κοσμο... γωνίες Εκπαιδευτήρια Διονύσιος Σολωμός
κοσμο... γωνίες Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ Τάξης 2007-2008 Επιμέλεια κειμένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2008 Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ Θοδωρής Κουζέλης, Άγης Παπαδογιωργάκης, Ηλιανός Ράμμος, Ορέστης Σπανός, Αλέξης Χασών Σε μια πλατεία στο New Jersey καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος. Κάποια στιγμή φώναξε στα παιδιά που έπαιζαν: Παιδιά, θέλετε να σας πω μια ιστορία; Ναι! φώναξαν τα παιδιά. Ωραία, θα σας πω την ιστορία του ξυλοκόπου Τζόναθαν: «Πριν από 50 χρόνια όταν ο Τζόναθαν ήταν παιδί ζούσε σ ένα σπίτι στο δάσος με την οικογένεια του. Είχε ένα μικρό αδελφό που τον έλεγαν Τζωρτζ και τον αγαπούσε πολύ. Ο Τζωρτζ δεν πήγαινε σχολείο ακόμα κι έτσι κάθε απόγευμα, όταν ο αδερφός του τελείωνε τα μαθήματά του, παίζανε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Κάποια μέρα, ο Τζόναθαν είπε στο Τζωρτζ: Βαρέθηκα. Δεν παίζουμε κάτι καινούργιο; Ναι, αλλά τι; Απάντησε ο Τζωρτζ. Δεν ξέρω, μήπως να παίζαμε κρυφτό; Βρήκε να πει ο Τζόναθαν. Ναι πολύ καλή ιδέα! Κι έτσι αρχίσανε να παίζουνε κρυφτό. Την πρώτη φορά φύλαγε ο Τζόναθαν και ο μικρός του αδερφός για να κερδίσει πήγε πολύ βαθιά μέσα το δάσος. Ο Τζόναθαν έψαξε παντού αλλά δεν τον βρήκε. Ανησύχησε πολύ κι έτσι πήγε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Τον βρήκε να κόβει ξυλά και του είπε: Πατέρα, είπα στον αδερφό μου να παίξουμε ένα καινούριο παιχνίδι, γιατί βαρέθηκα τα επιτραπέζια. Παίξαμε κρυφτό κι εκείνος εξαφανίστηκε. Τι λες παιδί μου; Πότε έγινε αυτό; Ρώτησε ο πατέρας του. 15
16
Τώρα πριν λίγο, απάντησε. Πήγαινε γρήγορα, παιδί μου, να φέρεις τους φακούς, να πάμε να τον βρούμε γιατί νυχτώνει. Βγαίνοντας από το σπίτι πατέρας και γιος, είδαν το Τζωρτζ να καταφθάνει φοβισμένος. Πού ήσουν, παιδί μου; Ξέρεις πόσο ανησυχήσαμε; Κάτσε τώρα να φάμε και να μην ξαναγίνει. Κι εσύ, Τζόναθαν, από δω και πέρα θα πρέπει να προσέχεις πιο πολύ το μικρό σου αδελφό. Την άλλη μέρα, Σάββατο, ο Τζόναθαν είπε στο Τζωρτζ: Έλα να ξαναπαίξουμε κρυφτό, αλλά αυτή την φορά να μου υποσχεθείς ότι δεν θα απομακρυνθείς πολύ. Εντάξει, είπε εκείνος. Την πρώτη φορά φύλαγε ο Τζωρτζ, αλλά ήξερε όλες τις κρυψώνες και βρήκε τον αδελφό του αμέσως. Την επόμενη φορά φύλαξε ο Τζόναθαν και ο αδερφός του για να νικήσει, αψηφώντας τις συμβουλές του πατέρα του πήγε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος. Αυτή τη φορά, όμως, δεν ξαναγύρισε. Στο σπίτι των παιδιών επικρατούσε πένθος. Από τότε πέρασαν πολλά χρονιά. Ο Τζόναθαν είχε κλείσει πια τα 40, είχε γίνει ξυλοκόπος και είχε παντρευτεί μια πολύ όμορφη γυναίκα, τη Μαίρη. Επίσης είχε δυο παιδιά τη Λίζα και τον Τζωρτζ. Το γιο του τον είχε ονομάσει έτσι για να θυμάται το χαμένο του αδελφό. Κάποια μέρα ο Τζόναθαν είπε στη Μαίρη. Πολλή ησυχία επικρατεί, δεν νομίζεις; Ναι, έχεις δίκιο, απάντησε η Μαίρη. Και ενώ στο δάσος επικρατούσε ησυχία, στην πόλη ένας δολοφόνος με το όνομα Μάικ, λήστευε κι έκλεβε ό,τι έβρισκε. Η αστυνομία τον έψαχνε παντού αλλά δεν μπορούσε να τον βρει. Όταν κάποια μέρα ο Μάικ πήγε να ληστέψει ένα νομισματοκοπείο, δυστυχώς γι αυτόν εμφανίσθηκε η αστυνομία. Έγινε μια φοβερή συμπλοκή. Συνέλαβαν το Μάικ και τον καταδίκασαν σε ισόβια. Την πρώτη εβδομάδα ο Μάικ έκανε πολλές προσπάθειες να αποδράσει, όμως κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό κι έτσι έμεινε αλλά δυο χρονιά στη φυλακή σχεδιάζοντας την απόδραση του. Τελικά, όταν πια κόντευε να κλείσει τον τρίτο χρόνο, κατάφερε να αποδράσει. Γυρίζουμε τώρα στον Τζόναθαν, ο οποίος δεν είχε μάθει τίποτα για όσα συνέβαιναν εκείνο τον καιρό στην πόλη. Την επόμενη μέρα πήγε να κόψει δέντρα, όπως συνήθιζε. Ενώ ετοιμαζόταν να κόψει ένα δέντρο, είδε έναν άνθρωπο με κουρέλια να έρχεται με απειλητικό ύφος και να του λέει. Μην τολμήσεις να κόψεις αυτό το δέντρο! Εκείνος όμως τον αγνόησε και συνέχισε τη δουλειά του. Τελειώνοντας, πριν φύγει, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Περίμενε και τότε είδε αυτόν τον περίεργο άνθρωπο να χαμογελάει και να αγκαλιάζει ένα δέντρο. Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι δεν είπε τίποτε στην γυναίκα του. Την επόμενη μέρα όμως είδε τον ίδιο άνθρωπο, χωρίς κουρέλια αυτή τη φορά, αλλά με κουστούμι και δυο σωματοφυλακές να τον συνοδεύουν. Κρυφάκουσε και έμαθε πως ήταν «ο δολοφόνος Μάικ». Το βράδυ ο Τζόναθαν είπε στη γυναίκα του: 17
18
Μαίρη, χτες είδα έναν άνθρωπο με κουρέλια που αγκάλιαζε ένα δέντρο. Την επόμενη μέρα είδα τον ίδιο άνθρωπο με κουστούμι και δυο σωματοφύλακες. Άκουσα επίσης πως είναι δολοφόνος και μόλις έχει δραπετεύσει από τη φυλακή, τον λένε Μάικ. Τι λες να κάνουμε; Τι λες άντρα μου; Τρελάθηκες; Πέσε και κοιμήσου. Την τρίτη μέρα ο Τζόναθαν ξαναπήγε στο ίδιο μέρος για να μάθει περισσότερα για το τι σκοπεύει να κάνει ο Μάικ. Κατάφερε να κρυφακούσει τι έλεγαν. Υπάρχει πρόβλημα μ έναν ξυλοκόπο. Ζει εδώ κοντά. Αυτός ο ξυλοκόπος ξέρει πολλά για μας. Μπορεί να γίνει επικίνδυνος, γι αυτό λοιπόν σήμερα θα πάτε σπίτι του, θα απαγάγετε τα δυο παιδιά του και τη γυναίκα του και θα του αφήσετε ένα σημείωμα. Ο Τζόναθαν όταν αντιλήφτηκε τον κίνδυνο, πήγε γρήγορα να πάρει τη γυναίκα του και να φύγει. Αλλά προχωρώντας, πάτησε σε ξερά φύλλα, τον άκουσαν κι άρχισε να τρέχει. Ο Μάικ φώναξε στους άντρες του: Πηγαίνετε γρήγορα και κάντε αυτό που σας είπα! Ο Τζόναθαν νόμισε πως ξέφυγε αλλά όταν έφτασε στο σπίτι του δεν βρήκε κανέναν παρά μόνο ένα σημείωμα που έλεγε: Μην τολμήσεις και πεις τίποτα στην αστυνομία γιατί θα σκοτώσουμε την οικογένειά σου και θα βάλουμε φωτιά στο σπίτι σου. Ο Τζόναθαν προβληματίστηκε αλλά αποφάσισε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Εκείνο τον καιρό όμως, και η αστυνομία έκανε έρευνες στο δάσος γιατί είχε πληροφορίες πως εκεί είχε καταφύγει ο Μάικ. Κάποια στιγμή ένας σωματοφύλακας του Μάικ είδε την αστυνομία να ψάχνει. Αμέσως το μυαλό του πήγε στον ξυλοκόπο. Πήγε στο Μάικ και του είπε: Αρχηγέ, ο ξυλοκόπος μας κάρφωσε και στο δάσος βρίσκεται η αστυνομία. Πώς; είπε δυνατά ο Μάικ χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Τι να κάνουμε αρχηγέ; Λοιπόν θα παμε να βάλουμε φωτιά στο σπίτι του. Φέρτε και την οικογένειά του μαζί. Θα την κάψουμε κι αυτήν είπε ο Μάικ. Η Mαίρη ούρλιαξε: Εμένα κάψτε με, αλλά τα παιδιά μου, τι σας φταίνε; Πάρτε την! Δεν θέλω ούτε να τη βλέπω, είπε ο Μάικ. Ο Τζόναθαν δεν είπε τίποτα στην αστυνομία όμως ήδη ήταν αργά. Το σπίτι καιγόταν. Ο Μάικ αποφάσισε τελικά να μη φέρει μαζί την οικογένεια του Τζόναθαν. Τους άφησε όλους δεμένους στην καλύβα του. Όμως για κακή τύχη του Μάικ το σχέδιο του πήρε διαφορετική τροπή. Ο αέρας δυνάμωσε και άλλαξε κατεύθυνση. Έτσι τώρα η φωτιά απλωνόταν σε όλο το δάσος πηγαίνοντας και προς την καλύβα του Μάικ. Η οικογένεια του Τζόναθαν και οι λίγοι σωματοφύλακες που είχαν μείνει κινδύνευαν να καούν. Σε λίγο έφτασε ο Μάικ με τους υπόλοιπους σωματοφύλακες που του είπαν: Αρχηγέ, εμείς δεν καθόμαστε άλλο να καούμε, φεύγουμε. Το σχέδιό σου απέτυχε. 19
Πού πάτε, ρε άχρηστοι; είπε ο Μάικ στους σωματοφύλακες, που είχαν μπει ήδη στο αυτοκίνητό τους για να φύγουν. Η αστυνομία έκανε το ίδιο. Έτσι ο Τζόναθαν έμεινε μόνος με το Μάικ και την οικογένειά του περικυκλωμένοι από τις φλόγες. Ο Τζόναθαν έτρεξε αμέσως να σώσει την οικογένειά του, όμως βλέποντας τον Μάικ να κινδυνεύει να καεί έτρεξε προς το μέρος του και τον βοήθησε να ξεφύγει από τις φλόγες. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να τους σώσει όλους. Αυτό που συνέβη μετά, είναι απίστευτο. Ο Μάικ είχε τραβήξει το πιστόλι του και σημάδευε το Τζόναθαν. Τζόναθαν, σου χαρίζω τη ζωή σου, αλλά η οικογένειά σου θα μείνει εδώ. Ο Τζόναθαν χωρίς να το σκεφτεί ορμάει πάνω στο Μάικ και καταφέρνει να του πάρει το πιστόλι. Μένει όμως άφωνος βλέποντας μια ουλή στον ώμο του ενώ προσπαθούσε να τον αφοπλίσει. Σημαδεύοντάς τον με το όπλο του φώναξε: Πώς το έπαθες αυτό; Έτσι γεννήθηκα. Είχα κάποτε οικογένεια κι έναν αδελφό, ψέλλισε, συμπτωματικά είχε το ίδιο όνομα με σένα. Κάποιοι απατεώνες με απήγαγαν. Με πήραν από το μέρος που μέναμε κι άλλαξαν και το όνομά μου. Τζωρτζ με λέγανε. Τότε ο Τζόναθαν με τρεμάμενη φωνή και δάκρυα στα μάτια αναφώνησε. Τζωρτζ, αδελφέ μου, δεν με αναγνώρισες; Εγώ είμαι ο αδελφός σου. Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν σιωπηλά. Έκλαιγαν από τη χαρά τους, που ξανασυναντήθηκαν έπειτα από πολλά χρόνια και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.» Ένα παιδί είπε: Εγώ πάντως δεν πιστεύω την ιστορία σου! Ο ηλικιωμένος κύριος σήκωσε το μανίκι κι έδειξε μια ουλή στον ώμο του.
Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Αθήνα 2008