ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΚΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ ΓΛΥΚΟ 7 «HΣΟΥΝ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ από τη μέρα που γεννήθηκες», της είχε πει η μπάμπω της όταν έκλεισε τα δέκα της χρόνια. «Εγώ σε ξεγέννησα. Ήταν Αύγουστος πάνω στο δεύτερο φεγγάρι του. Έπρεπε να είχες γεννηθεί τουλάχιστον τρεις βδομάδες νωρίτερα. Πείσμωσες. Περίμενες καρτερικά να γεμίσει το φεγγάρι. Η μάνα σου σφάδαζε. Δεν άντεχε τον πόνο. Ποτέ δεν τον άντεξε. Έβριζε και καταριόταν. Ούρλιαζε πως δε θα έκανε άλλα παιδιά. Φώναζε πως δεν ήθελε ούτε εσένα. Εσύ ξεπρόβαλες ήρεμη. Με κατάμαυρα μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Γαλήνια, με μια ζωηρή λάμψη στα μάτια. Η νύφη μου σου έριξε μια ματιά, γύρισε την πλάτη της και ξέσπασε σε αναφιλητά. Εγώ σε πήρα στα χέρια μου, σ έπλυνα, σε φάσκιωσα γερά και σε σήκωσα ψηλά πάνω απ το κεφάλι μου να σε καμαρώσω. Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ούτε τ άλλα που ακολούθησαν. Καθόμουν και σε κοιτούσα να φέγγεις μέσα στη νύχτα. Πού και πού άνοιγες τα θολά σου μάτια και με κοιτούσες κι εσύ. Από τότε, βλέπεις, είχαμε ξεχωρίσει η μια την άλλη». Δεν έχει χαράξει ακόμη. Ένα σκούρο πέπλο σκεπάζει προστατευτικά το μικρό χωριό που πλαγιάζει στην άκρη του λόφου. Λευκά, όμορφα σοβαντισμένα σπίτια στέκουν σιωπηλά, ατενίζοντας τα λιγοστά άστρα. Παντού βαθιά σιωπή. Μόνο κανένας κόκορας αναστατώνει πού και πού την ηρεμία του τόπου. Κικιρίκου! Κι όμως, είναι όλοι μαθημένοι. Κανείς δεν ταράζεται από τον ήσυχο ύπνο του. Ή, μάλλον, σχεδόν κανείς. Εκείνη τις νύχτες δεν κοιμάται. Μένει ξάγρυπνη στο αχυρένιο στρώμα που μοιράζεται με τους γονείς και τη μικρή αδερφή της. Ο πατέρας της ροχαλίζει δυνατά. Παρατηρεί πως τραντάζεται ως
8 ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΑΟΥΜ και το σώμα της μάνας από τα ροχαλητά του. Το μωρό στην άκρη κοιμάται ήσυχο. Αν και νηστικό, δίχως το απαιτούμενο γάλα τον περισσότερο καιρό, κοιμάται μονοκοπανιά όλο το βράδυ. Είναι ήρεμο μωρό. Βολικό. Δε δημιουργεί προβλήματα. Σκύβει και το κοιτά από κοντά. Είναι μικροσκοπικό. Τα λιπόσαρκα μπράτσα του θυμίζουν σπασμένες φτερούγες. Μοιάζει ολοένα και πιο πολύ με νεογέννητο κοτόπουλο. Γεννήθηκε πρόωρα, πολύ νωρίτερα απ ό,τι είχαν υπολογίσει. Ίσως γι αυτό να είναι φιλάσθενο. Κάθε τρεις και λίγο με πυρετό. Σε αντίθεση μ εκείνη, βγήκε μ έναν πόνο. Σχεδόν γλίστρησε από τη μήτρα της μάνας. Ούτε που κατάλαβε τίποτα. «Τέτοιες γέννες, δέκα να χα!» έλεγε όπου στεκόταν και βρισκόταν κι αμέσως μετά έριχνε σ εκείνη μια ματιά που έσταζε χολή και απέχθεια. Σάμπως να ήταν δικό της το φταίξιμο. Λες και είχε αποφασίσει η ίδια να εξαντλήσει όλες τις μέρες κύησης που της αναλογούσαν, κι ακόμη περισσότερες. Το μωρό κοντεύει ενός έτους κι όμως μοιάζει ακόμη για τριών μηνών. Τη λένε Βασιλική. Πήρε το όνομά της από την αδερφή του πατέρα τους, που πέθανε νωρίς. Σχεδόν στην ηλικία της. Ήταν, λέγανε, όμορφη κοπέλα, ευγενική, μ όλες τις χάρες του Θεού πάνω της. Η μικρή αδερφή της δε δείχνει πως θα της μοιάσει. Το πρόσωπό της, όσο πιο πολύ το περιεργάζεται από κοντά, φέρνει περισσότερο σε βλογιοκομμένο ποντικό. Η μάνα ωστόσο της έχει αδυναμία. Τρέμει πάνω της μην και της πάθει τίποτα. Κάθε μέρα βράζει φασόλια για να την ταΐσει φασουλοζωμό. Το γάλα είναι δυσεύρετο και τα στήθη της μάνας στραγγισμένα. Κάθε δυο μέρες τη σέρνουν μέχρι την κυρα-φρόσω. Μένει στην κάτω γειτονιά κι είναι πρόθυμη η φουκαριάρα να δώσει απ το γάλα της στο μωρό τους. Εκείνη έχει ένα αγόρι. Δυο μέρες μικρότερο. Κατάξανθο με φουσκωτά μάγουλα. Υγιέστατο και ζωηρό. Είναι ολο-
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΚΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ ΓΛΥΚΟ 9 φάνερη η διαφορά με την καχεκτική αδερφή της. Ο πατέρας δε δουλεύει. Δεν του αρέσει η δουλειά. Προτιμάει το ποτό. Βοηθάει πού και πού κανέναν στα χωράφια, κι αν πάρει κάνα δεκαράκι, το ρίχνει κι αυτό στο ποτό. Να ναι καλά η μπάμπω. Η γιαγιά της η Κομνηνή, που όλο και κάτι τους δίνει. Κάθε τόσο πάει η μάνα και την παρακαλάει. Πέφτει στα πόδια της, άλλοτε τη θερμοπαρακαλεί κι άλλοτε πάλι αρχίζει τις φωνές και τις κατάρες. «Ανεπρόκοπους», έτσι τους λέει η μπάμπω. Δεν τους συμπονά. Για την Κομνηνή τα κάνει όλα. Για την πρώτη, τη μονάκριβη εγγονή της. Συχνά πυκνά της λέει στ αφτί πως κάποια μέρα θα γίνει μεγάλη και τρανή. Εκείνη, όσο μεγαλώνει, τόσο πιο πολύ την πιστεύει και καρτερεί εκείνη τη μέρα. Της το επιβεβαίωσε μάλιστα και μια τσιγγάνα, φίλη της μπάμπως, όταν ήταν μόλις έξι ετών. Είχε πάει να συναντήσει τη γιαγιά της κάποιο πρωί μα, αντί γι αυτή, βρήκε τη φίλη της να κάθεται με τα πόδια πλεγμένα καταγής στην αυλή. Είχε τα λουλουδάτα φουστάνια της σηκωμένα σχεδόν μέχρι τη μέση των μηρών της κι από κάτω φαινόταν η πολύχρωμη βράκα της. Τα πόδια, όπως και τα χέρια της, ήταν κατάμαυρα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει αν αυτό ήταν το φυσικό της χρώμα ή ήταν η βρομιά που είχε ποτίσει το δέρμα της με σκουριά. Όπως και να χε, όμως, την προσοχή της γρήγορα τράβηξαν τα χρυσαφένια της βραχιόλια που κοσμούσαν το δεξί της χέρι, από τον καρπό σχεδόν μέχρι τον αγκώνα. Η Τζεμιχά, όπως έμαθε τ όνομά της αργότερα, της έγνεψε ζωηρά να την πλησιάσει. Μπορούσε ακόμη να ξαναφέρει στ αφτιά της τον ήχο που έκαναν τα βραχιόλια της καθώς χτυπούσαν το ένα με το άλλο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που ονειρεύτηκε με μάτια ανοιχτά πως κάποια μέρα θα γινόταν μεγάλη και τρανή και θα κοσμούσε κι εκείνη τα χέρια της με χρυσά βραχιόλια και περίτεχνα ζηλευτά κοσμήματα, όπως αυτά που έβλεπε να φορά εκείνη η τσιγγάνα, μα και τ άλλα που άκουγε πως φορούσαν οι κυράδες στις πόλεις. «Κόντεψε, μωρέ κορτσούδι, και
10 ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΑΟΥΜ τσοκ γκιουζέλ που σαι, μπρε!» της είπε η μαυριδερή γυναίκα και την επανέφερε στην πραγματικότητα. Έσκυψε και κοίταξε με απογοήτευση το ξεθωριασμένο φουστάνι, τα χιλιοτρυπημένα παπούτσια της. Ήταν παράξενο πραγματικά, μα ήταν η πρώτη φορά που ντράπηκε τόσο για το ντύσιμό της. Η πρώτη φορά που ένιωσε άβολα γι αυτό που ήταν, κι όλο αυτό μπροστά στα έξυπνα μάτια τής καθισμένης οκλαδόν γυναίκας. «Άντε, δώκε με κάτι κι εγώ θα σε πω τη μοίρα σου», συνέχισε να την προγκά η τσιγγάνα. «Και τι έχω εγώ για να σου δώσω;» σάστισε η Κομνηνή. «Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα βρεις, άμα το θες», της αποκρίθηκε κρατώντας το ένα της μάτι κλειστό απέναντι στον καυτό ήλιο. Όσο κι αν σκέφτηκε η Κομνηνή, δεν μπόρεσε να βρει κάτι που θα μπορούσε να της δώσει. Γύρισε την πλάτη της κι έκανε να φύγει, όμως η τσιγγάνα την άρπαξε απ το χέρι με μια σβέλτη κίνηση και την κάθισε δίπλα της. Το μικρό κορίτσι την κοιτούσε απορημένο. Η γύφτισσα, δίχως να χάσει καιρό, της άνοιξε το χέρι και το έβαλε μέσα στο δικό της, με την παλάμη ανοιχτή προς τον ουρανό. Η Κομνηνή την παρακολουθούσε να σουφρώνει τη μύτη της, ν ανοίγει διάπλατα τα μάτια της, να σμίγει τα πυκνά φρύδια της και πού και πού ν ανοίγει και το μεγάλο στόμα της, φυσώντας στην παλάμη της, αφήνοντάς της χρόνο να ταξιδέψει μέσα του και να χαζέψει με την ησυχία της τα πέντε στη σειρά χρυσά της δόντια. Με τον αντίχειρά της συνέχιζε να μελετά τις γραμμές του χεριού της ώρα πολλή, ενώ στο τέλος κούνησε το κεφάλι της τρεις φορές πέρα δώθε και είπε: «Έχω διαβάσει ριζικά και ριζικά, κανένα όμως δεν έμοιαζε με το δικό σου. Ένα θα σου πω. Συ δεν έχεις μοίρα. Κισμέτ δεν έχεις, πώς το λένε, ριζικό. Εσύ. Μόνο εσύ κρατάς τη ζωή σου στα χέρια σου. Μόνη εσύ θ αποφασίσεις τι θα γίνει στη ζωή σου κι άλλος κανείς δε θα μπορεί ν ανακατευτεί σ αυτό». Έσφιξε τα δάχτυλά της σε γροθιά και τα έφερε στο μέρος της καρδιάς. «Εδώ. Εδώ μέσα κρατάς όλη σου τη δύναμη. Το νου σου να χεις! Δεν ξέρω αν θ αποφασίζεις πάντα για καλό».
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΚΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ ΓΛΥΚΟ 11 Έκλεισε τότε τα μάτια της κι έφτυσε τρεις φορές μέσα στη χούφτα της Κομνηνής. Σάλιο πηχτό γέμισε τις αυλακιές του χεριού της. Το άλειψε αργά σε όλη την επιφάνεια της ανοιχτής παλάμης κι έπειτα φύσηξε μέσα στα στήθια της τρεις φορές. Είδε τα μάτια της να γυρνάνε αφύσικα. Να στροβιλίζεται το μαύρο τους και μέσα από ένα δυνατό χασμουρητό να ετοιμάζεται να απομακρυνθεί στη σκοτεινή χώρα του ύπνου. «Θα φύγω ποτέ απ το χωριό;» ήταν η μόνη ερώτηση που πρόφτασε να της κάνει, πριν η τσιγγάνα πέσει εκεί μπροστά της σε ύπνο βαθύ. «Θα φύγεις. Πολύ νέα, γιαβρούμ. Θα πάρεις έναν άντρα που, αν ήθελε, θα μπορούσε να μας αγοράσει όλους. Εσένα δε θα σ αγοράσει. Θα σ αγαπήσει», της είπε με μια αλλόκοτη δύναμη που της έδινε η βεβαιότητα της γνώσης κι έγειρε το κεφάλι της σε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη της αυλής. ~. ~ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ η Κομνηνή πάλευε, όπως όλα τα χωριά της Ελλάδας, να ανασυγκροτηθεί μετά τον πόλεμο. Αν και ήταν μικρό παιδί και δε θυμόταν η ίδια πολλά, άκουγε ωστόσο τους μεγάλους να διηγούνται ανατριχιαστικά πράγματα. Πράγματα που δε θα θελε με τίποτα ούτε να θυμηθεί ούτε και να τα ζήσει πάλι. Αποβραδίς, έλεγαν, γιόρταζαν στο χωριό τους τον Αϊ-Δημήτρη. Άντρες, γυναίκες και παιδιά διασκέδαζαν όλοι μαζί, έτρωγαν, έπιναν και πηδούσαν μεγάλες φωτιές που είχαν ανάψει γύρω από την πλατεία. Η βραδιά ήταν μαγική και τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα ακολουθούσαν. Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, φάνηκαν οι Βούλγαροι. Με σπασμένα ελληνικά ρώτησαν πού βρισκόταν η αστυνομία, μα οι αστυνόμοι είχαν προφτάσει απ το χάραμα να μηνύσουν στις γυναίκες να φορέσουν λευκές μαντίλες ως ένδειξη πως παραδίνονταν κι αμέσως μετά μην τους είδατε. Κανείς τους δεν ξαναφάνηκε ποτέ στο χωριό. Έφυγαν όλοι να σώσουν το τομάρι τους. Η σκηνή ήταν απερίγραπτα τρομακτική. Μια διμοιρία με τρεις χιλιάδες φαντάρους. Μέσα σε μια μέρα τα καταπάτησαν όλα. Θρήνοι, κλά-
12 ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΑΟΥΜ ματα, ουρλιαχτά έσκιζαν το φθινοπωρινό αέρα. Γυναίκες τραβούσαν τα μαλλιά τους, ενώ οι άντρες προσπαθούσαν να φανούν δυνατοί και να προστατεύσουν τις κυρές και τα παιδιά τους. Οι Βούλγαροι δρούσαν χωρίς κανένα σεβασμό. Έβγαζαν τις οικογένειες απ τα σπίτια τους, τους στρίμωχναν όλους μαζί σε κάποια άλλα μικρότερα, κι εκείνοι με τις οικογένειές τους εγκαθίσταντο στα υπόλοιπα. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Ήταν άνθρωποι σκληροί. Έδερναν πολύ και τυραννούσαν αλύπητα όποιον τολμούσε να τους αντιμιλήσει. Ακόμη δεν μπορούσαν να ξεχάσουν οι χωριανοί τον τρόπο που χτύπησαν το σακάτη τον Μήτσο στο πληγιασμένο του πόδι. Όχι πως είχε κάνει τίποτα κακό ο έρμος. Άκακο σκυλί υπήρξε σ όλη του τη ζωή. Μήτε μυρμήγκι σκότωσε ποτέ του. Όχι πως θα μπορούσε να το κάνει ακόμη κι αν το θελε, με το σακάτικο ποδάρι που έσερνε μαζί του θα του ταν δύσκολο να σταθεί. Δύσκολο να το πατήσει! Απλά, να, για παραδειγματισμό προς τους υπόλοιπους, τον έστησαν στη μέση της πλατείας, από την πρώτη κιόλας μέρα που έβαλαν το πόδι τους στο χωριό, και τον χτυπούσαν δαιμονισμένα. Ούρλιαζε κι έκρωζε ο δυστυχής, μα όσο κι αν τον είχαν όλοι απ τα βάθη της καρδιάς τους λυπηθεί, ποιος να τολμήσει να πει τι και πώς να τον βοηθήσει. Η δύστυχη η γυναίκα του, η Κατίνα, έκλαιγε η άμοιρη με αναφιλητά, ακουμπώντας την πλάτη της στο ντουβάρι ενός σπιτιού, κρατώντας το ένα της μάτι κλειστό να μη βλέπει πώς υπέφερε ο άντρας της, μα τ άλλο, το δεξί της, το είχε ορθάνοιχτο, παρακινούμενη από την ίδια διαστροφή που διακατέχει όλους τους ανθρώπους, που θέλουν πάντα κατά βάθος να δουν αυτό που στην πραγματικότητα δεν το μπορούν και δεν το αντέχουν. «Θα τον σακατέψουν για τα καλά τον Μήτσο μου!» έλεγε κι έκλαιγε η καψερή στα κρυφά. «Θα του ξεκάνουνε και τ άλλο ποδαράκι», έλεγε και μάτωνε η καρδιά σου να την ακούς, μα τι να κάνεις και τι να πεις να την παρηγορήσεις. Όλοι ήταν φοβισμένοι. Έτρεμαν ακόμη και να πουν στο διπλανό τους «καλημέρα». Ένας λάθος λόγος, μια κουβέντα περιττή, και θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια των Βουλγάρων. Τα χωράφια όλα λεηλατήθηκαν. Τα πήραν εκείνοι στην κατοχή τους, αναγκάζοντας τους χωρικούς να τα δουλεύουν και να τους δίνουν το μεγαλύ-
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΚΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ ΓΛΥΚΟ 13 τερο μέρος της παραγωγής, καθώς και ψηλούς φόρους μαζί. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Η πείνα και η κακουχία τούς θέριζαν. Το σύστημα ολόκληρο είχε παραλύσει. Τα πάντα ήταν στα χέρια τους. Ακόμη και στα σχολεία, μόνο τα βουλγάρικα διδάσκονταν πια. Πείνα, πόνος, εξαθλίωση, ό,τι είχαν όλοι να θυμούνται. Όλοι, εκτός από την Κομνηνή. Εκείνη το μόνο που θυμόταν ολοζώντανα απ όλα αυτά ήταν πως, ευτυχώς, ζούσαν στριμωγμένοι στο σπίτι της γιαγιάς της. Ένα δώμα όλο κι όλο, τρία επί τρία, και κοιμόντουσαν εκεί οι γονείς, η αδερφή της, η γιαγιά της, η ίδια και η οικογένεια του Καμπάνταη, που αριθμούσε άλλα τρία μέλη. Σύνολο οχτώ ψυχές. Μια χαρά ήταν, αν αναλογιστεί κανείς πως σε άλλες περιπτώσεις κοιμόντουσαν μέχρι και είκοσι άτομα μαζί. Εκείνης δεν της άρεσε. Δεν το έβρισκε καθόλου διασκεδαστικό να ανακατεύονται όλοι μαζί στα πόδια τα δικά της και της μπάμπως. Το μόνο που της πρόσφερε λίγη παρηγοριά ήταν οι νύχτες που κούρνιαζε δίπλα στο ζεστό σώμα της γιαγιάς της. Εκείνη την αγκάλιαζε τρυφερά και πάντα έβρισκε το κουράγιο να της διηγηθεί ένα ευχάριστο παραμύθι. Στα σιω πηλά. Δίχως ν ακούγονται. Και οι τοίχοι ακόμη είχαν αφτιά, της έλεγε, και το μικρό κορίτσι απορούσε. Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει στα κρύα ντουβάρια τους λοβούς τους. Ποτέ δεν είδε τίποτα, μα για να το λέει η γιαγιά της κάτι θα ήξερε. Όλα τα ήξερε εκείνη. Γι αυτό της ήταν απ όλους η πιο ξεχωριστή. Η πιο αγαπημένη. Με το κορίτσι του Καμπάνταη, τόσο καιρό στο ίδιο σπίτι, άλλαζαν μόνο ματιές. Σαν γατιά. Σαν αρπαχτικό έδειχνε η Κομνηνή τα νύχια της και την έβλεπε με ευχαρίστηση να λουφάζει στον κοντό λαιμό της. Ήταν πάνω κάτω στην ίδια ηλικία με την Κομνηνή, κι όμως ολωσδιόλου διαφορετική. Ήσυχη και πειθήνια. Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Δεν άνοιγε ποτέ το στόμα της να γκρινιάξει, να ζητήσει κάτι, να διαμαρτυρηθεί. Αντιθέτως, έκανε
14 ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΑΟΥΜ ό,τι περνούσε απ το χέρι της για να βοηθήσει τη μάνα της σ εκείνες τις δύσκολες συνθήκες. «Αυτά είναι άξια παιδιά», σχολίαζε η δική της η μάνα κοιτώντας τη με θυμό, μα η Κομνηνή δεν της έκανε ποτέ το χατίρι να την ξεσυνεριστεί. Αν της άρεσε τόσο πολύ, ας την έπαιρνε για κόρη της! Εκείνη θα έκανε ό,τι καταλάβαινε. Κι αυτό που της όριζε η ψυχή της πάνω απ όλα να κάνει ήταν να ζει και ν αντιστέκεται με τη ζωντάνια και το κέφι της σε όλες εκείνες τις θλιβερές καταστάσεις που διαδραματίζονταν γύρω της. Και τούτο το κέρδιζε με το να ζει όσο γινόταν μακριά τους. Όταν ο καιρός ήταν ζεστός, το έσκαγε απ τ αξημέρωτα κι έτρεχε μονάχη της στα πεύκα που ορθώνονταν περήφανα στην κορφή του λόφου. Χανόταν μέσα στα πυκνά φυλλώματά τους, ξάπλωνε πάνω στις υγρές πευκοβελόνες κι άφηνε την ψυχή της να γεμίσει απ άκρη σ άκρη τη μυρωδιά απ το ρετσίνι. Έμενε εκεί μέχρι που έφτανε η νύχτα κι έτρεχε και πάλι να χωθεί στην αγκαλιά της γιαγιάς της. Του μόνου ανθρώπου που της είχε δείξει μέχρι τότε τρυφερότητα στη ζωή της. Κούρνιαζε εκεί και την προέτρεπε να της διηγηθεί ιστορίες. Έπειτα έκλεινε τα μάτια κι έστρωνε μόνη της τακτικά τα όνειρά της. Τα μεγάλα της όνειρα που, σαν ολόλευκα πουλιά, άνοιγαν τις φτερούγες τους και την ταξίδευαν μακριά. Σ έναν κόσμο ολάνθιστο και μυρωδάτο με φιλόξενα μονοπάτια, στα οποία περιδιάβαιναν εκείνη μόνο και η μπάμπω. Για τους γονείς και τη μικρή αδερφή της δεν είχε φυλάξει ούτε γωνιά. Ωστόσο, όσο προχωρούσε ο χειμώνας, η πείνα τούς θέριζε. Όλοι δούλευαν σαν τα σκυλιά και σπάνια ήταν σε θέση να φυλάξουν μέσα στα ρούχα τους κάτι ελάχιστο που θα μπορούσε να φαγωθεί, κι αυτό με κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή. Το ψωμί να ναι καλά. Λιγοστό αλεύρι που πάντα κάπως περίσσευε για να τους χορτάσει λιγάκι. Η μπάμπω Κομνηνή, κανείς δεν ήξερε πώς, όλο και
ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΚΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ ΓΛΥΚΟ 15 κάτι έβρισκε να ψιλοφάνε. Όχι για να χορτάσουν, μα όσο έπρεπε για να μην πεθάνουν απ την πείνα. Και δεν ήταν πολύ αργότερα όταν η μικρή Κομνηνή, η εγγόνα της, έπιασε φιλίες μ ένα κοριτσάκι απ τη Βουλγαρία. Τη λέγανε Ζένια κι έμενε στο δικό της σπίτι με τον πατέρα της. Είχε πλούσια κατακόκκινα μαλλιά κι ένα χλομό πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Δεν είχε μάνα. Ήταν ορφανή και ο πατέρας της στρατιώτης. Μόνη κι αυτή, όπως πάντα ένιωθε η Κομνηνή. Έσμιξαν από την πρώτη στιγμή που αντίκρισαν η μια την άλλη κι όλη τη μέρα την περνούσαν μαζί, όσο και αν εναντιώνονταν σ αυτό οι δικοί της. Ο πατέρας της, ο Νικολάι, ήταν ένας άντρας όμορφος, ψηλός, ξανθός, με γαλανά μάτια. Δε φαινόταν κακός. Η Κομνηνή καθόλου δεν τον φοβόταν και μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε καθίσει στα γόνατά του. Στου πατέρα της τα πόδια δεν είχε καθίσει ποτέ, στου εχθρού τα γόνατα όμως είχε φωλιάσει. Εκείνος δεν την άφηνε νηστική. Ό,τι έφερνε στην κόρη του έδινε και σ εκείνη. Αν και ήταν ακόμη μικρή, συχνά αναρωτιόταν αν αυτό που την ωθούσε τελικά να κάνει συντροφιά με τη Ζένια ήταν πως την ήθελε πραγματικά για φίλη ή η ανάγκη της να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Μια μέρα που πήγε στο σπίτι τους το σπίτι που είχαν καταλάβει στο μεταξύ οι Βούλγαροι βρήκε τη μικρή Ζένια να φλέγεται απ τον πυρετό. Προσπάθησε να τη ρωτήσει κάτι, μισά ελληνικά, μισά βουλγάρικα, δεν έβγαλε άκρη. Το κεφάλι της ζεματούσε κι έβγαζε κάτι άναρθρες κραυγές σαν παραμιλητά. Αμέσως ήρθαν στο νου της Κομνηνής οι πρακτικές της γιαγιάς της κι έδρασε γρήγορα. Έβρεξε ένα πανί και το έβαλε στο κεφάλι της κοπέλας. Έβρεξε ένα δεύτερο και το τύλιξε στα πόδια της. Η μικρή Βουλγάρα αδυνατούσε ν ανοίξει τα μάτια της. Η Κομνηνή, τρομαγμένη, την άφησε έτσι τυλιγμένη με τα πανιά και της είπε πως θα επέστρεφε σύντομα. Με πόδια που τα ένιωθε να χτυπούν με δύναμη στα πισινά της, έτρεξε να φωνάξει τη γιαγιά της. Σαν μπήκαν στο σπίτι κι η μπάμπω είδε τη μικρή, πρόσταξε την εγγόνα
16 ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΑΟΥΜ της να γεμίσει μια λεκάνη με νερό δροσερό και, αφού γύμνωσαν τη μικρούλα, την έβαλαν μέσα. Έχυσε λίγο ξίδι μέσα στο ίδιο νερό και της δρόσισαν το κορμί. Την έβγαλαν έπειτα και την ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Όταν, λίγη ώρα αργότερα, επέστρεψε ο πατέρας της μαζί με το γιατρό που είχε πάει στο μεταξύ να φέρει, βρήκαν τη μικρή Ζένια ήδη καλύτερα. Ο πυρετός δεν είχε πέσει ακόμη, μα έμοιαζε σαφώς καλύτερα από πριν. Ο πατέρας της ο Νικολάι δεν είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Μόνο στεκόταν μεγαλοπρεπής κι όμορφος μέσα στη στρατιωτική στολή του και παρατηρούσε σιωπηλός τον τρόπο που γιαγιά και εγγονή έκαναν ό,τι μπορούσαν για το άρρωστο παιδί του. Από εκείνη την ώρα κι έπειτα δεν τους άφησε έτσι. Μέρα παρά μέρα, όλο και κουβαλούσε κάποιο μικρό πεσκέσι στην οικογένειά τους. Μια κονσέρβα, δυο χούφτες ρύζι, ένα κομμάτι σοκολάτα σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Βέβαια, έπρεπε να το μοιράσουν διά οχτώ, ακόμη και αυτό όμως ήταν τότε είδος πολυτελείας. Η Κομνηνή και η μπάμπω της έτσι κι αλλιώς ήταν βολεμένες καλά. Κοντά τους όμως βολεύτηκαν οι γονείς της και η οικογένεια του Καμπάνταη. «Σ αυτή τη ζωή και το καλό και το κακό μοιράζεται στη μέση. Έτσι, για να μη χαρεί κανείς πολύ, αλλά ούτε και πολύ να πονέσει», της έλεγε η γιαγιά της και της έκοβε ένα κομμάτι ρετσέλι που είχε φροντίσει να φυλάξει μέσα σ ένα μεγάλο βάζο μόνο γι αυτή. ~. ~ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΔΥΣΚΟΛΑ, μα ήρθε επιτέλους η στιγμή που οι Βούλγαροι θα έφευγαν. Αρχές του 45 έφτασε η ελληνική εθνοφυλακή και το ελληνικό κράτος αποκαταστάθηκε. Όλο το χωριό ήταν λαβωμένο και οι κάτοικοί του προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους. Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Κάποιοι από τους Βούλγαρους, καθώς φεύγανε, ξήλωσαν από τα σπίτια ακόμη και τα παραθυρόφυλλα ή τους μαρμάρινους νεροχύτες. Οι ιδιοκτήτες επέστρεψαν στις λεηλατημένες κατοικίες τους, πήραν πίσω τη