Διημερίδα Η βιομηχανική κληρονομιά των Ιόνιων νησιών Ελένη Μπενέκη Ιστορικός ΜΑ, υποψήφια δρ. Ιονίου Παν/μίου Προϊσταμένη Υπηρεσίας Έρευνας & Προβολής Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς «τα μαθήματα που μας παρέχει η μελέτη ενός αντικειμένου μεταβάλλουν την ατελή μας γνώση για το ιστορικό του πλαίσιο»: μελέτη και ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς από το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς Ένας θεωρητικός του υλικού πολιτισμού, ο Fernand Braudel, σημειώνει στη Δυναμική του Καπιταλισμού: «έκπαλαι τα πάντα ήταν τεχνική, τόσο η βίαιη όσο και η υπομονετική και μονότονη προσπάθεια των ανθρώπων όταν μορφοποιούν μια πέτρα, ένα κομμάτι ξύλο ή σίδερο για να κατασκευάσουν ένα εργαλείο ή ένα όπλο, όλα είναι τεχνική». Ο ίδιος έχει υποστηρίξει ότι «κάθε νέα οικονομική ή κοινωνική ώθηση έχει την τεχνική της υποστήριξη». Η τελευταία αυτή διαπίστωση ενυπήρχε στη σκέψη ενός άλλου μεγάλου διανοητή, του Καρδιναλίου Βησσαρίωνα, όταν στα μέσα του 15 ου αιώνα υποδείκνυε στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Δεσπότη τότε του Μυστρά, τρόπους ανασυγκρότησης του Δεσποτάτου. Τέσσερις τέχνες: τη μηχανική, τη σιδηροποιητική, την οπλοποιητική και τη ναυπηγική ονομάτιζε ως «αναγκαίες και χρήσιμες σε όσους θέλουν να ζουν καλά», οι οποίες θα μπορούσαν να μετεκενωθούν στις ελληνικές περιοχές με την αποστολή μικρής ομάδας νέων στην Ιταλία. Σχετικά με τέσσερις επίσης αξιόλογες τέχνες, την υαλουργία, τη μεταξουργία, την εριουργία και τη βαφή του μεταξιού και του μαλλιού, δεν επέμενε πριν κατακτηθεί η γνώση των προαναφερθεισών απαραίτητων τεχνών, καθώς οι τελευταίες «δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά την πολυτέλεια και την αυτοπροβολή» 1. Στη διάρκεια των αιώνων, το περιεχόμενο της έννοιας τεχνολογία και, συνακόλουθα, ο ορισμός της βιομηχανικής κληρονομιάς επεκτάθηκε σοβαρά. Σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή Χάρτα του Nizhny Tagil του 2003: «Η βιομηχανική κληρονομιά είναι τα κατάλοιπα του βιομηχανικού πολιτισμού που έχουν ιστορική, τεχνολογική, κοινωνική, αρχιτεκτονική ή επιστημονική αξία. Αυτά τα κατάλοιπα αποτελούνται από κτίρια και μηχανήματα, εργαστήρια, μύλους και εργοστάσια, μεταλλεία, χώρους μεταποίησης, φύλαξης και αποθήκευσης, τόπους όπου παράγεται, μεταφέρεται και χρησιμοποιείται ενέργεια, μεταφορές με όλη την 1
υποδομή τους, καθώς και χώρους που χρησιμοποιούνταν για κοινωνικές δραστηριότητες σχετικές με τη βιομηχανία, όπως η στέγαση και η εκπαίδευση». Είναι, με έναν λόγο, σχεδόν στο σύνολό του, ο σημερινός μας κόσμος 2. Με την ευκαιρία της σημερινής συνάντησης, επιστρέψτε μου να μιλήσω για τη μελέτη και ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως αυτές επιδιώκονται από το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), κυρίως για να μοιραστούμε προβληματισμούς που αφορούν τη βιομηχανική κληρονομιά στη χώρα μας και τη διαχείρισή της. Καταρχήν, ποιο είναι το ΠΙΟΠ; Πρόκειται για κοινωφελές ίδρυμα, ενταγμένο στην εταιρική κοινωνική ευθύνη του Ομίλου Πειραιώς, ο οποίος το προικοδοτεί για τη λειτουργία του. Ως καταστατικοί στόχοι του έχουν ορισθεί: α. η διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας και κάθε παραγωγικής δραστηριότητας που μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της βιομηχανίας μας, από σκοπιά οικονομική, κοινωνιολογική, αρχιτεκτονική, πολεοδομική και τεχνολογική, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στην περίοδο 1750-1950 3, και β. η δημιουργία θεματικών τεχνολογικών μουσείων που θα λειτουργούν στην ελληνική περιφέρεια, στόχος που έχει τελικώς αποκρυσταλλωθεί στη συγκρότηση ενός δικτύου δέκα μουσείων, γεωγραφικά κατανεμημένων από τα ανατολικότερα έως τα δυτικότερα σύνορά μας. Το ερώτημα γιατί ένα Δίκτυο θεματικών τεχνολογικών μουσείων στην ελληνική περιφέρεια αναλύεται εύλογα σε μια σειρά υποερωτημάτων: γιατί τεχνολογικά μουσεία; γιατί στην ελληνική περιφέρεια; με ποια κριτήρια χωροθετήθηκαν αυτά; ποια κενά σχεδιάσθηκαν να καλύψουν; ποια είναι αυτά τα μουσεία; πώς προετοιμάσθηκαν και ποια τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας τους; Πριν από όλα, ας θυσιάσουμε δύο λεπτά στο να αναρωτηθούμε γιατί χρειάζεται να διασωθεί η βιομηχανική κληρονομιά και η παραδοσιακή τεχνολογία. Στο θεμελιακό κείμενο της Χάρτας του Nizhny Tagil επισημαίνεται: «Η βιομηχανική κληρονομιά έχει κοινωνική αξία ως τμήμα των καταλοίπων της καθημερινής ζωής συνηθισμένων ανδρών και γυναικών και, με αυτή την ιδιότητα, προσδίδει μια σημαντική αίσθηση ταυτότητας. Έχει τεχνολογική και επιστημονική αξία όσον αφορά την ιστορία της μεταποίησης, της μηχανικής, των κατασκευών και μπορεί να έχει σημαντική αισθητική αξία για την ποιότητα της αρχιτεκτονικής, της μελέτης και του σχεδιασμού. Αυτές οι αξίες είναι εγγενείς στον ίδιο το χώρο, στον ιστό του, στα συστατικά του, στα μηχανήματα, στο βιομηχανικό τοπίο, στα γραπτά τεκμήρια και επίσης στα άυλα ίχνη της βιομηχανίας που περιέχονται στις ανθρώπινες αναμνήσεις και τα ήθη» 4. Επιπλέον, «η σπανιότητα, όσον αφορά την επιβίωση συγκεκριμένων διαδικασιών και την τυπολογία χώρων και τοπίων πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά. Τα πρώιμα ή πρωτοποριακά παραδείγματα έχουν ιδιαίτερη αξία» 5. Δεν 2
είναι ίσως τυχαίο ότι το ενδιαφέρον για τη βιομηχανική κληρονομιά εκδηλώθηκε διεθνώς σε εποχή ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, που δημιουργούν ρωγμή με το τεχνολογικό παρελθόν. Ως ιστορικός δανείστηκα τον τίτλο της εισήγησής μου από τα συμπεράσματα 3 ου συνεδρίου TICCIH (Σουηδία, 1973) για να τονίσω ότι η γνώση του (προ)βιομηχανικού παρελθόντος μας κάνει σοφότερους όσον αφορά την ιστορία και την ταυτότητά μας. Στην Ελλάδα, αν και οικεία, ζωντανή ακόμη στο τοπίο και τις μνήμες των εργαζομένων, η σχετική κληρονομιά δεν γίνεται αποδεκτή ως βασικό στοιχείο της ταυτότητας του πολιτισμού μας, της οποίας βασικοί πυλώνες θεωρούνται η αρχαιότητα και ο λαϊκός πολιτισμός 6. Ο κόσμος της εργασίας συναντά τις σιωπές των πηγών και συγκαταλέγεται ακόμη στα κενά της ιστοριογραφίας μας 7. Ανθρωπιστική παράδοση σπουδών, γεγονοτολογική αντιμετώπιση της ιστορίας, αισθητική θεώρηση της τέχνης, κύρος και γοητεία του ανώτερου παρελθόντος, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε μια βιομηχανική επανάσταση δυτικού τύπου (και οι προβιομηχανικές τεχνικές επιβίωσαν στην ελληνική ύπαιθρο μέχρι και τη δεκαετία του 1950 8 ) ελάχιστα περιθώρια άφηναν επί δεκαετίες για τη μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος, της τεχνικής παράδοσης που ήταν η παραγωγός του υλικού πολιτισμού, του καθημερινού βίου των αφανών 9. Σε μια εποχή που γίνεται πολύς λόγος σχετικά με την παραγωγή, την παραγωγικότητα, τις εργασιακές σχέσεις, τον εκσυγχρονισμό τεχνικών, εξοπλισμού, οργάνωσης αλλά και νοοτροπιών, σε μια εποχή που αναζητείται η διαφορετικότητα στις εθνικές παραδόσεις, ένα αδιερεύνητο θέμα, η νεοελληνική τεχνολογική κληρονομιά, η απογραφή και η καταγραφή της στην ιστορική μνήμη, έχει τεθεί στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος του ΠΙΟΠ. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται μια ερευνητική διαδικασία που κορυφώνεται με τη στέγαση των παραδοτέων της σε ένα σύγχρονο μουσείο. Θεωρούμε ότι αυτό συνιστά το πλέον ολοκληρωμένο και με διαρκέστερο αποτέλεσμα μέσο για τη διατήρηση και προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ένα τεχνολογικό μουσείο, εργαλείο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, ζητούσε άλλωστε με αφορμή το κληροδότημα Ευαγγέλη Ζάππα από το 1871 ο Λέανδρος Δόσιος, παραπονούμενος ότι η σύσταση πολυτεχνικής συλλογής, η οποία είχε προβλεφθεί με το νόμο περί επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών του 1834, παρέμενε ακόμη ανεκτέλεστη 10. Παρακολουθώντας την πρακτική της διεθνούς μουσειολογίας και μουσειογραφίας, το ΠΙΟΠ έχει ήδη θέσει σε λειτουργία επτά θεματικά τεχνολογικά μουσεία, σε διαφορετικά διαμερίσματα της χώρας, στα οποία ας μου επιτρέψετε μια 3
σύντομη φωτογραφική περιήγηση: Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί, Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα Αρκαδίας, Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού στη Σπάρτη, Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στην Αγία Παρασκευή Λέσβου, Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας στο Βόλο, Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο της Τήνου και Μουσείο Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία στην ορεινή Κορινθία. Το Δίκτυο αναμένεται να ολοκληρωθεί με τρία ακόμη μουσεία, των οποίων οι μελέτες είναι ώριμες: το Μουσείο Μαστίχας στη Χίο, το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Γιάννενα και το Μουσείο Τεχνολογίας του Χαρτιού και Ιστορίας της Ελληνικής Τυπογραφίας στην Κέρκυρα. Τα μουσεία, ανάλογα με το αντικείμενό τους, στεγάζονται είτε σε ουδέτερα κελύφη, είτε σε εργοστάσια ή συναφείς χώρους εργασίας, που στην περίπτωση αυτή, σε επανάχρηση, μετατρέπονται σε «μουσεία του εαυτού τους», συχνά διασώζοντας τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό. Για την προετοιμασία τους, επιστρατεύεται ένα διεπιστημονικό φάσμα συμβολών: οι αρχαιολόγοι προσφέρουν την επιτόπια έρευνα, οι ιστορικοί την αξιοποίηση των αρχειακών πηγών, την ανασύνθεση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και τα γενικότερα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά σχήματα, οι ιστορικοί τέχνης την ανάλυση του παραστατικού υλικού, οι εθνολόγοι την αξιοποίηση της προφορικής μαρτυρίας, οι αρχιτέκτονες την αποτύπωση χώρων και κτιρίων, οι μουσειολόγοι την καταλογογράφηση και ερμηνευτική παρουσίαση του υλικού, οι μηχανολόγοι την ανάλυση και σύνθεση της γραμμής παραγωγής και τη συντήρηση του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού που αποτέλεσε τα μέσα παραγωγής 11. Ενδιαφέρει η οικονομία, η τεχνολογία, οι τεχνικές αλλά και οι άνθρωποι, η εργασία, ο μόχθος, ο πλούτος που παρήχθη από την εφαρμογή μιας τεχνικής ή την εκμετάλλευση ενός προϊόντος, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε γύρω από αυτά. Όσον αφορά το ερώτημα, γιατί τα μουσεία αυτά ιδρύονται στην ελληνική περιφέρεια, στην απάντηση συναντάμε κάτι προφανές κι έναν κοινό τόπο. Γιατί θα ήταν απλώς κοινός τόπος αν μιλούσε κανείς για τη σοβαρή ανάγκη αναβάθμισης της επαρχίας, η οποία εγκαταλείπεται και υποβαθμίζεται οικονομικά και πολιτιστικά, προς όφελος του κέντρου. Και πέραν του προφανούς ότι κοιτίδα της παραδοσιακής τεχνολογίας ελάχιστα μπορούν να θεωρηθούν τα σύγχρονα αστικά κέντρα, θεωρούμε ότι η παρέμβαση ενός πολιτιστικού οργανισμού είναι λυσιτελέστερη όταν συνιστά μακροπρόθεσμη δέσμευση για ανάπτυξη. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προγραμματικές συμφωνίες που προτάσσονται κάθε σχετικού εγχειρήματος είναι μεταξύ του ΠΙΟΠ και τοπικών φορέων και δεσμεύουν το πρώτο όχι μόνο στο να δημιουργήσει αλλά και να λειτουργήσει το εν λόγω μουσείο για πενήντα χρόνια, περίοδος μετά τη λήξη της οποίας η λειτουργία αποδίδεται στον 4
τοπικό εταίρο. Ο στόχος της αναβάθμισης της περιφέρειας και της πολιτιστικής αποκέντρωσης θεωρείται κάθε άλλο παρά εκπληρωμένος αφ ης στιγμής εγκαινιασθεί το μουσείο. Ο τρόπος που το ΠΙΟΠ αντιλαμβάνεται τα μουσεία, ως ανοικτές πολιτιστικές κυψέλες που εξυπηρετούν τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και ζωντανά κύτταρα της ζωής τους, το δεσμεύει να παρέχει συχνά ερεθίσματα για μια αναβαθμισμένη αλλά ταυτόχρονα ανταποκρινόμενη στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους πολιτιστική ζωή. Ποικίλες εκδηλώσεις οργανώνονται από το ΠΙΟΠ στα μουσεία του κάθε χρόνο, και μάλιστα εν δικτύω, πολλές για τις οποίες την πρωτοβουλία έχουν τοπικοί φορείς. Επιπλέον, η ελληνική περιφέρεια διαθέτει κατά κύριο λόγο λαογραφικά/εθνογραφικά μουσεία, συχνά με συγκροτημένες, πλούσιες αλλά όχι πάντα τεκμηριωμένες συλλογές, και με μια νοσταλγική διάθεση. Δεν είναι όμως αυτά επαρκή στο να διερμηνεύσουν παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής και μάλιστα στο ιστορικοκοινωνικό τους πλαίσιο: συχνά δεν είναι ο στόχος τους ή ο μόνος στόχος τους. Γι αυτόν το ρόλο απαιτείται ένα θεματικό μουσείο: ένα ειδικό μουσείο για την τεχνική ή το προϊόν που αποτελεί το αποκλειστικό του θέμα, στο «αφήγημα» του οποίου ενσωματώνονται όλες οι αναγκαίες συνιστώσες (ιστορικές, αρχαιολογικές, τεχνολογικές και κοινωνικές) και στο οποίο ο επισκέπτης «μελετά», εξοικειώνεται με όλες τις παραμέτρους του αντικειμένου. Τα Μουσεία λειτουργούν ως ανάμνηση μιας παρελθούσας τεχνολογίας, προσπαθώντας να συμβάλλουν στην επιβίωση ή την αναβίωσή της. Η επένδυση στην ιστορία, στην «κουλτούρα» ενός οικονομικού τομέα ή ενός προϊόντος ίσως δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν αποδίδει άμεσα. Όμως, στο πλαίσιο των όλο και υψηλότερων απαιτήσεων των καταναλωτών και του ανταγωνισμού για την κατάκτηση ή εδραίωση ενός προϊόντος στη σύγχρονη, συχνά διεθνή αγορά, αποδεικνύεται εργαλείο αιχμής που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Οι τοπικές κοινωνίες, με τις παραγωγικές τους δυνάμεις, μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την έρευνα και προβολή ως προωθητικό εργαλείο για την αναζωογόνηση ή την επανεφεύρεση παραδοσιακών τεχνικών και προϊόντων, ένα εργαλείο marketing σε μια εποχή που το νέο life-style δεν χρησιμοποιώ εδώ τυχαία τους ξενόγλωσσους όρους- ευνοεί προϊόντα και υπηρεσίες που έλκουν το γόητρό τους από την παραδοσιακότητα, την ιστορικότητα, τον σχετικά παρωχημένο τρόπο παραγωγής τους. Κι αν αυτός φαντάζει ένας μακροπρόθεσμος στόχος, μεσοπρόθεσμος είναι η ανάπτυξη του εναλλακτικού τουρισμού, με τις μορφές του πολιτιστικού και του βιομηχανικού ακόμη, για τον οποίο ως καλό παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε 5
την σταθερά υψηλή επισκεψιμότητα του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης και τη συνακόλουθη ανάπτυξη τουριστικών υπηρεσιών στην περιοχή της Δημητσάνας. Καθώς η σύγχρονη πολιτιστική βιομηχανία έχει επιβάλει στα μουσεία νέους όρους στην προσέγγιση των επισκεπτών τους, των «καταναλωτών» της μουσειακής εμπειρίας, έμφαση δίνεται στη δημιουργία εμπειρίας δίπλα στη γνώση: τη βιωματική δίπλα στη μαθησιακή και την αισθητική, την εμπειρία των αισθήσεων, της κίνησης, της διάδρασης με τα εκτιθέμενα αντικείμενα, της αυτενέργειας και μιας προτεινόμενης και όχι επιβαλλόμενης μουσειολογικής διαδρομής στους χώρους και τα εκθέματα. Βασικά χαρακτηριστικά των Μουσείων του ΠΙΟΠ είναι: η μετάθεση του κέντρου βάρους από τη συλλογή στο διευρυμένο πια κοινό, η σύνδεσή τους με πραγματικά ζητούμενα της κοινωνίας στην οποία εντάσσονται, το ενδιαφέρον τους για την ερμηνευτική προσέγγιση του θέματος από τον επισκέπτη τους και το γεγονός ότι διαθέτουν πολιτιστικές και παιδευσιακές δραστηριότητες, τεχνικά μέσα και «γλώσσες επικοινωνίας» πέραν της μόνιμης έκθεσής τους που τους επιτρέπουν να διαλέγονται με το πραγματικό, αλλά και το δυνητικό τους κοινό, σε έναν πολυεπίπεδο διάλογο 12. Σε όλα τα μουσεία εξασφαλίζεται η «συμμετοχική επίσκεψη»: ορισμένοι από τους μηχανισμούς τίθενται σε λειτουργία από τον επισκέπτη ενώ με τη βοήθεια κινούμενων μακετών γίνεται κατανοητή η αποκατεστημένη γραμμή παραγωγής. Η σχετική μέριμνα λαμβάνεται με μεγαλύτερη έμφαση όσον αφορά τα παιδιά, τόσο στη μόνιμη έκθεση, όσο και στις περιοδικές εκθέσεις με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών, αλλά κυρίως στα εκπαιδευτικά εξειδικευμένα προγράμματα που διοχετεύονται δωρεάν στα σχολεία, παρέχοντας σημαντικά περιθώρια αυτενέργειας στους μικρούς επισκέπτες και καθιστώντας τους δασκάλους ξεναγούς στο μουσείο και στα αντίστοιχα που οργανώνονται με τη φροντίδα του ΠΙΟΠ στους χώρους των Μουσείων. Όλα τα μουσεία προικοδοτούνται με μια σειρά εκδόσεων που αφορούν τη θεματική τους ή την περιοχή στην οποία βρίσκονται και οι οποίες στοχεύουν στο να δικτυώσουν το Μουσείο με άλλα επισκέψιμα σημεία, πόλους πολιτιστικού τουρισμού και εξερεύνησης της περιοχής. Τέλος, τόσο τα πωλητέα των πωλητηρίων τους, όσο και τα είδη που προσφέρονται στους μικρούς χώρους εστίασης των μουσείων είναι εμπνευσμένα από την τεχνική ή το προϊόν την ιστορία του οποίου στεγάζουν και προάγουν τη διάδοση της σχετικής γνώσης. Για παράδειγμα, στα δύο μουσεία που είναι αφιερωμένα στην κουλτούρα της ελιάς, η εμπειρία των επισκεπτών ολοκληρώνεται στους χώρους εστίασης με σχετικά προϊόντα ενώ μπορούν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας, για μια διαρκέστερη επαφή και ανάμνηση, ένα βιβλίο για την καλλιέργεια και την κουλτούρα της ελιάς στην 6
Πελοπόννησο για το ευρύ κοινό, ένα ειδικό βιβλίο για τους μηχανισμούς της εκμηχανισμένης ελαιουργίας στη Λέσβο, CD με το εκπαιδευτικό παιγνίδι «Βγάλτε μας το λάδι» ή κούκλες με μεταξωτά σε χαρτοκοπτική, στην περίπτωση του Μουσείου Μεταξιού στο Σουφλί. Και οι υπόλοιπες δράσεις του ΠΙΟΠ είναι «φυγόκεντρες»: τα ερευνητικά προγράμματα προετοιμάζουν τη δημιουργία των μουσείων όσον αφορά τη συνολική τους θεματική αλλά και επικεντρώνονται στο πώς εμφανίζεται η συγκεκριμένη τεχνική, τεχνογνωσία ή παράδοση στον συγκεκριμένο τόπο στον οποίο πρόκειται να λειτουργήσει το οικείο μουσείο. Στην περίπτωση του Μουσείου Τεχνολογίας του Χαρτιού και Ιστορίας της Ελληνικής Τυπογραφίας στην Κέρκυρα διεξήχθη ιδιαίτερη έρευνα για το ιστορικό υπόβαθρο της σχετικής παράδοσης στα Ιόνια νησιά και την Κέρκυρα ειδικότερα, η οποία συμπληρώθηκε από ένα πρόγραμμα προφορικών συνεντεύξεων και εντοπισμού ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού που σώζεται στο νησί. Οι προσπάθειες του ΠΙΟΠ προσανατολίζονται επίσης και προς έρευνες που αναδεικνύουν, συχνά κατόπιν τοπικού αιτήματος, κι άλλα τοπικά προϊόντα και τεχνικές: έχουν μελετηθεί η προβιομηχανική παραγωγή που εξασφαλιζόταν στη Λιβαδιά με τη δύναμη της Έρκυνας, η σταφίδα στην Ηλεία, η εμπορική τάξη αγροτικών προϊόντων στη Μεσσηνία, η διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και προσαρμοζόμενη στις κατά τόπους ανάγκες τεχνική της λευκοσιδηρουργίας. Η έρευνα διέφυγε κάποια στιγμή και εκτός ελληνικών συνόρων για να εξετάσει την παραγωγή και το εμπόριο βαμβακιού στην Αίγυπτο και την ανάμειξη του ελληνικού στοιχείου στους τομείς αυτούς αλλά και τη βιομηχανική κληρονομιά στη γειτονική Αλβανία. Οι εκδόσεις υποστηρίζουν τη σχετική με τον τομέα βιβλιοπαραγωγή - καθόλου εμπορική για την ελεύθερη εκδοτική αγορά-, στο Ιστορικό Αρχείο του ΠΙΟΠ αποθησαυρίζονται αρχεία που φωτίζουν την έρευνα για την ελληνική μεταπολεμική οικονομία ενώ η Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος έχει καταστεί απολύτως εξειδικευμένη και στηρίζει τις οικείες σπουδές. Τέλος, τα Τριήμερα Εργασίας αφορούν επίσης βασικούς κλάδους της παραδοσιακής οικονομίας και πραγματοποιούνται στην αντίστοιχη περιφέρεια, με εταίρο έναν φορέα της ενεργούς αγοράς προκειμένου να επιτυγχάνεται μια συνεχής αναγωγή από την τεχνική στην οικονομία και την ιστορία και αντιστρόφως. Στις χώρες της μητροπολιτικής βιομηχανίας, η ανάγκη για τη διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς γίνεται σήμερα πιεστική λόγω αποβιομηχάνισης: ο στόχος είναι η αξιοποίηση/επανάχρηση (συχνά ως κατοικία ή τουριστική υποδομή κάθε είδους) εκτεταμένων βιομηχανικών ζωνών, αφού ζει μόνον ότι εξακολουθεί να 7
χρησιμοποιείται. Στην Ελλάδα, απέχουμε ακόμη από την αρμονική σύζευση ιδιωτικού και δημοσίου καθώς και τη θεραπεία του κενού μεταξύ σχεδιασμού, υλοποίησης και μακρόχρονης λειτουργίας εξαιτίας της απουσίας ενός συνολικού προγραμματισμού. Η εφαρμογή ενός έγκυρου προγράμματος δραστηριοτήτων απαιτεί πείρα, μακρόπνοη επιμονή και υπομονή και τον συντονισμό πέντε τουλάχιστον πρακτικών: της οικονομικής διαχείρισης, των νομικών ρυθμίσεων, των τεχνικών μελετών και κατασκευών, της διασφάλισης επαρκών επιστημονικών προδιαγραφών και της περιφρούρησης του όλου έργου από την κακία των πολιτικο-ιστορικών συγκαιριών 13. Αυτό που πραγματικά επείγει στη χώρα μας είναι η διασωστική απογραφή και αξιολόγηση ταχύρυθμα εξαλειφόμενων μορφών του ανθρώπινου βίου και της αντίστοιχης κοινωνικής οργάνωσης. Μια συντονισμένη προσπάθεια συναφών φορέων, που θα δρουν συμπληρωματικά μεταξύ τους, και μια θεσμικά εκπεφρασμένη βούληση μπορούν μόνο να διασφαλίσουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ας αποδειχθεί η σημερινή συνάντηση ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση και στην περιοχή των Ιονίων νησιών, με ιδιαίτερη στόχευση προς την αξιολόγηση του βιομηχανικού χθες ως παραμέτρου οικονομικής ανάπτυξης, στην προκειμένη περίπτωση, τουριστικής. 1 Λούβη-Κίζη Ασπασία, «Για μια νέα τεχνολογία 1443/46», Τεχνολογία 1 (1987), 22. 2 Παπαδόπουλος Στέλιος, Η βιομηχανική αρχαιολογία σήμερα», Τεχνολογία 2 (1988), 3. 3 «Το Κοινωφελές Ίδρυμα της ΕΤΒΑ. Ταυτότητα, ιστορία, δραστηριότητες», Τεχνολογία 2 (1988), 5. 4 The Nizhny Tagil Charter for the Industrial Heritage / July, 2003 στο: www.ticcih.org 5 The Nizhny Tagil Charter for the Industrial Heritage / July, 2003 στο: www.ticcih.org 6 Τραγανού-Δεληγιάννη Όλγα, «Προς ποια πολιτική για τον νεότερο τεχνικό πολιτισμό; Μουσεία τεχνικού πολιτισμού στην Ελλάδα: από το σχεδιασμό στη δημιουργία», Τεχνολογία 10-11 (2001), 6. 7 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Τεχνολογία. Σύντομο σχόλιο γύρω από έναν όρο», Τεχνολογία 1 (1987), 6. 8 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Τεχνολογία. Σύντομο σχόλιο γύρω από έναν όρο», Τεχνολογία 1 (1987), 6. 9 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Η βιομηχανική αρχαιολογία σήμερα», Τεχνολογία 2 (1988), 3. 10 «Για τη δημιουργία ενός βιομηχανικού μουσείου», Τεχνολογία 2 (1988), 28. 11 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Η πρακτική της αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς», Ανθρωπολογικά - Μουσειολογικά, Μικρά μελετήματα, ΠΙΟΠ, 2003, 454. 12 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Από την αισθητική ενατένιση στην ερμηνευτική προσέγγιση», Τεχνολογία 10-11, 4-6. 13 Παπαδόπουλος Στέλιος, «Η πρακτική της αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς», Ανθρωπολογικά Μουσειολογικά. Μικρά μελετήματα, ΠΙΟΠ, 2003, 456. 8