ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 22 05 2015 Α1. Ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής και ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης με ευρωπαϊκό διαμέτρημα έχει δεχτεί ισχυρές επιρροές από το δημοτικό τραγούδι. Πιο συγκεκριμένα, ο Σολωμός δεν περιορίστηκε να χρησιμοποιήσει το στίχο του δημοτικού τραγουδιού, αλλά επιδίωξε να συμπληρώσει τον δεκαπεντασύλλαβο, προσδίδοντάς του ιδιαίτερο νόημα. Για πρώτη φορά ο ποιητής σε τόσο μεγάλη έκταση καλλιεργεί τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία) και μάλιστα είναι φυσικός και απηρτισμένος, δηλαδή έχει ολοκληρωμένο νόημα (π.χ. στίχοι 21-22, 4 η ενότητα). Ένα ακόμα στοιχείο επίδρασης από το δημοτικό τραγούδι αποτελεί το τριαδικό σχήμα (π.χ. στίχοι 14-16, 4 η ενότητα), με το οποίο ο αφηγητής επιχειρεί να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο λειτουργικό πεδίο των αναμνήσεων που προκαλεί η επιφάνεια της Φεγγαροντυμένης. Το τελευταίο χαρακτηριστικό επιρροής από το δημοτικό τραγούδι είναι το σχήμα αδιανόητο καθ υπερβολήν (στίχοι 7-8, 4 η ενότητα), όπου αποτυπώνεται με παραστατικό τρόπο η ευεργετική παρουσία της Φεγγαροντυμένης που φαίνεται να ασκεί μια μεταφυσικών διαστάσεων επίδραση στη φύση, καθώς ανατρέπει το φυσικό φως μετατρέποντας τη νύχτα σε μέρα και καθιστώντας εν τέλει την πλάση σε αληθινό ναό φωτός, ένα φως όρασης και ενόρασης μαζί. Β1. Το φως διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο του Σολωμού, καθώς αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού μετατρέποντας την ανθρώπινη δοκιμασία σε διαδικασία απόκτησης αυτογνωσίας και έμπρακτης θεμελίωσης υψίστων αξιών. Τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη θέση του μελετητή Β. Αθανασόπουλου ως προς το ρόλο του φωτός είναι: 1) απόσπασμα 3 [20] στίχοι 13-14 «έτρεμε το δροσάτο φως μαλλιά της», 2) απόσπασμα 4 [21] στίχοι 1-2 «εκοίταξε εσκεπάσαν», 3) απόσπασμα 4 [21] στίχος 7 «τότε από φως πλημμυρίζει» στίχος 8 «κι η χτίσις λαμπιρίζει». Προσεγγίζοντας αναλυτικά τους προαναφερθέντες στίχους κρίνεται αναγκαίο να τονιστεί ότι στους στίχους 13-14 του αποσπάσματος 3[20] η φωτοχυσία αναδεικνύει τη θεϊκή υπόσταση εξιδανικεύοντας την ομορφιά της (μεταφορά: χρυσά μαλλιά). Παράλληλα με τα σχήματα λόγου και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούνται ( δροσάτο φως- σχήμα οξύμωρο), (ολόμαυρα μάτια-χρυσά μαλλιά), (έτρεμε: μεταφορά) καταδεικνύεται η υποταγή της φύσης στην παρουσία της θεϊκής οντότητας. Ακολούθως, στους στίχους 1-2 του αποσπάσματος 4 [21] καταγράφεται η οπτική επαφή της θεϊκής μορφής με τους φυσικούς πομπούς του φωτός ( αστέρια) που ανταποκρίθηκαν ψυχικά (αναγαλλιάσαν) αλλά και σκηνοθετικά προβάλλοντας την ουσία της θεϊκής μορφής χωρίς να την επισκιάζουν, καθώς είναι δημιουργήματα της δύναμής της. Στο στίχο 7 του αποσπάσματος 4 [21] γίνεται χρήση του σχήματος αδιανόητου καθ υπερβολή αλλά και του δραματικού ενεστώτα προκειμένου να δηλωθεί η ένταση της φωτοχυσίας ως απόδειξη της δεσποτικής παρουσίας της Φεγγαροντυμένης στον περιβάλλοντα χώρο και χρόνο, στοιχείο που αποδεικνύει τη μεταμόρφωση των πραγμάτων από τη θεϊκή δύναμη.
Ο επόμενος στίχος 8 του αποσπάσματος 4 [21] εξάρει το χριστιανικό ανιμισμό αλλά και κορυφώνει την ανιούσα κλιμάκωση του φωτός, καθώς το σύμπαν μετατρέπεται σε χριστιανικό ναό, μετουσιώνοντας το σύνολο της ύπαρξης όλων των οντοτήτων. Το φυσικό περιβάλλον αποκτά τώρα στοιχεία ψυχής και πνεύματος μέσω του θεϊκού φωτός που συνοδεύει την Φεγγαροντυμένη. Με αυτό τον τρόπο γίνεται η μετάβαση από το φυσικό στο μη φυσικό χώρο. Το φως στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού ταυτίζεται με τον Θεό, το Χριστό, την αλήθεια, τη σωτηρία. Εν κατακλείδι αποδεικνύεται από τις προαναφερθείσες αναφορές το γεγονός ότι το φως στο έργο του Σολωμού αποκτά την ίδια ουσία με το Θεό αλλά, και γίνεται φορέας της κυριαρχώντας στην ανθρώπινη ύπαρξη. Β2.α. Η συγγραφική δεινότητα του Σολωμού αποδεικνύεται περίτρανα και από την ενδιαφέρουσα διαπλοκή του χρόνου που καθίσταται εναργέστερη μέσα από το εκτενές «παιχνίδι» των διαδοχικών χρονικών μετατοπίσεων της 5 ης ενότητας. Αρχικά, οι στίχοι 1-4 τοποθετούνται στο χρονικό επίπεδο της σκηνής του ναυαγίου και της θαυμαστής εμπειρίας. Στους στίχους αυτούς η Φεγγαροντυμένη απεικονίζεται ως έτοιμη να συνδράμει τον Κρητικό στην ευόδωση του στόχου του αντιδρώντας με συμπονετική και στοργική διάθεση απέναντί του επηρεασμένη από την αφήγηση των δεινών που προηγήθηκαν. Η συμμετοχή της στο προσωπικό του δράμα είναι τόσο έντονη που δακρύζει, δίνοντας την εντύπωση στον Κρητικό ότι πρόκειται για την αγαπημένη του. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται διαφορετική, καθώς το όραμα της Φεγγαροντυμένης εξαφανίζεται, φροντίζοντας εντούτοις να αφήσει ως πολύτιμη παρακαταθήκη το δάκρυ της πάνω στο απλωμένο χέρι του. Η αφήγηση μέσα από την αξιοποίηση του χεριού, ως στοιχείου συνειρμικής μετάβασης, μεταφέρεται από τη σκηνή του ναυαγίου στο αφηγηματικό παρόν της ζωής του ήρωα ως επαίτη κατά τη στιγμή της χρονικής αφήγησης. [στίχοι 5-14, με εξαίρεση τον 6 ο στίχο]. Το τρίτο χρονικό επίπεδο εντοπίζεται στους στίχους 6 και 16-20, που αποτελούν αναδρομική αφήγηση (ανάληψη) και αφορούν την προϊστορία του ήρωα στην Κρήτη, συγκρίνοντας την παρελθοντική αγωνιστικότητά του με αυτή που καταθέτει στην προσπάθεια διάσωσης του ίδιου και της αγαπημένης του, όπως αποτυπώνεται στο στίχο 15 και επιχειρώντας να αναδείξει την τελευταία αυτή καταβληθείσα δύναμη ως υπέρτερη. Β2.β. Σε αυτούς τους στίχους καταδεικνύεται η αμοιβαία και ακατανίκητη έλξη που συντελέστηκε μεταξύ του Κρητικού και της μοναδικής οπτασίας της Φεγγαροντυμένης. Ταυτόχρονα, διαφαίνεται και η ηλεκτρομαγνητική ιδιότητα της θεότητας ως πετροκαλαμίθρας που λειτουργεί ως αποτρεπτική δύναμη στα φυσικά φαινόμενα, εν είδει αλεξικέραυνου. Η παρομοίωση λειτουργεί ως εμφατική απόδειξη της συντελεσθείσας έλξης, καθώς ο Κρητικός παραδίδεται εκστασιασμένος στο εκτυφλωτικό και μαγευτικό φως της και εκείνη μαγνητισμένη στρέφει το βλέμμα της αποκλειστικά στον ναυαγό, γεγονός που προκαλεί την έκπληξή του, όπως εύγλωττα αποδίδεται με το σχήμα άρσης θέσης του εντέκατου στίχου. Γ1.α. Η απροσδόκητη παρουσία της Φεγγαροντυμένης οδηγεί το ναυαγό σε μια προσπάθεια αναζήτησης της ταυτότητας της γυναικείας αυτής οπτασίας μέσα από μια βύθιση σε εικόνες και μνήμες του παρελθόντος (στιχ.14-16). Στο ταξίδι αυτό στο χρόνο διαισθάνεται μεστός θαυμασμού και έκστασης ότι αυτή η παρουσία είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ψυχή του (επίδραση πλατωνικής θεωρίας για τον κόσμο των
ιδεών), συνυφασμένη με τις σπουδαιότερες αναμνήσεις του αλλά και με την ίδια την υπόστασή του, την προσωπική του διαδρομή. Η αναδρομή αυτή παραπέμπει μέσα από μια κατιούσα κλιμάκωση σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια (θρησκευτικό, ερωτικό, παιδικό επίπεδο) αρχής γενομένης από την εικόνα της αγιογραφημένης γυναίκας, συνεχίζοντας με μια ερωτική εφηβική εμπειρία και κλείνοντας με την αναφορά στην παιδική ηλικία, ακόμα και τη βρεφική, προσομοιάζοντας στην αναπαράσταση της μητέρας του (σχήμα των τριών). Αναδεικνύεται μια αξιοσημείωτη σύνδεση του ερωτικού με το θρησκευτικό στοιχείο σε μια μυστηριακή ατμόσφαιρα χωρίς να αλληλοαναιρούνται και να απόλλυνται την ιδιότητά τους. Ανεξαρτήτως της αδυναμίας ξεκάθαρου προσδιορισμού της ταυτότητας του ουράνιου αυτού πλάσματος, είναι δεδομένη η εντυπωμένη και χαραγμένη στη συνείδηση του αφηγητή αντίληψη μιας θολής ανάμνησης, σαν μια αρχετυπική πλατωνική ιδέα. Γ1.β. Η επίδραση του δακρύου της Φεγγαροντυμένης που έπεσε στο απλωμένο χέρι του Κρητικού λειτούργησε ως δυναμικός και δραματικός καταλύτης της ηθικής και συναισθηματικής μεταμόρφωσής του. Αναδεικνύεται αδρότατα ότι ύστερα από το εκστατικό όραμα της Φεγγαροντυμένης, που δεν του έδωσε τη λύση στην άμεση ανάγκη της επιβίωσης αλλά του χάρισε το δάκρυ της, η ζωή του εισήλθε σε μια νέα, ριζικά διαφορετική ρότα. Στο πλαίσιο αυτό ομολογεί την προσωπική του πτώση, καθώς έχει πια απωλέσει την επιθετικότητα, τον ηρωισμό, το απαράμιλλο θάρρος και την αποφασιστικότητα του πολεμιστή, όπως αποτυπώνεται στην αναδρομή του στίχ.6(ομοιότητα με Σουλιώτη πολεμιστή στους Ελεύθερους Πολιορκημένους). Στην παρούσα φάση της ζωής του είναι ένας εξαθλιωμένος επαίτης που απλώνει το χέρι στους άλλους ανθρώπους, για να εξασφαλίσει την ατομική του επιβίωση. Η καταρρακωμένη αξιοπρέπεια, η αναπόληση της απωλεσθείσας υπερηφάνειας τον πληγώνουν. Η εικόνα του ψωμοζήτη ζητιάνου, που εναποθέτει την επιβίωσή του στην αγάπη και τη συμπαράσταση των συνανθρώπων του αναδεικνύεται ως ένα αντίθετο ήθος, ως μια διαφορετική στάση ζωής. Οι δυσάρεστες εξελίξεις στη ζωή του τον μεταστρέφουν, τον ωθούν να επαναπροσδιορίσει τον κώδικα αρχών και αξιών του, να υιοθετήσει ένα άλλο αξιακό πρότυπο. Αποζητά την προσωπική πλήρωση μέσα από την αληθινή αγάπη και την αλληλεγγύη, απορρίπτοντας τα διχαστικά πάθη, τη βαναυσότητα και την αγριότητα του πολέμου, που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (απελευθερωτικός αγώνας) συνιστούσε το αξιοκρατικό μοντέλο της προηγούμενης συμπεριφοράς και στάσης του. Δ1. Τα παρατιθέμενα κείμενα Διονυσίου Σολωμού και Κων/νου Καρυωτάκη κινούνται θεματολογικά σε ένα ευρύ πλαίσιο ομοιοτήτων και διαφορών. Ειδικότερα, είναι προφανής και στα δύο κείμενα ο καθοριστικός ρόλος της φύσης στην ανάδειξη και εξιδανίκευση της ομορφιάς των θεϊκών οντοτήτων της Φεγγαροντυμένης και της νεράιδας αντιστοίχως. Παράλληλα αποτελεί το σκηνοθετικό πλαίσιο δράσης των δύο κειμένων όπου μια ανθρώπινη και μία απόκοσμης προέλευσης οντότητα πρόσκαιρα συνυπάρχουν. Ακολούθως και στα δύο κείμενα είναι πρόδηλη η εκστατική κατάσταση στην οποία περιέχονται οι δύο πρωταγωνιστές τη στιγμή κατά την οποία κατακλύζεται η ύπαρξή τους από την παρουσία των θεϊκών μορφών με τις οποίες έρχονται σε οπτική επαφή. Στο επίπεδο των διαφορών πρέπει να υπογραμμιστεί αφενός η θέση του πρωταγωνιστή, ο οποίος στο κείμενο του Σολωμού βρίσκεται εντός θαλασσίου χώρου αγωνιζόμενος για τη διαφύλαξη της ζωής και του έργου, ενώ στο κείμενο του Καρυωτάκη σε ένα ερημικό ακρογιάλι, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένη στόχευση, όπου σαστισμένος αντικρίζει τη θαλάσσια νεράιδα. Αφετέρου πρέπει να επισημανθεί η θέση της απόκοσμης οντότητας η οποία στο Σολωμικό έργο εμφανίζεται στη μέση
ταραγμένου πελάγους, ενώ στο έργο του Καρυωτάκη κρυμμένη πίσω από βράχους που άπτονται της ακτής, σαν να επιχειρεί να κάνει την παρουσία της αόρατη. Την ίδια στιγμή η Φεγγαροντυμένη μετέωρη άνωθεν της θάλασσας κυριαρχεί στο χώρο και στην ψυχή του Κρητικού σαν θεϊκή χείρα βοηθείας, ενώ η νεράιδα διαχέεται στο θαλάσσιο χώρο αντιμετωπίζοντας φοβικά τον ανθρώπινο παράγοντα επιχειρώντας να τον αποφύγει. Προσεγγίζοντας και αναλύοντας το πλέγμα των ομοιοτήτων γίνεται αντιληπτό ότι η φύση (ήλιος-θάλασσα-κύμα) στον Καρυωτάκη και (φεγγάρι-θάλασσα) στο Σολωμό υποκύπτουν και αναδεικνύουν τη θεϊκή ομορφιά των δύο γυναικείων απόκοσμων οντοτήτων μεταστρέφοντας αυτόματα την κατάσταση ταραχής στην οποία βρίσκονταν σε κατάσταση γαλήνης και αγαλλίασης. Η ομορφιά τους έχει αρχαιοελληνική αναφορά (Απολλώνια κάλλη), καθώς είναι προφανής η επιρροή του κλασικισμού. Ωστόσο, οφείλεται να αναφερθεί και η επιρροή του χριστιανικού ιδεώδους (παρθενικό) συνδυάζοντας έτσι το χριστιανικό και αρχαίο ελληνικό πρότυπο ομορφιάς. Επίσης, καθίσταται αναγκαίο να αναφερθεί το γεγονός ότι η έκσταση που βιώνουν οι πρωταγωνιστές είναι απότοκο της αναγνώρισης της θεϊκής προέλευσης των οντοτήτων με τις οποίες έρχονται σε επαφή και του δέους που αρχικά καθηλώνει την ύπαρξή τους. Και για τους δύο αποτελεί δυστυχές απρόοπτο η ξαφνική απομάκρυνση των θεϊκών πλασμάτων, καθώς είναι πρόδηλη η συναισθηματική και ψυχική αναγκαιότητα που υπηρετείται από την παρουσία των θεϊκών μορφών (η ανάγκη διηνεκούς παρουσίας του Θεού στον ανθρώπινο βίο). Στο επίπεδο των διαφορών κυριαρχεί η θέση των πρωταγωνιστών στο χώρο, όπως και η επίδραση που ασκούν τα θεϊκά πλάσματα στις ανθρώπινες οντότητες που εκστατικά τις παρατηρούν. Συγκεκριμένα, σκηνοθετικά διαχέεται στο θαλάσσιο περιβάλλον η νεράιδα ορμώμενη βράχων, γεγονός που δημιουργεί την αίσθηση ότι αποπειράται να αποφύγει την ανθρώπινη παρουσία. Παράλληλα, η ξαφνική εμφάνισή της δεν υπηρετεί καμία αναγκαιότητα συνδρομής κάποιου αγώνα του ανθρώπινου παράγοντα που την αντικρίζει. Αντιθέτως, η παρουσία της μετέωρης Φεγγαροντυμένης είναι δεσποτική σε χώρο και ανθρώπινο παράγοντα και ο ρόλος της θεόσταλτος, καθώς επικουρεί στην ευόδωση της ενατένισης ενός ιδεατού κόσμου, καθιστώντας την δοκιμασία του λιγότερο επώδυνη. Παράλληλα, η Φεγγαροντυμένη εισβάλλει στην ψυχή του πρωταγωνιστή, ενώ η νεράιδα τον προσεγγίζει φοβικά και τον αποφεύγει, γιατί αισθάνεται απειλούμενη από αυτόν. Την ίδια στιγμή απουσιάζει κάθε στοιχείο ψυχικής επαφής και επικοινωνίας. Επίσης, προφανής καθίσταται η απόπειρα του πρωταγωνιστή του Καρυωτάκη να αδράξει την ευκαιρία προσέγγισης της νεράιδας και να κυνηγήσει το θησαυρό της ομορφιάς της, χωρίς αρχικά να έχει αντιληφθεί τη θεϊκή της προέλευση, γεγονός που εντέλει αντιλαμβάνεται και αποθαρρύνεται. Αντίθετα, ο Κρητικός στο Σολωμικό έργο σαστισμένος εντός του θαλάσσιου χώρου και αντιλαμβανόμενος άμεσα τη θεϊκή προέλευση της Φεγγαροντυμένης με δέος αποδέχεται την κυριαρχία της στην ψυχή του αδυνατώντας να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να της εκμυστηρευτεί μονολογώντας τα προγενέστερα βάσανά του.
Από τις προηγούμενες αναφορές προκύπτει εύλογα το συμπέρασμα ότι η συγκριτική εξέταση των δύο κειμένων έχει ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό ομοιοτήτων και διαφορών που άπτονται στο ρόλο της φύσης, στη θέση των πρωταγωνιστών (ανθρωπίνων παραγόντων και θεϊκών οντοτήτων) στο χώρο και στην ποιότητα και το αποτέλεσμα της επίδρασης των θεϊκών πλασμάτων στην ψυχή των ανθρώπωνηρώων. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Χ. Ζορμπάς Ε. Πιτικάκη Κ. Σταθόπουλος Κ. Ιωαννίδου