1
2
Ο έρωτας ήρθε από την στέπα Μυθιστόρημα αναζήτησης για τις επιμελώς κρυμμένες αλήθειες, των Ελλήνων 3
ISBN: 9786188189492 Mona Perises Email: monaperises@yahoo.com 4
Mona Perises Ο έρωτας ήρθε από την στέπα Μυθιστόρημα αναζήτησης για τις επιμελώς κρυμμένες αλήθειες, των Ελλήνων Mona Perises 2014-2016 - Ελλάδα 5
Δεν είναι μόνο το πήδημα των "Λυκ - άνθρω - πων", αλλά είναι το μεγάλο δήθεν που ζουν και το ψέμα. Πιστεύουν πως κάτι κάνουν κι είναι τα ''ΑΤΟΜΑ'', στη συνέχεια το ''ΕΓΩ'' τους, γίνεται η μάζα που καταβροχθίζει τα πάντα. Κάποιοι άλλοι, χτίζουν ένα μεγάλο τίποτα πάνω στις ψυχές που ποθούν και ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το μονοπάτι και την αλήθεια τους. Δυστυχώς όμως παραπέρα, υπάρχουν άλλοι επιτήδειοι και πατάνε επάνω τους. Άραγε, ποια είναι η κινητήρια δύναμη τους για τα ψυχικά πνευματικά, πράγματα του κόσμου; Η δική μου αλήθεια είναι πικρή, αλλά και πολύ μοναχική, όμως πιο πολύ μοναχική είναι όλη η ύπαρξη μου και πρέπει να προσέχω πολύ γιατί γύρω μου υπάρχει πάντα ο Αντίνοος κι ο Οδυσσέας μου θα αργήσει να ξανάρθει... Ποτέ δεν διάβαζα πολύ εμένα και σκόνταφτα, έπεφτα, έκλαιγα, έτσι όμως έμαθα πολλά κι όταν σηκώθηκα, ποτέ δεν έβαλα την έπαρση, στο πόνο μου επάνω. Μετά διάβασα και μελέτησα πολύ εμένα, έτσι με κατάλαβα κι ένιωσα τον πόνο και των άλλων! Μια πλημμύρα από βροχή ήρθε στα μάτια μου, ήταν πικρά τα δάκρυα μου και στις πληγές μου, έπεφτε το αλάτι. Έμεινα γι ώρες και μέρες πάνω στα γόνατα προσπαθώντας να εμπεδώσω... αν έχει δίκιο ο ποιητής που εποίησε τα πάντα γύρω μου κι είναι αλήθεια όλα; Είναι πραγματική κι αληθινή η ζωή, που λέω ότι ζω; Ή με μεγάλωσαν λάθος, στραβά με νιώσαν, όλα όσα με πονούν, όσα λέω πως με σακατεύουν, άνθρωποι τα ποιούν; Πονώντας μέσα από τα λάθη και τα πάθη μου, έμαθα τελικά ότι το ωραίο ποτέ δεν γίνεται πιο ωραιότερο, αν δεν περάσει πρώτα μέσα από το μαύρο, της πονεμένης μου ψυχής. Τώρα, η αυτοεξάρτηση μου είναι μια διαδικασία όπου η ζωή μου κι η ποιότητα της εξαρτώνται καθαρά μόνο από τα δικά μου θέλω και την κρίνω, σαν μια όμορφη διαδρομή. Η ευτυχία μου κρύβεται, ακόμα και στα πιο αρνητικά μου συναισθήματα, που μου μαρτυρούν, πως κάπου μέσα μου υπάρχει πολύ φως κι είναι αλλιώτικο από τ άλλα! Αυτό το φως κι η γραφή που έμαθα καλά από παιδί, μ' έκαναν κι έγραψα πολλά, ακόμα και για μένα! Γράφοντας και μαρτυρώντας για μένα, έμαθα πως η ομορφότερη γωνιά του κόσμου όλου, είναι η πιο μικρή γωνιά της ψυχής μου, εκεί είναι κι η αλήθεια μου. Το κλειδί για να βλέπω όλο και περισσότερο φως, μόνο εγώ ξέρω πως το βρήκα, το κρατώ γερά και κάθε μέρα φωτίζομαι όλο και πιο πολύ! Θέλω να πετάω ψηλά για μένα, για τους γύρω μου κι γι' όσους θα 'ρθουν, μετά από μένα!! Mona Perises Εσείς που όλα τα ξέρετε... απαντήστε σ' ετούτου του παιδιού το βλέμμα... Πείτε του θεωρίες επιστημονικές, αναπτύξτε τα περί των σωτήριων κομμάτων σας. Τα περί οικονομίας αναπτύξτε... Για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο... κι αν το μπορείτε πείτε του για την αγάπη των ανθρώπων, για το εξελιγμένο τάχα είδος μας... Άντε, λοιπόν! Γιατί σιωπαίνετε; Μιλήστε του αν μπορείτε για θρησκείες. Για θεωρίες, ίσως περί σύμπαντος... Φωνάξτε του χειροκροτώντας, πως είναι το μέλλον του τόπου σας... Σ' έναν μικρό Χριστό μπροστά, μόνο να γονατίσεις πρέπει και με το πρόσωπο στη γη, λάσπη να φτιάξεις, με κραυγαλέα δάκρυα σιωπής να πεις, συγχώρα με τον άθλιο... να ικετεύσεις. Ειδάλλως δείξε μεταμέλεια και σαν ο Ιούδας που είσαι, απαγχονίσου... Χαλίλ Γκιμπράν 6
Η Ζιμπίλ όπως λέει η ίδια, πριν έκανε μια πολύ βρώμικη άχαρη ζωή κι είχε να κάνει για πολλά χρόνια με "Λυκ - άνθρω - πους". Ήταν όλοι άνθρωποι μιας διαφορετικής κοινωνικής τάξης. Όταν κατάλαβε ότι δεν την αντιπροσωπεύουν, άφησε την άσχημη ζωή, έκανε μια νέα αρχή κι αποφάσισε να ζει μόνη της. Τώρα είναι μια ανεξάρτητη οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες, δουλεύει πολλές ώρες και περνάει τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζοντας βιβλία με παλιές και ρομαντικές ιστορίες. Απόψε πέρασε από τη βιβλιοθήκη και πήρε ένα βιβλίο με μια πολύ παλιά και Μεσαιωνική ιστορία. Φτάνει στο σταθμό και το τρένο των οκτώ θα έχει καθυστέρηση περίπου 15'. Όταν φτάνει είναι γεμάτο με μαθητές που γυρίζουν από μια ημερήσια εκδρομή. Νιώθει κουρασμένη και τα ψηλά παπούτσια της την κάνουν να περπατά με αστάθεια. Λίγο πριν επιβιβαστεί στο τρένο, ένας μαθητής πέφτει επάνω της, πριν σωριαστεί κάτω, ξαφνικά δυο χέρια την αρπάζουν και πριν καλά - καλά το καταλάβει, βρίσκεται στην αγκαλιά ενός άγνωστου άνδρα, που της λέει με βραχνή φωνή... "Προσέχετε κυρία μου, εδώ είναι πολύ επικίνδυνα για να πέσετε κάτω". Αυτή τον κοιτάζει γοητευμένη και συμφωνεί μαζί του λέγοντας... "Σας ευχαριστώ πολύ κύριε, με σώσατε από ένα γερό πέσιμο, τι θα έκανα αν δεν ήσασταν εδώ". Αυτός την ρωτάει αν νιώθει καλά, αυτή φτιάχνει τη ζώνη στο χοντρό πράσινο παλτό της και τον κοιτάζει με τις άκρες των ματιών. Είναι ψηλός, περίπου 1,86 ίσως και 1,89, αν κι είναι πολύ νέος, τα μαλλιά του είναι γκρίζα. Έχει γέννια, μάτια μελιά, είναι γυμνασμένος και φοράει κοστούμι σουέτ. Όλη του η όψη δείχνει πως είναι ένας άνδρας πολύ χειραφετημένος και δεν μοιάζει καθόλου με κάποιον ''ΛΥΚΟ'' που κυνηγάει να βρει τη ''θη ΛΥΚΟ - τητα''. Την βοηθάει ν ανέβει στο βαγόνι του τρένου, την αφήνει κάπου να καθίσει κι αυτός κάθεται ακριβώς απέναντι της. Έχει βραδιάσει και καθώς το τρένο αρχίζει να τρέχει με ταχύτητα, τα φώτα αρχίζουν το παιχνιδίρισμα. Μόλις πάει στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι ένα χλιαρό ντους και μετά θ αρχίσει να διαβάσει το βιβλίο που πήρε από τη βιβλιοθήκη κι ο τίτλος είναι, ''Ο έρωτας ήρθε από την στέπα''. Έτσι όπως το έριξε μια ματιά, πιστεύει πως αυτό το βιβλίο είναι το βιβλίο που ήθελε να διαβάσει. Ο τίτλος κι η περίληψη της έκαναν μεγάλη εντύπωση και τα ονόματα των ηρώων είναι Αρμενικά, το δε όνομα της ηρωίδας, είναι ίδιο με το δικό της! ''Ζιμπίλ''. Η ίδια ξέρει πως η καταγωγή των προγόνων της είναι Αρμενική. Η οικογένειά της ήρθε στην Ελλάδα μετά την δίωξη των Αρμενίων από τους Τούρκους, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά τα ξέρει γιατί της τα είπε η γιαγιά της λίγο πριν πεθάνει και πως πάντα πρέπει να είναι υπερήφανη για την καταγωγή και τις αρχαίες ρίζες της οικογένειας της. 7
Μετά από πολλές συναντήσεις και μια πολύ κουραστική μέρα, στέκομαι όρθια μπροστά στη τζαμαρία του γραφείου μου και κοιτάζω έξω την πόλη. Είναι παράξενα σιωπηλή, αν κι η λεωφόρος έχει πολύ κίνηση, η πόλη μοιάζει να έχει κοιμηθεί. Είναι πολύ νωρίς για μια πόλη που είναι πολύ μεγάλη να έχει τόση νέκρα και να μη κυκλοφορεί κανείς. Οι μόνοι που κυκλοφορούν είναι οι αλλοδαποί, αυτοί συνέχεια μετακινούνται με τα πόδια. Λόγω δουλειάς συνδιαλέγομαι με μερικούς απ αυτούς, κάποιοι είναι καθαροί, φιλικοί και καθ όλα νόμιμοι. Οι πιο πολλοί όμως είναι, ''από μακριά και να μου λείπει η γνωριμία''. Έχουν έρθει εδώ, έχουν έπαρση και νομίζουν πως όλα είναι δικά τους δεδομένα και πως τα πάντα τους ανήκουν, η χώρα, οι άνθρωποι. Από τη δική τους παρουσία και μόνο έχει αλλάξει κατά πολύ η δική μας καθημερινότητα. Όχι πως πριν ήταν όλα τέλεια, από καιρό τίποτα δεν ήταν τέλειο σ αυτή τη πόλη. Οι ρυθμοί της, ο τρόπος ζωής των κατοίκων της την έκαναν πολύ αφιλόξενη, αλλά και ταυτόχρονα πολύ ευάλωτη, έτσι η ομορφιά της χάθηκε πριν από καιρό. Αν κάποια γυναίκα είναι αρκετά όμορφη ανάμεσα στους κατοίκους της, χωρίς να το θέλει γίνεται η ίδια το θύμα της ομορφιάς της. Πρέπει να μάθεις που πας, με ποιους μιλάς, με ποιους συνδιαλέγεσαι, ποιους εμπιστεύεσαι. Πρέπει να τους κάνεις παρέα, να τους μάθεις καλά, για να μην χαθείς, αν δεν τα καταφέρεις, οι "Λυκ άνθρω - ποι", θα σε καταπιούν. Και δεν θα το κάνουν από καψούρα και πόθο, αλλά από πείσμα, γιατί δεν έκατσες εκεί που ήθελαν. Θα πέσεις σ ερωτικό κρεβάτι ρουτίνας, μέχρι και σε πάρτι ομαδικό, που μπορεί να έχει μέσα τα πάντα. Αν αρχίζεις και πιέζεσαι, τότε βρίσκεις κάποιον αγαπητικό για να το παίζει μαζί σου καψούρης, ή πολύ ερωτευμένος. Αν είναι ερωτικός, στο τέλος μπορεί να κάνει ο ίδιος ψωνιστήρι εκεί που θα τον πας κι αντί να είναι ο συνοδός σου, γίνεται αυτόματα ο εραστής που θα συνευρίσκεται, μ όλους τους "Λυκ - άνθρω - πους". Εκεί βλέπεις και καταλαβαίνεις πολύ καλά πως όλοι θέλουν ν' ανεβούν σκαλιά και πατώματα και να επιβληθούν με το δικό τους τρόπο... Έχω δει, έχω ζήσει κι έχω περάσει πολλά... Με κάποιους κάπου τα βρήκα, μ άλλους την πάτησα και τον τελευταίο που άφησα να μπει στην ζωή μου, ήθελε απλά να περάσει κι εγώ πίστεψα πως θα ήμασταν για πάντα μαζί. Μετά από αυτό το κάζο που έπαθα, όσο και να προσπάθησα να ηρεμήσω τους λύκους, το μόνο που κατάφερνα ήταν να εξαγριώνω τον ''ΕΑΥΤΟ'' μου. Έτσι όμως διδάχτηκα την ωμή αλήθεια μου κι άλλαξα πλεύση. Έφυγα μακριά τους κι έγινα αυτό που είμαι τώρα, έγινα η ίδια ο αφέντης του εαυτού μου κι αλίμονο σε όποιον πέσει μέσα στη φωτιά μου. Αν και γλίτωσα εμένα, δυστυχώς εγώ συνεχίζω να ζω εδώ που οι άνθρωποι δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Οι άνθρωποι γύρω μου δυστυχώς είναι για πολλά χρόνια, δήθεν άνθρωποι. Είναι υπά νθρωποι κι έχουν χάσει το μέτρο, δίνουν υποσχέσεις χωρίς να μάθουν ποτέ να τις τηρούν. Λένε πολλοί πως οι άνθρωποι δεν έχουν αλλάξει καθόλου, απλά έχουν αλλάξει οι εποχές, οι αιώνες, τα χρόνια κι ο τρόπος της ζωής τους. Δηλαδή τώρα απλά δεν είναι πάνω σ ένα δέντρο, σε μια σπηλιά, σε μια καλύβα, ή μέσα σε κάποιο παλάτι. 8
Έχουν κάνει πρόοδο σε πολλά και ζουν σε μεγάλες κοινωνίες. Έχουν γίνει κοινωνικοί οι "Λυκ άνθρω - ποι" και τρώνε με μαχαιροπίρουνα, σε δείπνα εργασιών. Έχουν πολύ μεγάλη διαφορά, από τους "Λυκ άνθρω - πους" των δέντρων, των σπηλιών και των παλατιών. Τώρα οι "Λυκ άνθρω - ποι" είναι μοντέρνοι αντεροβγάλτες. Εγώ η Ζιμπίλ τους ξέρω πολύ καλά, τους έχω γευτεί, αγκαλιάσει, φιλήσει, έχω ερωτοτροπήσει μαζί τους, έχω χυθεί μέσα στα μανιασμένα και ματωμένα τους φιλιά. Έφτυσα εκεί που δεν έπρεπε κι έγλυψα εκεί που δεν ήθελα. Μετά παρηγοριόμουν μόνη μου σκουπίζοντας τις πληγές μου και γιάτρευα ολομόναχη τις νυχιές που άφηναν πάνω στο κορμί μου τα άθλια κι άγρια χάδια τους. Οι πιο πολλοί από τους "Λυκ - άνθρω - πους" είναι σφετεριστές κάποιου ονόματος κάποιου διάσημου και μεγάλου. Χωρίς οι ίδιοι να είναι ποτέ μεγάλοι, νιώθουν μεγάλοι και προπαντός νιώθουν, ότι είναι κάτι παραπάνω. Φωνάζουν ο ένας τον άλλον με τ όνομα, ή το υποκοριστικό εκείνου του μεγάλου που σφετερίζονται. Κάνοντας παρέα μαζί τους πολλές φορές έχω τσαλακώσει για χάρη τους ακόμα και την γενεαλογική μου υπερηφάνεια. Εγώ ζω εδώ που οι άνθρωποι είναι μοντέρνοι "Λυκ άνθρω - ποι" κι αντεροβγάλτες και το μοναδικό είδος που είναι υπό μετάλλαξη κι υπό εξαφάνιση είναι ο άνθρωπος. Πετάω τις σκέψεις μου εκεί που τις πετάω κάθε φορά, ντύνομαι, κοιτάζω το ρολόι μου, κλειδώνω το γραφείο μου και φεύγω. Έχω να περάσω από τη βιβλιοθήκη για να πάρω ένα βιβλίο. Αν και φοράω πολύ ψηλά τακούνια ξεκινάω με τα πόδια. Φτάνω μπαίνω μέσα και χαιρετώ την υπεύθυνη της βιβλιοθήκης. Της λέω πως θέλω να ψάξω γι ένα βιβλίο που να έχει γραμμένη μέσα μια πολύ παλιά και Μεσαιωνική ιστορία. Μου δείχνει ένα που έχει επάνω στο γραφείο της, μόλις πριν από λίγο το χάρισε στη βιβλιοθήκη ένας νεαρός και δεν πρόλαβε καν να το τακτοποιήσει και να το βάλει στη θέση του. Ρίχνω μια ματιά στο εξώφυλλο, το ανοίγω και μόλις διαβάζω λίγο με συναρπάζει, της το δίνω χρόνο για να το τακτοποιήσει και περιμένω. Έχω ένα πολύ δικό μου τρόπο στα βιβλία, αν είναι γραμμένο για γυναίκα, πρώτα ψάχνω να βρω το όνομα τις ηρωίδας, μετά διαβάζω πολύ λίγο από τη μέση και λίγο από το τέλος, για να ξέρω αν είναι καλό! Αυτό το βιβλίο έχει μια ιστορία για ένα σφοδρό έρωτα, έχει περιπέτεια και τελειώνει με τους δυο εραστές αγκαλιασμένους με πάθος, να δίνουν όρκους αιώνιας αγάπης, σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Το έχει ετοιμάσει, το παίρνω και φεύγω. Στο δρόμο σκέφτομαι πως αυτό το βιβλίο το διάβασε ένας νεαρός και το χάρισε στη βιβλιοθήκη κι εγώ ντράπηκα να τη ρωτήσω πως και ποιος ήταν ο νεαρός. Πάντως όποιος και να ήταν, εγώ ξέρω πως μ αυτό το βιβλίο θα ζήσω πάλι ένα έρωτα και μάλιστα Μεσαιωνικό. Θα ταυτιστώ και μετά θα προσπαθώ να βρω κάποιον για μένα. Δεν θα μου κάνει κανένας, γιατί θα έχω συνέχεια στο μυαλό μου τον ήρωα. Θα πέσω πάλι σε περισυλλογή και μετά... θα τους βρίσκω όλους πολύ μπανάλ και ξεπερασμένους. Αλήθεια πόσο ακόμα θα ψάχνω να βρω τον κατάλληλο για μένα; Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έφυγε ο τελευταίος... Ωραίος τύπος ήταν εκείνος... Ήρθε, άραξε, έφαγε, ήπιε, μας πέρασε και για δικό του δεδομένο. Κάποια στιγμή άρχισε να λέει, πως αν ζούσαμε για λίγο χώρια θα ήταν καλύτερα... γιατί λέει 9
ένοιωθε σαν φυλακισμένος. Πέρασε χαλαρά, χαρούμενα, τουριστικά μπορώ να πω. Αν και προσπάθησε να με πείσει ότι τα πάντα γύρω μας ήταν αλλότρια, μόνο που αλλότρια ήταν τα δικά μας. Μπίνγκο! Πραγματικά τώρα είμαι καλύτερα, είμαι μια χαρά και που θα μου πάει, δεν θα βρω κάποιον για ν αφεθώ; Αν τον βρω μετά θα του εξηγώ συνέχεια το Ευαγγέλιο της Ζιμπίλ, θα γίνω με λίγα λόγια η θρησκεία του. Θα του ψάλω συνέχεια ερωτικά τροπάρια, αλλά προπαντός θα του εξηγώ τον Έρωτα απ όλες τις πλευρές και τις γωνίες του. Τι έχει να πάθει... συνέχεια προσκυνημένος θα είναι, μόνο να τον βρω, μετά ξέρω εγώ τι θα τον κάνω. Θα είναι στα χέρια μου σαν ένα χάρτινο καραβάκι. Εγώ θα είμαι ο καπετάνιος, εγώ κι η γοργόνα του μαζί. Εκείνος θα είναι ο αγαπητικός, ο ερωτικός μου λοστρόμος και πάνω απ' όλα θα είναι ο ''ΕΡΩΤΑΣ'' μου, για να γλυτώνει τα βασανιστήρια... Όταν φτάνω στο σταθμό ακούω πως το τρένο των οκτώ θα έχει καθυστέρηση περίπου 15'. Όταν φτάνει, είναι γεμάτο μαθητές που γυρίζουν από κάποια εκδρομή. Νιώθω πολύ κουρασμένη και τα ψηλά παπούτσια μου με κάνουν να περπατώ με αστάθεια. Λίγο πριν επιβιβαστώ στο τρένο, ένας μαθητής σκοντάφτει και πέφτει πάνω μου. Πριν σωριαστώ κάτω ξαφνικά δυο χέρια μ αρπάζουν και πριν καλά - καλά το καταλάβω βρίσκομαι στην αγκαλιά ενός άγνωστου άνδρα, που μου λέει με βραχνή φωνή... "Προσέχετε κυρία μου, εδώ είναι πολύ επικίνδυνα για να πέσετε κάτω". Εγώ τον κοιτάζω γοητευμένη και συμφωνώ μαζί του λέγοντας. "Σας ευχαριστώ πολύ κύριε, με σώσατε από ένα γερό πέσιμο, τι θα έκανα αν δεν ήσασταν εδώ". Αυτός με ρωτάει αν νιώθω καλά, εγώ φτιάχνω τη ζώνη στο χοντρό πράσινο παλτό μου και τον κοιτάζω με τις άκρες των ματιών μου. Είναι ψηλός, περίπου 1,86 μπορεί να είναι και 1,89! Αν κι είναι πολύ νέος, τα μαλλιά του είναι γκρίζα. Έχει γένια, μάτια μελιά, είναι γυμνασμένος και φοράει κοστούμι σουέτ. Όλη του η όψη δείχνει πως είναι ένας άνδρας, πολύ χειραφετημένος και δεν μοιάζει καθόλου με κάποιον λύκο που κυνηγάει να βρει τη θη - ΛΥΚΟ - τητα. Με βοηθάει ν ανέβω στο βαγόνι του τρένου, μ αφήνει κάπου να καθίσω κι αυτός κάθεται ακριβώς απέναντι μου. Έχει βραδιάσει και καθώς το τρένο αρχίζει να τρέχει με ταχύτητα, τα φώτα αρχίζουν το παιχνιδίρισμα. Σκέφτομαι πως μόλις πάω στο σπίτι το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι ένα χλιαρό ντους και μετά θα αρχίσω να διαβάζω το βιβλίο που πήρα, ''Ο έρωτας ήρθε από την στέπα''. Έτσι όπως το έριξα μια ματιά, πιστεύω πως αυτό το βιβλίο, είναι αυτό που ήθελα να διαβάσω. Ο τίτλος κι η περίληψη, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, τα ονόματα των ηρώων είναι αρχαία και τ όνομα της ηρωίδας είναι ίδιο με το δικό μου, ''Ζιμπίλ''. Ξέρω πως η καταγωγή των προγόνων μου είναι Αρμενική κι οι ρίζες μου αρχαίες. Η οικογένειά μου ήρθε στην Ελλάδα μετά την δίωξη των Αρμενίων από τους Τούρκους, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά μου τα είπε η γιαγιά μου λίγο πριν πεθάνει, πως πάντα πρέπει να είμαι υπερήφανη για την καταγωγή και για τις αρχαίες ρίζες της οικογένειας μου. Τον κοιτάζω απέναντι του και νιώθω σαν να μην είμαι στην 10
τωρινή εποχή, όλα άλλαξαν κι εμείς οι δυο εντελώς ξαφνικά, μεταφερθήκαμε αλλού, σε μια άλλη εποχή. Δεν ακούω ούτε τον ήχο του τρένου πάνω στις ράγες, έχω στ αυτιά μου μια παράξενη, αλλά θεσπέσια μουσική. Η αύρα του με πλημμυρίζει και γύρω μου πέφτουν σταγόνες δροσιάς. Μόλις γυρίζω το κεφάλι προς το παράθυρο του τρένου, βλέπω στο γυαλί πως ο νεαρός με τα γκρίζα μαλλιά, με κοιτάζει επίμονα και παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση. Γυρίζω προς το μέρος του, του κάνω ένα σαγηνευτικό παιχνιδίρισμα με τα μάτια, του δίνω το χέρι μου να συστηθώ και να του εκφράσω την συμπάθεια μου. -Είμαι η Ζιμπίλ και χαίρομαι, εσείς είστε; -Είμαι ο Σία και χαίρομαι για την γνωριμία... -Είστε Έλληνας, ή μένετε καιρό εδώ; -Δεν είμαι Έλληνας, αλλά έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα. -Κι από που είναι η καταγωγή σας; Αυτό αν θέλετε μου το λέτε... -Από παιδί έχω ταξιδέψει πάρα πολύ και να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω από που είμαι, ας πω πως είμαι κάπου από κάποια στέπα... -Αν η στέπα από όπου είστε εσείς, έχει τύπους σαν εσάς; Τότε δέχομαι ευχαρίστως αυτή τη δικαιολογία... Προσπαθώ να πάρω το χέρι μου, αλλά το κρατάει τρυφερά και για κάποια δευτερόλεπτα νιώθω αμήχανη. Όταν το αφήνει, το τραβάω με τρόπο και νιώθω έντονα το άγγιγμά του. ''Αυτός μου έδωσε το χέρι του και ξέχασε να το πάρει πίσω, είναι απαλό, τρυφερό κι ελαφρώς μαυρισμένο. Έχει σκούρο χρώμα και σίγουρα θα είναι από τη φύση του, είναι Χειμώνας για ηλιοθεραπεία, εκτός αν είναι χειμερινός κολυμβητής. Είναι ξένος, αλλά δεν είναι από εκείνους που έχουν κατακλείσει την πόλη. Είναι κατεργασμένος και μάλιστα ο τρόπος του δείχνει πως έχει παιδεία κι είναι μορφωμένος. Από που να είναι άραγε; Είπε, ''ότι είναι κάπου, από κάποια στέπα'', εκτός αν μου έκανε πλάκα και το είπε έτσι για να με μπερδέψει''. Χαμογελάω από μέσα μου, καλά λένε πως όταν έχεις ανάγκη να εκφράσεις τη λύπη σου, από μόνος σου πρέπει να την αναλύσεις και να προσπαθήσεις να την περιγράψεις. Όταν είσαι χαρούμενος δεν βρίσκεις καμιά λέξη για να περιγράψεις τη χαρά σου, θέλεις μόνο να τη ζήσεις... Έτσι απλά... έχεις την ανάγκη μόνο να τη ζήσεις. Τώρα δεν βρίσκω τις λέξεις για να αποτυπώσω τη χαρά μου σε κάποιο χαρτί, έχω όμως μεγάλη ανάγκη να τη ζήσω. Έστω κι έτσι, είναι δίπλα μου και σε λίγο θα φύγει, γιατί είναι ένας ξένος. Σκέφτομαι πολλά τελευταία, τα πράγματα αλλάζουν πάντα κι αλλάζουν όποτε θέλουν και ποτέ δεν αλλάζουν όταν το θέλουμε εμείς. Είναι λάθος να τα περιμένουμε όλα έτοιμα, ο δρόμος για το καλό περνάει πάντα μέσα από το κακό μας και την συμφορά. Αν είναι να έρθει, μέσα από τον πόνο μας, θα έρθει το καλό μας και σιγά σιγά, γι αυτό πρέπει να κάνουμε υπομονή. Το βοηθάμε κι εμείς με τις επιλογές μας κι όταν εκείνο αποφασίσει, θα έρθει χωρίς να μας ρωτήσει. Πρέπει να έχουμε γεμάτη τη καρδιά με ελπίδα κι υπομονή. Αυτό το λέω εγώ που έχω αρχίσει να χάνω την ελπίδα μου 11
και τώρα το φωνάζω πολύ δυνατά μέσα μου... ''Δεν πρέπει ποτέ να τα παρατάμε, τα όπλα και την ελπίδα''. Βλέπω πως κοντεύω να φτάσω στον προορισμό μου και σηκώνομαι. Μόλις στέκομαι όρθια στα πόδια μου σηκώνεται και πολύ ευγενικά με συνοδεύει μέχρι την πόρτα του τρένου. Η ώρα έχει πάει εννέα και βιάζομαι να κατέβω, λείπω από το πρωί και θέλω να πάω γρήγορα στο σπίτι μου. Όλη την ημέρα είμαι στη δουλειά και στο τρέξιμο, μετά πήγα και στη βιβλιοθήκη. Τώρα θέλω ένα ζεστό μπάνιο, να φάω οπωσδήποτε κάτι, μετά θα καθίσω στο σαλόνι και θ αρχίσω να διαβάζω το βιβλίο που πήρα. Αυτό με το διάβασμα είναι το μοναδικό μου πάθος, δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν ξενυχτάω, το κάνω μόνο όταν συναντώ τους παλιούς καλούς μου φίλους. Τώρα όλοι λείπουν στο εξωτερικό κι εγώ μένω στο σπίτι. Αγαπητικός δεν υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, γιατί απλά δεν υπάρχει, πάει πέταξε, ή μάλλον έφυγα εγώ, από τη φυλακή του. Ούτε σεξ υπάρχει, αλλά ούτε κι ένας έρωτας σαν μια πνευματική πρακτική. Έχω χαθεί μέσα στις μέρες της δουλειάς και στο διάβασμα βιβλίων. Πριν σκεφτόμουν τα μάτια του Σία που με ζάλισαν στην κυριολεξία, αλλά τώρα σκέφτομαι πως δεν είμαι ακόμη έτοιμη για μια νέα ερωτική περιπέτεια. Όσο εγώ σκέφτομαι αυτά, αυτός παραμένει δίπλα μου, αναρωτιέμαι αν σκέφτεται κι αυτός τα ίδια; Γιατί σταματάει δίπλα μου, που το πάει, ή αν τελικά έχουμε τον ίδιο προορισμό; Σταματάει το τρένο, κατεβαίνει πρώτος και μου δίνει το χέρι του, υπενθυμίζοντάς μου τα πολύ ψηλά μου τακούνια και πως είναι πολύ επικίνδυνο να πέσω εδώ. Κατεβαίνω από το τρένο με τόσο πολύ μεγαλείο κι είμαι κάπως σαν την Άννα Καρένινα και λέω από μέσα μου, ποια άλλη σαν τη χάρη μου. Σταματάω για λίγο, ισορροπώ πάνω στα παπούτσια μου και πριν πάρω την ευθεία για την έξοδο με ρωτάει αν γίνεται, αν μπορώ κι αν θέλω να τον ξαναδώ; Του χαμογελώ και του λέω τη διεύθυνση που είναι το γραφείο μου, αν θέλει ο ίδιος να με ξαναδεί, μπορεί να έρθει εκεί. Είμαι στο γραφείο από τις εννέα το πρωί, μέχρι και τις τέσσερις το απόγευμα. -Είναι πολύ επικίνδυνο να περπατάς τέτοια ώρα μόνη, θες να σε πάω μέχρι το σπίτι σου; -Σία, πιο επικίνδυνη από τους γύρω μας, είναι η σκιά του εαυτού μας κι εγώ ακόμα την εμπιστεύομαι τη δική μου σκιά. Σ ευχαριστώ πολύ, αλλά θα πάω μόνη μου. -Έχεις δίκιο σ αυτό που λες, είμαι κι εγώ ένας απ αυτούς που ακόμα εμπιστεύονται τη σκιά τους, καληνύχτα εμπιστοσύνη του εαυτού σου... -Καληνύχτα Σία, πριν συνηθίσω να φωνάζω τ όνομά σου, εξαφανίσου γρήγορα... 12
Έφυγε χαμογελώντας και συνεχίζω το δρόμο μου προς το σπίτι και ψιθυρίζω μέσα μου ένα παλιό τραγούδι που αγαπώ πολύ... ''Χίλιες μπόρες πέρασα, μέχρι να βρω εσένα''. Είμαι πολύ ωραίο πράγμα να περπατάς και να σου βγαίνουν από μέσα σου παλιά τραγούδια. Τα περισσότερα τραγούδια μιλάνε για λύπη, χωρισμό και για καταστάσεις που πονάνε, αλλά εγώ τώρα νιώθω όμορφα και πολύ γεμάτη. Αν κάπνιζα, τρεις τζούρες από το τσιγάρο μου θα ήταν λίγες. Έχω φτάσει, ξεκλειδώνω την πόρτα μπαίνω μέσα και σκέφτομαι τι είμαι τελικά; Είμαι μοναχική, ή ζω στην απόλυτη μοναξιά; Άλλο πράγμα είναι η μοναχικότητα κι άλλο η μοναξιά, αλλά αυτά τα δυο, ποτέ μου δεν τα ξεχώρισα γιατί τα ζω πολύ καλά και τα δυο μαζί. Έμαθα να περπατάω στη ζωή, αγνόησα τους γύρω μου που ήταν οι πιο πολλοί δήθεν, καβάλησα την ύπαρξη μου και πήγα στους δρόμους που είχα μάθει εγώ να χαράζω και μόνο εγώ ήξερα που θα με βγάλουν... Δεν φοβήθηκα, ούτε τρόμαξα, αλλά κάλπασα το άτι της ζωής μου, μόνο εκείνο ήξερε το δικό μου βηματισμό και πάντα έλεγα... ''Κάντε όλοι πίσω μου, γιατί είμαι κι εγώ εδώ και θέλω να ζήσω. Όχι με και για τα αλλότρια, αλλά με τα ολόδικα μου, τα μοναδικά μου''... Πέρασα χίλιες μπόρες για να βρω το δικό μου πολύχρωμο ουράνιο τόξο για να φωτίσει το χαμόγελο μου. Όμως, για να ανθίσει το χαμόγελο μου και να του το χαρίσω σήμερα, πέρασα από χίλια μαραμένα χαμόγελα. Ήθελα δεν ήθελα, πολλές φορές έκαναν να μαραθεί και το δικό μου. Εγώ πάντα μέσα μου διατηρούσα στον επάνω όροφο μου ένα ανοιχτό φεγγίτη, ακόμα και στις στιγμές που σερνόμουν στο υπόγειο, ακόμα και τότε. Στις χειρότερες στιγμές μου να ζούσα εγώ πάντα είχα ανοιχτό το φεγγίτη και την χαραμάδα, ξέρω πολύ καλά ποια είμαι, πως είμαι και που ζω. Ξέρω επίσης πολύ καλά πως οι γύρω μου δεν ξέρουν τίποτα κι είναι στερημένοι από αισθήματα και προπαντός από αγάπη... Σήμερα έφτασα στη χαραμάδα κι αύριο θα την κάνω μια πόρτα ξεκλείδωτη κι ορθάνοιχτη για τον παράδεισο μου. Ο παράδεισος δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την αγάπη που είναι μέσα μας, στα μάτια μας και στα μάτια αυτού που θα μας κοιτάξει, με αγάπη. Τώρα νιώθω πως τα μάτια μου χαμογελάνε, είδα και τα δικά του μάτια πόσο πλημμύρισαν από αγάπη όταν με κοιτούσαν. Δεν θέλω να τον χάσω εκείνον τον τύπο, αν κι έχει πολύ άγριο ύφος και δεν ξέρω από που είναι, αλλά βαθιά μέσα μου έχει κάνει αυτό το τικ που λένε οι πολλοί... και θα το πω τώρα κι εγώ. Φωνάζω δυνατά μέσα μου, πως εκείνος ο γόης με τα γκρίζα μαλλιά και τα μελένια μάτια μου έκανε τελικά το ''ΤΙΚ'' και θα το πω τώρα πιο λαϊκάντζα, πως τελικά πολύ τον γουστάρω. Θα ήθελα να είναι τώρα εδώ και μαζί του να σκοτώσω τη ριμάδα την μοναξιά, σαν εκείνες τις καθημερινές γυναικούλες που σκοτώνουν τις μύγες με τις μυγοσκοτώστρες, φαααπ και κάτω... Να τον κρατάω 13
στην αγκαλιά μου και να του βαράω τον έρωτα στο δόξα πατρί. Να τον πετάω όπου εγώ γουστάρω και μετά να κάθεται στα πόδια μου, σαν ένα γατί. Θα του εξηγήσω τα πάντα, αλλά πιο πολύ θα του εξηγήσω πως, για να κάνει έρωτα με μένα πρέπει να πάρει εξετάσεις από τη δική μου προσωπική σχολή, μετά θα είμαι όλη δική του. Τέτοια απωθημένα έχω εγώ και παρ όλα τ απωθημένα μου, όταν είμαι στα πολύ - πολύ καλά μου, γράφω στίχους... ''Στης υφής τα φύλλα τ' απαλά έλα και πάρε με απόψε, θέλω μαζί σου ν' ονειρευτώ, μιας Κυριακής τα μεσημέρια. Να διαβώ αντάμα σου, τα σοκάκια των παραμυθιών και να περάσω απαλά, σε μια κλεφτή στιγμή, μέσα απ' τα μαλλιά σου, τα δυο μου χέρια''. Έτσι εγώ μπορώ να πω, ότι παραμένω μια αθεράπευτα ρομαντική και πάντα λέω στον εαυτό μου πως... ''Αν έχεις βαθιά μέσα σου την ανάγκη γι αγάπη, αναζήτησε την και ζήσε την''. Εγώ αυτό θα κάνω μόλις την βρω και μαζί με τον αγαπημένο μου, θα την ζω εκ βαθέως. Τέτοια ώρα όμως τι τους θέλω τους στίχους και τις σκέψεις; Μου ξυπνάνε παλιούς πόνους. Κάποτε νόμιζα ότι μ αγαπούσαν κι έκανα τα πάντα, όμως κάποιοι άλλοι δεν έκαναν τίποτα. Εκείνος έλεγε, πως αν ζούσαμε για λίγο χώρια, η χαρά που θα νιώθαμε θα νικούσε το προσωρινό αίσθημα που μας κατέκλυζε, όταν ήμασταν μαζί. Αυτό θα ίσχυε για ένα διάστημα και μετά δεν μας πονούσε. Για πολύ καιρό το μόνο που θα λέγαμε μέσα μας θα ήταν πως μας είχαμε αποδεχτεί. Τώρα καταλαβαίνω εκείνο που οι φίλοι μου τότε προσπαθούσαν πολύ να με κάνουν να το καταλάβω. Ήθελε να φύγει και δεν το έλεγε, ήθελα να πετάξω και δεν το ήξερα... μέχρι που το κατάλαβα κι ανοίγοντας το πορτάκι του κλουβιού μας, εγώ έφυγα πρώτη. Είμαι μόνη από τότε και πρέπει να είναι μόνος, εγώ όμως είμαι πολύ καλά. Δεν μου έχει λείψει και θα είναι έτσι όπως το έλεγε, δεν θα του έχω λείψει. Είμαι ο τύπος της γυναίκας που πάντα λέει πως πρέπει να έχουμε μέσα μας μια ελπίδα ζωντανή, δεν πρέπει ποτέ να την σκοτώνουμε από μόνοι μας. Πολλοί πιστεύουν πως η αγάπη χρειάζεται ένα κωδικό, για να μπορούν να διαβάσουν την έννοια της, εγώ όμως θα την βρω και χωρίς τον κωδικό της. Απόψε θα διαβάσω το βιβλίο και θα με διαβάσει, δεν είναι τυχαίο που το όνομα της ηρωίδας είναι Ζιμπίλ κι έτσι όπως νιώθω, μάλλον θα γίνει το βιβλίο της ζωής μου! Θα μπω μέσα στο βιβλίο και θα είμαι εντελώς αφημένη στα οράματα και τ όνειρα, για να δω όταν το διαβάζω, πόσα κιλά ιδρώτα θα ρίχνω. Εύχομαι μόνο να μην πολυπαθιαστώ και μετά θα με βρίζω που άφησα τον τύπο με το σουέτ κοστούμι να φύγει, μόνο κι έρημο μέσα στην νύχτα... Αααχ τι γκρίζα μαλλιά, τι μάτια μελένια που είχε... Το ξέχασα, είναι Σαββατοκύριακο και σηκώνει ένα ρελάξ διαρκείας. Το ντους που ήθελα να κάνω, τώρα θα γίνει μπάνιο με αιθέρια έλαια και πριν κάνω κάτι να φάω, αφήνω το νερό στο μπάνιο ανοιχτό για να γεμίσει η μπανιέρα. Το έχω πολύ ανάγκη, θέλω το κορμί μου ν αφεθεί στα αρώματα των ελαίων για να νιώσει ευεξία και ζωντάνια, γιατί τυχαίνει να είναι ανέραστον αυτό το διάστημα. Αλλά γιατί στεναχωριέμαι τώρα γι αυτή τη σάρκα που μου δίνει απλόχερα τ αρνητικά 14
της συναισθήματα και τις αισθήσεις... Κοίτα να δεις κορμάκι μου, θα σου βάλω και μουσική να σε νανουρίζει, είσαι χωρίς εραστή αυτό τον καιρό, αλλά θα στον κάνω εγώ με τη φαντασία και πάνω απ όλα, δεν θέλω να είσαι η σιχαμένη σάρκα που λατρεύουν οι άλλοι... Απόψε είδα ένα πρόσωπο χαμογελαστό και προπαντός αρρενωπό, όλο το άτομο ήταν... δηλαδή εκείνος ο άνδρας... είναι ένα αρσενικό με τα όλα του. Πριν φάω θα κάνω το μπάνιο μου, καλέ ποια είμαι εγώ; Είμαι μια νεράιδα ξεχασμένη, αλλά δεν θα το βάλω κάτω, πλουμίδια και στολίδια είμαι ολόκληρη εγώ. Έχω μαλλιά κόκκινα φλογισμένα, μάτια κατάμαυρα σαν κάρβουνα, χείλη φωτιά και ζαχαρωμένα. Αααχ και να τον είχα τώρα εδώ, τραγούδια να του κάνω και να του σιγοψιθυρίζω ψαλμούς του έρωτα. Να τον πάω εκεί μακριά, να τον εβάλω μέσα σε πύργο ολόχρυσο και να τον νανουρίζω. Να είχα τον έρωτα να με τρυπάει με τα βέλη, να τον τρυπώ κι εγώ, να τον πετώ, να τον τρυγώ σαν ένα τσαμπί σταφύλι. Σαν κι εκείνα που κάποτε είχαν σ ένα Αρμένικο χωριό, που ήταν τα καλύτερα και όμοια δεν υπάρχουν αλλού, ούτε μέχρι να μετράς στης άλλης ζωής σου το δείλι. Αυτή είμαι, κάποτε σερνόμουν στα υπόγεια, αλλά στις χειρότερες στιγμές μου εγώ διατηρούσα το φεγγίτη και τη χαραμάδα. Και να' μαι τώρα! Είμαι η ίδια γυναίκα κι είμαι πολύ ερωτευμένη με την ίδια τη ζωή. Είμαι ένα ερωτικό θηλυκό, απλά θέλω λίγο χρόνο ακόμα για να βρω τον κατάλληλο έρωτα, μετά στου έρωτα την αγκαλιά για πάντα και θα φτάνω στα σύννεφα, θέλω ακόμα λίγο χρόνο, λίγο χρόνο ακόμα. Μπαίνω στο μπάνιο, βουτιέμαι στο νερό και τραγουδάω... Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά και της σιωπής τον πλούτο. Bάρα καλή, βάρα γερή μια ντουφεκιά ζαχαρωτή κι άσε να νοιώσει η γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία. Σκουπίδι η σκέψη την πετώ τη λογική απαρνιέμαι, μ' ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα στις χαραυγές ξεχνιέμαι. Bάστα το νου, βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού που 'φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα. Τις χαραυγές ξεχνιέμαι - Θανάσης Παπακωνσταντίνου 15
Μένω μέσα στο νερό τραγουδώντας όλα τα παλιά τραγούδια που έμαθα από τη γιαγιά μου, συνέχεια τα τραγουδούσε με καημό για τις χαμένες πατρίδες. Την προσφυγιά, τη γενοκτονία και τον αφανισμό, όπως συνήθιζε να λέει. Καταγόταν από την περιοχή Αρτασάτ = Αραράτ της Αρμενίας, αλλά η οικογένεια της είχε μεταναστεύσει πριν πολλά χρόνια στην Πόλη. Υπέστησαν πολλά από τους Τούρκους, την πρώτη φορά ήταν μετά τις 14 Αυγούστου του 1896, όταν Αρμένιοι αγωνιστές εισέβαλαν στη μεγαλύτερη τράπεζα της Κωνσταντινούπολης για να προσελκύσουν την προσοχή του διεθνούς παράγοντα στο Αρμενικό ζήτημα. Η κατάληψη του μεγαλύτερου οικονομικού κέντρου της ανατολικής Μεσογείου, της Οθωμανικής τράπεζας (Bank Ottoman), οργανώθηκε από την κεντρική επιτροπή της Αρμενικής επαναστατικής ομοσπονδίας ''Τασνακτσουτιούν''. Ήταν μια μείζων πολιτική πράξη, που είχε σκοπό να αναγκάσει τις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία), να παρέμβουν και να συμβάλουν δυναμικά, στην επίλυση του Αρμενικού ζητήματος. Η συμβολική επίθεση κι αιματηρή κατάληψη της Οθωμανικής τράπεζας, έγινε 14 Αυγούστου στις 12 το μεσημέρι από μια ομάδα με 26 Αρμένιους αγωνιστές. Στην ηγεσία ήταν ο Αρμέν Καρό, ο Παπκέν Σιουνί κι ο Χρατς. Στην ανταλλαγή πυροβολισμών κατά την εισβολή τους στην τράπεζα, ο Παπκέν Σιουνί έπεσε νεκρός μαζί με ένα άλλο σύντροφό του, ενώ άλλοι οκτώ τραυματίστηκαν. Παρ όλα αυτά η κατάληψη πέτυχε και διήρκησε μέχρι το πρωί της 15 η ς Αυγούστου. Με τη μεσολάβηση των τριών μεγάλων δυνάμεων, οι Αρμένιοι αγωνιστές αποχώρησαν, αφού πρώτα απέκρουσαν δύο επιθέσεις των τουρκικών αρχών. Οι απώλειες τους ήταν τέσσερις νεκροί και πέντε σοβαρά τραυματίες. Δεν είχαν πειράξει κανέναν από το προσωπικό της τράπεζας κι από τα ταμεία δεν έλειπε ούτε μια λίρα. Ταυτόχρονα άλλες ομάδες χτύπησαν στρατιωτικά κτίρια και στρατόπεδα, ενώ μέλη του κόμματος επέδωσαν υπόμνημα στις ευρωπαϊκές πρεσβείες με το οποίο ζητούσαν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην τουρκοκρατούμενη Αρμενία. Οι επιζώντες καταληψίες απελάθηκαν στη Μασσαλία, έτσι είχε συμφωνηθεί με τους πρέσβεις. Το χτύπημα των Αρμένιων αγωνιστών στην τράπεζα δεν ήταν χωρίς τίμημα. Πέραν των τεσσάρων που σκοτώθηκαν επιτόπου, μετά πολλοί αθώοι Αρμένιοι έχυσαν το αίμα τους, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν μεγάλο κύμα σφαγών σε αντίποινα για την επίθεση. Ο αυτόπτης μάρτυς κι ανταποκριτής της εφημερίδας Ακρόπολις στο φύλλο της 26 η ς Αυγούστου εξέφραζε την πεποίθηση του ότι οι σφαγές ήταν οργανωμένο σχέδιο της τουρκικής κυβέρνησης, οι οποίες έγιναν στην Πόλη, αλλά και στα περίχωρά της. Η νεαρή τότε Αγγλίδα Ντορίνα Νιβ, η οποία διέμενε στο Κανδιλί, υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των διωγμών των Αρμενίων στο παραλιακό αυτό προάστιο και περιέγραψε τα γεγονότα στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο, ''Είκοσι έξι χρόνια στο Βόσπορο''. Ομάδες μουσουλμάνων εμφανίστηκαν ταυτόχρονα κι οι Αρμένιοι σφαγιάζονταν από μια ορδή άγριων ανθρώπων των βασιβουζούκων που ήταν από 16
τη Μικρά Ασία κι ήταν σ ετοιμότητα για μια τέτοια περίσταση. Επικεφαλής των συμμοριών ήταν σοφτάδες κι αξιωματικοί της αστυνομίας, ενώ οι παρευρισκόμενοι στρατιώτες απλώς παρατηρούσαν και πότε πότε έριχναν κάποιον πυροβολισμό στον αέρα. Οι σφαγές στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν αφορμή για να εκδηλωθεί ένα μεγάλο κύμα συμπάθειας του Ελληνισμού, προς τους Αρμενίους. Ο Ελληνικός τύπος παρουσίασε λεπτομερώς ανά τον κόσμο, τα συμβάντα. Τα δημοσιεύματα, οι περιγραφές κι οι καταγγελίες ήταν πολλές. Γλύτωσαν κάποιοι και μετά τους βρήκε κι ο Α' παγκόσμιος πόλεμος, με την περιφερειακή διαμάχη μεταξύ Ρωσίας - Τουρκίας για τον Καύκασο και τη Περσία, Στο Ρωσικό στρατό υπήρχε ένα τμήμα εθελοντών Αρμενίων κι οι Τούρκοι άρχισαν να βλέπουν με πολύ καχυποψία τους Αρμένιους. Γι αυτό το λόγο και καθώς θεωρούνταν απειλή για την εθνική ασφάλεια στις 24 Απριλίου 1915, διώχτηκαν από την Κωνσταντινούπολη οι διάφοροι σημαίνοντες και διανοούμενοι Αρμένιοι. Κατά την διάρκεια αυτής της μετακίνησης, πέθαναν, ή δολοφονήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι, ένας απ αυτούς ήταν κι ο παππούς μου. Ήταν στη Πόλη για την εποχή εκείνη, ένας από τους καλύτερους δικηγόρους, μετά έχασαν τα πάντα. Η συμπαράσταση προς τους διωκόμενους Αρμενίους είχε την κορυφαία έκφανση της στο χώρο του μικρού και φτωχού Ελληνικού κράτους. Κάποια άλλα κράτη όπως η Ρωσία, Σερβία κι η Ρουμανία, αρνήθηκαν να δεχθούν τους Αρμένιους πρόσφυγες., μετά βρέθηκαν αναμειγμένοι μαζί με τους Έλληνες ξεριζωμένους και κάποια στιγμή πήραν το ίδιο καράβι για την Ελλάδα. Η Ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε ανεπιφύλαχτα τους περίπου 12.000 Αρμένιους πρόσφυγες που κατέφυγαν τότε στην Ελλάδα. Μέσα σ αυτούς ήταν κι η οικογένεια μου. H κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, που μέχρι τότε ακολουθούσε ανεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, άνοιξε διάπλατα τα σύνορα της χώρας στους δεινοπαθούντες πρόσφυγες, παραβαίνοντας μια από τις βασικές αρχές της πολιτικής της. Η συμπαράσταση από τους Αθηναίους ήταν αθρόα κι η κορυφαία ηθοποιός της εποχής εκείνης, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, έδωσε ειδική παράσταση στο θέατρο ''Ποικίλων'' και διέθεσε όλες τις εισπράξεις υπέρ των δεινοπαθούντων Αρμενίων. Βρέθηκαν εδώ κι έζησαν όσα έζησαν κι οι Έλληνες πρόσφυγες. Όταν τραγουδούσε, τα τραγούδια που έλεγε ήταν πάντα για σφαγές και για την προσφυγιά. Ποτέ δεν ξεχνούσε να λέει μέσα στο μοιρολόι της για τους άλλους που είχαν χαθεί, Αρμένιους κι Έλληνες. Ήταν φορές που έδειχνε με τα χέρια της πως τάιζαν ο ένας τον άλλο στο στόμα, πως μοιράζονταν το νερό από κοινού και πως έθαβαν μαζί τους νεκρούς τους. Ήμουν μικρούλα όταν τ άκουγα, τα έλεγε τόσο συχνά που τα είχα μάθει απ έξω, μέχρι και σήμερα τα θυμάμαι. Θυμάμαι που μου έλεγε κι αυτό, πως το έθνος των Αριμανών Αρμενίας που είναι οι τωρινοί Αρμενίοι, είναι απόγονοι του Πελασγού Αρίμασπου... Όπως και το έθνος των Χετταίων, Λυκαονών, Κιλικών, Παμφλαγόνων, ως υπολειμμάτων γενοκτονηθέντων Πελασγικών φυλών, όλης της Τουρκίας... Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας από τη Μάνη, η μάνα μου ήταν μισή - μισή κι εγώ από γινάτι τυχαίνει να τα έχω και τα δυο, μόνο στην Αρμένικη βίζιτα, δεν έμοιασα κανέναν. Τώρα είμαι μια γνήσια Ελληνίδα, ζω κάπου στην Ελλάδα κι 17
έχω τα πάντα μου Ελληνικά. Αν δεν με καλέσουν, δεν πάω πουθενά, αν πάλι με καλέσουν, δεν μπορώ να μείνω πάνω από μια ώρα. Θέλω να φύγω μόλις περάσει η μισή ώρα, την άλλη μισή είμαι με θέα, την πόρτα. Αναρωτιέμαι πολλές φορές πως άντεξα κι έκανα παρέα για πολλά χρόνια με τους "Λυκ ανθρώ - πους", το έκανα λόγω δουλειάς, είμαι οικονομικός σύμβουλος κι έκανα τη δουλειά μου. Μετά από πολλά χρόνια που έκανα παρέα με τους μοντέρνους αντεροβγάλτες, εγώ πήρα δύναμη και χάραξα ένα άλλο τρόπο ζωής. Έγινα αυτή που γέννησε το μύθο, είμαι η γυναίκα που τον έμαθε πρώτη από την αρχή - αρχή του χρόνου. Ποιος τον είπε σε μένα; Όχι πάντως το παιδί που είχα μέσα στη κοιλιά μου, γιατί δεν είχα και δεν έχω ακόμα παιδί. Η σιωπή του φωτός μου το είπε και ποιος το είπε στη σιωπή; Το είπε η ψυχή μου, η συνείδηση μου, μου φώναξε μόνο μια φορά και πολύ δυνατά... "Φύγε και ζήσε, γίνε πουλί και πέταξε μακριά, καβάλα τη ζωή σου και κάνε αυτό που πρέπει... για σένα". Νάτα μας, άρχισαν να τρέχουν και τα πρώτα δάκρυα, είναι κάτι στιγμές που χωρίς να τ έχω καλέσει τρέχουν από τα μάτια μου, αλλά να πω την αλήθεια μου, δεν τ έχω γιατρέψει. Αυτά πρέπει να τα γιατρέψει η αγάπη, μόνο εκείνη μπορεί. Θα ψάξω να τη βρω, ίσως να είναι κάπου εκεί έξω και να με περιμένει. Πρέπει να είμαι σωστή με τον εαυτό μου, μόνο έτσι θα μπορέσω να βρω την αγάπη, αν ζούσε η γιαγιά μου θα μου έλεγε αυτά... "Κοριτσάκι μου γιατί δεν τα βγάζεις; Δες τι κάνω εγώ, αλλιώς δεν γίνεται, φτάνει με τις λυκοφιλίες και τους τάχα πονετικούς... Τι είναι οι άλλοι δηλαδή, κάλαθος των δικών των πόνων, εμείς δεν έχουμε δικά μας; Ν' αλλάξεις τακτική και να τα πετάς, έτσι όπως τα εναποθέτουν με δήθεν ευλάβεια πάνω σου, γιατί είναι δικά τους... Λες κι οι αγνοί γεννήθηκαν για να γεμίζουν τη ζωή τους, με των άλλων τα βάσανα"... Αγνή δεν είμαι εδώ και πολύ καιρό, αλλά ούτε και κακιά είμαι. Υπήρξα κακιά μόνο για μένα, γιατί ήμουν τυφλωμένη από ένα πάθος, για έναν άντρα. Έλεγε σ' αγαπώ, αλλά δεν υπήρχε αγάπη, αφού δεν υπήρχε καθόλου σεβασμός... Μου βιάζε την ψυχή ασύστολα και μετά έλεγε πως μ' αγαπούσε κι εκείνος ο πόνος της στιγμής, πολλές φόρες κατάστρεφε το "ΘΕΙΟ"... Μετά έκανα πολύ καιρό να το ξαναβρώ, γιατί... ένα άθλιο στιγμιαίο γεγονός, με πότιζε φαρμάκι και μ έκανε την ψυχή, χίλια κομμάτια... Μόλις όμως το κατάλαβα πέταξα μακριά, έτσι όπως το κάνω τώρα με τα δυο μου χέρια, που είναι γεμάτα με αφρούς. Άνοιξα τα πορτάκι και φσσσστττ, εγώ η Ζιμπίλ, έγινα καπνός. Είναι αλλιώς να κοιμάσαι με κάποιον που θες κι αγαπάς, όμως είναι τελείως διαφορετικό να κοιμάσαι με κάποιον για να εξηπηρετήσεις κάποιον κι όταν μάλιστα αυτός ο κάποιος, είναι ο άντρας της ζωής σου, ή έτσι νόμιζα εγώ. Ώσπου το κατάλαβα και μετά έκανα πράξη όλα όσα φοβόταν δήθεν εκείνος για τη σχέση μας κι έλεγε πως ήθελε να μείνουμε χώρια. Χώρια; Μα ναι! Πολύ μακριά; Πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα! Ήσουν αγχωμένη 18
συνέχεια; Μα φυσικά, γιατί δεν ήξερα από που θα μου ρθει... Τώρα είσαι ξέγνοιαστη; Τέλεια, είμαι πολύ ελαφριά, ονειροπόλα και προπαντός, είμαι ο εαυτός μου. Εντάξει έχω λίγες πληγές, ας πω ότι έχω ακόμα λίγες νυχιές και γρατσουνιές, αυτές είναι πιο δύσκολα να τις γρατρέψεις. Πιο γρήγορα γιατρεύεις μια μεγάλη βαθιά πληγή, παρά τις πολλές νυχιές και γρατσουνιές, αυτές αφήνουν και τα πιο πολλά σημάδια. Απαπαπα τι σκέφτομαι τώρα, ας μείνω στον αποψινό, σ εκείνον τον ψηλό, με τα πολύ όμορφα μάτια! Αλήθεια τι χρώμα ήταν το σουέτ κουστούμι που φορούσε; Ήταν μάλλον γκρι μολυβί, δεν ήταν μαύρο και του πήγαινε πολύ, κουτί ήταν επάνω στο κορμί του. Σία είναι το όνομά του, άκου Σία, ούτε ο γιος της Ζέας να ήταν, κοίτα όνομα που έχει, άκου Σία; "Σία, στα μάτια σου θα ποντάρω της ζωής μου τη Ζέα, θα σου κάνω μια αγκαλιά γεμάτη από αγάπη και θα σου δώσω ένα φιλί στο στόμα. Αλλά πριν στα κάνω όλα αυτά, θα δω αν έχεις καρδιά από μετάξι. Α! όλα κι όλα, αν δεν έχεις περάσει από το δρόμο του μεταξιού, εγώ εραστή μου δεν θα σε κάνω. Με πολύ μετάξι στη καρδιά, μετά το καυτό φιλί, την αγκαλιά και πιο πιο μετά, για πάντα δική σου... Αμ πως να το κάνουμε δηλαδή, εμένα με λένε Ζιμπίλ, πως θα ντυθώ με τ όνειρο σου, έτσι όπως - όπως;" Βγαίνω από το μπάνιο, σκουπίζω το κορμί μου, ντύνομαι και κοιτάζω την ώρα. Είναι ακόμα νωρίς, θα φάω και μετά διάβασμα μέχρι πρωίας. Ούτε τηλεόραση θ ανοίξω, θα βάλω μόνο λίγη μουσική, αυτή που ακούω πάντα. Τρώγοντας περνάνε διάφορες σκέψεις από το μυαλό μου, αν ζούσα σε μια άλλη εποχή, θα ήμουν μια γεροντοκόρη, εκ πεποιθήσεως. Είμαι 30 χρονών πια κι είμαι μόνη, γονείς δεν υπάρχουν, μόνο ένας αδερφός που ζει στα ξένα, πήγε για σπουδές κι έμεινε για πάντα εκεί. Μπορεί να τον κέρδισε η ξενιτιά, αλλά πιο πολύ τον κέρδισε μια γυναίκα. Έρχονται κάπου - κάπου τα καλοκαίρια, αλλά τις πιο πολλές φορές προτιμούν να πηγαίνουν σε μέρη εξωτικά. Άγιος Μαυρίκιος και Σεϊχέλες, είναι τα στέκια που πηγαίνουν. Καραϊβική και δεν συμμαζεύεται, εγώ μένω και επιμένω Ελλάδα. Σαν την Ελλάδα πουθενά, μια είναι και δεν έχει άλλη, όπου και να πας σαν την Ελλάδα δεν θα βρεις. Πεταμένα λεφτά για μέρη που δεν έχουν ψυχή για να σου δώσουν. Εδώ έχει τα πάντα, με καλούς φίλους και καλή παρέα, αν έχεις και τον έρωτα μαζί σου... το ξενοδοχείο σου γίνεται 8 αστέρων. Περνάς σούπερ καλά με τον έρωτα μέσα στην αγκαλιά σου, αποφεύγοντας φυσικά τα στέκια με τους λιμοκοντόρους. Η ζοφερή περίοδος όμως για μένα έλαβε τέλος, έχει τρία χρόνια που ζω έτσι, ναι μεν μόνη μου, αλλά ζω καλά. Ίσως να υπάρχουν κάποιες στιγμές που τα χάνω γιατί σκέφτομαι τι είμαι τελικά; Μοναχική, ή ζω στην απόλυτη μοναξιά; Όταν δεν περνάς καλά όμως... η ανάγκη είναι ακατανίκητη, πρέπει να αλλάζεις σελίδα και να κάνεις μια νέα αρχή. Εγώ το έκανα, αλλά δεν υπολόγισα την μοναξιά, αυτή με γυρίζει πίσω κι εγώ θέλω πια να κοιτάζω μόνο μπροστά. Απόψε νιώθω πολύ παράξενα κουρασμένη και χωρίς να το θέλω μελαγχόλησα. Έφυγα απ' όλους κι έκανα μια καινούργια αρχή, όμως έρχονται 19
κάποιες στιγμές που νιώθω την ανάγκη να είμαι με κάποιον. Μονολογώ πως είμαι καλύτερα έτσι, από τα είκοσι μου χρόνια είχα σχέση, στη φοιτητική ζωή και στις σπουδές μου ήμουν πάντα με τη σχέση. Μέχρι που η σχέση έγινε σχίσμα κι άλλαξα θρησκεία, δηλαδή άλλαξα ερωτικό πιστεύω κι ησύχασε το είναι μου. Λέει ο Omraam Mikhael Aivanhov, που ήταν ένας μοντέρνος μύστης... "Πόσο λάθος είναι που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η σιωπή είναι μια έρημος, το κενό, η έλλειψη οποιαδήποτε δραστηριότητας, η έλλειψη κάθε δημιουργίας, με μια λέξη το τίποτα! Στην πραγματικότητα, υπάρχει σιωπή και σιωπή και με ένα γενικό τρόπο μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο είδη σιωπής. Αυτή του θανάτου κι αυτή της ανώτερης ζωής. Η σιωπή της ανώτερης ζωής είναι που μας ενδιαφέρει, αυτή η σιωπή δεν είναι στάσιμη, αλλά μια έντονη εργασία που διεξάγεται στον κόλπο της απόλυτης αρμονίας... Δεν είναι ένα κενό, η απουσία αυτή είναι μια πληρότητα, όπως ακριβώς σε μια σχέση, όπου δύο ανθρώποι βιώνουν την πραγματική αγάπη και ζουν κάτι τόσο βαθύ που δεν μπορούν να το εκφράσουν με λόγια, ή με κινήσεις, αυτή η σιωπή είναι το περιουσιακό στοιχείο, της εσωτερικής μας ζωής". Αααχ τι πλάκα που έχω... Παλιά έκαναν σχίσμα εκκλησιών, θρησκειών κι εγώ έκανα μια διάσπαση από τον εραστή κι έγινε το σχίσμα της Ζιμπίλ. Κάνω μια κούπα τσάι, βάζω μουσική και κάθομαι αναπαυτικά στο καναπέ, παίρνω το βιβλίο και το μυρίζω. Έχει αυτή τη μαγική μυρωδιά του χαρτιού, μυρίζω όμως και το άρωμα του Σία! Θα χει πλάκα να ήταν αυτός που χάρισε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Όταν ήμουν εκεί δεν ένοιωσα τη μυρωδιά, ίσως γιατί δεν το κράτησα πολύ ώρα στα χέρια μου, απλά το ξεφύλλισα μόνο λίγο και το έδωσα στην υπεύθυνη για να το ετοιμάσει. Τώρα νιώθω ένα ρίγος στο κορμί μου, λες να ήταν εκείνος; Αλλιώς πως θα είχε το άρωμα του το βιβλίο; Θυμάμαι έντονα το άρωμα που φορούσε, αφού τον είχα κοντά μου. Το μύρισα την πρώτη φορά που μ έπιασε από πίσω. Την δεύτερη φορά μέσα στο τρένο και την τρίτη όταν σταματούσε ακριβώς δίπλα μου την ώρα που σηκώθηκα για να κατέβω. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, αν ήταν αυτός που έδωσε το βιβλίο, τότε εγώ πρέπει να είμαι πολύ τυχερή. Αν έρθει και με βρει, έτσι θα έχω ένα πολύ καλό λόγο, να μην τον αφήσω να φύγει. Πάει να πει πως έχουμε τα ίδια γούστα, στις ιστορίες. Εκτός αν δεν το διάβασε ποτέ, απλά το είχε κάπου κι αντί να το πετάξει, το χάρισε. Το ανοίγω προσεχτικά και βλέπω αν υπάρχει μέσα κάποια υπογραφή, κάποια σημείωση γραμμένη στο βιβλίο, βρίσκω μια στη σελίδα 35, που λέει... 20
"Όταν θα με βρεις αγαπημένε μου, εύχομαι να μην είναι αργά, πάντα σε περίμενα να γυρίσεις, αλλά εσύ άργησες πολύ". Είναι γραμμένη ακριβώς κάτω από ένα κείμενο του βιβλίου που περιγράφει την μεγάλη μοναξιά της Ζιμπίλ, όταν ο αγαπημένος της την άφησε για πολλές μέρες μόνη. Και που την άφησε; Μέσα σε μια αφιλόξενη στέπα, με κάποιους μακρινούς συγγενείς. Εκείνος είχε πάει να γιατρέψει μια πληγή που τον τυραννούσε από ένα βέλος. Δεν είναι δυνατόν, τι είναι αυτό που περνάω τώρα; Είναι σαν να ζω σ ένα όνειρο, ψάχνω το βιβλίο ξανά και ξανά, μήπως και βρω κάτι παραπάνω. Βρίσκω μόνο σημειώσεις της κυρίας που το διάβασε και ταυτίστηκε με τα γεγονότα που περιγράφει ο συγγραφέας. "Μάτια μου μελένια, αητέ της καρδιάς και της ζωής μου, μακάρι να ήσουν τώρα εδώ, που έχω μέσα μου, τη ψυχή σου. Μου λείπει η ανάσα σου δίπλα στο πρόσωπο μου, τα μάγουλα μου δεν τα καίνε οι στεναγμοί σου". Αφήνω το βιβλίο στην άκρη και κλείνω τα μάτια, σκέφτομαι ίσως να είναι εκείνος που χάρισε το βιβλίο, ίσως και να μην είναι. Έχω ερωτευτεί κάποιον που δεν τον ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι τ όνομα του. Μένω έτσι ξαπλωμένη στο καναπέ και προσπαθώ να θυμηθώ το πρόσωπο, τα μάτια, τα μαλλιά, το χέρι του που κράτησε το δικό μου. Ήταν απαλό, τρυφερό, στοργικό, ήταν ένα χέρι πολύ ανθρώπινο, δεν ήταν σαν τ άλλα χέρια που έχω γνωρίσει, έχω αγγίξει κι έχω κρατήσει. Τον έχω ερωτευτεί πολύ, αλλά δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ. Θα μείνω με το άρωμα και το άγγιγμα του, θα τον κάνω στα μάτια μου και θα τον κρατώ μέσα στη καρδιά μου. Θ αγαπώ την ανάμνηση και θα φωνάζω το όνομα του. Λένε πως οι ψυχές που ανταμώνουν μια φορά, δεν θέλουν δέσιμο με κόμπο, μπορούν κι δένονται από μακριά με τη βαθιά έννοια, που είναι το ψυχικό δέσιμο της αγάπης! Με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως ένα κομμάτι από θάλασσα ήρθε στο παράθυρο μου. Η κουρτίνα κουνιέται και χορεύει ένα αργό αισθησιακό χορό, λες κι είναι πάνω στα σύννεφα. Μένω να κοιτώ τη θάλασσα που ήρθε μπροστά μου ξαφνικά από το πουθενά, μέσα στο καταγάλανο νερό έχει ξεπροβάλει ένα μικρό νησί κι επάνω του είναι χτισμένο ένα μικρό σπιτάκι. Έχει μια αυλή κι απ τα δεξιά του είναι στημένο ένα τεράστιο καραβόπανο, για να το σκιάζει, όλο το νησάκι μοιάζει σαν ένα καραβάκι χαμένο στης θάλασσας τη λήθη. Δεν έχει σκάλες για ν ανέβεις, η ακτή γλύφει το χώμα και σκαρφαλώνει απαλά μέχρι τη μικρή αυλή του. Ένα δεντράκι λυγερόκορμο στέκει μετά την άμμο και στο κορμό του χαμηλά, είναι δεμένη μια μικρή καφετιά βαρκούλα. Ξεφωνίζω δυνατά λέγοντας, πως εδώ θέλω να πάω να ζήσω μαζί του! Να ξημερώνουν οι αυγές μας κι εμένα να με βρίσκουν αγουροξυπνημένη πάνω στο στέρνο του. Εκεί να παίρνω το πρώτο φιλί της μέρας 21
μας κι έρωτα να μου κάνει κάτω από του ήλιου τις πρώτες αχτίδες. Κοντεύω να τρελαθώ από το πάθος και τη λαχτάρα να τον ξαναδώ, απόψε μ αυτή τη συνάντηση, κάτι έπαθα θαρρώ... Από τη μια τα μάτια του τα μελιά κι από την άλλη όλο του το ύφος, λες κι άνοιξε ο ουρανός και τον άφησε εμπρός μου και μια δύναμη μ' ώθησε για να τον συναντήσω. Σαν τρελή μουρμουρίζω... και λέω... "Σία μου θα σε βρω κι όταν σε βρω, ετοιμάσου να με δεχτείς, να σε δεχτώ, να γίνεις και να γίνω, η μόνιμη σκιά σου". Δίψασα και σε ψάχνω να σε πιω, δίψασα σου λέω, στην πηγή σου να ποτίσω το αχαλίνωτο "EINAI MOY". Στα ρυάκια που τρέχουν άναρχα οι ουσίες σου και των εκροών σου στο πύρινο μου καράβι. Η ψυχοσύνθεση μου ζητά την οντότητα σου σε μια επικοινωνία, αυτόπτες διαμεσολαβητές μιλούν με ηχηρές δονήσεις οι διασταυρωμένες ματιές που προκαλούν την έλξη να διαχέεται σύγκορμη και σαν δυναμικό προϊόν να ακολουθεί η στύση, φαινόμενο των μαγνητικών πεδίων των δύο πόλων. Με τη δυναμική της μοναδικής "ΦΕΡΟΜΟΝΗΣ", σαν εισερχόμενη εισπνοή στο ερέθισμα και τη διέγερση που γαργαρίζει το αίμα στη διαστολή και στη παραγωγή, ο αργαλειός ξεβράκωτος, απ' του καύσωνα το μένος το ισχυρό, για γόνιμη τεστοστερονη... Σαν αντίδωρο της δίψας στους οιστρογόνους αδένες, όπου ο πόθος και το πάθος γίνονται σύμμαχοι στην εξέγερση της ερωτογενής κατάκτησης και το δόρυ μπαινοβγαίνει στο πεδίο της μάχης σαν μαχόμενος ήρωας να εκβάλει τα λάφυρα του. Στην κορύφωση της παλιγγενεσίας εκεί αψηφάς το θάνατο και περνάς στη διάσταση των αθανάτων, εκεί που ανήκει η ψυχή στην πεμπτουσία του ζευγαρώματος, στο απόγειο... μακριά από τα τετριμμένα και τις φθαρμένες ιδέες της λογικής παραλογίας, ευθυτενείς πορευόμενοι του σύμπαντος, την υπερούσια χάρη. Ευθυτενείς πορευόμενοι - Nikos D. Stoforos Σημείωση. Ο Βασιβουζούκος ήταν, ο άτακτος στρατιώτης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ή κάποιος που δεν πειθαρχεί σε κανόνες, προκαλεί φασαρίες και θέλει να γίνεται το δικό του. Η λέξη βασιβουζούκος και πιο σωστά μπασιμποζούκος (το σ δασύ, ως ch). Προέρχεται από την σύνθετη τούρκικη λέξη μπας = κεφαλή και μποζούκ = χαλασμένος, δηλαδή κακoκέφαλος και χρησιμοποιείται για τον ιδιαίτερα απείθαρχο, άγριο, θηριώδη χαρακτήκρα του. Συνήθως τη λέξη μπασή - μποζούκ την χρησιμοποιούσαν για να υποδηλώσουν τον μη στρατιωτικό, δηλαδή κατ αντιδιαστολή προς το στρατιώτης. Στα γεγονότα της 14ης Αυγούστου 1826, βασίστηκε κι η ταινία του Ελία Καζάν, America - America. 22
-Εσύ είσαι γεμάτη πεποίθηση και τώρα απέκτησες μεγάλη αυτοπεποίθηση, μ' αυτά τα δυο, θα πας μπροστά. Δεν ήξερες, όμως άκουσες, έμαθες και πείστηκες κι είσαι έτοιμη να συνεχίσεις το μονοπάτι σου. Στάσου μακριά από θλίψη κι από λάθη που έκανες στο παρελθόν, άλλωστε, ότι έζησες πριν, δεν ήταν από σένα. Τώρα κατάλαβες πως κάποιοι άλλοι έκαναν τη ζωή σου και τις ζωές των άλλων να μοιάζουν αληθινές, αλλά δεν είναι. Δεν είναι εύκολο το μονοπάτι της αφύπνισης, όπως δεν είναι εύκολο κανένα γήινο μονοπάτι, εύκολο γίνεται μόνο, όταν ξέρεις ποιος και ποια είσαι! -Αυτά που κατάλαβα σοφέ Ανδρομέδιε Ιφιγένη, είναι πως κάποτε η καρδιά, η ψυχή μας δηλαδή, ζούσε σ' ένα κόσμο, όπου τα πάντα συμβάδιζαν, σύμφωνα με την ομορφιά της! Κάποια στιγμή θέλησε να μοιραστεί τα πάντα, να δώσει φως και χαρά, αλλά δεν μπόρεσε... Δεν τα κατάφερε γι όλους του λόγους που μου εξήγησες εσύ κι όλοι οι άλλοι, προηγούμενοι αφηγητές......οι Αρετές της, δεν διαχώριζαν ποτέ το σκοτάδι από το φως, διότι έβλεπαν τα πάντα να είναι από φως και κάθε της σκέψη ήταν προερχόμενη από το Αγαθό και την Αγάπη! Όλα γύρω της ήταν Φως και Ζωή! Κι αφού γνώρισε, κατανόησε κι έζησε το φως σ' όλη του την έκταση κι αφού κατανόησε την ομορφιά της ζωής, μέσα από τη δημιουργία των σκέψεων από φως, θέλησε να κατανοήσει ένα άλλο κόσμο, ίσως για να του δώσει φως και την ομορφιά του πνεύματος. Ώστε να γίνει κι αυτός ο κόσμος όμορφος, όπως ο κόσμος του φωτός και να του δώσει την τέλεια πνευματική ζωή, διότι αυτός ο κόσμος δεν είχε φως, μα ούτε και τέλειο πνεύμα, αλλά διπολικό των αντιθέτων. Με μια του σκέψη μεταφέρθηκε σ' αυτό τον κόσμο τον δυαδικό, μια νέα δημιουργία, που αυτή τη φορά αποτελούνταν από τις αντίθετες σκέψεις κι όχι όμοιες μόνο από φως. Έτσι το πνεύμα, διασπασμένο πλέον κι πάνω στο πλανήτη Γη,έγινε καρδιά. Μια καρδιά κομμένη στα δύο, όπου η χαρά ακολουθούσε τη λύπη, η ζωή ακολουθούσε το θάνατο, η αγάπη το μίσος, η γνώση της αλήθειας το ψέμα, η έκσταση του αγαθού, στην έκσταση της πονηριάς και της κακίας. Όλα όσα ζούσε κι αγαπούσε στο κόσμο του φωτός, είχαν πλέον και το αντίθετο τους, μέσα στις σκέψεις της. Από Φως και Ζωή, έγινε η καρδιά διχασμένη, ανάμεσα στο πάθος του έρωτα για την αγάπη και το πάθος του σιχαμερού έρωτα, χωρίς αγάπη... Η ζωή πλέον δεν ήταν όπως την γνώριζε κι αμέσως ξέχασε ποια είναι η αληθινή και πραγματική της ουσία κι έγινε ένα μ' αυτό τον δυαδικό κόσμο κι από τότε ζει η ψυχή ως διχασμένη καρδιά, μέσα σ' ένα ξένο κόσμο γι' αυτή, που προσπαθεί να τον κάνει δικό της, δίνοντας την αγάπη απέναντι στις άλλες ψυχές, που ξέχασαν ποιες είναι κι έγιναν ένα με το πάθος για τον έρωτα της σάρκας και την ύλη, δίχως την αγάπη. Δίχως να επικρατεί η αληθινή τους ουσία του φωτός κι έτσι ο κόσμος των ψυχών, έγινε κι αυτός δυαδικός, διπολικός κι όποια ψυχή θυμηθεί τον εαυτό της, την αληθινή της ουσία, θα γνωρίσει την 23