Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΙΓΙΝΙΟΥ (17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912)
Γκινίδου Ευγενία Γκαϊντατζής Γιώργος
Πρόλογος - Επιλογής του θέματος
Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού μας, αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε στο σχολείο μας ένα project τοπικής ιστορίας. Επιλέξαμε ως θέμα την οικονομική και κοινωνική ζωή στο Αιγίνιο κατά τη δεκαετία του 1960, επειδή θέλαμε να έχουν οι μαθητές τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν υλικό από προσωπικές μαρτυρίες κατοίκων. Ωστόσο, για την ημερίδα τοπικής ιστορίας της διεύθυνσης επιλέξαμε ως θέμα την απελευθέρωση του χωριού μας το 1912 για δύο, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος είναι η προφανής επικαιρότητα του θέματος, ενόψει των επετειακών εκδηλώσεων λόγω της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την απελευθέρωση. Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι ότι τα γεγονότα που σχετίζονται με την απελευθέρωση του χωριού μας είναι τελείως άγνωστα, όχι μόνο στους μαθητές μας αλλά και σε όλους τους σημερινούς συντοπίτες μας. Θελήσαμε λοιπόν να δώσουμε ένα μικρό έναυσμα, για να αρχίσουν να γίνονται λίγο περισσότερο γνωστά.
Το ιστορικό
Η αποδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20 ου αιώνα διευκόλυνε την εκδήλωση των εθνικών διεκδικήσεων των λαών της Βαλκανικής, που πολλές φορές ήταν αλληλοσυγκρουόμενες.
Ήδη από την αρχή του αιώνα, στα εδάφη της Μακεδονίας Έλληνες και Βούλγαροι, κυρίως, συγκρούστηκαν για την επικράτηση της μιας εθνότητας επί της άλλης. Το ίδιο συνέβη και στο Αιγίνιο (Λιμπάνοβο τότε). Ο περιηγητής Νίκος Σχοινάς αναφέρει το Λιμπάνοβο, ως "τσιφλίκιον παρά τον Ἀλιάκμονα, κείμενον εἰς τούς πρόποδας μικροῦ βουνοῦ ἤ λόφων ἔχων 50 ως 60 οἰκογενείας ὀθωμανικάς και 60-70 χριστιανικάς, ὑποζύγια και τροφάς ἐν ἀφθονία, ἀπέχει δέ 1 ὥραν τῆς ἀκτής, ἤτοι τῆς σκάλας τοῦ Ἐλευθεροχωρίου". Ο Ζώτος Μολοσσός αναφέρει ότι το Λιμπάνοβο είχε 200 οικογένειες. (Ι. Καζταρίδη: Η Πιερία των περιηγητών και των γεωγράφων σελ. 183). Κατά τον Επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα, το χωριό κατοικούνταν από διακόσιους πενήντα ορθόδοξους Έλληνες περίπου και από εκατόν πενήντα μωαμεθανούς. Οι χριστιανοί κάτοικοι του Αιγινίου συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα με κάθε τρόπο. Το χωριό παρείχε οδηγούς, οι οποίοι έπαιρναν τους αγωνιστές από τις εκβολές του Αλιάκμονα (όπου τους έβγαζαν με βάρκες τα ελληνικά καράβια) και τους οδηγούσαν στα βουνά και τους βάλτους. Επίσης, οργάνωναν τη μεταφορά οπλισμού και εφοδίων και τη μεταφορά και περίθαλψη των τραυματιών. Γνωστός μακεδονομάχος του Αιγινίου ήταν ο Θανάσης Μακρής.
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20 ου αιώνα, η εθνικιστική πολιτική της νεοτουρκικής ηγεσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε ώστε τα βαλκανικά κράτη, αν και μέσα σε κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας, να συνενωθούν και να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της. Με την κήρυξη του πολέμου οι τοπικές Εθνικές Επιτροπές των Ελλήνων, που λειτουργούσαν σε όλα τα χωριά τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα μέχρι το 1908, ειδοποιήθηκαν να βοηθήσουν στο έργο του ελληνικού στρατού με παροχή πληροφοριών κ.ά., και κάλεσαν όλα τα παλιά στελέχη τους να είναι σε ετοιμότητα.
Σ αυτόν τον πόλεμο, η ελληνική στρατιωτική δύναμη αποτελούνταν από το στρατό της Ηπείρου και το στρατό της Θεσσαλίας. Ο δεύτερος είχε επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο και διέθετε τέσσερεις τακτικές μεραρχίες, τρεις μεραρχίες εφεδρικές (από επιστράτους), μια ταξιαρχία ιππικού, τάγματα ευζώνων, μοίρες πυροβολικού, μονάδες ναυτικού και σώματα προσκόπων, δηλαδή μικρά ευέλικτα προπορευόμενα σώματα εθελοντών που είχαν λάβει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα και γνώριζαν πολύ καλά τις περιοχές. Για την ιστορία της Πιερίας κεφαλαιώδους σημασίας ήταν η δράση της 7 ης Μεραρχίας (εφέδρων) που είχε δύναμη περίπου 7000 ανδρών και διοικητή τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κλεομένη Κλεομένη ή Κλεομένους. Η δράση της ενισχύθηκε σημαντικά από σώματα προσκόπων, τα οποία διηύθυνε ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης Αινιάν, έμπειρος αξιωματικός του πυροβολικού, ο οποίος το 1905 είχε συγκροτήσει σώμα μακεδονομάχων με δράση στην περιοχή των Γιαννιτσών και του Ρουμλουκίου (η περιοχή που απλώνεται κάτω από τις βόρειες παρυφές των Πιερίων μέχρι τους καλαμιώνες του Βάλτου των Γιαννιτσών και κάτω από τα υψώματα της Βέροιας μέχρι τον ποταμό Λουδία και τις εκβολές του Αλιάκμονα στο Θερμαϊκό κόλπο).
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, οι τέσσερεις τακτικές μεραρχίες πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, κατευθύνθηκαν προς τη δυτική Μακεδονία και, μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, την απελευθέρωσαν. Η 7 η Μεραρχία, η οποία είχε μείνει στη Λάρισα ως εφεδρεία, στις 9 Οκτωβρίου κατευθύνθηκε προς Ελασσόνα και Τύρναβο και εν συνεχεία, μέσω των Στενών της Πέτρας, θα συνέχιζε προς Κατερίνη και μετά μέσω Κίτρους και Παλιοκάστρου (σημ. Μακρύγιαλος) προς Γιδά (Αλεξάνδρεια) μέχρι τις εκβολές του Αλιάκμονα. Στις 15 Οκτωβρίου έδωσε μάχη με τις τουρκικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν την Κατερίνη (περίπου 2000 άνδρες) στο χωριό Κολοκούρι (σημ. Σβορώνος, προς τιμήν του αντισυνταγματάρχη Δημήτριου Σβορώνου, διοικητή του 20 ου συντάγματος, που σκοτώθηκε στη μάχη) και το πρωί της 16ης Οκτωβρίου μπήκε στη πόλη και την απελευθέρωσε.
Λίγες ημέρες πριν, οι τουρκικές δυνάμεις, με σπασμένο το ηθικό, είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Πιερία, σχεδόν άτακτα, φεύγοντας από τα χωριά τους, μέσω Λιμπανόβου - Μυλοβού - Νησελίου - Γιδά, προς Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 15 ης Οκτωβρίου πέρασαν από το Λιμπάνοβο και οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες από την Κατερίνη, ανακατεμένοι με Τούρκους κατοίκους της περιοχής, που έφευγαν κι αυτοί. Ήταν τέτοια η σύγχυση των Τούρκων, που ένα τμήμα του αποσπάσματος Κατερίνης δεν πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα στη γέφυρα Νησελίου και να την περάσει. Από την έκθεση γεγονότων της 1 ης ημιιλαρχίας του τουρκικού στρατού πληροφορούμαστε ότι, πλησιάζοντας στο Νησέλι την ώρα που γινόταν η μάχη, άκουσαν τους πυροβολισμούς και υποχώρησαν στο Μυλοβό (Μεγάλη Γέφυρα), υποθέτοντας ότι η γέφυρα έχει καταληφθεί από τους Έλληνες και πέρασαν τον Αλιάκμονα με το πορθμείο (το λεγόμενο καράβι) του χωριού. Το πρωί της 16ης Οκτωβρίου μετά τη διέλευσή τους από τη σιδερένια γέφυρα, που τότε βρισκόταν στα βόρεια του χωριού Νησέλι, στην παλιά κοίτη του Αλιάκμονα, προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να την ανατινάξουν, για να δυσκολέψουν περισσότερο τον ελληνικό στρατό. Κατάφεραν μετά την έκρηξη να προκαλέσουν μόνο ένα μικρό ρήγμα στο μέσο της γέφυρας, μήκους γύρω στο ενάμισι μέτρο.
Το μεσημέρι της 16 ης Οκτωβρίου, οι δυνάμεις της 7 ης Μεραρχίας ξεκίνησαν την πορεία τους από την Κατερίνη προς Κίτρος-Ελευθεροχώρι-Λιμπάνοβο-Αλιάκμονα. Διανυκτέρευσαν στο Κίτρος και τις Αλυκές και στις 17 Οκτωβρίου στις 7 το πρωί προχώρησαν με κατεύθυνση τη γέφυρα του Αλιάκμονα, χωρισμένες σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα, που αποτελούνταν από τα 19 ο και 20 ο Συντάγματα Πεζικού και την 3 η μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, κινήθηκε παραλιακά προς τη Σκάλα Ελευθεροχωρίου. Η δεύτερη, που την αποτελούσαν το 21 ο Σύνταγμα Πεζικού και ο λόχος Σκαπανέων (Μηχανικού) ακολούθησε το δρόμο Κίτρους Ελευθεροχωρίου. Τα μεταγωγικά της Μεραρχίας ακολούθησαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου συναντήθηκαν οι δύο φάλαγγες και ενωμένες προχώρησαν μέχρι το Λιμπάνοβο. Στις 3 το μεσημέρι το Γενικό Στρατηγείο από τη Βέροια με τηλεγράφημά του στη Μεραρχία έδωσε διαταγές σχετικά με τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν. Κύρια αποστολή της Μεραρχίας ήταν να κινηθεί γρήγορα στη γέφυρα του Νησελίου και να την καταλάβει, ώστε να εξασφαλιστεί η διάβαση του στρατού με ασφάλεια. Η διαταγή από τη Βέροια αναφέρει: «ὁλόκληρος ὁ στρατός ἀναπτύσσεται πρός βορράν τῆς Βεροίας. Ἔπεμψα ὑμῖν ἀπό νυκτός 15 ης προς 16 ης Ὀκτωβρίου ὁδηγίας διά Κοζάνης, τάς ὁποίας ἀγνοῶ ἐάν ἐλάβατε. Κατά τάς ὁδηγίας ταύτας θέλετε ἐξακολουθήση τήν πορείαν ὑμῶν πρός Ἀλιάκμονα, τοῦ ὁποίου νά ἐξασφαλίσητε τήν διάβασιν. Ἤδη πληροφορῶ ὑμᾶς ὅτι ἡ παρά τό Νησέλι (νοτ. Γιδά) σιδηρά γέφυρα ἐπί τοῦ Ἀλιάκμονος (μή σημειουμένη ἐπί τοῦ χάρτου) ἐγκατελήφθη ὑπό τοῦ ἐχθρού, ὅστις ἐπέφερεν εἰς αὐτήν μικράν ζημίαν, εὐκόλως διορθουμένη. Τά χωρία Γιδά καί Σχοινά, κενά ἐχθροῦ, ὅστις φαίνεται ὅτι ἀπεσύρθη ὄπισθεν τοῦ Καρά-Ασμάκ (δηλ. του Λουδία) παρά τῶ Κιρτζαλάρ (Άδενδρο). Συνεπῶς ἐξακολουθήσατε τήν πορείαν σας πρός Νησέλι, καταλάβατε τήν Γέφυραν καί ἐξασφαλίσατε τήν διάβασιν τῆς Μεραρχίας. Τό ἀπόσπασμα Κωνσταντινοπούλου ἀπόψε σταθμεύει είς Λουτρόν καί θά προσπαθήσει νά συνδεθῆ μεθ ὑμῶν. Ἡ πορεία ὑμῶν δέον νά ἐπισπευσθῆ». Βέροια, 17-10-1912, ὥρα 3 ἑσπέρας. Διάδοχος Κωνσταντίνος.
Στις 4 το απόγευμα της 17 ης Οκτωβρίου, έφτασε η Μεραρχία στο Λιμπάνοβο και στρατοπέδευσε. Στις 6 το απόγευμα, ο Κλεομένης ειδοποίησε το Γεν. Στρατηγείο ότι η 7 η Μεραρχία βρισκόταν στο Λιμπάνοβο, όπου θα διανυκτέρευε και ότι την επόμενη μέρα θα περνούσε τον Αλιάκμονα. Το τηλεγράφημα του Μεράρχου αναφέρει: «Μεραρχία ἀφίκετο ἑσπέρας σήμερον εἰς Λιβάνοβον, Λότζιανον, Βούλτσιστα, Κολινδρόν. Διετάχθη κατάληψις ἀπό μεσημβρίας γεφύρας Μέγα Νησέλι καί πόρου Μυλοβός. Αὔριον προτίθεμαι διαβῶ Ἀλιάκμονα εἰς Νησέλι καί ἐξασφαλίσω δίοδον». Το μεγαλύτερο μέρος της Μεραρχίας διανυκτέρευσε στο Λιμπάνοβο. Ο καταυλισμός στήθηκε έξω από το χωριό, στα αλώνια, όπου το μέρος ήταν κατάλληλο και υπήρχαν σε μικρή απόσταση πηγάδια και τρεχούμενο νερό.
Για τη στάση των Ελλήνων κατοίκων του χωριού υπάρχουν προφορικές μαρτυρίες ντόπιων γερόντων (των Ευάγγελου Κρυσταλλόπουλου, Κωνσταντίνου Μπούσκα, Χρήστου Πετκόπουλου και άλλων), που κατέγραψε ο αιγινιώτης Θωμάς Μπαλωματής. Σύμφωνα μ αυτές τις μαρτυρίες, πρώτα έφτασαν στο χωριό οι πληροφορίες για τον πόλεμο ως φήμες και ύστερα φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της απελευθέρωσης. Καραβάνια Τούρκων πολιτών στην αρχή και στρατιωτών κατόπιν διέσχιζαν καθημερινά, μέρα και νύχτα, το Λιμπάνοβο, φεύγοντας από τα χωριά τους και την Κατερίνη. Περνούσαν από το δρόμο, τη σημερινή παλιά εθνική οδό, με κατεύθυνση προς Γιδά και Γιαννιτσά. Στην αρχή οι χριστιανοί, φοβούμενοι βιαιοπραγίες και κλοπές από πλευράς των Τούρκων, μαζεύονταν σε μεγάλα, ασφαλή σπίτια και κυρίως στο κονάκι του Τζεβαΐρ Ιμπραήμ, μπέη και τσιφλικά της περιοχής, ο οποίος πάντα προστάτευε τους χριστιανούς κατοίκους του χωριού και ήταν φιλικός με όλους, Τούρκους και Έλληνες. Μέχρι τις 16 Οκτωβρίου ήταν σε επιφυλακή οι Έλληνες. Μετά οι Τούρκοι ήταν αυτοί που κλείστηκαν στο κονάκι του μπέη από το φόβο του ελληνικού στρατού. Να σημειωθεί ότι λίγοι Τούρκοι από τους κατοίκους του χωριού έφυγαν, παίρνοντας ό,τι μπορούσαν, ενώ οι περισσότεροι μαζί με το χότζα έμειναν μέχρι το 1922-1923.
Στους στρατοπεδευμένους έξω από το χωριό στρατιώτες δόθηκε εντολή να μη μπούνε στο χωριό, με τον ισχυρισμό ότι υπήρχε επιδημία ευλογιάς -πράγμα που δεν ξέρουμε αν ήταν αλήθεια ή ψέμα- με σκοπό την προστασία των μουσουλμάνων κατοίκων του χωριού από τυχόν βιαιοπραγίες ή αντεκδικήσεις εις βάρος τους. Στο χωριό υπήρχε ηρεμία και τάξη. Οι λίγοι στρατιώτες και αξιωματικοί που μπήκαν μέσα βρήκαν τους ντόπιους ενθουσιασμένους, με επικεφαλής το μουχτάρη Γιάννη Νεοκαστρίτη, τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής και τους ιερείς Δημήτριο Νιζαμόπουλο και Αντώνιο Κωστόπουλο. Πολλοί χωριανοί είχαν σηκώσει ελληνικές σημαίες στα σπίτια τους, που τις είχαν κρυμμένες, άγνωστο πώς, ίσως από χρόνια πριν. Με τον ερχομό της Μεραρχίας, το απόγευμα της Τετάρτης 17 Οκτωβρίου, έτρεξαν να υποδεχτούν τους στρατιώτες, που λόγω αργοπορίας των μονάδων επισιτισμού, έφτασαν νηστικοί στο Λιμπάνοβο. Τους προσέφεραν ψωμιά, πίτες, πουλερικά και κρασί. Οι πιτσιρικάδες της εποχής εκείνης εκτελούσαν θελήματα των στρατιωτών, αγοράζοντάς τους μικροπράγματα από τα παντοπωλεία του χωριού (του Σπάστρα και του Λανάρα).
Αξίζει εδώ να αναφερθεί η περιγραφή που κάνει ο Κωνσταντίνος Ζωρογιαννίδης, διοικητής του 3 ου λόχου του 1 ου τάγματος του 19 ου συντάγματος πεζικού της 7 ης Μεραρχίας, όταν έβλεπε το βράδυ από ψηλά, ίσως από την τούμπα που υπήρχε στο κέντρο του χωριού ή το ύψωμα της εκκλησίας της Παναγίας, τη μεραρχία στρατοπεδευμένη για διανυκτέρευση στο Λιμπάνοβο: «17 η Οκτωβρίου Τό Λιμπάνοβον εἶνε χωριό μεγάλο, γεμάτο τότε ἀπό διάφορα κοτερά, πλήν εἶχεν ἐνσκήψει αὐτῶ ἡ νόσος εὐλογιά καί τούτου ἔνεκα ὁ καταυλισμός ἐγένετο ἔξωθι τοῦ χωρίου, παρά τινί φρέατι. Ἐκεῖ λοιπόν κατηυλίσθησαν ὅλα τά σώματα κατά τήν μέχρι Λιμπανόβου πορείαν των, διελθόντες διά τῶν ἐπί τῆς ὁδού πορείας ἄλλων χωρίων, ἐπρομηθεύθησαν ἀνάλογον ἕκαστος ποσότητα κοτερῶν, τήν ὁποίαν συνεπλήρωσαν εἰς τό Λιμπάνοβον. Οὕτω το ἑσπέρας τῆς ἐκεῖσε διαμονῆς, καίτοι οἱ λόχοι, τουλάχιστον τοῦ ἡμετέρου Συντάγματος πάντες εἶχον παρασκευάσει συσσίτιον ἐκ κρέατος, ἐκ τῶν σχηματισθεισῶν ἀγελῶν παρ ἑκάστου σώματος, ἐξ ἀδεσπότων καθ ὁδόν σφαγίων διαφόρων εἰδῶν, ἐντούτοις οὐδείς ἔλαβε συσσίτιον. Ἕκαστος τῶν ἀνδρῶν (τουλάχιστον τοῦ ἡμετέρου Συντάγματος) εἶχε παρασκευάσει τήν φωτιάν του (τήν ψησταριάν του) ἤ ἀνά δύο ἄνδρες μίαν μεγάλην ψησταριάν. Ἑκατέρωθεν ἑκάστης εὐρίσκοντο ἀνά εἷς στρατιώτης, δηλαδή ἑκάστη ψησταριά ἐφιλοξένει δύο στρατιώτας. Ἕκαστος στρατιώτης ἐστριφογύριζε τήν «σούφλαν» του περιβεβλημένην τουλάχιστον ἕξ κοτερά διαφόρου ἀποχρώσεως, δηλαδή κότες, χῆνες, πάπιες, γαλοπούλες κλπ. Ὅλαι αἱ πυραί ἐπί ἐδάφους προσκλινούς. Ἀν ἤθελε τις τάς ἀριθμήσει, θά τάς εὔρισκεν ἄνευ ὑπερβολῆς πλέον τῶν τριῶν χιλιάδων. Τό θέαμα ὑπήρξε μεγαλοπρεπέστατον καί ἀνώτερον πάσης περιγραφῆς. Τώρα ποῦ εὐρέθησαν ἐκείνα τά «κοτερά» αἱ δεκάδες χιλιάδων- πότε ἠτοιμάσθησαν, τόσον τά «κοτερά» ὅσον καί οἱ ψησταριές, πῶς καί πότε ἐψήθησαν καί πῶς καί πότε ἐφαγώθησαν, εἶναι μυστήριον, τό ὁποῖον χαρακτηρίζει τήν ἀξιάδα τοῦ Ρωμιοῦ, εἰς τοιαύτας περιστάσεις. Τό μεγαλοπρεπέστατον θέαμα τῶν πυρῶν τῆς βραδυάς ἐκείνης, τό τοσούτω φαντασμαγορικόν μέ τούς περίφημους σουφλιμάδες του, θά μου μείνη ἀνεξίτηλον εἰς τήν μνήμην μου καί μετά θάνατον άκόμη. Τοιαύτην ὀργάνωσιν θά ήδύνατο τις νά κάμη μόνον κατόπιν, τουλάχιστον, ἑβδομάδος προετοιμασίας».
Το 8 ο Τάγμα Ευζώνων του Κ. Μαζαράκη μ ένα τμήμα του σώματος Προσκόπων, έφτασε στη Μονή του Αγ. Αθανασίου Σφήνιτσας, στα υψώματα της Αγκαθιάς, όπου διανυκτέρευσε. Από τις αναγνωρίσεις της 17 ης Οκτωβρίου διαπιστώθηκε ότι τα τουρκικά τμήματα, που συμπτύχθηκαν από την Κατερίνη και τη Βέροια, κατευθύνθηκαν ανατολικά του Λουδία ποταμού. Το τηλεγράφημα του Μαζαράκη, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Περιπολίαι Τούρκων ἱππέων περιτρέχουν τό μεταξύ Ἀλιάκμονος καί Καρασμάκι ἔδαφος. Κατά πληροφορίας χωρικῶν συγκέντρωσις ἐχθροῦ μᾶλλον εἰς γέφυραν Καρασμάκι. Ἐκ Κολινδροῦ εἴδομεν κινήσεις ἐχθρικοῦ στρατεύματος εἰς Μυλοβό (σημ. Μεγάλη Γέφυρα). Τᾶγμα Κρητῶν ἀφίκετο εἰς Κολινδρόν».
Στις 7 το απόγευμα, ο διοικητής της Μεραρχίας Κλεομένης εξέδωσε διαταγή απ το Λιμπάνοβο προς όλα τα τμήματα της Μεραρχίας για τις ενέργειες που θα πραγματοποιούσαν την επόμενη μέρα (18 Οκτωβρίου).
Το 8 ο Ευζωνικό Τάγμα ξεκίνησε στις 04:20 τα ξημερώματα την πορεία του προς τη γέφυρα Νησελίου εσπευσμένα, όπου και έφτασε στις 06:20 το πρωί. Η γέφυρα ήταν απαραίτητη για την διάβαση του στρατού στην πορεία του προς Θεσσαλονίκη. Στην εξέλιξη των γεγονότων σημαντικό ρόλο έπαιξε ο αιγινιώτης μακεδονομάχος Θανάσης Μακρής, που ήταν επικεφαλής ομάδας στο σώμα των προσκόπων του Κ. Μαζαράκη. Πέρασε με πλάβες από την παραλία του Λιμπανόβου στις εκβολές του Αξιού και τοποθετήθηκε στα νώτα των τουρκικών δυνάμεων. Το τηλεγράφημα του διοικητή της 7 ης Μεραρχίας Κλεομένους αναφέρει: «Γέφυρα Νησέλι κατελήφθη παρά τοῦ 8 ου Εὐζωνικοῦ Τάγματος καί Σώματος Μαζαράκη χθές τετάρτην μ.μ. Ἑσπέρας, κατά πληροφορίας Εὐζωνικοῦ, Τούρκοι ἀπεσύρθησαν πέρα Καρασμάκι, ἀποπειραθέντες νά ἀνατινάξωσι γέφυραν, ἧς ἕν τμῆμα ἐκ δοκῶν ξυλίνων κατέστρεψαν. Διετάχθη λόχος ἐπισκευάση ταχέως γέφυραν. Μεραρχία προχώρησε πέραν Ἀλιάκμονος πρός κατάληψιν ἐπικούρου θέσεως».
Στις 18 Οκτωβρίου στις 08:00 το πρωί απ το Λιμπάνοβο, ο Μέραρχος Κλεομένης έστειλε την αναφορά του στο Γεν. Στρατηγείο: «Λιμπάνοβον 18-10-1912, ὤρα 8 π.μ. ΑΒ Ὑψηλότητα Διάδοχον. Ἀναφέρω ὅτι Μεραρχία ἀναχωρεῖ ταύτην τήν στιγμήν διά Σφηνίτσα καί Γκρίζαλη (Αγκαθιά). Διετάχθη ἤδη ἡ κατάληψις τῆς Γεφύρας Νησέλι ὑπό 8 ου Εὐζωνικοῦ Τάγματος. Ἐξ ἀναγνωρίσεως πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἐχθρός, ὅστις ὑπετίθετο κατέχων θέσεις παρά Μυλοβόν καί Τσινάφορον, πέραν τοῦ Ἀλιάκμονος, κατέλιπε τάς θέσεις ταύτας, ὑποχωρήσας πέραν τοῦ Λουδία. Κατά πληροφορίας κατοίκων Τσιναφόρου ἐχθρός κατεῖχε χθές τάς διαβάσεις Πλατύ Γέφυρα Κιρτζαλάρ και Καϊλή (Βραχιά). Συνεδέθημεν τηλεγραφικῶς διά Αἰκατερίνης πρός Ἐλασσόνα, Σέρβια και ἐκεῖθεν. Ἐλπίζομεν ὅτι κατά τήν ἑσπέραν θά συνδεθῶμεν τηλεγραφικῶς ἐκ Σφηνίτσης. Ἠθικόν στρατοῦ ἐξαίρετον καί ὑγεία ἀρίστη».
Μετά την τελευταία αναφορά του Κλεομένη απ το Λιμπάνοβο, η 7 η Μεραρχία και το απόσπασμα Ευζώνων του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου, σύμφωνα με τη διαταγή του Γενικού Επιτελείου, ξεκίνησαν να καταλάβουν την περιοχή Γιδά. Τη φάλαγγα αποτελούσαν τα 19 ο και το 20 ο Συντάγματα Πεζικού, ο λόχος Μηχανικού και η μοίρα Πεδινού Πυροβολικού. Τα μεταγωγικά έφυγαν τελευταία, ακολουθώντας την κύρια φάλαγγα της Μεραρχίας. Αποστολή της Μεραρχίας ήταν, πέρα από τη μέριμνα για κατάληψη και επισκευή της γέφυρας του Αλιάκμονα, η κατάληψη των γεφυρών του Λουδία και η επισκευή τους, αν τυχόν καταστράφηκαν ή έπαθαν ζημιές. Ακόμα, η Μεραρχία έπρεπε να εγκαταστήσει οπτικό τηλέγραφο (που στήθηκε στο καμπαναριό της εκκλησίας στο Γιδά, αλλά δε λειτούργησε) και να μεριμνήσει για την αποκατάσταση τηλεγραφικής επικοινωνίας μεταξύ σιδηροδρομικού σταθμού Γιδά και σιδηροδρομικού σταθμού Νάουσας, όπου το απόγευμα προβλεπόταν να εγκατασταθεί από τη Βέροια το Γεν. Στρατηγείο.
Ο κύριος όγκος της 7 ης Μεραρχίας έφτασε μετά το μεσημέρι στη γέφυρα Νησελίου και αμέσως ο λόχος Μηχανικού άρχισε εντατικά τις εργασίες για την επισκευή της. Πέτυχε να την επισκευάσει πολύ γρήγορα με υλικά που προσέφεραν οι χωρικοί. Η Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή του Ρουμλουκίου για να καλύπτει το δεξιό της Στρατιάς και της Βέροιας από τυχόν εχθρική επίθεση.
Μετά την απελευθέρωση
Αν και πολλοί Τούρκοι έφυγαν φοβισμένοι, πριν ακόμα την άφιξη του Ελληνικού Στρατού, ωστόσο οι περισσότεροι έμειναν και μετά την απελευθέρωση. Οι αρχές του χωριού, μουχτάρης και δημογεροντία, διατηρήθηκαν μέχρι το 1922, όπως ήταν. Εντέλει, οι τελευταίοι Τούρκοι έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923.
Από το 1914 άρχισαν να φτάνουν στο Λιμπάνοβο οι πρώτοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, από την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών. Από αυτούς ελάχιστοι έμειναν στο χωριό, αφού μέχρι το 1918 η πλειονότητα επέστρεψε στην πατρίδα τους. Μετά την καταστροφή του 1922, όμως, ξαναγύρισαν πίσω κατατρεγμένοι, σε τραγική κατάσταση και σε πολλές περιπτώσεις με διαλυμένες οικογένειες.
Ένα σημαντικό γεγονός για την επαρχία μετά την απελευθέρωση, ήταν η προσπάθεια για την σιδηροδρομική σύνδεση με την Θεσσαλονίκη και το ευρωπαϊκό δίκτυο. Η χάραξη της νέας γραμμής, η οποία θα συνέδεε την Αιγάνη της Θεσσαλίας με την Θεσσαλονίκη μέσω Γιδά (Αλεξάνδρειας) πραγματοποιήθηκε το 1913 και η ολοκλήρωση της κατασκευής της το 1916. Τα εγκαίνια έγιναν στον σταθμό Αιγινίου στις 9 Μαΐου 1916 με την τοποθέτηση του τελευταίου αμφιδέτη από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον διάδοχο Γεώργιο. Τον Αγιασμό των εγκαινίων τέλεσε ο Παρθένιος Βαρδάκας, παρουσία του Βασιλιά και υπουργών της κυβέρνησης.
Τον πληθυσμό του σημερινού Αιγινίου συμπληρώνουν το 1925 οι πρόσφυγες από το Ακ-Μπουνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας και το 1926 οι Καβακλιώτες, από το ομώνυμο κεφαλοχώρι της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν μέσα στον οικισμό των ντόπιων. Οι Ακμπουναριώτες στα βόρεια του οικισμού, στην περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού και οι Καβακλιώτες στα νότια του χωριού, δίπλα από τους ντόπιους.
Η άφιξη τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων, προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, ανθρωπιστικό σοκ. Με την εργατικότητα των κατοίκων οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και το χωριό κατάφερε να αναπτυχθεί ταχύτατα. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία. Σύμφωνα με τις απογραφές, οι πρόσφυγες το 1923 ήταν 182, ενώ το 1928 έφτασαν τους 1810. Η μετονομασία του χωριού από Λιμπάνοβο σε Αιγίνιο, έγινε το 1926, με βάση την εισήγηση της επιτροπής μετονομασιών.
Επίλογος
Τα γεγονότα της απελευθέρωσης με το πέρασμα του χρόνου ξεθώριασαν στην μνήμη των αιγινιωτών και σιγά - σιγά ξεχάστηκαν, κυρίως επειδή η μεγάλη πλειονότητα των σημερινών κατοίκων έφτασε στο χωριό μετά από αυτά. Η ανάσυρση της ιστορικής αλήθειας στην επιφάνεια είναι εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και επισφαλές, αφού είναι πολύ λίγες οι γραπτές πηγές και ακόμα λιγότερες οι προφορικές. Γι αυτό ζητούμε την κατανόηση σας για τα κενά της εργασίας μας και τις τυχόν ανακρίβειες. Ελπίζουμε στο μέλλον η ιστορική αλήθεια να φωτιστεί και οι σημερινοί αιγινιώτες να επανασυνδεθούν με το παρελθόν τους.
Βιβλιογραφία
Αδημοσίευτο υλικό που συγκέντρωσε ο Θωμάς Μπαλωματής
Αλεξάκη Ι., Οι Ελληνικοί απελευθερωτικοί πόλεμοι 1912-1913
ΓΕΣ.(ΔΙΣ), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, Τόμος Α και Πολεμικό Παράρτημα, Αθήνα 1932
Ζωρογιαννίδη Κ. Ν., Ημερολόγιον Πορειών και Πολεμικών Επιχειρήσεων 1912-1913, Θεσσαλονίκη 1975
Καζταρίδη Ι. Φ., Η Μακεδονία κατά την τουρκοκρατία. Η Πιερία των περιηγητών και των γεωγράφων" Εκδ. Μάτι, 2002
Καζταρίδη Ι. Φ.,Κατερίνη. Από τη μικρή κώμη στην πολύτροπη πόλη, Μάτι, Κατερίνη 2006
Κλεομένους Κλεομένους, Η κατάληψις της Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1916
Μαζαράκη Κ., Απομνημονεύματα πολέμου 1912-1913, Δράση εθελοντών Μακεδονομάχων, Αθήνα 1941
Τζουμέρκα Π.,Ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 2008
Τσακούμη Απόστολου Γ., Η απελευθέρωση της Πιερίας (αφιέρωμα στα 80 χρόνια), Κατερίνη 1992
Χιονίδης Γ., Η απελευθέρωση της Κατερίνης από τον τουρκικό ζυγό, Τέρτιος 1998