Δρόμοι. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 11

Σχετικά έγγραφα
Το κάστρο. Σήμερα, παραμένουν ορατά σημαντικά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος ήταν. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου.

Πανηγύρια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Ο οικισμός. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Πανηγύρια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Αστρονομία - Μαθηματικά

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Πλατείες. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Ο ναός του Χριστού Ελκομένου

Το κάστρο. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 7

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Η πόλη. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

Οικίες. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Τα κάστρα. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 8

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

Λουτρά. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 7

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

Εκκλησίες - Μοναστήρια

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Εκκλησίες - Μοναστήρια

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

Βυζαντινά Μνημεία της Θεσσαλονίκης

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ταξίδια (δρόμοι, σταθμοί, λιμάνια)

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Αθλήματα (Ιππόδρομος)

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Αστρονομία - Μαθηματικά

Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης Ονόματα Ομάδων: 1. Μικροί Πράκτορες 2. LaCta 3. Αλλοδαποί 4. Η Συμμορία των 5

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ιερού Παλατίου Ιππόδρομο ανακτόρου των Βλαχερνών, του ανακτόρου του Μυρελαίου σειρά καταστημάτων της Μέσης

Φρούρια, Κάστρα Κέρκυρα. Παλαιό Φρούριο

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Γενικά. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

ΝΑΟΣ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Σπίτια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 7

Ακολούθησέ με... στο ανάκτορο της Τίρυνθας

Πλατείες. Η έλλειψη ελεύθερων χώρων μπορεί να οφείλεται στην ανάπτυξη των πόλεων χωρίς οργανωμένο. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου.

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1 ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

Λάζαρος: Ο μοναδικός Άνθρωπος με δύο τάφους

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΔΡΟΛΙΑ 7 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία Αγιάς. Ανάδειξη και αξιοποίηση.

Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη

Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης

Ο φιλαθήναιος αυτοκράτορας Αδριανός: όσα δεν ξέρετε γι αυτόν

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2016 Εκκλησίες της Σωτήρας. Πρόγραμμα Μαθητικών Θρησκευτικών Περιηγήσεων «Συνοδοιπόροι στα ιερά προσκυνήματα του τόπου μας»

Προστατευόμενα μνημεία και χώροι, στην Υπάτη και την ευρύτερη περιοχή

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. - Γενική Εισαγωγή Iστορική αναδρομή Περιγραφή του χώρου Επίλογος Βιβλιογραφία 10

Αστρονομία - Μαθηματικά

ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥ

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΝΔΟΥ ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΑΛΟΥ ΒΠΠΓ

Χημεία - Μεταλλουργία

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Η ΑγιαΣωτήρα στους Χριστιάνους

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Προϊστορική περίοδος

Η Λίνδος απέχει 50 χλμ. νότια από την πόλη της Ρόδου. Ο οικισμός διατηρεί το χρώμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Κυρίαρχο στοιχείο ο

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΟΛΑΩΝ

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ολυμπία Μπάρμπα Μπάμπης Χιώτης Κων/να Μάγγου 2017, Β3 Γυμνασίου

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Γκουνέλα Μαρία ΒΠΠΓ. Αρχαία Νικόπολη

ΚΕΡΚΥΡΑ Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ. 2 ο Γενικό Λύκειο Μοσχάτου Α Τάξη. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν

Transcript:

Δρόμοι Οι δρόμοι, από τα βασικά συστατικά στοιχεία μιας πόλης σε κάθε αστικοποιημένη κοινωνία, αποτελούν διαδρόμους για τη διέλευση ανθρώπων, οχημάτων και αγαθών. Και όπως αλλάζουν μορφή οι πόλεις, με την πάροδο των αιώνων, έτσι και οι δρόμοι δεν μένουν αμετάβλητοι αντίθετα, αλλάζουν μορφή μαζί με την πόλη, αν δεν προσφέρουν οι ίδιοι στο κριτικό μάτι τα πρώτα σημάδια των μεταβολών του αστικού τοπίου. Κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, η αυτοκρατορία ουσιαστικά ήταν ένα σύνολο πόλεων με κληρονομημένα πολεοδομικά χαρακτηριστικά: οι περισσότερες είχαν υιοθετήσει το γνωστό ιπποδάμειο σύστημα, με την ορθολογιστική οργάνωση, τις κάθετες μεταξύ τους οδούς και τον επιμερισμό στη χρήση της γης (θρησκευτικός, πολιτικο-οικονομικός, οικιστικός). Οι νέες πόλεις, όμως, της αυτοκρατορικής περιόδου, σχεδιάστηκαν με βάση την οργάνωση των ορθογώνιου σχήματος στρατοπέδων του Ρωμαϊκού στρατού: το σχήμα αυτό μεταφέρθηκε στη μεγάλη κλίμακα ως ορθογώνια περίμετρος τειχών με δύο κύριες οδούς, κάθετες μεταξύ τους αλλά παράλληλες προς τα σημεία του ορίζοντα: τον decumanus maximus, με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση, και την cardo, με κατεύθυνση Βορράς-Νότος, οι οποίες ξεκινούσαν από το κέντρο της πόλης, όπου βρισκόταν το Φόρουμ, και κατέληγαν σε πύλες των τειχών. Οι κύριοι αυτοί δρόμοι διέθεταν και στις δύο πλευρές τους στοές, που στέγαζαν εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια. Στους δρόμους αυτούς κατέληγαν άλλες κύριες οδοί με τοξοστοιχίες στοών, αλλά και μικρότερες οδοί ανάμεσα στις οικοδομικές νησίδες (insulae). Οι μεγάλες πρωτεύουσες της εποχής δεν αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα πόλεων με ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα ωστόσο, είναι δυνατόν να δώσουν μια σαφή ιδέα για την εφαρμογή γενικών πολεοδομικών αρχών, όπως οι παραπάνω, σε ιδιόμορφα φυσικά ανάγλυφα. Η Κωνσταντινούπολη, που απλωνόταν σε επτά λόφους, όπως και η παλαιά πρωτεύουσα Ρώμη, διέθετε μια κεντρική λεωφόρο, τη «Μέση», που ξεκινούσε από την κεντρική πύλη των ανακτόρων, περνούσε από τους Φόρους (fora) με τις δημόσιες, πολιτικές και οικονομικές, λειτουργίες και στο Φιλαδέλφειον διαιρούνταν σε δύο οδούς που κατέληγαν σε ισάριθμες πύλες των τειχών. Στη «Μέση» και στις άλλες κάθετες προς αυτήν οδούς, κατέληγαν ελάσσονες δρόμοι μεταξύ ιδιοκτησιών. Η Ιερουσαλήμ διασχιζόταν από Βορρά προς Νότον από δύο κεντρικές οδικές αρτηρίες που άρχιζαν από την ημικυκλική πλατεία στην πύλη της Δαμασκού η μία έβαινε κάθετα στην οριζόντια οδό decumanus, που περνούσε από το ύψος του πραιτωρίου και κατέληγε κοντά στην πύλη του Δαβίδ, ενώ η άλλη έβαινε παράλληλα στην δυτική πλευρά του τείχους του Ναού 1 από 11

του Σολομώντα, μέσα στο ρέμα της κοιλάδας του Τυροποιείου. Ενδιαφέρουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και οικοδομικούς περιορισμούς διασώζει, ιδιαίτερα για τις πόλεις της Παλαιστίνης, το κείμενο του Ιουλιανού από την Ασκαλώνα, που μάλλον εργαζόταν ως αρχιτέκτονας στην πόλη αυτή στα χρόνια του Ιουστινιανού. Στα τέλη του 6ου αιώνα αρχίζει να γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η σταδιακή αλλαγή της αστικής ζωής, απόρροια της οικονομικής ύφεσης και των εχθρικών επιδρομών και εγκαταστάσεων, η οποία οδηγεί στην αλλαγή τη όψης του αστικού τοπίου. Οι πόλεις συρρικνώνονται σε έκταση, τα μνημειακά οικοδομήματα λόγω έλλειψης συντήρησης ερειπώνονται, οι παλαιές αστικές επαύλεις με τα πολλά δωμάτια και τους μεγάλους χώρους κατατέμνονται με πρόχειρα χωρίσματα και αποβαίνουν χώροι διαμονής πολλών οικογενειών μαζί. Ανάμεσα στις κατοικίες, ο παλιός αστικός ιστός συμπίπτει με τον καινούργιο μόνο στο κύριο οδικό δίκτυο. Σε ορισμένες πόλεις διατηρείται το σύστημα της διασταύρωσης των κεντρικών λεωφόρων, ενώ σε άλλες εξακολουθεί να βρίσκεται σε χρήση μόνον ο παλιός κεντρικός δρόμος προς τον οποίο οδηγούν μικρότεροι και στενότεροι δρόμοι, εν πολλοίς καταπατημένοι από προχειροκατασκευασμένα σπίτια. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, η κεντρική οδός (via regia) που βρισκόταν στον άξονα της σημερινής Εγνατίας, συνέχιζε να ήταν μια κανονική ευρεία «μέση οδός», ενώ η οδός των Παναθηναίων, που διέσχιζε λοξά την πυκνοκατοικημένη συνοικία της Αγοράς στην Αθήνα και έφτανε μέχρι την είσοδο της Ακρόπολης, συνέχισε να χρησιμοποιείται. Σπάνια ορισμένοι δρόμοι διαφοροποιούνταν εξαιτίας μιας ιδιαίτερης λειτουργίας τους, εμπορικής ή θρησκευτικής. Οι πόλεις στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο διέθεταν λίγους κεντρικούς δρόμους και αρκετές παρόδους, εκατέρωθεν των οποίων ήταν κτισμένα σπίτια ή μαντρότοιχοι αυλών. Δεδομένου ότι δεν φαίνεται να υπήρχε πρόβλεψη για τη διαχείριση των αστικών λυμάτων, αυτά κατέληγαν στο δρόμο. Έτσι, οι λακκούβες, οι λάσπες, οι κοπριές και τα σκουπίδια συνέθεταν την καθημερινή όψη των δρόμων. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και καινούργιοι οικισμοί, οι γνωστές πόλεις-κάστρα σε φυσικά οχυρές θέσεις. Οι δρόμοι ξεκινούσαν από τις λίγες πύλες της οχύρωσης και προσαρμόζονταν στο ανάγλυφο του εδάφους. Ήταν κατά κανόνα στενοί, σκολιοί και ανηφορικοί, λιθόστρωτοι και μεταβλητού πλάτους, ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο, λειτουργώντας μάλλον ως περάσματα ανάμεσα στα πυκνοκτισμένα σπίτια. Μάλιστα, λόγω της απότομης κλίσης οι οδοί συχνά διακόπτονται από σκαλοπάτια, γεγονός που απέκλειε τα τροχοφόρα. Στο Μυστρά και τη Μονεμβασία συναντούμε την ίδια εικόνα με τα στενά ανηφορικά καλντερίμια, ενώ οι κύριοι δρόμοι ακολουθούσαν την κλίση του εδάφους και τους βασικούς άξονες της οχύρωσης. Στο Μυστρά ορισμένοι δρόμοι είναι πολύ στενότεροι από το όριο των 10 ποδών (περ. 3 μ.), που είχε θεσπίσει ο Ιουλιανός ο Ασκαλωνίτης, ενώ απαντούν και «φαλτσογωνιές», πλάγιες αποτμήσεις στις γωνίες των σπιτιών που πλαισιώνουν το δρόμο, για την κατά τόπους διαπλάτυνση της οδού και τη διευκόλυνση των μετακινήσεων. Επίσης, ορισμένες φορές η διέλευση των περαστικών γινόταν κάτω από «δρομικές» ή «διαβατικά», δηλαδή θολοσκέπαστους κοινόχρηστους διαδρόμους που εκτείνονταν κάτω από ιδιωτικές ιδιοκτησίες σε όροφο. 2 από 11

Δεν έχει ακόμη διακριβωθεί αν οι οικοδομικοί κανονισμοί που ίσχυαν για την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι έχουν διασωθεί σε ποικίλα αυτοκρατορικά διατάγματα που ανήκουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ίσχυσαν για κάποια περίοδο σε όλη την αυτοκρατορία. Επίσης, δεν έχει διακριβωθεί αν οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στην «Εξάβιβλο» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, που διέσωσε σε παράρτημα του βιβλίου του και το κείμενο του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη, εφαρμόζονταν και στις επαρχιακές πόλεις. Πάντως, το νέο Ελληνικό κράτος κράτησε σε ισχύ τις διατάξεις της «Εξαβίβλου» πριν από την οργάνωση του πρώτου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Γλωσσάρι (1) καλντερίμι: λιθόστρωτος δρόμος, συνήθως στενός, με ακανόνιστες στο σχήμα και τη μορφή πέτρες ή πλάκες. Πληροφοριακά Κείμενα (6) Ιερουσαλήμ: Η Ιερουσαλήμ (Ιεροσόλυμα) είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ. Είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Ιδρύθηκε περίπου το 2000 π.χ., ενώ από το 1400 π.χ. έγινε υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου. Το 1000 π.χ. έγινε πρωτεύουσα των Ιουδαίων. Στην Ιερουσαλήμ ο Σολομώντας έχτισε τον περίφημο ναό του. Η πόλη πέρασε διαδοχικά στα χέρια των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Ελλήνων, των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων, οι οποίοι την μετονόμασαν σε Αιλία Καπιτωλίνα. Στα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος της προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία και αίγλη, της απέδωσε το παλιό της όνομα, ενώ κατασκεύασε πολλούς χριστιανικούς ναούς, ανάμεσά τους και τον ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά. Επίσης, εξεδίωξε τους Εβραίους και προσηλύτισε τους εθνικούς, και η Ιερουσαλήμ ήδη από τον 4ο αιώνα έγινε χριστιανική πόλη και θεωρούνταν ιερή. Το 637 μ.χ. την κατέλαβαν οι Άραβες οι οποίοι την μετονόμασαν σε Κουντούς Σερίφ (Ιερή Πόλη). Το 1099 κατελήφθη από τους σταυροφόρους, οι οποίοι την έκαναν έδρα βασιλείου, και έκτοτε δεν επανήλθε σε βυζαντινή κυριαρχία. Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του 3 από 11

πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού. Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής Δύσης και Βορρά Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως 4 από 11

αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β, η Ειρήνη- Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες 5 από 11

δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430. Η πόλη: Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της αυτοκρατορίας, η Αθήνα στον 1ο και τον 2ο αιώνα ήταν μια ευημερούσα πόλη που συγκέντρωνε την προσοχή και τις χορηγίες αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός που αύξησε την περίμετρο των τειχών και διπλασίασε σχεδόν την έκτασή της, και πλούσιων ιδιωτών, όπως ο Ηρώδης ο Αττικός που την κόσμησε με μνημειακά σύνολα που διατηρούνται εν μέρει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, το 267 η κατάληψη της πόλης από τους Έρουλους και το 396 η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου προκάλεσαν πλήγματα στην άλλοτε λαμπρή πόλη. Ένα τείχος, που στο εξής θα αποτελούσε την κύρια οχύρωση της Αθήνας, περιέκλεισε την Ακρόπολη, τη ρωμαϊκή αγορά και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 6ου, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έδωσαν ζωή στην Ακαδημία διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία σε φερέλπιδες νέους, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, από όλη την αυτοκρατορία ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας ήταν τρεις από αυτούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί. Η Αθηναΐδα, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, με τη μόρφωσή της εντυπωσίασε την αυγούστα Πουλχερία, που της επέβαλε το 421να βαπτιστεί χριστιανή με το νέο όνομα Ευδοκία και να λάβει σύζυγο τον αδελφό της, τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β. Το λεγόμενο Παλάτι των Γιγάντων στην αρχαία Αγορά, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, θα μπορούσε να ανήκει στην ίδια την Ευδοκία και την οικογένειά της. Στις αρχές του 5ου αιώνα αρχίζει να γίνεται αισθητή η χριστιανική παρουσία στην πόλη. Πράγματι, στο εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού ιδρύθηκε ένα τετράκογχο, που ίσως ήταν εξαρχής χριστιανικός ναός, ενώ μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στο νησί της κοίτης του ποταμού Ιλισού, ίσως αφιερωμένη στη μνήμη του Λεωνίδη, επισκόπου της πόλης. Λίγο πριν από τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο στη Θεοτόκο και έκτοτε αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό. Το τμήμα του πληθυσμού που είχε παραμείνει πιστό στη λατρεία των ειδώλων φαίνεται ότι δεν μπορούσε πλέον να επιβιώσει παρά μόνο με το φόβο, και η πομπή των Παναθηναίων, που συνέχισε να τελείται τον 5ο αιώνα δίνοντας μάλλον μια αίσθηση ανάπαυλας, απογυμνώθηκε από τις παγανιστικές τελετουργίες. Το κλείσιμο της Ακαδημίας και των υπολοίπων σχολών με διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 (αν είχε πράγματι ισχύ αυτό το διάταγμα, γιατί υπάρχει διχογνωμία για το θέμα αυτό), επισφράγισε τον οικονομικό μαρασμό της πόλης, η οποία έχασε οριστικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου. Οι πλούσιες οικίες που αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφές στην περιοχή του Αρείου Πάγου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοίκους τους ενδεχομένως επειδή δεν μπορούσαν να τις συντηρήσουν λόγω της οικονομικής ύφεσης ή λόγω 6 από 11

της εμφάνισης των Σλάβων στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την Αθήνα στους επόμενους αιώνες είναι σποραδικές. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β με τον στρατό και την αυλή του διαχείμασε στην πόλη το 662-663 για να ετοιμάσει την εκστρατεία του στη Σικελία. Από τότε ίσως θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε τις σχέσεις της τοπικής αριστοκρατίας με το παλάτι της Κωνσταντινούπολης: δύο Αθηναίες έγιναν αυτοκράτειρες, η Ειρήνη (στον θρόνο κατά το διάστημα 780-802) και η ανιψιά της Θεοφανώ (στον θρόνο λίγους μήνες του 811). Η προαγωγή της πόλης από επισκοπή σε μητρόπολη. στις αρχές του 9ου αιώνα δεν φαίνεται ότι συνδεόταν με κάποια θεαματική αύξηση του πληθυσμού της, αλλά θα μπορούσε να ήταν επιλογή του παλατιού. Οι οικίες των κατοίκων βρίσκονταν σε συνοικίες (γειτονίες) στα βόρεια, τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, εντός και εκτός του υστερορρωμαϊκού τείχους. Τα σπίτια είναι γενικά πρόχειρης κατασκευής, με δωμάτια γύρω από μια αυλή και ανάμεσά τους εργαστήρια και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κυρίως τα κατώγια των οικιών, που ήταν γεμάτα αποθηκευτικά πιθάρια. Από τα τέλη του 10ου αιώνα άρχισαν να κτίζονται στην περιοχή βορείως της Ακρόπολης ναοί μικρών διαστάσεων με όγκους που διαγράφονταν με σαφήνεια, με κατασκευή στέρεη, με τοιχοποιία πλινθοπερίκλειστη, και με τρούλους που φέρουν μαρμάρινους κιονίσκους στις ακμές. Χρονολογημένη με ακρίβεια είναι μόνον η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος (1049) ο αρχαιότερος σωζόμενος ναός είναι πιθανότατα το καθολικό της μονής των Ασωμάτων, που είναι ευρύτερα γνωστή ως μονή Πετράκη, του τέλους του 10ου αιώνα, ενώ ο Άγιος Ελευθέριος (ή Μικρή Μητρόπολη) μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Αγνοούμε αν οι ναοί αυτοί ήταν ιδιωτικοί ή καθολικά μικρών μοναστηριών. Η επίσκεψη του Βασιλείου Β Βουλγαροκτόνου στην πόλη έγινε το 1018, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του να προσευχηθεί στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, όπως είχε μετονομαστεί ο Παρθενώνας. Η επίσκεψη αυτή εγκαινίασε μια περίοδο ανάπτυξης του καθεδρικού ναού της πόλης σε κέντρο προσκύνησης. Ωστόσο, ο λόγιος μητροπολίτης Νικήτας Χωνιάτης στα τέλη του 12ου αιώνα εκφράζει πικρία σε λόγους και επιστολές του για τη φτώχεια και την αγραμματοσύνη των κατοίκων, την καταστροφή των οικιών, την ερείπωση των τειχών, την πλεονεξία των κρατικών υπαλλήλων και τις επιδρομές των πειρατών. Το 1204 ο Χωνιάτης αντιστάθηκε στον Λέοντα Σγουρό, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Όμως, λίγο μετά αναγκάστηκε να παραχωρήσει την πόλη στο Βονιφάτιο Μομφερατικό που όρισε τον Γκυ Ντελαρός πρώτο Μεγάλο Κύρη της ηγεμονίας, η οποία μετά το 1259 ονομάστηκε Δουκάτο των Αθηνών που τα εδάφη του εκτείνονταν από τη Λοκρίδα μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και από την Εύβοια μέχρι τη Δωρίδα. Οι Βουργουνδοί Ντελαρός ύψωσαν το Ριζόκαστρο, ένα νέο τείχος γύρω από την Ακρόπολη, που ενσωμάτωσε μεγάλο μέρος του υστερορρωμαϊκού. Η περίοδος προσαρμογής των ντόπιων κάτω από την κυριαρχία των Ντελαρός και η εγκατάσταση Λατίνου μητροπολίτη στον καθεδρικό ναό από το 1204, δεν ευνόησαν την ίδρυση νέων ή την ανακαίνιση παλαιών εκκλησιών, παρά μόνο στην περιφέρεια, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Πέτρος στη σπηλιά της Πεντέλης (1233-1234) και η τοιχογράφηση της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι, στα τέλη του 13ου αιώνα. Η μονή Δαφνίου παραχωρήθηκε σε Κιστερκιανούς μοναχούς, και το καθολικό της αποτέλεσε τόπο ταφής των Δουκών των Αθηνών. Από το 1311 έως το 1388 η πόλη πέρασε στα χέρια της Καταλανικής Εταιρείας, που έμεινε ονομαστή για τη βαναυσότητα της διοίκησής της. Το 1385 οι Καταλανοί την παρέδωσαν στον Νέριο Ατζαϊουόλι, γόνο γνωστής Φλωρεντινής οικογένειας, που είχε την κυριαρχία της Αθήνας, εκτός από το διάστημα μεταξύ 1394 και 1403 που πέρασε στον έλεγχο των Βενετών μέχρι το 1456. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ατζαϊουόλι, η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από τη Θήβα στην Αθήνα. Οι Φλωρεντινοί ανακαίνισαν το παλάτι των Προπυλαίων και τον Παρθενώνα, έκαναν έργα οδοποιίας και κατασκεύασαν ψηλό πύργο στην είσοδο του κάστρου της 7 από 11

Ακρόπολης. Το 1456 ο τελευταίος Φλωρεντινός δούκας παρέδωσε την Αθήνα στους Τούρκους και για το λόγο αυτό το 1458 ο Μωάμεθ ο Πορθητής παραχώρησε προνόμια στους Αθηναίους, ανάμεσα στα οποία ήταν η διατήρηση των ναών τους, εκτός του Παρθενώνα, που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι 8 από 11

Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι. Το κάστρο: Το Βυζαντινό κάστρο της Μονεμβασίας κτίστηκε πάνω σε βραχώδη χερσόνησο, στα βόρεια του ακρωτηρίου Μαλέας, στην ακτή της επαρχίας της Επιδαύρου Λιμηράς. Ο βράχος αναδύεται κάθετα από τη θάλασσα, απέναντι από τη Λακωνική στεριά, με την οποία επικοινωνούσε μέσω μιας στενής λωρίδας ξηράς και μίας μόνο γέφυρας. Από αυτήν, εξάλλου, τη μοναδική σύνδεσή της με την απέναντι στεριά έλαβε το όνομά της. Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος. Η πρώτη εγκατάσταση μαρτυρείται στα τέλη του 6ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι της Λακεδαίμονος, της μεσαιωνικής Σπάρτης, κατέφυγαν στη Μονεμβασία για να αποφύγουν τις επιδρομές Αβάρων και Βησιγότθων. Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Edrisi στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα απέβη έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο, έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων. Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε 9 από 11

βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου. Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β και Ανδρονίκου Γ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης. Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά. Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά. Η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους που επιτρέπει τη διαίρεση σε Ακρόπολη, Επάνω πόλη και Κάτω πόλη. Η Ακρόπολη βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του βράχου. Πρόκειται για τραπεζιόσχημο σε κάτοψη βυζαντινό οχυρό με πύργο σε κάθε γωνία του. Στα βορειοανατολικά ένας κυκλικός πύργος ίσως χρησίμευε ως παρατηρητήριο ή και ως πυριτιδαποθήκη. Η Επάνω πόλη αναπτύσσεται στα ανατολικά της Ακρόπολης, στο πλάτωμα της κορυφής, και προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τον «Γουλά», που δεν είναι συνεχής, αφού απόκρημνοι βράχοι τον αντικαθιστούν σε αρκετά σημεία. Η μοναδική είσοδος ανοίγεται στο μέσον του νότιου σκέλους του τείχους, στο τέλος ενός φιδωτού δρόμου που ανηφορίζει από την Κάτω πόλη, τις «Βόλτες». Η στενή αυτή πύλη οδηγεί μέσω ενός καμαροσκέπαστου διαδρόμου σε μικρό πλάτωμα, στα βόρεια του οποίου βρίσκονται η οικία του Βενετού διοικητή της πόλης Sebastiano Renieri (1514), και λίγο μακρύτερα, στα βορειοανατολικά, ο μεγάλος ναός της Αγίας Σοφίας, καθολικό μονής αρχικά αφιερωμένης στην Παναγία Οδηγήτρια, που κτίστηκε γύρω στο 1150. Η Επάνω πόλη ήταν ένας μεγάλος οικισμός, όπως μαρτυρούν η σημαντική έκτασή του (περίπου 15 εκτάρια) και τα εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα που διακρίνονται ακόμη και σήμερα. Όσα βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά του τείχους ήταν φυλάκια για τη φρουρά και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ τα υπόλοιπα ήταν οικίες που ανήκαν στους ντόπιους άρχοντες και τις οικογένειες των εκάστοτε κυριάρχων. Το μόνο δημόσιο κτίριο, ένα μεγάλο οίκημα στο νοτιοδυτικό τμήμα με δεξαμενές σε δυο στάθμες, φαίνεται ότι αποτελούσε την έδρα του διοικητή. Μέσα στον Γουλά σώζονται κρήνες, ένα λουτρό της Οθωμανικής περιόδου και τρεις ανοικτές στέρνες για δημόσια χρήση, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση κατοίκων και στρατιωτών σε περιπτώσεις πολιορκίας ή ξηρασίας. Η Κάτω Πόλη προστατεύεται από τείχος 10 από 11

σχήματος Π, τα άκρα του οποίου ακουμπούν στους απότομους βράχους του κάστρου. Το ανατολικό και το δυτικό τείχος ακολουθούν βαθμιδωτά την κλίση του εδάφους ως τη θάλασσα, ενώ το νότιο ακολουθεί την ακτογραμμή. Το ύψος του τείχους στην εξωτερική πλευρά είναι ως 10 μ. ψηλό, ενώ στην εσωτερική πλευρά είναι μόλις 1,5-2 μ., πάνω από το στενό δρόμο που περνά στη βάση του. Τα κύρια σημεία εισόδου και εξόδου στην Κάτω πόλη είναι τέσσερα: η κεντρική πύλη στο δυτικό τείχος, η έξοδος προς τη θάλασσα στο νότιο τείχος (το «Πορτέλλο»), η ανατολική πύλη και η ανάβαση στο κάστρο στα βόρεια. Από την κεντρική πύλη του δυτικού τείχους ξεκινά ο κύριος δρόμος, ή αλλιώς «Αγορά» ή «Φόρος», που βαίνει παράλληλα προς το φυσικό ανάγλυφο, περνά από την κεντρική πλατεία και καταλήγει στην ανατολική πύλη. Εδώ αναπτύσσονταν οι εμπορικές δραστηριότητες, με μαγαζιά και εργαστήρια στα ισόγεια των οικιών, αλλά και άλλα κτίρια που κάλυπταν τις ανάγκες κατοίκων και ταξιδιωτών. Από τον κύριο δρόμο ξεκινούν στενά κάθετα δρομάκια που ανηφορίζουν κλιμακωτά ως το κάστρο, συχνά κάτω από διαβατικά («δρομικές»), ή κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Άλλος κύριος δρόμος ξεκινά επίσης από τη δυτική πύλη, εκτείνεται στα νότια του κύριου δρόμου, περνώντας από τις δύο τάπιες, την «δώθε», κοντά στη νοτιοδυτική γωνία και το λουτρό της Σωτήρας, και την «πέρα», μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας Χρυσαφίτισσας, δημιουργώντας ένα μεγάλο μέτωπο σε περίπτωση επίθεσης από τη θάλασσα. Ένας τρίτος δρόμος περνά στα ριζά του βράχου του Γουλά, αρχίζει από την ακραία πυλίδα του δυτικού τείχους και καταλήγει στην τάπια του ανατολικού, ενώ περίπου από το μέσον του αρχίζει η άνοδος προς την Επάνω πόλη. Στην κεντρική πλατεία βρίσκονται ο μητροπολιτικός ναός του Ελκόμενου Χριστού, ιδρυμένος ενδεχομένως στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και το Επισκοπείο, μια οθωμανική οικία του 17ου αιώνα, που πέρασε στην ιδιοκτησία του μητροπολίτη Μονεμβασίας Γρηγορίου και διήλθε μετατροπές σε μεταγενέστερες περιόδους. Στα δυτικά της πλατείας βρίσκεται το τζαμί, που οικοδομήθηκε στην πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και δέχθηκε επεκτάσεις και μετατροπές, ενώ σήμερα στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή. Δύο κοινόχρηστες υπόγειες δεξαμενές εκτείνονται κάτω από την κεντρική πλατεία και την «δώθε» τάπια. Βιβλιογραφία (10) 1. Mango, C., Βυζάντιο, η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1990 2. Μουτσόπουλος Ν., Η πρώιμη βυζαντινή και η μεσοβυζαντινή πόλη, 1997 3. Μπούρας Χαράλαμπος, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, 1994 4. Μπούρας Χ., Απόψεις των Βυζαντινών πόλεων από τον 8ο έως τον 15ο αιώνα σε Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2006 5. Μπούρας Χ., Πολεοδομικά των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών πόλεων, 1998 6. Παπαζώτος Θ., Το αστικό βυζαντινό σπίτι, 1982 7. Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 2001 8. Μονεμβασιά, Μια πόλη ταξιδεύει στο χρόνο, ΥΠΕΠΘ ΥΠΠΟ, Αθήνα, 2001 9. Μυζηθράς, Παιχνίδι σε μια Καστροπολιτεία 10. Η ιστορία όχι μόνο δύο πόλεων σε Ψηφίδες του Βυζαντίου 11 από 11