ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Τ ΑΙΒΑΛΙ, ΤΑ ΜΟΣΚΟΝΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΡΟΣΕΛΗΝΗ

Σχετικά έγγραφα
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Η ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἔβαλα τήν πολυθρόνα στήν κατάλληλη θέση: μπρός στό παράθυρο. Κάθε. χρόνο, τέτοια μέρα, κάθομαι σέ αὐτήν τήν πολυθρόνα. Κάθε χρόνο, τέτοια

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. ΙΙΙ. Τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ

To παιχνίδι την Αρχαία Ελλάδα

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ

Πάτερ Παντοκράτορ. Σὺ εἶ ὁ Ποιμὴν ὁ καλός,

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Ι ΕΑ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Κωνσταντῖνος Χολέβας Πολιτικός Ἐπιστήµων

«Μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»

LEYKOMA LYKODROMIO 14/5/2008 5:49 ìì Page 1

Η ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ Τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

Α Ρ Ι Σ Τ Ε Ι Δ Η Σ Α Ν Τ Ο Ν Α Σ / Η ΟΡΟΦΗ. ( δημοσιεύτηκε στό περιοδικό Ἑστία το 2002)

Άγιος Νικόλαος Καισαριανής: Εκεί που βρήκε τόπο ο ξεριζωμένος Έλληνας

ΕΝΤΥΠΟ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΓΛΥΚΟΥ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥΣ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου.

HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015

καί γιά τή μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν θάλασσα τήν συντάραξε, καί βγαίνοντας στήν ξηρά

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Νικηφόρος Βρεττάκος

Περιεχόμενα. Υπεύθυνος ἔκδοσης: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος ( ) Μέλη Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς Περιοδικοῦ: π. Χαράλαμπος Κοπανάκης ( )

Ποιμαίνοντας μεταξύ οὐτοπίας καί ρεαλισμοῦ: Θεολογικοί προβληματισμοί γιά τήν λειτουργία τῆς σύγχρονης ἐνοριακῆς κοινότητας.

20 Γιά νά σέ κοιµηθῶ παράνοµα Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου Κοµµάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν Κοµµάτια πέτρες τ' ἀποσπάσµατα τοῦ Ἡράκλειτου.

Ἐμπειρική δογματική τόμος Α

ΕΙΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ, ὕμνος ὁμηρικός. μετάφραση καί ἐπιμέλεια Γιάννη Τριτσιμπίδα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Γερόντισσα Μόνικα καί αἱ σύν ἐµοί ἐν Χριστῶ ἀδελφαί. Πρός αναγνώστεσ επιστολή...

Καιρός τοῦ Ποιῆσαι. Πῶς ἀναπτύσσεται στήν καρδιά ἡ νοερά προσευχή

ΝΑΥΑΓΙΑ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΗΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ.

Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

6. δεν ήθελε δεν επρόκειτο, δε θα τολμούσε να 7. ανεκδιήγητοι [ ενν. ήχοι ] ανεκλάλητοι, άρρητοι, εξωανθρώπινοι

χρωματιστές Χάντρες».

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΟΜΙΛΙΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ

Τεῦχος 5ον Δεκέμβριος 2009 Ἔτος Α

Η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής κατά τον Αββά Δωρόθεο

ΝΕΕΣ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Γραφείο Νεότητας Ο ΖΑΚΧΑΙΟΣ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 4 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011 * * * ΕΤΟΣ 10ο * * * ΤΕΥΧΟΣ 103

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΟ ΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

«Τά τάλαντα...» Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία ΟΗ')

ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

A ΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΤΟΝΑΣ / O ANTIΛΑΛΟΣ

Εἰκονομαχίασ, γι αὐτό καί ἔχουν, φυςικά, χαρακτήρα πανηγυρικό. 1 Ὡςτόςο πολλά ἀπ αὐτά ἔχουν μεγάλη ἀξία ὡσ ἱςτορικέσ πηγέσ πού ςυμπληρώνουν τίσ

Τό κοριτσάκι μπροστά στήν Παναγία

Ὁμιλία Στόν Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό Τοῦ Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Παλαμᾶ

Ἄλλη πινακίδα γράφει: Βλέπετε οὖν πῶς καί τί ἀκούετε Λουκ.8.18 &

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Λόγος περί ελεημοσύνης

ΚΛΑΔΟΣ: ΠΕ11 ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ 595 μ.χ.

7. Τό ἄγνωστο χρυσωρυχεῖο τοῦ σοσιαλισμοῦ.

α ἔκδοσις 2008 β ἔκδοσις 2009 γ ἔκδοσις 2011 δ ἔκδοσις 2013 Ἐξώφυλλο: Γενική ἄποψη τῆς Μονῆς. Ὀπισθόφυλλο: Πύργος τοῦ Ξωπατέρα.

ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ & ΤΙΣ ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ;

Ἐνημερωτική ἔκδοση. Μιά σύντοµη εἰσαγωγή περί Πνευµατισµοῦ, Τῶν κειµένων τοῦ Θείου Φωτός, καί. Τοῦ Πνευµατιστικοῦ Ὁµίλου Ἀθηνῶν «Τό Θεῖον Φῶς»

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.

ΑΠΟΛΤΣΗΡΙΕ ΕΞΕΣΑΕΙ ΣΑΞΗ ΕΠΕΡΙΝΟΤ ΕΝΙΑΙΟΤ ΛΤΚΕΙΟΤ ΣΕΣΑΡΣΗ 4 ΙΟΤΝΙΟΤ 2003 ΕΞΕΣΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΕΤΘΤΝΗ : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΣΕΦΝΙΑ

Ἐμπειρική Δογματική Τόμος Β

Ἀριστείδης Ἀντονάς / Ὁ γυμνός καί ὁ ντυμένος

Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

όσους καὶ τόσους ἀγῶνες κάνουµε καθηµερινὰ γιὰ νὰ ἐκπληρώσουµε ἀναζητήσεις καὶ ὄνειρα ἐπιθυ-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ὁ συγγραφεύς Λ. Α.

Ιερά Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Γραφείο Νεότητας ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ. 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ κωδικός Καλά Χριστούγεννα!

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΕΙΧΕ ΩΣ ΑΙΤΙΟ ΤΗΝ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΓΕΙΑ.

Καιρός τοῦ Ποιῆσαι. Ἡ παιδεία τοῦ Θεοῦ

Τό ἴδιον θά προσπαθήσω νά κάμω καί ὡς συγγραφεύς τοῦ παρόντος πονήματος

Περιεχόμενα. Στυλιανή Καλεντάκη, Ἀρχαιολόγος - Φιλόλογος

Η ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΙΑ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ Κυριακή ΙΓ ΛΟΥΚΑ Λκ. ΙΗ

Ἡ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ. Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός

Τό Πανθρησκειακό καρναβάλι τοῦ Ἀµαρουσίου καί οἱ... ἄνευ ἀξίας «πανανθρώπινες ἀξίες» τῆς Ἀκαδηµίας Αθηνῶν

Συνέδριο ματαιότητος

Περιεχόμενα. ἐν Ἐσόπτρῳ

ΑΝΑΓ ΝΩΣΤΙΚΟΝ Β Δ ΗΜΟΤΙΚΟΥ

ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ. 27 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ κωδικός Ἀφιέρωμα: ἡ πρώτη Ἁγία, ἡ Παναγία μας!

Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Μαρίνα

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ τρατή ούκα, Ιστορία ενός αιχμαλώτου (απόσπασμα)

ΔΥΟ ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

μυρμηγκολέων= μανιοκατάθλιψη (καί ὄχι ἁπλή κατάθλιψη) ΝΑΙ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΙΗ Ἁγίου ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων

Ὁ θρήνος του Αδάμ. Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς. Ἦχ. πλ. β

Η ἀναβολή τῆς κατεδάφισης

Τοῦ Ὁσίου Πατέρα μας Θεοδώρου, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Στουδίου Ἐγκώμιο Στήν ἀποκεφάλιση τοῦ μεγάλου Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

Η πρώτη γνωστή συλλογή ορισμένων βιβλίων της Κ. Δ. οφείλεται στον αιρετικό Μαρκίωνα (140 μ.χ., Ρώμη)

ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

Κάρτα τοῦ Πολίτη. Τοῦ πρωτοπρ. Ἀντωνίου Μπουσδέκη

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 5ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ Δρ Φασουλάς Χαράλαμπος Συντονιστής, Υπεύθυνος του Τμήματος Γεωποικιλότητας του Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

κατήχηση ιδ Ἁγίου ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων

DIALOGOS FOUNDER Father Antonios Alevizopoulos ( ) OWNER Inter-Orthodox Union of Parents Initiatives, ÐÅÑÉÅ ÏÌÅÍÁ TABLE OF CONTENTS

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, στό στόχαστρο τοῦ Οἰκουµενισµοῦ:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ τολμοῦν νά προβάλουν τήν ἀλήθειαν σέ ΠΟΛΕΜΟ ΣΥΜΜΟ ΡΙΩΝ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2010 ΕΤΟΣ 10 ο ΤΕΥΧΟΣ 100

ΚΛΕΙΣΑΝ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ;

Transcript:

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Τ ΑΙΒΑΛΙ, ΤΑ ΜΟΣΚΟΝΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΡΟΣΕΛΗΝΗ

Γεννιοῦνται στόν κόσμο ἄνθρωποι φωνακλάδες πού κάνουνε φασαρία μεγάλη ὅσο ζοῦνε, κιʹ ἅμα πεθάνουνε τούς γράφουνε καί στά χαρτιά γιά νά μή ξεχαστοῦνε. Εἶναι κι ἀνθρῶποι πού περνᾶνε τή ζωή τους κρυμμένοι, μʹ ὅλο ποὖναι μεγάλες ψυχές, καί σάν πεθάνουνε δέν τούς βάζουνε ταφόπετρες μαρμαρένιες, μόνο τούς σκεπάζει τό χῶμα τῆς ἀλησμονιᾶς. Ἔτσι γίνεται καμμιά φορά καί μέ τίς πολιτεῖες. Δέ θέλω νά πῶ πώς τʹ Ἀϊβαλί εἴτανε τάχα καμμιά πολιτεία μεγάλη καί τρανή. Κάστρα δέν εἶχε, πολέμοι φοβεροί δέν γενήκανε γιά δαύτη ὥστε νά δοξαστεῖ, ἀφοῦ ἀλλοίμονο κράτησε ἡ συνήθεια νά δοξάζουνται τʹ ἂρματα κʹ οἱ ἀνθρῶποι πού σκοτώνουνε τούς ἄλλους μέ δαῦτα. Τό λοιπόν δέ μοῦ κακοφαίνεται πώς γεννήθηκα σʹ ἕνα μέρος πού δέ στάθηκε ξακουσμένο, μάλιστα μοῦ φαίνεται πώς τʹ ἀγαπῶ πειότερο παρʹ ὅσο ἄν εἴτανε καμμιά ἀπʹ τίς φημισμένες πολιτεῖες τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ φτωχός πονᾶ τό σπίτι του καί τούς γονειούς του πειό πολύ ἀπʹ ὅσο ἕνας πλούσιος. Λίγοι ἄνθρωποι ξέρουνε κατά ποῦ πέφτει τʹ Ἀϊβαλί. Μάλιστα ὕστερ ἀπό τόν πόλεμο πού ρήμαξε τήν Ἀνατολή, σβύστηκε καί τό λιγοστό φῶς πού θαμπόφεγγε ἀντίκρυα στή Μυτιλήνη. Εἴτανε στʹ ἀλήθεια, σάν ἕνας κόσμος κρυφός περικλεισμένος μέσα σʹ ἕνα μπουγάζι, κι ἀπὄξω λές καί τό φυλάγανε πλῆθος νησόπουλα, ρημονήσια τά περισσότερα. Αὐτά τα λέγανε στʹ ἀρχαῖα Ἑκατόννησα, δηλαδή Νησιά τοῦ Ἑκάτου, πού θά πεῖ τʹ Ἀπόλλωνα ἴσως λεγόντανε καί Νησιά τῆς Ἑκάτης, δηλαδή τοῦ Φεγγαριοῦ. Ὁ τόπος εἶναι ἕνα χερσόνησο σά δρεπάνι πού βγαίνει ὄξω ἀπό τή στεριά τῆς Ἀνατολῆς καί στρίβει κατά τό βοριά. Τό μέρος τῆς θάλασσας, πού σφαλιέται ἀνάμεσα στό χερσόνησο καί στή μεγάλη στεριά, τό βουλώνει ἕνα νησί, τά Μοσκονήσια, κι ἀφήνει δυό περάσματα στενά, ἕνα κατά τό βασίλεμα κι ἄλλο ἕνα κατά τό βοριά. Τό πρῶτο εἶναι τό πειό φαρδύ καί τό λένε Ταλιάνι, τό ἄλλο εἶναι κατά πολύ στενότερο καί τό λένε Ντουλάπι. Πρό χρόνια το Ταλιάνι εἴτανε πολύ ρηχό, ἴσαμε μιά ὀργιά νερό στά πειό βαθειά, ὅσο νά περνᾶ μιά βάρκα, κι ὁ

πάτος ἀμμουδερός τʹ ἀνοίξανε μέ φαγάνες στά 1880, κʹ ἡ δουλειά βάσταξε δυό χρόνια. Τʹ αὐλάκι πʹ ἀνοίξανε στή μέση ἔχει φάρδος ἴσαμε 50 ὀργιές καί βάθος ἴσαμε 3 ὀργιές. Τά μεγάλα καράβια περνᾶνε μονάχα μέσα σέ τοῦτο τʹ αὐλάκι, ἀνάμεσα στά φανάρια. Βλέπεις καί κάθουνται μαζεμένα λογῆς λογῆς καράβια καί καΐκια φουνταρισμένα ἀνοιχτά στό πέλαγο ὄξʹ ἀπό τό Ταλιάνι καί περιμένουνε μέρες καί βδομάδες νά γυρίσουνε τά ρέματα κατά μέσα ἤ νά πέσει ὁ βοριᾶς, προπάντων τό Δεκαπενταύγουστο. Σά γυρίσουνε τά ρέματα κι ἀρχινᾶνε νά περνᾶνε τὄνα πίσʹ ἀπό τἂλλο καί νά μπαίνουνε μέσα, εἶναι ἕνα θέαμα νά κάθεται ἄνθρωπος ὧρες νά κυττάζει. Τό νερό ποὖναι κλεισμένο ἀνάμεσα σέ τοῦτες τίς δυό στεριές, μʹ ἄλλα λόγια στό χερσόνησο καί στό Μοσκονῆσι, εἶναι σά λίμνη, κι ἅμα μπεῖ κανένας μέσα μέ τό καΐκι δέν ξέρει ἀπό ποῦ μπῆκε. Τούτη ἡ μέσα θάλασσα τραβᾶ κάμποσο βαθειά κατά τή Νοτιά κʹ ὓστερα ξεκλαδίζεται σέ πλῆθος μικρούς κόρφους, πʹ ἀνοίγουνε ἄξαφνα στό μάτι, κεῖ πού θαρρεῖ κανένας πώς τελειώνει πειά τό νερό κατά τή Νοτιά εἶναι μίαν ἄλλη μπούκα πολύ στενή πού μποροῦμε νά κουβεντιάζουνε δυό ἀνθρῶποι, ὁ ἕνας ἀπ τή μιά μεριά κι ὁ ἄλλος ἀπό τήν ἄλλη, κι ἀπό κεῖ καί παραμέσα ἀνοίγει ἕνα ἄλλο μπουγάζι πειό μικρό ἀπό τό παραέξω, θάλασσα ὁλάκερη σφαλισμένη ἀνάμεσα στά βουνά πού δέν τήν ὑποπτεύεται κανένας. Τοῦτο τό στενό μπάσιμο ἔχει ἀπό τή μιά μεριά βράχια ἄγρια καί πέτρες σωριασμένες πού κάνουνε ἕναν ἁψηλόν κάβο, κι ἀντίκρυα στέκεται ἕνας ἄλλος κάβος κανωμένος ἀπὅναν μεγάλο κι ἁψηλόν βράχο πού τόνε λένε Τρύπια Πέτρα. Γιά τοῦτα θά μιλήσουμε ὑστερώτερα μονάχα ἄς ποῦμε τώρα πώς αὐτό τό μέσα μπουγάζι τό λένε Γιουρούκηδες. Ἀπό τά δυό τοῦτα μπουγάζια, τό μεγάλο τραβᾶ στήν ἀρχή ἀπό Βοριᾶ κατά τό Γαρμπῆ, στενεύει ἀνάμεσα στή μεγάλη στεριά καί στό βουνό τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς, κι ἀποκεῖ στρίβει κατά τό βασίλεμα κατά κεῖ τό χωρίζει ἀπό τήν ὄξω θάλασσα τῆς Μυτιλήνης μιά στενή λουρίδα στεριά.

Αὐτό τό χερσόνησο μαζί μέ τό τσοῦρμο τά νησιά ὁποὖναι σκορπισμένα ὁλόγυρα, βρίσκεται ἀνάμεσα στόν κόρφο τʹ Ἀδραμυτιοῦ καί στό Ντικελί, ἀρχαῖα Ἀταρνεύς, λιμάνι τῆς Περγάμος. Κατά τό βοριᾶ φαίνεται τό φημισμένο βουνό Ἴδη, τούρκικα Κάζ Ντάγ, πού θά πεῖ Χηνοβοῦνι. Ἡ πολιτεία εἶναι χτισμένη ἀπάνου στήν ἀκρογιαλιά της Ἀνατολῆς, ἴσια ἴσια ἀντίκρυα στό Ταλιάνι, μʹ ἄλλα λόγια βλέπει κατά τό μέρος πού βασιλεύει ὁ ἥλιος τό καλοκαῖρι. Ἑλληνικά τή λένε Κυδωνίαι καί Τούρκικα Ἀϊβαλίκ, πού θά πεῖ Κυδωνότοπος, ἐπειδή τότες πού εἴτανε ἄκομα ἄγριο ρουμάνι πρίν νά χτιστοῦνε τά σπίτια, αὐτό τό μέρος εἴτανε γεμάτο ἀγριοκυδωνιές. Τʹ ἄλλο τό χωριό, τά Μοσκονήσια, εἶναι χτισμένο ἀπάνου στό νησί πὢχει τό ἴδιο ὄνομα, λίγο παραμέσα ἀπ τό Ταλιάνι, καί βλέπει κατά τή Νοτιά. ὅλη τή μέρα οἱ βάρκες πηγαινοερχόντανε ἀπό τὅνα τό χωριό στ ἄλλο, πρίν χαλαστεῖ ὁ τόπος. Στό μέρος ποὖναι κολλημένο τό χερσόνησο μέ τήν Ἀνατολή ἡ στεριά εἶναι πολύ χαμηλή κι ἀντικρύζουνται ἡ μέσα θάλασσα μέ τήν ὄξω θάλασσα. Μάλιστα πολλές φορές τόν χειμῶνα οἱ βροχές πλημμάρουνε αὐτό τό μέρος κʹ ἡ στεριά γίνεται ἕνα μέ τή θάλασσα ἀπό τήν ὄξω μεριά βρίσκεται μιά μεγάλη ἁλυκή κι ἀπό τή μέσα μεριά εἶναι τό μπουγάζι οἱ Γιουρούκηδες. Στήν Ἁλυκή παγαίνανε κάθε τόσο καί φουντέρνανε στʹ ἀνοιχτά μεγάλα καράβια τρικάταρτα, καμμιά φορά καί τετρακάταρτα, θηρία πράματα, καί φορτώνανε ἁλάτι πολλές βδομάδες. Τἄβλεπα ἀπό τή μέσα θάλασσα, ἀπάν ἀπό τό βουνό τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς πού καθόμουνα, μά πέφτανε πολύ μακρυά, τἄρμπουρα με κόπο τά ξεχώριζα. Ἀναλόγως τή θάλασσα εἶναι καί τά βουνά. Τό πειό μεγάλο τό λένε Χοντρόβουνο, ἴσαμε 50 μπόγια τό πολύ πολύ, βράχος μονοκόματος κι ἀσβολερός, ἀπάνου στή μεγάλη στεριά, κʹ ἡ ποδιά του πέφτει στή θάλασσα, μέσα στούς Γιουρούκηδες.

Στό χερσόνησο ἀπάνου στέκουνται στή σειρά τρία βουνά πού τραβᾶνε ἀπό τήν ἀνατολή κατά τό βασίλεμα, καί στολίζουνε τή νοτινή μεριά τοῦ μπογαζιοῦ. Τοῦτα τά βουνά φράζουνε σάν τοῖχος τήν ὄξω θάλασσα στά μάτια ἐκείνου πού βρίσκεται ἀπό μέσα. Τό πρῶτο λέγεται Προφήτʹ Ἠλίας, τό δεύτερό Τοῦ Λαγοῦ τʹ Αὐτιά καί τʹ ἄλλο τοῦ Δαιμόνʹ ἡ Τράπεζα. Αὐτά τά δυό βρίσκουνται κολλητά τὅνα μέ τἄλλο κι ὅσο παράξενα εἶναι στήν ὀνομασία, ἄλλο τόσο παράξενα εἶναι καί στή θωριά. Τοῦ Λαγοῦ τʹ Αὐτιά ἔχει ἀπάνου στήν κορφή του δυό βράχια σάν αὐτιά, πού θαρρεῖ κανένας πώς τἄχει στήσει ἄνθρωπος τόσο πιτήδεια ἀπό μακρυά φαίνουνται μικρά, μά ἀπό κοντά εἶναι ἴσαμε τρία μπόγια ψηλά, καί δέν εἶναι ριζωμένα, μόνε στέκουνται ἀπάνου σʹ ἕναν βράχο ἴσιον σάν πλάκα. Ἕνα παρόμοιο βουνό εἶχε δεῖ ὁ Νέαρχος τότε πού πάγαινε στήν Ἰντία μέ τά καράβια τοῦ Μεγαλέξαντρου μονάχα πώς ἐκεῖνο τό βουνό τό λέγανε τοῦ Γαϊδάρου τʹ Αὐτιά, Ὄνου Ὦτα. Τοῦ Δαιμόνου ἡ Τράπεζα πάλε εἶναι στʹ ἀληθινά σάν ἕνα στρογγυλό τραπέζι, σάν ἕνας σοφράς, βαλμένος ἀπάνου στήν κορφή τοῦ βουνοῦ. Ὁλοτρόγυρα ἔχει γκρεμνά ἄγρια, κι ἀποπάνου εἶναι ἴσιο στρωμένο σάν ἁλῶνι. Ἐτοῦτα τά μέρη εἶναι ἔρημα ἐξόν ἀπό κανέναν τσομπάνη γιά κανέναν ψαρᾶ κάτου στήν ἀκρογιαλιά, πού παγαίνει γιαλό γιαλό μέ τόν πεζόβολα, ζωντανός ἄνθρωπος δέ φαίνεται, θαρρεῖς πώς στʹ ἀληθινά οἱ Δαιμόνοι κάθουνται γύρω ἀπό κεῖνο τό Τραπέζι. Τά δυό βουνά εἶναι σπανά καί φαίνουνται κι ἀπό τή μέσα θάλασσα κι ἀπόξω ἀπό τό πέλαγο. Κατά τή μεριά τοῦ πελάγου ἀποκάτου ἀπό τήν Τράπεζα τοῦ Δαίμονα, εἶναι μίαν ἄλλη ἁλυκή καί κάτι νταμάρια πού βγάζουνε πέτρα τριανταφυλλιά, πολύ ὄμορφη καί δουλεύεται καλά μέ τό καλέμι στʹ Ἀϊβαλί καί στό Μοσκονῆσι ἔχουνε χτισμένες πολλές ἐκκλησιές κι ἄλλα μεγάλα χτίρια μʹ αὐτή τήν πέτρα πού τή λένε Σαρμουσακόπετρα, γιατί τό μέρος λέγεται Σαρμουσάκ, δηλαδή Σκόρδο.

Ὁλάκερη ἡ ἀκρογιαλιά πού βλέπει στή Νοτιά ἀπό τήν ὄξω θάλασσα λέγεται Φανταούτ. Ἀπό κεῖ τραβᾶ τό χερσόνησο κατά τό βοριᾶ κι ἀντίκρυα σέ τοῦτα τά βουνά, ἀπό τή μέσα θάλασσα, εἶναι ἕνα ἄλλο βουνό πειό μικρό, ἡ Ἁγιά Παρασκευή, μιά στρογγυλή γλῶσσα πού κυττάζει ἕνα γύρω ἀπό τό γραῖγο ἴσαμε τό γαρμπῆ, μʹ ἄλλα λόγια τό μισό γῦρο τῆς μπούσουλας. Στό χαμοβοῦνι ἀπάνου στέκεται ἕνας βράχος φοβερές καί θεόχτιστος, πού ἄλλος ἕνας τέτοιος λένε πώς δέ βρίσκεται στήν Ἀνατολή. Ἐξόν ὅτι εἶναι θεόρατος, εἶναι καί πολύ παράξενος, γιατί ἔχει στή μέση μιά τρύπα σάν καμάρα, κι ἀπό τή μιά μεριά ἀπομένει μονάχα ἕνα ποδάρι εἶδος κολόνα, κι ἀπάνου σε κείνη τήν κολόνα ζυγιάζεται οὗλο τό βάρος πού κρέμεται στόν ἀγέρα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος στέκεται καί θαυμάζει κι ἀπορεῖ πῶς δέν πέφτει ἐκείνη ἡ σκουριασμένη σιδερόπετρα, ἑκατομμύρια καντάρια βάρος, καί στέκεται κρεμάμενη ἀπάνʹ ἀπό τό κεφάλι του, σκισμένη σέ σφῆνες ἀπό τήν πολυκαιρία κι ἀπό τούς σεισμούς, πού λές πώς τήν ἴδιαν ὥρα θά γκρεμνιστεῖ, ὄχι χρόνια καί ζαμάνια πού στέκεται καθώς τή βλέπεις. Στήν κολόνα εἶναι κολλημένη ἡ ἐκκλησιά τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, ἕνα μικρό κλησάκι. Στή ρίζα τοῦ βράχου, κατά τό μέρος τῆς νοτιᾶς, εἶναι χτισμένο κάστρο σωστό, μέ πλῆθος κάμαρες καί κελλάρια, ἐπειδής Ἁγιά Παρασκευή εἴτανε ὑποστατικό κʹ εἶχε σύνορα ἀπό τό Ταλιάνι ἴσαμε τοῦ Δαιμονίου τό Τραπέζι, καί τό λέγανε μοναστῆρι γιατί εἴτανε ἡ συνήθεια ἕνας ἀπό τό σόγι ἐκεινῶν πού τʹ ὡρίζανε νά καλογερεύει. Οἱ Τοῦρκοι τό λέγανε Τασλῆ Μοναστήρ, δηλ. Πετρομονάστηρο. Στόν καλόν καιρό στάθηκε φημισμένο γιά τήν εὐτυχία του, ἐπειδής δέν ἔλειπε τίποτα σʹ αὐτό τό τσιφλίκι, ὅ,τι βγάζει ἡ στεριά κι ἡ θάλασσα ἐκεῖ τὢβρισκε ἄνθρωπος. Μέσα στήν περιφέρειά του εἶχε ἀμπέλια, χωράφια, μπαξέδες, καί κάθε ἥμερο δέντρο, καί κοντά σέ τοῦτα εἶχε εὐλογία σʹ ὅ,τι βγάζει ἡ θάλασσα, ψάρια καί θαλασσινά ξακουσμένα στήν Ἀνατολή. κυδώναι, μύδια, καλόγνωμες, πίνες, καβούρια, σουλῆνες, χταπόδια, χιβάδες, πετροσουλῆνες,

φοῦσκες, χτένια, ὅ,τι τραβᾶ ἡ καρδιά σου. Βάλε ἀκόμα βόδια, ἀλόγατα πού γυρίζανε σαλμά, πρόβατα, γίδια κι ἄγρια πολλά, λαγούς πλῆθος, πέρδικες, ἀγριοπερίστερα, ἀγριόχηνες, ἀγριόπαπιες, καραμπλάκες, πελεκάνους τούς λεγόμενους σακκάδες, ἀητούς, ἀγιοῦπες, γεράκια, καθώς κι ἄλλα μεγάλα ἀγρίμια, ἀλεποῦδες, ἀγριογούρουνα, κουνάβια, μπρουσούκηδες, ὣς καί οὔγαινες τά λεγόμενα ἀντίτσια, γιατί περνούσανε κυνηγημένα ἀπό τή μεγάλη στεριά. Ἀκόμα κι ἁλυκή εἶχε καί πλῆθος μαντριά. μά ἀπάνʹ ἀπʹ ὅλα τʹ ἀγέρι πʹ ἀνάστηνε πεθαμένον, μέ κείνη τή μυρουδιά τῆς θάλασσας καί τό γῦρο πὢβλεπε τό μάτι, πανόραμα πού πολλοί τὢπανε Παράδεισο. Ἕνας ξακουσμένος γεωγράφος Γερμανός Κίπερτ λεγόμενος, σάν ἀνέβηκε μιά φορά ἀπάνου στό βράχο στάθηκε σαστισμένος μπροστά στό θέαμα πού βλέπανε τά μάτια του κʹ εἶπε πώς δέν εἶχε ξαναϊδεῖ ἄλλο μέρος τόσο ὄμορφο. Ἡ Ἁγιά Παρασκευή εἴτανε ξακουσμένη ἴσαμε μέσα στήν Ἀνατολή γιά τά θάματά της, ἴσαμε τήν Καισάρεια. Ἀνθρῶποι ἀπʹ τό Μπαλούκεσερ, ἀπό τό Σόμα, ἀπʹ τό Φρένελι, ἀπʹ τήν Περγάμο, ἀπό τή Μυτιλήνη, ἀπό τή Λῆμνο, παγαίνανε μέ τάματα καί γιαίνανε. ἁλυσσοδεμένοι ἀνεβαίνανε, μέ τά σωστά τους κατεβαίνανε. Ἴσαμε τή Βραΐλα καί τό Σουλινά πού παγαίνανε μέ τά καράβια οἱ Μοσκονησιῶτες κʹ οἱ Ἀϊβαλιῶτες, ἴσαμε κεῖ εἴτανε ξακουσμένη. Τό βράχο τόν λέγανε οἱ Ἀϊβαλιῶτες Σκούρκα. Ἐκεῖ ποδίζανε μέ τίς φουρτοῦνες τά καΐκια κʹ οἱ θαλασσινοί κάνανε παρέα μέ τούς τσομπάνηδες οἱ γεμιτζῆδες τρώγανε παχιές μυτζῆθρες κʹ οἱ τσομπαναραῖοι ψάρια καί χάβαρα, τά λεγόμενα πεινάσματα, γιατί ὅσο τρῶς τόσο πεινᾶς. Στό βράχο ἀνεβαίνει κανένας μόνο ἀπό μιά ἀνεβασιά. Ἀπάνου βρίσκονται ἀκόμα πέτρες πελεκημένες ἀπό παλιούς τοίχους, οἱ πειό πολλές ἀπό τή μεριά πού κυττάζει στό βοριᾶ καί στό βασίλεμα. Μπορεῖ νἄτανε γενουβέζικοι, καμμιά βίγλα κατά τά φαινόμενα, ἐπειδής ὁ βράχος ἀγναντεύει ὅλη τήν περιφέρεια σάν πιάτο, καθώς καί τό πέλαγο ἀπὄξω.

Ὁλάκερο τό βουνό εἶναι γεμᾶτο βράχια μέ παράξενα σκέδια καί μέ πλῆθος σπηλιές μέσα στίς κουφάλες φωλιάζουνε κιρκινέζια, ὄρνια, κοράκια, κουνάβια κι ἀλεποῦδες, καί μέσα στίς σκισμάδες κάτι μαῦροι κορκοδέλοι πού βγαίνουν ὄξω το καταμεσήμερο καί κουνοῦνε τά κεφάλια τους. Ὁ μεγάλος βράχος εἶχε στήν κορφή του ἕνα δύο δέντρα, πλήν τά κόψανε γιατί ἀνοίγανε τίς φλέβες τοῦ βράχου. Κάτου ἀπό τά σπίτια βρίσκουνται τά μαντριά ἀνάμεσα σέ βράχια σωριασμένα τὃνα πάνω στʹ ἄλλο, σά νά τιναχτήκανε στόν ἀγέρα καί πέσανε καί σταθήκανε ὅπου ἔλαχε τό καθένα. Μέσα στίς σκοτεινές τρύπες καί στά σπήλια κρύβουνται τά κατσίκια τίς ὧρες πού καίγει ὁ ἥλιος. Ἡ στάνη εἶναι σάν τοῦ φημισμένου κεινοῦ Κύκλωπα, μέ τίς κοπριές, μέ τά τυροβόλια, μέ τίς καρδάρες καί μέ τούς φράχτες. Θαρρεῖς πώς τόν ἀκοῦς νά ρουχαλίζει ἀνάσκελος ἀνάμεσα στά πρόβατα καί πώς θέ νἀνοίξει ἄξαφνα τό φοβερό μάτι του γιά νά σέ κυττάξει, ἔτσι ἄγριες εἶναι αὐτές οἱ σπηλιές. Ὅπως κάθεσαι στήν Ἁγιά Παρασκευή, βλέπεις κατά τήν τραμουντάνα ἕνα ἄλλο βουνό ψηλότερο ἀπό τἄλλα, ἀπάνου στή γλῶσσα πού κλείνει τό Ταλιάνι, ἀντίκρυα στά Μοσκονήσια λέγεται τʹ Ἁγιοῦ Γιαννιοῦ ἡ μπαγίρα, ἐπειδής ἀντίκρυα του βρίσκεται τό νησί τ Ἃη Γιάννη Πρόδρομου. Σ αὐτό τό μέρος τελειώνει τό χερσόνησο. Σά σταθεῖς ἀπάνου σʹ αὐτό τό βουνό καί γυρίσεις κατά τήν ἀνατολή, ἔχεις ἀντίκρυα σου τήν πολιτεία τʹ Ἀϊβαλιοῦ. Σέ τοῦτο τό βουνό, μέσα σέ μιά βαθειά ρεματιά, σκοτωθήκανε δυό ληστάδες φημισμένοι, ὁ Νταλακλῆς κι ὁ Κεφάλας, καί κρεμάσανε τά κεφάλια τους στό Κονάκι. Ὁ τόπος εἶναι ἄγριος, ἕνα ρουμάνι γιομᾶτο βάτα κι ἀγριόδεντρα μπερδεμένα. Στή μέσα θάλασσα, κατά τό μέρος ποὖναι οἱ δυό πολιτεῖες, βολτατζέρνανε λογῆς λογῆς καΐκια πού μπαινοβγαίνανε ἀπό τό Ταλιάνι κι ἀπό τό Ντουλάπι. ὧρες καθόμουνα καί τά κύτταζα. Κατά τά μέρη τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς, κι ἀκόμα παραμέσα ἔβλεπες μόνο ψαρόβαρκες, καί κεῖνες τό καλοκαῖρι. Τό χειμῶνα παγαίνανε βάρκες μονάχα τό Σαραντάμερο καί βγάζανε θαλασσινά. Ἀνάρια

ξέπεφτε σέ κεῖνα τά νερά κανένα μεγάλο καΐκι πού πάγαινε νά φορτώσει μυλόπετρες μέσα στούς Γιουρούκηδες τίς κόβανε ἀπό τό Χοντρόβουνο. Τά νερά τοῦ μπουγαζιοῦ εἶναι 4 ὀργιές ἴσαμε ἴσαμε 15. Τά πειό βαθειά εἶναι ἀνάμεσα Ἀητοῦ Φωλιά καί Τρύπια Πέτρα. Λένε πώς σʹ αὐτό τό μέρος τά νερά εἶναι ἄπατα, γιατί βρίσκεται κατʹ ἀπό τή θάλασσα κρατήρας ἀπὄνα ἡφαίστειο, καί πώς αὐτό τό ἡφαίστειο ἔχει κάνει τοῦτο τʹ ἀνεκάτεμα ἀνάμεσα στεριά καί θάλασσα. Τά βράχια ποὖναι σωριασμένα στʹ Ἀητοῦ τή Φωλιά εἶναι πασαλειμμένα μέ μαύρη σκουργιά, σά νά τά περίχυσες μέ κατράμι. αὐτή εἶναι ἡ λεγόμενη λάβα πὢβγαζε τό ἡφαίστειο, καί τά βράχια εἶναι παρά φύση ἀνακατεμένα. Κατάκαβα στέκεται ὄρθια μιά ψηλή πέτρα πού μοιάζει ἴδιο ἄγαλμα στεφανωμένο μέ κάτι ἀγριόδεντρα πʹ ἀνεμίζουνε ἀπάνου στό κεφάλι του. Ἐξόν ἀπʹ αὐτόν τόν κάβο εἶναι κι ἄλλοι δυό τρεῖς, ὁ κάβος τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς καί παραπέρα ὁ Καλόγερας, πού βλέπουνε κʹ οἱ δυό στό γραῖγο, οἱ Τρεῖς Πέτρες πού βλέπανε κατά τό μπουνέντη τά Κόκκινα, κάτω ἀπό τοῦ Λαγοῦ τʹ Αὐτιά πού κυττάζουνε στό βοριά, καί κάτι ἄλλοι μικρόκαβοι. Ἀντίκρυα στήν Ἁγιά Παρασκευή εἶναι ἕνα μοναστῆρι, ὁ Ἃη Νικόλας, τοποθεσία πολύ ὄμορφη μέ περιβόλια καί μέ μεγάλες κουκουναριές δίπλα στή θάλασσα. Ἀνάμεσα στόν κάβο τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς καί σʹ ἕναν μύτικα ἀμμουδερόν ἀπʹ τή μεριά τʹ Ἃη Νικόλα πού τονε λένε Γλῶσσα, ἡ θάλασσα φουσκώνει παρά φύση καί φουρτουνιάζει, κάνει κύματα ἁψηλά καί ρέματα θυμωμένα. πολλά καΐκια πάθανε. Νησιά ἔχει μονάχα δυό μέσα στό μπουγάζι, τὅνα ὅσο πού χωρᾶνε λίγα σπίτια καί τἄλλο ἴσαμʹ ἕνα καράβι. Τό πρῶτο τό λένε Ἃη Γιάννη Πρόδρομο καί βρίσκεται μπροστά στό Ταλιάνι ἀπό τό μέσα μέρος, μʹ ἄλλα λόγια ἀνάμεσα Μοσκονήσια καί κάβο Καλόγερα. τἄλλο τό λένε Νησοποῦλα καί βρίσκεται στό πειό παραμέσα μέρος, στόν κόρφο πού σκεδιάζει τοῦ Δαιμόνου ἡ Τράπεζα μέ

τήν Ἁγιά Παρασκευή. Ὁ Πρόδρομος ἔχει ἀπάνου μοναστῆρι, μέ κελλιά ὄμορφα κιʹ ἀγναντεύει τά Μοσκονήσια, σʹ ἕνα τσιγάρο ἀπόσταση. καί μʹ ὅλο ποὖναι τόσο μικρό αὐτό τό νησί, δέ στενοχωριέται ἄνθρωπος γιατί ὁλημερίς κι ὁλονυχτίς μπαινοβγαίνουνε καΐκια καί παπόρια. Στή Νησοποῦλα ἀπάνου εἶναι χτισμένη μόνο μιά μικρή ἐκκλησιά τό καλοκαῖρι πᾶνε καί κάθουνται οἱ ψαράδες μέ τίς φαμίλιες τους, γιατί ἔχει πολλά θαλασσινά. Ἐκεῖ θάψανε τόν Ἃη Γιώργη τό Χιοπολίτη. Ἴσαμε μισή ὥρα ἀπόσταση ἀπό τή θάλασσα, στόν μέσα κόρφο, εἶναι ἕνα χωριό χριστιανικό, λεγόμενο Γενιτσαροχῶρι. Οἱ ἀνθρῶποι του εἴτανε οἱ πειό πολλοί τσομπάνηδες, μά πλούσιοι ἄνθρωποι καί φιλόξενοι οἱ Γιουρούκηδες εἴτανε ἡ σκάλα τοῦ Γενιτσαροχωριοῦ. Αὐτή ἡ θάλασσα, εἶδος λίμνη ξωτική, περικλεισμένη μέσα στά βουνά ἔχει ἕνα μονάχο πέρασμα ἀπό στʹ Ἀητοῦ τή Φωλιά. Ἐκεῖ μέσα ὁ ἄνθρωπος σά νά βρισκότανε ὄξʹ ἀπό τόν κόσμο, μακρυά ἀπό κάθε ἄλλο μέρος. Τίς μέρες πού δέ φύσαγε ἀγέρας, τά βουνά καθρεφτίζουνταν μέσα στά νερά ἀτόφια σά νἄτανε καί κεῖνα ἀληθινά βουνά ἀναποδογυρισμένα. Ποῦ καί ποῦ σάλευε ἀνοιχτά κανένα ψάρι γιά καμμιά πάπια. Ἅμα ἀνέσαινε τʹ ἀγεράκι, ζωντάνευε ἄξαφνα κείνη ἡ λίμνη τʹ ἀφρισμένα κύματα μπουκάρανε ἀπό τό στενό πέρασμα καί γιομίζανε χαρά τά γύρω βουνά, π ἀναγάλλιαζε ἡ καρδιά τ ἀνθρώπου. Ὄπως εἶπα εἴτανε ἕνας ἀπόμερος κόσμος ξεχασμένος, ἥσυχος, παρηγοριά στάλαζε μέσα στά φυλλοκάρδια σου, τό μυαλό εἰρήνευε, σωστός λωτοφάγος γινόσουνα. Στό μέρος πού κατέβαινε τό Χοντρόβουνο στή θάλασσα εἶχε κάτι βράχια μέσα στά ρηχά νερά καί κεῖ πέρα εἴτανε ἕνα ρημοκκλῆσι Ἁγιά Κυριακή, μέ μίαν ἀραξιά ἀπό πέτρες τοῦ γιαλοῦ. Μυλόπετρες κειτόντανε στʹ ἀκροθαλάσσι καί τίς ξέπλυνε τό κῦμα καί σέ νανούριζε σάν ἔγερνες ἐκεῖ δίπλα, κάτου ἀπό τά δέντρα. Παραπέρα εἴτανε ἕνας σωρός ἀπό βράχια μολυβιά, καί πειό πάνου στεκότανε χτισμένο ἕνα βραχόσπιτο μʹ ἕνα κοντάρι κιʹ ἀπάνου στό

κοντάρι ἀνέμιζε μιά σημαία τούρκικη μέσα στήν ἐρημιά κεῖ μέσα καθότανε ἕνας Τοῦρκος ὁλομόναχος καί τό λέγανε Κουμέρκι δηλαδή Τελωνεῖο. Ποῦ νά περάσει κανένας στρατοκόπος τίς πειό πολλές φορές ψυχή δέ φαινότανε. Τραβῶντας παραμέσα στό μέρος πὢκλεινε ὁ κόρφος, ἡ θάλασσα ρήχευε, μποροῦσες νά περπατᾶς ἀνοιχτά κάμποση ὥρα δίχως νά βρεῖς νερό παραπάνου ἀπὄνα γόνατο. Ὁ πάτος εἴτανε ἄμμος κατακάθαρος, καβούρια καθόντανε καί λιάζουνταν. Δῶ καί κεῖ ξενέριζε καμμιά πέτρα στεφανωμένη μέ φύκια ὁλόδροσα, καθαρή σάν κρούσταλλο. Στήν ἀκρογιαλιά εἴτανε στοιβασμένα κοχύλια ἄσπρα σάν τό ρύζι, ὁ ἄμμος ψιλός σάν πάσπαλη. Βοῦρλα, κάπαρη κι ἁρμυρίθρες φυτρώνανε σέ κεῖνο τό ἥσυχο μέρος. Ὁ ἄνθρωπος ξέχανε τόν ἄλλον κόσμο, ἀνάπαψη εὕρισκε τό πνέμα του. Ὅλα τά πλεούμενα εἴτανε δυό τρεῖς γέρικες ψαρόβαρκες δεμένες σʹ ἕνα παλοῦκι, καί γύρω στό παλοῦκι γυρίζανε ἀναλόγως τόν καιρό. Τρεῖς τέσσεροι γέροι ψαράδες καί κανένα παιδί εἴτανε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα σʹ αὐτό τό μέρος. Εἴχανε κανωμένες τέντες καί καθόντανε μέσα στίς βάρκες ὅποτε δέ βγαίνανε ὄξω στή στεριά μπαλώνανε τά δίχτυα τους καί κουβεντιάζανε συναμεταξύ τους ἀπό τή μιά βάρκα στήν ἄλλη βάνε κʹ ἕνα δυό κανατάδες ποὔχανε κοντά στή θάλασσα ἕνα καμίνι καί κάνανε κεραμίδια. Καμμιά φορά ζύγωνε περαστικός κανένας τσομπάνης καί μάθαινε ἀπό τούς ψαράδες τί γίνεται ὁ κόσμος. Ἀρχαῖοι ἀνθρῶποι, ἁπλές ψυχές σά μωρά. Οὗλοι φοράγανε βρακιά, κεραμιδιοί ἀπʹ τόν ἥλιο. Οἱ γέροι εἴτανε σάν τόν Ἃη Νικόλα μέ στριφτά γένεια. Ἀνθρῶποι, βάρκες, πανιά, μοσκοβολούσανε θάλασσα. Πιάνανε κανένα πετρόψαρο, κανέναν κάβουρα, καμπόσα μύδια, καμμιά σουπιά, βαστούσανε τά μισά γιά νά φᾶνε, τἄλλα τἄπαιρνε ὁ ἕνας καί τά πάγαινε στό χωριό, ἔπαιρνε ψωμί, ἐλιές, κρασί, καπνό καί τά πάγαινε στή συντροφιά ποῦ καί καμμιά φορά κανέναν παρᾶ. Ἐπειδής στό χωριό παγαίνανε κάθε τρεῖς τέσσερις μέρες, τά

ψάρια πού πιάνανε τά βάζανε μέσα σέ κάτι στρογγυλά καλάθια καί τά κρεμάζανε στό τσατάλι τῆς βάρκας μέσα στό νερό, κʹ ἡ θάλασσα μπαινόβγαινε ἀπʹ τά καλάμια κʹ ἔτσι διατηριόντανε τά ψάρια ζωντανά. Σʹ αὐτό τό μέρος τό κάθε τι εἴτανε μικρό κʹ ἥμερο, γιά τοῦτο τό μυαλό τʹ ἀνθρώπου δέν κουραζότανε μόνο εἰρήνευε. Οἱ φελοῦκες εἴτανε μικρές σάν σκάφες, οἱ κάβοι μιά σταλιά, τά ψάρια, τό βάθος τῆς θάλασσας. Τό Χοντρόβουνο φάνταζε σά νἄτανε τʹ ὂρος Ἀραράτ, καί κανένα καΐκι, κανένας ἀκταρμᾶς πού πάγαινε νά φορτώσει μυλόπετρες, φαινότανε μπάρκο τρικάταρτο. Ὁλάκερη τή ζωή τους κεῖ μέσα τήν περνούσανε, κεῖ μέσα γερνούσανε, σάν τά θαλασσοπούλια ζούσανε μʹ ἕνα τίποτα. καί ζούσανε πολλά χρόνια, φτάνανε τά ἐνενῆντα καί τά ἑκατό, ἀβραμιαῖοι ἀνθρῶποι. Ποῦ καί καμμιά φορά βάζανε τήν ἀντένα, ἰσάρανε ἕνα πανί ἴσαμʹ ἕνα μαντίλι καί ξεμπουκάρανε ὂξʹ ἀπό τό μπάσιμο κατά τήν Ἁγιά Παρασκευή, κατά τά βαθειά νερά. Τότες εἴτανε σά νά περνούσανε τήν Τζιμπιράλτα καί μπαίνανε στόν Ὠκεανό. Στή μεγάλη τούτη θάλασσα τῆς Ἁγιά Παρασκευῆς, ὤριζε τά νερά ἕνας ἄλλος γέρος ἑκατό χρονῶ, σωστό παβοῦρι, ὁ Μπαρμπαμανώλης ὁ λεγόμενος Βασιλές, γιατί σάν ἔπινε ἔλεγε πώς εἶναι βασιλές. Τή φελοῦκα του τήν εἶχε δεμένη σʹ ἕνα παλοῦκι κοντά στό μύτικα πού τονε λένε Γλῶσσα. Ἒπιανε κανένα καβοῦρι, κανένα ψαράκι, ἄναβε φωτιά μέ τά ξερόκλαδα, τὢψηνε, τὢτρωγε καί κοιμώτανε ἀπάνου στά φύκια μʹ ἓνα καραβόπανο ἀποπάνου. Τό χειμῶνα σάν ἔπιανε φουρτοῦνα πάγαινε τρύπωνε στό μαντρί καί τόν ταΐζανε οἱ τσομπάνηδες καί τούς ἔλεγε ἱστορίες. Ἔτσι περνούσανε τή ζωή τους αὐτοί οἱ ἀνθρῶποι. Τʹ Ἀϊβαλί καί τά Μοσκονήσια χαλάσανε δυό φορές, μιά στό Εἰκοσιένα κι ἄλλη μιά στίς μέρες μας. Ὕστερʹ ἀπό τόν διωγμό, πήγανε καί πιάσανε τά σπίτια Τοῦρκοι φευγάτοι ἀπό τήν Ἑλλάδα, τό πειό πολύ Τουρκοκρητικοί, κ ἐπειδής δέν καταλαβαίνουνε ἀπό θάλασσα, τό μπουγάζι εἶναι τώρα ἔρημο.

Φημισμένοι σταθήκανε οἱ Ἀϊβαλιῶτες γιά ἄντρες μέ γερή καρδιά, φιλότιμοι, κουβαρντάδες κʹ ἔξυπνοι. Πολλοί ἀπό δαύτους εἴτανε θαλασσινοί κʹ εἴχανε πολλά καΐκια. παλαιοτέρα συνήθιζανε τίς μπομπάρδες, ὑστερώτερα σκαρώνανε τσερνίκια, σακολέβες, ἀκταρμάδες, πέννες, περάματα καί τέτοια. ἡ πειό συνηθισμένη ἀρματωσιά εἴτανε ἡ σακολεβίσια μπρατσέρες, κότερα καί τέτοια δέν τά συνηθίζανε. Ἄκουσα νά λένε πώς τό σακολεβίσιο πανί τό πρωτοῆβρε ὁ Ἁη Νικόλας, καθώς καί τό τιμόνι μέ τά βελόνια γιατί πρωτύτερα τά καράβια ἀντίς γιά τιμόνι εἴχανε ἕνα κουπί. Οἱ πειό πολλοί Ἀϊβαλιῶτες εἴχανε χτήματα κʹ ὑποστατικά, καί βγάζανε τό φημισμένο λάδι. Στʹ Ἀϊβαλί στάθηκε καί τό μεγάλο σκολειό πού παγαίνανε ἀπό παντοῦ καί σπουδάζανε τʹ ἀρχαῖα γράμματα πρίν ἀπό τό Εἰκοσιένα. Δασκάλοι εἴτανε Βενιαμίν ὁ Λέσβιος, ὁ Θεόφιλος Καΐρης, ὁ Εὐστράτιος Πέτρου, ὁ Γρηγόριος Σαράφης, κι ἄλλα σοφά κεφάλια. Τό σκολειό αὐτό τό λέγανε Ἀκαδημία. Ἴσαμε τά τώρα βρισκότανε μιά μεγάλη βιβλιοθήκη πού τήν εἶχε χαρισμένη ὁ Γάλλος Ντιντότος. Ἡ πρώτη πρέσσα τῆς τυπογραφίας πού ἦρτε στήν Ἀνατολή εἴτανε ἡ λεγομένη Μέλισσα καί τύπωνε τά βιβλία τοῦ σκολειοῦ. Τήν ἱστορία τʹ Ἀϊβαλιοῦ λέγω νά τή γράψω σʹ ἄλλο μέρος γιά τήν ὥρα βάζω στό χαρτί λίγες ἀράδες γιά τό πῶς πρωτοχτίστηκε. Ἴσαμε δυό ὧρες νοτινά ἀπʹ τό χερσόνησο τʹ Ἀϊβαλιοῦ, ἀνάμεσα στό Ντικιλῆ καί στήν Ἁλυκή, εἶναι ἕνα μέρος πού τό λένε Καμπακούμ, κοντά στή θάλασσα. Σʹ αὐτό τό μέρος πρωτοχτίσανε οἱ χριστιανοί κάτι καλύβια, κι ὕστερα φύγανε ἀπό κεῖ καί πήγανε καί τά χτίσανε βορεινότερα, ἀπάνου στό χερσόνησο, ὄχι ὅμως ἀπό τή μέσα θάλασσα μά στό πέλαγο, κοντά στό Σαρμουσάκ. Τό μέρος αὐτό τό λέγανε Ἐγρί Μποτζάκ πού θά πεῖ Λοξή Γωνιά, καί φαίνεται πώς μʹ αὐτό τὄνομα θέλανε νά ποῦνε οἱ Τοῦρκοι ὁλάκερο τό χερσόνησο πού στρίβει σάν ἀγκαλιά καί μαντρίζει ἀνάμεσα στά βουνά τή μέσα θάλασσα. Μά κʹ ἐκεῖ οἱ φουκαράδες δέν ἤβρανε ἡσυχία, ἐπειδής κάθε τόσο τούς ρημάζανε οἱ κουρσάροι, Μπαρμπερίνοι, Μαλτέζοι κι ἄλλοι πολλοί. εἴχανε κάνει μάλιστα ἕνα λαγοῦμι

βαθύ ἀπό τήν ὄξω μεριά τῆς Τράπεζας τοῦ Δαίμονα καί κεῖ τρυπώνανε ὅποτε τούς κυνηγούσανε. Μή βρίσκοντας ἀνάπαψη ἀποφασίσανε πάλε νά παρατήσουνε καί τό καινούριο χωριό. καί μπαίνοντας μέσα στό μπουγάζι πιάσανε καί ψάχνανε νά βροῦνε μέρος ἀσφαλισμένο καί τέλος διαλέξανε τό μέρος ποὖναι τό σημερινό τʹ Ἀϊβαλί, καί κεῖ βάλανε θεμέλιο καί χτίσανε τά καλυβόσπιτά τους κατά τά 1580. Ὁ τόπος εἴτανε σκεπασμένος ἀπό ἀγριοκυδωνιές κι ἀγριλιές, γιά τοῦτο βγάλανε τό χωριό Ἀϊβαλίκ, ἐπειδής ὅπως ἔγραψα στήν ἀρχή, Ἀϊβά θά πεῖ Κυδῶνι. Πρίν νά χτιστεῖ τʹ Ἀϊβαλί, ὑπάρχανε χτισμένες κάτι λίγες καλύβες σέ μιά ὥρα ἀπόσταση, ἕνα τσιγάρο παραμέσα ἀπʹ τούς Γιουρούκηδες. Σʹ αὐτά τά καλύβια καθόντανε τσομπάνηδες χριστιανοί καί τά λέγανε οἱ Τοῦρκοι Κιαφίρ Ἀγιλί, δηλαδή Μάντρα τῶν Ἄπιστων. ὓστερα πληθύνανε καί γίνηκε χωριό καί τὄπανε Γενιτσαροχῶρι. Οἱ Τοῦρκοι ὅλοι τούτη τήν περιφέρεια τή λέγανε «Ἐγρί Μποτζάκ, Κιαφίρ Ἀγιλί, Ἀϊβαλίκ περικεντέν». Σιγά σιγά τʹ Ἀϊβαλί πρόκοψε καί γίνηκε πολιτεία, ἀπό τίς πειό ὄμορφες καί φτυχισμένες στήν Ἀνατολή, ἴσαμε πού τό κάψανε στά Εἰκοσιένα, κʹ οἱ ἀνθρῶποι σκορπίσανε στά Ψαρά, στήν Αἴγινα καί στήν ἄλλη Ἑλλάδα. Κεῖνος πού συντέλεσε πολύ στήν προκοπή του εἴτανε ἕνας παπᾶς, Γιάννης Οἰκονόμος λεγόμενος. Αὐτός ὁ τετραπέρατος ἄνθρωπος τά κατάφερε καί πῆρε προνόμια ἀπό τήν Πόρτα, γιατί εἶχε δέσει φιλία μέ τό Βεζύρη πού τόν ἐγλύτωσε τότες πού νικήσανε οἱ Ροῦσσοι τούς Τούρκους στό Τσεσμέ, κι αὐτός λαβωμένος καί κατατρεγμένος πέρασε ἀπό τʹ Ἀϊβαλί καί τόν περίθαλψε ὁ Οἰκονόμος. Τούτη ἡ στορία εἶναι σάν παραμῦθι καί τήν ἀφήνω γιά ἄλλη φορά. Οἱ Μοσκονησιῶτες εἴτανε θαλασσινοί φημισμένοι καί ταξιδεύανε στή Ρουμανία καί πλουτίζανε πολύ. Στά Μοσκονήσια σκαρώνανε καΐκια καί καράβια, καί τόσο φημισμένοι καραβομαραγκοί εἴτανε πού τούς πέρνανε καί δουλεύανε σέ ξένους ἀρσανάδες, στή Μυτιλήνη, στή Σύρα, στήν Πόλη καί στό Παρθένι τῆς Μαύρης Θάλασσας.

Τά Ἑκατόννησα, ἡ Ποροσελήνη κ οἱ ἄλλες πολιτεῖες πού εἴτανε χτισμένες σʹ αὐτό τό μέρος. Τά νησιά ποὖναι σκορπισμένα μπροστά στό χερσόνησο, ἀνάμεσα μεγάλη στεριά καί Μυτιλήνη, μετριοῦνται ἴσαμε τριάντα. Ὁ Στράβωνας λέγει πώς εἶναι εἴκοσι ἀπάνω κάτου, γιατί τά μικρότερα δέν τά λογαριάζει γιά νησιά. ὁ Τμοσθένης τἀνεβάζει σέ σαράντα. Οἱ ἀρχαῖοι τά λέγανε Ἑκατόννησα, δηλαδή Ἀπολλώννησα, «Ἑκατόννησοι εἰσίν οἷον Ἀπολλωνόννησοι, Ἓκατος γάρ Ἀπόλλων». Σήμερα τά λένε Μοσκονήσια, ἲσως ἀπό τὄνομα ἑνοῦς κουρσάρου Μόσκου πού λημέριαζε ἀπάνω τους, ποιός ξέρει πότε. Τό πειό μεγάλο εἶναι τό καθεαυτοῦ Μοσκονῆσι, πού μπαίνει ἀνάμεσα στό χερσόνησο καί στή στεριά καί σφαλᾶ τό μπουγάζι τ Ἀϊβαλιοῦ, ὅπως εἴπαμε ἀρχήτερα. Ἐξόν ἀπ αὐτό, χωριό δέ βρίσκεται σέ κανένα ἄλλο. Κατά τό βορεινό πέλαγο, μέσα στόν κόρφο τʹ Ἀδραμυτιοῦ βρίσκουνται τά παρακάτω νησιά. 1. Κρομμυδονῆσι, κολλητό στό Μοσκονῆσι. Τοῦτο τό νησόπουλο φράζει ὅσο μέρος τῆς θάλασσας θάν ἀπόμνησκε ἀνάμεσα Μοσκονῆσι καί στεριά. Ἀπό τή μιά μεριά τό χωρίζει ἀπό το Μοσκονῆσι τό πέρασμα ποὒπαμε πώς τό λένε Ντουλάπι, στενό σάν ποτάμι οἱ ἀνθρῶποι, οἱ καρότσες, οἱ καμῆλες πού θέλουνε νά περάσουνε ἀπό τή μιά μεριά στήν ἄλλη μπαίνουνε σἕνα πλατύ σάλι πού τό λένε Περαματαριά καί περνᾶνε. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι ἑνωμένο τό Κρομμυδονῆσι μέ τή στεριά μʹ ἕναν μόλο μακρύν ὣς 500 μέτρα, πού χτίστηκε στά 1817 καί τόν λένε Γεφύρι. 2 Δασκαλειό, ἀνοιχτά ἀπʹ τό Κρομμυδονῆσι, σά χελῶνα. Ἀπάνου βρίσκουνται τειχιά στέρεα, στέρνες καί χαλάσματα ἀπό ὑδραγωγεῖο, ὅπως βρίσκουνται καί στήν ἀντικρυνή στεριά. 3 Κοκκινονῆσι. 4 Σεφέρι, ὅλο χῶμα, βορεινά ἀπό τό χωριό τοῦ Μοσκονησιοῦ. 5 Κώδωνας ἤ τοῦ Κοντοῦ, πετραδερό. 6 Κόπανος, ἀνατολικά ἀπό τό νησί τοῦ Κοντοῦ ἀγοράστηκε ἀπʹ τούς Ψαριανούς πρίν ἀπό τήν Ἐπανάσταση γιά νά

κουβαληθοῦνε, πλήν ὁ πόλεμος τούς σταμάτησε. 7 Κάλαμος, πολύ μικρό. οἱ Νησῶτες ρίχνανε τά κόκκαλα κείνων πού βρουκολακιάζανε. 8 Πετροῦσι. 9 Σκλαβονῆσι, πετραδερό ὃπως καί τό Πετροῦσι. 10 Γκουμουσλῆ ἤ Ἀσημόνησο, φουντωμένο ἀπό λιόδεντρα. βρίσκεται πολύ κοντά στή μεγάλη στεριά, ἀπάνου στήν ὁποία φαίνεται πώς ὕπαρχε ἀρχαία πολιτεία, γιατί βρεθήκανε πράματα δουλεμένα ἀπό ἄνθρωπο, πελεκημένα μάρμαρα, κεραμίδια καί πιθάρια. Μέ τήν ἰδέα μου λέγω πώς σέ τούτη τήν τοποθεσία θά βρισκόντανε ἡ Πιτάνη, γιατί φαίνουνται τά δυό λιμάνια της πού τʹ ἀποσκέπαζε τό νησί. Ὁ Στράβωνας μάλιστα λέγει πώς τό νησί αὐτό τό λέγανε Ἐλαιοῦσσα, δηλαδή φυτεμένο μέ λιόδεντρα, γιά τοῦτο εἶμαι σίγουρος πώς εἶναι τό Γκιουμουσλῆ. τό νησί τοῦτο ἔχει δυό ὧρες περιφέρεια. Ὁ Μελέτιος γράφει «Πιτάνη, μεταξύ Ἀδραμυττίου καί Καΐκου, τανῦν εἶναι ἐρείπιον καί καλεῖται ΙΙαλαιόκαστρον ἤ Ἅγιος Γεώργιος. εἶχε τό πάλαι δύο λιμένας». Ἐκεῖ κοντά τρέχει ὁ Εὔηνος ποταμός, τούρκικα Καραντιρέκ σοῦ ἤ Φρένελι τσάϊ. Ἐκεῖ πέρα βρισκότανε ἕνα ὑδραγωγεῖο καί λένε πώς τά τοῦβλα πλέβανε ἀπάνου στό νερό. Ἕνα τέτοιο πρᾶμα φαίνεται ἀπίστευτο, μά γιά νά τό γράφουνε τόσοι σοφοί ἴσως νἄτανε τίποτα τοῦβλα κούφια, πολύ ψιλά καί κανωμένα ἀπό ἀλαφρόπετρα, ὅπως ἐκεῖνα πὤκανε ὁ Ἀνθέμιος γιά νά χτίσει τόν κουμπέ τῆς Ἁγιά Σοφιᾶς. 11 Ἅγιος Γιώργης τό ψηφί, μʹ ἕνα μικρό μοναστῆρι. Ἡ Ἐκκλησιά εἴτανε στρωμένη μέ ψηφί πού παρίστανε διάφορα σκέδια καί πού τὢκλεψε στά 1868 ἕνα καράβι Γαλλικό. 12 Ἅγιος Νικόλας, μικρούτσικο, χωμένο μέσα στόν κόρφο τοῦ μεγάλου νησιοῦ. 13 Οὔλια, ἀρχαῖα Ἰουλία. Κατά τό βασίλεμα βρίσκονται τοῦτα τά νησιά. 1 Γυμνό, χωματερό μά σπανό, βγάζει σιτάρι κʹ ἔχει καμμιά τριανταριά καλύβια. Βρίσκουνται χαλάσματα γενουβέζικα κι ἕνα μικρό κάστρο ἀπάνου στή ράχη του. Ἀντίκρυα του εἶναι τό Σαρμουσάκ. Τό Γυμνό εἶναι τό πειό νοτινό ἀπό τά Μοσκονήσια. 2 Πέρα Μόσκος, δίπλα στό μεγάλο νησί, μέ δυό κορφές. Ἀνάμεσα στά βράχια

βρίσκεται μιά πηγή, καί κεῖ κοντά εἶναι σκαλισμένα ἀπάνου στό βράχο κάτι ὀνόματα ἀπό Γάλλους θαλασσινούς. 3 Ἀγκίστρι, πετραδερό. 4 Λειά, χωματερό καί πολύ μπάσο. 5 Κάλαμος. 6 Καλαμάκι. 7 Πλάτη. 8 Γιαλονῆσι. 9 Πελαγονῆσι. Αὐτά τά τρία λέγουνται Πουλάκια. 10 Λειός, ἕνας βράχος μέ λίγο χῶμα, τρία μίλια ἀνοιχτά ἀπʹ τό Ταλιάνι, κεῖ πʹ ἀρχίζουνε τα νερά τῆς Μυτιλήνης. Εἶναι τριγυρισμένο ἀπό ξέρες, κʹ ἔχει ἕνα φανάρι. Θυμᾶμαι μιά φορά πού πῆγα ἀπάνου μέ μπουνάτσα πώς ἔβλεπα τόν πάτο σέ 30 ὀργιές νερά καθαρά σά νἂτανε μιά ὀργιά βάθος τά κοράλλια καί τά φυκιόδεντρα σά νἄτανε ὄξω στόν ἀγέρα, καί τά ψάρια πουλιά λές καί πετούσανε. Τό νησί ἀνέβαινε ἀπό τήν ἄβυσσο σάν κολόνα μαύρη. Ἕνα γύρω πλῆθος ξέρες σηκώνανε τίς κεφαλές τους σέ μιά ὀργιά ἀπό τήν καρίνα τῆς βάρκας, πʹ ἀνετρίχιαζε ἄνθρωπος νά τίς βλέπει. 11 Νησοποῦλα, φελοῦκα τοῦ Λειός. 12 Πύργος, ἀρχαία Ποροσελήνη, κατά τό μαΐστρο ἀπʹ τό μεγάλο νησί, ἀπʹ ὅπου τό χωρίζει ἕνα στενό κανάλι τό λεγόμενο Πέρασμα τίς ὧρες ποὖναι τραβηγμένα τά νερά περνᾶ κανένας μέ τἄλογο. Σέ τοῦτο τό νησί εἴτανε χτισμένη ἀρχαία πολιτεία Ποροσελήνη. 13 Ἀδιάβατος, νησάκι πολύ μικρό, ξέρα καλύτερα, κοντά στόν Πύργο, κι ἄλλες πέτρες μικρότερες. Στʹ ἀρχαῖα χρόνια τό μπουγάζι τʹ Ἀϊβαλιοῦ εἴτανε ἔρημο ἀπʹ ἀνθρώπους δέ βρέθηκε μηδέ θεμέλιο παλιό, μηδέ κεραμίδι, μηδέ τίποτα κοντά στό σημερινό τʹ Ἀϊβαλί. Ὡς φαίνεται δέν εἴχανε χτίσει σʹ αὐτό το μέρος, ἐπειδή τό μπουγάζι εἴτανε κλεισμένο σά λίμνη. Εἴπανε κάποιοι σοφοί πώς ὕπαρχε ἀρχαία πολιτεία λεγόμενη Ἡράκλεια, τήν εἶδα μάλιστα γραμμένη σέ μιά χάρτα ἰγγλέζικη πὢδειχνε τίς πολιτεῖες τῆς ἀρχαιότητας, πλήν δέ βρεθήκανε τίποτα θεμέλια ἤ κεραμίδια κοντά στό Ταλιάνι, στό μέρος πού λένε πώς εἴτανε χτισμένη. Τό χερσόνησο οἱ ἀρχαῖοι τό λέγανε καθώς φαίνεται Πυρρά ἄκρα, ἐπειδής τό χῶμα εἶναι κόκκινο. καί σήμερα εἶναι μιάν ἀκρογιαλιά κάτου ἀπʹ τοῦ Λαγοῦ τʹ Αὐτιά πού τή λένε Κόκκινα, δηλαδή χώματα! Ὁ Στράβωνας λέγει πώς κόρφος τʹ

Ἀδραμυτιοῦ λεγότανε ἡ θάλασσα πού ἀγκαλιάζεται ἀπό τό Λεκτόν, τούρκικα Μπαμπᾶ μπουρνοῦ, κι ἀπό τίς Κάνες δηλαδή τό μεγάλο χερσόνησο τοῦ Τζεσμέ, τούρκικα Καρά Μπουρνοῦ. Παραπέρα ὃμως γράφει πώς ὁ κόρφος τʹ Ἀδραμυτιοῦ πειό σωστά περιλαβαίνεται ἀνάμεσα στʹ ἀκρωτῆρι Λεκτόν καί στʹ ἀκρωτῆρι Πυρρά ἄκρα, «ἰδίως μέντοι τοῦτον φασίν Ἀδραμυττηνόν, τόν κλειόμενον ὑπό ταύτης τε τῆς ἄκρας ἐφʹ ᾗ τά Γάργαρα, καί τῆς Πυρρᾶς ἄκρας προσαγορευμένης ἐφʹ ᾗ καί ἀφροδίσιον ἳδρυται». Κατά τό βοριᾶ στέκεται περήφανό τό Κάζ Ντάγ, ἀρχαῖα Ἴδη, πού λέγει ὁ Στράβωνας πώς εἶναι σκολοπενδρώδης δηλαδή ἴδια σαρανταποδαροῦσα, ἐπειδής ἔχει πολλά δυναμάρια στίς πλαγιές της σά νἆναι ποδάρια. Παραμέσα ἀπό τή γωνιά πού κάνει ὁ κόρφος τʹ Ἀδραμυτιοῦ, ἁπλώνει ἕνας κάμπος ὅλο νερά γάργαρα καί πρασινάδα, κι αὐτός ὁ κάμπος εἶναι τό Πεδίον τῆς Θήβης πού γράφουνε οἱ παλιοί. ἐκειπέρα βρισκόντανε πολλές πλούσιες πολιτεῖες, ἡ Θήβη, ἡ Λυρνησσός, ἡ Κίλλα, ἡ Χρύσα, χτισμένες πρίν ἀπό τόν πόλεμο τῆς Τρωάδας. Ὁ Ἀχιλλέας ἀφοῦ ρήμαξε τή Μυτιλήνη καί τήν Τένεδο, μπλοκάρησε καί τίς πολιτεῖες τοῦτες καί τίς κούρσεψε. Ὁ Στράβωνας γράφει πώς στά χρόνια του φαινότανε ἀκόμα ἕνα μετερίζι ποὖχε κάνει ὁ Ἀχιλλέας κοντά στή Χρύσα. Οἱ Ἕλληνες ἁρπάξανε πολλά πλιάτσικα. ἀνάμεσα σʹ αὐτά εἴτανε τό φημισμένο ἄλογο τοῦ βασιλιᾶ Ἠετίωνα, μιά λύρα ἀσημένια πού τήν πῆρε ὁ Ἀχιλλέας καί τήν ἔπαιζε ὕστερα στό τσαντίρι του ὅποτε ἤθελε νά τραγουδήσει τίς παλληκαριές του, κʹ ἕνας βῶλος σίδερο, πρᾶμα ἀτίμητο γιά τότες, πού τὢβαλε βραβεῖο γιά τούς νικητές σάν ἔθαψε τόν Πάτροκλο. Μά τό πειό ἀξετίμητο κέρδος εἴτανε οἱ ὄμορφες γυναῖκες πού σκλαβώσανε, κι ἀνάμεσό τους ξεχωρίζανε οἱ δυό πεντάμορφες ἀρχοντοποῦλες ἡ Χρυσηΐδα κʹ ἡ Βρισηίδα, πού γιά δαύτη μαλλώσανε ὁ Ἀχιλλέας μέ τόν Ἀγαμέμνονα μἄλλα λόγια τοῦτοι οἱ παλληκαράδες εἴτανε ληστές μοβόροι καί σκληρόκαρδοι, μά τούς ὀμόρφηνε μέ

τά τραγούδια του ὁ γέρο Ὅμηρος. Ἁρπάξανε καί τή Λύρα τοῦ Ἑρμῆ, πού λέγανε πώς τή φυλάγανε ἀπό χρόνια παμπάλαια στή Λυρνησσό. Μίαν ἄλλη ἀρχαιότατη πολιτεία εἴτανε ἡ Παλαίσκηψις, χτισμένη ἁψηλά ἀπάνου στό βουνό Ἴδη. Σ αὐτό τό μέρος εἴτανε κρυμμένη ἡ βιβλιοθήκη τοῦ φιλόσοφου Ἀριστοτέλη, πού στάθηκε ὁ πρῶτος πὢκανε βιβλιοθήκη καί δίδαξε καί στούς βασιλιάδες τῆς Αἴγυπτος πῶς νά συντάζουνε βιβλιοθήκη. Ὁ Ἀριστοτέλης τήν ἔδωσε στό μαθητή του Θεόφραστο, καί κεῖνος τήν ἔδωσε πάλε στό Νηλέα πού εἴτανε ἀπό τή Σκήψη, κι αὐτός τήν κουβάλησε στό χωριό του καί τήν ἔδωσε σέ ἀνθρώπους ἀγράμματους τοῦτοι ἀκούγοντας πώς οἱ βασιλιάδες τῆς Περγάμος γυρεύανε βιβλία γιά νά κάνουνε τή φημισμένη κείνη βιβλιοθήκη, ἀπό φόβο μήν τά πάρουνε, σκάψανε καί τά χώσανε στή γῆς. Ὓστερʹ ἀπό πολλά χρόνια τά ξεχώσανε μουχλιασμένα καί τά πουλήσανε σʹ ἕναν Ἀπελλικῶντα ἀπό τήν Τέω καί πήρανε πολλά λεφτά. κι αὐτός ὁ Ἀπελλικώντας τά κουβάλησε στήν Ἀθήνα, κʹ ἐπειδής εἴτανε, ὅπως γράφει ὁ Στράβωνας, «φιλόβιβλος μᾶλλον ἤ φιλόσοφος,» ἔβαλε καί τά ἀντιγράψανε γιά νά διορθώσει τά ὅσα εἴχανε φαγωθεῖ ἀπό τό χῶμα, μά δέν τά διόρθωσε καλά, «ἐξέδωκεν ἁμαρτάδων πλήρη τα βιβλία». Καί σάν πέθανε ὁ Ἀπελλικώντας τά σήκωσε ὁ Σύλλας πού κούρσεψε τήν Ἀθήνα καί τά πῆγε στή Ρώμη ἐκειπέρα ἕνας Τυραννίωνας ὁ Γραμματικός κι ἄλλοι βιβλιοπῶλες βάλανε γραφιάδες καί τά ἐκδώσανε καί τά διαδώσανε στόν κόσμο. Τούτη τήν ἱστορία τή γράφει ὁ Στράβωνας. Ἄλλη ἀρχαία πολιτεία εἴτανε τά Ἄστυρα, μά δέν ξέρει κανένας ποῦ βρισκότανε, μʹ ὅλο πού ὁ Μελέτιος γράφει «τά δέ Ἄστυρα, κώμη ποτέ, ἦσαν οὐ σμακράν τοῦ Ἀδραμυττίου καί πλησίον τῶν Ἀστύρων εἶναι λίμνη βαραθρώδης. πλησίον των Ἀστύρων ἀπέναντι τῶν Μοσχονησίων κεῖνται ἡ κωμόπολις Κυδωνιαῖς». Σʹ ὁλάκερη τήν περιφέρεια τʹ Ἀϊβαλιοῦ μονάχα μιάν ἀρχαία πολιτεία βρέθηκε, καί κεινῆς λιγοστά σημάδια. Τούτη ἡ πολιτεία λεγότανε Ποροσελήνη

κʹ εἴτανε χτισμένη, ὅπως εἴπαμε πρωτύτερα, ἀπάνω στό νησί τό λεγόμενο Πύργος. Μέσα στʹ ἀρχαῖα βιβλία πολλοί σοφοί τή γράφουνε Πορδοσελήνη, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Σκύλακας κι ὁ Στέφανος. Ὁ Στράβωνας γράφει πώς πολλοί τή λέγανε Ποροσελήνη γιά νἀποφύγουνε τʹ ἄσκημο ὄνομα Πορδοσελήνη. «Τάς δέ δυφημίας τῶν ὀνομάτων φεύγοντές τινες Ποροσελήνην δεῖν λέγειν φασί». Ὁ Αἰλιανός, ὁ Πλίνιος κι ὁ Πτολεμαῖος, κι αὐτοί Ποροσελήνη τή γράφουνε. Στά χρόνια τοῦ Στράβωνα φαίνεται πώς δέν εἶχε χαλάσει ἀκόμα, ὅπως βγαίνει ἀπό τά λόγια του «πλησίον δέ τούτου ἐστί καί ἡ Πορδοσελήνη, πόλιν ὁμώνυμον ἔχουσα ἕν αὐτῇ». Μά καί ὁ περιηγητής Παυσανίας τήν πρόφταξε καί γράφει πώς εἶχε ἄκουστά του ἕνα πρᾶμα παράξενο. εἴτανε λέγει στήν Ποροσελήνη ἕνα δερφίνι ἥμερο καί τό καβαλίκευε ἕνα παιδί σά νἄτανε ἄλογο καί τό πάγαινε ὅπου ἤθελε λές καί τοὖχε βαλμένο γκέμι. καί πώς αὐτό το δερφίνι τὤχανε πληγώσει κάτι ψαράδες κʹ ἐπειδής τό παιδί τούς μπόδισε νά τό σκοτώσουνε, τό δερφίνι γνώρισε πώς τοῦ χρώσταγε τή ζωή κι ἀφοσιώθηκε στό παιδί καί τʹ ἀκλουθοῦσε ὅπου πάγαινε. Στό μέρος λοιπόν πού εἴτανε χτισμένη μιά φορά κʹ ἕναν καιρό τούτη ἡ Ποροσελήνη, ἥβρανε κάτι παλιά θεμέλια, κεραμίδια, πιθάρια καί λίγες μονέδες. Ἕνα μάρμαρο ἔγραφε «Φιλέταιρος καί Ἰάσων», ἕνα ἄλλο «Ἀββαμώ καί Μανησμώ θυγατέρες Γετασίου». Ἀπάνου στά νομίσματα εἶναι παραστημένοι σʹ ἄλλο ὁ Ἀσκληπιός, σʹ ἄλλο ἡ Ἀθηνᾶ, σʹ ἄλλο ἡ Τύχη, ἡ Ὑγεία, ἕνα φίδι, ἕνα τριπόδι, ἕν ἀγκίστρι. Τά σημερινά Μοσκονήσια, δηλαδή τό μεγάλο νησί, εἶχε κι αὐτό ἀρχαία πολιτεία, χτισμένη κατά τήν ἰδέα μου κοντά στό Ντουλάπι, γιατί καί κεῖ πέρα βρεθήκανε ρημάδια, κολόνες, μνημόρια, πιθάρια καί καστροθέμελα. Νησί καί πολιτεία τά λέγανε μέ τʹ ὄνομα Νάσος πού θά πεῖ Νησί. Μά καί σήμερα Νησί τό λένε οἱ ντόπιοι κʹ οἱ Ἀϊβαλιῶτες. Ὁ Στράβωνας γράφει τά λόγια τοῦτα γιά τά Μοσκονήσια «πλησίον δέ τούτων ἐστί καί ἡ Πορδοσελήνη, πόλιν ὁμώνυμον

ἔχουσα ἐν αὐτῇ καί πρό τῆς πόλεως ταύτης ἄλλη νῆσος μείζων αὐτῆς, καί πόλις ὁμώνυμος ἔρημος, ἱερόν ἔχουσα Ἀπόλλωνος». Ἀπό τή Νάσο εἴχανε βγεῖ ξακουσμένοι ἄνθρωποι, Ἀλκίβιος ὁ Κιθᾳρωδός κι ἄλλος ἕνας Ἀλκίβιος ὁ Ἀγαλματοποιός. Τούς ἀγῶνες τούς κάνανε στό νησάκι πού τό λένε σήμερα Σεφέρι, μιά γλῶσσα ἄμμο πού θαρρεῖς πώς πλέβει ἀπάνου στό νερό. Ἡ χώρα τούτη λεγότανε Μυσία, κʹ ὕστερα τήν εἴπανε Αἰολίδα. Ἡ πρώτη φυλή πού τήν κατοίκησε σταθήκανε οἱ Πελασγοί, καί τούς εἴπανε ἔτσι γιατί εἴτανε ἀγριανθρῶποι κ ἡ ὁμιλία τους παρομοίαζε μέ τῶν λελεκιῶν, ἐπειδής στʹ ἀρχαῖα Ἑλληνικά Πελαργός θά πεῖ Λελέκι. Μά πρίν ἀπό δαύτους εἴχανε χτίσει σʹ αὐτά τά μέρη πολλές πολιτεῖες οἱ Φοινίκοι. Ἄκουσα νά λένε πώς ἀπάνου στό Νησί βρίσκεται μιά φλέβα καί πώς μέσα στό νερό πʹ ἀναβρύζει βλέπουνε πολλές φορές καί πλέβουνε πλατανόφυλλα, ἐνῶ στό νησί δέν βρίσκουνται πλατάνια καί πώς ἀπό τοῦτο συμπεραίνουνε πώς τό νερό ἔρχεται ἀπό τ ἀντικρυνό βουνό Κάζ Ντάγ καί περνᾶ κάτʹ ἀπό τόν πάτο τῆς θάλασσας, γιατί σέ κεῖνο τό βουνό ἔχει πλατάνια πολλά. Ὅσο γιά τά θεριά πού ξεπέφτουνε σʹ αὐτά τά μέρη καί κατεβαίνουνε πολλές φορές ἴσαμε τή θάλασσα, θυμᾶμαι πώς σκοτώσανε μιά λεοπάρδαλη ἀπὄξω ἀπό τʹ Ἀϊβαλί μέσα στόν ἐλιῶνα, καί κρεμάσανε τό τομάρι της στό κονάκι εἶχε φαγωμένα κάμποσα ἄλογα, σκότωσε κʹ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνας Ἀϊβαλιώτης πῆγε στή Γερουσαλήμ μέ τά ποδάρια γιά νά γένει χατζής. Πῆρε μονάχα στό χέρι του ἕνα ραβδί καί τράβηξε, καί δούλευε στά χωριά πὤβρισκε στό δρόμο του κʹ ἔτσι ἔφταξε στόν Ἅγιον Τάφο. Σά γύρισε στʹ Ἀϊβαλί, ἔβαλε τό ραβδί στά κονίσματα, κʹ ἔλεγε στόν καφενέ τί χωριά πέρασε. καί πώς ἴσαμε τό Μπουντρούμ καί τήν Ἀττάλεια τό πολύ ξέρανε τʹ Ἀιβαλί, μά πειό πέρα ἄρχισε νά λέγει πώς εἶναι ἀπό τή Σμύρνη, καί πειό πέρα πώς εἶναι ἀπό τήν Πόλη.