Π.Μ.Σ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ Α.Μ.: 2212105 «Η προσωπικότητα των μαθητών Γυμνασίου και η σχέση της με την πατρική τυπολογία» ΑΘΗΝΑ 2016 1
Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο των σπουδών για την απόκτηση του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ που απονέμει το Τμήμα Οικιακής Οικονομίας & Οικολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Εγκρίθηκε την... από την εξεταστική επιτροπή: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΒΑΘΜΙΔΑ ΥΠΟΓΡΑΦΗ Αικ. Μαριδάκη- Κασσωτάκη Καθηγήτρια... (Επιβλέπουσα) Αικ. Αντωνοπούλου Επίκουρη Καθηγήτρια... Κ. Κουτρούμπα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια... 2
Ευχαριστίες Με την ολοκλήρωση της παρούσας διπλωματικής εργασίας αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω θερμά όλους όσους με στήριξαν προκειμένου να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Ειδικότερα, θα ήθελα να ευχαριστήσω τις καθηγήτριες μου, κυρίες Μαριδάκη- Κασσωτάκη Αικατερίνη, Αντωνοπούλου Αικατερίνη, Κουτρούμπα Κωνσταντίνα και Κουμουνδούρου Γεωργία για την καθοδήγηση, τις εύστοχες υποδείξεις και συμβουλές τους, καθώς και την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν καθ όλη τη διάρκεια πραγματοποίησης και συγγραφής της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφερθώ στο διευθυντή του 3 ου Γυμνασίου Περιστερίου, χάρη στη συμβολή του οποίου κατάφερα να έχω πρόσβαση στο σχολείο προκειμένου να χορηγήσω τα ερωτηματολόγια μου, και φυσικά σε όλους τους μαθητές και μαθήτριες που με προθυμία και ενδιαφέρον συμμετείχαν στην έρευνα, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ήταν αδύνατη η διεξαγωγή της. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω το οικογενειακό μου περιβάλλον για τη διαρκή υποστήριξη, κατανόηση και την αμέριστη συμπαράσταση που μου προσέφερε. 3
Περίληψη Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να μελετήσει τη σχέση μεταξύ γονεϊκής (πατρικής) τυπολογίας και των διαστάσεων της προσωπικότητας των εφήβων. Στην έρευνα συμμετείχαν 160 μαθητές ενός Γυμνασίου της Δυτικής Αττικής. Στους μαθητές χορηγήθηκε το «Ερωτηματολόγιο Τυπολογίας του Έλληνα Πατέρα» το οποίο έχει τροποποιηθεί ώστε να μπορεί να χορηγείται σε εφήβους και το ερωτηματολόγιο Ε- ΔΙΠΡΟΠΕ (11-13 ετών) των Μπεζεβέγκη και Παυλόπουλου (1998) το οποίο συνιστά μια κλίμακα μέτρησης της προσωπικότητας, βασισμένη στο Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων και για τις ανάγκες τις έρευνας μετατράπηκε σε εργαλείο αυτοαναφοράς. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως τα αντιλαμβανόμενα γνωρίσματα της προσωπικότητας των εφήβων συσχετίζονται με τις αντιλήψεις τους για την τυπολογία του πατέρα. Οι έφηβοι, δηλαδή, που αντιλαμβάνονται τον πατέρα τους ως υποστηρικτικό αποδίδουν στον εαυτό τους υψηλό επίπεδο «ευσυνειδησίας», «διανοητικής ανάπτυξης», «προσήνειας» και «εξωστρέφειας». Αντίθετα, όσοι έφηβοι τον εκλαμβάνουν ως αυταρχικό, πιστεύουν ότι διαθέτουν μεγάλο βαθμό «συναισθηματικής αντιδραστικότητας». Παράλληλα, η παρούσα έρευνα επαλήθευσε την ύπαρξη τεσσάρων γονεϊκών τύπων, όπως είχε προτείνει η Μαριδάκη- Κασσωτάκη (2009) για τον ελλαδικό χώρο. Αναφορικά με την αντιλαμβανόμενη γονεϊκή τυπολογία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ενώ, αντίθετα, παρατηρήθηκαν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ως προς τα αυτοαναφερόμενα στοιχεία της προσωπικότητας τους. Τέλος, παρουσιάστηκαν διαφορές μεταξύ των μαθητών των τριών τάξεων του Γυμνασίου ως προς τις αντιλήψεις τους για τα συστατικά της προσωπικότητας τους. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έχουν σημαντικές κοινωνικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. Λέξεις κλειδιά: πατρική τυπολογία, προσωπικότητα, πέντε μεγάλοι παράγοντες, έφηβοι 4
Abstract The present study examines the relationship between paternal parenting styles and adolescents' personality components. The participants were 160 pupils of secondary education from the West Side of Athens. The adolescents completed the following self-report instruments: (a) the Parenting and Dimensions Questionnaire and (b) the questionnaire based on Five Factor Model and assessing children's personality components (E-DIPROPE-12). The results of the study indicated that paternal parenting style is associated with perceived personality components. Adolescents who perceive their father as supportive tended to have high level of "conscientiousness", "intellectual development", "agreeableness" and "extraversion". Conversely, adolescents who perceive their father as authoritarian, have high level of perceived "emotional reactivity". Furthermore, the study confirmed the parental styles which have been suggested by Maridaki- Kassotaki (2009) for greek population. In reference with perceived parenting typology between boys and girls, no statistical differences were found, while the results revealed statistical gender differences concerning perceived personality components. To sum up, the results showed differences among students of three classes of secondary school as regards perceived personality components. The present findings have important social, educational and psychological implications. Key words: paternal typology, personality, five factor model, adolescents 5
Περιεχόμενα Εισαγωγή... 8 Κεφάλαιο Πρώτο: Η προσωπικότητα και οι Πέντε Παράγοντες της... 10 1.1. Προσωπικότητα (personality) Ιδιοσυγκρασία (temperament): Εννοιολογικές διασαφήσεις... 10 1.2. Η δημιουργία μοντέλων για τη μελέτη της προσωπικότητας... 12 1.3. Το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων της Προσωπικότητας ή των «Μεγάλων Πέντε» (Five Factor Model FFM )... 13 1.4. Η αναπαράσταση του μοντέλου των Πέντε Παραγόντων της προσωπικότητας... 17 1.5. Το Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων και η αναπτυσσόμενη προσωπικότητα... 19 2.1. Εννοιολογικές διασαφήσεις... 22 2.2. Γονεϊκοί τύποι... 25 2.3. Η επίδραση της γονεϊκής τυπολογίας στην ανάπτυξη των παιδιών... 27 2.4. Ο ρόλος του πατέρα μέσα στο χρόνο- ιστορική αναδρομή... 29 2.5. Η επίδραση του πατέρα στην ανάπτυξη των παιδιών... 31 2.6. Η πατρική τυπολογία στην Ελλάδα... 33 Κεφάλαιο Τρίτο: Προσωπικότητα και Γονεϊκή Τυπολογία -... 37 Ερευνητικά ερωτήματα... 37 3.1. Παρουσίαση ερευνών αναφορικά με τη σχέση μεταξύ της γονεϊκής τυπολογίας και της προσωπικότητας των παιδιών... 37 3.1.1. Η έρευνα των Steinberg, Blatt- Eisengart και Cauffman (2006)... 37 3.1.2. Η έρευνα των Weiss και Schwarz (1996)... 39 3.1.3. Η έρευνα των Aunola, Stattin και Nurmi (2000)... 41 3.1.4. Η έρευνα των Wolfradt, Hempel και Miles (2001)... 43 3.1.5. Η έρευνα των Furnham και Cheng (2000)... 44 3.1.6. Η έρευνα των Milevsky, Schlechter, Netter και Keehn (2007)... 45 3.1.7. Η έρευνα των Antonopoulou, Alexopoulos και Maridaki-Kassotaki (2012)... 46 3.2. Ερευνητικά ερωτήματα... 47 Κεφάλαιο Τέταρτο: Μέθοδος... 49 4.1. Συμμετέχοντες... 49 4.2. Ερευνητικά εργαλεία... 49 4.3. Διαδικασία... 52 Κεφάλαιο Πέμπτο: Αποτελέσματα... 53 5.1. Έλεγχος της εσωτερικής δομής του Ερωτηματολογίου Τυπολογίας του Έλληνα πατέρα... 53 6
5.2. Μέσοι όροι και τυπικές αποκλίσεις των αντιλήψεων των μαθητών... 57 5.3. Σύγκριση των μέσων όρων των αντιλήψεων αγοριών και κοριτσιών ως προς την τυπολογία του πατέρα τους και τους παράγοντες της προσωπικότητας τους... 58 5.4. Σύγκριση των μέσων όρων των αντιλήψεων των μαθητών και των τριών τάξεων σχετικά με την προσωπικότητα τους.... 58 5.5. Συσχετίσεις... 59 5.6. Ταυτόχρονη παλινδρομική ανάλυση... 61 Κεφάλαιο Έκτο: Σχολιασμός αποτελεσμάτων Προτάσεις... 62 Βιβλιογραφία... 69 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 86 7
Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική πρόοδος στη μελέτη των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (Five Factor Model) αποτελεί μια ολοκληρωμένη αναπαράσταση των βασικών διαστάσεων της προσωπικότητας και απέκτησε ευρεία αποδοχή από τους θεωρητικούς της Ψυχολογίας (Digman, 1990, McCrae & Costa, 1987, 1990, McCrae & John, 1992). Η προσωπικότητα μπορεί να περιγραφεί με όρους των πέντε παραγόντων οι οποίοι είναι: 1) Νευρωτισμός ή Συναισθηματική Σταθερότητα, 2) Εξωστρέφεια, 3) Πνευματική Καλλιέργεια- Νόηση, 4) Προσήνεια, 5) Ευσυνειδησία (McCrae & Costa, 1987, McCrae & John, 1992, McCrae, 2002). Αντίστοιχα, η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει ερευνών στις οποίες διαφαίνεται η καθοριστική επίδραση των γονέων στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών τους (Alegre, 2011, Maccoby & Martin, 1983). Τα παιδιά των υποστηρικτικών γονέων έχουν υψηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις, υψηλή αυτοπεποίθηση, ικανότητα αυτορρύθμισης, ενώ παράλληλα δηλώνουν ικανοποίηση από τη ζωή τους (Baumrind, 1971, Alegre, 2011, Furnham & Cheng, 2000, Milevsky, Schlechter & Machlev, 2011). Ακόμα, έχουν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη και να αναπτύξουν αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τα παιδιά αυταρχικών, επιτρεπτικών ή αδιάφορων γονέων. Κατά συνέπεια, λόγω της σημαντικής επίδρασης που ασκούν οι γονείς στην πορεία ανάπτυξης των παιδιών, στην παρούσα έρευνα διερευνάται η πιθανή συσχέτιση των διαφορετικών γονεϊκών τύπων με την προσωπικότητα των παιδιών εφηβικής ηλικίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ρόλο του πατέρα, ο οποίος είχε αγνοηθεί για πολλά χρόνια από τις μελέτες ψυχολογίας (De Luccie, 1996, Gamble, Remakumar & Diaz, 2007, Winsler, Madigan & Aquilino, 2015). Συγκεκριμένα, ερευνάται η επίδραση της πατρικής τυπολογίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των εφήβων σύμφωνα με τις αυτοαναφορές τους. Η παρούσα διπλωματική εργασία διαρθρώνεται σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο δίνονται οι απαραίτητες εννοιολογικές διασαφήσεις των όρων προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία. Παρουσιάζονται τα θεωρητικά μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί για τη μελέτη της προσωπικότητας και, κυρίως, γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση του μοντέλου των Πέντε Παραγόντων το οποίο έχει επικρατήσει στο χώρο της Ψυχολογίας. 8
Στο δεύτερο κεφάλαιο ορίζεται η έννοια της γονεϊκής τυπολογίας. Παρουσιάζονται ενδολεχώς οι κυρίαρχοι γονεϊκοί τύποι που έχουν διαμορφωθεί καθώς και η επίδραση τους στην κοινωνική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Ιδιαίτερη έμφαση,όμως, δίνεται στο ρόλο του πατέρα. Γίνεται μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο ρόλο του μέσα στο χρόνο και παρουσιάζονται οι επιδράσεις των διαφορετικών πατρικών τύπων στη ζωή και στην προσωπικότητα των παιδιών. Τέλος, αναλύονται τα αποτελέσματα ερευνών που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με τη μελέτη της πατρικής τυπολογίας. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της βιβλιογραφικής ανασκόπησης η οποία πραγματοποιήθηκε προκειμένου να βρεθούν και να εξεταστούν εκείνα τα εμπειρικά δεδομένα που συσχετίζουν τις δύο βασικές μεταβλητές της έρευνας μας, την προσωπικότητα με τη γονεϊκή τυπολογία. Στο τέλος του κεφαλαίου διατυπώνονται τα ερευνητικά αποτελέσματα. Στο τέταρτο κεφάλαιο δίνονται πληροφορίες για τους συμμετέχοντες της παρούσας έρευνας, τα ψυχομετρικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν και περιγράφεται η διαδικασία συλλογής των ερευνητικών δεδομένων. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση των απαντήσεων των ερωτηματολογίων από τους συμμετέχοντες. Γίνεται περιγραφική και επαγωγική ανάλυση των δεδομένων με την εφαρμογή του προγράμματος SPSS, έκδοση 19. Στο έκτο κεφάλαιο γίνεται σχολιασμός των αποτελεσμάτων και εξαγωγή συμπερασμάτων που προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων, αναφέρονται οι περιορισμοί της παρούσας έρευνας και διατυπώνονται προτάσεις για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων αλλά και για περαιτέρω έρευνα. 9
Κεφάλαιο Πρώτο: Η προσωπικότητα και οι Πέντε Παράγοντες της 1.1. Προσωπικότητα (personality) Ιδιοσυγκρασία (temperament): Εννοιολογικές διασαφήσεις Η προσωπικότητα ορίζεται ως «η δυναμική οργάνωση των ψυχικών ιδιοτήτων του ατόμου που καθορίζουν την ιδιαίτερη προσαρμογή του στο εκάστοτε περιβάλλον» (Allport, 1937). Στην προσπάθεια προσέγγισης της έννοιας της προσωπικότητας εμπλέκεται και ο όρος της ιδιοσυγκρασίας. Η ιδιοσυγκρασία αναφέρεται στην πρώιμη εμφάνιση σταθερών ατομικών διαφορών οι οποίες έχουν τις ρίζες τους σε βιολογικά καθοριζόμενες τάσεις συμπεριφοράς ενώ η προσωπικότητα περιλαμβάνει γνωρίσματα που καθορίζονται κυρίως από κοινωνικούς παράγοντες (Strelau, 1987). Σύμφωνα με το λεξικό American Heritage Dictionary of the English Language, η ιδιοσυγκρασία ορίζεται ως «ο χαρακτηριστικός τρόπος σκέψης, αντίδρασης και συμπεριφοράς του κάθε ατόμου» (όπως αναφέρεται στο McCrae et al., 2000). Τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ιδιοσυγκρασία θεωρείται πως αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση της ενήλικης προσωπικότητας. Σε μια προσπάθεια διερεύνησης του όρου της ιδιοσυγκρασίας, οι Thomas και Chess διεξήγαγαν έρευνες των οποίων τα αποτελέσματα έδειξαν πως η ιδιοσυγκρασία μπορεί να αυξήσει τις δυνατότητες ενός παιδιού να βιώσει ψυχολογικά προβλήματα ή το αντίθετο, μπορεί να προστατεύσει ένα παιδί από αρνητικές επιδράσεις (Berk, 2012). Οι έρευνες των Thomas και Chess οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός μοντέλου που αποτελείται από εννέα διαστάσεις (ενεργητικότητα, ρυθμιστικότητα, προσέγγιση, προσαρμοστικότητα, ζωηρότητα, ένταση ερεθίσματος, διάθεση, διασπαστικότητα και επιμονή) και αποτέλεσε τη βάση της συστηματικής ερευνητικής ενασχόλησης με την έννοια της ιδιοσυγκρασίας. Η μελέτη της παιδικής προσωπικότητας και ιδιοσυγκρασίας ανέδειξε το μοντέλο της Rothbart η οποία χρησιμοποιεί δύο σύνδρομα για να περιγράψει τις ατομικές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία: αντίδραση και αυτορρύθμιση. Η αντίδραση αναφέρεται στην ταχύτητα και την ένταση της συναισθηματικής διέγερσης, στην προσοχή και στην κινητική δραστηριότητα. Η αυτορρύθμιση αφορά σε στρατηγικές ελέγχου της αντίδρασης (Rothbart & Bates, 2006). Το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει έξι τομείς που περιγράφουν την ιδιοσυγκρασία: φόβο, θυμό, ικανοποίηση, επιμονή, έλεγχο αντιδράσεων και επίπεδο ενεργητικότητας. Η ιδιοσυγκρασία,δηλαδή, συνιστά τα 10
χαρακτηριστικά φαινόμενα της συναισθηματικής φύσης του ατόμου που περιλαμβάνουν τη δεκτικότητα σε ένα συναισθηματικό ερέθισμα, τη δύναμη και την ταχύτητα της ανταπόκρισης και την ποιότητα της επικρατούσας διάθεσης (Rothbart et al, 2000). Ο όρος «ιδιοσυγκρασία» εμπεριέχει μία γενετική βάση για τις ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων που παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες ως προς τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας και τις μετρήσεις της προσωπικότητας σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα. Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα έγκειται στο ότι η ιδιοσυγκρασία αναφέρεται σε ατομικές διαφορές που εμφανίζονται με τη γέννηση και έχουν μια ισχυρή γενετική και νευροβιολογική βάση ενώ τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας θεωρούνται αποκτώμενα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς που απαντώνται σε οργανισμούς με οργανωμένα γνωστικά σχήματα (McCrae et al., 2000). Η ιδιοσυγκρασιακή βάση της προσωπικότητας περιλαμβάνει βιολογικές τάσεις, δυνατότητες και διαθέσεις ενώ η διαμόρφωση της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από περιβαλλοντικά καθορισμένες προσαρμογές. Κατά συνέπεια, η κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας είναι σημαντική για την κατανόηση της προσωπικότητας. Αξίζει να σημειωθεί πως τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας εμφανίζονται πολύ νωρίς και είναι περιορισμένου φάσματος ενώ τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενσωματώνουν ένα μεγαλύτερο εύρος ατομικών διαφορών και δεν επιδέχονται μεγάλης αλλαγής στην πάροδο του χρόνου ( Caspi et al., 2005, McCrae, et al., 2000 ). Σε γενικές γραμμές, οι έρευνες που σχετίζονται με παιδιά προσχολικής ηλικίας επικεντρώνονται στα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα τα οποία χάρη στη δυναμική της ανάπτυξης είναι συνεχώς μεταβαλλόμενα ενώ το επίπεδο σταθερότητας των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της προσωπικότητας συνεχώς αυξάνεται με αποκορύφωμα την ενηλικίωση. Γι αυτό το λόγο, χρησιμοποιείται ο όρος «ιδιοσυγκρασία» όταν πρόκειται για παιδιά προσχολικής ηλικίας, ενώ με την πάροδο του χρόνου την ιδιοσυγκρασία τη «διαδέχεται» η προσωπικότητα η οποία χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη σταθερότητα στην ενήλικη ζωή. Από τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να γίνει κατανοητή η επιλογή του όρου «προσωπικότητα» για τα παιδιά εφηβικής ηλικίας που συμμετέχουν στην παρούσα έρευνα. Από την άλλη πλευρά, το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στην ύπαρξη ομοιοτήτων ανάμεσα στα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα και σε χαρακτηριστικά της 11
προσωπικότητας (McCrae et al., 2000). Τόσο τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όσα και εκείνα της ιδιοσυγκρασίας είναι ευπρόσβλητα στις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Συγκεκριμένα, αποτελέσματα μελετών που εξετάζουν τις ατομικές διαφορές της ιδιοσυγκρασίας καταδεικνύουν τόσο το ρόλο της κληρονομικότητας όσο και το ρόλο των εμπειριών που βιώνει το άτομο στα πρώτα χρόνια της ζωής του (Emde & Hewitt, 2001). Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας και της προσωπικότητας εμφανίζουν περισσότερες ομοιότητες απ ότι διαφορές. 1.2. Η δημιουργία μοντέλων για τη μελέτη της προσωπικότητας Η ανάγκη καθορισμού των βασικών πτυχών της προσωπικότητας και διερεύνησης των ατομικών διαφορών ως προς τη σκέψη, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά οδήγησε το ερευνητικό ενδιαφέρον στη δημιουργία μοντέλων τα οποία επιχειρούν να καλύψουν το φάσμα της προσωπικότητας αποτελούμενα από διάφορους παράγοντες. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν ότι η υπόσχεση του Norman (1963) για τη δημιουργία μιας επαρκούς ταξινόμησης των γνωρισμάτων της προσωπικότητας εδράζεται στο μοντέλο του Catell που περιλαμβάνει δεκαέξι πρωταρχικούς παράγοντες και οκτώ δευτερεύοντες (Catell et al. 1970 όπως αναφέρεται στο Digman, 1990). Ακολούθησαν τα μοντέλα των Fiske (1949) και των Tupes και Christal (1961) τα οποία στηρίχτηκαν στο μοντέλο προσωπικότητας του Catell ( Digman, 1990). Έπειτα από αναλύσεις των συσχετίσεων που έγιναν από τους Catell και Fiske, οι Tupes και Christal κατέληξαν στην ύπαρξη πέντε παραγόντων που περιγράφουν την προσωπικότητα: Παρορμητικότητα (Surgency), Συναισθηματική Σταθερότητα (Emotional Stability), Προσήνεια (Agreeableness), Αξιοπιστία (Dependability) και Διανόηση (Culture) (Barrick & Mount, 1991). Παράλληλα, ακολούθησαν αρκετές ερευνητικές προσπάθειες γύρω από τη δομή της προσωπικότητας μέσα από τις οποίες αναδείχθηκαν τέσσερα ευρέως διαδεδομένα μοντέλα προσωπικότητας: το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων Προσωπικότητας (The Five Factor Model-FFM) (McCrae & Costa, 1990), το μοντέλο του Eysenck (Eysenck, 1977), το μοντέλο των τριών παραγόντων του Tellegen (1985) και το μοντέλο του Cloninger (Cloninger et al., 1993). Το μοντέλο προσωπικότητας του Eysenck περιλαμβάνει τρεις βασικούς τομείς της προσωπικότητας: τη 12
Νευρωτικότητα (Neuroticism), την Εξωστρέφεια (Extraversion) και την Ψυχωτικότητα (Psychoticism) (Eysenck,1992). Ο Eysenck κατέληξε σε τρεις βασικές τυπολογικές διαστάσεις: εξωστρεφής- εσωστρεφής, νευρωτικός- σταθερός, ψυχωτικός- αυτός που ελέγχει τις παρορμήσεις του και εντοπίζει μια βιολογική επίδραση στις διαφορές της προσωπικότητας (Miller & Lynam, 2001). Το μοντέλο του Tellegen εμπεριέχει τρεις βασικούς παράγοντες της προσωπικότητας: τη Θετική Συναισθηματικότητα (Positive Emotionality) που αναφέρεται στην τάση του ατόμου να αλληλεπιδρά με άλλους και να νιώθει θετικά συναισθήματα, την Αρνητική Συναισθηματικότητα ( Negative Emotionality) που συνδέεται με την τάση του ατόμου να βιώνει αρνητικά συναισθήματα (άγχος, φόβο, θυμό) και την Αυτοσυγκράτηση (Constraint) που αναφέρεται στην επιφυλακτικότητα και στον έλεγχο των παρορμήσεων (Miller & Lynam, 2001). Ο Cloninger πρότεινε ένα μοντέλο που αποτελείται από επτά παράγοντες ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα: Αναζήτηση Πρωτοτυπίας (Novelty Seeking), Αποφυγή Βλάβης (Harm Avoidance), Ανταπόκριση στην Επιβράβευση (Reward Dependence), Επιμονή (Persistence), Αυτοπροσδιορισμός (Self- directedness), Συνεργατικότητα (Cooperativeness), Αυτο- Υπερβατικότητα (Self- transcendence). Τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τη μελέτη της ενήλικης προσωπικότητας υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (FFM) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια κοινή πλατφόρμα για τη διερεύνηση και αποτύπωση των ατομικών διαφορών στην προσωπικότητα. 1.3. Το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων της Προσωπικότητας ή των «Μεγάλων Πέντε» (Five Factor Model FFM ) Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική πρόοδος στη μελέτη των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας συνιστούν «πτυχές των ατομικών διαφορών που έχουν την τάση να προβάλλουν σταθερά πρότυπα σκέψης, συναισθημάτων και δράσης» (McCrae & Costa, 1990). Το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (FFM) αποτελεί μία ολοκληρωμένη αναπαράσταση των βασικών διαστάσεων της προσωπικότητας και απέκτησε ευρεία αποδοχή από τους θεωρητικούς της Ψυχολογίας παρόλη την κριτική αντιμετώπιση του (McAdams, 1992) κυρίως λόγω της μακροχρόνιας ιστορίας του, της πολυδιάστατης τεκμηρίωσης 13
του και της εμπεριστατωμένης εγκυρότητας του με διαφορετικές μεθόδους και εργαλεία ( Digman, 1990, McCrae & Costa, 1987,1990, McCrae & John,1992). Το Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων περιλαμβάνει πέντε γενικές διαστάσεις: (1) Εξωστρέφεια (extraversion), (2) Νευρωτισμός ή Συναισθηματική σταθερότητα (neuroticism/ emotional stability), (3) Πνευματική Καλλιέργεια- Νόηση (intellect) ή Δεκτικότητα σε εμπειρίες ( openness to experience), (4) Προσήνεια/ Καλή προαίρεση/ Συνεργατικότητα (agreeableness) και (5) Ευσυνειδησία/ Συνέπεια (conscientiousness) (McCrae & Costa, 1987, McCrae & John, 1992, Caspi et al. 2005, Miller & Lynam, 2001). Οι πέντε διαστάσεις συνιστούν τους βασικούς παράγοντες της προσωπικότητας και περιλαμβάνουν επιμέρους συστατικά όπως παρουσιάζονται στη βιβλιογραφική ανασκόπηση. Ειδικότερα, η Εξωστρέφεια αφορά στην ποιότητα και στην ένταση της αλληλεπίδρασης των ατόμων στο περιβάλλον. Το εξωστρεφές άτομο είναι κοινωνικό, εκδηλωτικό, ενεργητικό και κυρίαρχο στο περιβάλλον του σε αντίθεση με το εσωστρεφές άτομο το οποίο είναι ήσυχο, συνεσταλμένο και πρόθυμο να ακολουθεί τους άλλους (Caspi et al., 2005). Πρόσφατες εμπειρικές μελέτες σε ενηλίκους ανέδειξαν τρία βασικά χαρακτηριστικά του παράγοντα Εξωστρέφεια: την τάση για εκδήλωση θετικής διάθεσης, την ευαισθησία σε πιθανές ανταμοιβές και την τάση απόσπασης της προσοχής από το κοινωνικό περιβάλλον. Σύμφωνα με μία βιολογική προσέγγιση η Εξωστρέφεια πηγάζει από ένα βιολογικό σύστημα το οποίο προωθεί την ενεργητικότητα και τη συνεχή εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Παράλληλα, η συγκεκριμένη διάσταση εμπεριέχει και τέσσερα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά (lower- order traits) τα οποία συμβάλλουν στην αναγνώριση ενός εξωστρεφούς ατόμου: κοινωνική συστολή (social inhibition), κοινωνικότητα (sociability), κυριαρχία/ επιβολή (dominance) και ενεργητικότητα (energy/ activity level) ( Caspi et al., 2005). Η κοινωνική συστολή σχετίζεται με την απροθυμία του ατόμου για κοινωνικές συναναστροφές και τη βίωση αρνητικών συναισθημάτων σε αυτές. Η κοινωνικότητα συνδέεται με θετική συναισθηματικότητα. Η κυριαρχία/ επιβολή συνιστά την τάση του ατόμου να ασκεί έλεγχο στους άλλους και να «αιχμαλωτίζει» την προσοχή τους. Τέλος, η ενεργητικότητα ως επιμέρους στοιχείο της Εξωστρέφειας παρατηρείται εύκολα στα παιδιά. Παρόλο που οι ενήλικες παρουσιάζουν γενικά χαμηλό επίπεδο ενεργητικότητας, οι εξωστρεφείς ενήλικες εκδηλώνουν υψηλά ποσοστά δραστηριότητας. 14
Ο Νευρωτισμός συνιστά ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας που έχει μελετηθεί ευρέως στο πεδίο της Ψυχολογίας. Συγκεκριμένα, αφορά στην τάση του ατόμου να βιώνει αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος, θυμό και ανασφάλεια. Τα άτομα με υψηλό ποσοστό Νευρωτισμού είναι ευάλωτα στο άγχος και στις ενοχές, διακρίνονται από συναισθηματική αστάθεια και έλλειψη αυτοπεποίθησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη διάσταση της προσωπικότητας περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές διαταραχές: τη διαταραχή άγχους και τη διαταραχή θυμού (Caspi et al., 2005). Η διαταραχή άγχους συνδέεται με την τάση για ανησυχία, θλίψη, ανασφάλεια και ενοχή. Αντίθετα, η διαταραχή θυμού περιλαμβάνει χαρακτηριστικά όπως εχθρικότητα, ζήλια, ματαίωση, ευερεθιστότητα. Καθώς οι δύο αυτές διαταραχές ακολουθούν διαφορετικά αναπτυξιακά μονοπάτια και προβλέπουν διαφορετικά αποτελέσματα, είναι σωστό να εξετάζονται ξεχωριστά. Η τρίτη διάσταση της προσωπικότητας, όπως αναφέρεται παραπάνω, ονομάζεται Πνευματική Καλλιέργεια - Νόηση και περιγράφει το σύνολο της πνευματικής και βιωματικής ζωής ενός ατόμου. Στο κέντρο του παράγοντα αυτού βρίσκεται από τη μία πλευρά η Δεκτικότητα σε νέες εμπειρίες (Openess to experience) που περιλαμβάνει το ενδιαφέρον για το καινούριο και την καλλιέργεια της δημιουργικότητας και από την άλλη πλευρά η Διανοητική ανάπτυξη που συνδέεται με την ευστροφία, την ομιλητικότητα καθώς και με τη μνήμη και την αντιληπτική ικανότητα (Caspi et al., 2005). Συνεπώς, τα άτομα που εμφανίζουν υψηλά ποσοστά στη συγκεκριμένη διάσταση έχουν πολλά ενδιαφέροντα, αναζητούν συνεχώς νέες εμπειρίες, έχουν καλή μνήμη και μαθαίνουν εύκολα. Η Προσήνεια που είναι το τέταρτο χαρακτηριστικό αφορά στην ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων του ατόμου. Τα άτομα με υψηλά ποσοστά Προσήνειας είναι συνεργάσιμα, συμπονετικά, γενναιόδωρα και ευαίσθητα. Η Προσήνεια επίσης περιλαμβάνει την προθυμία ενός ατόμου να προσαρμόζεται στις επιθυμίες των άλλων καθώς και τη συνεχή προσπάθεια του να βοηθά οποιονδήποτε έχει ανάγκη. Η Προσήνεια συνδέεται και με το Νευρωτισμό καθώς και οι δύο διαστάσεις εξετάζουν την τάση για εκδήλωση θυμού. Ωστόσο, το χαμηλό ποσοστό Προσήνειας σχετίζεται περισσότερο με την επιθετικότητα η οποία εκδηλώνεται σαν αποτέλεσμα αδυναμίας ελέγχου του θυμού ενώ το υψηλό επίπεδο Νευρωτισμού συνδέεται με εμπειρίες επενδυμένες με αρνητικά συναισθήματα (Caspi et al., 2005). Η Ευσυνειδησία αποτελεί το πέμπτο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και αφορά στην τάση του ατόμου να επιδεικνύει υπευθυνότητα, οργανωτικότητα, 15
επιμονή και προσήλωση στους στόχους του (McCrae & Costa, 1987, McCrae & John, 1992, Caspi et al., 2005). To υψηλό επίπεδο Ευσυνειδησίας δηλώνει την προθυμία του ατόμου να υπακούει, να διατηρεί τον αυτοέλεγχο και να προσαρμόζεται στα κοινωνικά πρότυπα. Αντίθετα ένα άτομο με χαμηλό ποσοστό Ευσυνειδησίας έχει την τάση να μη ολοκληρώνει ένα έργο που του έχει ανατεθεί, είναι παρορμητικό και αναξιόπιστο. Η δημιουργία του Μοντέλου των Πέντε Παραγόντων ανάγεται στο μακρινό παρελθόν και στην ανάλυση των ψυχολογικών τεστ του Εysenck από τα οποία αναδείχτηκαν αρχικά δύο παράγοντες, η Εξωστρέφεια (extraversion) και ο Νευρωτισμός (neuroticism) ( «Big Two»). Στη δεκαετία του 80 οι Costa και McCrae πρόσθεσαν τον παράγοντα Δεκτικότητα σε εμπειρίες ( Openess to Experience) και αργότερα δημιούργησαν κλίμακες για να μετρήσουν τους παράγοντες Προσήνεια (Agreeableness) και Ευσυνειδησία ( Conscientiousness) (McCrae & John, 1992). Ο πρώτος που χρησιμοποίησε για το μοντέλο τη φράση Μεγάλοι Πέντε ( Big Five ) ήταν ο Goldberg, ο οποίος διαπίστωσε πως αρκετές ταξινομίες αυτοαναφορών αντανακλούν εκδοχές του μοντέλου των Μεγάλων Πέντε Παραγόντων ( Digman, 1990). Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου στη θεωρία των πέντε παραγόντων αποτελεί η αναθεωρημένη έκδοση του ερωτηματολογίου NEO-PI (Costa & McCrae, 1992) που αξιολογεί συνολικά 30 σύνδρομα προσωπικότητας, 6 σύνδρομα για κάθε μεγάλο παράγοντα. Οι διαστάσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και συνιστούν τους Πέντε Μεγάλους Παράγοντες της προσωπικότητας έχουν συστηματικά αναδυθεί μέσα από ταξινομίες περιγραφικών της προσωπικότητας επιθέτων που προήλθαν από λεξικά ή και από την καθημερινή γλώσσα αλλά και από παραγοντικές αναλύσεις ερωτηματολογίων προσωπικότητας (Digman, 1990, McCrae & John, 1992, Μπεζεβέγκης και Παυλόπουλος, 1999). Συνεπώς, η ισχύς του μοντέλου προέρχεται από δύο διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις: (α) τη λεξικολογική υπόθεση ( lexical approach) και τη δημιουργία ταξινομιών βασισμένων σε λεξικά και β) τη διερεύνηση της δομής ερωτηματολογίων προσωπικότητας με τη μέθοδο της ανάλυσης παραγόντων (Digman, 1990, McCrae & John, 1992).Η βασική υπόθεση στην οποία στηρίζεται η λεξιλογική προσέγγιση είναι ότι οι πιο σημαντικές ατομικές διαφορές στη ζωή των ανθρώπων κωδικοποιούνται τελικά στη γλώσσα τους. Όσο πιο εξέχουσα είναι μία διαφορά, τόσο πιθανότερο είναι να εκφραστεί μέσα από μια λέξη (Costa & McCrae, 1992). Ως προς τη δεύτερη προσέγγιση, η εξέταση της δομής των 16
ερωτηματολογίων οδηγεί στην αναγνώριση των πέντε παραγόντων της προσωπικότητας (Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων) και στην παραδοχή ότι οι παράγοντες αυτοί είναι επαρκείς για την αναπαράσταση των ατομικών διαφορών στην προσωπικότητα. Αξίζει να σημειωθεί πως το μοντέλο παρόλο που προέκυψε αρχικά από αναλύσεις βασισμένες στην αγγλική γλώσσα, χαρακτηρίζεται από οικουμενικότητα ως προς τους πέντε παράγοντες του καθώς αναπαραγωγή του έγινε και για την ολλανδική και για τη γερμανική γλώσσα αλλά η απήχηση του είναι εμφανής και σε μη δυτικές κοινωνίες (Costa και McCrae, 1992, McCrae et al., 2000). 1.4. Η αναπαράσταση του μοντέλου των Πέντε Παραγόντων της προσωπικότητας Το σύστημα της προσωπικότητας αποτελείται από στοιχεία τα οποία ανταποκρίνονται στις αρχές του μοντέλου των Πέντε Παραγόντων και περιλαμβάνει δυναμικές διαδικασίες που υποδεικνύουν πώς αυτά τα στοιχεία συσχετίζονται με τους παράγοντες της προσωπικότητας. Τα βασικά στοιχεία του συστήματος της προσωπικότητας αναπαρίστανται στο παρακάτω διάγραμμα και διακρίνονται στις βασικές τάσεις (basic tendencies), στις χαρακτηριστικές προσαρμογές (characteristic adaptations) και στην αυτοαντίληψη (self- concept) που θεωρείται υπο-συστατικό των χαρακτηριστικών προσαρμογών (McCrae et al, 2000, McCrae & Costa, 2008). Τα περιφερειακά στοιχεία του συστήματος της προσωπικότητας αποτελούν οι βιολογικές βάσεις (biological bases), οι εξωτερικές επιδράσεις (external influences) και η βιογραφία του αντικειμενικού στόχου (objective biography). Το διάγραμμα απεικονίζει τον τρόπο που η προσωπικότητα λειτουργεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Οι εξωτερικές επιδράσεις συνιστούν το ευρύτερο πλαίσιο και η βιογραφία του αντικειμενικού στόχου συνιστά το συγκεκριμένο υπόδειγμα συμπεριφοράς. Το Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων δε φαίνεται να δίνει μεγάλη σημασία στα περιφερειακά στοιχεία του συστήματος. Οι βιολογικές βάσεις περιλαμβάνουν κυρίως τα γονίδια και τις δομές του εγκεφάλου αλλά δεν έχουν εξακριβωθεί οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί (αναπτυξιακοί, νευροανατομικοί κλπ) που εμπεριέχονται σε αυτές. Παράλληλα, το ΜΠΠ δεν εκθέτει λεπτομερώς τα είδη των εξωτερικών επιδράσεων ή της βιογραφίας του αντικειμενικού στόχου αλλά αρκείται στην απόδοση τους με τους όρους 17
«κατάσταση» και «συμπεριφορά». Ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον εντοπίζεται στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις βασικές τάσεις ( ψυχολογικές δυνατότητες) και στις χαρακτηριστικές προσαρμογές (απτές εκδηλώσεις του ατόμου). Διάγραμμα 1: Αναπαράσταση του συστήματος της προσωπικότητας σύμφωνα με το μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (πηγή: McCrae & Costa, 1999) Στο ΜΠΠ οι διαστάσεις της προσωπικότητας και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους γίνονται αντιληπτά όχι σαν χαρακτηριστικές προσαρμογές αλλά ως ενδογενείς βασικές τάσεις (McCrae et al., 2000). Υπό αυτή την εκδοχή το ΜΠΠ συμφωνεί με τη βασική θέση του Guilford ότι οι ιδιότητες που μετρώνται στα ερωτηματολόγια προσωπικότητας αναγνωρίζονται ως ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα. Οι χαρακτηριστικές προσαρμογές περιλαμβάνουν δεξιότητες, συνήθειες, αντιλήψεις, ρόλους, σχέσεις και επηρεάζονται τόσο από τις βασικές τάσεις όσο από τις εξωτερικές επιδράσεις. Ονομάζονται χαρακτηριστικές γιατί αντανακλούν τον εσωτερικό ψυχολογικό πυρήνα του ατόμου και είναι προσαρμογές γιατί βοηθούν το άτομο να προσαρμοστεί στις εκάστοτε περιβαλλοντικές αλλαγές (McCrae et al, 2000, McCrae & Costa, 2008). Για παράδειγμα, ένα άτομο με υψηλό επίπεδο Νευρωτισμού αφενός έχει την τάση να νιώθει θλίψη κι ενοχές (basic tendencies) και αφετέρου 18
διακρίνεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, απαισιόδοξη στάση και τελειοθηρικές σκέψεις (characteristic adaptations). 1.5. Το Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων και η αναπτυσσόμενη προσωπικότητα Μια ανασκόπηση των μελετών που διερευνούν θέματα προσωπικότητας του παιδιού και του εφήβου οδηγεί στη διαπίστωση πως απουσιάζει η εμπειρική τεκμηρίωση από τη σύγχρονη έρευνα στην παιδική και εφηβική προσωπικότητα και πως η εμπειρική διερεύνηση της αναπτυξιακής πορείας της ανθρώπινης προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα καθώς επικεντρώνεται σε περιγραφές της εξωτερικής συμπεριφοράς του ατόμου. Επομένως, δικαιολογημένα η έρευνα στην Ψυχολογία της Προσωπικότητας δίνει την εντύπωση ότι ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ παιδί, αλλά γεννιέται ενήλικος! Η υιοθέτηση της ιεραρχικής οργάνωσης των ατομικών διαφορών για τη μελέτη της παιδικής προσωπικότητας έχει πολλαπλά οφέλη, καθώς μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη μελέτη της προσωπικότητας παιδιών και ενηλίκων (Mervielde et al., 2005) ευνοώντας συγχρόνως την ερμηνεία της συνέχειας μεταξύ τους. Συνεπώς, γνωρίσματα που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία είναι πιθανό να ενταχθούν ως επιμέρους σύνδρομα σε γενικότερες διαστάσεις της προσωπικότητας κατά την ενήλικη ζωή. (Rothbart, 2007). Για παράδειγμα, τα άτομα που στην ηλικία των τριών ετών είναι οργανωτικά και συγκεντρωμένα έχουν πολλές πιθανότητες ως ενήλικες να αναπτύξουν υψηλό επίπεδο Ευσυνειδησίας σε σχέση με εκείνους που στην παιδική ηλικία διέθεταν χαμηλό ποσοστό προσοχής και φιλοπονίας (Halverson et al., 2003). Έτσι είναι δυνατόν να εντοπιστούν αναπτυξιακοί προάγγελοι των παραγόντων της ενήλικης προσωπικότητας επιτρέποντας πιο ασφαλή πρόγνωση και όταν κρίνεται αναγκαίο πιο αποτελεσματική παρέμβαση ενώ επιβεβαιώνεται και η ύπαρξη των πέντε γνωρισμάτων στην παιδική ηλικία (Mervielde et al., 2005, Halverson et al., 2003). Ως προς τη σταθερότητα των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας στη διάρκεια της ανάπτυξης του ατόμου κυριαρχούν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη είναι η κλασσική προσέγγιση που υποστηρίζει πως τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι βιολογικά καθορισμένα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα τα οποία δεν είναι ευάλωτα στις περιβαλλοντικές επιδράσεις και γι αυτό δεν αλλάζουν 19
στο πέρασμα των χρόνων. Αντίθετα, η ριζοσπαστική προσέγγιση δίνει έμφαση στο ρόλο των αλλαγών και των μεταβάσεων στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, θεωρώντας πως η προσωπικότητα είναι ευάλωτη στις αλλαγές, κυρίως στη διάρκεια αναπτυξιακών περιόδων που χαρακτηρίζονται από συνεχείς φυσικές, γνωστικές και κοινωνικές αλλαγές (Caspi et al., 2005). Το επίπεδο σταθερότητας των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία φαίνεται να είναι αρκετά πιο υψηλό απ ότι θα αναμενόταν ( Lewis, 2001). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός οτι η σταθερότητα αυξάνεται κατά διάρκεια της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Ωστόσο, αυτή η διατήρηση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας κορυφώνεται αργότερα απ ότι θα αναμενόταν. Ενώ,δηλαδή, μετά τα τριάντα έτη τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας παραμένουν αμετάβλητα (McCrae & Costa, 1994; Costa et al., 2000; Allik et al., 2004)) ο δείκτης σταθερότητας κορυφώνεται κάποιες φορές μετά τα πενήντα χρόνια, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως κάποια χαρακτηριστικά συνεχίζουν να μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής (Caspi et al., 2005). Από την άλλη πλευρά, παρόλο που τα αποτελέσματα των εφήβων πλησιάζουν αυτά των ενηλίκων, οι ερευνητές παρατηρούν μικρές αλλά συστηματικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά τους (Allik et al., 2004), με κυριότερη το ότι κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έντονα (Soto et al., 2011). Σύμφωνα με τις ηλικιακές διαφορές που εντοπίζονται στους Πέντε Παράγοντες του μοντέλου της προσωπικότητας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, τα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν πως οι παράγοντες Ευσυνειδησία και Προσήνεια αυξάνονται με την ηλικία. Αντίθετα, ο Νευρωτισμός έχει πτωτική τάση ενώ οι παράγοντες Εξωστρέφεια και Δεκτικότητα σε εμπειρίες βρίσκονται σε σταθερό επίπεδο (McCrae et al., 1999, 2000, Srivastava et al., 2003, Terraciano et al., 2005). Παράλληλα, σύμφωνα με αποτελέσματα ερευνών που έγιναν από τους Allik et al. (2004) σε πληθυσμό της Εσθονίας, η Εξωστρέφεια σαν χαρακτηριστικό κορυφώνεται μέχρι τα 16 έτη και από την ηλικία αυτή και μετά αρχίζει να μειώνεται. Στα ίδια ερευνητικά δεδομένα εμφανίζεται ο παράγοντας Νευρωτισμός να βρίσκεται σε σταθερό επίπεδο σε όλη τη διαρκεια της ζωής του ατόμου ενώ οι παράγοντες Προσήνεια και Ευσυνειδησία να παρουσιάζουν μικρή μείωση ανάμεσα στα 12 και 18 έτη. Αξίζει να σημειωθεί πως παρατηρούνται αντιφατικά αποτελέσματα σε έρευνες που εξετάζουν τις ηλικιακές διαφορές μεταξύ των Πέντε Παραγόντων της προσωπικότητας. Για παράδειγμα, στις περισσότερες έρευνες οι έφηβοι όσο πλησιάζουν στην ενηλικίωση 20
παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις ως προς τον παράγοντα Δεκτικότητα σε εμπειρίες (Allik et al., 2004, McCrae et al., 2002, Soto et al., 2011) ενώ σε κάποιες άλλες έρευνες παρουσιάζονται πτωτικές τάσεις ως προς το χαρακτηριστικό αυτό (Soto et al., 2011) ενδεχομένως γιατί σε αυτές τις έρευνες εξετάζονται ηλικιακές διαφορές κατα τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Συνεπώς, το χαρακτηριστικό αυτό μειώνεται με το πέρασμα στην εφηβική ηλικία και αυξάνεται με την ενηλικίωση. Ως προς τους υπόλοιπους παράγοντες της προσωπικότητας και τις ηλικιακές διαφορές, τα ερευνητικά αποτελέσματα δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλάγες κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Ως προς τις διαφορές φύλου, ο Νευρωτισμός φαίνεται να βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες ( Allik et al., 2004, Soto et al., 2011). Για παράδειγμα, τα κορίτσια παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο κατάθλιψης κατά τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία που κορυφώνεται γύρω στα 15 έτη ενώ ταυτόχρονα και για τα δύο φύλα παρατηρείται μείωση στην αυτοεκτίμηση τους (Allik et al., 2004). Παράλληλα, έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε εφήβους μεταξύ 12 και 18 ετών αποκαλύπτουν αυξημένο επίπεδο Δεκτικότητας σε εμπειρίες και στα δύο φύλα (McCrae et al., 2002). Γενικά, οι γυναίκες φαίνεται να έχουν υψηλότερα ποσά Νευρωτισμού, Εξωστρέφειας, Προσήνειας και Ευσυνειδησίας σε σχέση με τους άνδρες (Schmitt et al., 2008). Τέλος, οι Πέντε Μεγάλοι Παράγοντες διαθέτουν και μια πρακτική χρησιμότητα. Για παράδειγμα, ο παράγοντας Δεκτικότητα σε εμπειρίες έχει βρεθεί ότι συνδέεται με τα επαγγελματικά ενδιαφέροντα (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 1999). Ο παράγοντας Ευσυνειδησία είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της αποδοτικότητας στην εργασία. Οι παράγοντες Προσήνεια και Ευσυνειδησία σχετίζονται με την ικανοποίηση του ατόμου από τη ζωή του (Digman, 1990). Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα πως η ανάπτυξη της προσωπικότητας αποτελεί μια σύνθετη υπόθεση αφού υπόκειται σε μια ποικιλία αναπτυξιακών επιδράσεων (Srivastava et al., 2003). Μελετώντας την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου παρατηρούνται αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων οι οποίες οδηγούν σε μία πιο θετική κατεύθυνση καθώς οι άνθρωποι ωριμάζουν, γίνονται πιο υπεύθυνοι και πιο αποδοτικοί σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο. 21
Κεφάλαιο Δεύτερο: Γονεϊκή τυπολογία 2.1. Εννοιολογικές διασαφήσεις Η διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών προϋποθέτει την υιοθέτηση συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς από τους γονείς οι οποίοι μαθαίνουν να ασκούν το γονεϊκό τους ρόλο μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματα που αποκτούν από την αλληλεπίδραση τους με το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2009). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, κάθε γονέας υιοθετεί έναν ξεχωριστό τύπο συμπεριφοράς σε διάφορες πτυχές της ζωής του παιδιού, γεγονός που επιδρά καθοριστικά στην ανάπτυξη του τελευταίου (Baumrind, 2005, Turner, Chandler & Heffer, 2009, Aunola, Stattin & Nurmi, 2000, Smetana, 1995, Milevsky, Schlechter, Netter & Keehn, 2007, Furnham & Cheng, 2000). Ειδικότερα, αποτελέσματα ερευνών καταδεικνύουν πως οι γονείς επηρεάζουν σημαντικά τα παιδιά τους σε τομείς όπως η σχολική επίδοση (Turner et al., 2009, Aunola et al. 2000, Simons & Conger, 2007)) η κοινωνική συμπεριφορά ( Amato & Fowler, 2002) και η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη (Amato & Fowler, 2002, Wolfradt, Hempel & Miles, 2001, Simons & Conger, 2007, Furnham & Chess, 2000). Οι γονείς προσπαθούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους καλύπτοντας τις ανάγκες του παιδιού τους για ασφάλεια, φροντίδα, έλεγχο και νοητικά ερεθίσματα (Παππά, 2006). Ο γονεϊκός ρόλος θεωρείται από τους πιο σημαντικούς ρόλους που αναλαμβάνει το ενήλικο άτομο καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι Darling & Steinberg (1993) θεωρούν πως για να γίνει περισσότερο κατανοητή η διαδικασία της ανάπτυξης και διαπαιδαγώγησης των παιδιών από τους γονείς τους, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δύο βασικών όρων: των γονεϊκών πρακτικών (parenting practices) και της γονεϊκής τυπολογίας (parenting style). Αξίζει να τονιστεί πως οι συμπεριφορές και ενέργειες των γονέων αποσκοπούν όχι μόνο στην ανάπτυξη του παιδιού αλλά και στην κοινωνικοποίηση του. Η κοινωνικοποίηση, ως διαδικασία, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το παιδί αποκτά τις κατάλληλες δεξιότητες, στάσεις, κίνητρα, γνώσεις και συμπεριφορές που θα το βοηθήσουν να προσαρμοστεί με επιτυχία στην οικογένεια και στην κοινωνία ( Ladd & Pettit, 2002). Γονεϊκές πρακτικές ορίζονται οι μηχανισμοί και οι συγκεκριμένες συμπεριφορές των γονέων προς τα παιδιά τους που αποβλέπουν τόσο στην κοινωνικοποίηση τους 22
όσο και στην επίτευξη στόχων (Darling & Steinberg,1993). Η παρακολούθηση των σχολικών δραστηριοτήτων και η επίπληξη είναι συμπεριφορές που συνιστούν γονεϊκές πρακτικές. Για παράδειγμα, αν ο στόχος είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του παιδιού, γονεϊκές πρακτικές αποτελούν η παρακολούθηση αθλητικών αγώνων, το ενδιαφέρον των γονέων για τους φίλους του παιδιού και η κοινή επίσκεψη σε μουσεία που αρέσουν στα παιδιά. Αντίστοιχα, αν ο στόχος είναι η ακαδημαϊκή επιτυχία, η βοήθεια που παρέχουν οι γονείς στο παιδί για την εκτέλεση των συγκεκριμένων σχολικών εργασιών, η παρακολούθηση της πορείας του και η ενημέρωση για την πρόοδό του αποτελούν ορισμένες γονεϊκές πρακτικές (Darling & Steinberg, 1993). Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως παρότι οι πρακτικές αυτές επηρεάζουν την ανάπτυξη του παιδιού, από μόνες τους δεν είναι ικανές να προβλέψουν την ψυχολογική ευεξία του παιδιού (Darling, 1999). Από την άλλη πλευρά, η γονεϊκή τυπολογία, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης, ορίζεται ως το σύνολο των στάσεων και των συμπεριφορών του γονέα προς το παιδί, οι οποίες δημιουργούν το ανάλογο ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί. Επομένως, η γονεϊκή τυπολογία αντανακλά τις μεθόδους ανατροφής των παιδιών από τους γονείς, τα πρότυπα, καθώς και τις μορφές συμπεριφοράς που μεταβιβάζονται από τους γονείς στα παιδιά. Περιλαμβάνει, επίσης, τρόπους και χαρακτηριστικά των γονέων, όπως τον τόνο της φωνής, τη γλώσσα του σώματος, τα ξεσπάσματα θυμού. Η έννοια της γονεϊκής τυπολογίας εμπεριέχει τις γονεϊκές πρακτικές, εκφράζεται εν μέρει μέσα από αυτές και έτσι το παιδί διαισθάνεται και κατανοεί τις διαθέσεις των γονέων και τον τρόπο επικοινωνίας μαζί του (Darling & Steinberg, 1993). Σε αντιδιαστολή με τις γονεϊκές πρακτικές, η γονεϊκή τυπολογία περιγράφει τις αλληλεπιδράσεις γονέων παιδιών σε μια πιο ευρεία γκάμα καταστάσεων, ενώ παράλληλα στόχος των γονέων είναι η ενθάρρυνση των παιδιών στη διαμόρφωση μιας στάσης ζωής παρά η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Παράλληλα, η γονεϊκή τυπολογία ρυθμίζει την αποτελεσματικότητα μιας συγκεκριμένης γονεϊκής πρακτικής συμβάλλοντας στην επίτευξη των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων (Darling & Steinberg, 1993). Για παράδειγμα, θεωρείται πως η αποτελεσματικότητα της γονεϊκής εμπλοκής στις σχολικές εργασίες με στόχο την ακαδημαϊκή επιτυχία είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση του υποστηρικτικού γονέα απ ότι στην περίπτωση του αυταρχικού γονέα. Συνεπώς, οι υποστηρικτικοί γονείς που δείχνουν ενδιαφέρον για την ακαδημαϊκή επιτυχία του παιδιού τους και μέσω κατάλληλων πρακτικών το βοηθούν στη 23
βελτίωση της επίδοσης του συμβάλλουν πιο αποτελεσματικά στην επίτευξη του στόχου απ ότι οι αυταρχικοί γονείς που εφαρμόζουν παρόμοιες πρακτικές. Ως προς την αξιολόγηση της γονεϊκής τυπολογίας, πολλοί ερευνητές ανέπτυξαν διάφορα μοντέλα αξιολόγησης της τα οποία επικεντρώθηκαν σε διαφορετικά σημεία: στη συναισθηματική σχέση γονέα- παιδιού, στις γονεϊκές πρακτικές και συμπεριφορές και στα αξιακά συστήματα των γονέων. Τα μοντέλα αυτά μελετήθηκαν από θεωρητικούς διαφόρων κλάδων οι οποίοι εστίασαν το ενδιαφέρον τους σε διαφορετικές διαδικασίες διαπαιδαγώγησης. Τα κυρίαρχα μοντέλα που αναπτύχθηκαν είναι το ψυχοδυναμικό μοντέλο (psychodynamic model), το εκπαιδευτικό μοντέλο (learning model) καθώς και εκείνα που μελετούν τη γονεϊκή τυπολογία μέσα από τις διάφορες διαστάσεις της (dimensions of style) (Darling & Steinberg, 1993). Όσοι ερευνητές αξιολόγησαν τη γονεϊκή τυπολογία με βάση το ψυχοδυναμικό μοντέλο επικεντρώθηκαν στη συναισθηματική σχέση γονέα παιδιού και στην επίδραση που έχει αυτή η σχέση στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Οι ερευνητές που προσέγγισαν τη γονεϊκή τυπολογία από τη σκοπιά του συμπεριφορισμού και της κοινωνικής μάθησης, αξιολόγησαν τους γονεϊκούς τύπους με βάση τις συμπεριφορές και τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Ως προς την τελευταία κατηγορία μοντέλων αξιολόγησης της γονεϊκής τυπολογίας, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διαφορετικές διαστάσεις και εστίασαν το ενδιαφέρον σε διαφορετικές διαδικασίες και αποτελέσματα (Darling & Steinberg, 1993). Σύμφωνα με τον Symonds (1939) οι διαστάσεις που περιγράφουν τη γονεϊκή τυπολογία περιλαμβάνουν τις έννοιες αποδοχή/ απόρριψη (acceptance/ rejection) και κυριαρχία/ υποταγή (dominance/ submission). H Baldwin (1955) έδωσε έμφαση στις διαστάσεις της συναισθηματικής ζεστασιάς/ ψυχρότητας (emotional warmth/ hostility) των γονέων προς τα παιδιά τους αλλά και της αδιαφορίας/ ανάμειξης (detachment /involvement) των γονέων στην ανατροφή τους. O Schaefer (1959) για να περιγράψει τη γονεϊκή τυπολογία επικεντρώθηκε στο αίσθημα αγάπης/ μίσους (love/ hostility) καθώς και στο βαθμό αυτονομίας/ελέγχου (autonomy/ control) που παρέχεται από τους γονείς στα παιδιά. Για τον Sears (1957) στις διαστάσεις της γονεϊκής τυπολογίας περιλαμβάνονται η ζεστασιά (warmth) και η ανεκτικότητα/ αυστηρότητα (permissiveness/ strictness) των γονέων προς τα παιδιά τους, ενώ για τον Becker (1964) η ζεστασιά/ εχθρότητα (warmth/ hostility) και ο περιορισμός/ ανεκτικότητα (restrictiveness/permissiveness). 24
2.2. Γονεϊκοί τύποι Χρησιμοποιώντας τον όρο τυπολογία γονέων, τους κατατάσσουμε με αυτόν τον τρόπο σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει ο καθένας. Κάθε κατηγορία γονέων προσδιορίζει και ένα συγκεκριμένο τύπο γονεϊκής συμπεριφοράς από την πλευρά τους. Αυτού του είδους η διαφοροποίηση μεταξύ των γονέων γίνεται για την επίτευξη μιας πιο εμπεριστατωμένης μελέτης όσον αφορά στο ρόλο τους μέσα στην οικογένεια, τη σκιαγράφηση του προφίλ τους ανάλογα με τον τύπο γονέα στον οποίο ανήκουν και τη συμπεριφορά που αναπτύσσουν ο καθένας ξεχωριστά. Οι τύποι των γονέων έχουν μελετηθεί διεξοδικά τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Το μοντέλο γονεϊκής τυπολογίας που έχει εδραιωθεί ευρέως στον επιστημονικό χώρο είναι αυτό της Diana Baumrind (1966, 1967, 1971, 1978, 1991, 2005, Darling & Steinberg, 1993, Μαριδάκη Κασσωτάκη, 2009). Το μοντέλο της στηρίχτηκε στους τρόπους ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των παιδιών από τους γονείς τους, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το βαθμό στοργής (warmth), ελέγχου (control), ανταπόκρισης (responsiveness) και απαιτητικότητας (demandingness) που οι γονείς επιδεικνύουν στην επικοινωνία τους με τα παιδιά τους (Μαριδάκη- Κασσωτάκη, 2009). Σύμφωνα με την Baumrind διακρίνονται τρεις τύποι γονέων: ο υποστηρικτικός (authoritative), ο αυταρχικός (authoritarian) και ο επιτρεπτικός (permissive). Ο υποστηρικτικός (authoritative) γονέας θεωρείται ο ιδανικός τύπος για την ανάπτυξη του παιδιού, καθώς συνδυάζει τον έλεγχο με την αποδοχή θέτοντας όρια στη συμπεριφορά των παιδιών και ταυτόχρονα παρέχοντας εξηγήσεις μέσα από τη συζήτηση (Furnham & Cheng, 2000, Μαριδάκη Κασσωτάκη, 2009). Είναι ένας γονιός στοργικός που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των παιδιών του με ευαισθησία, ενισχύοντας τις προσπάθειες τους και δείχνοντας εμπιστοσύνη στις επιλογές τους (Baumrind, 1971). Επιπλέον, ο υποστηρικτικός γονέας αναγνωρίζει τα συναισθήματα, τις απόψεις και τις στάσεις των παιδιών του, τις σέβεται και ενθαρρύνει σχέσεις σεβασμού και δεσμούς αγάπης στην οικογένεια. Διαθέτει ευελιξία, προσαρμοστικότητα και ενισχύει την ψυχολογική αυτονομία των παιδιών (Baumrind, 1971, Furnham & Cheng, 2000). Επιδιώκει ένα συγκεκριμένο βαθμό πειθαρχίας και αν χρειαστεί να επιβάλλει ένα είδος τιμωρίας, εξηγεί πάντα τους 25
λόγους για τους οποίους το κάνει ενισχύοντας την επικοινωνία και την ποιότητα σχέσης με το παιδί τους. Ο αυταρχικός (authoritarian) γονέας έχει υψηλό βαθμό απαιτήσεων και συγχρόνως χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης. Είναι απαιτητικός, ασυμβίβαστος, θέτει αυστηρούς κανόνες και προσδοκά απόλυτη υπακοή από το παιδί του (Baumrind, 1971, 1991, Maccoby & Martin, 1983). Παράλληλα, ο αυταρχικός γονέας αναγκάζει το παιδί να ακολουθήσει τις οδηγίες και τις επιθυμίες του χωρίς να καταφεύγει στη συζήτηση και δεν ανέχεται την αντίθετη άποψη του παιδιού του, το οποίο είναι υποχρεωμένο να δέχεται ό, τι του λέει (Furnham & Cheng, 2000). Σύμφωνα με τους Maccoby & Martin (1983) ο αυταρχικός γονέας είναι αυτός που αξιολογεί υπερβολικά την εξουσία και τη διεκδικεί με κάθε τρόπο ασκώντας σημαντικό έλεγχο στο παιδί του. Τέλος, ο συγκεκριμένος τύπος γονέα χρησιμοποιεί συχνά ως μέσο επιβολής τη τιμωρία με σκοπό να νουθετήσει, να διαπαιδαγωγήσει και να παραδειγματίσει το παιδί του. Ο επιτρεπτικός (permissive) τύπος γονέα χαρακτηρίζεται από μέτριο βαθμό ανταπόκρισης (άλλοτε ανταποκρίνεται ικανοποιητικά και άλλοτε όχι) και χαμηλό βαθμό απαιτήσεων (Baumrind, 1971, 1991). Είναι ήπιος και συγκαταβατικός στις κρίσεις του. Δεν είναι τιμωρητικός και αποδέχεται τις παρορμήσεις του παιδού του. Επιπλέον, ο επιτρεπτικός γονέας δε θέτει επαρκή όρια στο παιδί του και αφήνει το ίδιο να ορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διαμορφωθεί η συμπεριφορά του. Ενθαρρύνει το παιδί να κάνει τις επιλογές του χωρίς να του παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να γίνουν αυτές οι επιλογές και δεν οριοθετεί το χρόνο του παιδιού (ώρα για ύπνο, ώρα για φαγητό κλπ) (Maccoby & Martin,1983). Το 1983 οι Maccoby & Martin πρότειναν μια διαφοροποίηση του μοντέλου γονεϊκής τυπολογίας της Baumrind, προτείνοντας δύο υποτύπους του επιτρεπτικού γονέα: τον επιτρεπτικό επιεική (permissive indulgent) και τον επιτρεπτικό αδιάφορο (permissive- indifferent). Ο επιτρεπτικός- επιεικής είναι ο πατέρας ο οποίος εκδηλώνει υψηλό βαθμό ανταπόκρισης και χαμηλό βαθμό απαιτήσεων (Darling & Steinberg, 1993). Πιο συγκεκριμένα, εμπλέκεται στη ζωή των παιδιών του, επιτρέπει την αυτονομία στη συμπεριφορά τους, αλλά χαρακτηρίζεται από επιείκεια αφήνοντας μεγάλη ελευθερία στα παιδιά τους χωρίς να ελέγχει τις αρνητικές τους συμπεριφορές. Από την άλλη, ο επιτρεπτικός- αδιάφορος γονέας χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό απαιτήσεων και χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης. Δεν εμπλέκεται στη ζωή των παιδιών του αφήνοντας τα ενεργήσουν όπως επιθυμούν. 26