Πνευματική Διακονία. Ἀφιέρωμα: Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καὶ Ἐκκλησία Κύπρου. Ἔτος 5 ο (2012) Τεῦχος 14 ο



Σχετικά έγγραφα
Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α]

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες. Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, 9.00 π.μ. Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» Πειραιῶς

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Αθηναγόρας και Οικουμένη:

Περιεχόμενα. Β Ἐκκλησιαστική κρίση

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. τίμησε με την παρουσία του τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό

Οι άγιοι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές θέσεις

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

Εὐχετήρια-Κοινωνικὰ Γράμματα πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων

ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ. Μαρία Παντελή Γιώργος Βασιλείου

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Περιεχόμενα ΕΚΛΟΓΗ, ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ, ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019

Νέος Γέρων Σκευοφύλαξ στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Αποστολικοί Πατέρες και Απολογητές. Tuesday, March 5, 13

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

1. Στα αποστολικά χρόνια, η Θεία Ευχαριστία γινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που έγινε τη βραδιά του Μυστικού Δείπνου.

Αι ιστορικαί χειροτονίαι των Γ.ΟΧ. υπό του αειμνήστου Επισκόπου Βρεσθένης κυρού Ματθαίου του Α’ το έτος 1948

Φάροι της Ορθοδοξίας η Αγκάραθος και τα ιστορικά Μοναστήρια της Κρήτης

AΓΙΟΛΟΓΙΟΝ - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2014

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

Ἑλλάδα. Μεγάλη. Καλαβρία Ἀπουλία Καμπανία STUDIUM HISTORICORUM Ε ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΗΣ

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Γιατὶ τὸ Βυζάντιο. Ἐκδόσεις «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθήνα 2009, σελίδες 292.

Μαρτυρία Πίστεως καὶ Ζωῆς

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ (Ἀπόσπασµα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου)

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΡΑΒΕΝΝΑ STUDIUM HISTORICORUM ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤ ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὴν Ἀνατολή

«Κλαίνε τα μάτια μου όταν βλέπω να σκοτώνουν παιδιά»

Ἡ θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

Εκκλησία Ιεροσολύμων: πρότυπο χριστιανικών κοινοτήτων

Στη συνέχεια έκανε αναφορά στην επίσκεψη που είχε την προηγούμενη μέρα στο Κέντρο, όπου ο κ. Μαρτίνοβιτς εξήγησε στον ίδιο και στους συνεργάτες του,

Φροντιστηριακὸ Μάθημα Ἁγιογραφίας Β

Εκλογές στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου

Τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἔργο καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου

Ο Πατρ.Αλεξανδρείας παρασημοφόρησε τον Πρέσβη της Ουκρανίας στην Αίγυπτο

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΟΔΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Ἡ Πανήγυρις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης

X ΜΑΘΗΜΑ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Α

Περί Πρωτείων ο λόγος...

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

«Στέλνω σε όλο τον ευσεβή ορθόδοξο ρωσικό λαό την ευλογία και τη στοργή της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως»- Τί είπε στο Ρωσικό Μετόχι

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Χίος, ὡραῖο νησί κι ἄν δέν φόρεσες δαφνόκλαρα, σοῦ φτάνει γιά δόξα σου τό ἀκάνθινο τοῦ μαρτυρίου στεφάνι.

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΚΒ ΠΑΥΛΕΙΑ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ 2400 έτη από τη γέννηση του Αριστοτέλη

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραµµατείας τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας καὶ Πάσης Ἀνατολῆς. Balamand, τῇ 6ῃ Ἰουνίου 2016.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Καθορισμός ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

«ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ» Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: Παρακολουθήστε LIVE την τελετή ενθρόνισης του νέου Αρχιεπισκόπου Αμερικής

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

Η πρώτη γνωστή συλλογή ορισμένων βιβλίων της Κ. Δ. οφείλεται στον αιρετικό Μαρκίωνα (140 μ.χ., Ρώμη)

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Το τελικό ανακοινωθέν της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του. Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου. Εκκλησίας και της Ρ/Καθολικής

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019

Πρωτομηνιά και Άνοιξη: Τρεις σπουδαίες Αγίες εορτάζουν

2ο Γυμνάσιο Χαϊδαρίου. Μοναχισμός

ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ π.ἀλέξανδρος Σμέμαν

Απονομή Οφφικίου από τον Μητρ. Κωνσταντίας

Β Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας

α. αποτελούνταν από τους Αποστόλους και όσους βαπτίστηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Μητρ. Ναυπάκτου: «Ο Ευρίπου Βασίλειος ήταν το καύχημα αυτής της πόλεως».

ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ Κ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. Έπειδή παρατηρήθηκε σύγχυση στήν πληροφόρηση των πιστων χριστιανων

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

Τίμησαν την Αγία Μαρίνα στις Βρυξέλλες

Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Transcript:

πδ Περιοδική ἔκδοση Ἱ. Μητροπόλεως Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου Ἔτος 5 ο (2012) Τεῦχος 14 ο Πνευματική Διακονία Ἀφιέρωμα: Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καὶ Ἐκκλησία Κύπρου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Ἀφιέρωμα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί Ἐκκλησία Κύπρου Ο κουµενικ ν Πατριαρχε ον... 2 Ἐκ τῆς ἐπισήμου ἱστοσελίδος τοῦ Πατριαρχείου Πατριαρχε ον λεξανδρείας... 9 Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου Πατριαρχε ον ντιοχείας... 20 Μητροπολίτου Ἀρκαδίας κ. Βασιλείου Πατριαρχε ον εροσολύµων... 31 Ἐκ τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Ἡμερολογίου κκλησία Κύπρου... 41 Δρ Ἀνδρέα Βίττη Γεγονότα 2η Κληρικολαϊκ Συνέλευση... 83 ερ ς Μητροπόλεως Κωνσταντίας πίσηµη πίσκεψη Πατριάρχη... 93 Ρωσίας στ Μητρόπολη Κωνσταντίας κδοση Πρακτικ ν Συνεδρίου... 98 γίου πιφανίου κδηµία ερέα... 104 Φιλανθρωπικό δε πνο δρύµατος... 105 Κοινωνικ ς ιακονίας Χειροθεσία ρχιµανδρίτου... 108 Χειροθεσία Πρωτοπρεσβυτέρου... 108 πδ Πνευματική Διακονία Περιοδική κδοση τ ς ερ ς Μητροπόλεως Κωνσταντίας - µµοχώστου τος 5 ο (2012), τε χος 14 ο κδότης: Γραφεῖο Πνευματικῆς Διακονίας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου. Συντακτικ πιτροπή: Πανιερ. Μητροπολίτης Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου κ. Βασίλειος, Καθ. Θεόδωρος Γιάγκου, Δρ Γεώργιος Κάκκουρας, Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Κκαρᾶς, Πρωτ. Χριστόδουλος Χρ. Χριστοδούλου, κ. Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγοι. Εξώφυλλο: Ἀπὸ τὴ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν στὸ Φανάρι, 1 3 Σεπτεμβρίου 2011. πισθόφυλλο: Ἡ Κωνσταντινούπολη σὲ παλαιογραφία. κτύπωση: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΡΗΣ - Καραϊσκάκη 19, 143 43 Νέα Χαλκηδόνα, Τηλ. +30 210 8542020, www.skypris.gr ISSN 1986-2377

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ἀφιέρωμα: Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί Ἐκκλησία Κύπρου Τὸ τεῦχος αὐτό, ὅπως καὶ τὸ ἑπόμενο, εἶναι ἀφιερωμένα στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στὴν ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθοδοξία. Στὸ παρὸν τεῦχος γίνεται ἀναφορὰ στὰ Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ τὸ ἑπόμενο θὰ ἀναφέρεται στὶς ὑπόλοιπες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ πρῶτο ἄρθρο τοῦ τεύχους αὐτοῦ εἶναι ἀφιερωμένο στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου. Σὲ αὐτὸ γίνεται ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία καὶ τὶς περιπέτειες ποὺ πέρασε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ στὴ σημερινὴ κατάσταση. Ἐπίσης γίνεται ἀναφορὰ στὴ σημερινὴ κατάσταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ στὶς ἐπαρχίες ποὺ ἀνήκουν σὲ αὐτό. Ὁ Μητροπολίτης Κένυας κ. Μακάριος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ δεύτερου ἄρθρου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀφιέρωμα στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, τὸ δεύτερο σὲ τάξη Πατριαρχεῖο. Ὁ Σεβασμιώτατος, ἀναφέρεται στὴ διαδρομὴ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας στὸ διάβα τῶν αἰώνων καὶ στὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ αὐτὸ ἀντιμετωπίζει. Κύριο μέλημα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ τῶν Ἱεραρχῶν του, καθὼς καὶ ὅλων τῶν κληρικῶν ποὺ ἀνήκουν σὲ αὐτό, εἶναι ἡ ἱεραποστολὴ καὶ ὁ φωτισμὸς τῶν κατοίκων τῆς ἀφρικανικῆς ἡπείρου. Ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια γιὰ βελτίωση τῶν συνθηκῶν διαβίωσης τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ τὴν παροχὴ ὑλικῆς βοήθειας καὶ ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψης. Τὸ τρίτο ἄρθρο τοῦ παρόντος τεύχους, εἶναι μιὰ ἐκτενὴς ἀναφορὰ στὴν ἱστορία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Συγγραφέας τοῦ ἄρθρου εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀρκαδίας κ. Βασίλειος. Ὁ Σεβασμιώτατος κάνει μνεία σὲ Ἀποστόλους καὶ Ἁγίους ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας καὶ τὴν λάμπρυναν. Στὴν Ἀντιόχεια ὀνομάστηκαν γιὰ πρώτη φορά «χριστιανοί» ὅσοι πίστευαν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκίνησαν τὴν περιοδεία τους οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας. Ὁ Σεβασμιώτατος κλείνει τὸ ἄρθρο του μὲ τὴ σύγχρονη δράση καὶ μαρτυρία τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία ἐκτείνεται καὶ στὸ ἐξωτερικό. Τὸ τέταρτο στὴ σειρὰ παλαίφατο Πατριαρχεῖο, εἶναι τῶν Ἱεροσολύμων. Στὴ δικαιοδοσία του βρίσκονται οἱ Ἅγιοι Τόποι, τὰ μέρη ὅπου ἔζησε, δίδαξε, θαυματούργησε, ἔπαθε, πέθανε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Ἐδῶ βρίσκονται τὰ ἱερότερα μνημεῖα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἶναι ὁ Πανάγιος Τάφος τοῦ Κυρίου, τὸ Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως καὶ ἄλλα. Τὸ ἄρθρο γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸ Ἁγιοταφιτικὸ Ἡμερολόγιο καὶ σὲ αὐτὸ γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦ Πατριαρχείου, στὴ σύγχρονη πραγματικότητα στὸν σημερινὸ Πατριάρχη κ. Θεόφιλο καὶ στὰ μέλη τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας. Τὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ παρόντος τεύχους εἶναι μιὰ ἀναδρομὴ στὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἡ Ἐκκλησία Κύπρου θεμελιώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα, ὁ ὁποῖος πρόσφερε γι αὐτὴν τὴ ζωή του. Ἀπὸ τότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πέρασε ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες καὶ περιπέτειες. Ταλανίστηκε, ἀλλὰ δὲν καταποντίστηκε. Πρόσφερε μάλιστα περισσότερα ἀπὸ κάθε ἄλλο θεσμὸ στὸν τόπο, τοὺς ἀνθρώπους, τὴν παιδεία καὶ τὸν πολιτισμό. Πρόσφερε ἀκόμα πλῆθος Ἁγίων, ὥστε δίκαια ἡ Κύπρος ὀνομάστηκε «νῆσος Ἁγίων». Συγγραφέας τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι ὁ θεολόγος Δρ Ἀνδρέας Βίττης. Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ τεύχους εἶναι ἀφιερωμένο σὲ γεγονότα ποὺ συνέβησαν πρόσφατα καὶ ἀφοροῦν τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου. Γίνεται ἀναφορὰ πρῶτα στὴ 2η Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὶς 10 Μαΐου 2012. Ἀκολουθεῖ κατόπιν ἡ ἐπίσημη ἐπίσκεψη στὴ Μητρόπολή μας τοῦ Πατριάρχη Μόσχας καὶ Πάσης Ρωσίας κ.κ. Κυρίλλου. Ἕνα ἄλλο σπουδαῖο γεγονός, εἶναι ἡ ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Κωνσταντίας τὸ Μάιο τοῦ 2008. Ἀκολουθοῦν κατόπιν τὰ σχετικὰ γιὰ τὸ Φιλανθρωπικὸ Δεῖπνο τοῦ Ἱδρύματος Κοινωνικῆς Διακονίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κωνσταντίας, τὸ ὁποῖο ἔγινε στὶς 8 Μαΐου 2012. Στὴ συνέχεια γίνεται μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὴ χειροθεσία σὲ Ἀρχιμανδρίτη τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου Κκαρᾶ, κληρικοῦ τῆς Μητροπόλεως καὶ στὴ χειροθεσία σὲ Πρωτοπρεσβύτερο τοῦ πατρὸς Χριστόδουλου Χριστοδούλου, ἐφημέριου τοῦ προσφυγικοῦ Συνοικισμοῦ Βρυσούλων. Τέλος ἀναφέρεται ἡ πρὸς Κύριον ἐκδημία τοῦ πατρὸς Παναγιώτη Ἀντώρκα, κληρικοῦ τῆς Μητροπόλεώς μας, ἀπὸ τὴν κατεχόμενη ἐνορία τοῦ Ἁγίου Μέμνωνα Ἀμμοχώστου. 3

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ* 1. Ἡ Ἀποστολική ἀξία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως Οἱ Ἀπόστολοι ἐστάλησαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ διὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας εἰς πάντα τὰ ἔθνη. Κατὰ θαυμαστὸν ὄντως τρόπον ἐπέτυχον, παρὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰς δυσμενεῖς ἐξωτερικὰς συνθήκας, τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἱκανούμενοι, νὰ ἐξαπλώσουν τὸν Χριστιανισμὸν ἐντὸς ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος τῶν Ἀποστόλων, ἔδρασε, κατὰ ἀξιοπίστους ἱστορικὰς πηγὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, εἰς τὰς περὶ τὸν Εὔξεινον Πόντον περιοχάς, εἰς τὴν Θράκην καὶ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, ὅπου καὶ ἐμαρτύρησεν. Ἡ εἰς τὰς περιοχὰς ταύτας δράσις τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου συνετέλεσεν ὥστε αἱ Ἐκκλησίαι αὐτῶν, ὡς τῆς Τραπεζοῦντος, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν Πατρῶν, νὰ τιμοῦν αὐτὸν ἰδιαιτέρως ὡς ἱδρυτὴν καὶ προστάτην. Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἔχει καθιερώσει τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου (30 Νοεμβρίου) ὡς Θρονικήν Ἑορτήν, ἑορταζομένην μετὰ λαμπρότητος. Ὁ ἑορτασμός οὗτος, διακοπεὶς κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, ἐπανηνέχθη ἐπὶ Πατριαρχίας τοῦ ἀπὸ Φιλιππουπόλεως Σεραφεὶμ τοῦ Β (1760), συνεχιζόμενος ἔκτοτε ἀδιακόπως μέχρι σήμερον. Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου μετεφέρθησαν ἐκ τῶν Πατρῶν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου τὸ ἔτος 356, κατατεθέντα ἐν τῷ ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐτιμᾶτο ἰδιαιτέρως οὗτος, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τῆς εἰς αὐτὸν ἀφιερώσεως πολλῶν ναῶν. Ἡ ἀποστολικότης τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται καὶ ἐκ τῆς μεμαρτυρημένης ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ δράσεως τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἀπηύθυνε τὸ βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως «ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ», εἰς τὰς Ἐκκλησίας δηλαδή τῆς Ἐφέσου, τῆς Σμύρνης, τῆς Περγάμου, τῶν Θυατείρων, τῶν Σάρδεων, τῆς Φιλαδελφείας καὶ τῆς Λαοδικείας, αἱ ὁποῖαι σταθερῶς ἀπό τοῦ 4ου αἰῶνος μέχρι σήμερον ἀνήκουν εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὴν διπλῆν ἀποστολικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπεκαλέσθη ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος εἰς τὴν Πρωτοδευτέραν Σύνοδον (86Ι), ἀντιμετωπίζων τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Πάπα, οἵτινες προέβαλον τὴν ἀποστολικότητα τοῦ θρόνου τῆς Ῥώμης. Εἶπε τότε ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ὡς τοῦτο διεσώθη εἰς τὴν κανονικὴν συλλογὴν τοῦ Καρδιναλίου Deusdedit (11ος αἰών), κατὰ μετάφρασιν ἐκ τοῦ λατινικοῦ: «Καὶ ἐγὼ κατέχω ἐπίσης τὸν θρόνον τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου καὶ τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου». Ἡ ἀποστολικὴ ὅμως καταξίωσις τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἐρείδεται πολὺ περισσότερον ἐπὶ τοῦ ἀποστολικοῦ αὐτῆς ἔργου, τὸ ὁποῖον ἐπετέλεσε, κατὰ ἀξιοθαύμαστον ὄντως τρόπον, καὶ ἐν τῇ συγκροτήσει τῆς πρώτης καὶ μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανικῆς πολιτείας τοῦ Βυζαντίου, καὶ ἐν τῇ διαδόσει τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποστολικῷ τῷ ἤθει καὶ τοῖς τρόποις, εἰς πολυπληθεῖς λαούς, οὕς συνήγαγεν ἐν τῇ Mιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, καταστᾶσα οὕτως ἰσαπόστολος μετὰ τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ αὐτοκράτορος, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς νέας πρωτευούσης τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἥτις ἀπετέλεσε τὴν αἰωνίαν αὐτῆς ἕδραν. Πρὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ μικρὰ πόλις τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἀρχαία αὕτη ἀποικία τῶν Μεγαρέων, ἦτο ἐπισκοπὴ κατὰ τὸ Χριστιανικὸν αὐτῆς τμῆμα, ὑπαγομένη ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας καὶ συμμεριζομένη τὰς σκληρὰς συνθήκας ζωῆς, τὰς προκληθείσας ἐκ τοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμοῦ τῶν Ῥωμαίων αὐτοκρατόρων. Πρῶτος * Τὸ κείμενο λήφθηκε ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατόπιν ἀδείας καὶ εὐλογίας τῆς Α.Θ.Π τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. 4

αὐτῆς ἐπίσκοπος τοποθετηθεὶς ὑπ αὐτοῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἦτο ὁ Ἀπόστολος Στάχυς, ἀκολουθούμενος ὑπὸ ἀδιακόπου σειρᾶς εἰκοσιτεσσάρων ἄλλων ἐπισκόπων, μὲ τελευταῖον τὸν Ἅγιον Μητροφάνην, διὰ τοῦ ὁποίου κλείεται ἡ πρώτη ἄσημος περίοδος τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Βυζαντίου καὶ ἄρχεται ἀπὸ τῆς ἐποχής τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἡ λαμπρὰ περίοδος τῆς ὑπερχιλιετοῦς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ἐξελιχθεῖσα εἰς Ἀρχιεπισκοπήν, Πατριαρχεῖον, Οἰκουμενικὸν Θρόνον, Μεγάλην Ἐκκλησίαν, δὲν ἦτο ἁπλοῦν ἀποτέλεσμα κοσμοϊστορικῶν ἀλλαγῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ἀλλὰ οὐσιαστικὸς συντελεστὴς τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς αἴγλης τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας. 2. Περίοδος ἀκμῆς καί ἀκτινοβολίας (324-1453). Ὡς γνωστόν, ὁ ἀρχέγονος Χριστιανισμὸς διεδόθη κατ ἀρχὰς εἰς περιοχάς, ὅπου ἐκυριάρχει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἐλαλεῖτο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὑπὸ τὴν διοικητικὴν κάλυψιν τῆς ἀπεράντου Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἀνατολῆς ἐπεξετάθη ἐκεῖ ὅπου προηγουμένως εἶχον ἐπεκτείνει τὰ ὅρια τοῦ ἑλληνισμοῦ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ οἱ διάδοχοί του. Ἡ χριστιανικὴ οἰκουμένη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἐστηρίχθη ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶχεν ἐξ ἀρχῆς ἑλληνικὴν φωνήν, ἐκτὸς δὲ τοῦ μεγάλου ἑλληνιστοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅστις ἤνοιξε τὸν Χριστιανισμὸν εἰς τὴν ἑλληνικὴν οἰκουμένην, καὶ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἔδρασαν διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς ἑλληνικὰς ἢ ἑλληνοφώνους περιοχάς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ἀποβῇ περίλαμπρον ἐκκλησιαστικὸν κέντρον, δεσπόζον ἐπὶ αἰῶνας τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ ἑλληνικὸς κόσμος τῶν παραλίων τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου Πόντου ἀπετέλεσε τὸ ἔδαφoς τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως πολλῶν ἀποστόλων. Διὰ τοῦτο ἡ ὀργάνωσις τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἐστηρίχθη εἰς τὰς μεγάλας ἑλληνικὰς πόλεις, ὅπου ὑπῆρχον ἀκμαῖαι χριστιανικαὶ κοινότητες. Τὸ ἱ ερ απο στολικὸν χρέος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς Ἕλληνας καὶ βαρβάρους (Ρωμ. 1,14) ἐξεπληρώθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου κατὰ τὸ πρῶτον σκέλος διὰ τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τὸν ἑλληνικὸν κόσμον. Τὴν ἱεραποστολικὴν ὀφειλὴν τοῦ Ἀποστόλου, κατὰ τὸ δεύτερον σκέλος, ἐξεπλήρωσε παραδειγματικῶς ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, πεπροικισμένη δι ὅλων τῶν εὐνοϊκῶν προϋποθέσεων, τὰς ὁποίας ἐδημιούργησεν ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης ἐκ τῆς Παλαιᾶς Ῥώμης, ἡ ὁποία συνδεθεῖσα μετὰ τοῦ παγανισμοῦ καὶ τῆς εἰδωλολατρείας ἐφαίνετο ἀνίσχυρος καὶ ἀκατάλληλος ὡς πρωτεύουσα τῆς νέας χριστιανικῆς οἰκουμένης, εἰς τὴν Νέαν Ρώμην, τὴν Κωνσταντινούπολιν, οἰκοδομηθεῖσαν καὶ σχεδιασθεῖσαν ἵνα ἀναλάβῃ τὴν ἡγεσίαν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Οἱ ἱστορικοὶ ἔχουν ἀποδεχθ ῆ ἀνεπιφυλάκτως τὴν διαπίστωσιν, καθ ἣν κατὰ τὸ τέλος τοῦ 20οῦ μ.χ. αἰῶνος, ἐνῷ εἰς τὸ δυτικὸν τμῆμα τοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους, συμπίπτον μετὰ τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, ὁ Χριστιανισμὸς σποραδικῶς μόνον εἶχε διαδοθῆ εἰς μεμονωμένας κοινότητας, εἰς τήν Ἀνατολήν ἀντιθέτως εἶχεν ἐμπεδωθῇ ὁριστικῶς εἰς πυκνὸν δίκτυον κοινοτήτων, ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου, αἱ ὁποῖαι μετὰ τῆς Θράκης θὰ ἀποτελέσουν ἀπὸ τοῦ τετάρτου αἰῶνος τὸ ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ἤδη ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81-96) ὑπάρχουν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν αἱ ἑπτὰ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, τὰς ὁποίας ἤδη ἐμνημονεύσαμεν. Εἰς αὐτὸν τὸν λόγον ὀφείλεται, εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ θεσμοῦ τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ἀποτελοῦντος ἀπὸ τοῦ 5ου αἰῶνος σταθερὰν μορφὴν ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς αὐτοκεφάλους τοπικὰς Ἐκκλησίας, ἡ ὕπαρξις εἰς τὴν Δύσιν ἑνὸς μόνον ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου, τῆς Ῥώμης, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα τέσσαρα, Κωνσταντινούπολις, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα, εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀνατολήν. Ἡ πολιτικὴ καί πολιτιστικὴ αἴγλη, δι ἧς περιεβλήθη ἡ Κωνσταντινούπολις ὡς ἡ 5

Ἡ Α.Θ.Π ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος νέα πρωτεύουσα τῆς χριστιανικῆς πλέον αὐτοκρατορίας, προεκάλεσε σημαντικὰς ἀνακατατάξεις εἰς τὴν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τὸν 4ον ἤδη αἰῶνα. Ἡ διαμόρφωσις τῆς ὑψηλῆς ἐκκλησιαστικής θέσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πνευματικοῦ κέντρου τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης συνετελέσθη ταχύτατα. Κατὰ τὴν Α Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (325), ἐνῶ ἤδη ἔχει ἀποφασισθῇ ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης (324), οὐδεμία μνεία γίνεται τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ἐπίσημα ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς νέας πρωτευούσης ἐγένοντο τὸ ἔτος 330, ἀσφαλῶς δὲ θὰ ἐχρειάζετο ὁ εὔλογος χρόνος διὰ νὰ ἀποκτήσῃ αὕτη ἀνάλογον κῦρος καὶ νὰ ἐπιβληθῇ, ἀνταγωνιζομένη τὴν Παλαιάν Ρώμην μὲ τὸ μακροχρόνιον ἱστορικὸν μεγαλεῖον καὶ τὴν λαμπρότητα τῆς αἰωνίου πόλεως. Ἀνάλογοι προσπάθειαι τὴν ἰδίαν ἐποχήν, ἐπιχειρηθεῖσαι διὰ τῆς ἐγκαταστάσεως τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἄλλας πόλεις (Νικομήδεια, Μεδιόλανα) εἶχον ἀποτύχει. Ὁ γνωστὸς κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, ἐξηγῶν τὴν παρασιώπησιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῆς Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει τὰ ἑξῆς σημαντικὰ ἐν πρώτοις διὰ τὴν αἴγλην καὶ τὸ κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, κατόπιν διὰ τὴν ἐκ θείου σχεδίου μεταφορὰν τῆς πρωτευούσης καὶ τὴν μεταβολὴν αὐτῆς ἐξ ἀγριελαίου (Παλ. Ρώμη) εἰς καλλιέλαιον (Ν. Ρώμη), ὡς καὶ διὰ τὸν παγιωθέντα ἤδη θεσμὸν τῆς πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, τὸν ὁποῖον σημειωτέον ἡ Ῥώμη προσεπάθει πάντοτε νὰ ἀνατρέψῃ, μὴ ἀποδεχομένη τοπικὰς αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν μοναρχίαν τοῦ Πάπα καὶ τὴν ἐπὶ πάσης τῆς Ἐκκλησίας δικαιοδοσίαν αὐτοῦ. Γράφει ὁ Βαλσαμών: «Ὁ δὲ μέγας Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ περιβόητον τοῦτο πράγμα καὶ ὄνομα Πειρινθίοις ὑποκείμενος (Πείρινθος δὲ ἔστιν ἡ δυτικὴ Ἡράκλεια) ἐτέλει ὑπὸ Ἐπίσκοπον οὔπω γὰρ μεγαλόπολις ἡ Κωνσταντινούπολις ὠνομάζετο, ἀλλὰ πολίχνιον καὶ Βυζάντιον. Μετενεχθέντων δὲ τῶν σκήπτρων τῆς βασιλείας ἀπὸ τῆς παλαιᾶς Ῥώμης ἐν αὐτῇ κατὰ θείαν καὶ ἀπόῤῥητον πρόνοιαν ὡς ἐξ ἀγριελαίου εἰς καλλιέλαιον, ὁ τότε ἀρχιερατεύων τοῦ τοιούτου θρόνου Ἅγιος Μητροφάνης ἐξ Ἐπισκόπου μετωνομάσθη Ἀρχιεπίσκοπος. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ ἡ πρώτη Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν ἕκτῳ καὶ ἑβδόμῳ κανόνι μνησθεῖσα τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν, ἤγουν τοῦ Ῥώμης, τοῦ Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἀντιοχείας καὶ τοῦ Ἱεροσολύμων, τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως μνείαν οὐκ ἐποιήσατο» (Ράλλη-Ποτλῆ, 4,542). 6

Κατὰ τὸ διαῤῥεῦσαν διάστημα μεταξὺ τῆς Α καὶ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325-381), ἐντὸς πεντήκοντα περίπου ἐτῶν, ἡ Κωνσταντινούπολις διαμορφοῦται εἰς ἡγέτιδα Ἐκκλησίαν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρωταγωνιστικοῦ ρόλου τῶν Ἐπισκόπων αὐτῆς κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν τριαδολογικῶν αἱρέσεων, μὲ συνέπειαν νὰ προεδρεύσουν τῶν ἐργασιῶν τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας, δύο Ἀρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ μετὰ τὴν παραίτησιν αὐτοῦ ὁ διάδοχός του Ἅγιος Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἐῤῥύθμισε τὴν παγιωθεῖσαν ἐν τῇ πράξει πρωτεύουσαν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὁρίσασα ἐν τῷ 3ῳ κανόνι αὐτῆς «τὸν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης Ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Κατὰ τὴν ἐπιτυχῆ διατύπωσιν τοῦ Σάρδεων Μαξίμου εἰς τὸ περὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔργον αὐτοῦ «ὁ 3ος κανὼν δὲν ὑπῆρξε προϊόν αὐθαιρεσίας, ἀλλ ἀποτέλεσμα τῆς ἐξελίξεως τῶν 50 ἐτῶν καὶ ὥριμος καρπὸς τῆς ἱστορικῆς συνειδήσεως τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῶν νέων συνθηκῶν τῆς Αὐτοκρατορίας» (σελ. 109). Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὕτη ὕψωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπεράνω τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν Ῥώμην συνετέλεσεν εἰς τὴν ἐν τῇ πράξει ἄσκησιν δικαιοδοσίας ἐπὶ τῶν πλησιοχώρων διοικήσεων Πόντου, Θράκης καὶ Ἀσίας, μολονότι τυπικῶς ἡ Σύνοδος δὲν ἔθιξε τὸ καθεστὼς τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῶν. Ἡ ὁριστικὴ ὑπαγωγὴ αὐτῶν εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐγένετο ἐν τῇ Δ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ τῆς Χαλκηδόνος, ἡ ὁποία διὰ τοῦ 28ου κανόνος αὐτῆς ἐπικυρώνει τὴν παγιωθεῖσαν πρᾶξιν τῆς ἐπὶ τῶν διοικήσεων αὐτῶν δικαιοδοσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπεκτείνει δὲ αὐτὴν καὶ εἰς τὰ «βαρβαρικὰ ἔθνη», εἰς τὰς ἐκτὸς τῆς αὐτοκρατορίας δηλαδὴ καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐν διασπορᾷ εὑρισκομένας χριστιανικὰς κοινότητας. Ἡ Δ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκληρώνει οὕτω τὴν ἐκκλησιαστικὴν ὕψωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συμπληροῦσα τὰς ῥυθμίσεις τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτῆς δὲν εἶναι πλέον μετὰ τὸν Ῥώμης, ὡς ὥριζεν ἡ Β Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ μετὰ τοῦ Ῥώμης «τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ῥώμης Ἁγιωτάτῳ Θρόνῳ» (28ος κανών). Διὰ τῶν κανόνων 9 καὶ 17 αὐτῆς δίδεται ἐπίσης εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκκλήτου, τοῦ νὰ δικάζῃ ἐν περιπτώσει ἐκκλήσεως ὑπερορίους κληρικοὺς τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων. Εἰς τὰς δύο αὐτὰς περιπτώσεις ἀσκήσεως ὑπερορίου ἁρμοδιότητος, ἤτοι εἰς τὴν δικαιοδοσίαν ἐπὶ τῆς διασπορᾶς καὶ εἰς τὴν ὑπάτην δικαστικὴν ἐξουσίαν ἐν τῷ θεσμῷ τοῦ ἐκκλήτου ἐκδηλοῦται ἐμφανῶς ἡ πρωτεύουσα θέσις τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς οὐδένα ἄλλον Θρόνον ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες ἄσκησιν ὑπερορίου ἁρμοδιότητος. Ἡ προνομιακὴ αὕτη θέσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στηριζομένη εἰς ῥητὰς κανονικὰς διατάξεις, κατέληξεν ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πέραν τῆς νομικῆς θεμελιώσεως, εἰς φυσικὸν αὐτῆς γνώρισμα. Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῇ, ἂν ἀφαιρέσῃ κανεὶς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ὁποία ἀπέβη τὸ μέγα Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας καθ ὅλην τὴν δυναμικὴν ἱστορικήν της πορείαν. Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ἀκμῆς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐπρωτοστάτησεν εἰς τὴν διατύπωσιν καὶ διαμόρφωσιν τῶν δογμάτων, εἰς τὴν σύγκλησιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ Μοναχισμοῦ, εἰς τὸν ἐμποτισμὸν συνόλου τῆς ζωῆς ἐν τῇ αὐτοκρατορίᾳ ὑπό τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος ἐν ἁρμονικῇ συνεργασία μετὰ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὥστε πράγματι τὸ Βυζάντιον νὰ ἀποτελῇ μοναδικὸν ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ παράδειγμα γνησίας βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἤσκησεν ἐπίσης ἐπιτυχέστατον ἱεραποστολικόν ἔργον ἤδη ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸ ὁποῖον ἐκορυφώθη κατὰ τοὺς 9ον καὶ 10ον αἰῶνας διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς ἐξορμήσεως πρὸς τὸν σλαβικὸν κόσμον. Μετέδωσεν εἰς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τὸ ἀποτεθησαυρισμένον ἐκ μακροχρονίου ἱστορικῆς ἐμπειρίας ὀρθόδοξον πνεῦμα καὶ διεπότισε δι αὐτοῦ ὀντολογικῶς τὰ βάθη τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ, ὅστις εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοηθῇ ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τοὺς πνευματικούς του γεννήτορας. 7

Διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς αὐτῆς δράσεως κατέστη Μήτηρ Ἐκκλησία πάντων τῶν λαῶν τῶν προσελθόντων δι αὐτῆς εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν. Ὡς δὲ παρατηρεῖ ὁ διάσημος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας, «φυσικὴ συνέπεια τούτων εἶναι ὅτι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν τούτων ἀποτείνονται, πρὸς διακανονισμὸν τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτῶν βίου, εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν αἰτούμεναι ὁδηγίας πρὸς τοῦτο καὶ πρὸς πάντα καθόλου τὰ ἄγνωστα καὶ ἀσαφῆ αὐταῖς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα» (Ἐκκλ. Δίκαιον, σελ. 156-157). Ἡ πνευματικὴ αὕτη μητρότης τῆς Ἐκκ λησίας Κων σ ταν τιν ουπόλ ε ω ς ἐπεκτείνεται εἰς πάντας τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὄντας καὶ τρεφομένους ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, κατὰ τὴν εὔστοχον διατύπωσιν τοῦ Πατριάρχου Ἠσαῒου, γράφοντος πρὸς τοὺς Ἀρμενίους ἐπιθυμοῦντας νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν: «Μητρὸς λόγον ἡμεῖς ἐπέχομεν πρός τε ὑμᾶς καὶ πάντας τοὺς βουλομένους Χριστιανοὺς καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι ὡς καὶ ὑμεῖς ἀκριβῶς ἴστε. Καὶ γάρ ἐξ ἡμῶν αἱ διδασκαλίαι τῶν θείων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων δὲ Συνόδων ἡ θεόπνευστος νομοθεσία, ἐξ ἡμῶν ὡς ἀπὸ πηγῆς τινος εἰς τὸ τῆς Ἐκκλησίας πλήρωμα ἐξεχύθησαv» (Μiklοsich-Μuller) 2,259). 3. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία συνεχίζει τό ἔργον της. Μετὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς ἐξωτερικῆς αἴγλης καὶ δυνάμεως, λόγῳ συγκυριακῶν ἐπιδράσεων, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἀνέλαβεν ὡς στοργικὴ μήτηρ τὸ ἔργον τῆς προστασίας καὶ περιθάλψεως τῶν ὑποδούλων ὀρθοδόξων λαῶν καὶ μὲ πολλὴν σύνεσιν καὶ σοφίαν ἐκινήθη μέσα εἰς τὰς νέας συνθήκας τῶν καιρῶν, κατορθῶσαν νὰ συντηρήσῃ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ τὴν αὐτοσυνειδησίαν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἐμφάνισις τῆς πληθύος τῶν Νεομαρτύρων κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν ἀποτελεῖ δόξαν καὶ καύχημα διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, συνδέουσα αὐτὴν μὲ τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν τῶν πρώτων αἰώνων, τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτυρίων. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ κίνδυνος τοῦ ἐξισλαμισμοῦ δὲν ἦτο ἡ μόνη ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἦτο ἐξ ἴσου μεγάλος καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων ἀσκουμένου προσηλυτισμοῦ, οἵτινες, εὑρόντες τὸν ὀρθόδοξον λαὸν ἐν πτωχείᾳ καὶ ἀδυναμίᾳ, εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων οὐχὶ ἐκ τῆς θύρας, ὡς οἱ ποιμένες, ἀλλ ἀλλαχόθεν, ὡς κλέπται καὶ λῃσταί, ἵνα θύσουν καὶ ἀπολέσουν ( Ἰω. 10,1-8). Ὑπάρχει πληθὺς ἱστορικῶν στοιχείων περὶ τῆς σθεναρᾶς στάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τῆς ξένης προπαγάνδας, ἡ ὁποία δυστυχῶς κατέφυγεν εἰς ἀθέμιτα μέσα πρὸς ἐπιτυχίαν τῶν σκοπῶν της ὠργάνωσεν ἐκστρατείαν δυσφημήσεως καὶ κατασυκοφαντήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ ἱστορικὰς καὶ δῆθεν ἐπιστημονικὰς μελέτας, διεγείρουσα κυρίως τὰς ἐθνικὰς εὐαισθησίας τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ὥστε νὰ ἀποδυναμωθῇ ἡ ἐπίδρασις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ νὰ καταστῇ οὕτως εὐάλωτος λεία τῶν ξένων «Ἱεραποστολῶν». Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μετὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διεφύλαξε καὶ τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν καταπνίγει τὸν ὑγιῆ ἐθνικισμόν τὸν ἐντάσσει ἁρμονικῶς μέσα εἰς τὴν πληθύν τῶν ἄλλων γνωρισμάτων, τῶν συναποτελούντων τὴν ἀνθρωπίνην πλευρὰν τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπὸ τὴν σκέπην καὶ καθοδήγησιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου οἱ ὀρθ όδοξοι λαοὶ ἐκαλλιέργησαν τὰς ἐθνικάς των γλώσσας, ἀνέπτυξαν ἰδίαν ἕκαστος ἐκκλησιαστικὴν γραμματείαν, ἤκουσαν τὸ Εὐαγγέλιον «τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος διαλέκτῳ» (Πράξ. 2,8), ὡς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ φαινόμενον τοῦ σκληροῦ καὶ ἀκάμπτου ἐκλατινισμοῦ τῆς Θεολογίας καὶ τῆς λατρείας, τὸ ὁποῖον μέχρι τῆς Β Βατικανείου Συνόδου κατεδυνάστευσε καὶ ἠφάνισε τὰ ἐθνικὰ στοιχεῖα τῶν Ῥωμαιοκαθολικῶν λαῶν, οὐδέποτε ἔσχε χώραν ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς τοῦτο ἄριστα καταφαίνεται εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν σλαβικῶν λαῶν, τὴν γραπτὴν 8

γλῶσσαν τῶν ὁποίων ἐδημιούργησεν ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ οἱ λαοὶ τῆς Βαλκανικῆς διετήρησαν ἀλώβητα τὰ ἐθνικὰ καὶ φυλετικά των γνωρίσματα, ὥστε νὰ δυνηθοῦν κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα νὰ διεκδικήσουν τὴν ἐθνικήν των αὐτοτέλειαν καὶ ἀνεξαρτησίαν. Καὶ μόνον ὅταν ὁ ἐθνικισμός διεξεδίκησε κυρίαρχον θέσιν, ὅταν ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν γνωρισμάτων τῶν συνιστώντων τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἠπειλεῖτο οὕτω ὁ πνευματικός ὑπερεθνικὸς χαρακτὴρ αὐτῆς, ἡ ἐπὶ πνευματικῶν γνωρισμάτων ἑδραζομένη ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, τότε τὸ Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον κατεδίκασε τὴν τάσιν αὐτὴν τοῦ «ἐθνοφυλετισμοῦ» ὡς ἐπικίνδυνον καινοτομίαν. 4. Νέα περίοδος. Ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων, διάλογος ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους. Ἡ δημιουργία ἀνεξαρτήτων ἐθνικῶν κρατῶν εἰς τὸν χῶρον τῆς Βαλκανικῆς εἶχεν ὡς ἄμεσον συνέπειαν τὴν δημιουργίαν αὐτοκεφάλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μολονότι ἔβλεπε συῤῥικνουμένην τὴν τεραστίαν αὐτοῦ δικαιοδοσίαν, παρεχώρησε διὰ τῆς κανονικῆς ὁδοῦ τὸ αὐτοκέφαλον εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῶν νέων χωρῶν τῆς Βαλκανικῆς, ἀντέδρασε δὲ μόνον εἰς περιπτώσεις προσβολῆς τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ ὑπερεξάρσεως ἐθνοφυλετικῶν κριτηρίων. Ἡ πολυδιάσπασις πάντως αὐτὴ εἰς ἐθνικὰς Ἐκκλησίας ἦτο νέον φαινόμενον εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πρὸ πολλῶν αἰώνων παραχώρησις τοῦ αὐτοκεφάλου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας (1589) δὲν εἶχεν δημιουργήσει προβλήματα εἰς τὰς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων καὶ λόγῳ τῆς εὐπειθείας τῆς θυγατρὸς πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς μὴ ἐμφανίσεως εἰσέτι καὶ ἐξάρσεως τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνοτήτων, ἡ ὁποία ἀποτελέσασα τὴν βάσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν νέων κρατῶν καὶ συνδεθεῖσα μὲ τὰς μεταξύ αὐτῶν ἐθνικὰς διεκδικήσεις συνετέλεσε καὶ εἰς τὴν ψύχρανσιν τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδιαιτέρως κατὰ τὰς περιόδους τῶν μακροχρονίων πολεμικῶν συγκρούσεων. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον παρακολουθοῦν μετ ὀδύνης αὐτὴν τὴν ἔλλειψιν ἑνότητος μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων κατέβαλεν ἐργώδη προσπάθειαν, ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, συσφίγξεως τῶν διορθοδόξων σχέσεων, σφυρηλατήσεως καὶ διαθερμάνσεως τῆς μεταξὺ αὐτῶν ἑνότητος, ἡ ὁποία μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐστέφθη ὑπὸ πλήρους ἐπιτυχίας. Αἱ πολλαὶ διορθόδοξοι συναντήσεις, ἡ μέχρι τοῦδε ἀκώλυτος καὶ καρποφόρος προπαρασκευὴ τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ κατὰ τὰς ἡμέρας ἰδία ἡμῶν συμπαγὴς ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῇ ἀντιμετωπίσει τῶν νέων ἱστορικῶν προκλήσεων, ὡς τοῦτο ἐφάνη κατὰ τὴν ἱστορικὴν ἐν τῷ ἱερῷ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρῳ συνάντησιν τῶν ἀρχηγῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Μάρτιος 1992), ἔχουν ἀφήσει πολὺ ὀπίσω τὴν ἐποχὴν τῆς ἀποξενώσεως ὡς ἁπλῆν ἱστορικὴν ἀνάμνησιν. Αἱ ἱστορικαὶ πρωτοβουλίαι τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ ὁλοπρόθυμος ἀνταπόκρισις τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐδημιούργησαν εὐνοϊκὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν συνέχισιν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, τῆς πορείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπίτευξις τῆς διορθοδόξου ἑνότητος διηυκόλυνε τὸ ἔργον τῆς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνδιαλλαγῆς ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἐπιτυχίας τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Πράγματι δὲ ἡνωμένη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέχει τὴν μαρτυρίαν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, διαλεγομένη μετὰ τῶν ἑτεροδόξων ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ. Εἰς οὐδεμίαν ἄλλην ἐποχὴν διεξήχθησαν τόσοι θεολογικοὶ διάλογοι, ὅσοι διεξάγονται σήμερον. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν διαλόγων καὶ γενικώτερον τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἐφ ὅσον αὕτη ἡ συμμετοχή στηρίζεται εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς, ἐπαφίεται εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀληθεύοντος ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀγαπῶντος ἐν ἀληθείᾳ. 9

5. Ἡ Ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, οὖσα πρωτόθρονος μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἔχουσα ἐξ ἱστορικῶν καὶ θεολογικῶν λόγων τὸ δικαίωμα καὶ τὴν εὐθύνην τῆς ἐνάρξεως καὶ τοῦ συντονισμοῦ τῶν διορθοδόξου σημασίας ἐνεργειῶν, δὲν παύει νὰ ἀποτελῇ τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς ἡ δικαιοδοσία περιορίζεται εἰς συγκεκριμένην γεωγραφικὴν περιοχήν, ὅπερ ἰσχύει κατὰ τοὺς κανόνας δι ὅλας τὰς Ἐκκλησίας, καὶ διὰ τὴν Ῥώμην, πλὴν τοῦ προνομίου τῆς ἀσκήσεως ὑπερορίου ἁρμοδιότητος εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἀπονεμηθέντος ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐκκλήτου. Ὡς ἤδη ἐλέχθη, αἱ διοικήσεις τοῦ Πόντου, τῆς Θράκης καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπετέλεσαν τοὺς πρώτους χώρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Εἰς αὐτὰς προσετέθησαν ἀπὸ τοῦ 8ου αἰῶνος αἱ ὑπαγόμεναι εἰς τὸ Ἀνατολικὸν Ἰλλυρικὸν περιοχαὶ ἀπὸ Ἀδριατικῆς μέχρι Νέστου καὶ ἀπὸ Δουνάβεως καὶ Ῥοδόπης μέχρι Κρήτης, αἱ ὁποῖαι, μολονότι πολιτικῶς ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰῶνος ὑπήχθησαν εἰς τὸ ἀνατολικὸν Ῥωμαϊκὸν κράτος, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικῶς τὸ 421 διὰ διατάγματος Θεοδοσίου τοῦ Β, ἐξηκολούθησαν μέχρι τοῦ 733 νὰ ἀποτελοῦν τὴν ἐξαρχίαν ἢ τὸ βικαριᾶτον τῆς Θεσσαλονίκης, ὑπαγόμενον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης. Εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπήχθησαν καὶ οἱ διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς αὐτῆς φροντίδος προσελθόντες εἰς τὸν Χριστιανισμὸν σλαβικοὶ λαοί. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥωσσίας μέχρι τοῦ 15ου αἰῶνος, ἐπὶ πέντε δηλαδὴ αἰῶνας, ἦτο μία τῶν μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Εἰς τὸν χῶρον τῆς Βαλκανικῆς ἐσχηματίσθησαν αἱ αὐτόνομοι ἀρχιεπισκοπαὶ Τυρνόβου, Ἀχρίδος καὶ Πεκίου, κατὰ τὴν διάρκειαν ὅμως τῆς τουρκοκρατίας ἐπανῆλθον ὑπὸ τὴν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἣν ἐπίσης ὑπήγοντο καὶ αἱ κατὰ τὸν 14ον αἰῶνα ὀργανωθεῖσαι μητροπόλεις Οὐγγροβλαχίας καὶ Μολδοβλαχίας. Ἡ εὐρυτάτη αὕτη δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤρξατο σταδιακῶς μειουμένη διὰ τῆς παραχωρήσεως τῆς αὐτοκεφάλου ἀξίας εἰς τὰς τοπικὰς Ἐκκλησίας: εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥωσσίας (1589), εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (1850), εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας (1879), εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥουμανίας (1885), εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀλβανίας (1937) καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Βουλγαρίας (1945). Σοβαρωτέρα ἦτο ἡ συῤῥίκνωσις τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ προκύψασα ἐκ τῆς φυγῆς τῶν ὀρθοδόξων πληθυσμῶν ἐκ τῶν πατρογονικῶν αὐτῶν ἑστιῶν ἐν Πόντῳ, Θράκῃ καί Μ. Ἀσίᾳ, αἱ ὁποῖαι ὡς εἴδομεν ἀπετέλουν διὰ τῶν αἰώνων τὸν ἱστορικὸν γεωγραφικὸν χῶρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοῦ δικαιοδοσίας. Ἡ φυγή αὐτὴ συνετελέσθη μετὰ τὸν μικρασιατικὸν πόλεμον τοῦ 1922 ἐξακολουθεῖ δὲ μέχρι σήμερον. Οὕτω ἐκ τῶν περιοχῶν ἀπέμειναν ἐν Τουρκίᾳ σήμερον ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τέσσαρες μητροπόλεις: Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκηποννήσων καὶ Ἴμβρου καὶ Τενέδου. Ἐκ τῶν π ληθ υ σμῶν οἱ ὁποῖοι ἐγκατεστάθησαν εἰς Εὐρώπην, Ἀμερικὴν καὶ Αὐστραλίαν, ἱδρύθησαν νέαι Ἀρχιεπισκοπαὶ καὶ Μητροπόλεις, μὲ πολὺν δυναμισμὸν μεταξὺ ἄλλων προηγμένων ὡς ἐπὶ τῶν πολὺ λαῶν. Ἐκ τῆς συνυπάρξεως δὲ αὐτῆς ἀναμένει πολλὰ ἀγαθὰ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ τουρκικοῦ κράτους ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν ἐπίσης ὑπὸ τὴν ἂμεσον δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου αἱ μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου, ἡ ἡμιαυτόνομος Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἡ μοναστικὴ πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἄλλα Πατριαρχικὰ Ἱδρύματα καὶ Ἑστίαι ἐν ὅλῃ τῇ Οἰκουμένῃ. Ἐπίσης, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνήκουν καὶ αἱ μητροπόλεις τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», τῶν ὁποίων ἡ διοίκησις ἐδόθη τὸ 1928 ἐπιτροπικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. 10

ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Σεβασμ. Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου Ἡ Αἴγυπτος, τὸ δῶρο τοῦ Νείλου, κατὰ τὸν Ἡρόδοτο, ἡ εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι ἡ χώρα, ἡ ὁποία, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἐγκολπώθηκε τὸ ζωηφόρο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν τοῦ Εὐσεβίου ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς σχετικά: «Πανταχοῦ μὲν οὖν τῆς οἰκουμένης ἐστὶ τὸ γένος (ἐννοεῖ τῶν χριστιανῶν) ἔδει γάρ ἀγαθοῦ τελείου μετασχεῖν καὶ τήν Ἑλλάδα καὶ τὴν βάρβαρον. Πλεονάζει δ ἐν Αἰγύπτῳ καθ ἕκαστον τῶν ἐπικαλουμένων νομῶν, καὶ μάλιστα, περὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν» (Φίλων παρ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. βιβλ. β κεφ. 17). Οἱ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι εὐνόησαν τὴ διάδοση καὶ τὴν, περαιτέρω, ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐκεῖ, στὴ χώρα αὐτή, πρέπει, κατὰ κύριο λόγο, ν ἀναζητηθοῦν στὴ γεωγραφική της θέση. Ὁ χριστιανισμός, εὐθὺς ἐξαρχῆς, ξαπλώθηκε καί ἑδραιώθηκε σ ὁλόκληρη τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου, μέ ἕνα θαυμάσιο συγκερασμὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, αἰγυπτιακῆς καί ἰουδαϊκῆς σκέψης καὶ ζωῆς. Τοῦτο βοήθησε, ἰδιαίτερα, ὅταν οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου μπόρεσαν καὶ διέπλασαν τὴ νέα θρησκεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς καταλλαγῆς μὲ τὰ διδάγματα τῆς ἀρχαίας ἀθανάτου ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀνεδείχθησαν, στὴ συνέχεια μεγάλα ἀναστήματα τῶν σπουδαιότερων Πατέρων τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Διονύσιος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Κύριλλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων καὶ ἄλλοι ὅπως ὁ Ὠριγένης, ὁ Ἡρακλᾶς, ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Ἡ Αἴγυπτος εἶναι ἡ χώρα, ἡ ὁποία βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴν Παλαιστίνη, κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, ἄλλωστε, ἐξηγεῖται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, πρῶτες, οἱ ἀνατολικὲς περιοχὲς τῆς χώρας ἐνστερνίσθηκαν τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἐπὶ δέκα συνεχεῖς αἰῶνες, δηλαδή ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ κτίστηκε ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ πόλις αὐτὴ διακρίθηκε, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὡς τὸ μεγαλύτερο κέντρο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν. Ἕνας δεύτερος λόγος ἀφορᾶ στὴν πολιτικὴ κατάσταση τῆς χώρας. Δὲν πρέπει νὰ παραβλεφθεῖ τὸ γεγονός ὅτι, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὁλόκληρη ἡ ἔκταση τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, ἀπὸ τὴ διώρυγα τοῦ Σουὲζ (ἰσθμὸς Ἀρσινόης) μέχρι καὶ τοῦ ὀρεινοῦ συμπλέγματος τοῦ Ἄτλαντα (Μαρόκο), βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ κυριαρχία. Ἕνας τρίτος λόγος, ὄχι ἥσσονος σημασίας ἀπὸ τοὺς προηγούμενους, ἦταν ὅτι, στὴ χώρα καί, μάλιστα, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὑπῆρχε μία ἀκμάζουσα Ἰουδαϊκὴ Διασπορά, ὅπως, ἐπίσης, κι ἕνας δεύτερος, ἐκτὸς τῶν Ἱεροσολύμων Ναὸς καί, ἀκόμη, ἐκεῖ εἶχε γίνει ἡ μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα. Ἐπιπλέον, ἡ πόλη ἦταν ἑλληνικότατη, μιὰ πού ἡ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, στὴ Νειλοχώρα, χάνεται στὴν ἀχλὺ τῶν αἰώνων, ἐφ ὅσον ἐπιγραφικὰ μνημεῖα πολὺ παλαιότερα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του ἀναφέρονται σὲ Ἀχαιοὺς καὶ Δαναοὺς (Ἀχιγιάβα καὶ Νταναούνα). Ἑπομένως, τὸ γλωσσικὸ ὑπόβαθρο, τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατανόηση τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, προϋπῆρχε. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἡ μόνη στὴν ὁποία ἐκηρύχθη τό Εὐαγγέλιο. Γλῶσσα, καθ ὅλα πειθαρχημένη, φιλολογική, τέλεια, ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴ δυσνόητη Λατινικὴ καὶ τὴ στεγνὴ Ἑβραϊκή. Ἔτσι ἀποτέλεσε καὶ πρόσφερε στὴ νέα θρησκεία, τὸ τελειότερο γλωσσικὸ ὄργανο, τὸ καταλληλότερο γιὰ τὴ διατύπωση καὶ τὴν ἔκφραση τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν ὑψηλῶν ὑποθηκῶν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. 11

Ἡ Α.Θ.Μ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρος Β 12

Δὲν ἀπέμενε, πλέον, παρὰ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ κατάλληλου προσώπου, ποὺ θὰ ἀνελάμβανε τὴν ἀποστολή, στὴν Αἴγυπτο. Κατόπιν ἀντεγκλήσεων, ἰδιαίτερα μεταξὺ τοῦ πρωτοποριακοῦ, τολμηροῦ Παύλου καὶ τοῦ συντηρητικοῦ Πέτρου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, ἐπελέγη, τελικά, ὡς ὁ καταλληλότερος Εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος, γόνος ἑβραϊκῆς οἰκογένειας τῆς Κυρηναϊκῆς, ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα. Ἦλθε, λοιπόν, ὁ Μᾶρκος στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ «νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸν» καὶ «νὰ ἐγκαταστήσει τὴν Ἐκκλησίαν του». Ἔτσι, ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶναι ἡ πρώτη πόλη, ὅπου συνεστήθη ἡ πρώτη χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινότης. Πρῶτος δὲ ἐπίσκοπός της ἔγινε ὁ θεμελιωτής της, Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖον ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται μέχρι σήμερα καὶ τὸ ὁποῖον, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ἔλαβε τὰ πρωτεῖα, μετὰ τὸν Ρώμης, τὰ ὁποῖα διετήρησε, μέχρι τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἄλλων ἀφρικανικῶν πόλεων καὶ ὁ ἐπίσκοπός της κατεῖχε τὴν πρώτη θέση, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων καὶ, γιὰ τὸν λόγον αὐτόν, ὀνόμασθηκε Ἀρχιεπίσκοπος, ἢ Πάπας καὶ ἀργότερα, Πατριάρχης, τίτλοι, τοὺς ὁποίους ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας διατηρεῖ μέχρι καὶ σήμερα. Ἐρχόμενος ὁ Μᾶρκος, βρῆκε μιὰ πόλη ἐξ ὁλοκλήρου εἰδωλολατρική, μιὰ πόλη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραλληλίσει κανεὶς μὲ τὴν Ἀθήνα ποὺ βρῆκε ὁ Παῦλος. Ἐδῶ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, οἱ κάτοικοι ἦταν δεινοὶ συζητητὲς καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Μάρκου ἤκμαζαν ἄνδρες κύρους, ὅπως οἱ Ἰώσηπος καὶ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, αὐθεντία τῆς Διασπορᾶς. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῆς Ἀλεξάνδρειας συνετελέσθη σὲ τόσο μεγάλο βαθμό, ὥστε, ἀπὸ τὸν 2ο μ.χ. αἰ. ὑπῆρχε στοὺς κόλπους της ἀκμάζουσα Κατηχητικὴ Σχολή, μὲ πρῶτον Διευθυντῆ, Πρύτανι θὰ λέγαμε, σήμερα, τὸν Πάνταινο, περίφημο χριστιανὸ φιλόσοφο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀκμὴ τοποθετεῖται στὸ 180 μ.χ., ἐνῶ διάδοχοί του καὶ ἰσάξιοί του σέ ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ ἀνάστημα ἦταν οἱ: Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ὠριγένης καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν Πλατωνικὴ καὶ Νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, θεμελίωσαν τὴ νέα θρησκεία σὲ βάσεις ἐπιστημονικὲς καὶ ἔγιναν εἰσηγητὲς τῆς δογματικῆς ἐπιστήμης. Καί, ἂν ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Πτολεμαϊκῆς ἐποχῆς καὶ τῆς Βυζαντινῆς περιόδου διασώθηκαν ἀκμαῖοι, μέχρι καὶ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση, αὐτὸ ὀφείλεται, ἐν πολλοῖς, στοὺς Πατέρες τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς ἀφ ἑνός, καὶ στοὺς μεγάλους προαναφερθέντες Πατέρες καὶ Πατριάρχες ἀφ ἑτέρου. Προπύργιο καὶ προμαχώνας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ Ἀλεξάνδρεια ἔγινε πρωτοπόρος στὴν ἐκστρατεία γιὰ τὴ διάδοση τῆς νέας θρησκείας καὶ ὄχι μόνο πολλαπλασίασε τοὺς καρποὺς τῆς εὐσεβείας, διὰ τῆς φιλοσοφίας ἀλλὰ καὶ τοὺς μοίρασε σ ὅλον τόν, τότε, γνωστὸ κόσμο καὶ συνέτριψε τὴν εἰδωλολατρία. Αὐτό, ἀκριβῶς, τὸ τελευταῖο γεγονὸς ἐθορύβησε τὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ἐξαπέλυσε φρικαλέους διωγμούς, πολὺ πιὸ φοβερούς ἀπ ὅσους εἶχε ἐξαπολύσει ἐναντίον ἄλλων χριστιανῶν. Ἐδῶ, οἱ Χριστιανοὶ ὑπέμειναν διάφορους τρομεροὺς θανάτους, βασανιστήρια ἀπάνθρωπα, δημεύσεις, τέτοια ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει. Ὁ Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ θεατὴς τῶν ὅσων διαδραματίζονταν, ὁμολογεῖ ὅτι: «Πολὺ τῆς ἀληθείας ἀπέλιπεν, ὅπως τὰ τῶν Χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου μαρτύρια ἱστορήσῃ». Ὅμως, οἱ διῶκτες ἀπέτυχαν, ἕνα πλῆθος πατέρων καὶ διδασκάλων, στρατιές ὁσίων καὶ τάξεις ἀπολογητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐσφράγισαν τὴν ἐποχή τους, ἀπέκρουαν κάθε ἐχθρικὴ ἐπιβουλὴ καὶ ἔφοδο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ αὐξηθεῖ ὁ ἀριθμὸς τῶν χριστιανῶν, παρὰ νὰ ἐλαττωθεῖ. Ὁ χριστιανισμὸς εἶχε, ἤδη, ἁπλώσει τὰ πλοκάμια του στὴν Ἀραβία, στὴ Νουβία καὶ στὴν Αἰθιοπία, ἔτσι ὥστε ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου νὰ ἐπεκτείνεται σ ὅλη τὴν, τότε, γνωστὴ Ἀφρική. Τὸν 4ο αἰ. ἀναφέρονται ἑκατὸ ἐπισκοπὲς σὲ δέκα ἐπαρχίες! 13

Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν Κατηχητικὴ Σχολή, ἡ Ἀλεξάνδρεια θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ διατήρηση μοναστικῶν - ἀσκητικῶν κέντρων στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας, στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου, στὴ Λιβυκὴ ἔρημο, στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, στὴν Ὀξύρυγχο, στὶς Θῆβες, μέχρι καὶ τὴ Νουβία. Ἱδρυτὲς τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ πρωταγωνιστές ἀναδείχθηκαν οἱ πρῶτοι ἀναχωρητὲς ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ Μέγας Ἀντώνιος (251-356) καὶ ὁ Παχώμιος (276 345), οἱ ὁποῖοι ἐνέπνευσαν ἐρημίτες, ποὺ ἀσκήθηκαν στὶς περιοχὲς αὐτές. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας ἔμελλε νὰ διατηρηθεῖ μόνον τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες. Κι αὐτό, γιατί, μέσα στοὺς κόλπους της ὑπῆρχαν, ἐκτὸς ἀπὸ τούς Ἕλληνες καὶ στοιχεῖα ἀνομοιογενῆ, ὅπως γιὰ παράδειγμα, οἱ Κόπτες, παλαιοὶ Αἰγύπτιοι, οἱ ὁποῖοι, καὶ βοηθήθηκαν, ποικιλοτρόπως, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἐδῶ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι, ἀπὸ τὸν 3ο αἰ. μ.χ., ἡ Ἐκκλησία, στὴν προσπάθειά της νὰ μεταγλωττίσει τήν Ἁγία Γραφὴ στὴ γλῶσσα τοῦ τόπου, ἐπινόησε τὴν Κοπτική, ἡ ὁποία γραφόταν μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες ὡστόσο, ἡ πλειονότητά τους παρέμεινε, μᾶλλον, ἀδιάφορη καὶ ἀντιμετώπιζε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας, πάντοτε, μὲ καχυποψία. Τοὺς τρεῖς, λοιπόν, πρώτους αἰῶνες, ἂν καὶ ὑπῆρχαν στοιχεῖα ἀνομοιογενῆ στοὺς κόλπους τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἐπικρατοῦσε ἑνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, ἄρχισε νὰ κλονίζεται, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. μ. Χ., μὲ τὶς συζητήσεις ποὺ ἐγίνοντο σχετικὰ μὲ τὴ μία ἢ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυτισμοῦ δημιούργησε μεγάλο σχίσμα ἀνάμεσα τοὺς χριστιανοὺς τῆς Αἰγύπτου, τὴν τελικὴ ἀπόφαση ἔδωσε ἡ ἐν Χαλκηδόνι Δ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν μονοφυτισμὸ ὡς αἵρεση. Στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας ὁρίστηκε ἡ περὶ τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ διδασκαλία, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ καθαιρεθεῖ ὁ Ἀλεξανδρείας Διόσκορος (444 451) ὡς μονοφυσίτης. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία διχοτομήθηκε σὲ δύο Πατριαρχεῖα, στὸ Ἑλληνικὸ ὀρθόδοξο καὶ τὸ Κοπτικὸ, οὔτως ὥστε οἱ ἀκολουθήσαντες τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ὀνομάσθηκαν βασιλικοί καὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μέρος τῆς Μίας Ἁγίας καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ δὲ ἄλλοι, οἱ Κόπτες, ποὺ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, παραμένουν μέχρι σήμερα νὰ εἶναι γνωστοὶ ὡς μονοφυσίτες. Ὅσο κι ἂν ὑποστηρίζεται ἀπὸ θεολόγους ὅτι οἱ αἱρέσεις ὄχι μόνον δὲν ἀμαυρώνουν τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνέβαλαν, μᾶλλον, στὸ νὰ διατρανωθεῖ ἡ φωνὴ τῆς διδασκαλίας της, στηριζόμενοι στὸ τοῦ Παύλου: «Δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν» (Κοριν. Α 11,19), ὡστόσο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι οἱ διασπαστικὲς τάσεις καὶ κεντρόφυγες δυνάμεις τῶν αἱρέσεων ἔπαιξαν ρόλο καθοριστικό, στὴ μετέπειτα πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ δημιουργία τῆς ὅλης αὐτῆς καταστάσεως, συνέβαλε, σὲ μεγάλο βαθμό, ἡ διαγωγὴ κάποιων βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθησαν, ἀναφανδόν, ἄλλοι ὑπὲρ τῆς μίας, ἄλλοι ὑπὲρ τῆς ἄλλης αἱρέσεως καὶ κυνήγησαν ἀνηλεῶς, τούς ὀπαδοὺς τῆς ἄλλης, προσφέροντας, ἔτσι, τὴν εὐκαιρία στοὺς καραδοκοῦντες βαρβάρους ν ἀποσποῦν ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ὅλη ἡ ἀρχαία περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, μέχρι, δηλαδή, καὶ τὸν 7ο αἰ. ἔχει σφραγισθεῖ ἀπὸ τήν ἀκμὴ τοῦ μοναστικοῦ βίου, ἀπὸ φοβεροὺς διωγμούς, ἀλλὰ καὶ, ταυτόχρονα ἀπὸ μία ἐσωτερικότητα καὶ πνευματικότητα. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο μέχρι τὸ 642 μ.χ. δηλαδὴ μέχρι τὴν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς κυριαρχίας ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἡ ἐποχὴ αὐτὴ πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἐκείνη ποὺ ἡ Ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὸν καθόλου βίο τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν Μεγάλων 14

Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν, Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν, ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί, ἰδιαίτερα, ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ στερεώθηκε ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός. Τὸ 618 μ. Χ., ἡ Αἴγυπτος ὑπέκυψε στὴν κατακτητικὴ ὁρμὴ τῶν Ἀράβων. Τὸ ἔτος αὐτὸ σηματοδοτεῖ τὴν ἀπαρχὴ νέων δεινῶν γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Αἰγύπτου, τά ὁποῖα κορυφώθηκαν ἐπὶ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννη Τσιμισκῆ (962), ὅταν Αἰγύπτιοι, Πέρσες, Ἄραβες, Ἐλαμίτες καὶ ὅσοι κατοικοῦσαν στήν Εὐδαίμονα Ἀραβία, συνασπίστηκαν, μετὰ μανίας, ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Οἱ Κόπτες ὑπερίσχυσαν, ὑποστηριζόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, ἂν καὶ στοὺς μετέπειτα χρόνους ἀπώλεσαν τὴ γλῶσσα τους καὶ τὴ θρησκεία τους, ἐν μέρει, γιατί, ὅσοι ἀπ αὐτοὺς δὲν ἔγιναν μουσουλμάνοι, ἀφομοιώθηκαν, τελείως, ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, ποὺ ἀκολούθησαν μέχρι καὶ τὸν 14ο αἰ. οἱ σχέσεις Χριστιανῶν Ἀράβων ἀκροβατοῦν σὲ τεντωμένο σχοινί. Ἀπὸ τὸ 642 1517 μ.χ. λόγῳ τῆς ξένης κυριαρχίας καὶ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἰσλαμισμοῦ, ὡς κυριάρχου στοιχείου, ἡ Ἐκκλησία Ἀλεξανδρείας, παρόλο ποὺ συνεχίζει νὰ ἀποτελεῖ κέντρο μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς προσφορᾶς πρὸς τούς ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ μειώθηκε ἡ ἐπίδραση, ποὺ εἶχε ἡ Ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία στὴν προηγούμενη περίοδο, δὲν ἔπαψε, ὅμως, νὰ ἀποτελεῖ πόλο ἕλξης, παρόλο ποὺ διάφοροι ἱστορικοὶ χαρακτηρίζουν τὴν περίοδο αὐτὴ σκοτεινή. Εἶναι ἡ περίοδος ποὺ ἡ Ἐκκλησία Ἀλεξανδρείας γνώρισε διωγμοὺς καὶ πολλές ἐκκλησίες κατεστράφησαν. Εἶναι σημαντικό, ἐπίσης, νὰ ἀναφέρουμε ὅτι δὲν εἶχαν μόνο ἐχθροὺς τοὺς Μωαμεθανούς ἀλλὰ καὶ τοὺς Κόπτες, οἱ ὁποῖοι δήμευσαν τοὺς ναοὺς τῶν Ὀρθοδόξων. Παρὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας συνέχισε νὰ συμμετέχει σὲ ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἡ συμμετοχὴ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας στὶς συζητήσεις ποὺ ἀφοροῦσαν δογματικὲς διαφορές, μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, ὑπῆρξε πρωτοποριακή. Τὰ ὅσα δεινά, κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπακολούθησαν, ξεπέρασαν κάθε φυσικὸ ὅριο. Ὁ φωτισμένος Ἱεράρχης καὶ Ἅγιος Μελέτιος Πηγᾶς (1590 1601), ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὸν Σίλβεστρο (1569 1590), τόν Ἱερομάρτυρα Κύριλλο Λούκαρι (1601 1620), τὸν Γεράσιμο Σπαρταλιώτη (1620 1636) καὶ τὸν Μητροφάνη Κριτόπουλο (1636 1639) ἐπηρέασαν θετικὰ τὴν πορεία τοῦ Πατριαρχείου, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μελέτιος Πηγᾶς: «Τοῦτο δέ μοι, τὴν λύπην διπλασιάζει ἀπὸ ταλαιπωρίας εἰς ταλαιπωρίαν, οὐ γὰρ Θράκη μόνη πλουτεῖ τῶν κακῶν, ἀλλὰ Θράκην Αἴγυπτος ὑπερακοντίζει ἐγὼ δε οὔτε κατὰ Συστὸν καὶ Ἄβυδον, ὅθεν διέβην, οὐδὲ κατὰ Τένεδον (ἐκεῖ γαρ κατέχουσιν ἡμᾶς οἱ μὴ πλέοντες ἐξ οὐρίας ἄνεμοι) κατ οὐδὲν ἐξευρίσκω τήν ἀφθονίαν τῶν κακῶν μειονεκτοῦσαν, πανταχοῦ ταραχαί, φόβοι, στεναγμοί, οὐκ οἶδα πότε λήξει τὰ κακά, ἢ τίνα ἕξουσι παραμυθίαν, ἕν ζητεῖν καὶ προσδοκᾶν παρὰ τοῦ Σωτῆρος τῶν τε ἐνόντων καὶ τῶν μελλόντων δεινῶν τὴν ἀπαλλαγὴν» (Μελετίου Πηγᾶ, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίαν). Τὸ κλίμα ἀλλάζει τὸν 15ο αἰ. ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὰ Βόρεια Παράλια τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς περιόδου αὐτῆς, ποὺ εἶναι καὶ ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας, εἶναι μιὰ περίοδος σημαντικὴ στὴν ἱστορία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Φαίνεται ὅτι ὁ Σελὶμ ὁ Α, τὸ 1517, ἔδωσε ἐντολή, μὲ τὴν ὁποία διασφάλιζε τὰ πατριαρχικὰ προνόμια, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Πατριάρχης εἶχε ἀποκλειστικὴ ἐξουσία πάνω σὲ ὅλα τὰ θέματα, ποὺ ἀφοροῦσαν τὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τοῦ Πατριαρχείου. Ἔτσι ὁ Πατριάρχης ἦτο ὁ ἀπόλυτος δικαιοῦχος, γιὰ νὰ ἀσκεῖ τὰ καθήκοντά του ἐπὶ τῶν ἐπισκόπων, κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ ὁ ἴδιος ἐξουσίαζε τοὺς ναοὺς καὶ τὶς μονές. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖτο μὲ θέματα γάμου καὶ διαζυγίων, δεχόταν ἀφιερώματα γιὰ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὶς μονὲς, χωρὶς τὶς ἐπεμβάσεις τῶν τοπικῶν, πολιτικῶν διοικητῶν. Ἡ 15

περίοδος αὐτὴ τῆς τουρκοκρατίας πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς θετική, ἐφ ὅσον οἱ ὀρθόδοξοι μποροῦσαν νὰ ἐξασκήσουν, ἐλεύθερα, τὰ δικαιώματά τους καὶ τὶς μετακινήσεις τους στὸ χῶρο τῆς Αἰγύπτου. Ὁ 17ος καὶ 18ος αἰ. ὑπῆρξαν αἰῶνες δύσκολοι γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Ἑ λ λην ι σ μ ὸ ς ἦταν ἐ λ άχι σ το ς, παρηγορητικό, ὅμως, ἦτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἔφθαναν, ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀραβόφωνοι ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἐγκαθίσταντο στὴν Ἀλεξάνδρεια, Κάιρο, Ταμιάφιο καὶ Ραχήτιο. Ἡ Ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία ἔχανε τὸ κύρος καὶ τὸ κλέος της. Οἱ ὀρθόδοξες ἐπισκοπὲς ἐμετροῦντο τώρα εἰς τὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρός. Παρὰ ταῦτα ὁ θρόνος ἐλαμπρύνετο μὲ τὴν παρουσία, ἐκεῖ, ἐπιφανῶν ἁγίων πατριαρχῶν, ὅπως τοῦ Σιλβέστρου, τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, τοῦ Μητροφάνους Κριτοπούλου, τοῦ Ἰωαννικίου, τοῦ Ματθαίου, τοῦ Σαμουὴλ κ.ἄ. Οἱ δυσκολίες δὲν ἦταν μόνον ἡ φτώχεια τοῦ ποιμνίου καὶ τοῦ Πατριαρχείου ἀλλὰ ὁ προσηλυτισμός, τὸν ὁποῖο ἀσκοῦσαν οἱ καθολικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες, ποὺ παρεπιδημοῦσαν στὴν Αἴγυπτο. Τότε, οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, μὲ τοὺς λόγους τους καὶ τὰ ἔργα τους, ἐμψύχωναν τὸ ταλαιπωρημένο μικρὸ τους ποίμνιο, ἱδρύοντας σχολεῖα στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στὸ Κάιρο. Οἱ Πατριάρχες αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐθεωροῦντο ἐθνάρχες καί, ἔτσι, βλέπουμε ξένους πρεσβευτὲς καὶ προσωπικότητες νὰ τοὺς ἐπισκέπτονται καὶ νὰ ὑποβάλλουν τὰ σέβη τους. Ὁ σεβασμὸς ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἦταν ἐμφανής. Ὁ σουλτάνος ἀπέστελλε τὸ περίφημο βεράτιο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων ἀνεγνωρίζετο ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους πιστοὺς τῆς Αἰγύπτου. Ὁ δραγομάνος προσφωνοῦσε τὸν Πατριάρχη, δίνοντάς του τιμητικὸ καββάδιο ὡς ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ δυνάστη, λέγοντάς του τὰ ἑξῆς «Πιστὲ καὶ φρόνιμε ἄρχων τῶν Ρωμαίων. Προσεπικύρωσε ὁ πολυχρονεμένος σουλτάνος τὴν ἐκλογή σου. Φύλαξε τοὺς ὅρκους πίστεως» καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Πατριάρχης ἐκαλεῖτο ἐφφέντης. Οἱ 17ος καὶ 18ος αἰ. χαρακτηρίζονται, ἱστορικά, ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὶς ἐπεμβάσεις, στὰ ἐσωτερικὰ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Βατικανοῦ, τῶν Διαμαρτυρομένων, τῶν δογμάτων ποὺ ἔχουν ἕδρα τους τὴν περιοχὴ καὶ τῶν Συρορθοδόξων, οἱ ὁποῖοι, καὶ σήμερα ἀκόμη, διεκδικοῦν τὴν πρωτοκαθεδρία. Ἀπὸ τὴν πλευρά του, τὸ Πατριαρχεῖο, παλεύει ἀνάμεσα στὶς συμπληγάδες τῶν ἐπιβουλῶν καὶ συγχρόνως ἀντιμετωπίζει οἰκονομικὰ προβλήματα καὶ προκειμένου νὰ τὰ ἀντιμετωπίσει, ὁδηγεῖται σέ οἰκονομικές ἐξαρτήσεις ἀπὸ κάποιους ἰσχυρούς. Ἡ ἄνοδος στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, τοῦ Ἁγίου Ἰωακεὶμ τοῦ «Πάνυ» (1486 1567) ἐγκαινιάζει μιὰ σειρὰ φωτισμένων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατάγονται ἀπὸ τὴν Κρήτη καί, μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ. πρωτοστάτησαν στὴ λύση τῶν προβλημάτων, ποὺ ταλάνιζαν τὸ Πατριαρχεῖο. Ἐπίσης, τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ἐνισχύθηκε, στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα, διὰ τοῦ ἀποικισμοῦ ἱκανοῦ ἀριθμοῦ Ἑλλήνων, στὴν Αἴγυπτο καὶ τῆς ἱδρύσεως παροικιῶν στὸ Κάιρο, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Αἰγύπτου (Ἰσμαηλία, Πὸρτ-Σάιντ, Μανσούρα, Καφρ-Ελ-Ζαγιὰτ κ.ἄ.). Ὅταν ὁ Μωχάμετ Ἀλὺ κατέλαβε τὴν Αἰγύπτο, ὑποστήριξε τοὺς Ἕλληνες, ἰδιαιτέρως (ὁ ἴδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καβάλα) κι ἐκεῖνοι, ἀνταποδίδοντάς του τὴν εὔνοιά του τὸν βοήθησαν στὸ μεταρρυθμιστικό του ἔργο. Ὁ 19ος αἰ. ἦταν ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας καλοῦσαν τὸ ποίμνιό τους νὰ συσπειρωθεῖ καὶ νὰ ὀργανωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο σὲ σωματεῖα καὶ ὀργανώσεις καὶ ἀδελφάτα. Ἔτσι, τὴν ἐποχή αὐτή, ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Αἰγύπτου, ὀργανωμένος, προσέφερε μεγάλες ὑπηρεσίες στὸ ποίμνιο καὶ γράφει σελίδες ἔνδοξες γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ ἐν γένει. Μεγάλοι εὐεργέτες δημιουργοῦν σχολεῖα, ἐκπαιδευτήρια, νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, τὰ ὁποῖα, μέχρι σήμερα, θυμίζουν τὸ πέρασμα 16

τῶν Ἑλλήνων καὶ λαμπρύνουν τὶς σελίδες τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ἔτσι, τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἦταν, πλέον, τὸ Πατριαρχεῖο τῶν πτωχῶν ἀλλὰ ἕνα πνευματικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ καθίδρυμα, ὅπου κλῆρος καὶ λαὸς τίμησαν μὲ τὸ πέρασμά τους καὶ οἰκοδόμησαν ἔργα εὐποιίας καὶ ἐστάθησαν ἄγρυπνοι στὶς ἐπάλξεις γιὰ τὴ δυναμικὴ παρουσία τοῦ δευτερόθρονου τῇ τάξει Πατριαρχείου. Ὡς ἐξέχοντα μέλη τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Ἀλεξανδρείας, τὸ 1812, ἀναφέρονται οἱ: Θεόδωρος καὶ Μιχαὴλ Τοσίτσας, ἀργότερα ὁ ἀδελφός τους, Κωνσταντῖνος Τοσίτσας, ὁ ἰδιαίτερα δημοφιλὴς Ἰωάννης ὁ Ἀναστάσης, οἱ ἀδελφοὶ Κασσαβέται, Δημήτριος καὶ Ἀλέξανδρος, ὁ Δημήτριος Βιτόρης κ.ἄ. Λίγο ἀργότερα, τὸ 1817, ἐμφανίζονται καὶ οἱ πρῶτοι ἔμποροι ἠπειρωτικῆς, ἐπὶ τὸ πλεῖστον, καταγωγῆς. Ὅλοι αὐτοί, ἀφοῦ ἀπέκτησαν οἰκονομικὴ εὐρωστία διεκδίκησαν καὶ ἀπέκτησαν καὶ πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὁ δὲ Πατριάρχης Θεόφιλος (1805 1825) ἐδώρησε τὸ πρῶτο πατριαρχικὸ οἰκόπεδο, γιὰ νὰ ὀργανωθεῖ ἡ κοινότης Ἀλεξανδρείας, τῆς ὁποίας ἡ πραγματικὴ θεμελίωση ἔγινε ἐπὶ Πατριάρχου Ἱεροθέου. Ὅμως ἡ ἀνόρθωση τῆς Ἐκκλησίας, προχωροῦσε μέ ἀργοὺς ρυθμούς. Τὸ 1845 ὑπῆρχε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ἕνας μόνον Ἐπίσκοπος καὶ 50, συνολικά, κληρικοί, ἐνῶ τὸ πλήρωμά της ἀριθμοῦσε 2000, περίπου, ψυχές. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἱεροθέου, τὸ 1845, ἀκολούθησε νέα σειρὰ κλυδωνισμῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχη, μέχρις ὅτου ἐξελέγη ὁ Ἱερόθεος ὁ Β (1847 1858), ὁ ὁποῖος προσκάλεσε ὡς διδάσκαλο καὶ ἱεροκήρυκα τὸν, μετέπειτα, Μητροπολίτη Μηθύμνης, Νικηφόρο Γλυκᾶ. Τὸ 1857 ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια, μάλιστα, ὁ Πατριάρχης Ἱερόθεος ὁ Β, ἐτέλεσε τά ἐγκαίνια. Ὁ ἴδιος Πατριάρχης διεκανόνισε τὶς σχέσεις τοῦ Μετοχίου τῆς Μονῆς Σινᾶ, στὸ Κάιρο, ὅμως τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται, μέχρι πρόσφατα. Περίοδος εἰρήνης καὶ ἀκμῆς μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ Πατριαρχεῖα τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως, Σωφρονίου (1870 1899), ὁ ὁποῖος εἶχε στενὸ συνεργάτη τὸν Κωνσταντῖνο Παγώνη, ὁ ὁποῖος διηύθυνε, κατὰ κάποιον τρόπο, τὸ Πατριαρχεῖο. Τότε, ἀκριβῶς, ὑπηρετοῦσε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, στὴν ἀρχὴ ὡς Ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀργ ότερ α ὡ ς Μητρ οπολίτ ης Πενταπόλεως ὁ πολὺ γνωστὸς Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ θαυματουργός. Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Αἰγύπτου γνωρίζει νέα ἀκμή, πραγματικὴ ἀκμή, μὲ τὴν ἄνοδο στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τοῦ ἀπὸ Ναζαρὲτ Φωτίου Περόγλου (1900 1925). Ἱδρύονται σχολικὰ συγκροτήματα, φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, ἐπιφανεῖς οἰκογένειες, ὅπως τοῦ Κ. Σαλβάγου, Γ. Ζερβουδάκη, Ἐμ. Μπενάκη, χρηματοδοτοῦν τὴν ἀνοικοδόμηση καὶ συντήρηση τῶν ἐκπαιδευτηρίων, τὰ ὁποῖα στέγασαν γυμνάσιο λύκειο, ὀρφανοτροφεῖο, συσσίτιο, ἐμπορικὴ σχολή, ἐπαγγελματικὴ σχολή, γυμναστήριο, θέατρο, γήπεδο ἀθλητικῶν ἀγώνων, ἀποδυτήρια καί ἄλλους χώρους. Ἐπὶ τοῦ ἰδίου Πατριάρχη ἱδρύθηκε καὶ λειτούργησε τὸ πατριαρχικὸ τυπογραφεῖο, ὅπου ἐκτυπώνονταν τὰ δύο πολὺ ἀξιόλογα ἐκκλησιαστικὰ περιοδικὰ «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος» καὶ «Πάνταινος», ἔργα κι αὐτὰ τοῦ Φωτίου. Ὁ διάδοχός του, Μελέτιος Μεταξάκης (1926 1935) συνέχισε καὶ μερίμνησε, ἀκόμη, περισσότερο τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου, ποὺ ἀφοροῦσε στὸ θέμα τῆς διοικητικῆς διάρθρωσης τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀρτιότερης διοίκησής της. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του: Αὐξήθηκαν οἱ Μητροπόλεις στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν ὑπόλοιπη Ἀφρική. Ἱδρύθηκαν καὶ λειτουργοῦν: ἡ Ἱερατικὴ Σχολὴ «Ἅγιος Ἀθανάσιος», στὸ Κάιρο καὶ τὸ Ὀρφανοτροφεῖο, στὴν Ἡλιούπολη (Κάιρο). Ἐπίσης, λειτούργησαν οἱ μονὲς στὸν Ἅγιο 17

Σάββα (Ἀλεξάνδρεια), Ἅγιο Γεώργιο καὶ Ἅγιο Νικόλαο (Κάιρο) καὶ Ἅγιο Νικόλαο (Ρωζέττη καὶ Δαμιέττη). Ὁ Μελέτιος ὑπέβαλε καὶ κατόρθωσε νά ἐγκριθεῖ, ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακὴ κυβέρνηση, ὁ νέος ὀργανικὸς νόμος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ἐπίσης διήρεσε τὸ Συνοδικὸ τοῦ Πατριαρχείου σέ: Κανονικό, Διοικητικὸ καὶ Δικαστικό, ἐνίσχυσε τοὺς θεσμοὺς τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῆς λατρείας, συστηματοποίησε τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ τὸ ἐπεξέτεινε σὲ ὅλον τόν Ἑλληνισμὸ τῆς Αἰγύπτου. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὸ ποίμνιο ἀνερχόταν σὲ 150000 καὶ ἡ μαθητιῶσα νεολαία σὲ 18000, μὲ 88% τοῦ συνόλου νὰ εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό του, ἀνέκυψε ἀπὸ πλευρᾶς Συρορθοδόξων, καὶ πάλι ζήτημα διαδοχῆς καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τῆς αἰγυπτιακῆς κυβερνήσεως καὶ μὲ καθυστέρηση ἑνός, περίπου, χρόνου, ἐξελέγη, τὸ 1936, ὁ Νικόλαος ὁ Ε, ἄνδρας πνευματικός, ἀνάλογης ἐμβέλειας μὲ αὐτὴν τοῦ Μελετίου. Πέθανε τὸ 1939, χωρὶς νὰ μᾶς δώσει τὸ ἔργο του ὁλοκληρωμένο, ὥστε νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ σχηματίσουμε ἀντικειμενικὴ ἄποψη γιὰ τὴν προσωπικότητά του. Ὁ διάδοχός του, Χριστοφόρος, (1939 1967), συνετέλεσε, ὥστε νὰ ἐπέλθει συναδέλφωση, ἀνάμεσα στοὺς παράγοντες τῆς ὁμογένειας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἄφησε ἀξιόλογο συγγραφικὸ ἔργο. Τὸ 1950 ἀσθένησε σοβαρὰ καί, μὲ πόνο ψυχῆς, εἶδε τὴν παρακμὴ τῆς αἰγυπτιακῆς παροικίας. Ἡ συρρίκνωση αὐτὴ συνεχίστηκε καὶ στὴ διάρκεια τῆς πατριαρχείας τοῦ διαδόχου του, Νικολάου τοῦ Στ (1968 1986) καί, ὁπωσδήποτε, ἐπηρέασε ἀρνητικὰ καὶ τὴν πορεία τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης συνέχισε τὴ λόγια παράδοση τῶν προκατόχων του, ἐκδίδοντας περιοδικὰ καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἐπὶ Νικολάου ἱδρύεται τὸ 1959 ἡ Ἱερὰ μητρόπολη Εἰρηνουπόλεως, ποὺ συμπεριλάμβανε τὶς τρεῖς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς, Κένυα, Οὐγκάντα καὶ Τανζανία. Τὸ 1987, ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ πνευματικὸς Ἱεράρχης, Παρθένιος ὁ Γ, γνωστὸς γιὰ τὴν πολιτικὴ φιλίας ποὺ ἀκολούθησε, ὡς μέλος, ἀρχικά, καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς προέδρους, ἀργότερα, τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, μὲ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα, τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, τοὺς Διαμαρτυρόμενους καὶ μὲ τὸ Κοπτικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς Μουσουλμάνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἀνέπτυξε ἄριστες σχέσεις. Ἐπίσης, βοήθησε μὲ τὸ κύρος τῆς προσωπικότητάς του καὶ τὸν σεβασμὸ τὸν ὁποῖο ἐνέπνεε, στὴν εἰρήνευση μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅταν παρίστατο ἀνάγκη. Ὁ Παρθένιος, πέθανε τὸ 1996. Διάδοχος τοῦ Παρθενίου τοῦ Γ, ἐξελέγη ὁ, ἀπὸ Καμερούν, Πέτρος ὁ Ζ (1997 2004). Ἔτσι, Ἐκκλησία καὶ λαός, στὸ πρόσωπο τοῦ νέου Πάπα καὶ Πατριάρχη Πέτρου τοῦ Ζ, ἀνακαλύπτουν τὸν μεγαλεπήβολο κυβερνήτη καὶ ὁδηγό, τὸν μεγαλόφρονα καὶ φιλόστοργο Πατέρα καὶ Ποιμένα. Ὁ Θεὸς προίκισε τὸν Πέτρο, μὲ σπάνια ἐσωτερικά, ψυχικὰ χαρίσματα, καὶ διοικητικὰ προσόντα, ὥστε ἐπέκτεινε τὸ ἔργο τῶν προκατόχων του, μὲ παροιμιώδη φιλανθρωπία καὶ κοινωνικὴ προσφορὰ καὶ ἡ ἄκρα μετριοφροσύνη του καὶ ἀφοσίωσή του, βοήθησαν στὴν πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἀναδιάρθρωση τοῦ Πατριαρχείου, στὴν Παναφρικανικὴ δικαιοδοσία του. Τὴν πεντάχρονη πατριαρχεία του, τολμοῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε, περίοδο μεγάλης μεταβολῆς καὶ ἀνανέωσης, μὲ ἔντονα τὰ στοιχεῖα τῆς ἀνατομίας καὶ τῆς καινούριας ἐποχῆς. Δημιουργήθηκαν, ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του, οἱ ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις, γιὰ τὴν ἀναβίωση τῆς ἱστορικῆς περιωπῆς καὶ τοῦ κύρους τοῦ ἱστορικοῦ τούτου ἱεροῦ καθιδρύματος. Τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ Πατριάρχου Πέτρου τοῦ Ζ ἀνέλαβε νὰ συνεχίσει ὁ διάδοχός του, ὁ ἀπὸ Κυρήνης καὶ Ζιμπάμπουε, Θεόδωρος ὁ Β (2004). Ὁ ἱστορικὸς θρόνος τοῦ Ἁγίου Μάρκου, στὸ πρόσωπο τοῦ Μακαριωτάτου, ἐκπληρώνει τὸν δισχιλιετὴ 18

προορισμό του, μὲ ἔργα μεγαλεπήβολα καὶ πολυσχιδῆ. Ὁ μέλλων ἱστορικὸς θὰ μπορέσει, μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα, νὰ διαπιστώσει πόσο θεοφιλῶς καί, μὲ σπάνιο ἱεραποστολικὸ ζῆλο, ὁ Μακαριώτατος συνεχίζει τὰ ἔργα τῶν προκατόχων του καὶ ἔχει μετατρέψει τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, σὲ Κέντρο ἀνεπαναλήπτου προσφορᾶς, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴ Μαύρη Ἤπειρο. Ἡ ἀποφασιστικότητα τοῦ Πατριάρχη Θεοδώρου τοῦ Β, ὁ ἔνθερμος ζῆλος του καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωσή του, στὴ διακονία τῶν πιστῶν παιδιῶν τῆς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου, ἀποτελοῦν τὸν βασικὸ ἄξονα, πάνω στὸν ὁποῖο στηρίζει τὶς δυνάμεις του καὶ ἐκπληρώνει τοὺς ὁραματισμούς του. Σὰν πατέρας στοργικός, σὰν φίλος καὶ ἀδελφός, δίνει τὸ παρόν του, ἐμψυχώνοντας καὶ ἐνθαρρύνοντας ἔργα ἀγάπης, ἔργα, ποὺ ἀπαιτοῦν μόχθο καὶ θυσία, ἁπλώνοντας, ἔτσι, τὶς παλάμες του, ἀνοίγοντας τὴν ἀγκάλη του, γιὰ νὰ δεχθεῖ ὅλους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ χρῶμα, φυλή, γλῶσσα, καταγωγή, ἤθη καὶ πολιτισμούς. Μὲ δυὸ λόγια, εἶναι ἕνας αὐθεντικὸς καὶ γνήσιος πατέρας, τοῦ ὁποίου τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς, ἡ ταπείνωση, ποὺ τὸν χαρακτηρίζει καὶ ἡ δοτικότητά του βοηθοῦν, στὴν Ἱεραποστολὴ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τὸ Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης Ἀφρικῆς πιστὸ στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὴν, καθ ὅλα, οὐσιαστικὴ διδασκαλία τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19), συνεχίζει, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἱδρύσεώς Της μέχρι καὶ τῶν ἡμερῶν μας, τὴν εὐαγγελικὴ πορεία πρὸς τὰ ἔθνη, τοὺς λαοὺς καὶ τὶς φυλὲς τῆς ἀχανοῦς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, τῶν Ἀλεξανδρέων δὲν εἶναι στατική, ἀλλὰ βρίσκεται, συνεχῶς, ἐν κινήσει καὶ πορεία καί, διαχρονικά, διακονεῖ «τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους», μὲ μόνο κίνητρο τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, ὥστε «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ. Α 2, 4). Ὁ 20ος αἰώνας ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἱεραποστολικῆς αὐτῆς πορείας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καὶ εὐλογήθηκε, πλούσια, ἀπὸ τὸν Κύριο, γιατί, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ πατριάρχευε ὁ μεγάλος ἡγέτης τῆς Ὀρθοδοξίας, Μελέτιος Μεταξάκης, μέχρι καὶ τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου Θεοδώρου Β, «χωρὶς χρυσόν, μηδὲ ἄργυρον, μηδὲ χαλκὸν» (Ματθ. 10, 9), ἀκολούθησε τὸ τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου κήρυγμα, «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Κορ. Α 9,22). Χωρὶς νὰ ἀσκήσει προπαγάνδα, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ πρῶτοι μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας ξεκίνησαν τὴν πορεία τους, ἀνακαλύπτοντες ὅτι, ὄντως, κάτω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ ἐποπτεία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, θὰ εἶχαν τὴν κανονική ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς ἄλλους, ἀνὰ τήν οἰκουμένη, Ὀρθοδόξους. Τὸ ξεκίνημα δέν ἦταν εὔκολο. Οἱ ἀποστάσεις δυσκόλευαν ἔτι περισσότερον τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στὸν χῶρο τῆς Μαύρης Ἠπείρου, ἀλλὰ καὶ τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, ὅπως καὶ ἡ ἔλλειψη στελεχῶν, ἐμπείρων ἀφιερωμένων καθυστέρησαν τὸ ὅλο ἔργο. Ὅμως, ὁ Κύριος ἦταν ἐν τῷ μέσῳ ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ θεμελιώσουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου Του, στὴ γωνιὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς, στὶς χῶρες τῆς Τανζανίας, Οὐγάνδας καὶ Κένυας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δημιουργήθηκαν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ ὀρθοδόξου μηνύματος σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς ἀφρικανικὲς χῶρες. Ἔτσι, τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ὑπάρχει ἔντονη ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα ἀπ ἄκρου σ ἄκρον ὁλοκλήρου τῆς Ἀφρικανικῆς Ἠπείρου, ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 19

ναούς, κτίζονται καὶ λειτουργοῦν ἰατρικὰ κέντρα, ἐκπαιδευτήρια πρωτοβάθμιας καὶ δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, ὅπως, ἀκόμα, καὶ ἱερατικὲς σχολές, ὀρφανοτροφεῖα, νηπιαγωγεῖα καὶ ἄλλες σχολὲς ἀνωτάτης ἐκπαίδευσης. Τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀφρικανικῆς γῆς ἔψαχναν νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια, τὸ φῶς τό ἀληθινό, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνάσταση, μέσα στὶς καρδιές τους. Ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονες ἔρευνες καὶ συνεχεῖς προσπάθειες, μετὰ τὸν Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση καὶ ἔνταξή τους κάτω ἀπὸ τὸ δευτερόθρονο Πατριαρχεῖο πραγματοποιεῖται καὶ ἐκπληρώνεται ὁ πόθος τους... Τώρα, ἀρχίζει ὁ νέος ἀγῶνας καὶ ἡ πορεία εὑρύνεται. Ἐσωτερικὲς ἀνωμαλίες, λόγῳ τῶν κατακτητῶν, δυσκολεύουν τὸ ἔργο καὶ ἡ Ἐκκλησία διώκεται, οἱ πρωτοπόροι συλλαμβάνονται καὶ κλείνονται στὶς φυλακές, γιατὶ ἔδωσαν τὴν προσφορά τους καὶ τὴν παρουσία τους γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας τους. Χρόνια δύσκολα. Τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, ὅμως, εἶναι δίπλα τους, κοντά τους. Πάντα συνοδοιπόρος τους καὶ συμπαραστάτης τους. Ἐκεῖ, ποὺ νόμιζε, κανείς, ὅτι ἡ πρώτη ἐκείνη δάδα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔλαμψε, θὰ ἐξαφανιζόταν ἰδοὺ ὁ Πατριάρχης Χριστοφόρος, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου δημιουργοῦν στὴν περιοχὴ ἐκείνη τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Εἰρηνουπόλεως, γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἀφρικανῶν, ποὺ διαβιοῦσαν ἐκεῖ. Ἡ ἐγκατάσταση τοῦ πρώτου πνευματικοῦ Πατέρα καὶ Ποιμενάρχου ἔδωσε νέες ἐλπίδες καὶ ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικὸ τῶν Ἀφρικανῶν ἀδελφῶν μας. Τώρα εἶχαν τὸν Ποιμενάρχη τους, τὸν Πατέρα τους, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦσαν νὰ λύουν τὰ προβλήματά τους καὶ τὶς δυσκολίες τους, ἐπὶ τόπου. Ἦταν, ἐκεῖ, ἀκριβῶς, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Τοὺς ἐπισκέπτεται, ἀπὸ τὴ μιᾶ ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς. Βλέπει τὶς ἀνάγκες τους. Συγκινεῖται ἀπὸ τὴ βαθιά τους πίστη. Ὑπόσχεται πολλὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῶν πληγῶν τους. Τότε, σιγά-σιγὰ, παίρνουν τήν ἀνεξαρτησία τους, ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὶς καταπιέσεις καὶ τὴ δουλεία τῶν κατακτητῶν. Ἱδρύονται νέες ἐνορίες... Λειτουργοῦσαν μέσα σὲ καλύβες, ἢ στὴν ὕπαιθρο. Τρέχει ὁ Μητροπολίτης τους καὶ κτυπᾶ πόρτες γιὰ βοήθεια, ὄχι μόνο οἰκονομικὴ ἀλλὰ καὶ ἠθική. Ζητᾶ ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος, μόνος του. Τί νὰ προφθάσει; Κάνει τὶς πρῶτες χειροτονίες Ἀφρικανῶν. Κτίζονται οἱ πρῶτοι ναοί. Ἐπεκτείνεται τὸ ἔργο, ὄχι μόνο στὴ δημιουργία νέων ἑστιῶν ἀλλὰ καὶ στὸ κτίσιμο σχολείων καὶ κλινικῶν. Ἔρχονται οἱ πρῶτοι ἐθελοντές, ἀφιερωμένοι καὶ μὲ βαθιὰ πίστη, θυσιάζονται γιὰ τὴ νέα αὐτὴ δυναμικὴ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Μαύρης Ἠπείρου. Ἡ πορεία συνεχίζεται καὶ τό ἔργο ἐπεκτείνεται. Ἱδρύονται νέες Μητροπόλεις στὴν Ἀφρική. Τώρα, ἀπὸ τὴ μιά ἄκρη ὡς τήν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἀφρικῆς δημιουργοῦνται προοπτικὲς γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῶν λαῶν τῆς Ἀφρικῆς. Σ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς οἱ Ἀφρικανοὶ ἀνακαλύπτουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Σωτηρίας, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πολλὰ βήματα σταθεροποίησης τῆς Ὀρθοδοξίας δημιουργοῦν ἕνα εὐνοϊκὸ κλίμα γιὰ τοὺς Ἀφρικανούς, γιατί ἡ παρουσία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει κατακτητικὲς βλέψεις, ἀλλὰ μεταφέρει, ἀκριβῶς, τὸ ἀληθινὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας δὲν ἀσκεῖ σὲ καμία περίπτωση προσηλυτισμὸ ἀλλά εὐαγγελισμό. Ἀκούεται παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς Ἀποστολικῆς σχέσεως καί ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα Πατριαρχείου καὶ Ἀφρικανῶν. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ θεμελιωτὴς τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἑνοποιεῖ τοὺς Ἀφρικανοὺς καὶ τοὺς ἐνισχύει, 20