ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008 ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Πρωθυπουργό κ.κων/νο Καραμανλή Η ελληνική οικονομία, μπροστά στην κρίση Ι. Μετά από μια περίοδο ταχύρρυθμης, αλλά όχι και τόσον ισόρροπης, ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα, πιο δύσκολη, φάση, καθώς η ύφεση απειλεί, μετά τις Η.Π.Α. και την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς η κυβέρνηση να έχει ολοκληρώσει ένα σημαντικό μέρος του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος και με εμφανείς ακόμα τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας να έχει πετύχει την επιβαλλόμενη δημοσιονομική προσαρμογή και με την απειλή μιας νέας κοινοτικής «επιτήρησης» να κάνει την εμφάνισή της να έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής, η οποία συνεχίζει να υποβαθμίζεται, σταθερά. ΙΙ. Μπροστά σ αυτήν την κατάσταση, η χώρα έχει ανάγκη από ένα διαφορετικό «μίγμα» οικονομικής πολιτικής, με κύριους στόχους: Την ενθάρρυνση της ανάπτυξης, με βασικό μοχλό την ιδιωτική πρωτοβουλία και κύριους προωθητικούς τομείς, τις εξαγωγές και τις παραγωγικές επενδύσεις, αντί της δανειοδοτούμενης κατανάλωσης και οικοδομικής δραστηριότητας. Τη δραστική περικοπή των κρατικών δαπανών και της σπατάλης, μέσω του περιορισμού της έκτασης και της βελτίωσης της λειτουργίας 1
του υπερτροφικού σημερινού κράτους, αντί της δημιουργίας και νέων κρατικών φορέων. Την ενίσχυση των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων, στα όρια βέβαια της αντοχής της οικονομίας μας, για τη διεύρυνση, με υγιείς, όμως, τρόπους, της εγχώριας κατανάλωσης και την εδραίωση της κοινωνικής συνοχής. Την αντικατάσταση του άδικου, αναποτελεσματικού και διαβρωμένου σημερινού φορολογικού μας συστήματος, με ένα νέο, αξιοκρατικά στελεχωμένο και αντιγραφειοκρατικό, αντικειμενικότερο, οικονομικότερο και αποτελεσματικότερο. Και φυσικά, την επιτάχυνση, των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, των μόνων που μπορούν να θωρακίσουν την οικονομία μας, έναντι των επιπτώσεων της κρίσης, εάν βέβαια τολμούν να υιοθετήσουν ρήξεις, τομές, ανατροπές. ΙΙΙ. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά στην επιβολή πρόσθετων φόρων, τόσο για να καταστεί εφικτή η υλοποίηση, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις, του φετινού Προϋπολογισμού, όσο και για να σχεδιασθεί ένας πιο ειλικρινής Προϋπολογισμός για την επόμενη χρονιά. Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι «γιατί, και πάλι, νέοι φόροι;». Εάν δεν επισημανθούν, έγκαιρα, ώστε να μην επαναληφθούν, τα σχετικά κυβερνητικά λάθη και τα νέα μέτρα θα αποτύχουν. Το δεύτερο ερώτημα έχει σχέση με το ποια μέτρα θα επιλεγούν για την κάλυψη των άδειων κρατικών ταμείων. Με δεδομένα, ότι: - η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρηματικών κερδών είναι στη χώρα μας υψηλή, κάθε πρόσθετη φορολογία τους θα δημιουργήσει στρεβλώσεις και παρενέργειες. - η φορολογική βάση μας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, κάθε μέτρο που θα συμβάλλει στην ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής, η οποία νοθεύει και τον ανταγωνισμό, είναι ευπρόσδεκτο. Είναι προφανές, ότι μόνον η μείωση των κρατικών δαπανών που θα περιορίσει τις ανάγκες, σε συνδυασμό με την πάταξη της 2
φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, που θα διευρύνουν τα σχετικά έσοδα, αποτελούν υγιείς και αποτελεσματικές επιλογές. Και πάντως εάν θα πρέπει να επιβληθούν πρόσθετα φορολογικά βάρη, αυτά θα πρέπει να κατευθυνθούν, προς τους έχοντες και προκλητικά καταναλώνοντες και όχι στους επενδυτές και τους εργαζόμενους. Η αυτόματη περαίωση φορολογικών υποθέσεων, την οποίαν και η Κ.Ε.Ε.. υποστηρίζει, βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον, εξυπηρετεί και τις επιχειρήσεις και το κράτος. Μακροπρόθεσμα, πάντως, θα πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την εδραίωση φορολογικής συνείδησης από όλους τους φορολογούμενους και για την αντικειμενικοποίηση, κατά το δυνατόν, της φορολογίας, ώστε να περιορισθούν οι αυθαιρεσίες του φοροελεγκτικού μηχανισμού που ωθούν στη φοροδιαφυγή. Και, φυσικά, η κατάργηση του Κ.Β.Σ. είναι ένα καθοριστικό βήμα στην προσπάθεια πάταξης της γραφειοκρατίας, στο χώρο αυτό. IV. Η αύξηση των επιτοκίων λόγω της διεθνούς κρίσης επιδεινώνει, οπωσδήποτε, τόσον τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, όσο και το κόστος παραγωγής και διάθεσης. Αναμφισβήτητα, η ύπαρξη δυναμικών και κερδοφόρων τραπεζών είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής μας διαδικασίας. Στη χώρα μας, όμως, το τραπεζικό μας σύστημα λειτουργεί ακόμη κάτω από ολιγοπωλιακές συνθήκες, με συνέπεια το «άνοιγμα» ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων, να είναι το μεγαλύτερο της Ευρωζώνης. Χωρίς ουσιαστικά μέτρα για την ένταση του ανταγωνισμού, στο χώρο των τραπεζικών εργασιών, οι συνέπειες της κρίσης για την οικονομία μας θα διογκωθούν επικίνδυνα. V. Ένα κρίσιμο για την εθνική οικονομία και τις επιχειρηματικές τάξεις του τόπου θέμα, είναι το πρόβλημα των λιμανιών μας. Οι γνωστές κινητοποιήσεις των εργαζόμενων, έχουν προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις στα σχετικά κόστη, λόγω επίναυλων και λοιπών δαπανών που, και τις εξαγωγές μας περιορίζουν και τις πληθωριστικές πιέσεις ενισχύουν. Το λιμάνι του Αστακού, που αποτελεί μια κάποια λύση, δεν επαρκεί για την κάλυψη των σχετικών αναγκών, γεγονός που καθιστά επιτακτική 3
την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών για τη δραστική επίλυση του θέματος. Πέραν αυτού επιβάλλεται: Η ταχεία προώθηση των αναγκαίων έργων για τη βελτίωση των υποδομών σ όλα τα λιμάνια της χώρας, προκειμένου να διευκολυνθεί το διαμετακομιστικό μας εμπόριο. Η σημαντική αύξηση των δρομολογίων που συνδέουν τα νησιά μας με την Πρωτεύουσα, αλλά και τη Συμπρωτεύουσα. Η θεσμοθέτηση της λειτουργίας του Τελωνείου Εξαγωγής, καθ όλον το εικοσιτετράωρο, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, όπως ισχύει σ όλη την Ευρώπη. (Σήμερα, το Τελωνείο Εξαγωγής κλείνει την Παρασκευή και ανοίγει τη Δευτέρα). Η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του Τελωνειακού Κώδικα, ώστε να προσαρμοσθεί στα σημερινά οικονομικά δεδομένα. Η κατάργηση των πρόσθετων έμμεσων φόρων που επιβαρύνουν τα εισαγόμενα και εξαγόμενα είδη (Δ.Ε.Τ.Ε κ.α.). VI. Τέλος, η Κ.Ε.Ε.. θεωρεί αναγκαίο, να επισημάνει, για άλλη μια φορά, την ανάγκη οργάνωσης, κατά τρόπον πάγιο, του ουσιαστικού διάλογου, ανάμεσα στους υπεύθυνους για τη χάραξη της οικονομικής μας πολιτικής και τα Επιμελητήρια, ώστε να αποφεύγονται οι αιφνιδιασμοί και τα λάθη. Υπενθυμίζουμε ότι, πρόσφατα, τα Επιμελητήρια αποκλείσθηκαν από το διάλογο για το Ασφαλιστικό μας Σύστημα, με τη δικαιολογία ότι δεν εντάσσονται στους «κοινωνικούς εταίρους». Πιστεύουμε ότι τα Επιμελητήρια που αποτελούν, εξάλλου, θεσμοθετημένους Συμβούλους της Πολιτείας, σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα, έχουν πολλά να προσφέρουν στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και γι αυτό η αγνόησή τους αποτελεί βασικό λάθος, με αρνητικές συνέπειες και για τις επιχειρήσεις και για την οικονομία. Και η επισήμανση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία σε περιόδους κρίσεως, όπου και η κατανομή των σχετικών θυσιών και ο σχεδιασμός των αναγκαίων ρήξεων, προϋποθέτει ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. 4
5