Χημεία - Μεταλλουργία Στο Βυζάντιο, δεν υπήρχαν επιστήμονες χημικοί που έκαναν πειράματα με ακρίβεια και προσοχή σε εργαστηριακούς χώρους, ώστε στη συνέχεια να γνωστοποιούν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους σε συνέδρια και με δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, όπως σήμερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν απλοί τεχνίτες, οι οποίοι πειραματίζονταν με τα υλικά, προκειμένου να βελτιώσουν τις κατασκευές τους σε αντοχή και εμφάνιση. Τα όποια επιτεύγματά τους δεν ανακοινώθηκαν ποτέ ή τουλάχιστον έμειναν μέσα στα πλαίσια της συντεχνίας τους. Όμως, δικαίωμα στους πειραματισμούς φαίνεται ότι διεκδίκησαν ταλαντούχοι πορφυρογέννητοι... Πράγματι, ο ιστορικός του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ψελλός κατέκρινε την τότε αυτοκράτειρα Ζωή ότι είχε μετατρέψει τα διαμερίσματά της σε εργαστήριο αρωματοποιού: «βάζει φωτιές για να ψήσει, βράζει αρωματικά υλικά, τρίβει, κοπανάει, πλάθει ουσίες για αρώματα, και παρασκευάζει καλλυντικά και αλοιφές, αντί να υφαίνει, όπως θα ήταν σωστό ως γυναίκα». Αυτά τα έλεγε ίσως γιατί φοβόταν ότι θα μπορούσε να προκληθεί κάποιο ατύχημα, καθώς η βασίλισσα έκανε τις αναμείξεις όλων αυτών των παράξενων υλικών, που τα έφερναν από την Ανατολή, Άραβες και έμποροι της Τραπεζούντας. Η ανησυχία του αυτή δεν ήταν τελείως αβάσιμη οι τεχνίτες που ασχολούνταν με τέτοιες επικίνδυνες δραστηριότητες δεν μπορούσαν να είχαν τα εργαστήριά τους οπουδήποτε μέσα στις πόλεις, αλλά σε συγκεκριμένες συνοικίες, όπως για παράδειγμα στη συνοικία των Χαλκοπρατείων και σε στοές στα βόρεια του Τετραπύλου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στη Θεσσαλονίκη ήταν συγκεντρωμένα στην περιοχή του ναού της Παναγίας των Χαλκέων. Οι αυτοκράτορες ενίσχυσαν τους τεχνίτες: η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία το 801 τους παραχώρησε οικονομικά προνόμια, ενώ ο Λέων ο Σοφός τούς επέτρεψε να πουλάνε οι ίδιοι αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα και λίθους, κάτι που ως τότε είχαν δικαίωμα μόνο τα βασιλικά εργαστήρια. Την πρώτη ύλη για την κατασκευή μετάλλων (σίδηρος, χαλκός, μόλυβδος, κασσίτερος, ασήμι και χρυσός) την έφερναν από την ανατολική Μακεδονία και από τη Μικρά Ασία (κυρίως από την Παφλαγονία, τον Πόντο και την Κιλικία), καθώς και από τη βόρεια Συρία. Μετά τον 11ο αιώνα, όμως, περιορίστηκαν στην παραγωγή των μικρότερων μεταλλωρυχείων του Αιγαίου, της Τρωάδας στην Μικρά Ασία και στη Χαλκιδική, το Παγγαίο και τη Θάσο στην Ελλάδα. Η πρώτη ύλη, το ορυκτό μετάλλευμα, που έφτανε στο Βυζάντιο δεν ήταν καθαρό μέταλλο, και αυτό γιατί η επεξεργασία του στους τόπους παραγωγής του γινόταν με πατροπαράδοτες τεχνικές και μεθόδους από τη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά την είσοδο, ειδικοί υπάλληλοι του βυζαντινού κράτους (οι 1 από 10
ζυγοστάται) έλεγχαν την καθαρότητα των μετάλλων, και ειδικά για τον χρυσό ειδικοί τεχνίτες, οι χρυσοεψέται αναλάμβαναν τον καθαρισμό του. Μεγάλη είναι η παράδοση του Βυζαντίου στην κατασκευή αντικειμένων με πολύτιμα μέταλλα. Στην Ύστερη Αρχαιότητα υπήρχαν πολλά κέντρα παραγωγής τους σε όλη την αυτοκρατορία (Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Δαμασκός, Ταρσός, Κύπρος, Αγγλία). Όμως, μετά τον 10ο αιώνα αντικείμενα από χρυσό ή ασήμι φτιάχνονταν μόνο στην Κωνσταντινούπολη και ίσως σε ελάχιστα άλλα εμπορικά κέντρα, όπως στην Κόρινθο και σε πρωτεύουσες γειτονικών κρατών που ήθελαν να μιμηθούν τους Βυζαντινούς και τη χλιδή τους, όπως μαρτυρούν τα καλούπια (μήτρες) που έχουν βρεθεί από ανασκαφές σε αυτά τα μέρη. Στο μέσο Βυζάντιο μοιάζει να περιορίζεται η παραγωγή τους: δεν υπάρχουν περιγραφές για πολλά πολύτιμα αντικείμενα στο παλάτι, ούτε καν ως δώρα σε ηγεμόνες άλλων κρατών. Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι υπήρχε ανταγωνισμός με τη Δύση, όπου είχε ήδη εξελιχθεί η τεχνολογία καθαρισμού του μεταλλεύματος με μύλους και υδροκίνητα φυσερά, συσκευές που φύσαγαν αέρα, τα οποία το Βυζάντιο λόγω οικονομικών δυσκολιών αδυνατούσε να εντάξει στην παραγωγή του. Η δυσκολία εύρεσης και επεξεργασίας της πρώτης ύλης, του μεταλλεύματος, οδήγησε τους Βυζαντινούς στην ανακύκλωση των παλαιών αντικειμένων από μέταλλα και των νομισμάτων σε περιοχές όπου τα ορυκτά ήταν κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι χωρικοί να μαζεύουν τα κομματάκια μετάλλου (ψήγματα) από το χώμα. Μια μεγάλη διαδικασία ακολουθούσε σε ειδικά εργαστήρια: λιώσιμο του μετάλλου, γέμισμα καλουπιού με το λιωμένο μέταλλο (χύτευση), χτυπήματα με σφυρί (σφυρηλάτηση) μετά το ξεκαλούπωμα ώστε να πάρει το αντικείμενο το επιθυμητό τελικό σχήμα, δημιουργία φύλλων ή συρμάτων. Όλα αυτά γίνονταν με τη βοήθεια της φωτιάς, και όποτε έπρεπε να ανεβάσουν τη θερμοκρασία, αφού η φωτιά τρέφεται με το οξυγόνο, χρησιμοποιούσαν χειροκίνητα φυσερά. Η διακόσμηση των πολύτιμων σκευών γινόταν σε χρυσοχοεία, όπου με ειδικοί τεχνίτες επιχρύσωναν και έτριβαν τα ασημικά για να λάμψουν. Γνωρίζουμε από κείμενα ότι υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία τεχνιτών κατεργασίας του μετάλλου, όπως σιδεράδες, χαλκωματάδες (κατασκευαστές χαλκού), κλειδοποιοί (κατασκευαστές κλειδιών), πετταλάριοι (πεταλωτήδες), μαχαιροποιοί (κατασκευαστές μαχαιριών), κατηνάριοι (κατασκευαστές αλυσίδων) και, βεβαίως, χρυσοχόοι. Επίσης, οι αρχαιολόγοι που έχουν κάνει ανασκαφές σε οικισμούς όπως η Ρεντίνα, έχουν βρει παλαιά σιδηρουργεία: ήταν πολύ στενόχωρα δωμάτια και συχνά αποτελούσαν τμήμα του σπιτιού - προφανώς επρόκειτο για μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Παράλληλα με όλες αυτές τις επιδιώξεις των απλών τεχνιτών να δουλέψουν την ύλη, υπάρχει και μια φιλοσοφική και θεωρητική προσέγγιση, αυτή των αλχημιστών, που αναζητούσαν πώς ήταν δυνατόν να επέμβουν και να αλλάξουν τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός υλικού, να το μετασχηματίσουν σε κάτι άλλο, όπως για παράδειγμα από μια απλή πέτρα να φτιάξουν ασήμι ή χρυσάφι. Αυτή η ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε κάτι σε κάτι διαφορετικό φαίνεται ότι ξεκίνησε 2 από 10
από τις τεχνικές βαφής του μαλλιού και των υφασμάτων (αλλαγής του φυσικού χρώματος), και δεν είναι τυχαίο που σε βιβλία με τέτοιες συνταγές βρίσκουμε και οδηγίες βαφής με πορφύρα. Οι αλχημιστές στο Βυζάντιο γράφουν βιβλία, στα οποία αντιγράφουν παλαιότερα κείμενα και προσθέτουν μαγικές οδηγίες. Αυτά τα διαβάζουν πολύ λίγοι και δεν έχουν καμιά πρακτική εφαρμογή. Γλωσσάρι (0) Πληροφοριακά Κείμενα (6) Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, 3 από 10
με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής Δύσης και Βορρά Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή του 52 μ.χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που 4 από 10
απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη 5 από 10
άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β, η Ειρήνη- Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430. Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων: Ο ναός της Παναγίας Χαλκέων βρίσκεται κοντά στο σημείο διασταύρωσης των οδών Εγνατίας και Αριστοτέλους, σε περιοχή όπου, ήδη από την αρχαιότητα, λειτουργούσαν χαλκοπρατεία. Σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή του υπερθύρου της δυτικής εισόδου, ο ναός ανεγέρθηκε το 1028, στη θέση ειδωλολατρικού ιερού, από τον πρωτοσπαθάριο Χριστόφορο, τον κατεπάνω (διοικητή) της Λαγουβαρδίας, τη σύζυγό του Μαρία και τα παιδιά του: Νικηφόρο, Άννα και Κατακαλή. Ο τάφος του κτήτορα βρίσκεται μέσα σε αρκοσόλιο στο μέσο του βόρειου τοίχου. Ο ναός παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και μορφολογικό ενδιαφέρον. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με κεντρικό και δύο περιφερειακούς τρούλους (στα άκρα του διώροφου νάρθηκα), ενώ στην ανατολική του πλευρά διαμορφώνεται τριμερές ιερό με τρίπλευρή αψίδα. Είναι κτισμένος με πλίνθους με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, κατά την οποία οι σειρές παχύτερων και λεπτότερων πλίνθων εναλλάσσονται, και οι λεπτότεροι που υποχωρούν ελαφρά καλύπτονται με κονίαμα, δημιουργώντας έτσι εναλλαγές κόκκινων (πλίνθοι) και ανοιχτόχρωμων (κονίαμα) επιφανειών. Οι ραδινοί τρούλοι, τα αετώματα, τα τυφλά αψιδώματα, οι πλίνθινοι ημικίονες, οι τοξωτές απολήξεις, τα επάλληλα ανοίγματα, και οι κόγχες αποτελούν μορφολογικά στοιχεία που προσδίδουν στο μνημείο έντονη πλαστικότητα, με αρμονική σύνθεση των επιμέρους όγκων και προσεκτικά ισορροπημένες αναλογίες. Την περίμετρο του ναού περιτρέχει μαρμάρινος κοσμήτης, ενώ κάτω από τον κοσμήτη της νότιας όψης σώζονται πήλινες πλάκες με κουφική διακόσμηση που σχημάτιζαν ζωφόρο. Οι κίονες του ναού φέρουν τεκτονικά κιονόκρανα με σχοινόσχημο κόσμημα στις ακμές και κυκλικά πλαίσια με σταυρούς, ρόδακες και πυροστρόβιλους στις όψεις. Το μεγαλύτερο μέρος του ζωγραφικού διακόσμου είναι σύγχρονο με την ανέγερση του μνημείου, σύμφωνα με επιγραφή στο εσωράχιο του τόξου του ιερού που αναφέρει τους ίδιους κτήτορες. Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο στον κυρίως ναό (Γέννηση, Υπαπαντή, 6 από 10
Προσκύνηση των Μάγων, Πεντηκοστή), ενώ αξίζει να σημειωθεί η τοποθέτηση της Ανάληψης στον τρούλο. Στο Ιερό Βήμα εικονίζεται η Πλατυτέρα δεομένη, μετωπικοί Ιεράρχες και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στον νάρθηκα αναπτύσσεται το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας. Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, ο αρχικός διάκοσμος σε μέρος του βόρειου και νότιου τοίχου, καθώς και στη δυτική πλευρά φαίνεται πως αντικαταστάθηκε. Από αυτές τις παραστάσεις σώζονται σήμερα λίγα λείψανα από την Κοίμηση της Θεοτόκου, κάποιες σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου και μορφές μεμονωμένων αγίων. Σημειώνεται ότι κατά την Οθωμανική περίοδο, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί για να αποδοθεί εκ νέου στη χριστιανική λατρεία με τη λήξη της περιόδου. Κατά τους σεισμούς του 1933, υπέστη σοβαρές ζημιές, των οποίων η αποκατάσταση ολοκληρώθηκε πριν το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Βλάβες υπέστη επίσης και κατά τους σεισμούς του 1978, οι οποίες οδήγησαν σε νέο κύκλο εργασιών συντήρησης από τη δεκαετία του 1980 και εξής. Λέων ΣΤ' ο Σοφός (866-912): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 886 έως το 912. Ο Λέοντας αποκαλούνταν και Σοφός ή Φιλόσοφος, λόγω της ιδιαίτερης πνευματικής του καλλιέργειας. Διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας, ενώ συνέγραψε ποιήματα, λόγους, καθώς και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Ως αυτοκράτορας επιχείρησε να επαναφέρει την τάξη στην εσωτερική πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας. Η εξωτερική του πολιτική, ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατελήφθησαν επαρχίες του Βυζαντίου, ενώ πολιορκήθηκαν και λεηλατήθηκαν μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Θεσσαλονίκη, αλλά και η ίδια η πρωτεύουσα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές, γεγονός μη αποδεκτό από την εκκλησία, προκειμένου να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Για να επιτύχει μάλιστα την άδεια της εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο του, αντικατέστησε τον πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό που αντιδρούσε, με τον Ευθύμιο. Τελικά, παντρεύτηκε τη Ζωή Καρβουνοψίνα εν μέσω θυελλωδών διαμαρτυριών, η οποία γέννησε τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο. Η πόλη: Η Κόρινθος κατά την ύστερη αρχαιότητα συνεχίζει να είναι μία ακμάζουσα πόλη, λόγω της στρατηγικής της θέσης και της εμπορικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στα επίνειά της, τις Κεγχρεές και το Λέχαιο. Ισχυρό πλήγμα δέχεται με τους σεισμούς του 365 και 375, αλλά και την επίθεση των Γότθων το 395/6. Η πόλη περιορίστηκε σε έκταση με τη δημιουργία του λεγόμενου υστερορωμαϊκού ή πρωτοβυζαντινού τείχους, τμήματα του οποίου διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας σε διάφορα σημεία του χωριού της Αρχαίας Κορίνθου. Η πόλη που μέχρι τότε ενωνόταν με τείχη με τον Ακροκόρινθο χάνει πλέον αυτή τη σύνδεση. Η σημασία του χώρου της αρχαίας αγοράς φαίνεται πως υποβαθμίστηκε, καθώς τα ανασκαφικά δεδομένα αποκαλύπτουν περισσότερο δραστηριότητες οικιακές και βιοτεχνικές μίας φτωχικής συνοικίας. Κατά την πρωτοβυζαντινή ωστόσο περίοδο και ειδικότερα κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οικοδομούνται στην περιοχή της Κορίνθου μεγάλες χριστιανικές βασιλικές με σημαντικό γλυπτό διάκοσμο, όπως η βασιλική Κρανείου στα ανατολικά, η βασιλική Κοδράτου στα βόρεια, η βασιλική της Σκουτέλας στα βορειοδυτικά, οι βασιλικές του Λεχαίου και των Κεγχρεών, ενώ νεκροταφεία του 6ου και 7ου αιώνα έχουν ανασκαφεί στις εκτός των τειχών περιοχές του Ασκληπιείου και των βασιλικών Κοδράτου και Κρανείου. Την ανάκαμψη της πόλης που συντελείται αυτή την περίοδο δείχνει να περιόρισε ο μεγάλος λοιμός του 542 που επηρέασε τα πληθυσμιακά δεδομένα, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός του 525 που αναφέρεται από τον Προκόπιο. Ιδιαίτερης σημασίας όμως για την προστασία όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου είναι η κατασκευή του Εξαμίλιου Τείχους, που εκτεινόταν κατά μήκος του Ισθμού από τις ακτές του Σαρωνικού ως τον κορινθιακό 7 από 10
κόλπο, καθιστώντας το ως ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα. Η πρώτη κατασκευή του τείχους έγινε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β (408-451). Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του α μισού του 6ου αιώνα και μεταξύ των ετών 548 και 560 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μερίμνησε για την ανοικοδόμηση του τείχους. Στους αιώνες που ακολούθησαν παρατηρείται δραστηριότητα γύρω από τις βασιλικές που βρίσκονταν έξω από τα τείχη, ενώ στον χώρο της ρωμαϊκής αγοράς από τα τέλη του 6ου έως και τον 8ο αιώνα πραγματοποιούνται ταφές. Ανασκαφικά ευρήματα στις βασιλικές Κρανείου, Κοδράτου και μίας μικρής βασιλικής στον Ακροκόρινθο φανερώνουν ίχνη κατοίκησης κατά τον 7ο αιώνα. Ανάλογη δραστηριότητα έχει επισημανθεί και στην περιοχή Διαβατίκι που βρίσκεται κοντά στο Λέχαιο. Ειδικότερα στην περιοχή του Κρανείου έχουν έρθει στο φως οικοδομικά λείψανα εγκαταστάσεων και ευρήματα που δείχνουν ότι ο χώρος κατοικείται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο. Στα τέλη του 8ου αιώνα και μετά την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας η Κόρινθος γνωρίζουμε πως ορίζεται πρωτεύουσα του θέματος της Πελοποννήσου και έδρα στρατηγού. Ως έδρα αρχιεπισκόπου είναι φυσικό πως η πόλη θα έπρεπε να διαθέτει ένα μεγάλο μητροπολιτικό ναό. Παρά την έλλειψη ανασκαφικών δεδομένων, πλήθος γλυπτών που χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 12ου-αρχές 13ου αιώνα αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ναών που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως ο ναός του των Αγίων Θεοδώρων, του Σωτήρος ή η λατινική μονή του Αγίου Νικολάου. Στη θέση του ρωμαϊκού «βήματος», από όπου είχε διδάξει ο απόστολος Παύλος χτίστηκε μικρή βασιλική, λείψανα της οποίας σώζονται ακόμα, ενώ ανασκαφικά έχουν επισημανθεί ναοί στην κρήνη Πειρήνη και στα νότια του Μουσείου, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που σωζόταν μέχρι το 1937, ο ερειπωμένος με μεταγενέστερες επεμβάσεις σημερινός ναός της Αγίας Παρασκευής, κ.ά. Η Κόρινθος λόγω της θέσης της που ευνοούσε την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η εύρεση νομισμάτων και θησαυρών αυτής της περιόδου δείχνουν να πιστοποιούν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Στα τέλη άλλωστε του 11ου αιώνα γνωρίζουμε πως οι Βενετοί συγκέντρωναν στην Κόρινθο φημισμένα προϊόντα της περιοχής, όπως μεταξωτά υφάσματα και λάδι, ενώ στα 1165-1171 ο Vitale Voltani, αντιπρόσωπος του Romano Mairano, μονοπωλούσε την κορινθιακή αγορά λαδιού εκ μέρους της Βενετίας. Φημισμένη ήταν η πόλη και για το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας από τη γνωστή ποικιλία εγχώριου σταφυλιού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ο ανοιχτός μέχρι τότε χώρος της ρωμαϊκής αγοράς καταπατείται από διάφορα κτίσματα, τα οποία παρά τις ασαφείς πλέον φάσεις οικοδόμησης, περιελάμβαναν καταστήματα, συγκροτήματα κατοικιών, λουτρών, μοναστηριών και κάποια εργαστήρια. Πιστοποιημένη είναι η ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, επεξεργασίας γυαλιού, χρυσού και ορείχαλκου, ενώ παρότι ακόμα δεν είναι επιβεβαιωμένο ανασκαφικά, υπάρχουν σαφείς αναφορές για εργαστήρια μεταξουργίας, όπου επεξεργάζονταν και έβαφαν το μετάξι. Παρά το πλήγμα που δέχεται Κόρινθος το 1147 από την πειρατική επιδρομή του στόλου του Ρογήρου της Σικελίας, η πόλη συνεχίζει την ισχυρή της παρουσία και περιγράφεται το 1154 από τον Ιντρίσι, γεωγράφο της αυλής του Ρογήρου, ως μεγάλη και ακμάζουσα, ενώ στα τέλη πλέον του 12ου αιώνα ο Χωνιάτης αναφέρει τα δύο της λιμάνια, Λέχαιο και Κεγχρεές και την ανθηρή εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν κάτω από το κάστρο του Ακροκορίνθου. Τον 13ο, κατά την έλευση των Φράγκων, η πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, όπως δείχνουν ανασκαφικά δεδομένα, ενώ η εμπορική της δραστηριότητα παραμένει ανθηρή παρά την διοικητική αλλαγή. Από αυτή την περίοδο, δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς εντοπίστηκαν κατάλοιπα μίας συνοικίας που από τα ευρήματά της διαπιστώνεται η εισαγωγή σημαντικού αριθμού αγγείων από την Απουλία και το Βένετο. Η λεηλασία των Καταλανών το 1312, ο σεισμός κοντά στο 1320 και η 8 από 10
Μεγάλη Πανώλη του 1348 οδηγεί την Κόρινθο στον μαρασμό. Σύμφωνα με την περιγραφή του Niccolò da Martoni, το 1395 υπάρχουν μόνο μερικές δεκάδες σπιτιών εντός του περιβόλου του Ακροκορίνθου, ενώ η κάτω πόλη βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση (version 0). Ο οικισμός: Ο φυσικά οχυρός λόφος της Ρεντίνας βρίσκεται περίπου 75 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης, στα νότια του ποταμού Ρήχιου και δίπλα στην αρχαία Εγνατία οδό. Οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί στον λόφο και την τριγύρω περιοχή έχουν φέρει στο φως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Στον ΝΔ τομέα του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί τοίχοι κτισμάτων και αναλημμάτων που από την κατασκευή τους και τα συναφή ευρήματα έχουν χρονολογηθεί στην Ελληνιστική περίοδο. Η Ρεντίνα βρισκόταν κοντά στον οικισμό της Αρέθουσας, που παρήκμασε μετά τον 6ο μ.χ. αιώνα, και σε μικρή απόσταση από τον παρόδιο σταθμό (mutatio) με το όνομα Peripidis (γεν. Peripidinis), από τον οποίο κατά μια ερμηνεία θα μπορούσε να κατάγεται το σημερινό όνομά της. Η Ρεντίνα σήμερα διασώζει σε ικανό ύψος την οχύρωση και τα εντυπωσιακά οικοδομικά λείψανα οικισμού, που θα ήταν δυνατόν να ταυτιστεί με το αναφερόμενο από τον Προκόπιο στο έργο του Περί κτισμάτων κάστρο «Αρτεμίσιον», για το οποίο μαρτυρείται ότι τειχίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, η πρώτη οχύρωση που περιλάμβανε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες μιας μικρής φρουράς θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 4ου αιώνα. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, το τείχος ενισχύθηκε με πύργους και εφοδιάστηκε με μια μεγάλη δεξαμενή στο πλάτωμα της ακρόπολης. Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, το τείχος ανακατασκευάστηκε και χρησίμευσε ως οχύρωση για έναν οικισμό που ιδρύθηκε μέσα στην πρώτη πενηνταετία του 10ου αιώνα, όταν αποτέλεσε έδρα της επισκοπής Λητής και Ρεντίνης. Τότε στην ακρόπολη κτίστηκε εκκλησία πάνω στα ερείπια της παλιότερης δεξαμενής, που δεν λειτουργούσε πλέον, και οικήματα για τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα ιδρύθηκαν και αρκετές οικίες στην κάτω πόλη κατά μήκος του παλιού περιβόλου και σε επάλληλα άνδηρα, ακολουθώντας την φυσική κλίση του εδάφους. Ένας τρίτος οχυρωματικός περίβολος περιέβαλε τότε τον οικισμό από το ανατολικό, το πλέον ευπρόσβλητο, τμήμα του και στην άκρη του ιδρύθηκε πύργος, ο οποίος διέσωσε στο εσωτερικό του λείψανα ξύλου, που χρονολογήθηκαν με την μέθοδο του άνθρακα 14 (C14) γύρω στο 980 μ.χ. Μετά το 1204, ο οικισμός παραδόθηκε στους Φράγκους του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φαίνεται ότι εγκατέστησαν μόνιμη φρουρά, όπως δείχνουν τα πολλά νομίσματα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην ανασκαφή, προφανώς για τον έλεγχο τόσο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης όσο και του Στρυμονικού κόλπου. Το 1242, όμως, ο Ιωάννης Βατάτζης στην πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη κατέλαβε το κάστρο, αφού, σύμφωνα τον Γεώργιο Ακροπολίτη, οι Φράγκοι εγκατέλειψαν τη θέση χωρίς να την υπερασπιστούν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, ειδήσεις για τους κατοίκους της Ρεντίνας περιέχουν τα δικαιοπρακτικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, που αναφέρουν κτήματα, μύλους και σπίτια στην περιφέρεια. Στην πρώτη πενηνταετία του 14ου αιώνα χρονολογείται και ένας μικρός σταυρόσχημος ναός, που κτίστηκε μέσα στον ανατολικό περίβολο, ίσως σε συνάφεια με βρεφικό και παιδικό νεκροταφείο. Στα μέσα του 14ου, ο χηρεύων θρόνος της επισκοπής Ρεντίνης δόθηκε από τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά στον επίσκοπο Πλαταμώνος, ο οποίος κατηγορήθηκε για τις χειροτονίες που τέλεσε, αλλά αθωώθηκε από Σύνοδο του 1363. Από τα μέσα του 14ου αιώνα, όμως, ο οικισμός φαίνεται ότι άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του και περνά διαδοχικά στα χέρια Σέρβων, Ελλήνων και Τούρκων. Η εγκατάσταση Τούρκων Γιουρούκων στην περιοχή μάλλον οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού σε ασφαλέστερα κέντρα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Βόλβη. Τα λίγα νομίσματα της ανασκαφής από την 9 από 10
εποχή αυτή μέχρι και τα μέσα του 16ου αιώνα αποτυπώνουν τη φθίνουσα πορεία του άλλοτε ακμαίου οικισμού της Ρεντίνας και πιστοποιούν την ύπαρξη ισχνής αγροτοποιμενικής εγκατάστασης στη θέση. Βιβλιογραφία (7) 1. Vryonis Sp., The Question of the Byzantine Mines, 1962 2. Pitarakis Br, Mines anatoliennes à l époque byzantine: bilan des connaissances, 1998 3. Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 2000 4. Matschke Kl.-P., Mining σε The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, Washington D.C., 2002 5. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου Γ., Η σημασία του έργου του μοναχού Θεοφίλου για τη διαχρονία των τεχνικών της αργυροχοΐας, Δεκέμβριος 2005 6. Pitarakis Br, Les croix-reliquaires pectorales byzantines en bronze, Paris, 2006 7. Mundell Mango M., From Glittering Sideboard to Table: Silver in the Well-Appointed Triclinium σε Eat, Drink and Be Merry. Production, Consumption and Celebration of Food and Wine in Byzantium, Aldershot, 2007 10 από 10