Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Το Εργατικό Κίνημα και η Αριστερά απέναντι στον κυβερνητικό φιλελευθερισμό Ανέστης Ταρπάγκος

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μισθωτή εργασία, εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα στον ελληνικό καπιταλισμό Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Ριζοσπαστική Αριστερά και εργατική τάξη Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αντιπροσωπευτικότητα - εκπροσώπηση - νομιμοποίηση στην εκλογική αντιπαράθεση Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση ΠΑΣΟΚ και Αριστερά. Σοσιαλδημοκρατία, μικροαστισμός, αντικαπιταλισμός στη μεταπολιτευτική 35ετία Ανέστης Ταρπάγκος

Η αξιολόγησή τους δε θα γίνει και δική μας!

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού στη συγκυρία των βουλευτικών εκλογών 2000 Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Σύγχρονες κοινωνικές κινητοποιήσεις.ιονική - Αδιόριστοι - Ολυμπιακή Ανέστης Ταρπάγκος

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ

Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2013 ΝΟΕΣ ΔΟΕΣ ΤΟΕΣ ΝΟΕΣ ΑΠΟΔΗΜΟΥ. Γραφείο Προέδρου Γραφείο Γενικού Δ/ντή. Συντρόφισσες, σύντροφοι

Πανελλαδική πολιτική έρευνα γνώμης ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μάρτιος 200 Μάρτιος 2008 Έρευνα 11-13/3

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Τα μεγάλα έργα για τον 21ο αιώνα ωθούν τη μισθωτή εργασία στο μεσαίωνα Ανέστης Ταρπάγκος

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αριστερή πολιτική και στρατηγική στην τρέχουσα πολιτική Ανέστης Ταρπάγκος

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Για μια εργατική ριζοσπαστική αντιμετώπιση του εγχειρήματος ιδιωτικοποίησης των ΔΕΚΟ Ανέστης Ταρπάγκος

Ομιλία στο Συνέδριο ΠΕΟ. Εκπροσώπου της ΓΣΕΕ. Οικ. Γραμματέα Γ. Γεωργακόπουλου

-ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ-ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΒΙΟΤΕΧΝΙΩΝ ΕΜΠΟΡΩΝ ΞΑΝΘΗΣ

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Μέρος 1. Για την οικονοµική και αναπτυξιακή πολιτική

ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Κινητοποιήσεις και αδράνειες του εργατικού συνδικαλισμού Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Το εργατικό κίνημα απέναντι στην κρίση Φραντζέσκος Φατούρος

Απαίτησαν την απόσυρση του σχεδίου για το Ασφαλιστικό

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. 9 Απριλίου 2013

Τρίτη (Κοµµουνιστική) ιεθνής εύτερο Συνέδριο ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ Κοµµουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Επιστολές Φ. Κουβέλη προς πολιτικούς αρχηγούς και ανεξάρτητους βουλευτές. ΘΕΜΑ : ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Συγκέντρωση του ΠΑΜΕ για την 24ωρη απεργία του δημόσιου στην Αλεξανδρούπολη

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αντικαπιταλιστική Αριστερά και εργατικό κίνημα Ανέστης Ταρπάγκος

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής. σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ (2011/2274 (INI))

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣY.ΡΙΖ.Α.

10 χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: διδάγματα και προοπτικές

Σεµινάριο ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ - Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ

ΣΥΚΓΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Κράτος Πρόνοιας, Δεξιότητες και Εκπαίδευση

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

μέσων παραγωγής με επιστημονικά οργανωμένο κεντρικό σχεδιασμό και την εξουσία στα χέρια αυτών που παράγουν τον πλούτο οι α/α με την ένταξή τους στο

8 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΣΤΕΛΕΧΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ Κ.Ε. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ

24ΩΡΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΜΕ

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Εργατικά εισοδήματα και οικονομική πολιτική (Με αφορμή τη διαπραγμάτευση των ΣΣΕ του 1997) Ανέστης Ταρπάγκος

Ομιλία. του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ροβέρτου Σπυρόπουλου. του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου:


Δυνάμεις του ΠΑΜΕ στο Δημόσιο: Δελτίο Τύπου σχετικά με το τελευταίο Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ

Νέο πλαίσιο για συλλογικές διαπραγματεύσεις. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Το κράτος του ΠΑΣΟΚ και η εργατική τάξη Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν

Πανελλαδική έρευνα γνώμης. Σεπτέμβριος 2013

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Διαστάσεις και όρια της ριζοσπαστικής ανασύνθεσης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος Ανέστης Ταρπάγκος

Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή. «Προκλήσεις, προτάσεις, στρατηγικές ανάπτυξης της εξωστρέφειας» ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΣΕΒΕ EXPORT SUMMIT

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

«Να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα και να διαμορφώσουμε σε νέα βάση. την πολιτική μας»

Πανελλαδική έρευνα γνώμης

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

«Χώροι για ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής»

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ 1ο ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Οργάνωση Εργασία - Τεχνολογία. Εισαγωγή του συγγραφέα... 21

Η λαϊκή άνοιξη του και οι αιτίες της ήττας.

Κώστας Σημίτης Ομιλία στην εκδήλωση για την αίτηση ένταξης της Ελλάδας στο Ευρώ

Διεθνής συνάντηση Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΚΡΙΣΗ, RProject, 4/11/2016: Για μια στρατηγική υπέρ της εργασίας μέσα στην κρίση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Αντιφάσεις στην αξιοποίηση του τεχνικού επιστηµονικού δυναµικού στην ελληνική βιοµηχανία

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ & ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (Ο.Ε.Φ.Σ.Ε.Ε.) ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Π.Ο.Σ.Ε. Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.)

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Πανελλαδική έρευνα γνώμης ΠΕΙΡΑΙΑΣ Νοέμβρι Νοέμβρ ος 200 ιος 2007 Έρευνα 30/10 1/11

Ευρωπαίοι Κοινωνικοί Εταίροι & Ευρωπαϊκή Κοινωνία Πολιτών

Πανελλαδική έρευνα γνώμης. Μάρτιος 2018

The Autonomy of the Modern Greek Public Administration

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ 2007: Η κρίση του δικομματισμού και οι νέες κοινωνικές-εκλογικές συμμαχίες

Εθνικε ςκαιευρωπαι κε ς Πολιτικε ςστοντομεάτηςδια βιόυμα θησης. Παράλληλα Κείµενα

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η αριστερή ριζοσπαστική τομή στη φυσιογνωμία και την πολιτική του Συνασπισμού Ανέστης Ταρπάγκος

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η κρίση δημοκρατικής αντιπροσώπευσης στο πεδίο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης Ανέστης Ταρπάγκος

Συνεντεύξεις «πρόσωπο με πρόσωπο (face to face). Κοινές ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες.

Εργατική Πρωτομαγιά: Δεν είναι αργία, είναι ΑΠΕΡΓΙΑ!

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕΣΩ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Η ΑΣ

[ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΑΡΙΝΟΣ - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ] ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΤΕΣΤ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ & ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΟΜΑΔΑ Α

Πολιτική Συγκυρία και Διακυβέρνηση

9/2/2014 ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΕ/ΤΔΜ

Ομιλία του Βασίλειου Ν. Μαγγίνα Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας

Κυβέρνηση συνεργασίας και ευρώ θέλουν οι Ελληνες

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΡΙΖΑ

Ευρωεκλογές 2014: νέα δεδομένα νέοι διαχωρισμοί

Πανελλαδική έρευνα γνώμης. Φεβρουάριος 2018

Πανελλαδική πολιτική έρευνα γνώμης Φεβρουάριος Φεβρου 2009 άριος Έρευνα 23-26/2

Παίρνουμε όλοι μέρος στις εκλογές του ΠΑΣΕ VODAFONE στις 14,15 και 16 Μαρτίου Ψηφίζουμε ΤΑΞΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Δυναμώνουμε το ΠΑΜΕ

ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ 2014: Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

ΔΙΚΤΥΑ FRANCHISE & ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Γιάννης Μηλιός, Συνέντευξη στα Επίκαιρα 28/07/2012

Με αφορμή τις αρχαιρεσίες στις ΕΛΜΕ και τους Συλλόγους

ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ ΟΜΙΛΙΑ. ΣΤΟ 38 ο ΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

1. Η πορεία της Ελληνικής Οικονομίας, Αξιολόγηση και Προσδοκία

ΚΑΛΕΣΜΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΩΝ ΚΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ Προς τις διοικήσεις των Συνδικάτων, όλους τους αγωνιστές συνδικαλιστές, την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο

Σύντομη ανάλυση εκλογικού αποτελέσματος Σεπτεμβρίου 2015

Αθήνα, 14 και 15 Νοεμβρίου Τοποθέτηση του Προέδρου της Ο.Κ.Ε. κ. Χρ. Πολυζωγόπουλου. στην 1 η Συνεδρία με θέμα:

24ΩΡΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΙΣ 24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2005

Transcript:

του Ανέστη Ταρπάγκου Η «ασιατικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων: Όρος της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης Η σημερινή κυβερνητική εξουσία του εκσυγχρονιστικού και φιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ ξεδιπλώνει πλέον ολόπλευρα τη σύγχρονη αστική στρατηγική, αφού κατόρθωσε σε μια πρώτη περίοδο, μετά την ανάδειξή της σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996, να «εξουδετερώσει» και να «απενεργοποιήσει» τις μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις ενός μέρους των μικρών και μεσαίων αγροτικών στρωμάτων και ενός τμήματος των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση (τέλος 1996 - αρχή 1997). Αυτές οι κυρίαρχες αστικές επιδιώξεις κινούνται στην τρέχουσα συγκυρία, και μέχρι την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ, στους εξής άξονες: Κατά πρώτο, τη σχετική ικανοποίηση των οικονομικών κριτηρίων της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης (χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού, δημόσιου χρέους, κρατικών ελλειμμάτων κλπ.), πράγμα που μορφοποιήθηκε συγκεκριμένα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό 1997 που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 1996. Μ' αυτές τις δημοσιονομικές ρυθμίσεις επιχειρήθηκε ήδη και προωθείται η περιστολή των κρατικών δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, το πάγωμα των εξόδων για τη λειτουργία των κοινωνικών δημόσιων υπηρεσιών, η σχετική προσαύξηση της άμεσης και έμμεσης λαϊκής φορολόγησης για την αύξηση των κρατικών φορολογικών εσόδων. Κατά δεύτερο την ουσιαστική πολιτική και οικονομική αναβάθμιση του ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού στη βαλκανική περιφέρεια, με τη συντονισμένη επιχειρηματική επέκταση στις βαλκανικές οικονομίες. Τα ζητήματα της γεωοικονομικής επέκτασης γίνονται κυρίαρχα σε σχέση μ' εκείνα των γεωστρατηγικών επιδιώξεων, που έτειναν να επικρατήσουν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (μακεδονικό και αλβανικό ζήτημα). Η επιχειρηματική διείσδυση, έχοντας αναδειχθεί σε θεμελιώδη πλευρά της διπλωματικής πολιτικής, εκτοπίζει πλέον τελεσίδικα τους όποιους αποκλεισμούς και εθνικιστικές κινήσεις απέναντι στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Παράλληλα οι όποιες εδαφικές βλέψεις στη νότια αλβανική ζώνη εκτοπίζονται από τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς σχεδιασμούς για την εγκαθίδρυση μιας ευρύτερων διαστάσεων οικονομικής και πολιτικής επιρροής του ελληνικού καπιταλισμού σ' ολόκληρη την εθνική αλβανική επικράτεια. Κατά τρίτο, την ολοκληρωτική αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και την αποδόμηση των ιστορικών εργατικών δικαιωμάτων στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή. Πρόκειται για τη συγκεκριμένη εφαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα των οδηγητικών κατευθύνσεων της ευρωπαϊκής Λευκής Βίβλου, με την προσχηματική επίκληση της αντιμετώπισης της ανεργίας των εργαζομένων και με την ψευδεπίγραφη παραπομπή σ' έναν προκατασκευασμένο «κοινωνικό διάλογο» τριμερούς χαρακτήρα, με δεδομένες εκ των προτέρων τις αποφάσεις. Το σύνολο των εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην καπιταλιστική οικονομία επιχειρείται να αποψιλωθούν, να αποδυναμωθούν μέχρι καταργήσεως, να επέλθει η πλήρης ελαστικοποίηση της μισθωτής εργασίας, έτσι ώστε να καταστεί απόλυτα προσαρμόσιμη στις ανάγκες της επιχειρηματικής ευελιξίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας: Αναίρεση των κατωτάτων μισθολογικών ορίων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, χρησιμοποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ρυθμίσεων για τη συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων, γενίκευση της μερικής απασχόλησης, κατάργηση του δικαιώματος της υπαλληλικής αποζημίωσης, απελευθέρωση του ορίου των απολύσεων, ολοσχερής ελαστικοποίηση του συνολικού χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση κλπ. Με αφετηρία εφαρμογής τις περιοχές που κατ' εξοχήν έχουν πληγεί από την ανεργία, όπου μπορούν να εφαρμοστούν συναινετικά μέσα ρύθμισης (λ.χ. Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης), είναι φανερό ότι εάν τα μέτρα αυτά αρχίσουν να εφαρμόζονται έστω σε τοπικό επίπεδο, θα ασκούν συνολική πίεση στην αγορά εργασίας και στις σταθερές εργασιακές σχέσεις, τείνοντας εκ του ασφαλούς στη συνολική «ασιατικοποίησή» τους, δηλαδή τη μετεξέλιξή τους κατά τα πρότυπα των αγορών εργασίας των «καπιταλιστικών τίγρεων» της Ν.Α. Ασίας. Άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι υποδείξεις της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ (Μάιος 1997) Σελίδα 1 / 17

για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, η προώθηση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και της παραγωγικής αναδιάρθρωσης των ελληνικών επιχειρήσεων, τόσο με την πραγματοποιούμενη «ελαστικοποίηση» της μισθωτής εργασίας (π.χ. μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και γενικότερα συμπίεση του μισθολογικού και μη κόστους της εργασίας), όσο και με την περαιτέρω εκκαθάριση και ιδιωτικοποίηση των προβληματικών και μη-επαρκώς αποδοτικών επιχειρήσεων, πράγμα που σ' όλες τις περιπτώσεις συνεπάγεται μαζικές απολύσεις εργαζόμενου προσωπικού και διόγκωση της ανεργίας. Πρόκειται για μια στρατηγική κατεύθυνση που συνδέεται σταθερά με τη συνέχιση της συναλλαγματικής πολιτικής της «σκληρής δραχμής», που προσομοιάζει περισσότερο με τη γερμανική και γαλλική νομισματική πολιτική παρά μ' εκείνες του ευρωπαϊκού νότου. Αυτή χρησιμοποιείται για τη συνέχιση της άσκησης πίεσης εκσυγχρονισμού και ανόδου της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου δια μέσου της ευθείας του (και χωρίς κρατικές συναλλαγματικές υποστηρίξεις, όπως αντίθετα συνέβη στην περίπτωση της βρετανικής και ιταλικής οικονομίας), έκθεσης στο σκληρό διεθνή ανταγωνισμό, γεγονός που εξίσου οδηγεί άμεσα στην αύξηση της ανεργίας, εξ αιτίας της εκκαθάρισης των παραγωγικών μονάδων χαμηλής καπιταλιστικής αποδοτικότητας. 2. Πολιτική υπόβαση και κοινωνικές συμμαχίες της κρατικής νεοφιλελεύθερης στρατηγικής Βρισκόμαστε απέναντι στο δεύτερο κύμα φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής εφόδου με στόχο την ελληνική εργατική τάξη, μετά από εκείνο επί διακυβέρνησης ΝΔ στην τριετία 1990-93. Σε σημαντικό βαθμό, το νέο φιλελεύθερο σχέδιο γίνεται δυνατό σήμερα, χάρη στην επιτυχία των αντικοινωνικών στόχων του πρώτου κύματος της φιλελεύθερης λαίλαπας. Επιδιώκεται άμεσα πλέον η επίτευξη της ονομαστικής ευρωπαϊκής σύγκλισης του ελληνικού καπιταλισμού, η σταθεροποίηση της ήδη προωθούμενης βαλκανικής του επέκτασης και ισχυροποίησης, η προώθηση τη ανταγωνιστικότητάς του στις διεθνείς αγορές με κυρίαρχο μέσο την εισοδηματική αφαίμαξη της μισθωτής εργασίας, την ακύρωση ιστορικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, την απροσχημάτιστη καταστροφή ζωντανής εργατικής δύναμης, την αποδιάρθρωση των κρατικών προνοιακών θεσμών, την ένταση της φορολογικής λαϊκής απομύζησης. Η διεκπεραίωση αυτής της σημερινής αστικής μετωπικής επέλασης πραγματοποιείται όχι πλέον με τις μεθόδους της «θεραπείας σοκ» της Δεξιάς, αλλά με βάση μια πιο ευέλικτη, πολυμέτωπη τακτική κατακερματισμού των εργατικών αντιστάσεων, από το «εκσυγχρονιστικό» και μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ, που η αναφορά του στην όποια «κοινωνική ευαισθησία» δεν αρκεί για να αποκρύψει την εγκατάλειψη και του τελευταίου ίχνους σοσιαλδημοκρατικών παρακαταθηκών. Ταυτόχρονα, η κρισιμότητα που έχει αποκτήσει η προώθηση αυτών των οικονομικών επιλογών για την ελληνική αστική τάξη, ωθεί, όπως καταδείχθηκε και από τις διαδικασίες του 4ου Συνεδρίου της ΝΔ (Μάρτιος 1997), και τη δεξιά παράταξη σε αντικειμενική συμπαράταξη και αποχή από αντιπολιτευτικές τακτικές που θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή αυτής της κυβερνητικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό προσδίδει στο σύγχρονο φιλελευθερισμό της κυβερνητικής εξουσίας την κοινοβουλευτική νομιμοποιητική κάλυψη των 4/5 των αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος, δηλαδή μια κατ' αρχήν ισχυρότατη πολιτικο-εκλογική βάση, σε σχέση με την εκλογική συναίνεση που διέθετε στην αντίστοιχη φάση η ΝΔ (46%), μ' ένα αντιπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ (του 38%), το οποίο εκ των πραγμάτων, στην αρχή της δεκαετίας του 1990 αναδείκνυε αντικειμενικά έναν μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατικό λόγο. Αυτή η διευρυμένη κοινοβουλευτική έδραση της σημερινής κυβερνητικής φιλελεύθερης πολιτικής αντιστοιχεί προφανώς και στη διεύρυνση των κοινωνικών της ορίων: Ενώ η νεοσυντηρητική επίθεση της ΝΔ (έναρξη αποδιάρθρωσης της κοινωνικής ασφάλισης, σαρωτικό κύμα ιδιωτικοποιήσεων, απαρχή ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων κλπ.) διέθετε ως κύριο λαϊκό έρεισμα τις μικροαστικές τάξεις και εντελώς δευτερευόντως και εξαιρετικά περιορισμένα κάποια στρώματα εργαζομένων (στο δημόσιο και στην κοινή ωφέλεια), στη σημερινή συγκυρία, ο κυβερνητικός φιλελευθερισμός, πέρα από την υποστήριξη της μεγάλης πλειονότητας των μικρομεσαίων στρωμάτων (που προσφέρεται κυρίως από τον συμπολιτευόμενο συναινετισμό της ΝΔ αλλά και από τη σχετική επιρροή του ΠΑΣΟΚ, αν και σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, στις μικροαστικές τάξεις), διαθέτει αντικειμενικά ερείσματα και Σελίδα 2 / 17

στον εργαζόμενο μισθωτό και αγροτικό κόσμο. Πρόκειται κυρίως για σημαντικά τμήματα των εργαζομένων στις κοινωφελείς επιχειρήσεις και στη δημόσια διοίκηση, όπου το ΠΑΣΟΚ διαθέτει μια πλειοψηφική εργατική επιρροή. Φαίνεται ότι η σημερινή κυβερνητική εξουσία έχει βγάλει τα πολιτικά συμπεράσματα από τη «θεραπεία-σοκ» της δεξιάς παράταξης, όπως ήταν η απότομη προώθηση της εκκαθάρισης επιχειρήσεων, η βίαιη ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ και η άμεση απόλυση των χιλιάδων εργαζομένων σ' αυτήν, η απόπειρα μετωπικής προώθησης της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ, το ταυτόχρονο άνοιγμα όλων των αντιλαϊκών μετώπων της νεοσυντηρητικής πολιτικής. Έτσι, εφαρμόζει μια στρατηγική επίθεση στον κόσμο της μισθωτής εργασίας ευέλικτη, χωρίς παράλληλα μέτωπα, λειτουργική, με χρονική κλιμάκωση, διευρύνοντας τις αστικές συμμαχίες όσο και τις συναινετικές κοινωνικές ανοχές. Μ' αυτή την έννοια θέτει στο στόχαστρό της στην τριετία μέχρι το 2.000 την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στην καπιταλιστική παραγωγή του ιδιωτικού τομέα, γνωρίζοντας ότι η πίεση της μαζικής ανεργίας (450 χιλιάδες ή το 11% του εργατικού δυναμικού), όσο και η αποψίλωση του συνδικαλιστικού ιστού, καθιστούν το εργασιακό καθεστώς στην ιδιωτική οικονομία σχετικά ευάλωτο, χωρίς άμεση δυναμική μαζική υποστήριξη. Απεναντίας, ετεροχρονίζει τις όποιες ιδιωτικοποιήσεις στις ΔΕΚΟ στην επόμενη δεκαετία, μετά την αυγή του 21ου αιώνα, διασφαλίζει ένα μετριοπαθές κοινωνικό εργασιακό καθεστώς στη δημοσιοϋπαλληλία, μεταθέτει για αργότερα την πλήρη κατεδάφιση του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, κι έτσι εξασφαλίζει για τη σημερινή της επίθεση την «ουδετεροποίηση - ανοχή - αδρανοποίηση» των μισθωτών εργαζομένων στις κοινωφελείς και δημόσιες υπηρεσίες. Η εναρμόνιση ταυτόχρονα της ΝΔ με τις εφαρμοζόμενες κυβερνητικές κατευθύνσεις και η αποχή της από τον οποιονδήποτε παρεμποδισμό υλοποίησης των προγραμματισμών της πολιτικής εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, εκφράστηκε με την ανάδειξη του Κ. Καραμανλή στην προεδρία της δεξιάς παράταξης, γεγονός που αβάσιμα ερμηνεύτηκε από ένα ευρύ φάσμα αριστερών θεωρήσεων ως «αναπαλαίωση», αδυναμία «εκσυγχρονισμού», «πολιτική ανεπάρκεια» της δεξιάς παράταξης, σε απόσταση από τους πραγματικούς στόχους της αστικής στρατηγικής. Απέναντι ακριβώς στην αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική, η καινούργια ηγεσία της ΝΔ αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης στην κρατική εξουσία, υπερθεματίζοντας μάλιστα (λ.χ. επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων κλπ.), κι έτσι διασφαλίζοντας άμεσα τα νώτα της και αποδεικνύοντας ότι η επιλογή των αστικών κέντρων για την τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή στην προεδρία της ΝΔ υπήρξε στρατηγική επιλογή μακροπρόθεσμης προοπτικής. Αυτή η πολιτική επιλογή παρουσίασε πράγματι τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Κατ' αρχήν νεαρή σχετικά πολιτική ηλικία, πράγμα που κάτω από ορισμένους όρους δίνει στην εκλογή αυτή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και συνειδητά την τοποθετεί στο επίπεδο των μέσων της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Κατόπιν, καραμανλική παράδοση στο πεδίο του φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού, που διαφοροποιείται πολιτικά από το μετωπικό φιλελευθερισμό των Κ. Μητσοτάκη <208> Γ. Σουφλιά, γεγονός που αντιστοιχεί στις σημερινές απαιτήσεις που έχει το αστικό πολιτικό σύστημα από έναν κομματικό σχηματισμό της Δεξιάς. Τέλος, ο νέος ηγέτης της Δεξιάς είναι μέτριου πολιτικού αναστήματος και συγκρότησης, κι έτσι πολιτικά διαχειρίσιμος και ελεγχόμενος. Μπορεί ο Γ. Σουφλιάς να επιχειρηματολόγησε πάνω στη λογική ότι είναι ο «Κ. Σημίτης της Δεξιάς», που θα είχε τη δυνατότητα μέχρι το 2.000 να κατισχύσει του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο όμως δεν ήταν αυτό που είχε ανάγκη σήμερα, και μέχρι την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ, το αστικό σύστημα πολιτικής ταξικής κυριαρχίας. Σε καμία περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, δεν θα χρησίμευε μια ΝΔ υπό την πολιτική κυριαρχία των Γ. Σουφλιά - Ν. Μπακογιάννη - Σ. Μάνου, κι αυτό για δύο λόγους: Κατά πρώτο θα δημιουργούσε αντιπολιτευτικό κενό στα δεξιά του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που θα δρούσε αποσταθεροποιητικά για τις Σελίδα 3 / 17

ισορροπίες των πολιτικών δυνάμεων, και κυρίως του ισχύοντος αστικού δικομματισμού, που διασφαλίζουν σήμερα τη σταθερή και αναγκαία ηγεμονία του σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, αν από το 4ο Συνέδριό της αναδεικνύονταν μια δεξιά παράταξη των Γ. Σουφλιά - Κ. Μητσοτάκη, με προοπτική εμπλοκής στους κυβερνητικούς χειρισμούς της επόμενης τετραετίας, για την επίτευξη της εισόδου του ελληνικού καπιταλισμού στη 2η φάση της ΟΝΕ, θα εισέπραττε εξίσου την ίδια φθορά μ' αυτήν του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, το γεγονός αυτό θα αποστερούσε από το αστικό πολιτικό σύστημα μια δεξιά εναλλακτική λύση στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, πράγμα που θα δρούσε αποσταθεροποιητικά για το σύστημα και εν δυνάμει ενισχυτικά για την ανάδειξη μιας αριστερής εναλλακτικής προοπτικής, ακριβώς στο χρονικό όριο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ. Απεναντίας η λύση του Κ. Καραμανλή που προκρίθηκε κρατάει τη δεξιά παράταξη εκ του ασφαλούς μακριά από την άμεση διεκδίκηση άσκησης της εξουσίας, κατά τρόπο ψυχρά συνειδητό, τη διαφυλάσσει από τη σίγουρη κυβερνητική φθορά του κόστους της ευρωπαϊκής σύγκλισης, διατηρεί τον ενωτικό της χαρακτήρα κι έτσι την προετοιμάζει σαν ενδεχόμενη κυβερνητική λύση για την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση του 2.004. Κι αυτό γιατί ναι μεν το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη θα εισπράξει μια σίγουρη κυβερνητική φθορά μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που θα το κατεβάσουν κάτω από το αναγκαίο 40%, ωστόσο όμως με την ύπαρξη των εφεδρειών της «Κεντροαριστεράς» του ΣΥΝ και του ΔΗΚΚΙ (που αθροιστικά καλύπτουν το 10% περίπου του εκλογικού σώματος), το πιθανότερο είναι ότι θα διασφαλιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η συνέχιση της σημερινής κυβερνητικής διαχείρισης με κάποιο σχήμα «δημοκρατικής εκσυγχρονιστικής συμπαράταξης» και στην επόμενη μετά το 2.000 βουλή και διακυβέρνηση. Αλλά κι από την άλλη πλευρά, ο παραγκωνισμός του Μ. Έβερτ από τα αστικά πολιτικά κέντρα, καθώς και ο ταυτόχρονος εξαναγκασμός του σε υποστήριξη του Κ. Καραμανλή στο 2ο εκλογικό γύρο του δεξιού Συνεδρίου, δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά την απομάκρυνση της Δεξιάς από την άμεση διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, όπως και από την άσκηση μιας δυναμικής «λαϊκιστικής» αντιπολίτευσης (πώς μπορεί η ΔΑΚΕ εκπαιδευτικών να ψηφίζει τη δίμηνη απεργία στη μέση εκπαίδευση, τη στιγμή που η ΠΑΣΚΕ ήδη προ πολλού την υπονόμευε;). Αυτή ακριβώς η «λαϊκιστική» αντιπολιτευτική πρακτική του Μ. Έβερτ, στην παράδοση συγκρότησης του ιστορικού «δεξιού μπλοκ», αποτελεσματική για την άμεση πολιτική παρέμβαση της ΝΔ, αποσταθεροποιούσε καίρια την κυβερνητική διαχείριση του σημιτικού ΠΑΣΟΚ (στους αγρότες όπως και στους καθηγητές), που έχει τη συναίνεση και τις ευλογίες των κυρίαρχων επιχειρηματικών κύκλων. Τροφοδοτώντας τις αντιδράσεις μερίδων των μικροαστικών τάξεων, που πλήττονται σ' ένα βαθμό από τις αναδιαρθρώσεις εν όψει της ευρωπαϊκής νομισματικής σύγκλισης, καθώς και εκείνες εργαζομένων στρωμάτων της δημόσιας διοίκησης, έρχονταν σε αντικειμενική σύγκλιση με την κίνηση των αριστερών λαϊκών δυνάμεων, οξύνοντας κατ' αυτό τον τρόπο τις αντιφάσεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, και θέτοντας σε σοβαρή δοκιμασία την αναγκαία για το αστικό πολιτικό σύστημα κυβερνητική αποτελεσματικότητα και σταθερότητα του σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, οι επιλογές και στρατηγικές των κέντρων της αστικής κυριαρχίας υπόκεινται στην παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα και στους διαμορφούμενους κοινωνικούς συσχετισμούς, όπως αναδεικνύονται στα πεδία των κοινωνικών αντιπαραθέσεων και ανταγωνισμών. Μπορεί δια μέσου της προεδρικής εκλογής του Κ. Καραμανλή να προσανατολίζουν τη ΝΔ στην κατεύθυνση διαμόρφωσης της συντηρητικής εναλλακτικής λύσης για τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, απαλλάσσοντας έτσι τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη από την παρενόχληση των άμεσων πολιτικών απειλών του Γ. Σουφλιά και Μ. Έβερτ, ωστόσο όμως το ζήτημα είναι κατά πόσον ο σχεδιασμός αυτός θα κατορθώσει να αρθρωθεί λειτουργικά στις κοινωνικές συμμαχίες της σύγχρονης δεξιάς παράταξης. Άλλωστε, τόσο η πολιτική πρακτική του Μ. Εβερτ, όσο και οι πολιτικές κατευθύνσεις των Γ. Σουφλιά - Κ. Μητσοτάκη, σ' αυτό το στόχο αποσκοπούσαν, δηλαδή στη διαμόρφωση ενός συνεκτικού δεξιού κοινωνικού μπλοκ, ικανού να εξυπηρετήσει την αστική στρατηγική, ωστόσο στη βάση διαφοροποιημένων κοινωνικών συμμαχιών σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Η μεν παρέμβαση των Γ. Σουφλιά - Ν. Μπακογιάνη - Σ. Μάνου, επιχειρούσε να επανακατακτήσει την άμεση εμπιστοσύνη των επιχειρηματικών κέντρων εξουσίας, ως προοπτικής μεσοπρόθεσμης διαχείρισης (στην περίπτωση πολιτικού κλονισμού του σημιτικού ΠΑΣΟΚ από ένα ενδεχόμενο κύμα λαϊκών αντιδράσεων που θα Σελίδα 4 / 17

επεκτείνονταν στην εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής), τα οποία είχαν εμφανώς στηρίξει, και συνεχίζουν να το κάνουν, τον Κ. Σημίτη στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβριου 1996. Όμως, το γεγονός ότι η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη κατόρθωσε με την άκαμπτη στάση της να αντιμετωπίσει τις κινητοποιήσεις των αγροτών και των εκπαιδευτικών, ενίσχυσε περισσότερο τις προτιμήσεις των αστικών κέντρων προς το σημιτικό ΠΑΣΟΚ ως μεσοπρόθεσμο διαχειριστή των πραγμάτων, κι έτσι μείωσε και απομάκρυνε την άμεση χρησιμότητα της επιλογής Γ. Σουφλιά στη δεξιά παράταξη. Η δε αντιπολιτευτική «λαϊκιστική» πρακτική του Μ. Έβερτ, ενταγμένη στην παραδοσιακή δεξιά στρατηγική, επιχειρούσε να συγκρατήσει τα μικροαστικά ταξικά ερείσματα της ΝΔ, καθώς και τις εργατικές της λαϊκές προσβάσεις (αγροτικό κίνημα, απεργίες καθηγητών), επανασυγκροτώντας και ενδυναμώνοντας το δεξιό κοινωνικό μπλοκ (αστικές μερίδες, μικροαστικά στρώματα, τμήματα εργαζομένων στην Κοινή Ωφέλεια και στη Δημόσια Διοίκηση). Το μοιραίο γι' αυτήν την πολιτική του Μ. Έβερτ στάθηκε ότι οι αστικές κοινωνικές μερίδες προέκριναν το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη ως προσφορότερη λύση άμεσης κυβερνητικής διαχείρισης, μέχρι το σημείο τουλάχιστον της ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ, έτσι ώστε το δεξιό κοινωνικό μπλοκ, ενώ συσπειρώθηκε στο μικροαστικό - λαϊκό επίπεδο, εντούτοις στερήθηκε της «αστικής του ομπρέλας», κι έτσι παρέμεινε αναποτελεσματικό, χωρίς άμεση προοπτική. Το υπό την ηγεμονία του Κ. Σημίτη ΠΑΣΟΚ, εξ αιτίας της μέχρι σήμερα πλειοψηφικής εκλογικής του εμβέλειας στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, αλλά και της σχετικής του αποδοχής από μικροαστικά και αστικά στρώματα, είναι καταλληλότερο για την προώθηση της στρατηγικής της ευρωπαϊκής σύγκλισης. Μια άμεση κυβερνητική διαχείριση της ΝΔ στην εκδοχή Μ. Έβερτ ή Γ. Σουφλιά, στην προοπτική του 2.000, θα ήταν εντελώς ανεπαρκής να αντιμετωπίσει μαζικές κινητοποιήσεις των λαϊκών τάξεων. Έτσι, οι πραγματικές μελλοντικές προοπτικές της λύσης Κ. Καραμανλή στην προεδρία της Δεξιάς, που την απομακρύνει από το ρόλο της άμεσα απειλητικής αντιπολίτευσης όσο και από το ρόλο του άμεσου διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας, δεν εξαρτώνται παρά από την ίδια την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στην επόμενη περίοδο. Η όποια όξυνση λ.χ. των εργατικών αντιδράσεων στην κυβερνητική επίθεση ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, με δεδομένη την οριακή εκλογική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ (πραγματική λαϊκή μειοψηφία του 42%), αποσταθεροποιώντας το σύστημα πολιτικής του διαχείρισης, αφήνει ακάλυπτο κενό στα δεξιά του (απουσία άμεσης εναλλακτικής δεξιάς λύσης), ενώ ταυτόχρονα εμποδίζει την άμεση υλοποίηση των κεντροαριστερών σχεδιασμών. Διότι όσο και αν η ΝΔ του Κ. Καραμανλή δεν μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο της άμεσης εναλλακτικής λύσης, εντούτοις ο ΣΥΝ και το ΔΗΚΚΙ δεν πρόκειται να δεχθούν να αυτοκτονήσουν άμεσα προσφέροντας χείρα βοηθείας σ' ένα κοινωνικά παραπαίον ΠΑΣΟΚ (ο λόγος περί Κεντροαριστεράς αφορά κυβερνητικές συμμαχίες στην προοπτική του 2.000 κι όχι στο σήμερα). Άρα, η κρίση κυβερνητικής αποσταθεροποίησης σ' αυτή την περίπτωση θα είναι άμεση, δίχως εύκολες δυνατότητες αποτελεσματικής της επίλυσης από τις δυνάμεις της αστικής διαχείρισης. Κι από την άλλη πλευρά, η όποια εργατική κινητικότητα όπως και οι όποιες αντιδράσεις των μικροαστικών στρωμάτων στις συνέπειες της πορείας της ευρωπαϊκής νομισματικής ολοκλήρωσης, δεν θα μπορούν να καλυφθούν πολιτικά από τη ΝΔ όπως επιχειρήθηκε να γίνει με την αντιπολιτευτική πρακτική του Μ. Έβερτ. Γιατί οι όποιες κοινωνικές κινητοποιήσεις θα επιζητούν άμεσες διεξόδους και απαντήσεις κι όχι «ενατενίσεις» του μέλλοντος της ΝΔ από τον Κ. Καραμανλή, πράγμα που θα τις στρέφει προς τα αριστερά, ανοίγοντας τη δυνατότητα ριζοσπαστικής τους πολιτικής μετάπλασης. Αυτή η πολιτική σύμπτωση και παραλληλία της κυβερνητικής εξουσίας του ΠΑΣΟΚ και της αντιπολιτευτικής πρακτικής της ΝΔ συμπληρώνεται και ενισχύεται από τη διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών του αστικού κοινωνικού μπλοκ, πράγμα που αποτελεί μια ριζικά καινούργια κατάσταση σε σχέση με ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο. Το σύνολο των μέτρων της κυβερνητικής πολιτικής, που στρέφονται κατ' εξοχήν ενάντια στην εργατική τάξη της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής, εξασφαλίζει την ενεργό υποστήριξη των μερίδων της αστικής τάξης, την αποδοχή εκ μέρους της πλειοψηφίας των μικροαστικών στρωμάτων, καθώς και τέλος την παθητική συναίνεση ενός μέρους της μισθωτής εργασίας στις κοινωφελείς και δημόσιες υπηρεσίες. Στο επίπεδο της αστικής τάξης η εφαρμοζόμενη πολιτική ευρωπαϊκής νομισματικής σύγκλισης, βαλκανικής Σελίδα 5 / 17

οικονομικής επέκτασης και κυρίως ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, συγκεντρώνει τη δραστήρια υποστήριξη όλων ανεξαίρετα των μερίδων της εργοδοσίας, τόσο εκείνων που αντιπροσωπεύουν τις επιχειρηματικές δυνάμεις της επιθετικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, όσο και εκείνων που εκφράζουν την τακτική της αμυντικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Ταυτόχρονα, και πέρα από επιμέρους διαφοροποιήσεις (λ.χ. απαίτηση για άμβλυνση της νομισματικής πολιτικής της «σκληρής δραχμής» προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστική θέση παραδοσιακών μερίδων του ελληνικού καπιταλισμού), πρόκειται για μια πολιτική που ενοποιεί τόσο το διεθνοποιημένο πολυεθνικό κεφάλαιο (π.χ. ενδεικτικές είναι οι κατευθύνσεις για την ελαστικοποίηση της εργασίας της Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τράπεζας των Βιομηχάνων), όσο και τα τμήματα του μικρομεσαίου κεφαλαίου, το οποίο βρίσκει σ' αυτά τα μέτρα ανατροπής των εργασιακών σχέσεων μια δικλείδα ασφαλείας για την αναπαραγωγή του μέσα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού. Στο πεδίο της μικροαστικής διαστρωμάτωσης αναδεικνύεται μια ευρεία πλειοψηφική συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, που περιλαμβάνει πλειοψηφίες στο επίπεδο των κοινωνικών μικροαστικών οργανώσεων που ξεκινούν από το 65% και φτάνουν μέχρι το 90%. Αυτό ισχύει κατ' αρχάς για τις μικροαστικές μερίδες των νέων μικροαστικών τεχνοκρατικών στρωμάτων, όπως π.χ. στο ΤΕΕ, όπου με την εξαίρεση του 10% των αριστερών παρατάξεων (Πανεπιστημονική και Αριστερή Συσπείρωση) το σύνολο των μηχανικών εμφανίζεται συναινετικό σ' αυτή τη στρατηγική. Ισχύει όμως εξίσου για τις μερίδες της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης των πόλεων, όπως στην περίπτωση της ΓΣΕΒΕΕ, όπου μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1997 και παρ' όλη την ανάδειξη του ΚΚΕ σε πρώτη δύναμη με 33%, καταγράφηκε μια θεαματική μεταστροφή (εκπαραθύρωση της προηγούμενης «αγωνιστικής αντιμονοπωλιακής διοίκησης» και αντικατάστασή της από την πλειοψηφία του 67% των παρατάξεων του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΝ), προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των κοινοτικών προγραμμάτων και ενισχύσεων και της προσαρμογής στους όρους της ευρωπαϊκής οικονομικής ενσωμάτωσης. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση των νέων μικροαστικών μερίδων της φοιτητικής νεολαίας, όπου η μεγάλη πλειονότητα (περί το 80% της εκλογικής απήχησης στις σπουδαστικές εκλογές του Απριλίου 1997) παρουσιάζεται να υποστηρίζει τις αντίστοιχες κατευθύνσεις που εφαρμόζονται στον εκπαιδευτικό και ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Τέλος, ανάλογη παρουσιάζεται η στάση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων στην αγροτική παραγωγή, όπως η πλειονότητα των μεσαίων αγροτών που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού και καλλιεργούν περί το 40% των αγροτικών εκτάσεων, ενώ η δυσφορία εστιάζεται στα αγροτικά στρώματα που κατ' εξοχήν πλήττονται, τους μισοπρολετάριους της υπαίθρου και τους μικρούς αγρότες. Επιπρόσθετα, ο κυρίαρχος κοινωνικός συνασπισμός επιτυγχάνει δια μέσου της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ την παθητική ανοχή και ουδετερότητα της πλειονότητας των εργαζομένων στρωμάτων στις κοινωφελείς επιχειρήσεις και στις δημόσιες υπηρεσίες. Το ισχύον «προνοιακό εργασιακό καθεστώς» αυτών των κατηγοριών της μισθωτής εργασίας παραμένει σ' ολόκληρη την τρέχουσα περίοδο στο απυρόβλητο. Τόσο το νομικό θεσμικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε το καλοκαίρι του 1996 για τη λειτουργία των ΔΕΚΟ, όσο και το καινούργιο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, δεν θίγουν τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα» που διαθέτει η πλειοψηφία των απασχολουμένων στην κεντρική δημόσια διοίκηση και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας σε σχέση με την εργατική τάξη και τον άνεργο κόσμο της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εργατικές ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΣΕ κλπ.) εμφανίζουν την τελευταία 4ετία μια ορισμένη συνδικαλιστική παθητικοποίηση, ενώ σαν κύριο στήριγμα της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ που είναι, αναδεικνύουν στην πλειονότητά τους μια συναινετική στάση απέναντι στον «κοινωνικό διάλογο». Άλλωστε, σ' ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του 1997, κι ενώ μπορούσαν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην αμφισβήτηση του κυβερνητικού φιλελευθερισμού (ιδιωτικοποιήσεις, εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική), οδηγήθηκαν σε επιμέρους συμφωνίες «εργασιακής ειρήνης» με την κρατική εξουσία (ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, ΟΤΟΕ, ΠΟΣ, ΟΜΕ/ΟΤΕ.). Σε συνθήκες γενικευμένης εργασιακής ανασφάλειας, μαζικής ανεργίας, απροσμέτρητης εντατικοποίησης, άκρατου αυταρχισμού, αυστηρής εισοδηματικής λιτότητας για την πλειοψηφία των μισθωτών εργαζομένων Σελίδα 6 / 17

στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή, οι 450 χιλιάδες εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα απολαμβάνουν ένα «προνοιακό εργασιακό καθεστώς», που χαρακτηρίζεται από: Τη δια βίου εξασφάλιση της μονιμότητας απασχόλησης (ενώ στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν 450 χιλιάδες άνεργοι, όσοι και οι απασχολούμενοι στο δημόσιο τομέα της οικονομίας). Την κατοχύρωση εισοδηματικών παροχών που κατά μέσο όρο υπερτερούν σαφέστατα μέχρι σχεδόν διπλασιασμού σε σχέση με τα εισοδήματα των εργαζομένων στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή. Την απουσία παραγωγικής εντατικοποίησης στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και στις περισσότερες περιπτώσεις των κοινωφελών οργανισμών, και την εξασφάλιση χαμηλών εργασιακών ρυθμών απασχόλησης, σε σύγκριση με τη διαρκή εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας της εργατικής τάξης στις βιομηχανικές, εμπορικές, τεχνικές κλπ. επιχειρήσεις. Την άσκηση, σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό από τον ιδιωτικό τομέα, εποπτικών, και γενικά κοινωνικά «καταξιωμένων» επαγγελματικών ρόλων, (λ.χ. εκπαιδευτικοί, γιατροί, μηχανικοί κ. ά.), τουλάχιστον σε σημαντικούς τομείς των δημόσιων οργανισμών. Αντίθετα στην ιδιωτική οικονομία η εργασία είναι σε πολύ ψηλότερα ποσοστά εκτελεστική, αλλοτριωμένη, χαμηλής κοινωνικής καταξίωσης και κύρους. Τις δυνατότητες (που σε σημαντικές περιπτώσεις αποτελούν συγκεκριμένες υλικές πραγματικότητες) ανάπτυξης «μορφών συναλλαγής» ορισμένων μερίδων των ανώτερων δημοσιοϋπαλληλικών κλιμακίων με τους καπιταλιστικούς οικονομικούς μηχανισμούς, που προκύπτουν από την ίδια τη θέση ισχύος τμημάτων της δημοσιοϋπαλληλίας (εφοριακοί με τις επιχειρήσεις, μηχανικοί με τις εργοληπτικές εταιρίες, γιατροί με τις λίστες αναμονής των νοσοκομείων, αστυνομικοί με τα πολύμορφα κυκλώματα κλπ.), πράγμα που διασφαλίζει επιπρόσθετες εισοδηματικές αμοιβές σ' αυτά τα στρώματα. 3. Διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης της εργατικής τάξης. Μικροαστική ριζοσπαστική ηγεμονία στη μισθωτή εργασία Η εφαρμογή της φιλελεύθερης πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, με την ενεργό συμπολιτευόμενη συναίνεση της ΝΔ, όσο κι αν διασφαλίζει την κοινοβουλευτική υποστήριξη του 80% περίπου των αντιπροσώπων του εκλογικού σώματος, εντούτοις είναι φανερό ότι, με τον αντιλαϊκό της χαρακτήρα, θέτει σε δοκιμασία τις σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης. Η χαλάρωση των σχέσεων εκπροσώπησης εντοπίζεται κυρίως στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, κι αυτό γιατί στο επίπεδο της δεξιάς παράταξης οι σχέσεις αυτές δεν πρόκειται να διαταραχθούν, στο μέτρο που εδράζονται στην αντιπροσώπευση ταξικών δυνάμεων του κυρίαρχου κοινωνικού μπλοκ (αστικά στρώματα και μικροαστικές μερίδες). Η εκπροσώπηση της δεξιάς παράταξης αφορά δηλαδή μια κοινωνική διαστρωμάτωση που δεν θίγεται από τα μέτρα ελαστικοποίησης της μισθωτής εργασίας, κι ακόμη περισσότερο υποκινεί και στηρίζει ή ανέχεται αυτή την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Αντίθετα αποτελέσματα παράγονται στο ΠΑΣΟΚ, επειδή η αντιπροσώπευση εδώ έχει ως κύρια κοινωνική της υπόβαση πλειοψηφικά στρώματα του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού, δηλαδή την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής, τον εργαζόμενο κόσμο στην κοινή ωφέλεια και στη δημόσια διοίκηση, τους εργαζόμενους αγρότες παραγωγούς (πέρα απ' τη μειοψηφική της αναφορά στις μικροαστικές τάξεις, που βρίσκεται γενικά στο μισό περίπου της γενικής κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης). Ο κλονισμός των ιστορικά διαμορφωμένων σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης αυτών των κοινωνικών ομάδων θα καταγράψει αναγκαστικά το δεύτερο μεγάλο κύμα του στην περίοδο 1997-2001, μετά το πρώτο ιστορικό κύμα κρίσης αυτών των σχέσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (1986-88). Ο πρώτος μαζικός κλονισμός αυτών των σχέσεων «στρεβλής» πολιτικής εκπροσώπησης είχε οδηγήσει στην πολιτικο-συνδικαλιστική αυτονόμηση του ριζοσπαστικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού ρεύματος στο δεύτερο Σελίδα 7 / 17

μισό της σεκαετίας του 1980. Αυτό, συνιστώντας εν δυνάμει ιστορική συνιστώσα του εργατικού αντικαπιταλιστικού αριστερού κινήματος, παρ' όλη του την κοινωνική δυναμική (εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα και εργατικές ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ), εκφράστηκε πολιτικο-εκλογικά με ποσοστά περιθωριακού χαρακτήρα (0,2%) και οδηγήθηκε εντέλει στην παραφθορά και στην επανενσωμάτωση (συνεργούσης τότε και της συγκρότησης του ενιαίου ΣΥΝ και του σχηματισμού των συμμαχικών κυβερνήσεων ΣΥΝ - ΝΔ, και της μετέπειτα οικουμενικής διακυβέρνησης). Απεναντίας, στις σημερινές συνθήκες, μια 10ετία μετά, εξ αιτίας της εν τω μεταξύ διάλυσης του κοινωνικού συνδικαλιστικού ιστού στην καπιταλιστική βιομηχανία και στην ευρύτερη ιδιωτική οικονομία, καθώς και της σχετικής τοποθέτησης στο απυρόβλητο του «προνοιακού εργασιακού καθεστώτος» των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, η όποια λαϊκή εργατική δυναμική και αποστασιοποίηση έναντι της ιστορικής μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να εκφραστεί άμεσα με τους προηγούμενους ευνοϊκούς κινηματικούς όρους. Η μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ από τη ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία (1974-85) στον ήπιο μονεταρισμό (1985-90) κι από εκεί στο φιλελευθερισμό με κοινωνικό πρόσωπο (1990-96) για να καταλήξει στο σημερινό εκσυγχρονιστικό μετωπικό νεοφιλελευθερισμό (1996 προς το 2000) οδήγησε στη μονοδιάστατη διαφοροποίηση στο εκλογικό επίπεδο ενός μέρους του εκλογικού του σώματος (με το 4% του ΔΗΚΚΙ), κι όχι σε διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο, το οποίο έχει υποστεί κατά την τελευταία 10ετία ανεπανόρθωτη φθορά, αποδιάρθρωση και ενσωμάτωση. Μ' άλλες λέξεις, στην τρέχουσα συγκυρία, απουσιάζουν οι κοινωνικοί οργανωτικοί συνδικαλιστικοί όροι επανάληψης του σχίσματος - αυτονόμησης του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού ριζοσπαστικού ρεύματος μέσα στα πλαίσια του ΠΑΣΟΚ (αποδεκατισμός των εργοστασιακών σωματείων, αδρανοποίηση του εργατικού συνδικαλισμού στις κοινωφελείς επιχειρήσεις), εξ' ου και η πολιτική αδυναμία των όποιων αντιπολιτευτικών κέντρων του «κοινωνικού ΠΑΣΟΚ», σε κομματικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, να διαδραματίσουν υλικό και βαρύνοντα ρόλο, πέρα από φραστικούς ακροβατισμούς. Κατά συνέπεια, η σημερινή αποστασιοποίηση εργατικών δυνάμεων του λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού από την εκσυγχρονιστική νεοφιλελεύθερη κυβερνητική διαχείριση του ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να εκφραστεί ευθέως κοινωνικά και πολιτικά και στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι δυνητικά αναδείξιμη στο εκλογικό επίπεδο, με μορφές βέβαια που δεν προκύπτουν από την αυτοτελή πολιτικο-συνδικαλιστική δυναμική, αλλά κινούνται στον αστερισμό του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, όπως εν προκειμένω στην περίπτωση του ΔΗΚΚΙ. Η αυτοτελής συνδικαλιστική συγκρότηση και πολιτική ενεργοποίηση του εργαζόμενου κόσμου που αντικειμενικά αποστασιοποιείται από τα κυβερνητικά μέτρα ακύρωσης των βασικών ιστορικών εργατικών δικαιωμάτων, όσο και η δυνητική πολιτική του συγκρότηση και σηματοδότηση, ως σύγχρονης εκδοχής μιας ριζοσπαστικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας, κι έτσι η συνολική του απόσπαση από τη σφαίρα της εκλογικής εμβέλειας του ΠΑΣΟΚ, αποτελεί τον πρώτο «γόρδιο δεσμό» για το σύγχρονο αριστερό κίνημα των εργαζομένων. Γιατί αυτή η αντικειμενική εν δυνάμει κοινωνική κίνηση και πολιτική αποστασιοποίηση δεν μπορεί να απορροφηθεί, όπως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία των δύο μεταπολιτευτικών 10ετιών, από τα λειτουργούντα πολιτικά και συνδικαλιστικά σχήματα του αριστερού εργατικού κινήματος. Είναι ανέφικτη η σύμπραξή του με το δυναμικό του ΚΚΕ, εξ αιτίας της εμπεδωμένης απώθησης που ασκείται απ' αυτό στον εργαζόμενο εργοστασιακό κόσμο, εξ αιτίας της βαθύτατα παραδοσιακής χρεοκοπημένης του φυσιογνωμίας, της διαταξικής του «αντιμονοπωλιακής» στρατηγικής, που προέρχονται από την ασφυκτική μικροαστική του ηγεμόνευση, η οποία και αναπαράγεται χάρη στον άκαμπτο γραφειοκρατικό κομματικό του μηχανισμό. Είναι εξίσου αδύνατη η συμπόρευσή του με τις δυνάμεις του ΣΥΝ, οι οποίες εντοπίζονται κυρίαρχα στη νέα μικροαστική κοινωνική διαστρωμάτωση, βρίσκονται σε απόσταση από την εργατική τάξη και ακολουθούν γενικά μια εκσυγχρονιστική πολιτική κεντροαριστερής τελικά απόληξης, γεγονός εξίσου απωθητικό γι' αυτόν τον εργαζόμενο και αγροτικό λαϊκό κόσμο. Πολύ περισσότερο αυτές οι εργατικές λαϊκές δυνάμεις δυσκολεύονται να συνευρεθούν με τις σχηματοποιήσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι οποίες απουσιάζουν ουσιαστικά από την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής και από τον εργαζόμενο αγροτικό κόσμο, αναπαραγόμενες μονοδιάστατα στο φοιτητικό πληθυσμό και σε συνεπακόλουθες μερίδες των νέων Σελίδα 8 / 17

μικροαστικών στρωμάτων, που ωστόσο αντιμετωπίζουν δυσμενείς όρους ένταξής τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (άνεργοι εκπαιδευτικοί, νέοι μηχανικοί κλπ.). Δεν μπορούν τέλος να δραστηριοποιηθούν κοινωνικά στα πλαίσια του ΔΗΚΚΙ, γιατί η υπόσταση αυτού του σχηματισμού έχει μονοδιάστατα εκλογικά - κοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά, η δε ενδεχόμενη ενσωμάτωσή τους σ' αυτή την κατεύθυνση θα δρούσε ακυρωτικά για την πολιτικο-συνδικαλιστική τους δραστηριοποίηση και αυτονόμηση. Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να στραφούν στο εκλογικό επίπεδο προς την κατεύθυνση της δεξιάς παράταξης, παρά μόνον εντελώς περιθωριακά (όπως και προς τα άλλα πολιτικά σχήματα), έχοντας επίγνωση της ταξικής φύσης και των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της ΝΔ και της ΠΟΛΑΝ. Μ' αυτή την έννοια, εφ' όσον δεν μεταλλαχθούν οι συντεταγμένες κίνησης των αριστερών πολιτικών σχηματισμών και στο βαθμό που επικρατεί η αποδιάρθρωση - ουδετεροποίηση του εργατικού συνδικαλισμού, οι προοπτικές αποστασιοποίησης του εργαζόμενου κόσμου του ΠΑΣΟΚ, εξ αιτίας της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξής του είναι: Είτε η αυτοτελής πολιτικο-συνδικαλιστική ενεργοποίηση των εργαζομένων, εγχείρημα σήμερα ακόμη δυσχερέστερο απ' ό,τι στην περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 1980, όπου υπήρξε η κοινωνική υπόβαση που στήριξε τη ριζοσπαστική εργατική σοσιαλδημοκρατία. Είτε, η περαιτέρω παραφθορά αυτού του σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης και των εργαζομένων αγροτών και η αναπαραγωγή τους στο πεδίο της πολιτικής εκπροσώπησης του ΠΑΣΟΚ, εν απουσία υπαρκτής εναλλακτικής προοπτικής, κατά έναν τρόπο παθητικής αποδοχής ή ανοχής, πράγμα που θα σήμαινε την ολοσχερή επικράτηση της φιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμόνευσης στις εργατικές συνειδήσεις. Ο σημερινός διαχωρισμός των δύο πολιτικών μπλοκ στη συγκυρία της προοπτικής ένταξης στην ΟΝΕ, της εμπέδωσης της βαλκανικής επέκτασης και κυρίως της ολοκληρωτικής αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή, δεν ταυτίζεται με τον αντικειμενικό ταξικό διαχωρισμό των δύο ανταγωνιστικών κοινωνικών συνασπισμών (αστικού και λαϊκού). Η αναπαραγωγή της πολιτικής διαφοροποίησης στην τρέχουσα περίοδο συνιστά συνειδητή πολιτική επιλογή της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να διευρύνει την κοινωνική βάση της στρατηγικής της όσο και να επιτύχει τη σχετική εξουδετέρωση της όποιας δυνητικής ανάπτυξης των λαϊκών αντιδράσεων για τη ματαίωση των μέτρων ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Στην πλευρά του κυρίαρχου κοινωνικού μπλοκ τοποθετούνται το σύνολο των αστικών μερίδων (υποκίνηση των νεοφιλελεύθερων μέτρων εργασιακής ελαστικοποίησης), η πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων, παραδοσιακών και νέων, των αστικών κέντρων και της υπαίθρου (υποστήριξη της εκσυγχρονιστικής πολιτικής), η πλειοψηφία της φοιτητικής νεολαίας καθώς και ένα σημαντικό μέρος του εργαζόμενου κόσμου στη δημόσια διοίκηση και στις κοινωφελείς επιχειρήσεις (παθητική αποδοχή εξ αιτίας των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του «προνοιακού εργασιακού καθεστώτος»). Από την άλλη πλευρά, στο πεδίο του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ βρίσκεται το σύνολο της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής (βιομηχανία, εμπόριο, κατασκευές, μεταφορές κλπ.), τα απόκληρα τμήματα της νεολαιίστικης πλειοψηφίας, ένα περιορισμένο τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού και ορισμένων νέων πτυχιούχων, ο άνεργος εργατικός κόσμος, οι μισοπρολετάριοι της υπαίθρου και οι μικροί αγρότες παραγωγοί, μια μειονότητα των μικροαστικών στρωμάτων που πλήττονται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση ευθέως, και ένα μειοψηφικό ριζοσπαστικό τμήμα των εργαζομένων κατηγοριών στις δημόσιες και κοινωφελείς υπηρεσίες, καθώς και το ξένο εργατικό δυναμικό. Η κύρια διαφοροποίηση εντοπίζεται στα εργαζόμενα στρώματα του δημόσιου και κοινωφελούς τομέα της οικονομίας, πράγμα που κι αυτό εξαρτάται απ' την ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης των εργαζομένων στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία. Αντιπροσωπεύοντας αθροιστικά περί το 1/10 του συνολικού ΟΕΠ και κυρίως αποτελώντας παραδοσιακά χώρους σοβαρής συνδικαλιστικής πυκνότητας, που υπήρξαν μάλιστα ιστορικά μορφές «ατμομηχανής» του εργατικού κινήματος, η μετατόπισή τους στη σημερινή συγκυρία σηματοδοτεί μια καθοριστικής σημασίας μεταλλαγή στον ταξικό συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων στην προοπτική της ολοκλήρωσης της ένταξης της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση. Με δεδομένη δε Σελίδα 9 / 17

την ευρεία υποστήριξη που παρέχεται στη φιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική από τη μεγάλη πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων (που αποτελούν το 1/3 του συνόλου του ΟΕΠ), αλλά και την ενιαία πολιτική στρατηγική που ηγεμονεύει στο σύνολο των αστικών μερίδων σήμερα (παραδοσιακών και εκσυγχρονιστικών), το αστικό κοινωνικό μπλοκ εμφανίζεται με ισχυροποιημένη κοινωνική υπόβαση και συμμαχίες. Η στάση έτσι της πλειοψηφίας της διοίκησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ (που διαθέτει μηδενική σχεδόν αντιπροσωπευτικότητα στην εργατική τάξη της καπιταλιστικής οικονομίας και εκπροσωπεί μονομερώς τις εργατικές ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ), καθώς και της πλειονότητας της ΑΔΕΔΥ και των περισσοτέρων επιμέρους ομοσπονδιών της, απέναντι στον «κοινωνικό διάλογο» για την επιβολή των μέτρων ακύρωσης των θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων, δηλαδή η έμπρακτη και ουσιαστική τους συναίνεση, δεν αποτελεί «προδοτική» και «υποταγμένη» μόνον στάση, αλλά αντανακλά ακριβώς (και αποδεικνύει ταυτόχρονα) αυτή τη μετατόπιση των εργαζομένων στρωμάτων της κοινής ωφέλειας και της δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα, απέναντι στο σύνολο αυτών των κυβερνητικών μέτρων του δεύτερου νεοφιλελεύθερου κύματος, είτε δεν αναδεικνύεται κανενός είδους αξιόπιστη αντιπαλότητα με στοιχειωδώς μαζικά χαρακτηριστικά, είτε προβάλλονται ανεπαρκείς μορφές αντιπολιτευτικής αντιμετώπισης, και σε κάθε περίπτωση καταγράφεται μια αδυναμία ευρείας, φερέγγυας και αποτελεσματικής αντίκρουσης σ' αυτά τα μέτρα από την πλευρά του αριστερού, πολιτικού και συνδικαλιστικού, εργατικού κινήματος. Κι αυτό σε διαφοροποίηση από το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, όπου απέναντι στην εφαρμογή των επιταγών της Λευκής Βίβλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταγράφονται εργατικές και πολιτικές αντιδράσεις είτε από την εργατική σοσιαλδημοκρατική οπτική (λ.χ. μαζικές κινητοποιήσεις των γερμανικών συνδικάτων αυτοκινητοβιομηχανίας), είτε από την αριστερή ριζοσπαστική σκοπιά (απεργιακό κύμα του γαλλικού Δεκέμβρη 1995, κινητοποιήσεις στην ιταλική βιομηχανία μετάλλου και πολιτικές παρεμβάσεις της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης κλπ.). Σ' ολόκληρο έτσι το τελευταίο διάστημα δεν αναδεικνύονται στην ελληνική πραγματικότητα ισχυρές εργατικές και πολιτικές αντιπολιτευτικές δράσεις απέναντι στην ασκούμενη φιλελεύθερη κρατική πολιτική. Οι μεν αγροτικές κινητοποιήσεις του τέλους 1996 - αρχών 1997 περιορίστηκαν αποκλειστικά στο θεσσαλικό κάμπο με τη συμμετοχή περί των 10 χιλιάδων νοικοκυριών, καταγράφοντας μια αδυναμία γενίκευσης στον αγροτικό κόσμο πανελλαδικά (815 χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά) και μια κυριαρχία της μεσαίας αγροτικής διαστρωμάτωσης στους μισοπρολετάριους και μικρούς αγρότες παραγωγούς. Οι δε εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις στη μέση παιδεία στους πρώτους μήνες του 1997 δεν κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν παρά το μισό δυναμικό των καθηγητών και οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό αδυνατώντας να συνδεθούν με τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Από εκεί και πέρα, τόσο από την συνδικαλιστική πλευρά όσο και από την πλευρά των αριστερών πολιτικών σχηματισμών δεν καταγράφηκαν παρά περιθωριακές και εξαιρετικά αναιμικές αντιπολιτευτικές δράσεις τόσο απέναντι στον Κρατικό Προϋπολογισμό 1997, όσο και έναντι της εισοδηματικής πολιτικής λιτότητας και «εργασιακής ειρήνης», όσο και απέναντι στις εκκαθαρίσεις - ιδιωτικοποιήσεις βιομηχανικών μονάδων (λ.χ. Γκουντγήαρ, Σόφτεξ, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ. ά.), όπως και και κυρίως απέναντι στα τελευταία κυβερνητικά μέτρα ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και νομιμοποίησης των αλλαγών δια μέσου του «κοινωνικού διαλόγου». Ολοκληρωτικά αποψιλωμένη εργατική συμμετοχή στις πανελλαδικές κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ με αποκορύφωμα τις πρωτομαγιάτικες εργατικές συγκεντρώσεις που δεν συσπείρωσαν παρά συνολικά ποσοστά κάτω του 1% της εργατικής τάξης (παντελής απουσία αντιπροσωπευτικότητας των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων). Αδρανοποίηση των εργατικών ομοσπονδιών της κοινής ωφέλειας (ΟΤΕ, ΔΕΗ, Τραπεζών κλπ.), στο βαθμό που απομακρύνθηκε προσωρινά η προοπτική ιδιωτικοποίησής τους και τέθηκε στο απυρόβλητο το «προνοιακό εργασιακό καθεστώς» τους. Ολοσχερής αποδεκατισμός του εργοστασιακού συνδικαλισμού από τις εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων και τον καπιταλιστικό βιομηχανικό εκσυγχρονισμό, πλήρης συρρίκνωση των παραδοσιακών κλαδικών εργατικών ομοσπονδιών της καπιταλιστικής παραγωγής. Ακινητοποίηση των μικρομεσαίων στρωμάτων στη μεγάλη τους πλειονότητα (επαγγελματοβιοτεχνών, μεσαίων παραγωγών της υπαίθρου, νέων μικροαστικών μερίδων) καθώς και παρατεταμένη απουσία δραστηριοποίησης της φοιτητικής και σπουδαστικής νεολαίας. Κι από την άλλη πλευρά, αναδεικνύεται η ανεπάρκεια και των Σελίδα 10 / 17

τριών κύριων εκδοχών του σημερινού αριστερού κινήματος (ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ). 4. Λαϊκή αντιπροσώπευση και μικροαστική ηγεμονία στο παραδοσιακό ελληνικό αριστερό κίνημα Στα πλαίσια του σημαντικότερου πολιτικού σχηματισμού του ελληνικού αριστερού εργατικού κινήματος, του ΚΚΕ, εκείνο που κατ' εξοχήν καταγράφεται είναι η αναφορά, έκφραση και αντιπροσώπευση αμυντικών και βελτιωτικών κατευθύνσεων σε σχέση με την εργατική τάξη, ενσωματωμένων και ενταγμένων στη στρατηγική των παραδοσιακών μικροαστικών μερίδων (επαγγελματοβιοτεχνών, μεσαίων αγροτών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ.), απέναντι στην οικονομική κυριαρχία των δυναμικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ομίλων και συμπλεγμάτων. Μια συμμαχία δηλαδή παραδοσιακών μικροαστικών τμημάτων και εργατικών κατηγοριών υπό την ηγεμονία των πρώτων στις δεύτερες, εξ' ου και παραμορφώνεται η αναφορά στην ταξική πολιτική, στην επαναστατική προοπτική, στην εργατική τάξη και στο σοσιαλισμό, δια μέσου της μικροαστικής επιρροής και επικαθορίζεται από την «πατριωτική ανάπτυξη», από την «αντιμονοπωλιακή πολιτική», από το «διαταξικό δημοκρατικό μέτωπο», κ. ά. παραμέτρους που συνιστούν ίδια πολιτικο-ιδεολογικά γνωρίσματα του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, ο οποίος και εκτρέπει την καθολική εργατική χειραφέτηση προς τον «οικονομισμό - βελτιωτισμό». Μ' αυτή την έννοια, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παρακάμπτονται και αντικαθίστανται από την «ολιγαρχία», η αστική εξουσία εκτοπίζεται και στη θέση της τίθεται η «μονοπωλιακή ασυδοσία», ο ταξικός διαχωρισμός των δύο ανταγωνιστικών κοινωνικών συνασπισμών (αστικού και λαϊκού) συσκοτίζεται ολοσχερώς, έτσι ώστε η εργατική τάξη, η νεολαία, η παραδοσιακή και νέα μικροαστική τάξη να εμφανίζονται σαν ένα ενιαίο διαταξικό κοινωνικό μίγμα του «λαού» απέναντι στα «μονοπώλια», η ριζοσπαστική επαναστατική κοινωνική μεταλλαγή μετατίθεται αέναα σε στάδια μεθύστερα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου» κλπ. Το ζήτημα βέβαια που προκύπτει δεν είναι η συμπαράταξη μερίδων της μισθωτής εργασίας με τη μικροαστική διαστρωμάτωση, αλλά η υπαγωγή των αναγκών και συμφερόντων γενικευμένης χειραφέτησης της εργατικής τάξης στις κυρίαρχες οικονομικές επιδιώξεις των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίες και αποτυπώνουν τη δική τους «αντιμονοπωλιακή» στρατηγική και φυσιογνωμία στο σύνολο του αντίστοιχου λαϊκού κινήματος, επισκιάζοντας και εκτοπίζοντας την εν δυνάμει αντικαπιταλιστική οπτική. Έτσι, συνολικά το ΚΚΕ εμφανίζεται να διαθέτει πολιτική εμβέλεια στα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, (επαγγελματίες, βιοτέχνες, μεσαίους αγρότες κλπ.) πολλαπλάσια της συνολικής εκλογικής του απήχησης (33% στη ΓΣΕΒΕΕ και ηγεμονική πλειοψηφία στην Πανθεσσαλική ΣΕΑ των αγροτών έναντι του 5% στο γενικό εκλογικό επίπεδο). Εξίσου ποσοστό διπλάσιο του γενικού του επιπέδου (10%) εμφανίζει στο νέο μικροαστικό τμήμα της νεολαίας (φοιτητικός πληθυσμός στα ΑΕΙ). Απεναντίας οι επιδόσεις του στα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης (λ.χ. μηχανικοί στο ΤΕΕ) βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με το κοινοβουλευτικό του ποσοστό, πράγμα που δεν αναδεικνύει καμιά ιδιαίτερη επιρροή σ' αυτές τις μικροαστικές μερίδες. Αντίθετα στην εργατική τάξη της βιομηχανίας, στις κοινωφελείς επιχειρήσεις, στις εμπορικές υπηρεσίες, στις τεχνικές εταιρίες κλπ. η πολιτική του επιρροή και κοινωνική του εμβέλεια έχει μεν στοιχειώδη υπόσταση, ωστόσο βρίσκεται σε εμφανέστατα χαμηλότερα επίπεδα, που στο γενικό μέσο όρο είναι κατά πολύ μικρότερη της επιρροής του στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Η εργατική του επιρροή είναι σήμερα εξαιρετικά περιορισμένη, και εντοπίζεται κυρίως σε απομονωμένους συνδικαλιστικούς θύλακες, που είτε έχουν διαταξικά χαρακτηριστικά μικροαστικής σύνθεσης (υπεργολάβοι και φατουρατζήδες στις οικοδομές), είτε αφορούν εντελώς περιορισμένους χώρους (π.χ. ναυτεργάτες), είτε αναφέρονται σε προβληματικές προς εκκαθάριση επιχειρήσεις. Η φαινόμενη συνδικαλιστική του εκπροσώπηση σε Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες καθώς και στο επίπεδο της ΓΣΕΕ, όπως και του ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα, αφορά εξαιρετικά περιορισμένα τμήματα εργαζομένων, επειδή η συνολική εργατική αντιπροσωπευτικότητα αυτών των θεσμικών οργανώσεων είναι αναιμική αν όχι μηδαμινή. Η ίδια η δόμηση και ο αντιμονοπωλιακός - εθνικοπατριωτικός προσανατολισμός του ΚΚΕ αποδιαρθρώνει Σελίδα 11 / 17

συστηματικά και ακυρώνει εν τη γενέσει την όποια δυνατότητα ανάδειξης της εργατικής χειραφετητικής υποκειμενικότητας των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Αυτό το κυρίαρχο πολιτικό χαρακτηριστικό που διατρέχει την κοινωνική υπόσταση του ΚΚΕ το καθιστά αναποτελεσματικό και ανεπαρκές να δράσει συσπειρωτικά στο λαϊκό εργαζόμενο κόσμο προκειμένου να αναδειχθεί μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής επίθεσης, που στοχεύει στην κατάργηση θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι αναδείχθηκαν, στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου του 15ου Συνέδριου του ΚΚΕ (Μάιος 1996), εργατικές αντικαπιταλιστικές κριτικές και απορρίψεις της στρατηγικής του «αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου», αποτελεί ένδειξη ενός εν δυνάμει εργατικού επαναστατικού προσανατολισμού λαϊκών δυνάμεων της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ, που όμως παραμένει ατελέσφορος, καθώς περιθωριοποιείται οργανωτικά και πολιτικά, μέσα από τη συγκεντρωτική - γραφειοκρατική λειτουργία του κομματικού μηχανισμού, που επιβάλλει τις ηγετικές απόψεις: «Συνεχίζουμε και σήμερα να είμαστε προσανατολισμένοι σε μια κατεύθυνση της αναπτυξιολογίας... Είναι καιρός ν' απαλλαγούμε απ' αυτές τις αστικές αντιλήψεις και να συνδέσουμε ξανά τα συνθήματά μας με την αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των επιχειρήσεων». «Ηθελημένα στο Σχέδιο Προγράμματος παραμερίζεται ο ρόλος του εργατικού κινήματος, σαν έκφραση ανάπτυξης της ταξικής πάλης... ενώ ο σοσιαλισμός προβάλλεται σαν κάποιο μακρινό, άπιαστο όνειρο, μια εξιδανίκευση που δεν απαντάει στα σημερινά προβλήματα (σωματεία απομαζικοποιημένα, ξεπουλημένες ηγεσίες, συνεργασία και δέσιμο με ΣΕΒ και κυβέρνηση)». «Δεν μπορείς σε όλη την πορεία να διαπαιδαγωγείς την εργατική τάξη σε εκσυγχρονιστική βάση και ξαφνικά σ' ένα επίπεδο πάλης να ζητάς την επαναστατικοποίησή της για να δημιουργήσεις τις ρήξεις της στον καπιταλισμό... Προσπαθούμε συχνά με τεχνοκρατικούς όρους να έχουμε λύσεις για όλα τα προβλήματα, προσανατολίζοντας τη λύση τους στον καπιταλισμό, ενώ δε χωράνε λύσεις του σοσιαλισμού σε καπιταλιστικά τετράδια». Πρόκειται για ορισμένες μόνον, δειγματοληπτικά, από τις κριτικές τοποθετήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας στη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η αντιπαράθεση που έρπει στους κόλπους του ΚΚΕ στο τελευταίο διάστημα (Μάιος 1997) ανάμεσα στη συνδικαλιστική τάση της εργατικής ταξικής αυτονόμησης και στην κυρίαρχη μικροαστική πολιτική της υπαγωγής της στις θεσμικές συνδικαλιστικές σχηματοποιήσεις και στην κοινοβουλευτική χειραγώγηση. Να λοιπόν ο δεύτερος «γόρδιος δεσμός» που χρειάζεται να λύσουν οι λαϊκές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις του σημερινού κινήματος: Να συμβάλουν στην ανάδειξη αυτής της πολιτικο-κοινωνικής αντίφασης και αντίθεσης στα πλαίσια της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς, στο διαχωρισμό αυτών των δύο κόσμων (του παραδοσιακού μικροαστισμού και των εργατικών δυνάμεων), πράγμα που θα ανατρέψει τους όρους ύπαρξης του ΚΚΕ, οδηγώντας το στην αντιστοίχηση της κοινωνικής του εμβέλειας με την πολιτική του φυσιογνωμία και στρατηγική (σχηματισμός του μικροαστικού μεταρρυθμισμού) Όπως ακριβώς ιστορικά συνέβη στο πεδίο του εργοστασιακού συνδικαλισμού στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, όπου ο εργαζόμενος βιομηχανικός κόσμος συγκροτούσε αυτοδύναμα τη δική του ταξική υποκειμενικότητα, σε αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, που έκφραζε ανοικτά την αντίθεση και εναντίωση του προς τα εργοστασιακά σωματεία. Επρόκειτο για μια σημαδιακή αντιπαράθεση, που δεν αφορούσε μονοσήμαντα τη μορφή της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, αλλά την ίδια την αυτόνομη ταξική συγκρότηση των εργοστασιακών εργατοϋπαλλήλων, σε διαχωρισμό από τη μικροαστική ριζοσπαστική («αντιμονοπωλιακή») ηγεμόνευση του ΚΚΕ. Ενδεικτική απ' αυτή την άποψη στάθηκε στην πρόσφατη περίοδο η πολιτική πρακτική και κοινωνική απεύθυνση του ΚΚΕ στις κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου, όπου και ασκούσε μια σαφή ηγεμονία, και οι συνεπακόλουθες παλινωδίες και ανεπάρκειες της τακτικής του, εξαιτίας της λογικής του «αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου» και της κυριάρχησης των μεσαίων αγροτικών στρωμάτων στους μισοπρολετάριους της υπαίθρου και στους μικρούς αγρότες παραγωγούς. Στο επίπεδο ακριβώς της σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού, που απαρτίζεται σήμερα από 815 χιλιάδες νοικοκυριά (19% του συνολικού ΟΕΠ), έχει επέλθει στις τελευταίες δεκαετίες, παράλληλα με τη συνολική του μείωση και την Συρρίκνωση του ποσοστού της αγροτικής Σελίδα 12 / 17