Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Εμμανουήλ Δαμάσκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου), Χρήστο Παληοκώστα, Λουκά Λυμπερόπουλο, Ανδρέα Μοσχανδρέου και Δημήτριο Παπαμήτσο, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 1999, με την παρουσία και της γραμματέως Ασπασίας Ζαρουχλιώτου, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων:, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσακίρη. Του αναιρεσιβλήτου:., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νομικό. Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 2 Ιουλίου 1997 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2485/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 35/1999 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15 Φεβρουαρίου 1999 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Παπαμήτσος ανέγνωσε την από 19 Οκτωβρίου 1999 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τα στοιχεία Α2β και την απόρριψη των λοιπών, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, με αυτό ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος πρόβαλε, ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον προσέλαβαν από 5.3.1993 ως οδηγό του αναφερόμενου βυτιοφόρου ατυοκινήτου, μικτού βάρους 38 τόννων, προς μεταφορά με αυτό καυσίμων (πετρελαίου και βενζίνης) και ότι οι εναγόμενοι του ανέφεραν ότι ο μισθός του θα ήταν ο νόμιμος. Κατά την έννοια του περιεχομένου αυτού της αγωγής οι εναγόμενοι διαβεβαίωσαν τον ενάγοντα, προδήλως αποδεχθέντα τις διαβεβαιώσεις αυτές, ότι θα του κατέβαλαν τις αποδοχές, που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους οδηγούς αυτοκινήτων βυτιοφόρων μεταφοράς πετρελαιοειδών και όχι από τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αφού δεν χρειαζόταν οιαδήποτε αναφορά των εναγομένων και συμφωνία των διαδίκων για την τήρηση των από τις εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις τασσόμενων γενικών ελαχίστων ορίων αποδοχών. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, ότι βάσει συμφωνίας των διαδίκων ήταν εφαρμοστέες επί του προκειμένου οι για τους οδηγούς των ως άνω βυτιοφόρων συλλογικές συμβάσεις εργασίας - χωρίς να δεχθεί ότι οι διάδικοι ανήκαν στις συμβληθείσες με αυτές επαγγελματικές οργανώσεις και χωρίς όλες οι συλλογικές αυτές συμβάσεις να έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές - δεν έλαβε υπόψη παρά το νόμο ουσιώδη πράγματα μη προταθέντα από τον ενάγοντα, ήτοι την ως άνω συμφωνία των διαδίκων, και ο περί του αντιθέτου, από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγος του αναιρετηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.- Επειδή, ο λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθ. μόνο 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. (κατά τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό του), για παντελή
έλλειψη αιτιολογιών, άλλως για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τα επιδικασθέντα με αυτήν από την ένδικη εργασιακή σχέση κονδύλια, διότι "δεν αιτιολογεί ποιος ήταν ο νόμιμος ή συμφωνημένος μισθός που εδικαιούτο ο αντίδικος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ποιο το ύψος των αποδοχών του που του καταβλήθηκε, ποιο το ύψος της οφειλόμενης αποζημιώσεως λόγω απολύσεως, ποιο το ποσό της καταβληθείσας και πως τελικά προέκυψαν τα ποσά που έκρινε ότι οφείλονται και ότι έτσι καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος για το ποια πραγματικά γεγονότα έλαβε υπόψη η απόφαση, σε ποιες νομικές διατάξεις τα υπήγαγε και αν εφάρμοσε σωστά αυτές", πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος. Διότι με το αναιρετήριο - συμπλήρωση του οποίου δεν επιτρέπεται με οιαδήποτε άλλα έγγραφα, ακόμη και διαδικαστικά (Ολ. Α.Π. 27/ 1998, 32/1996)- δεν προβάλλεται ότι η έφεση των εναγομένων, εκτός του λόγου της περί μη εφαρμογής επί του προκειμένου των συλλογικών συμβάσεων για τους οδηγούς βυτιοφόρων καυσίμων, τον οποίο απέρριψε το Εφετείο, περιείχε και λόγο πλήσσοντα ειδικώς τον υπολογισμό των πρωτοδίκως με βάση τις συλλογικές αυτές συμβάσεις επιδικασθέντων ως άνω κονδυλίων. Συνεπώς, το Εφετείο, βάσει του μεταβιβαστικού κατά το άρθρο 522 του Κ.Πολ.Δ. αποτελέσματος της εφέσεως εξουσία είχε προς εξέταση τον ως άνω υπολογισμού καθεαυτόν, αλλά όχι και υποχρέωση, η παράβαση της οποίας να θεμελιώνει τον από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετικό λόγο. Και εξαφανίσθηκε μεν η πρωτόδικη απόφαση συνολικά από το Εφετείο, τούτο όμως προδήλως έγινε για την ενότητα του τίτλου, αφού μόνο ως προς ένα μερικότερο αγωγικό κονδύλιο (το αφορών την αξία των παρεχόμενων στον ενάγοντα ενδυμάτων και υποδημάτων) και ως προς την πρωτοδίκως απαγγελθείσα καταψήφιση εις ολόκληρο των εναγομένων και προσωπική κατ' αυτών κράτηση το Εφετείο έκρινε κατ' αποτέλεσμα διαφορετικά σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση - που κατά τα λοιπά - και επομένως και ως προς τον υπολογισμό των ως άνω κονδυλίων επικυρώθηκε ουσιαστικά από αυτό.- Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέρα από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίσης προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισμό που αποκόμισε ο εργοδότης χωρίς νόμιμη αιτία, και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Εξάλλου, με την από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως με τη 11770/20.3.1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, από 1.1.1984 η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών μειώθηκε σε 40 ώρες, ορίσθηκε δε ότι κατά τα λοιπά (επομένως και ως προς την αμοιβή της υπερεργασίας) εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέρα των οκτώ ωρών ημερησίως. Αντίθετα για τον υπολογισμό της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Τέλος, με το άρθρο 8 της από 13.1.1993 ΣΣΕ, για το προσωπικό των οδηγών βυτιοφόρων φορτηγών αυτοκινήτων επιχειρήσεων μεταφοράς και εμπορίας πετρελαιοειδών κλπ προϊόντων, καθιερώθηκε
πενθήμερη εργασία κατά εβδομάδα με δυνατότητα απασχόλησης και το Σάββατο χωρίς δικαίωμα αντικατάστασης της ημέρας αυτής με άλλη ημέρα ανάπαυσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1993 έως 31.3.1997 εργαζόταν ως οδηγός βυτιοφόρου καυσίμων συνεχώς επί έξι ημέρες εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως και Σάββατο επί 9.5 ώρες ημερησίως και συνολικά (9,5 Χ7) 57 ώρες την εβδομάδα. Και ότι - αφού η τακτική αυτή επί εξαήμερο εβδομαδιαία απασχόληση του ενάγοντος εμφαίνει επί του προκειμένου εφαρμογή του συστήματος της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, σύμφωνα με τη δυνατότητα που παρείχε η προμνησθείσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τους οδηγούς των ως άνω βυτιοφόρων - από τις 57 αυτές ώρες, οι πέρα των 40 ωρών του συλλογικού ωραρίου, 8 πρώτες ώρες (40-48) αποτελούσαν υπερεργασία και οι επόμενες 9 ώρες (6Χ1,5=9) παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αφού αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις. Με την ως άνω κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου προαναφερόμενες διατάξεις και, επομένως, ο λόγος του αναιρετηρίου κατά τη σχετική αιτίασή του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.- Επειδή, ο εργοδότης, κατά την πληρωμή του μισθού και τη χορήγηση του εκκαθαριστικού σημειώματος, έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη (Α.Κ. 424). Η εν λόγω απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, να αναφέρει δηλαδή τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, καθώς επίσης και τις αιτίες καταβολής τους. Αντιθέτως, η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική, δεν καθορίζει δηλαδή τις οφειλόμενες και τις τελικά καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου, είναι αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο. Αλλά και σε μια τέτοια περίπτωση δεν αποκλείεται στον εργοδότη η δυνατότητα να αποδείξει ένσταση εξοφλήσεως των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον μάλιστα στη διαδικασία των εργατικών διαφορών επιτρέπονται και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (Κ.Πολ.Δ. 671 παρ. 1). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς τους ισχυρίσθηκαν ότι έχουν εξοφλήσει τον αναιρεσίβλητο για την υπερωριακή απασχόληση και την απασχόληση πέρα των 40 ωρών (υπερεργασία) και προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού τους προσκόμισαν με επίκληση 48 αποδείξεις καταβολής στον αναιρεσίβλητο από τον Ιούνιο 1993 μέχρι Μάρτιο 1997 του συνολικού ποσού των 6.838.00 δρχ. Το δικάσαν δικαστήριο, αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: ότι στις πιο πάνω αποδείξεις αναγραφόταν το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα συλλήβδην για "εκτός έδρας, Κυριακές, γιορτές, υπερωρίες και διανυκτερεύσεις εξωτερικού και εσωτερικού" (κατά τη σχετική διατύπωση των αποδείξεων), χωρίς να διαλαμβάνονται τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία χωριστά, ειδικότερα δε τα συγκεκριμένα ποσά που καταβλήθηκαν για υπερεργασία και για υπερωριακή απασχόληση, ώστε με τον τρόπο αυτό να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και ότι ούτε από τις αποδείξεις αυτές ούτε από κανένα άλλο πειστικό στοιχείο προκύπτει η εξόφληση των απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου για τις παραπάνω αιτίες. Μάλιστα στις παραπάνω αποδείξεις δεν γίνεται καθόλου μνεία για υπερεργασία. Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως αβάσιμη. Έτσι που αποφάνθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, 422, 424 και 200 Α.Κ. και, επομένως, η περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρετηρίου από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η περαιτέρω δε αιτίαση
του αναιρετηρίου για ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλομένης ως προς την ως άνω κρίση της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ' ο μέρος, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλεια, πλήσσει την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Εφετείου για μη απόδειξη δι' οιουδήποτε αποδεικτικού μέσου των επίμαχων καταβολών. Καθ' ο δε μέρος αναφέρεται στο μη καθορισμό από το Εφετείο της αιτίας, για την οποία καταβλήθηκαν τα ποσά αυτά, πρέπει η αιτίαση αυτή να απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του τέτοια περαιτέρω αιτιολογία ενόψει και του ότι μεταξύ των διαδίκων είχαν υπάρξει και άλλες - πλην των επίμαχων - από την ένδικη εργασιακή σχέση αξιώσεις, περί των οποίων δεν πρόκειται. Ο λόγος δε του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ. ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των ανωτέρω έγγραφων αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, γιατί δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου, όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας, όπως επί του προκειμένου, το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό με το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, πείθεται για την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών γεγονότων, προς απόδειξη των οποίων προσκομίζεται, αφού τότε πρόκειται απλώς για εκτίμηση αποδεικτικού εγγράφου. Περαιτέρω, από τη γενική διαβεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τις ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι κατά το άρθρο 671 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι τελευταίοι, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι 43 αποδείξεις πληρωμής, η από 31.12.1996 απόδειξη πληρωμής 75% για υπερωριακή εργασία και η υπ' αριθ. 191/1998 ένορκη βεβαίωση. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αριθ. 11 του Κ.Πολ.Δ. Ο υποθετικά δε ασκηθείς λόγος του αναιρετηρίου από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., κατά τον οποίο το Εφετείο, αν κριθεί ότι δέχθηκε ότι οι ανωτέρω καταβολές αφορούσαν άλλο χρέος, εκτός των από υπερεργασία και υπερωρίες, έλαβε υπόψη ουσιώδες πράγμα μη προταθέν, πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος στη μη συντρέχουσα προμνησθείσα προϋπόθεση, υπό την οποία και ασκήθηκε.- Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη δεύτερη σκέψη, και ο τελευταίος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγος του αναιρετηρίου, κατά τον οποίο δεν καθορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένως οι πραγματικές προϋποθέσεις για επιδικασθέντα στον ενάγοντα αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό των εναγομένων από την παρασχεθείσα σε αυτούς παράνομη υπερωριακή εργασία του, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος. Διότι με το αναιρετήριο - συμπλήρωση του οποίου δεν επιτρέπεται κατά τα προεκτεθέντα - δεν προβάλλεται συγκεκριμένως ότι η έφεση των εναγομένων περιείχε ειδικό περί ελλείψεως των πραγματικών προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγο, ώστε η σχετική παράλειψη του Εφετείου να θεμελιώνει τον από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετικό λόγο, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά επικύρωσε την πρωτόδικη και ως προς το ως άνω αγωγικό κονδύλιο κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη σκέψη.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Φεβρουαρίου 1999 αίτηση των περί αναιρέσεως της 35/1999 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία προσδιορίζει σε διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000) δραχμές.- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 1999. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 11 Ιανουαρίου 2000. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ