ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Η Παραίτηση από την Προστασία του Συντάγματος και η Συναίνεση στην Προσβολή των Δικαιωμάτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

6. Την πολυπλοκότητα της ταυτόχρονης προστασίας αντικρουόµενων θεµελιωδών ανθρώπινων δικαιωµάτων όπως η προστασία των ανηλίκων, η προστασία των προσωπ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 154/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Η Π Α Ρ Α Ι Τ Η Σ Η ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ & Η Σ Υ Ν Α Ι Ν Ε Σ Η ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2011

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Έξοδα κηδείας αποτέφρωση διάθεση του σώµατος µετά θάνατον ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας άρθρο 5 παρ. 1 Σ άρθρο 32 Α.Ν.

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 141/2012

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5792-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Transcript:

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Μελέτη της Ζωής-Μυρσίνης Μαστροδήµου ΑΜ 1340 2002 00307 για το Μάθηµα των «Εφαρµογών ηµοσίου ικαίου» Η εξάµηνο ιδάσκων Καθηγητής Κος Α. ηµητρόπουλος Αθήνα, 2006

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Για άµεση µετάβαση σε κάθε τίτλο Κεφαλαίου Πιέστε ctrl και ταυτόχρονα click στον τίτλο η στον αριθµό σελίδας) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ...3 Κεφάλαιο 1 ο Τα συνταγµατικά δικαιώµατα...3 Κεφάλαιο 2 ο Οι φορείς των συνταγµατικών δικαιωµάτων...4 Κεφάλαιο 3 ο Η παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα...5 3.1. Γενικά για την παραίτηση...5 3.2. Η θέση της θεωρίας και της νοµολογίας στην Ελλάδα...6 3.2.1 Το κατ αρχήν ανεπίτρεπτο της παραίτησης...6 3.2.2 Η σχετικοποίηση του ανεπίτρεπτου της παραίτησης...8 3.3. Η συναίνεση...9 3.3.1. Η συναίνεση ως µορφή παραίτησης...9 3.3.2 Οι προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης...10 ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ...12 Κεφάλαιο 4 ο Ειδικότερες µορφές παραίτησης...12 4.1 Εισαγωγή...12 4.2 Τα «µητρικά» θεµελιώδη δικαιώµατα: ανθρώπινη αξία,...12 4.2.1 Η ανθρώπινη αξία...12 4.2.2 Η ισότητα...13 4.2.3 Η ελευθερία...14 4.3 Κοινωνικά, οικονοµικά και πολιτικά δικαιώµατα...15 4.4 Η παραίτηση από τα δικαιώµατα του κοινωνικού χώρου...16 4.4.1/Α Τα δικαιώµατα που αφορούν στην υπόσταση του ανθρώπου...16 4.4.1/Β Η παραίτηση από το θεµελιώδες δικαίωµα της ζωής...16 4.4.1/Γ Η παραίτηση από το δικαίωµα της υγείας και της ακεραιότητας του ανθρώπου...17 4.4.2/Α Τα δικαιώµατα που αφορούν στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου...18 4.4.2/Β Η παραίτηση από το συνταγµατικό δικαίωµα του ασύλου της κατοικίας...19 4.4.2/Γ Η συναίνεση στην επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων...19 4.4.3/Α Τα δικαστικά συνταγµατικά δικαιώµατα...21 4.4.3/Β Η παραίτηση από το συνταγµατικό δικαίωµα της έννοµης προστασίας...21 4.4.3/Γ Η παραίτηση από το συνταγµατικό δικαίωµα του νόµιµου δικαστή...22 4.4.4/Α Οι βασικές µορφές συλλογικής ανθρώπινης δράσης...23 4.4.4/Β Η παραίτηση από το δικαίωµα της συνάθροισης...23 4.5 Η παραίτηση από τα δικαιώµατα του οικονοµικού χώρου...23 Κεφάλαιο 5 ο Συµπεράσµατα...24 Κεφάλαιο 6 ο Περίληψη...26 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ...26 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...28

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Κεφάλαιο 1 ο Τα συνταγµατικά δικαιώµατα Στο δεύτερο µέρος του Καταστατικού µας Χάρτη κατοχυρώνονται τα ατοµικά και κοινωνικά (ή ορθότερα συνταγµατικά 1 ) δικαιώµατα (άρθ.4-29σ). Με τον όρο «συνταγµατικά δικαιώµατα» εννοούµε τα παρεχόµενα στο άτοµο ως µέλος του κοινωνικού συνόλου θεµελιώδη πολιτικά, κοινωνικά και οικονοµικά δικαιώµατα. Τα δικαιώµατα αυτά στην πραγµατικότητα αποτελούν συνταγµατικές εξειδικεύσεις του θεµελιώδους δικαιώµατος της ανθρώπινης αξίας, µερικότερες δηλαδή πλευρές της ανθρώπινης υπόστασης και δραστηριότητας 2. Όπως ακριβώς τα κοινά, έτσι και τα συνταγµατικά δικαιώµατα αποτελούν εξουσίες παρεχόµενες από το νόµο, µε σκοπό την ικανοποίηση κάποιου συµφέροντος. Το στοιχείο που τα διαφοροποιεί από τα κοινά δικαιώµατα είναι αυτή ακριβώς η συνταγµατική αναγνώριση. Με την ενσωµάτωσή τους στο κείµενο του Συντάγµατος, παρέχεται µία επιπλέον εγγύηση στους πολίτες, δεδοµένου ότι δεν µπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν κατά τη συνήθη διαδικασία. Τα δικαιώµατα αυτά χαρακτηρίζονται από το Σύνταγµά µας ως «ατοµικά δικαιώµατα» γιατί εγγυώνται την ατοµικότητα του ανθρώπου, αποσκοπούν δηλαδή να αποτρέψουν την απορρόφησή του σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, που είναι ακριβώς το κράτος χωρίς ατοµικά δικαιώµατα. Ο χαρακτηρισµός αυτός δε σηµαίνει σε καµία περίπτωση ότι αναγνωρίζεται και ατοµικιστικός χαρακτήρας στα συνταγµατικά δικαιώµατα, τα οποία άλλωστε στη σύγχρονη εποχή έχουν προσλάβει έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα δε συνιστούν απλώς κατευθυντήριες προτάσεις ή εντολές του συντακτικού προς τον κοινό νοµοθέτη, αλλά πλήρη δικαιώµατα του ατόµου, αγώγιµες και εξαναγκαστές έννοµες αξιώσεις 3. Ρόλος τους δεν είναι απλώς η ενίσχυση της έννοµης θέσης του ιδιώτη, αλλά η µετατροπή του από απλό αντικείµενο δικαίου σε υποκείµενο δικαίου. Αντιστρόφως, µε τη θέσπιση των δικαιωµάτων αυτών περιορίζεται αντίστοιχα και η κρατική εξουσία (όπως άλλωστε και η ιδιωτική), µε αποτέλεσµα την κατοχύρωση της δηµοκρατίας και του κράτους δικαίου. Για το λόγο αυτό, τα θεµελιώδη δικαιώµατα αποτελούν συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου, ενώ 1 Χρησιµοποιούνται επίσης οι όροι «ατοµικά δικαιώµατα», «ανθρώπινα δικαιώµατα», «θεµελιώδη δικαιώµατα». Ορθότερος είναι ο όρος «συνταγµατικά δικαιώµατα» εφόσον πρόκειται για γενική αναφορά, διότι παρέχει σαφώς την αίσθηση της σύνδεσης µε το ισχύον δίκαιο. 2 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004 Μάνεσης Αρ., Συνταγµατικά δικαιώµατα, ατοµικές ελευθερίες, 1981 3 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005

τελούν σε σχέση αλληλεξαρτήσεως µε το κοινωνικό κράτος. Στη σύγχρονη ενιαία και αντικειµενική έννοµη τάξη οι συνταγµατικές διατάξεις περί των θεµελιωδών δικαιωµάτων περιέχουν αντικειµενικές αρχές, που ισχύουν σε κάθε µερικότερη δικαϊκή περιοχή. Από τις αντικειµενικές αυτές αρχές απορρέουν ακολούθως τα υποκειµενικά δίκαια του εκάστοτε φορέα θεµελιώδους δικαιώµατος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα αποτελούν ταυτόχρονα υποκειµενικά δίκαια αλλά και αντικειµενικούς κανόνες δικαίου, που διέπουν ολόκληρη την έννοµη τάξη. Αυτό σηµαίνει ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα προστατεύουν το άτοµο από οποιαδήποτε απειλή, ανεξάρτητα από τον ιδιωτικό ή δηµόσιο χαρακτήρα της (καθολική ισχύς) 4. Τέλος, το περιεχόµενο όλων των συνταγµατικών δικαιωµάτων διακρίνεται σε αµυντικό (που στρέφεται κατά της κρατικής και κατά της ιδιωτικής εξουσίας), προστατευτικό (που στρέφεται προς το κράτος και αξιώνει την παροχή βοήθειας για αντιµετώπιση των απειλών) και εξασφαλιστικό (που στρέφεται αποκλειστικά προς το κράτος). Στην πορεία της ιστορικής διαδροµής τα συνταγµατικά δικαιώµατα διευρύνθηκαν αριθµητικά αλλά και από πλευράς περιεχοµένου, ενώ καθιερώθηκαν στα Συντάγµατα πολλών πολιτισµένων κρατών καθώς και σε κείµενα διεθνών συνθηκών. Κεφάλαιο 2 ο Οι φορείς των συνταγµατικών δικαιωµάτων Προκειµένου να διερευνήσουµε το ζήτηµα της παραίτησης του ατόµου από τα δικαιώµατα που προβλέπει υπέρ αυτού το Σύνταγµα, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουµε ποιοι είναι οι φορείς των δικαιωµάτων αυτών. Υποκείµενα των συνταγµατικών δικαιωµάτων είναι κατ αρχήν τα φυσικά πρόσωπα. Κάθε άνθρωπος έχει ικανότητα δικαίου, ικανότητα συνυφασµένη προς την ίδια την ανθρώπινη φύση και προκύπτουσα από το ίδιο το Σύνταγµα. Κάθε φυσικό πρόσωπο είναι, συνεπώς, από τη γέννηση µέχρι το θάνατό του φορέας των παρεχόµενων από το Σύνταγµα δικαιωµάτων. Νόµος ο οποίος θα περιόριζε ή και θα αφαιρούσε την ιδιότητα του υποκειµένου των συνταγµατικών δικαιωµάτων από οµάδες προσώπων θα ήταν αντισυνταγµατικός 5. Από τα θεµελιώδη δικαιώµατα, ορισµένα κατοχυρώνονται υπέρ κάθε προσώπου (ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, εθνικότητας ή άλλης διάκρισης), ενώ άλλα 4 Η καθολική ισχύς των συνταγµατικών δικαιωµάτων γίνεται δεκτή κατά τα τελευταία- µετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο-χρόνια, και οφείλεται στη µεταβολή του νοήµατός τους. Τα σύγχρονα συνταγµατικά δικαιώµατα περιέχουν οπωσδήποτε την κατά του κράτους αµυντική διάσταση. 5 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004, Μανιτάκης Α., Το υποκείµενο των συνταγµατικών δικαιωµάτων κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγµατος, 1981

κατοχυρώνονται µόνο υπέρ των Ελλήνων πολιτών. Πιο συγκεκριµένα, τα οικονοµικά και τα κοινωνικά δικαιώµατα παρέχονται κατά κανόνα και στους Έλληνες και στους αλλοδαπούς, ενώ πολιτικά δικαιώµατα παρέχονται µόνο στους Έλληνες πολίτες. Για τον καθορισµό του φορέα ενός θεµελιώδους δικαιώµατος είναι πάντως αδιάφορο το φύλο, η γλώσσα, οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις. Φορείς των συνταγµατικών δικαιωµάτων δεν είναι όµως µόνο φυσικά, αλλά καταρχήν και νοµικά πρόσωπα, είτε σωµατειακού είτε ιδρυµατικού χαρακτήρα. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για τα δικαιώµατα που αρµόζουν µόνο σε φυσικά πρόσωπα 6. Αντιθέτως, όλα τα ατοµικά δικαιώµατα που αφορούν δραστηριότητες που µπορούν να ασκηθούν όχι µόνο ατοµικά, αλλά και συλλογικά, έχουν ως φορείς και νοµικά πρόσωπα 7. Σε ορισµένες άλλωστε περιπτώσεις η πλήρης και αποτελεσµατική άσκηση των συνταγµατικών δικαιωµάτων µπορεί να επιτευχθεί µόνο σε συνδυασµό φυσικών και νοµικών προσώπων, όπως επί παραδείγµατι η θρησκευτική ελευθερία, η πολιτική ελευθερία, η ελευθερία της ενώσεως. Σε περιπτώσεις πάντως όπου δεν καθίσταται σαφές αν κάποιο ατοµικό δικαίωµα αρµόζει και σε νοµικά πρόσωπα, γίνεται δεκτό ότι εν αµφιβολία υπερισχύει η καταφατική απάντηση 8. Κεφάλαιο 3 ο Η παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα 3.1. Γενικά για την παραίτηση Έντονος προβληµατισµός ανακύπτει σε θεωρητικό επίπεδο σχετικά µε το επιτρεπτό ή µη της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα, το αν δηλαδή έχει νοµική ισχύ η βούληση του προσώπου να µην είναι πλέον φορέας ορισµένου θεµελιώδους δικαιώµατος. Παρεµφερές είναι και το ζήτηµα του επιτρεπτού και των ορίων της συναίνεσης του προσώπου σε µια συγκεκριµένη προσβολή θεµελιώδους δικαιώµατός του. Το ζήτηµα του επιτρεπτού της παραίτησης από τα συνταγµατικά δικαιώµατα συζητήθηκε αρχικά στη Γερµανία, µε αφορµή το Θεµελιώδη Νόµο της Βόννης. Υποστηρίχτηκαν σχετικά δύο απόψεις: Σύµφωνα µε την πρώτη άποψη, η παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα πρέπει να θεωρηθεί επιτρεπτή, κατ εφαρµογή της αρχής του αστικού δικαίου περί παραιτήσεως, µε τη δικαιολογία ότι αυτή αποτελεί µία γενική αρχή του δικαίου. 6 Όπως για παράδειγµα τα δικαιώµατα της προσωπικής ελευθερίας (άρθ.5σ), της προσωπικής ασφάλειας (άρθ.6σ), της παιδείας (άρθ.16παρ.1σ), της ισότητας των φύλων (άρθ.4 παρ.2σ και 22 παρ.1 υποπαρ.2σ) κλπ. 7 Για παράδειγµα το δικαίωµα ίσης µεταχείρισης (άρθ.4 παρ.1σ), το δικαίωµα του νόµιµου δικαστή (άρθ.8 παρ.1σ), το άσυλο της κατοικίας (άρθ.9σ), η συνδικαλιστική ελευθερία (άρθ.22 παρ.2 και 23Σ) κλπ. 8 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005

Κατά τη δεύτερη γνώµη, η οποία και επικράτησε στην επιστήµη, η παραίτηση από τα θεµελιώδη δικαιώµατα θεωρείται ανεπίτρεπτη. Ενώ όµως η παραίτηση γενικά και για το µέλλον είναι ανεπίτρεπτη, είναι δυνατό το άτοµο να παραιτηθεί σε συγκεκριµένη και µόνο περίπτωση από τις εξουσίες που απορρέουν από κάποιο δικαίωµα 9. Για την υποστήριξη της θέσεως αυτής αναφέρθηκαν διάφορα επιχειρήµατα. Έτσι, ορισµένοι συγγραφείς θεωρούν το ανεπίτρεπτο της παραίτησης από τα θεµελιώδη δικαιώµατα ως µια εγγύηση για την καλύτερη διασφάλιση της ύπαρξής τους 10. Οι επιµέρους αξιώσεις που απορρέουν από αυτά µπορούν βέβαια να µην ασκούνται, χωρίς όµως να θίγεται µε τον τρόπο αυτό το θεµελιώδες δικαίωµα καθαυτό. Άλλοι συγγραφείς στηρίζουν το ανεπίτρεπτο της παραίτησης στο άρθ.1 παρ.2 του Θεµελιώδους Νόµου, η οποία χαρακτηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώµατα ως «αναπαλλοτρίωτα». Στο χαρακτηρισµό αυτό, που υποδηλώνει ότι τα δικαιώµατα αυτά δε γίνεται να πάψουν να υφίστανται, θεωρείται ότι συµπεριλαµβάνεται και το ανεπίτρεπτο της παραίτησης. Είναι ωστόσο αµφίβολο το κατά πόσο ο χαρακτηρισµός των δικαιωµάτων ως «αναπαλλοτρίωτων» καλύπτει όντως τις περιπτώσεις παραίτησης. Οι περισσότεροι υποστηρικτές του ανεπίτρεπτου της παραίτησης επικαλούνται το γεγονός ότι αυτά κατοχυρώνονται κυρίως υπέρ του δηµοσίου συµφέροντος και δευτερευόντως µόνο υπέρ του ατόµου, έχουν εποµένως κοινωνική λειτουργία. Στη γερµανική θεωρία υποστηρίχθηκαν ακόµα δύο θεµελιώσεις του µη επιτρεπτού της παραίτησης. Κατά πρώτον, ότι η ενδεχόµενη παραίτηση θα παραβίαζε το καθήκον του Κράτους να προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κατά δεύτερον, ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα αποτελούν αρνητικούς κανόνες αρµοδιότητας του Κράτους, περιορισµούς δηλαδή αυτής, από τους οποίους το άτοµο δεν δύναται να παραιτηθεί. 3.2. Η θέση της θεωρίας και της νοµολογίας στην Ελλάδα 3.2.1 Το κατ αρχήν ανεπίτρεπτο της παραίτησης Στην Ελλάδα το µεγαλύτερο µέρος της θεωρίας υιοθετεί την κρατούσα και στη γερµανική θεωρία άποψη, ότι δηλαδή παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι καταρχήν ανεπίτρεπτη 11. 9 Ράϊκος Α.Γ., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου: Τα θεµελιώδη δικαιώµατα,1984 10 O. Koellreutter, Th. Maunz. 11 Βλ. ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004- αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005- Ράϊκος Α.Γ., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου: Τα θεµελιώδη δικαιώµατα,1984- Τσάτσος.Θ., Συνταγµατικό ίκαιο Γ, Θεµελιώδη ικαιώµατα, Ι Γενικό µέρος, 1987- Χρυσόγονος Κ.Χ., Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα, 2002

Το ατοµικό δικαίωµα του ιδιώτη και η υποχρέωση του κράτους να το προστατεύσει δεν καταργούνται µε την απλή παραίτηση του δικαιούχου, είτε γίνεται µονοµερώς είτε στο πλαίσιο συµβάσεως, είτε είναι ρητή είτε είναι σιωπηρή. Τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι δηλαδή «απαράγραπτα και αναπαλλοτρίωτα» και η παραίτηση από αυτά είναι ασυµβίβαστη προς την προστατευτική υποχρέωση του κράτους. Η αρχή συνεπώς volenti non fit iniuria δε βρίσκει πεδίο εφαρµογής στα θεµελιώδη δικαιώµατα. Γενική για το µέλλον παραίτηση είναι σε κάθε περίπτωση ανίσχυρη, καθόσον αντιβαίνει στο Σύνταγµα. Τα πράγµατα ωστόσο διαφοροποιούνται στις περιπτώσεις ειδικής παραίτησης, όπως θα δούµε παρακάτω (βλ. «3.2.2 Η σχετικοποίηση του ανεπίτρεπτου της παραίτησης»). Στην προσπάθεια ανεύρεσης δικαιολογητικής βάσης για το ανεπίτρεπτο της παραίτησης, έχουν επιστρατευτεί διάφορα επιχειρήµατα. Το µη επιτρεπτό της παραίτησης προκύπτει καταρχήν από το γεγονός ότι η κατοχύρωση των δικαιωµάτων αυτών αποβλέπει και στην εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος. Οι κανόνες περί των θεµελιωδών δικαιωµάτων οµοιάζουν πράγµατι µε τους κανόνες δηµόσιας τάξης του Αστικού ικαίου (βλ. αρθ.3 Α.Κ.) Την άποψη αυτή ενισχύει και η διάταξη του άρθ.25 παρ.2σ, σύµφωνα µε την οποία «η αναγνώριση και η προστασία των θεµελιωδών και απαράγραπτων δικαιωµάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγµάτωση της κοινωνικής προόδου µέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Παραίτηση εποµένως από τα συνταγµατικά δικαιώµατα δε χωρεί, δεδοµένου ότι οδηγεί σε µαταίωση του σκοπού, για τον οποίο σύµφωνα µε τη συνταγµατική αυτή διάταξη θεσπίζονται, την πραγµατοποίηση δηλαδή της κοινωνικής προόδου. Εξάλλου, από την εν λόγω διάταξη σε συνδυασµό και µε άλλες διατάξεις του Συντάγµατος (άρθ.17 παρ.1σ και 25 παρ.4σ) συνάγεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας των θεµελιωδών δικαιωµάτων 12. Από την άλλη µεριά, θα µπορούσε να προβληθεί το επιχείρηµα ότι στο άρθ.8 παρ.1σ καθιερώνεται ρητά η δυνατότητα παραίτησης από ένα θεµελιώδες δικαίωµα, και συγκεκριµένα από αυτό του νόµιµου δικαστή. Μήπως, εποµένως, αφού ο νοµοθέτης, όπου το θεώρησε απαραίτητο, θέσπισε ρητά τη δυνατότητα παραίτησης, µπορούµε εξ αντιδιαστολής να συµπεράνουµε ότι στα υπόλοιπα δικαιώµατα τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται; Επιχειρώντας ωστόσο µια ιστορική ερµηνεία της συνταγµατικής αυτής διατάξεως, θα διαπιστώσουµε ότι το επιχείρηµα αυτό δεν ευσταθεί: Η διάταξη του άρθ.8 παρ.1σ, που καλύπτει ορισµένες περιπτώσεις επιλογής δικαστών από τον ιδιώτη και ιδίως τη δυνατότητα της διαιτητικής επίλυσης των διαφορών, που προέβλεπαν το Σύνταγµα της Τροιζήνας και το Ηγεµονικό Σύνταγµα, αποτελεί σαφέστατη επιρροή από το Σύνταγµα του Βελγίου. Άλλωστε, το γεγονός ότι το Σύνταγµά µας δεν περιλαµβάνει διάταξη που να θεσπίζει ρητά το αναπαλλοτρίωτο των δικαιωµάτων (παρά µόνο το απαράγραπτο στο άρθ.25 παρ.2σ) όπως ο Θεµελιώδης Νόµος της Βόννης, δεν µπορεί επίσης να ευσταθήσει ως ισχυρισµός. Αυτό γιατί σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι σαφές το κατά πόσον το αναπαλλοτρίωτο συνεπάγεται απαραίτητα και το ανεπίδεκτο παραιτήσεως από τα συνταγµατικά δικαιώµατα. 12 Ράϊκος Α.Γ., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου: Τα θεµελιώδη δικαιώµατα,1984

Τέλος, µία δικαιολογητική βάση ελαφρώς διαφορετική υιοθετεί ένα µέρος της θεωρίας στη χώρα µας. Η αρχή του ανίσχυρου προκύπτει, όχι από το δηµόσιο συµφέρον ή τον κοινωνικό χαρακτήρα των θεµελιωδών δικαιωµάτων, αλλά από την ίδια την προστατευτική λειτουργία τους. Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, αν η παραίτηση από συνταγµατικό δικαίωµα ήταν δυνατή, αυτό θα συνεπαγόταν πως η προστασία που παρέχουν αυτά τα δικαιώµατα θα ήταν διαπραγµατεύσιµη. Η εκάστοτε µορφή κρατικής ή και ιδιωτικής εξουσίας θα ασκούσε πίεση στο φορέα του δικαιώµατος να παραιτηθεί από την άσκησή του, µε αποτέλεσµα τελικά το συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα να παραµένει ανενεργό, εις βάρος βέβαια του ασθενέστερου µέρους. Σε περίπτωση, δηλαδή, που δεχτούµε ότι η παραίτηση από δικαίωµα έχει νοµική ισχύ, το σύστηµα προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων που προβλέπεται στο Σύνταγµα εµφανίζει µία βασική αντίφαση: παρέχει από τη µία πλευρά µία εγγύηση µε την κατοχύρωση των συνταγµατικών δικαιωµάτων, την οποία όµως ταυτόχρονα καθιστά διαπραγµατεύσιµη και κατά συνέπεια την αναιρεί. 3.2.2 Η σχετικοποίηση του ανεπίτρεπτου της παραίτησης Το γεγονός ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα έχουν στη σύγχρονη εποχή προσλάβει έντονα κοινωνικό χαρακτήρα, δε συνεπάγεται ωστόσο πλήρη απώλεια του ατοµιστικού τους χαρακτήρα. Η διατήρηση του τελευταίου ως αυτονόητου περιεχοµένου των ατοµικών δικαιωµάτων, προκαλεί ρωγµές στην απόλυτη αρχή του ανεπίτρεπτου της παραίτησης. Σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να συναχθεί αρχή η οποία να υποχρεώνει τους πολίτες σε άσκηση των δικαιωµάτων που τους παρέχονται 13. Επιπλέον, ενόψει της συνταγµατικά κατοχυρωµένης ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθ.5 παρ.1σ), παρέχεται στο άτοµο ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή των µέσων για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, µέσα στα πλαίσια βέβαια των συνταγµατικών ορίων. Η παραίτηση, εποµένως, δεν είναι ανίσχυρη σε απόλυτο βαθµό καθώς, αφ ενός κανένας δεν µπορεί να υποχρεωθεί να ασκήσει τις εξουσίες που απορρέουν από το εκάστοτε δικαίωµά του, αφ ετέρου παρέχεται στο άτοµο η διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τα µέσα, το χρόνο, τον τρόπο και την ένταση µε την οποία θα ασκήσει τις εν λόγω εξουσίες. Είναι, δηλαδή, επιτρεπτή η παραίτηση από ορισµένη εξουσία που απορρέει από ένα συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα, ως έκφανση της προσωπικότητας του ατόµου. Τα παραπάνω συµφωνούν µε τη διαπίστωση του ηµ. Τσάτσου πως η γενική αρχή δεν εµποδίζει τους φορείς των δικαιωµάτων να απέχουν σε συγκεκριµένες περιπτώσεις από την άσκηση αυτών. Σύµφωνα πάντα µε τον ίδιο, το συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα δεν εµπεριέχει την υποχρέωση να ασκείται κιόλας 14. Έχει υποστηριχθεί επίσης, όπως προαναφέρθηκε, πως επειδή το άρθ. 8 εδ.1σ προβλέπει ρητά την παραίτηση του ατόµου από τη δικαστική προστασία, µπορεί να 13 Ράϊκος Α.Γ., Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου: Τα θεµελιώδη δικαιώµατα,1984 14 Τσάτσος.Θ., Συνταγµατικό ίκαιο Γ, Θεµελιώδη ικαιώµατα, Ι Γενικό µέρος, 1987

συναχθεί από τη διάταξη αυτή επιχείρηµα εξ αντιδιαστολής, υπέρ του ανεπίτρεπτου της παραίτησης από τα υπόλοιπα θεµελιώδη δικαιώµατα. Αυτό όµως δεν είναι ορθό, καθώς πρόκειται για επιρροή του Συντάγµατος του Βελγίου του 1831 και δε φαίνεται να υπάρχει συνείδηση καθιέρωσης της αρχής του µη επιτρεπτού της παραίτησης. Με την παραδοχή του µη απόλυτου χαρακτήρα του ανεπίτρεπτου της παραίτησης, ανακύπτει εν συνεχεία η ανάγκη προσδιορισµού των ορίων µεταξύ των περιπτώσεων επιτρεπτής και των περιπτώσεων µη επιτρεπτής παραίτησης από συνταγµατικό δικαίωµα. Στο σηµείο αυτό πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση: Η γενική για το µέλλον παραίτηση από ένα συνταγµατικό δικαίωµα είναι ανίσχυρη σε κάθε περίπτωση, γιατί µετατρέπει τον άνθρωπο από υποκείµενο σε αντικείµενο δικαίου και αντίκειται εποµένως στη συνταγµατικά κατοχυρωµένη αξία του ανθρώπου (άρθ.2 παρ.1σ). εν ισχύει ωστόσο το ίδιο σε περίπτωση συγκατάθεσης για συγκεκριµένη παραβίαση ατοµικού δικαιώµατος. Υπάρχουν πάντως συνταγµατικά δικαιώµατα στα οποία, ως εκ του περιεχοµένου τους, η συναίνεση του φορέα του δικαιώµατος κατέχει ιδιαίτερη θέση. Για παράδειγµα, η συναίνεση του ιδιοκτήτη στην πραγµατοποίηση συγκεκριµένης έρευνας της οικίας του, παρόλο που δεν παρίσταται εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας όπως απαιτεί το Σύνταγµα (άρθ.9 παρ.1σ), πρέπει να θεωρηθεί ισχυρή. Για το λόγο αυτό άλλωστε και ο Ποινικός µας Κώδικας εξαρτά τη στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της παραβίασης οικιακού ασύλου από την έλλειψη συναινέσεως του παθόντος (άρθ.241πκ) 15. Στην περίπτωση µάλιστα του δικαιώµατος του νόµιµου δικαστή, το ίδιο το Σύνταγµα εξαιρεί την εκούσια «στέρηση» του νόµιµου δικαστή (άρθ.8 παρ.1σ). Χρήσιµο επίσης κριτήριο για την οριοθέτηση των περιπτώσεων επιτρεπτής παραίτησης από συνταγµατικό δικαίωµα, αποτελεί η διάκριση των θεµελιωδών δικαιωµάτων σε προσωπικά και περιουσιακά. Προκειµένου για τα περιουσιακά δικαιώµατα, γενική παραίτηση δεν είναι µεν δυνατή, ειδική παραίτηση όµως είναι ισχυρή. Έτσι, για παράδειγµα, αντιβαίνει στο Σύνταγµα η παραίτηση για το µέλλον από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, είναι όµως δυνατή η παραίτηση από συγκεκριµένο περιουσιακό στοιχείο 16. 3.3. Η συναίνεση 3.3.1. Η συναίνεση ως µορφή παραίτησης Η συναίνεση είναι έννοια παρεµφερής µε αυτή της παραίτησης, χωρίς ωστόσο οι δύο όροι να ταυτίζονται απόλυτα. Η παραίτηση υποδηλώνει την εξωτερικευµένη, γενική αποχή από την άσκηση ενός θεµελιώδους δικαιώµατος. 15 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005 16 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004

Η συναίνεση, η οποία στην ουσία αποτελεί µια ειδικότερη µορφή παραίτησης, συνίσταται σε συγκεκριµένη συγκατάθεση που παρέχεται από τον φορέα του δικαιώµατος προκειµένου για συγκεκριµένη, ή έστω, προσδιορίσιµη προσβολή του εν λόγω δικαιώµατος. Η νοµική θεωρία έχει επικεντρωθεί στην εξέταση του ζητήµατος της ειδικότερης συναίνεσης, η οποία άλλωστε είναι και η µόνη συνταγµατικά επιτρεπτή µορφή παραίτησης από ατοµικό δικαίωµα. Πρέπει πάντως να σηµειωθεί ότι οι έννοιες της παραίτησης και της συναίνεσης στο µεγαλύτερο µέρος των δικαστικών αποφάσεων αντιµετωπίζονται κατά κανόνα ως ταυτόσηµες. Αναφορικά µε τη νοµική φύση της συναίνεσης, στη θεωρία έχουν επικρατήσει δύο απόψεις: Σύµφωνα µε την πρώτη, η συναίνεση αποτελεί δικαιοπραξία, µε αποτέλεσµα να εφαρµόζεται το µεγαλύτερο µέρος των διατάξεων περί δηλώσεως βουλήσεως του Αστικού Κώδικα. Σύµφωνα µε τη δεύτερη άποψη, η συναίνεση αποτελεί απλά υλική πράξη. Υλική είναι η πράξη µε την οποία προκαλείται µεταβολή στον εξωτερικό κόσµο, µε την οποία µεταβολή συνδέεται ορισµένη έννοµη συνέπεια. Στις υλικές πράξεις, κατά το Αστικό ίκαιο, δε χωρεί ούτε καν αναλογική εφαρµογή των διατάξεων περί δικαιοπραξιών. Οι υποστηρικτές και των δύο θεωριών, πάντως, συγκλίνουν κατά το µεγαλύτερο µέρος τους στη διαπίστωση πως στη συναίνεση δε χωρεί εφαρµογή όλων ανεξαιρέτως των διατάξεων του Αστικού ικαίου περί της δήλωσης βουλήσεως. Η συναίνεση, εποµένως, δεν εξαρτάται από τη δικαιοπρακτική ικανότητα του παρέχοντος αυτήν, αλλά από την ικανότητά του να αντιληφθεί στην πράξη τις συνέπειες της παραίτησής του από δικαίωµα που κατοχυρώνεται συνταγµατικά. 3.3.2 Οι προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης Η συναίνεση του φορέα του δικαιώµατος, προκειµένου να είναι ισχυρή, πρέπει κατ αρχήν να προηγείται της προσβολής και να είναι αναµφισβήτητη. Πρέπει επίσης να ενέχει θετικό νόηµα διάθεσης του περί ου πρόκειται αγαθού: απλή µη-απόκρουση της ενέργειας του δράστη, απλή ανοχή του φορέα του δικαιώµατος, σε καµία περίπτωση δεν αρκεί. Σε περίπτωση δε αµφιβολίας, υπάρχει τεκµήριο κατά της συναίνεσης 17. Αµφισβητείται αν αρκεί η απλή εσωτερική συγκατάθεση του φορέα του δικαιώµατος ή απαιτείται και εξωτερίκευσή της (έτσι ο αγτόγλου). Ορθότερο φαίνεται ωστόσο να δεχτούµε ότι η καθ οιονδήποτε τρόπο εξωτερίκευση της συναίνεσης είναι απαραίτητη, δεδοµένου ότι στην ουσία πρόκειται για µία προοριζόµενη για το κοινωνικό περιβάλλον πράξη διάθεσης, µία εκδήλωση ελευθερίας 18. Σχετικά µε το φορέα του δικαιώµατος και παρέχοντα τη συναίνεση για προσβολή του τελευταίου, πρέπει να σηµειωθούν τα ακόλουθα: Το εν λόγω πρόσωπο πρέπει να έχει τη λεγόµενη ικανότητα προς συναίνεση, η οποία δε συµπίπτει κατ ανάγκη ούτε µε τη δικαιοπρακτική ικανότητα ούτε µε την ποινική ικανότητα προς καταλογισµό. 17 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005 18 Ανδρουλάκης Ν.Κ., Ποινικό ίκαιο, γενικό µέρος, 2000

Σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση πρέπει εποµένως να ερευνάται το κατά πόσον ο παθών είχε την απαραίτητη πνευµατική ωριµότητα και υγεία, προκειµένου να εκτιµήσει σωστά τις συνέπειες της διαθέσεως του δικαιώµατός του. Η συναίνεση απαιτείται εποµένως να παρασχεθεί από πρόσωπο που έχει πλήρη ελευθερία βουλήσεως και συνείδηση των πραττοµένων του κατά το χρόνο της συναινέσεως. Η ελευθερία συναινέσεως τεκµαίρεται ότι δε συντρέχει στις περιπτώσεις των κρατουµένων και των αιχµαλώτων πολέµου 19. Σε περίπτωση ανικανότητας προς συναίνεση του παθόντος, δεν αποκλείεται η παροχή ισχυρής συναίνεσης εκ µέρους εκείνων που έχουν την επιµέλεια του προσώπου και της περιουσίας του, πάντοτε µέσα στα όρια που διαγράφονται σχετικά από το νόµο. Επί προσώπων µε µειωµένη ικανότητα συναίνεσης απαιτείται η συναίνεση τόσο των ίδιων, όσο και του κηδεµόνα τους. Σε περίπτωση σοβαρού και άµεσου για τη ζωή ή την υγεία κινδύνου από την αναβολή, η συναίνεση του εν αφασία ευρισκόµενου προσώπου ή του απόντος κηδεµόνα του, µπορεί να αντικατασταθεί από τη γνωµάτευση ειδικού γιατρού. Η δυνατότητα αυτή «αντιπροσώπευσης» στη συναίνεση πρέπει, ωστόσο, να αντιµετωπίζεται µε µεγάλη επιφυλακτικότητα, δεδοµένου ότι οι πράξεις ελευθερίας όπως η συναίνεση διακρίνονται για τον άκρως προσωπικό τους χαρακτήρα 20. Επιπλέον, τα ελαττώµατα της βουλήσεως που οφείλονται σε εξαπάτηση, πλάνη ή απειλή-εξαναγκασµό καθιστούν καταρχήν τη συναίνεση ανίσχυρη. Η συναίνεση του φορέα του συνταγµατικού δικαιώµατος θεωρείται ότι πάσχει από ακυρότητα, όταν δεν περιβάλλεται τον απαιτούµενο από το νόµο τύπο. Σ αυτή την περίπτωση, σύµφωνα µε την κρατούσα γνώµη εφαρµόζεται το άρθ. 159ΑΚ. Άκυρη είναι η συναίνεση όταν δε δόθηκε υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας, οπότε θα αντίκειται άλλωστε και στο νόµο και στα χρηστά ήθη. Αυτό συµβαίνει, όταν ο φορέας του δικαιώµατος που συναινεί στην παραβίασή του τελεί σε σχέση εξάρτησης από αυτόν ο οποίος προβαίνει στην εν λόγω παραβίαση. 19 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005 20 Ανδρουλάκης Ν.Κ., Ποινικό ίκαιο, γενικό µέρος, 2000

ΜΕΡΟΣ ΕΥΤΕΡΟ Κεφάλαιο 4 ο Ειδικότερες µορφές παραίτησης 4.1 Εισαγωγή Μετά από όσα εκτέθηκαν σχετικά µε την παραίτηση από τα συνταγµατικά δικαιώµατα γενικά, ανακύπτει η ανάγκη εξεύρεσης ενός κριτηρίου, βάσει του οποίου θα κρίνεται το επιτρεπτό ή µη της παραίτησης από κάθε συγκεκριµένο, συνταγµατικά κατοχυρωµένο θεµελιώδες δικαίωµα. Στο πλαίσιο της αναζήτησης αυτής θα ήταν σκόπιµη η εξέταση κάθε ενός συνταγµατικού δικαιώµατος µεµονωµένα. εδοµένου όµως ότι κάτι τέτοιο δε θα ήταν δυνατό στο πλαίσιο του παρόντος εγχειρήµατος και δεδοµένου ότι η νοµολογία και η νοµοθεσία επί του ζητήµατος είναι σε αρκετά σηµεία ελλιπής και αποσπασµατική, θα προβούµε παρακάτω σε µια προσπάθεια κατηγοριοποίησης των θεµελιωδών δικαιωµάτων βάσει του περιεχοµένου τους. Στη συνέχεια, βάσει της εν λόγω κατηγοριοποίησης, θα εξετάσουµε τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις παραίτησης από συνταγµατικό δικαίωµα. Σε πρώτο στάδιο, ωστόσο, θα ήταν σκόπιµο να εξετάσουµε όσο το δυνατόν εν συντοµία τα λεγόµενα «µητρικά» συνταγµατικά δικαιώµατα, των οποίων άλλωστε µερικότερες εξειδικεύσεις αποτελούν και τα υπόλοιπα θεµελιώδη δικαιώµατα που κατοχυρώνονται στον Καταστατικό µας Χάρτη. 4.2 Τα «µητρικά» θεµελιώδη δικαιώµατα: ανθρώπινη αξία, ισότητα, ελευθερία 4.2.1 Η ανθρώπινη αξία Ανθρώπινη αξία ως έννοια γένους είναι το σύνολο των γενικών υλικών, πνευµατικών και κοινωνικών γνωρισµάτων του ανθρώπινου γένους 21. Η ανθρώπινη αξία ως έννοια γένους ταυτίζεται δηλαδή µε τον ίδιο τον άνθρωπο. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι εποµένως αδιαµφισβήτητα και φορέας ανθρώπινης αξίας. Η ανθρώπινη αξία, δηλαδή, ως έµφυτη στον ίδιο τον άνθρωπο αξία, δεν αφαιρείται µε νοµικούς κανόνες, όπως δεν είναι δυνατή µε τους ίδιους κανόνες η αφαίρεση άλλων φυσικών ιδιοτήτων, όπως για παράδειγµα του φύλου ή της ηλικίας. Ως έννοια είδους, η ανθρώπινη αξία ταυτίζεται µε την προσωπικότητα, προσδίδει δηλαδή σε αυτήν ουσιαστικό περιεχόµενο, ενώ ταυτόχρονα την οριοθετεί. 21 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004

Η ανθρώπινη αξία αποτελεί την πηγή, γι αυτό άλλωστε και χαρακτηρίζεται ως µητρικό δικαίωµα όλων των ανθρώπινων δικαιωµάτων. Τους γενικούς συνταγµατικούς της προσδιορισµούς αποτελούν η ελευθερία και η ισότητα, ενώ τις γενικές της συνταγµατικές εξειδικεύσεις τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Πρόκειται κατ ουσίαν για το ύψιστο αγαθό, την κατευθυντήρια αρχή του κοινωνικού ανθρωπισµού, το σκοπό και την καταστατική αρχή του δικαίου. Για το λόγο αυτό η αξία του ανθρώπου αποτελεί τον άµεσο ή έµµεσο σκοπό κάθε νοµικού κανόνα 22 και κατά συνέπεια τη βάση της συνολικής έννοµης τάξης. Ως συνέπεια αυτού, η ερµηνεία κάθε κανόνα δικαίου πρέπει να επιχειρείται µε βάση το περιεχόµενο της ανώτατης αυτής αρχής. Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας αποτελεί την καταστατική αρχή της νέας-µε το Σύνταγµα του 1975- ελληνικής έννοµης τάξης, η οποία προκύπτει σαφώς από το άρθ.2 παρ.1σ αλλά και από άλλες συνταγµατικές διατάξεις, όπως εκείνες των άρθ.4 παρ.1,2σ, άρθ.5 παρ.1,2σ, άρθ.7 παρ.2σ, άρθ.25 παρ.1-4σ, άρθ.106 παρ.2σ, καθώς και από όλες σχεδόν τις διατάξεις που αναφέρονται στα συνταγµατικά δικαιώµατα. Στο άρθ.2 παρ.1σ ειδικότερα, η ανθρώπινη αξία καθιερώνεται ως αντικειµενική αρχή από την οποία απορρέουν ατοµικά δικαιώµατα (υποκειµενικά δίκαια). Η εν λόγω αρχή συνδέεται άρρηκτα µε την υποχρέωση των ιδιωτών αλλά και κυρίως του κράτους να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Η κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου είναι αναπαλλοτρίωτη και απαραβίαστη, δεν υπόκειται σε κανένα περιορισµό και σε καµία επιφύλαξη νόµου, ούτε επιτρέπονται εξαιρέσεις από αυτή στο πλαίσιο ειδικών εξουσιαστικών σχέσεων 23. Η διάταξη του άρθ.2 παρ.1σ δεν υπόκειται σε αναθεώρηση και η ισχύς της δεν µπορεί να ανασταλεί βάσει του άρθ.48 παρ.1σ. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί το άκρο όριο οποιουδήποτε συνταγµατικά επιτρεπόµενου περιορισµού ατοµικού δικαιώµατος, είτε αυτός αναφέρεται στο περιεχόµενο είτε στους φορείς του δικαιώµατος. 4.2.2 Η ισότητα Η συνταγµατική αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθ.4 παρ.1σ, αποτελεί αντικειµενικό κανόνα δικαίου, από τον οποίο απορρέουν τα αντίστοιχα ατοµικά δικαιώµατα. Η αρχή της ισότητας αποτελεί θεµελιώδη συνταγµατική αρχή, η οποία παράλληλα διαχέεται σε ολόκληρη την έννοµη τάξη και εξειδικεύεται σε όλους τους µερικότερους κλάδους του δικαίου. Όπως προκύπτει από το γράµµα του Συντάγµατος, όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόµο, κατοχυρώνεται δηλαδή η νοµική ισότητα των Ελλήνων πολιτών. 22 Βλ. ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004- Χρυσόγονος Κ.Χ., Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα, 2002 23 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005

Αποδέκτης της συνταγµατικής επιταγής της ισότητας είναι κατά βάση ο κοινός νοµοθέτης, ο οποίος υποχρεούται κατά την άσκηση του έργου του να προβαίνει σε ίδια ρύθµιση των όµοιων περιπτώσεων 24. Επιπλέον, η αρχή της ισότητας δεσµεύει και τα δικαστήρια κατά την απονοµή της δικαιοσύνης, τα οποία οφείλουν όχι µόνο να την τηρούν κατά την έκδοση των αποφάσεων, αλλά και να ελέγχουν το κατά πόσον την τηρεί και ο εκάστοτε εφαρµοστέος κανόνας δικαίου. Tέλος, η εν λόγω αρχή δεσµεύει και τη διοίκηση, είτε κατά την έκδοση πράξεων είτε κατά τη διενέργεια υλικών πράξεων (αρχή της ίσης µεταχείρισης), αλλά και την ιδιωτική εξουσία. Με κριτήριο το περιεχόµενό της, η ισότητα µπορεί να διακριθεί περαιτέρω σε πολιτική (ισότητα της ψήφου, ίση πρόσβαση σε δηµόσιες υπηρεσίες, ισότητα των πολιτικών κοµµάτων κλπ.), κοινωνική (ισότητα των φύλων, απαγόρευση τίτλων ευγενείας) και οικονοµική, η οποία δεν καθιερώνεται ρητά στο Σύνταγµα (ισότητα αµοιβής εργασίας, φορολογική ισότητα) 25. 4.2.3 Η ελευθερία Η ελευθερία του ανθρώπου έχει τρεις διαστάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν στις τρεις διαστάσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας: υλική, πνευµατική και κοινωνική. Στην υλική διάσταση της προσωπικής ελευθερίας υπάγεται η ελευθερία κίνησης στο φυσικό περιβάλλον και η στενά συνδεδεµένη µε αυτή ελευθερία εγκατάστασης. Με αυτή τη διάσταση της προσωπικής ελευθερίας σχετίζονται άµεσα τα άρθ.6 και 7 του Συντάγµατος, που κατοχυρώνουν την προσωπική ασφάλεια. Ως πνευµατική ελευθερία νοούνται η ελευθερία σκέψης, στοχασµών και ιδεών, οι οποίες προστατεύονται στο άρθ.5σ αλλά και οι ειδικότερες µορφές αυτών σε µερικότερες συνταγµατικές διατάξεις. Η κοινωνική ελευθερία, τέλος, συνεπάγεται τη µη-δουλεία, τη µη υπαγωγή του ανθρώπου στην ιδιοκτησία ή σε παρεµφερή εξουσία άλλου. Η στοιχειώδης αυτή έννοια της ελευθερίας συνδέεται στενά µε την ίδια την αναγνώριση του ανθρώπου ως υποκειµένου δικαιωµάτων και υποχρεώσεων. Το περιεχόµενο της παρεχόµενης από το Σύνταγµα ελευθερίας συνδέεται άµεσα µε το πρότυπο του κοινωνικού ανθρώπου και ως εκ τούτου δεν παρέχει εξουσία καταπάτησης των δικαιωµάτων των άλλων. Όπως προαναφέρθηκε, στο άρθ.5 του Συντάγµατος κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ως αντικειµενική αρχή και ως «µητρικό» 24 Βλ. Α.Π.261/1932, ΣτΕ2176/1947 25 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004- ηµητρόπουλος Α.Γ., Η συνταγµατική προστασία του ανθρώπου από την ιδιωτική εξουσία, 1981-- Χρυσόγονος Κ.Χ., Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα, 2002

θεµελιώδες δικαίωµα. Όλες οι ατοµικές ελευθερίες περιέχονται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την οποία και εξειδικεύουν 26. Παράλληλα, τα τρία βασικά δικαιώµατα που περιλαµβάνονται στην ίδια διάταξη (τα δικαιώµατα δηλ. συµµετοχής στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας) αποτελούν τους γενικούς συνταγµατικούς προσδιορισµούς της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Η απαρίθµηση των δικαιωµάτων αυτών παρέχει επιπλέον το ορθό κριτήριο για τη διάκριση των συνταγµατικών δικαιωµάτων σε κοινωνικά, οικονοµικά και πολιτικά. Η συνταγµατική προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας έχει καθολικό χαρακτήρα, αναφέρεται δηλαδή σε οποιαδήποτε εκδήλωση της ανθρώπινης υπόστασης και είναι απαραβίαστη. 4.3 Κοινωνικά, οικονοµικά και πολιτικά δικαιώµατα Τα συνταγµατικά δικαιώµατα, αν και συνιστούν µια ενότητα, µπορούν βάσει της ρυθµιζόµενης από αυτά ύλης να διακριθούν σε κοινωνικά, οικονοµικά και πολιτικά. Οι όροι «κοινωνικά» και «πολιτικά» δικαιώµατα, ωστόσο, διαφοροποιούνται ουσιαστικά από τους αντίστοιχους όρους της κλασικής γερµανικής διάκρισης. Πιο συγκεκριµένα, αναφορικά µε τα κοινωνικά δικαιώµατα, αξίζει να σηµειωθούν τα ακόλουθα: Πρώτον, πρόκειται για δικαιώµατα υπόστασης, έχουν δηλαδή ως αντικείµενο αγαθά απαραίτητα για την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου. Από την αναγκαιότητα αυτή των αγαθών που συνιστούν το περιεχόµενό τους, συνάγεται η τεράστια σηµασία των κοινωνικών δικαιωµάτων, καθώς και η λογική τους προτεραιότητα σε σχέση µε τα υπόλοιπα δικαιώµατα. Το αντικείµενό τους αναφέρεται κατά βάση σε κοινωνικά αγαθά, κατά συνέπεια δεν αφορούν µόνο το φορέα τους, αλλά ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Τέλος, τα κοινωνικά δικαιώµατα περιλαµβάνουν ένα στοιχειώδες, minimum περιεχόµενο, αναφέρονται δηλαδή στο κατώτατο ανεκτό όριο διαβίωσης. Από την άλλη µεριά, τα πολιτικά δικαιώµατα έχουν ως χαρακτηριστικό τους γνώρισµα τη σύνδεσή τους µε την πολιτική εξουσία και από την άποψη αυτή αποτελούν ιδιαίτερη οµάδα συνταγµατικών δικαιωµάτων. Το µητρικό πολιτικό δικαίωµα της συµµετοχής στην πολιτική ζωή κατοχυρώνεται στο άρθ.4σ, ενώ αρκετά από τα πολιτικά δικαιώµατα αποτελούν µερικότερες εκφάνσεις των πλευρών της ανθρώπινης δραστηριότητας και περιέχονται στις διατάξεις των άρθ.4-24σ. O προβληµατισµός σχετικά µε τη δυνατότητα παραίτησης από συνταγµατικό δικαίωµα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πεδίο των δικαιωµάτων του κοινωνικού χώρου, δεδοµένου ότι αυτά συνδέονται άµεσα µε την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. 26 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004- ηµητρόπουλος Α.Γ., Η συνταγµατική προστασία του ανθρώπου από την ιδιωτική εξουσία, 1981

Τα πολιτικά δικαιώµατα, αντιθέτως, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, έχουν κατά κανόνα και τη µορφή υποχρέωσης απέναντι στο κράτος. Όσον αφορά τα οικονοµικά δικαιώµατα, τέλος, γίνεται δεκτό ότι η συγκεκριµένη παραίτηση θεωρείται κατά κανόνα ισχυρή. 4.4 Η παραίτηση από τα δικαιώµατα του κοινωνικού χώρου Χάριν διευκόλυνσης κατά τη µελέτη του εν λόγω ζητήµατος, θα επιχειρήσουµε στο σηµείο αυτό µια κατηγοριοποίηση των δικαιωµάτων του κοινωνικού χώρου βάσει του ειδικότερου περιεχοµένου τους. 4.4.1/Α Τα δικαιώµατα που αφορούν στην υπόσταση του ανθρώπου Η ανθρώπινη φύση είναι δισυπόστατη, σωµατική (φυσική) και πνευµατική, ενώ έχει παράλληλα και κοινωνική διάσταση. Η φυσική υπόσταση αποτελεί φυσικό αγαθό προστατευόµενο από το συντακτικό νοµοθέτη αντικειµενικά (ως συνταγµατικό αγαθό) αλλά και υποκειµενικά (ως συνταγµατικό δικαίωµα). Το δικαίωµα της φυσικής υπόστασης αποτελεί µητρικό δικαίωµα των µερικότερων δικαιωµάτων της ζωής, της υγείας, του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ασφάλισης. Το Σύνταγµα επίσης προστατεύει τη διαµόρφωση του ανθρώπινου πνεύµατος, την πνευµατική δηλαδή υπόσταση του ανθρώπου. Η ελευθερία της γνώµης αποτελεί γενική αρχή αλλά και µητρικό δικαίωµα για πολλά άλλα δικαιώµατα της πνευµατικής υπόστασης του ανθρώπου, όπως οι θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία των ιδεών, η παιδεία, η τέχνη, η επιστήµη. Στην προστασία της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου υπάγονται τα ατοµικά δικαιώµατα της νοµικής αναγνώρισης του φυσικού προσώπου, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της τιµής. 4.4.1/Β Η παραίτηση από το θεµελιώδες δικαίωµα της ζωής Το φαινόµενο της ζωής 27 αποτελεί την κορωνίδα της δηµιουργίας και κατά συνέπεια το υπέρτατο φυσικό αγαθό. Η ζωή ανάγεται επίσης σε πρωταρχικό συνταγµατικά προστατευόµενο αγαθό και συγκεκριµένα σε αντικειµενικό συνταγµατικό κανόνα δικαίου. Ως τέτοιος, βρίσκει εφαρµογή στη συνολική έννοµη τάξη και εξειδικεύεται στις µερικότερες δικαϊκές περιοχές. Η συνταγµατική προστασία του δικαιώµατος αυτού συνεπάγεται απαγόρευση του τερµατισµού της ζωής, απαγόρευση η οποία απευθύνεται τόσο σε κάθε άλλο άνθρωπο, όσο και στον ίδιο το φορέα του δικαιώµατος. Στο σηµείο αυτό ανακύπτει το ερώτηµα τι συµβαίνει στις περιπτώσεις που η παράταση της ζωής ενός ασθενούς δηµιουργεί στον τελευταίο αφόρητο πόνο, από τον οποίο και ο ίδιος επιθυµεί σαφώς να απαλλαγεί. 27 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004

Με τη συνταγµατική κατοχύρωση, δηλαδή, του δικαιώµατος της ζωής, παρέχεται στο άτοµο ακόµα και η δυνατότητα αυτοκαταστροφής ή δεσµεύεται από το γενικότερο συµφέρον προστασίας των θεµελιωδών του δικαιωµάτων 28 ; Ο ελληνικός Π.Κ. ναι µεν θεωρεί την ανθρωποκτονία µε συναίνεση άδικη, δεν απαντά όµως σε σειρά ζητηµάτων αναφορικά µε το ζήτηµα της ευθανασίας, µε αποτέλεσµα η νοµοθεσία επί του θέµατος να θεωρείται ότι πάσχει από έλλειψη πληρότητας. Μερίδα των θεωρητικών εµµένει στην παραδοσιακή άποψη περί του ανεπίτρεπτου της παραίτησης από το δικαίωµα στη ζωή, ανάγοντας την προστασία της ζωής σε πρωταρχική υποχρέωση κάθε έννοµης τάξης. Το άτοµο εποµένως, υποστηρίζουν, δεν έχει εξουσία διαθέσεως της ίδιας του της ζωής. Στο σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ότι οι απλές αυτοπροσβολές 29 είτε αντιµετωπίζονται ως νοµικά αδιάφορες είτε θεωρούνται µορφές ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόµου κατά το άρθ.5 παρ.1σ. Η αυτοπροσβολή αναγνωρίζεται, εποµένως ως συνταγµατικό δικαίωµα. Επιπλέον, η ευθανασία (τουλάχιστον στην παθητική της µορφή) αποτελεί µορφή άρνησης της θεραπείας ή και επιλογής ιατροφαρµακευτικής αγωγής. Από τη σκοπιά αυτή η ευθανασία µπορεί να θεωρηθεί ως µορφή αυτοπροσδιορισµού του ατόµου, ως τρόπος αυτοδιάθεσης που δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα τρίτων και εποµένως δεν απαιτείται παρέµβαση της Πολιτείας. Εξάλλου, η συνταγµατική προστασία της ζωής δεν µπορεί να οδηγήσει σε υποχρέωση του ατόµου στη ζωή, παρά µόνο αν οι άνθρωποι αντιµετωπιστούν ως απλά βιολογικά όντα. Το Σύνταγµά µας, εποµένως, δεν απαγορεύει την ευθανασία, αλλά επιτρέπει στον κοινό νοµοθέτη να αποφασίσει αν και µε ποιους όρους θα καταστήσει αυτήν νόµιµη 30. Η παθητική ευθανασία άλλωστε µπορεί να θεµελιωθεί στο δικαίωµα αυτοδιάθεσης του άρθ.5 παρ.1σ, ενώ η ενεργητική ευθανασία στο άρθ.5 παρ.1σ σε συνδυασµό µε το άρθ.7 παρ.2σ. Άλλωστε, θα µπορούσε να υποστηριχθεί πως η απαγόρευση της ευθανασίας αντίκειται στην υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, η οποία είναι αναπαλλοτρίωτη και απαραβίαστη 31. 4.4.1/Γ Η παραίτηση από το δικαίωµα της υγείας και της ακεραιότητας του ανθρώπου Ως υγεία νοείται η έλλειψη κάθε ανώµαλης κατάστασης του σώµατος ή του πνεύµατος, που δηµιουργεί ανάγκη θεραπείας ή ανικανότητα για εργασία ή και τα δύο µαζί 32. 28 Βλ. Κριάρη-Κατράνη Ι., Ευθανασία και ατοµικά δικαιώµατα. Η προσέγγιση από πλευράς διεθνούς και συγκριτικού δικαίου, Ελλ. /νη 2002 29 Απλές αυτοπροσβολές θεωρούνται για παράδειγµα η ενασχόληση µε επικίνδυνα αθλήµατα και η δωρεά οργάνων. 30 αγτόγλου Π.., Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά ικαιώµατα,2005 31 Βλ. και Ράϊκο Α.Γ., Συνταγµατικό ίκαιο, Θεµελιώδη δικαιώµατα Β,2002- Κατρούγκαλο Γ., Το δικαίωµα στη ζωή και στο θάνατο,1993 32 Κρεµαλής Κ., Το δικαίωµα για προστασία της υγείας, 1987

Η υγεία αποτελεί φυσικό αγαθό αναγόµενο στην ίδια την υπόσταση του ανθρώπου, το οποίο µάλιστα κατοχυρώνεται σε περισσότερες συνταγµατικές διατάξεις (άρθ.5 παρ.5σ, άρθ.7 παρ.2σ και άρθ.21 παρ.3σ). Από τον αντικειµενικό κανόνα της προστασίας της ανθρώπινης υγείας απορρέουν τα ατοµικά δικαιώµατα υγείας. Καταρχήν, η ελεύθερη και αναµφισβήτητη συναίνεση του παθόντος αίρει την αντισυνταγµατικότητα (όχι όµως απαραίτητα και τον άδικο χαρακτήρα κατά το Ποινικό ίκαιο) της προσβολής του δικαιώµατος της σωµατικής και ψυχικής ακεραιότητας όταν η προσβολή είναι ελαφριά ή όταν εξυπηρετεί τη σωµατική ή ψυχική υγεία του ίδιου του παθόντος. Στο σηµείο αυτό ανακύπτει το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτηµα της συναίνεσης του ασθενούς σε επιγενόµενη ιατρική πράξη. Ιδιαίτερη σηµασία για την αντιµετώπιση του ζητήµατος έχει η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση µε τις εφαρµογές της Βιολογίας και της Ιατρικής, η οποία κυρώθηκε στη χώρα µας µε το Ν.2619/1998. Όπως ορίζεται στο άρθ.5 της Συµβάσεως, για κάθε επέµβαση σε θέµατα υγείας απαιτείται πλέον η ελεύθερη συναίνεση του ενδιαφερόµενου προσώπου, το οποίο έχει δικαίωµα πλήρους ενηµέρωσης σχετικά µε τους κινδύνους, τις επιλογές και τα επακόλουθα της ιατρικής επέµβασης. Η αναγκαιότητα αυτή της συναίνεσης του ασθενούς µπορεί όµως να συναχθεί και από το άρθ.7 παρ.2σ. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η συναίνεση του ασθενούς δεν είναι απεριόριστη, αλλά φτάνει µέχρι το σηµείο όπου έρχεται σε αντίθεση µε την ανθρώπινη αξία, από την οποία δε χωρεί παραίτηση. Το ίδιο συµπέρασµα προκύπτει και από την ίδια τη Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση µε τις εφαρµογές της Βιολογίας και της Ιατρικής, η οποία τονίζει την ανάγκη εξασφάλισης της αξιοπρέπειας των ατόµων. 4.4.2/Α Τα δικαιώµατα που αφορούν στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου Στο άρθ.9 παρ.1 εδ.β Σ κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Ως ιδιωτική ζωή µε την ευρεία έννοια του όρου εννοούµε το σύνολο των ενεργειών του ανθρώπου που αναφέρονται στο άτοµό του, όπως επίσης και σε πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος ή σε θέµατα δικής του επιλογής 33. Η προστασία της ατοµικής ζωής συνδέεται άµεσα µε την προστασία της προσωπικότητας, όπως και µε τη διαφύλαξη των προσωπικών του δεδοµένων 34. Στο πλαίσιο της ιδιωτικής σφαίρας του ανθρώπου προστατεύονται ο γάµος, η παιδική ηλικία, η κατοικία, η οικογένεια, η επικοινωνία. 33 Βλ. επίσης Μαυριάς Κ.Γ., Το συνταγµατικό δικαίωµα του ιδιωτικού βίου, 1982 34 Βλ. σχετικά:άρθ.9ασ, ν.2472/1997, Οδηγίες 95/46/ΕΚ και 97/66/ΕΚ, ν.2068/1992, ν.2774/1999

4.4.2/Β Η παραίτηση από το συνταγµατικό δικαίωµα του ασύλου της κατοικίας Κατοικία µε την ευρύτερη έννοια του όρου είναι ο ιδιωτικός φυσικός χώρος του ανθρώπου, που µπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε φυσικό χώρο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός αποτελεί κατάλυµα 35. Ο όρος «άσυλο της κατοικίας» σηµαίνει την καταρχήν απαγόρευση εισόδου ή παραµονής των οργάνων της δηµόσιας τάξης στην κατοικία παρά τη θέληση ή και χωρίς τη γνώση του κατόχου της (είτε ιδιοκτήτη είτε ενοίκου). Αναγκαία συνέπεια της αναγωγής της κατοικίας σε άσυλο είναι η απαγόρευση διεξαγωγής οποιασδήποτε έρευνας (άρθ.9σ). Η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη, δεδοµένου ότι την κάµψη της εισάγει η ίδια η συνταγµατική διάταξη επιτρέποντας τη διεξαγωγή έρευνας στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόµος. Η εξουσιοδότηση αυτή προς τον κοινό νοµοθέτη (άρθ.9 παρ.1σ) είναι εξουσιοδότηση εξαιρετική και οι οριζόµενες από το νόµο περιπτώσεις επιτρεπόµενης έρευνας συνιστούν στην πραγµατικότητα οριοθετήσεις του περιεχοµένου του δικαιώµατος της κατοικίας. Η συναίνεση του ατόµου σε µία συγκεκριµένη έρευνα της οικίας του χωρίς να παρίσταται εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας, όπως απαιτεί το Σύνταγµα, είναι ισχυρή. Για το λόγο αυτό άλλωστε και ο Ποινικός µας Κώδικας εξαρτά τη στοιχειοθέτηση του αδικήµατος της παραβιάσεως οικιακού ασύλου (άρθ.241π.κ.) από την έλλειψη συναινέσεως του παθόντος. 4.4.2/Γ Η συναίνεση στην επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η νοµοθεσία που αφορά την προστασία του ατόµου από την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα. Όχι µόνο επειδή αποσκοπεί στην προστασία των σηµαντικότερων συνταγµατικών δικαιωµάτων του ανθρώπου, αλλά και επειδή στο πλαίσιο της νοµοθεσίας αυτής η συναίνεση κατέχει ιδιαίτερη θέση. Τα εν λόγω νοµοθετήµατα είναι ο ν.2472/1997 36 περί προστασίας του ατόµου από την επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα και ο ν.2774/1999 37 για την προστασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τοµέα. Όπως ορίζεται στο νόµο, η επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειµένου τους είναι δυνατή µόνο κατ εξαίρεση. Ως συγκατάθεση του υποκειµένου των δεδοµένων σύµφωνα µε το ν.2472/1997 (άρθ.2 περίπτ. ια) εννοείται κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως που εκφράζεται µε σαφήνεια και εν πλήρη επιγνώσει, και µε την οποία το υποκείµενο των δεδοµένων, αφού προηγουµένως ενηµερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείµενο επεξεργασίας τα δεδοµένα που το αφορούν. Η συγκατάθεση είναι ελεύθερα ανακλητή οποτεδήποτε, χωρίς να επέρχεται αναδροµικό αποτέλεσµα. 35 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004 36 ΦΕΚ 50Α /10.4.1997 37 ΦΕΚ 287Α /22.12.1999

Επίσης, ο ν.2472/1997, πέραν της συναινέσεως του υποκειµένου, θεσπίζει και άλλες αυστηρότατες προϋποθέσεις, η τήρηση των οποίων ελέγχεται από την Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα (άρθ.18-25 του ν.2472/1997) 38. Πρόκειται για µια συνταγµατικώς κατοχυρωµένη αρχή, στην οποία ο φορέας που έλαβε τη συναίνεση του υποκειµένου δίνει αναφορά και λογοδοτεί κάθε στιγµή. Την προστασία των ασθενέστερων υποκειµένων από τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα κατοχυρώνει ο ν.2774/1999, ο οποίος απαριθµεί περιοριστικά τις περιπτώσεις που η επεξεργασία δεδοµένων από τα εν λόγω δίκτυα είναι επιτρεπτή. Σε κάθε περίπτωση, αποκλείεται ο εξαναγκασµός του συνδροµητή σε συγκατάθεση για την επεξεργασία δεδοµένων που τον αφορούν. Η νέα ρύθµιση του ν.2472/1997 έγινε σε γενικές γραµµές αποδεκτή από τη θεωρία, αν και υποστηρίζεται ότι η προστασία της προσωπικότητας ήταν ήδη επαρκής πριν από την έκδοσή του (βάσει των συνταγµατικών αλλά και των ειδικών ποινικών διατάξεων, καθώς και βάσει του άρθ.57 Α.Κ.). Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει ότι πως οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόµος, ιδιαίτερα για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδοµένων, είναι αυστηρότατες και ως εκ τούτου αντισυνταγµατικές σε σχέση µε την ελευθερία του τύπου και το δικαίωµα στην πληροφόρηση. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνεται και κατάλληλη ερµηνεία τους, αναλόγως βέβαια και της εκάστοτε περίπτωσης. Αντιθέτως, σε ορισµένα ζητήµατα κρίνεται απαραίτητο να επεκταθεί η προστασία του υποκειµένου και να µην αρκεί η συγκατάθεσή του για την επεξεργασία προσωπικών του δεδοµένων. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν η παροχή συγκατάθεσης όταν υπάρχει σχέση εξάρτησης του υποκειµένου µε τον υπεύθυνο συλλογής των δεδοµένων, καθώς και η παροχή συναίνεσης στο πλαίσιο σύµβασης προσχώρησης. Ο όρος «ελεύθερη δήλωση βουλήσεως» που χρησιµοποιείται από το νοµοθέτη στον ορισµό της συγκατάθεσης, επιχειρώντας να τονίσει την ανάγκη παροχής συναίνεσης απαλλαγµένης από οποιασδήποτε µορφής ψυχολογική πίεση, επικρίθηκε ως ιδιαίτερα αόριστος, µε συνέπεια να µην εξασφαλίζει ικανοποιητικό βαθµό προστασίας. Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφερθούµε συνοπτικά στην απ. Α.Π..Π.Χ. 92/2001 39, στο αιτιολογικό της οποίας η Αρχή, προκειµένου να αποδείξει το νοµικά ανίσχυρο της κρινόµενης συγκατάθεσης και να υποστηρίξει το ανεπίτρεπτο της παραίτησης από συνταγµατικά δικαιώµατα βασίζεται περισσότερο σε διατάξεις του Αστικού ικαίου παρά στον ν.2472/1997. Πιο συγκεκριµένα, η Αρχή επισηµαίνει ότι «η αξία του ανθρώπου και η προστασία της υλικής και ηθικής του υπόστασης είναι υπέρτατη δηµοσίας τάξεως αρχή από την οποία δε χωρεί παραίτηση». Ως εκ τούτου η σχετική δήλωση βουλήσεως των ιδιωτών είναι άκυρη, δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα και θεωρείται σαν να µην έγινε ποτέ. Το γεγονός ότι το αιτιολογικό της απόφασης δυσκολεύεται να βρει λύση µέσω του ν.2472/1997, αποδεικνύει ότι ο εν λόγω νόµος δεν απαντά µε σαφήνεια στο 38 Μήτρου Λ., Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών εδοµένων, 1999 39 Βλ. επίσης Απ. Ε.Σ.Ρ. 100/41/12.11.1998 και Απ. Ε.Σ.Ρ. 317/2.11.2004

ερώτηµα αν η συγκατάθεση του υποκειµένου αρκεί για να εισβάλει ο εκάστοτε φορέας προσωπικών δεδοµένων στον πυρήνα της προσωπικότητάς του 40. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην απόφαση δεν αναλύεται η νοµική φύση της συγκατάθεσης, ούτε η δυνατότητα εφαρµογής σε αυτήν κανόνων του Αστικού ικαίου. 4.4.3/Α Τα δικαστικά συνταγµατικά δικαιώµατα Στον Καταστατικό µας Χάρτη κατοχυρώνεται επίσης µια οµάδα δικαιωµάτων που αφορούν στην απονοµή της δικαιοσύνης και γενικότερα στην παροχή έννοµης προστασίας στον ιδιώτη. Τα λεγόµενα δικαστικά συνταγµατικά δικαιώµατα είναι τα ακόλουθα: το δικαίωµα έννοµης προστασίας, τα δικαιώµατα αναφοράς και προηγούµενης ακροάσεως, η µη αποστέρηση του νόµιµου δικαστή, η αρχή ουδεµία ποινή χωρίς νόµο 41 και τα περί συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως. 4.4.3/Β Η παραίτηση από το συνταγµατικό δικαίωµα της έννοµης προστασίας Η αρχή της παροχής έννοµης προστασίας (άρθ.20σ) θέτει κατά βάση τον κανόνα «αρµόδιο δικαστήριο για κάθε υπόθεση». Το δικονοµικό περιεχόµενο της αρχής ανήκει στο περιεχόµενο του ίδιου του κράτους δικαίου. Στις ελάχιστες υποχρεώσεις του κράτους δικαίου ανήκει εποµένως η σύσταση και λειτουργία δικαστηρίων που θα επιλύουν τις κάθε είδους διαφορές και θα εξασφαλίζεται µε τον τρόπο αυτό η ειρηνική κοινωνική συµβίωση 42. Η µεγάλη σηµασία της δικαστικής προστασίας αποδεικνύεται από την κατοχύρωσή της και σε διεθνείς συµβάσεις (π.χ. Οικουµενική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του Ανθρώπου 1948, Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου 1952). Η συνταγµατική διάταξη του άρθ.20 παρ.1 έχει, όπως άλλωστε και οι άλλες διατάξεις του Συντάγµατος, αντικειµενική-θεσµική και υποκειµενική διάσταση. Κατοχυρώνεται δηλαδή αφενός η προεκτεθείσα αντικειµενική αρχή του δικονοµικού δικαίου περί της οργάνωσης και λειτουργίας του συστήµατος δικαιοσύνης, αφετέρου όµως κατοχυρώνεται και ατοµικό δικαίωµα για παροχή έννοµης προστασίας. Το ατοµικό αυτό δικαίωµα ισοδυναµεί µε το δικαίωµα κάθε πολίτη να αχθεί η υπόθεσή του σε δικαστήριο και να δικαστεί από αυτό 43. Το δικαίωµα παροχής έννοµης προστασίας µε την ευρύτερη έννοια του όρου περιλαµβάνει τα εξής δικαιώµατα: 40 Τουντόπουλις Β., «Σκέψεις σχετικά µε την απόφαση 92/2001της Α.Π..Π.Χ.», ΤοΣ 2001 41 Η αρχή nullum crimen nulla poena sine lege που κατοχυρώνεται στο άρθ.7 παρ.1 εδ.α, αποτελεί το θεµέλιο ολόκληρου του ποινικού οικοδοµήµατος. 42 ηµητρόπουλος Α.Γ, Συνταγµατικά δικαιώµατα, παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, Τόµος ΙΙΙ, 2004 43 Βλ. επίσης Κλαµαρή Ν., Το δικαίωµα προς παροχήν εννόµου προστασίας κατά το άρθ.20 παρ.1 Συντ.1975, 1989