Ο Μαγικός Κόσμος του παιδικού βιβλίου: Βιβλιοκαταδύσεις (Οι πειρατές της καμινάδας) Τρίτη, 02 Δεκεμβρίου 2014 20:35
Από την Εύη Τσιτιρίδου Ευγένιος Τριβιζάς, Οι πειρατές της καμινάδας, εικονογράφηση: Βαγγέλης Ελευθερίου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2012 (επετειακή β έκδοση) Αγαπημένε μας Ευγένιε, δεν σου κρύβω ότι έχω πάθει ένα πατατατράκ από τη στιγμή που ο Μαγικός Κόσμος του Παιδικού Βιβλίου μου ανέθεσε να παρουσιάσω ένα από τα υπέροχα βιβλία σου, τους «Πειρατές της καμινάδας». Είσαι τόσο καταπληκτικός όταν επιτίθεσαι στην πεζή μας καθημερινότητα με το μαγικό σου μολυβολιοβόλο στρογγυλοκαλοξυσμένο (ουφ, το είπα!) κι έτοιμο να εκσφενδονίσει παραμυθορουκέτες! Αλήθεια, πεζή τη λέμε επειδή ποτέ δε χρησιμοποιεί άλλο μέσο συγκοινωνίας εκτός από τα ποδαράκια της, επειδή ποτέ δεν ιππεύει άλογο αλλά μόνο παράλογο, ή επειδή συνήθως επιλέγουμε να την περιγράψουμε -και μάλλον και να τη ζήσουμε- μεμικρά και όχι με ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα; Σημείωσε την απορία μου και να την απαντήσεις, όποτε βρεις λίγο καιρό, παρακαλώ! Αχ, κύριε Τριβιζά μας, τρεις μέρες και επτά νύχτες τριβέλιζαν στο μυαλό μου διάφορες σκέψεις για του λόγου σου και είπα να τις αραδιάσω όλες στον υπολογιστή για να ξεμπερδέψω μια και καλή, αλλά τελικά κατέληξα σε μία: πιστεύω ότι ανήκεις στο σπάνιο εκείνο είδος παραμυθάδων, που ξέρουν από φυσικού τους, απέξω κι ανακατωτά, τη μαγική συνταγή που μπορεί να κατατροπώσει όχι μόνο την όποια μάγισσα Σκυλάουρα Ουστ, αλλά και την ύπουλη ετεροθαλή αδερφή της, την -στόμα έχω και μιλιά δεν έχω- Σουτ Θουτ («κωδική» ονομασία για τη Σιωπηλή Συνήθεια). Αυτή η μαντάμ καθόλου δεν χωνεύει τα όπα όπα («κωδική» ονομασία για τα Παράτολμα Παραμύθια). Τις προάλλες, που τρακάραμε μύτη με μύτη μαζί της, μικροί και μεγάλοι, πάνω σ έναν ανισόπεδο γλόμπο, παραλίγο να μας μεταμορφώσει σε αγαλματάκια αμίλητα, ακούνητα κι αγέλαστα. Πως είπες; Τι μπορείς να κάνεις εσύ; Πααααάρα πολλά, προφορικά και γραπτά! Και το έχεις αποδείξει εκατομμύρια φορές, κυκλοφορώντας σε πολλές γλώσσες παντού στη γη, από τότε που εκδόθηκε το πρώτο σου παιδικό μυθιστόρημα, «Οι πειρατές της καμινάδας». Αυτό που εμπνεύστηκες μια παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν από 25 περίπου χρόνια! Χαρά που έκαναν τα Διαπλασόπουλα, όταν δημοσιεύθηκε στο αγαπημένο τους περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» το 1968, σε
είκοσι οκτώ συνέχειες! Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός τους, που το γραμματοκιβώτιό σου γέμισε ενθουσιώδεις επιστολές. Αγαπημένε μας Ευγένιε, μην με παρεξηγήσεις που το διάβασα με αρκετά χρόνια καθυστέρηση. Αυτό συνέβη επειδή εκείνη τη χρονιά γεννήθηκα. Ο καλός μας ο Φουντούλης, που έγινε αιτία να μην αποκλειστεί ο Άϊ Βασίλης από τις καμινάδες των σπιτιών και τις καρδιές των παιδιών, με περνάει, δηλαδή, πέντε ολόκληρα χρόνια! Αυτό που με κάνει να υποκλίνομαι μπροστά στο ταλέντο σου, αγαπημένε μας Ευγένιε, είναι ότι έχεις έναν δικό σου τρόπο να παρουσιάζεις ακόμη και τα δύσκολα και «βαριά» νοήματα με ανάλαφρα απλό και ελκυστικά προσιτό τρόπο. Αυτό ισχύει και για τις κακές, παραβατικές σχεδόν σκέψεις και πράξεις κάποιων ηρώων σου, όπως οι αδίστακτοι πειρατές Πατσούπε-Πε και Κορδόνε-Νε και φυσικά η μοχθηρή μάγισσα Σκυλάουρα Ουστ. Από δω το πας, από κει το πας, καταφέρνεις να μη φαντάζουν οι κακοί τόσο τρομεροί στα μάτια μας, αλλά να καταλήγουμε να τους συμπονούμε κιόλας, να ψάχνουμε αιτία για να τους πλησιάσουμε και να γιατρέψουμε την αδυναμία τους, με το πάντα θαυματουργό αντιβιοτικό της αθωότητας, της καλοσύνης και του χιούμορ. Έτσι, δεν μας κατακλύζει η αγωνία για την έκβαση του παραμυθιού. Αντιθέτως, το απολαμβάνουμε, γιατί διαισθανόμαστε ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, η δικαιοσύνη θα βρει ένα έξυπνο, χαρούμενο και πάντα απρόσμενο μονοπάτι-κλειδί, για να «ξεκλειδώσει» της ιστορίας την πλοκή και να θρονιαστεί θριαμβευτικά σε αυτή. Και τι όμορφα που σκιαγραφείς, αγαπημένε μας Ευγένιε, τους χαρακτήρες σου! Η γλώσσα σου είναι ταυτόχρονα τόσο απλή και οικεία και τόσο περίπλοκη και απαιτητική. Απίθανο λεξιπλάστη, λεξιπαίκτη, λεξιλάτρη, λεξικόφτη και λεξιράφτη σε θεωρώ! Τρελαίνομαι για τις περιγραφές σου, προσώπων, τοπίων, καταστάσεων. Κάθε μία είναι από μόνη της το δομικό υλικό για μια ακόμη ιστορία! Για παράδειγμα: «Όταν νυχτώσει για τα καλά, όταν ακουστεί το ροχαλητό του δήμαρχου, όταν αποκοιμηθούν οι αστρονόμοι κι οι πρώτοι υπνοβάτες αρχίσουν τον περίπατο στις στέγες, τότε έρχεται ο Ερμιμίκος Πις-Φις, ο πολυταξιδεμένος γάτος με τη φουντωτή ουρά, ο βοηθός του Άϊ Βασίλη. Ταξιδεύει με το ιπτάμενο ποδήλατό του στο μενεξεδένιο ουρανό. Μόλις δει σε κανένα έλατο ροζ ή γαλάζιες βαρκούλες, χαμηλώνει, τις μαζεύει, τις ρίχνει στο καλάθι του ποδηλάτου και πάλι παίρνει τ αψήλου». Όρεξη να έχουμε και φαντασία. Αν έγραφες εσύ της γλώσσας μας τη γραμματική και το συντακτικό, πιστεύω ότι δεν θα
υπήρχε παιδί που δεν θα ήθελε να πάρει Άριστα σε αυτό. Μήπως να το σκεφτείς σοβαρά; Μια πρόταση κάνω, μακάρι σ ευήκοα αυτιά! Το δεύτερο αξιοσημείωτο στο έργο σου, που κατά τη γνώμη μου το κάνει μοναδικό, είναι ότι τίποτα απ όσα διαβάζουμε δεν μας ξαφνιάζει. Ακόμη και τα πιο τρελά συμβάντα, τα πιο ανατρεπτικά, τα βρίσκουμε στο τέλος απολύτως φυσιολογικά! Όπως το ότι «εφτά Κινέζοι σοφοί, ύστερα από δώδεκα χρόνια εντατικής μελέτης και επίπονης έρευνας, είχαν καταφέρει να κατασκευάσουν επιτέλους την πρώτη τετράγωνη σαπουνόφουσκα του κόσμου». Μα πες μας το μυστικό: πως το πετυχαίνεις αυτό το μαγικό; Κάτι ακόμη που απεριόριστα θαυμάζω στη γραφή σου, είναι το υποδόριο χιούμορ σου. Όλα σου τα αστεία θέλουν σκέψη. Γελάμε αυθόρμητα με αυτά, αλλά γελάμε καλύτερα και περισσότερο όταν τα στοχαστούμε καλά. Γιατί τότε τα ευχαριστιόμαστε συνειδητά. Για παράδειγμα: «Πλάι στο έλκηθρο στεκόταν ο υπαστυνόμος Παντεσπάνης και έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα μια κλήση. - Δικό σας είναι αυτό το έλκηθρο; ρώτησε με αυστηρό ύφος μόλις τους είδε. - Όχι ακριβώς, τον πληροφόρησε ο Φουντούλης. - Όχι ακριβώς, ε; Τότε γιατί ετοιμαζόσαστε να μπείτε μέσα; - Βιαζόμαστε. - Μισό λεπτό. Τα πράγματα είναι απλά. Ή αυτό το έλκηθρο είναι δικό σας ή δεν είναι. Αν μεν είναι δικό σας, σας πληροφορώ ότι είναι παρκαρισμένο παράνομα και πρέπει να σας δώσω αυτήν εδώ την κλήση και να ειδοποιήσω το γερανό να έρθει να το πάρει. Αν πάλι δεν είναι δικό σας, πρέπει να σας συλλάβω επειδή επιχειρείτε να το κλέψετε. - Δεν είναι δικό μας, του εξήγησε ο Ιππόλυτος. Είναι του Άϊ-Βασίλη. Πάμε να τον σώσουμε. - Και δεν μου το λέτε τόση ώρα; είπε ο υπαστυνόμος Παντεσπάνης και έκανε την κλήση κομματάκια. Πηγαίνετε! Εδώ είσαστε ακόμα; Αν αργήσετε, μπορεί να μείνω χωρίς σφυρίχτρα». Δεν θα πω περισσότερα, αγαπημένε μας Ευγένιε. Μόνο ότι το ύφος γραφής σου είναι μοναδικό κι είναι πολλοί αυτοί που προσπαθούν να το αντιγράψουν και να το μιμηθούν. Όμως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας Αναγνωρίζεις έναν Τριβιζά ακόμη και με κλειστά μάτια, ή αυτιά. Θα μπορούσε να στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία παιδικής (και όχι μόνο)
ψυχαγωγίας βασισμένη στο έργο σου. Τολμώ να πω ότι αν ήσουν Αμερικανός, μπορεί να είχε ήδη δημιουργηθεί και να λειτουργούσε μία απίθανη TRIVIZALAND! Γιατί, δηλαδή, μήπως εσύ ή οι ήρωές σου υστερείτε σε τίποτα από τον Ντίσνεϋ και τους δικούς του ήρωες; Κλείνω εδώ την ταπεινή μου παρουσίαση με κάτι ακόμη, ίσως το πιο σημαντικό. Αγαπημένε μας Ευγένιε, όλοι όσοι σε αγαπάμε, δεν σε αγαπάμε μόνο επειδή απολαμβάνουμε αυτά που γράφεις, αλλά και γι αυτό που είσαι. Όσοι σε έχουν γνωρίσει από κοντά, καταλαβαίνουν τι εννοώ πολύ καλά! Καλές γιορτές σε όλους, λοιπόν, με πρωτοχρονιάτικες περιπέτειες σαν αυτή των «Πειρατών της καμινάδας», που δεν κουράζονται ποτέ να παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μας, χάρη στις κλασικές πλέον ζωγραφιές του Βαγγέλη Ελευθερίου. Και καλή βιβλιοαντάμωση σε κάποιο από τα επόμενα παραμύθια