως πηδήξαμε από το σπασμένο παράθυρο και τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, για να ειδοποιήσουμε τις γάτες του νησιού για την επικείμενη απειλή. Πρώτα πήγαμε σε ένα γάτο που τον λένε Αγριόγατο. Το όνομα του το πήρε από τις συνεχείς συγκρούσεις του με τις άλλες γάτες. Η αποστολή του ήταν να ενημερώσει τις γάτες των νησιών. Μετά πήγαμε στον Πατούσα, έναν γάτο της πόλης. Αυτός έπρεπε να ειδοποιήσει τις γάτες της πόλης. Τέλος πήγαμε στον Χαζούρη έναν γάτο του αγροκτήματος. Η δουλειά του ήταν να στείλει το μήνυμα το συντομότερο δυνατό σε όλες τις γάτες των αγροκτημάτων της περιοχής. Αφού τακτοποίησα αυτές τις δουλειές, αποφάσισα να επισκεφτώ την γατούλα μου, την Χιονάτη, μια πανέμορφη γάτα Άγκυρας. Έτσι την επόμενη μέρα πήγα στο σπίτι της Χιονάτης, ανέβηκα στην ροδιά του κήπου της και νιαούρισα πέντε φορές. Μόλις με άκουσε ανέβηκε και αυτή στο δέντρο και μου είπε:
-Γιατί δεν ήρθες τόσες μέρες; -Συνέβησαν πολλά τις τελευταίες μέρες, αγαπούλα μου. της απάντησα. -Το ξέρεις ότι είμαι ευτυχισμένη μόνο όταν είσαι δίπλα μου, μου είπε και με ανέβασε στον έβδομο ουρανό. -Αλλά σε δυο μέρες πρέπει να φύγω από την πόλη, μου λέει και με κατεβάζει απ τα σύννεφα. -Γιατί; την ρωτάω. -Το αφεντικό μου έχει κάποιες δουλειές και θα φύγουμε για μερικές εβδομάδες. Θέλοντας και μη, κατεβαίνω απ το δέντρο και βγαίνω έξω απ τον κήπο. Καθώς περπατάω τρέχει ξοπίσω μου ένας γάτος. -Ο τύπος με την μοτοσυκλέτα απήγαγε και άλλες γάτες! μου λέει όσο πιο γρήγορα μπορεί. -Αυτό παρά πάει! Ειδοποίησε όλες τις γάτες ότι θα κάνουμε συνέδριο στην σκεπή της παράγκας ώστε να βρούμε μια λύση σε αυτό το πρόβλημα. του λέω Την επόμενη νύχτα καμιά οχδονταριά γάτες ήταν μαζεμένες πάνω στην σκεπή της παράγκας. Μετά από πολύωρες συζητήσεις, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην αντεπίθεση.
Μετά από δύο μέρες, εντοπίσαμε τον τύπο με την μοτοσυκλέτα σ ένα σοκάκι. Μαζί με έναν άλλον άντρα είχαν στριμώξει στον τοίχο έναν άτυχο γάτο. Τότε άρχισε το σχέδιό μου. Ο Τίγρης βγήκε μπροστά του. Όταν τον είδε ο τύπος, άρχισε να τον κυνηγά. αφού είπε στον άλλον άντρα: -Εσύ πιάσε τη αυτή γάτα και εγώ αυτή. Ο άντρας έτρεξε να πιάσει τον γάτο αλλά πριν τον πιάσει εγώ πήδηξα στην πλάτη του και τον γρατζούνισα. Αυτός ούρλιαξε και σαν δαιμονισμένος άρχισε να με κυνηγά. Έτρεχα εγώ, έτρεχε και αυτός από πίσω. Τότε βλέπω ότι το καπάκι του υπονόμου λείπει. Αμέσως βάζω σε εφαρμογή το σχέδιο διαφυγής. Σταματάω ακριβώς μπροστά απ την τρύπα και όταν πάει να με πιάσει ο άντρας, με ένα πήδημα του ξεφεύγω και αυτός πέφτει μέσα στον υπόνομο. -Πάει αυτός! Υπονομεύτηκε! σκέφτομαι.
Εν το μεταξύ, τον φίλο μου τον Τίγρη τον είχε πιάσει, ο τύπος με την μοτοσυκλέτα, σε μια αποχή. Εγώ και ο γάτος που σώσαμε, τον ελευθερώνουμε, χωρίς να μας πάρει χαμπάρι. Όλοι μαζί τρέχουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αφού έχουμε απομακρυνθεί σταματάμε και αρχίζουμε να μιλάμε. -Φτηνά την γλιτώσαμε! λέει ο Τίγρης. -Ίσως πρέπει να τον σκοτώσουμε! λέει ο άλλος γάτος. -Όχι! Αποκλείεται να λερώσουμε τις πατούσες μας γι αυτόν τον άνθρωπο! Πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο. λέω εγώ. Την επόμενη εβδομάδα δεν είχαμε νέα τους. Μια μέρα που περπατάγαμε εγώ, ο Τίγρης, ο Αγριόγατος και ο Μαυροτρίχης, ακούσαμε κάποια νιαουρίσματα! Ήμουν σίγουρος ότι μου ήταν κάπου γνωστά. Τότε είδαμε τον τύπο με την μοτοσυκλέτα να έχει πιάσει απ το σβέρκο την Χιονάτη. Όλοι μαζί του ορμίσαμε και με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να την ελευθερώσουμε.
Εξαγριωμένος αρχίζει και μας κυνηγά. Κάποια στιγμή παραπατήσει και πέφτει πάνω σε μια τζαμαρία ενός καταστήματος. Ο συναγερμός αρχίζει να χτυπάει. Εν ριπή οφθαλμού καταφθάνει η αστυνομία και πριν προλάβει να το σκάσει τον πιάνουν! -Δεν φταίω εγώ! Οι γάτες το προκάλεσαν! λέει στους αστυνομικούς. -Αυτά να τα πεις στο δικαστήριο! του λέει ένας απ τους αστυνομικούς. Έτσι εγώ, η αγαπούλα μου και όλες οι γάτες του νησιού, γλιτώσαμε απ αυτόν τον απαίσιο.