ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΪΟΥ 2013 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Διδαγμένο κείμενο Ἀριστοτέλους Πολιτικά (Α1,1/Γ1,2/Γ1,3-4/6/12) Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική. Ἐπεὶ δ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. Ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. Καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης. Ὁ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)... πολίτης δ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς.... Τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν. Α1. Από το παραπάνω κείμενο να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του αποσπάσματος: «Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν... οὐκ ἔστι πολίτης.». ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί (συγκροτηθεί) για κάποιο αγαθό (γιατί όλα κάνουν τα πάντα γι αυτό που νομίζουν ότι είναι αγαθό),
είναι φανερό ότι όλες (οι κοινότητες) στοχεύουν σε κάποιο αγαθό, προπάντων δε στο ανώτερο απ όλα στοχεύει η ανώτερη απ όλες (τις κοινότητες) αυτή που περικλείει και όλες τις άλλες. Αυτή είναι που ονομάζεται πόλις και πολιτική κοινωνία. Επειδή, όμως, η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει πρώτα να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο από πολίτες. Επομένως, πρέπει να σκεφτούμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και τι είναι ο πολίτης. Πράγματι για τη λέξη πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες γιατί δεν υπάρχει μία γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης γιατί υπάρχει κάποιος, ο οποίος, ενώ είναι πολίτης στη δημοκρατία, στην ολιγαρχία πολλές φορές δεν είναι πολίτης. Β1. Ποια είναι η δομή του συλλογισμού, με τον οποίο ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη ως την τελειότερη μορφή κοινωνίας; Το παραπάνω συμπέρασμα βασίζεται στις εξής προκείμενες: 1) η πόλη είναι μία μορφή κοινωνικής συμβίωσης (αποτελεί σκέψη αυταπόδεικτη, καθώς κανείς δεν αμφισβητεί ότι η πόλη είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός όπου κατοικούν άνθρωποι) 2) κάθε συμβιωτική κοινότητα έχει συσταθεί για χάρη ορισμένου αγαθού (τελεολογική σκέψη) 3) η πόλη είναι η κυριότερη απ όλες τις συμβιωτικές κοινωνίες και περιέχει όλες τις άλλες. Αυτό σημαίνει ότι στην πόλη ενσωματώνονται όλες οι άλλες υποδεέστερες μορφές κοινωνίας, ως μόριά της. Βασιζόμενος ο φιλόσοφος σε αυτές τις προκείμενες καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πόλη, που είναι η κυριότερη από τις κοινωνίες, αποβλέπει στο κυριότερο αγαθό (ευδαιμονία). Αντί λοιπόν να αποδίδει στην πόλη τον κατώτατο δυνατό σκοπό (ανάγκη για επιβίωση) της αποδίδει από την αρχή τον υψηλότερο σκοπό. Στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για διάφορες κοινωνίες που η καθεμιά τους έχει ένα επιμέρους συμφέρον. Αυτοί για παράδειγμα που πολεμούν μαζί, επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μίας πόλης, οι ναυτικοί έχουν ως στόχο την απόκτηση χρημάτων και κάτι ανάλογο
συμβαίνει σε όλους όσοι ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Αυτές τις κοινωνίες ο φιλόσοφος τις θεωρεί μόρια της πολιτικής κοινωνίας και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, αλλά σε αυτό που αφορά «ἅπαντα τόν βίον». Άρα η πόλη είναι η τελειότερη μορφή συμβιωτικής ομάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος συλλογισμός δομείται παραγωγικά. Ο Αριστοτέλης συνήθιζε να αρχίζει την έκθεσή του με μία γενική πρόταση και να προχωρά ύστερα στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Πίστευε ότι είναι «κατά φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, γενικά θέματα και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, επιμέρους ζητήματα, «τά περί ἕκαστον ἴδια». Β2. Γιατί ο Αριστοτέλης επιδιώκει να προσδιορίσει την έννοια του πολίτη και πώς ορίζει τη σχέση του πολίτη με την πόλη; Ο Αριστοτέλης, αφού εξήγησε τους λόγους που καθιστούν αναγκαίο τoν προσδιορισμό της έννοιας «πόλης», επιδιώκει να εξηγήσει γιατί είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι σημαίνει «πολίτης». Ως πρώτος λόγος αναφέρεται ότι η πόλη είναι μια σύνθετη οντότητα, η οποία απαρτίζεται από πολλούς πολίτες. Για να γνωρίσουμε, λοιπόν, το «όλον» πρέπει πρώτα πρώτα να μάθουμε τα μέρη. Δηλαδή η πόλη είναι μία σύνθετη οντότητα, η οποία ως σύνθετο δημιούργημα αποτελείται από πολλά μικρότερα τμήματα. Η γνώση του όλου προϋποθέτει την προηγούμενη γνώση των μερών του. Στη συνέχεια, δίνεται ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Αριστοτέλης επιδιώκει να προσδιορίσει την έννοια του πολίτη. Όπως και με την πόλη, έτσι και με τον πολίτη υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ποιόν ονομάζουμε πολίτη. Δεν υπάρχει μία κοινά αποδεκτή άποψη σχετικά με το τι είναι πολίτης. Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η αποσαφήνιση του περιεχομένου της λέξης αυτής. Ειδικότερα, ανάλογα με το πολίτευμα που επικρατεί σε κάποια πόλη δίνεται διαφορετικό περιεχόμενο στην έννοια πολίτης. Διαπιστώνεται επομένως ότι ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τη σχέση πόλης και πολίτη ως μία
σχέση αλληλεξάρτησης. Από τη μία πλευρά βλέπουμε ότι οι επιμέρους πολίτες είναι εκείνοι που διαμορφώνουν τελικά την εικόνα που παρουσιάζει στο σύνολό της η πόλη, καθώς για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της λέξης πόλη πρέπει να γνωρίζουμε προηγουμένως τι σημαίνει η έννοια πολίτης. Από την άλλη πλευρά, η πόλη με το εκάστοτε πολίτευμα που επικρατεί σε αυτήν, είναι εκείνη που προσδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολίτη. Υπάρχει, λοιπόν, άρρηκτη σχέση ανάμεσά τους, αφού η ύπαρξη πόλεων είναι προϋπόθεση για την οργάνωση των διαφόρων πολιτευμάτων. Ο ορισμός της έννοιας του πολίτη εξαρτάται από το πολίτευμα, δηλαδή από τις ελευθερίες που έχει ο πολίτης και από τη δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά. Β3. Με βάση το κείμενο που σας δίνεται και το παρακάτω μεταφρασμένο απόσπασμα, να εξηγήσετε γιατί, κατά τον Αριστοτέλη, η πόλη είναι «κοινωνική οντότητα τέλεια» και γιατί υπάρχει «εκ φύσεως». ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ο άνθρωπος είναι ζῷον πολιτικόν Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Αριστοτέλους Πολιτικά (Α2, 5) Η πόλη αποτελεί την τέλεια κοινωνική οντότητα και υπάρχει «εκ φύσεως». Αυτό είναι το ένα βασικό θεματικό κέντρο της
ενότητας. Ο Αριστοτέλης θα αποδείξει την παραπάνω θέση χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ανάλυσης αυτού που θέλει να εξετάσει στα συστατικά του μέρη. Μιλώντας για την «πόλιν» δηλώνει καθαρά ότι τη θεωρεί μία από τις κοινωνικές οντότητες (ομάδες συνύπαρξης) των ανθρώπων. Η πρώτη ήταν, κατά τη διδασκαλία του, η οικογένεια (οικία - οίκος) το αποτέλεσμα του φυσικού «συνδυασμού» άρρενος και θήλεος σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου. Η δεύτερη ήταν το χωριό (η κώμη), η κοινωνία που σχηματίστηκε από «πλείονας οικίας» για την ικανοποίηση αναγκών ανώτερων από τις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου. Τέτοιες ήταν βέβαια οι πνευματικότερες ανάγκες του, πχ, η ανάγκη για λατρεία του θείου ή για απόδοση της δικαιοσύνης η οικογένεια δεν μπορούσε να έχει ούτε τυπικό λατρείας, δηλαδή λατρευτικές ιεροτελεστίες, ούτε μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης. Η τρίτη κοινωνική οντότητα ήταν η πόλις, η οποία είναι τέλεια. Μέσα στη λέξη αυτή ο αρχαίος Έλληνας άκουγε καθαρά τη λέξη «τέλος», μία λέξη που δήλωνε τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Είναι φανερό ότι με αυτή τη σημασία η λέξη δεν δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη τέλος ίσα ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση του κειμένου μας το επίθετο τέλεια λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε (οικία κώμη πόλις) με το νόημα αυτό, η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει και το τέλος της εξέλιξης (η οποία όμως δεν οδηγεί σε μία τελική φθορά, αλλά σε μία τελική ολοκλήρωση). Στο δικό μας χωρίο, η πόλις χαρακτηρίζεται τέλεια ακριβώς γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η πόλις είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «ευ ζην», η ευδαιμονία. Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης έρχεται να υποστηρίξει τη βασική του θέση, η οποία είναι ότι η πόλη αποτελεί έναν οργανισμό που έχει δημιουργηθεί εκ φύσεως. Η πρώτη του συλλογιστική πορεία που οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό είναι η ακόλουθη: 1) Οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (οίκος κώμη) είναι «φύσει», αφού δημιουργήθηκαν από την φυσική τάση και ανάγκη του ανθρώπου (σύζευξη άρρενος και θήλεος)
2) Η πόλη είναι αποτέλεσμα, ολοκλήρωση (τέλος) αυτών των πρώτων κοινωνιών 3) Άρα, η πόλη, αφού είναι αποτέλεσμα ένωσης κοινωνικών οντοτήτων που υπάρχουν «φύσει», είναι κι αυτή «φύσει». Αφού, λοιπόν, ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη ότι «φύση» ονομάζουμε τη μορφή που αποκτά ένα αντικείμενο τη στιγμή της ολοκλήρωσης της εξελικτικής του πορείας, δίνει το συλλογισμό, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η πόλη είναι «φύσει»: 1) Φύση είναι η μορφή που έχει ένα πράγμα κατά τη στιγμή της τελείωσής του 2) Η πόλη είναι η τελείωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων, είναι δηλαδή μία τελική μορφή 3) Άρα, η πόλη είναι «κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως». Με τον συλλογισμό αυτό αποδεικνύει για δεύτερη φορά ότι η πόλη είναι ένας μηχανισμός που υπάρχει εκ φύσεως και δεν αποτελεί ανθρώπινη συμβατική δημιουργία. Β4. Ποια είναι η σημασία της λέξης «πόλη» στα Πολιτικά του Αριστοτέλη και ποιοι είναι οι στόχοι της; Σελίδα 178 179 : «Επειδή πόλιν» Β5. Να βρείτε στο παραπάνω πρωτότυπο διδαγμένο κείμενο μία ετυμολογικά συγγενή λέξη, απλή ή σύνθετη, για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις της νέας ελληνικής: ενόραση = ὁρῶμεν σύσταση = συνεστηκυῖαν κατάσχεση = περιέχουσα σύγκλητος = καλουμένη κειμήλιο = συγκειμένων σκόπιμος = σκεπτέον άρχοντας = ἀρχῆς άφαντος = φανερόν ρητό = λέγομεν άφιξη = ἱκανὸν
Γ. Αδίδακτο κείμενο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Ζ 28 Μηνύεται οὖν ἀπὸ μετοίκων τέ τινων καὶ ἀκολούθων περὶ μὲν τῶν Ἑρμῶν οὐδέν, ἄλλων δὲ ἀγαλμάτων περικοπαί τινες πρότερον ὑπὸ νεωτέρων μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου γεγενημέναι, καὶ τὰ μυστήρια ἅμα ὡς ποιεῖται ἐν οἰκίαις ἐφ ὕβρει ὧν καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην ἐπῃτιῶντο. καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι μὴ αὐτοῖς τοῦ δήμου βεβαίως προεστάναι, καὶ νομίσαντες, εἰ αὐτὸν ἐξελάσειαν, πρῶτοι ἂν εἶναι, ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει τὰ τε μυστικὰ καὶ ἡ τῶν Ἑρμῶν περικοπὴ γένοιτο καὶ οὐδὲν εἴη αὐτῶν ὅτι οὐ μετ ἐκείνου ἐπράχθη, ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ ἐς τὰ ἐπιτηδεύματα οὐ δημοτικὴν παρανομίαν. μεγαλύνω: μεγαλοποιώ δημοτική: δημοκρατική Γ1. Να γράψετε στο τετράδιό σας τη μετάφραση του παραπάνω κειμένου. Μονάδες 20 Δεν καταγγέλλεται λοιπόν τίποτα και από μερικούς μετοίκους και ακολούθους (δούλους) σχετικά με τις Ερμές, αλλά (καταγγέλλονται) κάποιοι ακρωτηριασμοί άλλων αγαλμάτων που είχαν γίνει πρωτύτερα από νεότερους που διασκέδαζαν μεθυσμένοι και συνάμα (καταγγέλλεται) ότι τα μυστήρια παριστάνονται σε σπίτια για να γελοιοποιούνται (ή εξαιτίας της ασέβειας) για αυτά κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Και υποστηρίζοντας αυτά, εκείνοι που δυσανασχετούσαν προ πάντων με τον Αλκιβιάδη, ο οποίος τους ήταν εμπόδιο στο να ηγούνται του λαού με σιγουριά κι επειδή νόμισαν, ότι αν αυτόν απομάκρυναν θα ήταν πρώτοι (θα είχαν την ηγεσία), μεγαλοποιούσαν (τα γεγονότα) και φώναζαν ότι η παρωδία των μυστηρίων και ο ακρωτηριασμός των Ερμών έγιναν με σκοπό την κατάλυση της δημοκρατίας και (φώναζαν) ότι τίποτα από αυτά δεν υπήρχε που να μην πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία εκείνου, αναφέροντας στο τέλος ως αποδείξεις την άλλη αντιδημοκρατική του παραβατική συμπεριφορά στις καθημερινές του ασχολίες.
Γ2. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον τύπο που ζητείται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: τινων : την αιτιατική ενικού στο θηλυκό γένος = τινά ὕβρει : την αιτιατική ενικού = ὕβριν ὄντι : τη δοτική πληθυντικού στον ίδιο τύπο = οὖσι μάλιστα : τον θετικό βαθμό του ιδίου τύπου = μάλα ἐπῃτιῶντο : το β ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή = ἐπαιτιῶ ὑπολαμβάνοντες : τη δοτική πληθυντικού της μετοχής του αορίστου της παθητικής φωνής στο ίδιο γένος = ὑποληφθεῖσι ἐξελάσειαν : το γ πληθυντικό πρόσωπο της ευκτικής του μέλλοντα στην ίδια φωνή = ἐξελῷεν ἐβόων : το απαρέμφατο του ενεστώτα στην ίδια φωνή = βοᾶν εἴη : το γ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα = ἔσται ἐπράχθη : το γ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παρακειμένου στην ίδια φωνή = πεπράχθω. Γ3α. Να γίνει πλήρης συντακτική αναγνώριση των παρακάτω τύπων και φράσεων: περὶ τῶν Ἑρμῶν = εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο «μηνύεται». ὑπὸ νεωτέρων = εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στην παθητική μετοχή «γεγενημέναι». τὰ μυστήρια = υποκείμενο στο «ποιεῖται» και αττική σύνταξη τὸν Ἀλκιβιάδην = αντικείμενο στο «ἐπῃτιῶντο» δήμου (το δεύτερο στο κείμενο) = ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική αντικειμενική στο «καταλύσει». αὐτοῦ = ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική υποκειμενική στο «παρανομίαν». (μονάδες 6). Γ3β. Να γράψετε τον υποθετικό λόγο του κειμένου (μονάδες 2) και να τον χαρακτηρίσετε ως προς το είδος του (μονάδες 2).
Υπόθεση : εἰ αὐτὸν ἐξελάσειαν Απόδοση : (νομίσαντες) πρῶτοι ἂν εἶναι ΕΙΔΟΣ: ΑΠΛΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΛΕΓΟΝΤΟΣ Εξαρτημένος υποθετικός λόγος από τη μετοχή «νομίσαντες». Στον ευθύ λόγο μετατρέπεται: εἰ αὐτὸν ἐξελάσαιμεν πρῶτοι ἂν εἴημεν.