ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2016 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Ἠθικά Νικομάχεια (Β 1, 5-8) Α1. Με ανα λογο τρο πο (γί νονταί) καί οί οίκοδο μοί καί ο λοί οί α λλοί (τεχνί τες).δηλαδη χτί ζοντας με καλο τρο πο σπί τία θα γί νουν καλοί οίκοδο μοί, ο μως χτί ζοντας με κακο τρο πο, κακοί. Γίατί, αν δεν η ταν ε τσί τα πρα γματα, καθο λου δεν θα χρείαζο ταν ο δα σκαλος, αλλα ο λοί θα η ταν καλοί η κακοί απο τη γε ννηση τους. Το ί δίο λοίπο ν συμβαί νεί καί με τίς αρετε ς δηλαδη κα νοντας ο σα συμβαί νουν στίς συναλλαγε ς μας με τους α λλους ανθρω πους γίνο μαστε α λλοί δί καίοί καί α λλοί α δίκοί, κα νοντας ο μως ο σα ε χουν με σα τους το στοίχεί ο του φο βου καί συνηθί ζοντας να αίσθανο μαστε φο βο η θα ρρος, α λλοί γίνο μαστε ανδρεί οί καί α λλοί δείλοί.το ί δίο συμβαί νεί καί με ο σα ε χουν σχε ση με τίς επίθυμί ες καί με την οργη (μας) α λλοί δηλαδη γί νονταί σω φρονες καί πρα οί, ενω α λλοί ακο λαστοί καί οργί λοί, α λλοί με το να συμπερίφε ρονταί σ αυτα με αυτο ν τον συγκεκρίμε νο τρο πο καί α λλοί με εκεί νο τον τρο πο. Καί με ε ναν λο γο λοίπο ν απο ο μοίες ενε ργείες δίαμορφω νονταί τα μο νίμα στοίχεί α του χαρακτη ρα μας. Γί αυτο πρε πεί να προσδί δουμε μία ορίσμε νη ποίο τητα στίς ενε ργείε ς μας γίατί συ μφωνα με τίς δίαφορε ς αυτω ν δίαμορφω νονταί καί τα μο νίμα στοίχεί α του χαρακτη ρα μας.
Β1. Το επίχείρημα που φέρνεί ως μαρτυρι α («μαρτυρεί δε») αφορα το ε ργο των νομοθετω ν. Βασίκο ς στο χος καί επίδί ωξη τους εί ναί να κα νουν τους πολί τες να αποκτη σουν την ηθίκη αρετη με σω του εθίσμου σε ανα λογες πρα ξείς καί συμπερίφορε ς («οί γα ρ νομοθε ταί του ς πολί τας ε θί ζοντες ποίου σίν α γαθου ς. Ε τσί αποδείκνυ εταί αφενο ς ο τί οί ηθίκε ς αρετε ς δεν υπα ρχουν με σα μας εκ φυ σεως καί αφετε ρου ο τί αυτε ς δεν αποκτω νταί αλλίω ς, παρα μο νο με τη δίαρκη α σκηση καί την επανα ληψη ηθίκω ν πρα ξεων. Ωστο σο, ο Αρίστοτε λης επίσημαί νεί ο τί κα ποίοί νομοθε τες πετυχαί νουν τον στο χο τους καί κατορθω νουν να βοηθη σουν τους πολί τες στην α σκηση της αρετη ς με τον τρο πο που πρε πεί, ενω κα ποίοί α λλοί αποτυγχα νουν να ασκη σουν σωστα τους πολί τες στην αρετη. Γί αυτο, α λλωστε, καί τα πολίτευ ματα δίακρί νονταί σε καλα καί λίγο τερο καλα. και διαφε ρει του τω πολιτει α πολιτει ας α γαθη φαυ λης»: Ο Αρίστοτε λης συνήθως δίακρίνεί τα πολίτευ ματα σε ορθά καί σε παρεκβάσείς των ορθών, δηλαδή τίς εκτροπές από αυτά (βλ. Πολίτίκά). Εδώ όμως δεν αναφέρεταί σε αυτό,καθώς προϋποτίθεταί ότί ο νομοθέτης επίδίώκεί σε κάθε περίπτωση το καλό των πολίτών, απλώς μπορεί να μην έχεί πάντα επίτυχία στο στο χο του αυτο ν. Παρατηρεί ταί, λοίπο ν, ο τί η λε ξη «φαυ λης» (κανονίκα «φαυ λος» σημαί νεί κακο ς, ευτελη ς, αση μαντος) χρησίμοποίεί ταί εδω με δίαφορετίκη σημασί α, ε τσί ω στε να ανταποκρί νεταί στίς αντίλη ψείς του φίλοσο φου. Συγκεκρίμε να, ο Αρίστοτε λης δεν πίστευ εί ο τί υπα ρχουν κακα πολίτευ ματα, αφου πρωταρχίκο ς στο χος ο λων των νομοθετω ν, καί α ρα καί των πολίτευμα των με σα στα οποί α δρουν, εί ναί να κα νουν τους πολί τες ενα ρετους ασκω ντας τους στην ηθίκη αρετη, προκείμε νου να φτα σουν στον υ ψίστο στο χο, την ευδαίμονί α. Το κρίτη ρίο δία κρίσης των πολίτευμα των σε καλα καί λίγο τερο καλα αφορα τον βαθμο επίτυχί ας του ε ργου των νομοθετω ν: ο σο δηλαδη πίο κοντα στον στο χο τους φτα νουν, να οδηγη σουν τους πολί τες στην ηθίκη αρετη, καί α ρα στην ευδαίμονί α, το σο πίο καλο θεωρεί ταί καί το πολί τευμα. Κυ ρίο ε ργο των νομοθετω ν εί ναί να κα νουν, με τους νο μους, τους πολί τες ηθίκου ς, ενα ρετους, να τους σταθεροποίη σουν στον δρο μο της αρετη ς γία να εί ναί καί η πολίτεί α αγαθη. Εντυ πωση μας προκαλεί η σείρα των λε ξεων στη φρα ση αυτη. Η κανονίκη σείρα θα η ταν: «δίαφε ρεί του τω πολίτεί α α γαθη πολίτεί ας φαυ λης». Η ανωμαλί α αυτη ί σως να οφεί λεταί καί πα λί στο γεγονο ς ο τί τα κεί μενα του Αρίστοτε λη αποτελου ν προσωπίκε ς σημείω σείς, που λείτουργου σαν βοηθητίκα στο ε ργο της δίδασκαλί ας του, καί επομένως σε κάποία σημεία εντοπί ζουμε χαρακτηρίστίκα του προφορίκου λο γου (ελλείπτίκότητα συντομία κ.α.)
και δια τω ν αυ τω ν και γι νεται πα σα α ρετη και φθει ρεται»: Ο Αρίστοτε λης αναφέρεταί στον τρόπο με τον οποί ο πραγματω νεταί η ηθίκη αρετη επίσημαίνοντας ότί γία την κατάκτησή της προηγείταί η πράξη (η επανάληψη, η εξάσκηση, ο εθίσμός). Στο πλαίσίο αυτής της θέσης προσθέτεί ο τί κα θε μορφη ηθίκη ς αρετη ς, εί τε αυτη γί νεταί εί τε φθεί ρεταί, ε χεί ως αφετηρί α τίς ί δίες αίτί ες καί τα ί δία με σα. Ε τσί γία συγκεκρίμε νους λο γους καί με την κατα λληλη α σκηση οί α νθρωποί κατακτου ν την αρετη καί ακρίβω ς γία τους αντί θετους λο γους καί με την ακατα λληλη α σκηση η αρετη εκφυλί ζεταί. Ο Αρίστοτε λης εννοεί μα λλον μία δίαδίκασί α «δο μησης» καί «αποδο μησης» της αρετη ς ενίσχυ οντας τη θε ση του γία τον επί κτητο χαρακτη ρα της. Τα ρη ματα «γί νεταί φθεί ρεταί» μας παραπε μπουν στο θεμελίω δες αντίθετίκο ζευ γος της φίλοσοφίκη ς σκε ψης «γε νεσίς φθορα». Γία τον Αρίστοτε λη, αυτη η ταν μία φυσίκη δίαδίκασί α μονο δρομη: γε νεση => αυ ξηση => τελεί ωση => παρακμη => φθορα. Αυτη, λοίπο ν, η δίαδίκασί α ακολουθεί ταί καί στίς ηθίκε ς αρετε ς. Κα θε αρετη γία τους ί δίους λο γους καί χρησίμοποίω ντας τα ί δία με σα γεννίε ταί καί με την καλη εξα σκηση κατακτίε ταί, ενω με την κακη εξα σκηση χα νεταί. ε κ τω ν ο μοι ων ε νεργειω ν αι ἑ ξεις γι νονται: Όπως αναφέρεί ο φίλόσοφος, τα μόνίμα στοίχεία του χαρακτήρα μας, είτε αυτά είναί καλά είτε κακά, δίαμορφώνονταί μέσα από τη συστηματίκή επανάληψη ομοίων ενεργείών. Γί αυτό καί πρέπεί οί ενέργείές μας να έχουν συγκεκρίμένη ποίότητα, αφού την ποίοτίκή δίαφορά των ενεργείών την ακολουθεί καί η ποίοτίκή δίαφορά των στοίχείων του χαρακτήρα. Ο Αρίστοτέλης είσα γεί σε αυτο το σημεί ο τη νε α ε ννοία «ε ξίς». Η λε ξη αυτη ετυμολογίκα παρα γεταί απο το θε μα του με λλοντα του ρη ματος «ε χω» καί συγκεκρίμε να απο το σεχ- < hεχ- < ε χ + την παραγωγίκη κατα ληξη σίς, η οποί α δηλω νεί ενε ργεια. Αρχίκη σημασί α της λε ξης εί ναί το να κατε χεί κανεί ς συνε χεία κα τί που ε χεί αποκτη σεί. Γία τον Αρίστοτε λη η λε ξη απε κτησε ηθίκο περίεχο μενο: ει ναι τα μο νιμα στοιχει α του χαρακτη ρα μας, που αποκτιου νται με την επι μονη α σκηση και την επανα ληψη συγκεκριμε νων ενεργειω ν. Ακρίβω ς ο τί η «ε ξίς» απορρε εί απο εθίσμο καί δεν εί ναί κα τί ε μφυτο φαί νεταί καί απο τη χρη ση του ρη ματος «γί νονταί», το οποί ο δεί χνεί ο τί η «ε ξίς» προκυ πτεί με σα απο μί α δίαδίκασί α, απο ε να βαθμίαί ο τρο πο δίαμο ρφωση ς της καί κατα κτηση ς της απο τον α νθρωπο. Ση μερα η λε ξη ε χεί αποκτη σεί ψυχολογίκο περίεχο μενο καί εί ναί η συνη θεία ως αποτε λεσμα επανα ληψης, μα θησης η συνεχου ς επί δρασης του ί δίου παρα γοντα. Β2. Ο ρόλος των τρίών λέξεων «Οὕτω δή καί» είναί είσαγωγίκός στο νέο επίχείρημα του Αρίστοτέλη. Συγκεκρίμένα, το τροπίκό επίρρημα «Οὕτω» είναί ομοίωματίκό προς τα προηγούμενα καί δηλώνεί αναλογίκή θεώρηση του θέματος που ακολουθεί. Ο φίλο σοφος χρησίμοποίεί δηλαδή έναν αναλογικο συλλογισμο (οὕτω..) γία να αποδείξεί τη μεγάλη αξία που έχεί η πράξη γία την απόκτηση της ηθίκής αρετής: ο πως γία την εκμα θηση των τεχνω ν εί ναί απαραί τητος ο εθίσμο ς σε κατα λληλες ενε ργείες,
ε τσί καί γία την κατα κτηση των ηθίκω ν αρετω ν ε χεί σημασί α η επανα ληψη ί δίων πρα ξεων («ο μοί ων ε νεργείω ν»). Με τον συμπερασματίκο συ νδεσμο «δη» ανακεφαλαίω νονταί τα προηγου μενα, ενω ο προσθετίκός συ νδεσμος «καί» είσα γεί το νε ο επίχεί ρημα, με το οποί ο δεί χνεί ο τί καί στίς αρετε ς ίσχυ εί το ί δίο που συμβαί νεί στίς τε χνες. Όπως, δηλαδή, η κατα λληλη η η ακατα λληλη α σκηση κα νεί τον τεχνί τη καλο η κακο αντί στοίχα, ε τσί καί η ποίο τητα του εθίσμου στον τομέα των αρετω ν καθορί ζεί την ποίο τητα των αποκτημε νων αρετω ν. Ο Αρίστοτε λης προβαί νεί στην παρουσί αση εμπείρίκών παραδείγμα των γία να δεί ξεί ο τί, ο πως καί στίς τε χνες, ε τσί καί στίς αρετε ς η απο κτηση τους γί νεταί με τον εθίσμο καί η ποίο τητα τους εξαρτα ταί απο την ποίο τητα του εθίσμου που προηγη θηκε. Τα παραδεί γματα αναφε ρονταί σε αρετε ς που συνδε ονταί με τον τρο πο με τον οποί ο οί α νθρωποί συναλλα σσονταί μεταξυ τους (κοίνωνίκε ς σχε σείς), αντίμετωπί ζουν τίς δυ σκολες καταστα σείς της ζωη ς τους καί δίαχείρί ζονταί τίς επίθυμί ες καί την οργη τους. Επί σης, παρατηρου με ο τί ο φίλο σοφος δίακρί νεί δυ ο αντί θετους τρο πους συμπερίφορα ς: ο ε νας οδηγεί στην κατα κτηση των ηθίκω ν αρετω ν, ενω ο α λλος ο χί. Αρχίκά, με τη φράση «πρα ττοντες γα ρ τα ε ν τοι ς συναλλα γμασι τοι ς προ ς του ς α νθρω πους γινο μεθα οἱ με ν δι καιοι οἱ δε ἀ δικοι» αναφε ρεταί στίς κοίνωνίκε ς σχε σείς των ανθρω πων. Ο τρο πος με τον οποί ο οί α νθρωποί μαθαί νουν να συναλλα σσονταί, αυτο ς καθορί ζεί καί την ποίο τητα του χαρακτη ρα τους ως προς αυτο. Αν μαθαί νουν να εί ναί δί καίοί στίς συναλλαγε ς τους, γί νονταί δί καίοί, αν ο χί, α δίκοί. Η δίαμο ρφωση του η θους γί νεταί υπο θεση του ί δίου του ανθρω που, ο οποί ος καί ε χεί την ευθυ νη των πρα ξεων του. Στη συνέχεία, παραθέτοντας το χωρίο «πρα ττοντες δε τα ε ν τοι ς δεινοι ς και ε θιζο μενοι φοβει σθαι ἠ θαρρει ν οἱ με ν α νδρει οι οἱ δε δειλοι» ο Αρίστοτε λης δεί χνεί ο τί ο τρο πος με τον οποί ο οί α νθρωποί μαθαί νουν να αντίμετωπί ζουν τίς δυ σκολες καί αντί ξοες καταστα σείς στη ζωη τους, δίαμορφω νεί τη στα ση καί τη συμπερίφορα τους. Ε τσί αν μαθαί νουν να αντίμετωπί ζουν ψυ χραίμα καί με σθε νος τίς δυσκολί ες χωρί ς να αγνοου ν τους κίνδυ νους, γί νονταί ανδρεί οί, αν ο χί, δείλοί. Τέλος, με το ακόλουθο παράδείγμα «Ο μοι ως δε και τα περι τα ς ε πιθυμι ας ἐ χει και τα περι τα ς ο ργα ς οἱ με ν γα ρ σω φρονες και πρα οι γι νονται, οἱ δ α κο λαστοι και ο ργι λοι, οἱ με ν ε κ του ου τωσι ε ν αυ τοι ς α ναστρε φεσθαι, οἱ δε ε κ του ου τωσι.» ο Αρίστοτε λης εξηγεί ο τί ο τρο πος με τον οποί ο αντίμετωπί ζουν οί α νθρωποί τον ί δίο τον εαυτο τους καί μα λίστα τίς επίθυμί ες καί τίς ορμε ς τους, καθορί ζεί τον χαρακτη ρα τους. Αν μαθαί νουν να τίθασευ ουν καί να εκλογίκευ ουν τίς επίθυμί ες καί τίς ορμε ς τους, γί νονταί συνετοί καί πρα οί, αν ο χί, ασυ δοτοί καί οξυ θυμοί. Συνεπω ς, ο τρο πος με τον οποί ο οί α νθρωποί δίαχείρί ζονταί τα πεδί α αυτα της εκδη λωσης της συμπερίφορα ς τους εί ναί καθορίστίκο ς γία την ηθίκη ποίο τητα τους. Με τη χρήση των ρηματίκών τύπων που αναφέρονταί σε πράξείς, «γίνόμεθα γίνονταί πράττοντες ἐθίζόμενοί» δηλώνεταί ενε ργεια, ενώ ο ενεστώτας δηλώνεί την επανα ληψη. Ε τσί, δίνεταί η ευκαίρία στον Αρίστοτέλη να αποδείξεί τον βαθμιαι ο τρο πο κατα κτησης της αρετη ς, καθώς καί ότί καί οί έξείς, όπως καί οί αρετές, δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά είναί αποτελέσματα κάποίων ενεργείών.
Από τα παραπάνω γίνεταί αντίληπτό ότί ο Αρίστοτέλης δίνεί κοινωνικο χαρακτη ρα στην αρετή. Αυτό προκύπτεί απ το ότί τόσο η αρετή της δίκαίοσύνης όσο καί της σωφροσύνης καί της πραότητας σχετίζονταί με τίς καθημερίνές δραστηρίότητες του ανθρώπου, αντανακλούν στον κοίνωνίκό περίγυρο καί ρυθμίζουν τίς δίαπροσωπίκές του σχέσείς. Η κοίνωνία είναί άλλωστε αυτή που θα κρίνεί καί θα αξίολογήσεί ποία πράξη είναί ηθίκή. Β3. Ε νας λόγίος τον οποίο είχε την τύχη να συναντήσεί ο Αρίστοτέλης στην Ακαδημία, όταν ήρθε να σπουδάσεί σ αυτήν, ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο. Ο νεαρός, τότε, αυτός επίστήμονας, ήταν μία από τίς πίο προίκίσμένες προσωπίκότητες της αρχαίότητας. Ήταν μαθηματίκός, αστρονόμος καί γεωγράφος καί ο Πλάτωνας δε δίστασε καθόλου να του εμπίστευθεί κατά τη δίάρκεία της απουσίας του, τη δίεύθυνση της σχολής του. Δεν ήταν λοίπόν μόνο τυχερός ο νεαρός Σταγείρίτης που «βρέθηκε», όπως είπε ένας αρίστοτελίστής των ημερών μας, «την πίο κατάλληλη στίγμή στον πίο σωστό τόπο, εκεί δηλαδή όπου υπήρχαν οί κατάλληλοί άνθρωποί που θα μπορούσαν να γονίμοποίήσουν με έναν εντελώς ξεχωρίστό τρόπο τη σκέψη του βοηθώντας την να απλώσεί μέσα σε σύντομο χρόνο τα δίκά της φτερά» πίο σημαντίκό θα πρέπεί να θεωρηθεί το γεγονός ότί με την απουσία του Πλάτωνα ο Αρίστοτέλης, είχε από την πρώτη στίγμή, την ευκαίρία να δεχτεί ακρίβώς εκείνη την επίδραση που πρέπεί να ανταποκρίνόταν πολύ αμεσότερα στη δίκή του ψυχοσύνθεση, την απόλυτα σχεδόν θετίκά καί επίστημονίκή, την ελάχίστα οπωσδήποτε ποίητίκή (τέτοία ήταν κατά βάση η ψυχοσύνθεση του Πλάτωνα). Β4. Ετυμολογικα γηγενη ς γίνόμενον, γίνεταί, γίνονταί, εγίνοντο, γίνόμεθα, γίνονταί ε σθλο ς ἐστίν, ἒσονταί μισαλλοδοξι α συναλλάγμασί δε ος δείλοί, δείνοῖς στρεβλο ς ἀναστρέφεσθαί Γ1. Εσύ μου φαίνεσαί (φαίνεταί) ότί λες πείστίκή απόδείξη, είπα εγώ, ότί δηλαδή δεν είναί αυτή η τέχνη αυτών που γράφουν λόγους (λογογράφων), την οποία, αν αποκτήσεί κάποίος θα μπορούσε να γίνεί ευτυχίσμένος. Καί όμως εγώ νόμίζα ότί κάπου εδώ θα φαίνόταν η επίστήμη, την οποία, λοίπόν, από παλίά αναζητούμε. Δίότί καί οί άνδρες αυτοί, οί λογογράφοί, όταν τους συναναστρέφομαί (είμαί μαζί τους), μου φαίνονταί, Κλείνία, ότί είναί υπερβολίκά σοφοί καί αυτή η τέχνη τους (ότί είναί) κάποία θεσπέσία
(θεία) καί υψηλή. Καί πράγματί αυτό δεν είναί καθόλου παράξενο δίότί είναί τμήμα (μόρίο) της τέχνης των μάγων καί λίγο υποδεέστερη (κατώτερη) από εκείνη. Δίότί (η τέχνη) βέβαία των μάγων είναί γήτεμα καί των φίδίών καί των αραχνών καί των σκορπίών καί των άλλων θηρίων καί των ασθενείών, ενώ (η τέχνη των λογογράφων) τυχαίνεί να είναί καί γήτεμα καί παρηγορίά καί των δίκαστών καί αυτών που πηγαίνουν στην εκκλησία του δήμου καί των άλλων λαϊκών συναθροίσεων (μαζών). Γ2. ἔφην κτησάμενος τις εὐδαίμων ᾤμην φανήσεσθαι πάλαι κήλησι τυγχάνοι οὖσα : φάτε : ἐκτῶ : τινῶν : εὔδαιμον : ᾠήθη : πεφάνθω : παλαίτερον : κήλησι : τύχοιεν : ἐσομέναις Γ3α. μοι : δοτίκή προσωπίκή του κρίνοντος προσώπου στο ρηματίκό τύπο «δοκεῖς». εὐδαίμων : κατηγορούμενο στο υποκείμενο«τίς», μέσω του συνδετίκού ρηματίκού τύπου «ἄν εἴη». ἥν ἐκείνης οὖσα : αντίκείμενο στο ρηματίκό τύπο «ζητοῦμεν». : γενίκή συγκρίτίκή, ως β όρος σύγκρίσης στο «ὑποδεεστέρα», με α όρο το εννοούμενο υποκείμενο «τέχνη». : κατηγορηματίκή μετοχή, ως κατηγορούμενο στο «ἡ δέ (τέχνη)» μέσω του ρηματίκού τύπου «οὖσα».
Γ3β. κτησα μενος: επίρρηματίκή υποθετίκή μετοχή, συνημμένη στο «τίς», ως επίρρηματίκός προσδίορίσμός της προϋπόθεσης στο ρηματίκό τύπο «ἄν εἴη». Αναλυ εται σε υποθετίκή πρόταση ως εξής: εἰ τίς κτήσαιτο (υπόθεση) ἄν εἴη (απόδοση). Η υποθετίκή πρόταση εκφέρεταί με ευκτίκή, δίότί μαζί με το ρηματίκό τύπο της απόδοσης «ἄν εἴη», συγκροτεί λανθάνοντα, απλό υποθετίκό λόγο που δηλώνεί την απλή σκέψη του λέγοντος, στον οποίο η υπόθεση είναί απλή ευκτίκή.